Η δίκη των δοσίλογων: Η ρίζα της ελληνικής διχόνοιας (και των δεινών που ακολούθησαν) Συζήτηση με τον ιστορικό Δημήτρη Κουσουρή

March 4, 2017

Ο πανεπιστημιακός Δημήτρης Κουσουρής μιλάει με τον Θοδωρή Αντωνόπουλο (lifo.gr) για το πώς οι δοσίλογοι των Γερμανών όχι μόνο «αμνηστεύτηκαν» μεταπολεμικά αλλά εισχώρησαν σε θέσεις εξουσίας και δηλητηρίασαν την πολιτική ζωή του τόπου, εντείνοντας το εμφυλιακό κλίμα. 

Η αμνηστία που ουσιαστικά απόλαυσαν μεταπολεμικά οι περισσότεροι συνεργάτες των κατακτητών, οι επονομαζόμενοι δoσίλογοι, σε αντιδιαστολή μάλιστα με τους απηνείς διωγμούς της μαζικότερης εγχώριας αντιστασιακής οργάνωσης, του ΕΑΜ, με πρόσχημα τον «κομμουνιστικό κίνδυνο», παραμένει από τα σκοτεινότερα κεφάλαια της ελληνικής ιστορίας. Ένας άνθρωπος στον οποίο η νεοναζιστική βία άφησε ανεξίτηλα σημάδια φωτίζει πολλές πτυχές μιας κατασκευασμένης από τους νικητές επίσημης εθνικής αφήγησης. Όχι πως ήμασταν η μόνη χώρα που έδωσε «συγχωροχάρτια» σε πρώην ναζί και καθεστωτικούς αξιωματούχους, τους αποκατέστησε και τους εμπιστεύτηκε μέχρι θέσεις εξουσίας, χρησιμοποιώντας ως εργαλείο την ίδια την αστική δικαιοσύνη. Πουθενά αλλού, όμως, αυτό δεν συνέβη σε τέτοια έκταση και τόσο απροκάλυπτα, εξέλιξη που δηλητηρίασε την πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου για δεκαετίες. Πυροδότησε τον Εμφύλιο, συνέβαλε στην επιβολή της χούντας το ’67, δημιούργησε ευνοϊκές συνθήκες ανάπτυξης για καρκινώματα τύπου Χρυσή Αυγή, η δίκη της οποίας ξεκινά σύντομα, «ξυπνώντας» μνήμες αλγεινών εποχών. Ο Δημήτρης Κουσουρής, πανεπιστημιακός καθηγητής σήμερα (διδάσκει σε Κρήτη, Πρίνστον, Σικάγο, Κωνσταντία), συνεισφέρει σημαντικά με το ερευνητικό του πόνημα Δίκες των Δοσίλογων 1944-49: Δικαιοσύνη, συνέχεια του κράτους και εθνική μνήμη (εκδ. Πόλις) στην περιορισμένη –υπήρξε, άλλωστε, επί μακρόν θέμα ταμπού– σχετική βιβλιογραφία. Αναδιφώντας στα δικαστικά αρχεία, ανασύρει μαρτυρίες και ντοκουμέντα για τα δραματικά γεγονότα εκείνης της εποχής, αποκαλύπτοντας πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις και διαλύοντας μια σειρά παρεξηγήσεις. Κουβεντιάσαμε διαδικτυακά με τον συγγραφέα, που αυτό τον καιρό βρίσκεται στις ΗΠΑ, τόσο για τα περιεχόμενα του βιβλίου όσο και για τη σημερινή κρίσιμη εγχώρια και διεθνή πολιτική συγκυρία, η οποία σε ορισμένες της εκφάνσεις τουλάχιστον, και τηρουμένων πάντα των αναλογιών, διαθέτει κάποιες αντιστοιχίες με τις «μέρες του ’44».

