“Η κοινοτοπία του φασισμού”, του Στέφανου Ροζάνη

November 8, 2012

Κατ΄ ουσίαν, ο φασισμός είναι η κοινοτοπία, το factum brutum, του σύγχρονου ατόμου-ιδιώτη, ο οποίος, κατά τη διατύπωση του Edgar Morin, “θέλει να καταναλώσει την ίδια του τη ζωή” και κατά συνέπεια “τείνει να αποδώσει αξία [μόνο] στο παρόν”.
 Ο σκαντζόχοιρος του ορισμού καραδοκεί πάντα πίσω από κάθε εγχείρημα του λόγου για τον φασισμό, είτε ο λόγος αυτός επιχειρεί να περιχαρακώσει τον φασισμό μέσα στα όρια των συγκεκριμένων ιστορικών του εκφάνσεων, είτε αποσκοπεί σε μια σημαντική διεύρυνση των ορίων, προκειμένου να συμπεριλάβει πέραν των ιστορικών και άλλες ποικιλόμορφες διαστάσεις του φαινομένου: πολιτισμικές, ψυχολογικές, συναισθηματικές, προθεσιακές, ή ακόμη και αισθητικές. Όπως και παλαιότερα έχω επισημάνει, η φύση του φασισμού είναι μια εξαιρετικά σύμπλοκη κατάσταση, μέσα στην οποία όλες οι προαναφερθείσες διαστάσεις εμπεριέχονται, αλλά το άθροισμά τους δεν ισούται με καθαυτό το φασιστικό φαινόμενο. Ο φασισμός φαίνεται να είναι όλα αυτά, αλλά και κάτι παραπάνω. Και αυτό το κάτι είναι εξαιρετικά κρίσιμο για τη διαμόρφωση του φασιστικού φαινομένου[1].
Θα φανεί ίσως σε κάποιους παράδοξος ο ισχυρισμός, ότι το φασιστικό φαινόμενο αναδύεται εξακολουθητικά από την πλήρη και αδιαπραγμάτευτη συμφωνία του ανθρώπου με το ήδη υπάρχον, σε όλες τις παραλλαγές και μεταλλάξεις του -κοινωνικές, οικονομικές, πολιτισμικές ή άλλες- καθώς και από τη, νεωτερική κυριότατα, “απότομη έλευση των αυτοποιητικών σχέσεων και συνθηκών” για να χρησιμοποιήσω μια διατύπωση του Max Horkheimer [2]. Και είναι ακριβώς αυτή η φύση του φαινομένου που καθιστά τον φασισμό μια κοινοτοπία, η οποία ως τέτοια δεν παρουσιάζει τίποτα το απροσδόκητο ή έκτακτο, παρόλα τα ξεσπάσματα της βίας, της καταστροφής και της αυτοκαταστροφικότητας, τα οποία αναγκαία τον συνοδεύουν ιστορικά, συναισθηματικά και προθεσιακά. Οι αυτοποιημένες σχέσεις και συνθήκες είναι η “δημοκρατική” καθημερινότητα του σύγχρονου υποκειμένου, το οποίο βρίσκει μέσα σε αυτές την οικειότητά του και την ασφάλεια που του παρέχει η ολοκληρωτική προσχώρησή του στους ρυθμούς και στον τύπο ζωής που αυτές διαμορφώνουν, αναπτύσσουν και εξελίσσουν. Γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η συμφωνία του ατόμου με τον ήδη υπάρχοντα τύπο ζωής είναι πλήρης και αδιαπραγμάτευτη. Είναι το σημάδι της προόδου, ατομικής και κοινωνικής, που συμπυκνώνει την ουσία του “διαφωτισμένου” και πάντα πρόθυμου ανθρώπου να ανταποκριθεί στην πρόοδο κοπιαστικά, μοχθώντας και θυσιάζοντας όχι λιγότερο τον εαυτό του απ΄ όσο τους άλλους που φαντασιακά νοεί ως εμπόδιο, το οποίο πρέπει να υπερβεί με κάθε τρόπο. Μέσα σε αυτόν τον τύπο ζωής, ο λόγος των Adorno και Horkheimer, κατά τον οποίο “ο πλήρης διαφωτισμένος κόσμος ακτινοβολεί από θριαμβεύουσα καταστροφή” [3] είναι ασφαλώς η ουσία του φασιστικού φαινομένου.
Έχει παρατηρηθεί από τον Paul Connerton ότι ο φασισμός πρώτος φανέρωσε την αποφασιστική πολιτική δύναμη των ηλεκτρονικών μέσων και την υποκινητική ισχύ τους [4]. Πιστεύω ακριβώς το αντίθετο: ότι η καταιγιστική δύναμη των Mέσων και η πανίσχυρη υποκινητική ισχύ τους είναι η μορφοποιούσα αρχή της κοινοτοπίας του φασισμού, η οποία εξαργυρώνεται μέσα στην κοινωνική σφαίρα άλλοτε με ορμή και άλλοτε κατευναστικά, σε μια τάξη πραγμάτων όπου το ξεθώριασμα των αξιακών κλιμάκων είναι πλέον το προαπαιτούμενο της “εξασφάλισης” του ατόμου και της προσχώρησής του στον τύπο και στον τρόπο ζωής που τα μέσα επινοούν, κατασκευάζουν και επικυρώνουν ως το αυτονόητο της ανθρώπινης ύπαρξης.
Σ΄ αυτόν τον τύπο ζωής και καθημερινής δραστηριότητας, τα πράγματα χάνουν την ανθεκτικότητά τους, τη μορφή τους, ακόμη και την “αντικειμενικότητά” τους ως εγκόσμιες καταστάσεις και μεταφέρονται στην απροσδιοριστία της κατανάλωσής τους, οπότε η βιοτική διαδικασία καθρεφτίζεται παραμορφωτικά μέσα στην οθόνη των μέσων, η οποία δημιουργεί μια προσομοίωση ζωής και δραστηριότητας τέτοια, που το άτομο οφείλει να συμφωνήσει απόλυτα μαζί της προκειμένου να εξακολουθήσει τις δραστηριότητες που του επιβάλλει η βιοτική διαδικασία. Τα μέσα καθίστανται πλέον οι “συνοψιστές, ανα-συντάκτες και διασκευαστές” [5] της καθημερινότητας, μιας καθημερινότητας μέσω της οποίας η φασιστική κοινοτοπία παίζει έναν αμφίσημο, αν και πάντα ενεργό, ρόλο, βασισμένο στον πλήρη εκλειτουργισμό του καθημερινού χρόνου και της κατανάλωσής του.
