Σαν μέσα από μια γυάλα μαγική, οι εξεγερμένοι του 1977 μπορέσαμε να δούμε την καταστροφική πορεία που, σε είκοσι μόνο χρόνια, θα έφερνε την ανθρωπότητα πέρα από το αναστρέψιμο, πέρα από τη δυνατότητα σωτηρίας, πέρα από το όριο που την χωρίζει από το βάραθρο.
Το είδαμε καθαρά.
Γι’ αυτό, είκοσι χρόνια πριν, τρέχαμε σαν τρελοί να προειδοποιήσουμε το αποβλακωμένο πλήθος. Γι’ αυτό κουνούσαμε απελπισμένα τα χέρια μας, ουρλιάζοντας. Για να σας προειδοποιήσουμε, όχι για να σας τρομάξουμε. Μάταια. Προτιμήσατε να ακούσετε τους λογικούς λογιστές.
Έτσι, τώρα, οι “προφητικοί” εξεγερμένοι κάθονται άβολα, αλλά στην πρώτη σειρά, για να “απολαύσουν” το θέαμα, που η ηλιθιότητα των νικητών έκανε αναπόφευκτο.
Όποιος κερδίζει, δεν κερδίζει τίποτα, έλεγε ο Άγιος Μπίλι. Κερδίσατε, αλλά τι; Ένα εισιτήριο στο τρένο, όπου υπάρχουν μόνο επιβάτες και κάποιος ελεγκτής αυστηρός, που τραυλίζει προσπαθώντας να κρύψει τον τρόμο του.
Οδηγός πάνω στο τρένο δεν υπάρχει. Το ξέρετε; Σας το έχουν πει εκείνοι που σας αντιπροσωπεύουν, εκείνοι που αμείβονται πλουσιοπάροχα για να σας κυβερνούν; Σας έχουν πει ότι κανείς δεν οδηγεί πια τίποτα;
Όχι, δεν σας το είπαν, αλλιώς δεν θα καθόσασταν να τους ακούτε, να τους πληρώνετε κιόλας για να κραυγάζουν άναρθρες φράσεις, χωρίς πια νόημα, έτσι για να καλμάρουν το άγχος, για να συγκρατήσουν την αγωνία, που θα τους συνέτριβε, θα τους έριχνε εξαντλημένους σε μια καρέκλα, να ψιθυρίζουν την αλήθεια: Είναι πολύ αργά, κι έχω χάσει τα κλειδιά.
Το τρένο το οδηγούν αυτοματισμοί, που κανείς πια δεν μπορεί να τους σταματήσει (Προλαβαίναμε άραγε να το κάνουμε πριν από μερικά χρόνια; Ίσως, αλλά ποιος μπορεί να το πει;). Το τρένο το οδηγούν σχιζοειδείς αυτοματισμοί.
Ο αυτοματισμός της παράλογης επιτάχυνσης, σαν κάποιος να έβαλε την τσάντα με τα εργαλεία πάνω στο γκάζι αφού σκότωσε τον οδηγό. Ο αυτοματισμός του απόλυτου ανταγωνισμού: κάθε πράξη που με κάνει πιο ανταγωνιστικό από τον άλλο είναι θεμιτή. Έτσι, τελικά, η συμπεριφορά που δίνει τη «νίκη» είναι η πιο εγκληματική.
Γι’ αυτό, ό,τι είναι ανθρώπινο καταστράφηκε από ό,τι πιο απάνθρωπο η ανθρωπότητα δημιούργησε: τον καπιταλισμό, τον ανταγωνισμό, την κυρίαρχη εγκληματο-οικονομική μορφή του.
Μερικοί ελπίζουν ότι θα κρατήσουν στεγανό ένα μικρό κομμάτι του κόσμου σε εικονικά κυκλώματα και θα διατηρήσουν ανέπαφες της λειτουργίες του συντονισμού από την γάγκραινα που επεκτείνεται στα κυκλώματα της πραγματικής κοινωνίας. Ίσως. Ίσως ο εγκέφαλος να επιβιώνει, ακόμα κι όταν το σώμα φλέγεται, εκρήγνυται, αποσυντίθεται και σαπίζει. Ίσως, αλλά είναι πολύ απίθανο. Οι παρανοημένοι εργαζόμενοι της γνώσης και οι παρανοημένοι εργαζόμενοι του σώματος δεν μπορούν να μείνουν μακροπρόθεσμα χωριστά. Φοράνε τα ίδια μαύρα γυαλιά, παίρνουν τα ίδια ναρκωτικά. Θα αντιδράσουν μαζί, θα ανταλλάξουν πληροφορίες για το πώς θα εισχωρήσουν στην καλωδιωμένη περιοχή, θα βρουν συνταγές για την κατασκευή φονικών μηχανισμών.