―Υπάρχει πράγματι μια «ελληνική ιδιαιτερότητα» στην αντιμετώπιση των δοσίλογων μετά την απελευθέρωση; Πού ακριβώς εντοπίζεται και τι συνέπειες είχε για τη μετέπειτα πορεία της χώρας αυτή η εξέλιξη;

H κύρια ελληνική ιδιαιτερότητα ήταν ότι οι ένοπλοι δοσίλογοι, οι λογής ταγματασφαλίτες, επανεντάχθηκαν στις δυνάμεις του μεταπολεμικού καθεστώτος σχεδόν αμέσως, ώστε να υπερασπίσουν το «κοινωνικό καθεστώς» με αφορμή τα Δεκεμβριανά του 1944. Αυτό συνέβη επειδή, με το τέλος της Κατοχής, σημαντική μερίδα των πολιτικών, οικονομικών και κρατικών ελίτ βρέθηκε σε διάταξη εμφύλιου πολέμου για την υπεράσπιση των κυρίαρχων σχέσεων εξουσίας και ιδιοκτησίας έναντι της «κομμουνιστικής απειλής». Ο ακήρυχτος πόλεμος ενάντια στον «εσωτερικό εχθρό», που εκδηλώθηκε με την αιματηρή «λευκή τρομοκρατία» και δεκάδες χιλιάδες δικαστικές διώξεις ενάντια σε μέλη και «συνοδοιπόρους» του ΕΑΜ, μετεξελίχθηκε μέσα σε 1-1,5 χρόνο σε ανοιχτό, «νόμιμο» εμφύλιο. Μετά τη λήξη του, το 1949, άφησε παρακαταθήκη το λεγόμενο «Παρασύνταγμα» που έθετε εκτός νόμου το ΚΚΕ και τις «παραφυάδες του» και αποτέλεσε βάση άσκησης χιλιάδων πολιτικών διώξεων. Πάντως, η Ελλάδα παρέμεινε ισότιμο μέλος του ΝΑΤΟ και των άλλων διεθνών οργανισμών, αφού η διασφάλιση της «συνέχειας του κράτους» με την ατιμωρησία του φασισμού και των συνεργατών του, οι πρακτικές κρατικού αυταρχισμού και η θεσμική περιστολή των πολιτικών ελευθεριών εμφανίστηκαν με διαφορετικές μορφές στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ένθεν κακείθεν του «παραπετάσματος».

―Οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις αθώωσης δοσίλογων και εγκληματιών πολέμου; 

Οι χιλιάδες δίκες των Ειδικών Δικαστηρίων παρέχουν προνομιακή «θέα» στη μαζική διάσταση του δοσιλογισμού, και γενικότερα της εσωτερικής σύγκρουσης που έλαβε χώρα στα 1943-44 και συνεχίστηκε μετά με άλλη μορφή. Ο νομικός όρος «δοσίλογοι», που εδραιώθηκε εκείνη ακριβώς την περίοδο στο πολιτικό μας λεξιλόγιο, υποδήλωνε τόσο τον ευρύ, πολιτικό ορισμό του εγκλήματος που εξέφραζε το εαμικό κίνημα, όσο και μια στενή ποινική αντίληψη που προωθούσαν οι αντικομμουνιστές, φιλελεύθεροι ή βασιλόφρονες. Στην πράξη, η δικαιοσύνη λειτούργησε ως μηχανισμός εδραίωσης και αναπαραγωγής των κοινωνικών ιεραρχιών που είχαν διαταραχθεί στην Κατοχή. Καταδικάστηκαν αρκετοί, κυρίως όμως «μικρά ψάρια». Όσοι είχαν οικονομική επιφάνεια κι ερείσματα στον κρατικό μηχανισμό, γενικά την έβγαλαν καθαρή. Ανάμεσά τους συναντά κανείς τον μετέπειτα πρωθυπουργό της χούντας Κωνσταντίνο Κόλλια, τον πρώην δικτάτορα Θεόδωρο Πάγκαλο, τον αρχηγό του αιματοβαμμένου Μηχανοκίνητου της αστυνομίας Νίκο Μπουραντά, τον Ιωάννη Βουλπιώτη και πολλούς επιχειρηματίες, δημοσιογράφους και αξιωματικούς που στελέχωναν ναζιστικές οργανώσεις.