Κατ΄ ουσίαν, ο φασισμός είναι η κοινοτοπία, το factum brutum, του σύγχρονου ατόμου-ιδιώτη, ο οποίος, κατά τη διατύπωση του Edgar Morin, “θέλει να καταναλώσει την ίδια του τη ζωή” και κατά συνέπεια “τείνει να αποδώσει αξία [μόνο] στο παρόν”. Έτσι, “το άτομο γαντζώνεται από τη μεγάλη δικαίωση της παρούσας ζωής: την απόλαυση και την αυτο-ολοκλήρωση” [6]. Με αυτόν τον τρόπο, το σύγχρονο άτομο-ιδιώτης δημιουργεί τη δική του μυθοπλασία, τους δικούς του ήρωες και πρότυπα ιδιωτικής ολοκλήρωσης, σε απόλυτη συμφωνία με τον ολοκληρωτισμό των μέσων και της τεχνικής που ενδυναμώνουν, μέσω της πολιτικής τους δύναμης και της υποκινητικής τους ισχύος, αυτά τα πρότυπα αυτο-ολοκλήρωσης και “ιδιωτικής ευτυχίας”.
Κατά συνέπεια, το φασιστικό φαινόμενο αναδύεται μέσα από το γόητρο, το κύρος, την κοινωνική θέση, τις εξουσιαστικές δομές και τις κατασταλτικές διαδικασίες που προστατεύουν την ιδιωτική ολοκλήρωση και της διασφαλίζουν το παρόν της, υπερκαθορίζοντας τα ίδια τα μαζικά μέσα, τα οποία έχουν προσφερθεί από την τεχνική, προκειμένου να “διαγείρουν την επικαιρότητα”.
Θα επικαλεσθώ και πάλι τον Edgar Morin: “Αφηρημένα πρόσωπα εκείνων που είναι παραδομένοι στη μηχανική εργασία, στην κατακερματισμένη δουλειά. Βλέμματα που κοιτάζουν αλλού, των ανθρώπων στο μετρό, στο λεωφορείο. Και στο οικογενειακό τραπέζι, η εφημερίδα ή η τηλεόραση, πάλι αλλού ” [7]. Η ιστορική σκηνή έχει ήδη στηθεί: είναι η σκηνή της κοινοτοπίας, της αδιαφορίας, της απάθειας των βλεμμάτων που κοιτάζουν αλλού – είναι η σκηνή μέσα από την οποία προβάλλει η στερεοτυπία του φασισμού, του επιταχυμένου χρόνου, της ενδο-ομάδας, που καθιστά τον φασισμό ενεργό, και της ψευδοπροσωποποίησης που αναζητά τους ιδιωτικούς της μύθους για να συναινέσει στις “οδηγίες” που κατασκευάζονται από την εφημερίδα ή την τηλεόραση, ή από τις “ομάδες των αρμοδίων” που νομιμοποιούν αυτόν τον τύπο ζωής και καθησυχάζουν τον ιδιωτικό υπερ-ατομικισμό του θεάματος και της κοινωνίας των θεατών.
Αναφερόμενος στον φασιστικό “εγελιανισμό”, ο Herbert Marcuse μιλά για μια σημαντική διαδικασία της φασιστικής τάξης πραγμάτων που είναι “η κατάρρευση όλων των νόμων και των προτύπων, η εξύμνηση της δράσης, ανεξαρτήτως του στόχου της, και ο θαυμασμός της επιτυχίας” [8]. Ασφαλώς, είναι εύκολο να αναγνωρίσει κανείς μέσα στη σύγχρονη καθημερινότητα αυτή τη διαδικασία ως πρόταγμα της εξασφάλισης της βιοτικής μέριμνας, τουλάχιστον όσον αφορά την εξύμνηση της δράσης, του ανθρώπου που είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος και πρόθυμος να δράσει, να είναι “καπάτσος” και να μπορεί να τα βγάλει πέρα σε κάθε δυσκολία, καθώς και τον θαυμασμό της επιτυχίας, που μάλιστα αποτελεί το “σήμα κατατεθέν” της σύγχρονης εποχής των ηλεκτρονικών δικτύων. Παρ΄ όλα ταύτα, μάλλον λίγοι θα αναγνωρίσουν μέσα στην ετοιμότητα για δράση και στον θαυμασμό της επιτυχίας την κοινοτοπία του φασισμού, η οποία υφέρπει αλλά μπορεί σε κάθε στιγμή και με οποιοδήποτε πρόσχημα να αναδυθεί στην πολιτική, κοινωνική, ψυχολογική, ακόμη και αισθητική σκηνή. Όσο για την κατάρρευση των νόμων και των προτύπων, αυτή δεν έχει ανάγκη πλέον το ιστορικό γεγονός που θα καταλύσει το πολίτευμα και θα αναστείλει τη δημοκρατική θέσμιση της κοινωνίας. Οι μηχανισμοί της εξουσίας των ηλεκτρονικών δικτύων έχουν υποκαταστήσει πλήρως το εξαιρετικό ιστορικό γεγονός και το έχουν αχρηστεύσει. Έχουν αφομοιώσει την κατάρρευση των νόμων και των προτύπων και την έχουν διοχετεύσει μέσα στην αβεβαιότητα, τη σύγχυση και το ευμετάβλητο των αξιακών κλιμάκων, που τελικά οδηγούν στην απαξίωσή τους και καθίστανται συνώνυμο της κατάρρευσης, έστω κι αν το πολίτευμα και οι θεσμικοί του πυλώνες προφασίζονται τη σταθερότητα και τη δημοκρατική τους λειτουργία.
Αυτό που απειλεί τον σημερινό άνθρωπο δεν είναι οι εκτροπές της ιστορίας, οι καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, κατά την ορολογία του Carl Schmite, ή η επιστροφή του χρόνου σε καταστάσεις γεγονότων έκρυθμων συγκρούσεων, μέσα στα πλαίσια γενικών δραματικών ανακατατάξεων της δύναμης και της ισχύος. Η διαλεκτική του μη-ταυτόσημου εξακολουθεί να ισχύει, και ασφαλώς θα ισχύει, και τώρα και στο μέλλον. Αυτό που απειλεί τον σημερινό άνθρωπο είναι η κοινοτοπία του πραγματισμού του, δηλαδή η κοινοτοπία του φασισμού της καθημερινότητας.