Τα ερείπια του ασυνείδητού μας, τα ερείπια του ασυνείδητου του εικοστού αιώνα, πεταγμένα έξω από τα αποστειρωμένα τραπεζικά γραφεία, συσσωρεύονται ακατάπαυστα, μέχρι να κάνουν να καταρρεύσει το πάτωμα κάτω από τα πόδια μας.
Ερείπια της ολοκληρωτικού “κομμουνισμού”, ερείπια της τηλεοπτικής και της χρηματιστηριακής απάτης, ερείπια του πολιτισμού της εργασίας και του μισθού.
Η Αλβανία είναι τα ερείπια του ασυνείδητού μας στον εικοστό αιώνα. Και να είστε σίγουροι ότι οι Aλβανίες θα πολλαπλασιαστούν και δεν θα σας είναι αρκετό τότε να βυθίζετε με τα χεράκια σας, χεράκια τραπεζίτη, ενενήντα παιδιά, άντρες, γυναίκες, στη λεκάνη της Αδριατικής. Δεν θα σας φτάνει να τους πνίγετε, να τους τεμαχίζετε, να τους βάζετε σε θαλάμους αερίων.
Όλα αυτά θα τα κάνετε, την εποχή του splatterkapitalismus, αλλά δεν θα βοηθήσει να σώσετε τη Δύση σας, δεν θα βοηθήσει να σώσετε αυτή τη συστηματική χυδαιότητα που λέγεται καπιταλισμός. Θα τα κάνετε, θα κάνετε πολύ περισσότερα από όσα κάνατε ήδη. Γιατί από την ταινία, που πρόκειται σύντομα να προβληθεί στις οθόνες της Ευρώπης, μόνο κάποιες μικρές σκηνές είδαμε τις δεκαετίες του ’30 και του ’40.
Η βία που το Μάαστριχτ ασκεί στην κοινωνία όλης της ηπείρου έχει, έτσι κι αλλιώς, καταστροφικά αποτελέσματα. Προκαλεί διάχυτη κατάθλιψη, μια πλήρη ψυχική και υπαρξιακή κατάρρευση, μια συνεχή κατάσταση άλογων μικροσυγκρούσεων χωρίς ελπίδα και προοπτική. Θα προκαλέσει και τεράστιες, αλυσιδωτές εκρήξεις ανεξέλεγκτης, άλογης, βίας.
Είναι πολύ αργά για επανόρθωση; Μήπως είναι πολύ αργά για να χαλαρώσει, έστω και λίγο, η φανατική μέγγενη του οικονομισμού και να επιτρέψει στη φαντασία να σκεφτεί νέα σενάρια, κατάλληλα για τις καταπληκτικές δυνατότητες που δίνει η τεχνοεπιστημονική νόηση;
Από την πολιτική δεν έρχεται κανένα σημάδι. Η πρόσφατη ιταλική εμπειρία της Ελιάς είναι η απογοητευτική απόδειξη μιας οριστικής αποτυχίας, αποτυχίας που δεν μπορεί να επανορθωθεί από τα κοτόπουλα μαζικής εκτροφής που κατεβαίνουν στις εκλογές.
Το κέντρο της αντίστασης, της εξέγερσης μπορεί να γίνει η ευαισθησία, πoυ είναι όμως σήμερα σπασμωδική, αυτοκαταστροφική, μια σύντομη έκρηξη ενέργειας χωρίς κατεύθυνση, όπως στο “Kids” του Clark (αλλά και στο “Permanent Vacation” του Jarmush υπήρχε ήδη αυτή η υστερική φρενίτιδα, αυτή η αυτιστική αυτο-καταστροφικότητα).
Από το τέλος της δεκαετίας του ’70, το no wave ανήγγειλε ήδη το κακό νέο: δεν υπάρχει πια κύμα που να οδηγεί κάπου, μόνο μια διαρκής κίνηση υπό την επίδραση συνεχών ηλεκτροσόκ.
Ίσως θα έπρεπε να περιμένουμε την εξάντληση της άρρωστης ενέργειας, που ταρακουνά το συλλογικό σώμα μιας εποχής, χωρίς πια προσδοκίες ούτε μνήμη.
Το σώμα επαναστατεί απέναντι σ’ αυτό που το μυαλό αναγνωρίζει ως αναπόφευκτο.
Η ευαισθησία αντιδρά απέναντι σ’ αυτό, μπροστά στο οποίο η λογική,
λογικά, υποτάσσεται.
Η μόνη ελπίδα είναι η ευαισθησία.