―Είναι η ίδια η ελίτ που τους «διέσωσε» αυτή που παραμένει ουσιαστικά στα πράγματα, όπως ακούμε μερικές φορές; 

Η πολιτική ηθική που φαίνεται να θριαμβεύει μέσα από το έργο τη δικαιοσύνης ήταν εκείνη της «γκρίζας ζώνης» του αντικομμουνισμού, εκείνων δηλαδή που στην Κατοχή προτίμησαν να τηρήσουν στάση αναμονής, παίζοντας συχνά διπλό παιχνίδι με τις κυβερνήσεις της Αθήνας και του Καΐρου, και που ανέλαβαν μετά, ως μάρτυρες υπεράσπισης ή και κατηγορίας, να καθαρίσουν το μητρώο ισχυρών πολιτικών, στρατιωτικών και οικονομικών παραγόντων. Ωστόσο, η ιδέα πως οι ίδιες ελίτ λυμαίνονται σήμερα τη χώρα, αντιστοιχεί σε μία μάλλον συνωμοσιολογική αντίληψη της ιστορίας. Ασφαλώς και μπορεί να εντοπίσει κανείς μία γενεαλογία επιχειρηματικών οικογενειών, πολιτικές δυναστείες κ.λπ. Ωστόσο, οι οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές δομές άλλαξαν πολύ στα εβδομήντα χρόνια που κύλησαν. Αν θέλουμε να διακρίνουμε το σημερινό πλέγμα εξουσίας, περισσότερο ενδιαφέρον θα είχε να εντοπίσουμε τις συνέχειες ακροδεξιών μηχανισμών και ιδεολογικών αντιλήψεων, που μέχρι πρόσφατα φαινόταν να έχουν εκλείψει οριστικά και που ξαναεμφανίζονται σήμερα ανανεωμένες, με κυβερνητικό-καθεστωτικό μανδύα.

―Πόσο ρόλο έπαιξε στα ελληνικά πολιτικά πράγματα αυτό που λέμε «βαθύ κράτος»; Πιστεύετε ότι κάποιες μορφές του καταφέρνουν να επιβιώνουν ακόμα; Υπάρχει, εκτιμάτε, ένα λεπτό νήμα που συνδέει το μεταξικό καθεστώς με τους ταγματασφαλίτες της Κατοχής, τις μεταπολεμικές «κυβερνήσεις δοσίλογων» και την απριλιανή δικτατορία, φτάνοντας μέχρι τη μεταμνημονιακή ανάδειξη της Χρυσής Αυγής σε τρίτο κόμμα; 

Υπάρχει σαφώς ένα νήμα που τα συνδέει όλα αυτά, που μάλιστα δεν είναι τόσο λεπτό, όσο κι αν επιχείρησε να κρύψει τα ίχνη του. Υπάρχει μία πολιτική παράδοση ενός μειοψηφικού, αλλά λίγο-πολύ μαζικού ακροδεξιού χώρου που συγκροτεί θύλακες στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού, οι οποίοι συχνά επιβίωσαν στις μείζονες πολιτειακές μεταβάσεις της Πρώτης Δημοκρατίας, της Απελευθέρωσης ή της Μεταπολίτευσης. Ωστόσο, όσο κι αν τούτο εξηγεί τις επιβιώσεις και τις πρωτεϊκές μεταμορφώσεις του φαινομένου, δεν ερμηνεύει από μόνο του την άνοδο της Χρυσής Αυγής. Αυτή οφείλεται στην κρίση ή κατάρρευση των κυρίαρχων αστικών κομμάτων, στην υπονόμευση εκ των έσω του δημοκρατικού χαρακτήρα του πολιτεύματος και στην πριμοδότηση των νεοναζί από μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα.

―Ποιος ευθύνεται, τελικά, για το ξέσπασμα του Εμφυλίου; Οι μοναρχικοί, το λεγόμενο «παρακράτος», οι Βρετανοί, ο Παπανδρέου; Μπορούσε το ΕΑΜ να έχει αντιδράσει διαφορετικά, αποφεύγοντας τη σύγκρουση; 