1. Βλ. τον πρόλογό μου, στο Stanley G. Payne, Η Ιστορία του Φασισμού, μτφρ. Κώστας Γεώρμας, εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα 2000, σ. 10.
2. Max Horkheimer, Φιλοσοφικό Σημειωματάριο (Mέρος Δεύτερο), μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, εκδ. Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα 1986, σ. 104.
3. Horkheimer και Adorno, Dialectic of Enlightenment, Νέα Υόρκη 1972, σ. 3.
4. Βλ. τον πρόλογο του Paul Connerton, στο Critical Sociology, Penguin Books, Νέα Υόρκη 1978, σ. 24.
5. Hannah Arendt, “Κοινωνία και Κουλτούρα”, στο Η Κουλτούρα των Μέσων, μτφρ. Αμίκα Λυκιαρδοπούλου, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997, σ. 131.
6. Edgar Morin, “Το Πνεύμα των Καιρών”, στο Η Κουλτούρα των Μέσων, μτφρ. Λένα Ζήση, ό.π., σ. 249.
7. ό.π., σ. 253.
8. Herbert Marcuse, Λόγος και Επανάσταση, μτφρ. Γερ. Λυκιαρδόπουλος, εκδ. Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα 1985, σ. 381.

Αναδημοσίευση από τις “Αναγνώσεις” της Κυριακάτικης Αυγής

Previous Story

Ιστορική Έρευνα: Οι Έλληνες ως μετανάστες…

Next Story

History: The Namibia Genocide.The first genocide of the 20th century. Horrifying Secrets of Germany’s Earliest Holocaust.


Latest from Local movement

Go toTop