Το είδαμε καθαρά.
Γι’ αυτό, είκοσι χρόνια πριν, τρέχαμε σαν τρελοί να προειδοποιήσουμε το αποβλακωμένο πλήθος. Γι’ αυτό κουνούσαμε απελπισμένα τα χέρια μας, ουρλιάζοντας. Για να σας προειδοποιήσουμε, όχι για να σας τρομάξουμε. Μάταια. Προτιμήσατε να ακούσετε τους λογικούς λογιστές.
Έτσι, τώρα, οι “προφητικοί” εξεγερμένοι κάθονται άβολα, αλλά στην πρώτη σειρά, για να “απολαύσουν” το θέαμα, που η ηλιθιότητα των νικητών έκανε αναπόφευκτο.
Όποιος κερδίζει, δεν κερδίζει τίποτα, έλεγε ο Άγιος Μπίλι. Κερδίσατε, αλλά τι; Ένα εισιτήριο στο τρένο, όπου υπάρχουν μόνο επιβάτες και κάποιος ελεγκτής αυστηρός, που τραυλίζει προσπαθώντας να κρύψει τον τρόμο του.
Οδηγός πάνω στο τρένο δεν υπάρχει. Το ξέρετε; Σας το έχουν πει εκείνοι που σας αντιπροσωπεύουν, εκείνοι που αμείβονται πλουσιοπάροχα για να σας κυβερνούν; Σας έχουν πει ότι κανείς δεν οδηγεί πια τίποτα;
Όχι, δεν σας το είπαν, αλλιώς δεν θα καθόσασταν να τους ακούτε, να τους πληρώνετε κιόλας για να κραυγάζουν άναρθρες φράσεις, χωρίς πια νόημα, έτσι για να καλμάρουν το άγχος, για να συγκρατήσουν την αγωνία, που θα τους συνέτριβε, θα τους έριχνε εξαντλημένους σε μια καρέκλα, να ψιθυρίζουν την αλήθεια: Είναι πολύ αργά, κι έχω χάσει τα κλειδιά.
Το τρένο το οδηγούν αυτοματισμοί, που κανείς πια δεν μπορεί να τους σταματήσει (Προλαβαίναμε άραγε να το κάνουμε πριν από μερικά χρόνια; Ίσως, αλλά ποιος μπορεί να το πει;). Το τρένο το οδηγούν σχιζοειδείς αυτοματισμοί.
Ο αυτοματισμός της παράλογης επιτάχυνσης, σαν κάποιος να έβαλε την τσάντα με τα εργαλεία πάνω στο γκάζι αφού σκότωσε τον οδηγό. Ο αυτοματισμός του απόλυτου ανταγωνισμού: κάθε πράξη που με κάνει πιο ανταγωνιστικό από τον άλλο είναι θεμιτή. Έτσι, τελικά, η συμπεριφορά που δίνει τη «νίκη» είναι η πιο εγκληματική.
Γι’ αυτό, ό,τι είναι ανθρώπινο καταστράφηκε από ό,τι πιο απάνθρωπο η ανθρωπότητα δημιούργησε: τον καπιταλισμό, τον ανταγωνισμό, την κυρίαρχη εγκληματο-οικονομική μορφή του.
Μερικοί ελπίζουν ότι θα κρατήσουν στεγανό ένα μικρό κομμάτι του κόσμου σε εικονικά κυκλώματα και θα διατηρήσουν ανέπαφες της λειτουργίες του συντονισμού από την γάγκραινα που επεκτείνεται στα κυκλώματα της πραγματικής κοινωνίας. Ίσως. Ίσως ο εγκέφαλος να επιβιώνει, ακόμα κι όταν το σώμα φλέγεται, εκρήγνυται, αποσυντίθεται και σαπίζει. Ίσως, αλλά είναι πολύ απίθανο. Οι παρανοημένοι εργαζόμενοι της γνώσης και οι παρανοημένοι εργαζόμενοι του σώματος δεν μπορούν να μείνουν μακροπρόθεσμα χωριστά. Φοράνε τα ίδια μαύρα γυαλιά, παίρνουν τα ίδια ναρκωτικά. Θα αντιδράσουν μαζί, θα ανταλλάξουν πληροφορίες για το πώς θα εισχωρήσουν στην καλωδιωμένη περιοχή, θα βρουν συνταγές για την κατασκευή φονικών μηχανισμών.
Τα ερείπια του ασυνείδητού μας, τα ερείπια του ασυνείδητου του εικοστού αιώνα, πεταγμένα έξω από τα αποστειρωμένα τραπεζικά γραφεία, συσσωρεύονται ακατάπαυστα, μέχρι να κάνουν να καταρρεύσει το πάτωμα κάτω από τα πόδια μας.