Η ερώτηση «ποιος έφταιξε» είναι κλασική παγίδα. Σε τέτοιες περιπτώσεις κάθε στρατόπεδο κατηγορεί το άλλο. Η αναμφισβήτητη αλήθεια είναι, πάντως, πως εκείνοι που επεδίωξαν περισσότερο την εμφύλια σύγκρουση ήταν αυτοί που τελικά νίκησαν. Η ηγεσία του ΕΑΜ επέλεξε να την αποφύγει, εκτιμώντας –λανθασμένα– πως η μαζικότητά του και η δύναμη του ΕΛΑΣ θα απέτρεπαν πιθανή βρετανική επέμβαση ή βασιλικό πραξικόπημα. Από την άλλη, ο Τσόρτσιλ μαζί με τον Παπανδρέου προετοίμαζαν τη σύγκρουση των Δεκεμβριανών από το καλοκαίρι κιόλας του ’44. Μετά την Απελευθέρωση, συγκέντρωσαν στην Αθήνα δυνάμεις πιστές σε αυτούς και πρώην δοσίλογους, προετοιμάζοντας μεθοδικά το κλίμα. Ακόμα και μετά από αυτό, ωστόσο, η ηγεσία του ΕΑΜ επέλεξε να παραμείνει πιστή στη γραμμή της νομιμότητας, υπογράφοντας και υπερασπίζοντας ευλαβικά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, με τα γνωστά αποτελέσματα. Αν το ΕΑΜ είχε φέρει προ τετελεσμένου την κυβέρνηση του Καΐρου, εγκαθιστώντας μία μορφή επαναστατικής κυβέρνησης στην Αθήνα το φθινόπωρο του ’44, ίσως να είχε αποφευχθεί η αιματοχυσία. Είναι, ωστόσο, εξαιρετικά αμφίβολο αν θα μπορούσε να κάνει μία τέτοια επιλογή.

―Η Δικαιοσύνη, γράφετε, ανέλαβε να διαμορφώσει τη συλλογική ιστορική μνήμη μεταπολεμικά. Υπάρχει αντίστοιχο παράδειγμα στην ελληνική και τη διεθνή εμπειρία; Μήπως εκεί οφείλεται το «απυρόβλητο» των δικαστών και των δικαστικών αποφάσεων; 

Η πολιτική δικαιοσύνη ιδιαίτερα έχει αποτελέσει βασικό παράγοντα διαμόρφωσης της συλλογικής μνήμης επαναστάσεων, εμφυλίων και διακρατικών πολέμων, δικτατοριών κ.λπ., που αποτελεί ερευνητικό πεδίο των κοινωνικών επιστημόνων αλλά και των «ειδικών» της «μεταβατικής δικαιοσύνης», ενός κλάδου που αναπτύχθηκε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Στην ελληνική περίπτωση, ο ρόλος της Δικαιοσύνης στη δημιουργία του επίσημου κρατικού αφηγήματος για την Κατοχή ήταν καθοριστικός. Το φαινόμενο του δοσιλογισμού ήταν μεν μειοψηφικό σε σχέση με την κοινωνική έκταση της στράτευσης στα κινήματα αντίστασης, συνάμα όμως ήταν μαζικό. Αποπολιτικοποιώντας τη σύγκρουση και περιορίζοντας τον κύκλο των ενόχων, η Δικαιοσύνη συνέβαλε τα μάλα στη δημιουργία του μύθου περί «μίας χούφτας αθλίων» που βόλεψε τόσο τη μεταπολεμική Δεξιά που ήθελε να συσκοτίσει το δοσιλογικό παρελθόν πολλών παραγόντων της, όσο και την Αριστερά που επιχείρησε να επανενταχθεί στο πολιτικό σύστημα ως εκφραστής της αντιστασιακής πλειονότητας. Ο δικαστικός κλάδος υπερασπίστηκε και εξασφάλισε την αυτοτέλεια και τη συνέχειά του περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο τομέα του κρατικού μηχανισμού. Αποτέλεσε έτσι τον φορέα που ανέλαβε κατεξοχήν να οργανώσει την ανασυγκρότηση του κράτους. Αυτό καθόλου δεν σημαίνει πως οι δικαστές βρέθηκαν ή βρίσκονται σήμερα στο απυρόβλητο – τουναντίον, όλοι γνώριζαν και γνωρίζουν τα δύο μέτρα και σταθμά της αστικής δικαιοσύνης, όπως και τις συνάφειες ανώτερων δικαστικών, οικονομικών και πολιτικών παραγόντων…

―Έχοντας υπάρξει ο ίδιος θύμα εγκληματικής επίθεσης από χρυσαυγίτες, πόσο ικανοποιημένος μείνατε από την αντίδραση των Αρχών; Σε πρόσφατη συνέντευξή σας, πάντως, στην «ΕφΣυν», λέγατε ότι «δεν έχετε αυταπάτες για την αστική δικαιοσύνη». Λέτε να ζήσουμε ένα déjà vu, να καταλήξει δηλαδή σε φιάσκο η επερχόμενη δίκη της Χρυσής Αυγής; 

Όταν χτυπηθήκαμε εγώ και οι σύντροφοί μου το 1998, οι διωκτικές Αρχές αντέδρασαν απρόθυμα, αφήνοντας εκτός κατηγορητηρίου όλους πλην ενός από τους αυτουργούς της επίθεσης, ενώ ο διωχθείς παρέμεινε ασύλληπτος για επτά χρόνια. Σήμερα οι συνθήκες είναι διαφορετικές, ωστόσο είναι προφανές πως ο Σαμαράς χρησιμοποιεί τη δίωξη της Χρυσής Αυγής για να εκβιάσει τους ψηφοφόρους της να τον στηρίξουν στις εκλογές. Ταυτόχρονα, ο Μπαλτάκος και άλλα ακροδεξιά στελέχη έχουν αναλάβει να προσεταιριστούν «μεταμεληθέντες», όπως ο Μπούκουρας, που κατεβαίνει και υποψήφιος. Σε αυτές τις συνθήκες, όσο και αν το κατηγορητήριο είναι ισχυρό, είναι νομίζω σαφές πως ο ρόλος της Δικαιοσύνης εξαρτάται ευθέως από τον γενικό πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων.

―Παρουσιάζετε το ΕΑΜ ως θύμα των περιστάσεων, ένα αγνό, μαζικό, λαϊκό κίνημα που προδόθηκε. Δεν έχει, ωστόσο, τις δικές του ευθύνες, δεν προέβη επίσης σε ακρότητες (εκκαθαρίσεις πολιτικών αντιπάλων, δολοφονίες αμάχων κ.λπ.), δεν υπηρέτησε η ηγεσία του, ηθελημένα ή μη, συγκεκριμένες σκοπιμότητες; 

Κακώς εκτιμάτε πως οι αναφορές στη βία του ΕΑΜ είναι ελλιπείς. Τούτο είναι μάλλον σύμπτωμα ενός κυρίαρχου ιδεολογικού κλίματος που καλλιεργείται τα τελευταία 10-15 χρόνια, μίας προσπάθειας επανεγκόλπωσης του δοσιλογισμού στο κυρίαρχο εθνικό αφήγημα. Η απόπειρα συμψηφισμού των εκατοντάδων χιλιάδων θυμάτων της θηριωδίας των ναζί και των ντόπιων συνεργατών με τις πράξεις αντεκδίκησης των κινημάτων αντίστασης διαμόρφωσε, μεταξύ άλλων, το ιδεολογικό έδαφος επί του οποίου, στα χρόνια της κρίσης, ο νεοναζισμός αναδείχθηκε σε μαζικό ρεύμα. Αν στα σχετικά με τη λεγόμενη «εξωδικαστική» εκκαθάριση του ΕΑΜ το φθινόπωρο του 1944, μετά τις μάχες π.χ. του Μελιγαλά ή του Κιλκίς, δεν συναντήσατε αφηγήσεις περί «αγίων» ή «δαιμόνων», τούτο συνέβη γιατί όλα αυτά δεν αποτέλεσαν «ακρότητες» σε τοπίο κοινωνικής ειρήνης, αλλά βίαιες και εν πολλοίς αυθόρμητες πράξεις λαϊκής εκδίκησης που δεν εκπορεύτηκαν από κάποια ηγεσία αλλά ήταν προϊόντα μιας εσωτερικής σύγκρουσης που ξεκίνησε ύστερα από μια τριετία μαζικού λιμού, τρομοκρατίας και βαρβαρότητας με χιλιάδες δολοφονίες αθώων, μπλόκα κ.λπ. Στην τελευταία του φάση ο Β’ Παγκόσμιος πυροδότησε αμέτρητους τοπικούς εμφυλίους με ταξικά, πολιτικά ή εθνοτικά κίνητρα σε όλη την Ευρώπη (Ιταλία, Γαλλία, Βέλγιο, Πολωνία, Γιουγκοσλαβία…). Η εξωδικαστική εκκαθάριση των συνεργατών των ναζί στην Ελλάδα δεν ήταν ούτε η βιαιότερη, ούτε η μαζικότερη. Τα περί ακροτήτων είναι προϊόντα της μετεμφυλιακής ψυχροπολεμικής προπαγάνδας, που πρόσφατα ανακυκλώνεται επί το επιστημονικότερο.