Ερείπια της ολοκληρωτικού “κομμουνισμού”, ερείπια της τηλεοπτικής και της χρηματιστηριακής απάτης, ερείπια του πολιτισμού της εργασίας και του μισθού.
Η Αλβανία είναι τα ερείπια του ασυνείδητού μας στον εικοστό αιώνα. Και να είστε σίγουροι ότι οι Aλβανίες θα πολλαπλασιαστούν και δεν θα σας είναι αρκετό τότε να βυθίζετε με τα χεράκια σας, χεράκια τραπεζίτη, ενενήντα παιδιά, άντρες, γυναίκες, στη λεκάνη της Αδριατικής. Δεν θα σας φτάνει να τους πνίγετε, να τους τεμαχίζετε, να τους βάζετε σε θαλάμους αερίων.
Όλα αυτά θα τα κάνετε, την εποχή του splatterkapitalismus, αλλά δεν θα βοηθήσει να σώσετε τη Δύση σας, δεν θα βοηθήσει να σώσετε αυτή τη συστηματική χυδαιότητα που λέγεται καπιταλισμός. Θα τα κάνετε, θα κάνετε πολύ περισσότερα από όσα κάνατε ήδη. Γιατί από την ταινία, που πρόκειται σύντομα να προβληθεί στις οθόνες της Ευρώπης, μόνο κάποιες μικρές σκηνές είδαμε τις δεκαετίες του ’30 και του ’40.
Η βία που το Μάαστριχτ ασκεί στην κοινωνία όλης της ηπείρου έχει, έτσι κι αλλιώς, καταστροφικά αποτελέσματα. Προκαλεί διάχυτη κατάθλιψη, μια πλήρη ψυχική και υπαρξιακή κατάρρευση, μια συνεχή κατάσταση άλογων μικροσυγκρούσεων χωρίς ελπίδα και προοπτική. Θα προκαλέσει και τεράστιες, αλυσιδωτές εκρήξεις ανεξέλεγκτης, άλογης, βίας.
Είναι πολύ αργά για επανόρθωση; Μήπως είναι πολύ αργά για να χαλαρώσει, έστω και λίγο, η φανατική μέγγενη του οικονομισμού και να επιτρέψει στη φαντασία να σκεφτεί νέα σενάρια, κατάλληλα για τις καταπληκτικές δυνατότητες που δίνει η τεχνοεπιστημονική νόηση;
Από την πολιτική δεν έρχεται κανένα σημάδι. Η πρόσφατη ιταλική εμπειρία της Ελιάς είναι η απογοητευτική απόδειξη μιας οριστικής αποτυχίας, αποτυχίας που δεν μπορεί να επανορθωθεί από τα κοτόπουλα μαζικής εκτροφής που κατεβαίνουν στις εκλογές.
Το κέντρο της αντίστασης, της εξέγερσης μπορεί να γίνει η ευαισθησία, πoυ είναι όμως σήμερα σπασμωδική, αυτοκαταστροφική, μια σύντομη έκρηξη ενέργειας χωρίς κατεύθυνση, όπως στο “Kids” του Clark (αλλά και στο “Permanent Vacation” του Jarmush υπήρχε ήδη αυτή η υστερική φρενίτιδα, αυτή η αυτιστική αυτο-καταστροφικότητα).
Από το τέλος της δεκαετίας του ’70, το no wave ανήγγειλε ήδη το κακό νέο: δεν υπάρχει πια κύμα που να οδηγεί κάπου, μόνο μια διαρκής κίνηση υπό την επίδραση συνεχών ηλεκτροσόκ.
Ίσως θα έπρεπε να περιμένουμε την εξάντληση της άρρωστης ενέργειας, που ταρακουνά το συλλογικό σώμα μιας εποχής, χωρίς πια προσδοκίες ούτε μνήμη.
Το σώμα επαναστατεί απέναντι σ’ αυτό που το μυαλό αναγνωρίζει ως αναπόφευκτο.
Η ευαισθησία αντιδρά απέναντι σ’ αυτό, μπροστά στο οποίο η λογική,
λογικά, υποτάσσεται.
Η μόνη ελπίδα είναι η ευαισθησία.
~ * ~
Εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη τον χειμώνα του 2003, εκφράζει πολλά από τα συναισθήματα μιας παράξενης, μελαγχολικής Άνοιξης του 2011 και το ανασύραμε από εδω :
http://www.sarajevomag.gr/vivliothiki/bifo.html
http://www.sarajevomag.gr/vivliothiki/bifo.html