―Αν, πάλι, είχε επικρατήσει, εν τέλει, το ΕΑΜ; Πολλοί μιλούν για «υπόθεση εργασίας», όμως γιατί να πιστέψουμε ότι μια Λαϊκή Δημοκρατία της Ελλάδας θα εξελισσόταν διαφορετικά από τις άλλες χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ; 

Γι’ αυτά τα ζητήματα έχουν γραφτεί μυθιστορήματα βασισμένα σε counterfactual υποθέσεις αλλά και χιλιάδες σελίδες άρθρων και αναλύσεων – είμαι σίγουρος πως θα γραφτούν κι άλλα! Και σε αυτό το επίπεδο οι ιστορικοί δεν έχουν να προσθέσουν κάτι πιο «έγκυρο» από τους λογοτέχνες, τους πολιτικούς ή τους ποιητές. Ωστόσο, δεδομένης της νευραλγικής γεωπολιτικής θέσης της Ελλάδας, μου είναι δύσκολο να φανταστώ πως η ιστορία του Ψυχρού Πολέμου θα ήταν η ίδια αν η Ελλάδα είχε ενταχθεί στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο ή στο «κίνημα των αδεσμεύτων» μαζί με τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο. Και, σίγουρα, δύσκολα φαντάζομαι κάτι χειρότερο από τη σημερινή Ελλάδα των 2 εκατ. ανέργων, της φτώχειας, της μετανάστευσης, του κρατικού αυταρχισμού.

―Η Αριστερά ηττήθηκε μεν στον Εμφύλιο, το συντηρητικό στρατόπεδο όμως ισχυρίζεται ότι κατάφερε να κερδίσει την ιδεολογική ηγεμονία. Πόσο αληθεύει κάτι τέτοιο; 

Αυτό κατ’ αρχάς αποτέλεσε τον ισχυρισμό των αντιπάλων της Αριστεράς, που εκεί γύρω στα πενηντάχρονα του Εμφυλίου μίλησαν για «ρεβάνς των ηττημένων», εγκαινιάζοντας έτσι μία ιδεολογική αντεπίθεση της εμφυλιοπολεμικής Δεξιάς. Αν θεωρήσουμε, λοιπόν, πως η αναγνώριση της «Εθνικής Αντίστασης» με τριάντα χρόνια καθυστέρηση σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες κατοχύρωσε μία ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς, ο λόγος περί «αριστερής ηγεμονίας» στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης αντιστοιχεί στην εμφάνιση ενός ρεύματος αναθεώρησης του κυρίαρχου αντιφασιστικού αφηγήματος, λίγο-πολύ με ανάλογη διαφορά φάσης σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη.

―Διαπιστώνονται, πράγματι, αναλογίες του σημερινού ευρωπαϊκού σκηνικού με το προπολεμικό ή πρόκειται απλώς για «φτηνό» λαϊκισμό; Υπάρχει, επίσης, η θεωρία ότι η Ελλάδα αποτέλεσε «πειραματόζωο» μνημονιακών πολιτικών, ακριβώς όπως συνέβη στην αυγή του Ψυχρού Πολέμου. 

Η μόνη ομοιότητα με το ’40 είναι πως Γερμανία και Ελλάδα παραμένουν στο ίδιο σημείο του ευρωπαϊκού χάρτη. Στο κέντρο του, η Γερμανία έχει κατοχυρώσει μία εύθραυστη ηγεμονία στο εσωτερικό της Ε.Ε., ενώ στο νοτιοανατολικό του άκρο, τα Βαλκάνια και η Ελλάδα αποτελούν ξανά πειραματικό εργαστήρι των εξελίξεων, όπως συνέβη τις δεκαετίες του ’10, του ’40 ή του ’90. Τα περί «νέας γερμανικής κατοχής» κ.λπ. απλώς συσκοτίζουν τον χαρακτήρα της επίθεσης του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου ενάντια στους εργαζομένους όλης της Ευρώπης, αλλά και –κυρίως– τον ρόλο και τις ευθύνες της ντόπιας οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας.

―Πόσο συνέβαλε στη δαιμονοποίηση του αντιστασιακού κινήματος η λεγόμενη «θεωρία των άκρων»; Υπάρχουν κάποιες αναλογίες με τη δυναμική της επανεμφάνιση στην ελληνική πολιτική σκηνή; 

Η θεωρία των δύο άκρων πιστώνεται στον ευρωπαϊκό Μεσοπόλεμο. Η ελληνική της εκδοχή εμφανίστηκε με μαζικούς όρους την τελευταία περίοδο της Κατοχής ως ιδεολογία της «γκρίζας ζώνης» του αντικομμουνισμού. Μετά τα Δεκεμβριανά, αυτή η αντίληψη έγινε επίσημη καθεστωτική ιδεολογία. Η σημερινή της επανεμφάνιση αντλεί τις ρίζες της από αυτές τις παραδόσεις αλλά και από τα ρεύματα του «νέου αντικομμουνισμού» που εμφανίστηκαν στην Ευρώπη μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.

―Ποιες ήταν οι συνέπειες της αποπολιτικοποίησης των δοσιλογικών εγκλημάτων στους κατοχικούς διωγμούς των Ελλήνων Εβραίων και τη «μίνι» εθνοκάθαρση σε Μακεδονία-Ήπειρο στη διάρκεια του Εμφυλίου; 

Η αποπολιτικοποίηση αυτή διευκόλυνε τη Δικαιοσύνη να χρησιμοποιεί τον νόμο με ευελιξία για τη νομιμοποίηση και αναπαραγωγή της πραγματικότητας που είχε διαμορφωθεί στην Κατοχή. Ο διωγμός του εβραϊκού πληθυσμού έλαβε στην Ελλάδα ένταση και έκταση μεγαλύτερη απ’ ό,τι στις περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, υπήρξε ανάλογη εκείνης στην ανατολική Ευρώπη. Από τους λιγοστούς που επέστρεψαν, ελάχιστοι ανέκτησαν μέρος έστω της περιουσίας τους, ενώ τα εγκλήματα εναντίον τους έμειναν εν πολλοίς ατιμώρητα. Αντίστοιχα, κοντά στα βόρεια σύνορα της χώρας, η Δικαιοσύνη ήρθε να επικυρώσει τη μαζική απέλαση σλαβόφωνων και Τσάμηδων, καταδικάζοντας συλλήβδην για δοσιλογισμό ολόκληρα χωριά. Έτσι, το ελληνικό κράτος έκλεινε τους ανοιχτούς λογαριασμούς με τα κατάλοιπα της οθωμανικής περιόδου στις περιοχές που είχε ενσωματώσει τρεις δεκαετίες νωρίτερα.

Δημήτρης Κουσουρής, Δίκες των Δοσιλόγων, 1944-1949, Δικαιοσύνη, συνέχεια του κράτους και εθνική μνήμη, Εκδόσεις Πόλις, Σελίδες: 670

 

Πηγή: lifo.gr

Previous Story

“Luisa Peterson στην Πανόρμου” | Σίσσυ Δουτσίου

Next Story

ΝΕΑ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΣΤΟ ΚΟΥΚΑΚΙ, ΚΑΛΟΥΜΕ ΣΕ ΣΤΗΡΙΞΗ : Κατάληψη στέγης και αγώνα, Ματρόζου 45 / New Occupied anarchist building in Koukaki Area Athens


Latest from Local movement

Go toTop