«Οι Γίγαντες που δημιούργησαν αυτό τον κόσμο
στην αισθητή του διάσταση και τώρα φαίνεται
πως ζουν μέσα του αλυσοδεμένοι, είναι στ’ αλήθεια οι αιτίες
της ζωής του και οι πηγές κάθε δραστηριότητας,
αλλά οι αλυσίδες είναι ο δόλος του αδύναμου
και δαμασμένου νου, που έχει τη δύναμη
ν’ αντισταθεί στην ενέργεια: όπως λέει και
η παροιμία, ο άτολμος, τολμηρός είναι στο δόλο».
William Blake
Oι εκπρόσωποι του Διαφωτισμού και οι Ουμανιστές, καθώς και οι διάδοχοί τους, έθεσαν στο κέντρο τη λογική και τον άνθρωπο, που με το πνεύμα του ισχυριζόταν ότι επικράτησε στα φοβερά στοιχεία της φύσης, έδιωξε τις δεισιδαιμονίες και τις προκαταλήψεις και απομάκρυνε –όπως έλεγε– το φόβο του αγνώστου, κατευνάζοντας τις μεταφυσικές ανησυχίες. Οπότε ο αιώνας της λογικής έμοιαζε να γιάτρεψε τις κακοτοπιές του παρελθόντος, όπου οι μάγοι καίγονταν στην πυρά των «σκοτεινών χρόνων» του Μεσαίωνα. Έμοιαζε σα να κατάφερε να απομακρύνει πολιτισμένα τη μαγεία που τόσο βίαια κυνήγησε o Μεσαίωνας, αλλά συγχρόνως και τη θρησκευτική δεισιδαιμονία, φέρνοντας την τεχνολογική πρόοδο. Ως χαρακτηριστική τομή στην πορεία της σκέψης θεωρήθηκε η καρτεσιανή λογική, που εδραίωσε την αξία του πειράματος και της απόδειξης, επαναφέροντας εν μέρει την αρχαία σκέψη σε νέα μέτρα. Ο «νέος» τρόπος σκέψης με όπλα τη λογική και την εμπειρία, υποσχόταν να «απελευθερωθεί» το πνεύμα από το σκοταδισμό και να ακολουθήσει τα μονοπάτια της προόδου, που είχε ανακόψει ο σαρκοβόρος και λογοβόρος Μεσαίωνας.
Αν όμως η επιστήμη και η λογική μας απάλλαξαν από το φόβο, τότε γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα φοβούνται περισσότερο ίσως τη φύση και τα φυσικά φαινόμενα; Μπορεί, για παράδειγμα, να έχουν ερμηνευτεί οι σεισμοί επιστημονικά, με τη βοήθεια της γεωλογίας, ωστόσο όλοι φοβούνται τις φυσικές καταστροφές που προκαλούν. Ελάχιστοι άνθρωποι σήμερα θα περνούσαν ένα άφοβο βράδυ σε απόλυτα φυσικό περιβάλλον κι ας είναι σε θέση να ερμηνεύσουν τα φυσικά φαινόμενα και να καταγράψουν τα ζωικά και φυτικά είδη συστηματικά. Ίσως, λοιπόν, οι πρώτες θρησκείες να ΜΗΝ προέκυψαν από το φόβο της φύσης: οι πρώτοι άνθρωποι γνώριζαν πολύ καλύτερα τον φυσικό κόσμο από ό,τι εμείς, που τον κομματιάσαμε σε επιστημονικούς κλάδους, κατακερματίσαμε την ίδια την έννοια του ανθρώπου και τα μετατρέψαμε όλα σε αντικείμενο παρατήρησης. Άλλωστε, όσο πιο βαθιά πηγαίνουμε στην ανθρώπινη ιστορία, τόσο πιο συνδεδεμένο βρίσκουμε τον άνθρωπο με τη φύση. Η φύση ήταν το σπίτι του ανθρώπου. Οπότε, θα ήταν σα να λέμε ότι και εμείς σήμερα φοβόμαστε το σπίτι που ζούμε, γιατί δεν είμαστε αυτοί που το έχτισαν ή το σχεδίασαν.
Οι πρώτες ανιμιστικές λατρείες υποκινήθηκαν μάλλον από περιέργεια και όχι από φόβο για το άγνωστο, αφήνοντας ανοιχτό και το δρόμο της φαντασίας, η οποία πράγματι απελευθερώνει όχι μόνο από το φόβο, αλλά και από τη ρουτίνα και τη βαρεμάρα, την σχολαστική επανάληψη και στεγνή κατηγοριοποίηση της επιστήμης. Η λογική τελικά δεν νίκησε το φόβο, αλλά, μέσα από την ορθότητα που επέβαλε, μας αναισθητοποίησε, μας έκανε να σκεφτόμαστε και να αντιδρούμε μηχανιστικά, να κλείνουμε τους συναισθηματικούς μας διακόπτες, για να μη φοβηθούμε, να μην πληγωθούμε, να μη νιώθουμε την απώλεια. Ο φόβος είναι χαρακτηριστικό όλων των ζώων. Και ξέρουμε ότι μπορεί να λειτουργεί αποτελεσματικά για κάθε εξουσία στον έλεγχο και την καταστολή, σε εποχές που η επιστήμη και η τεχνολογική πρόοδος είναι τα ύψιστα αγαθά. Άρα, η λογική όχι μόνο δεν τον εξάλειψε, αλλά τον τροφοδοτεί, όταν χρειάζεται, ως όπλο επιβολής. Η κυριαρχία είναι πολύ λογική όταν σπείρει τον φόβο. Επί πλέον, μπορεί μία σειρά από λογικούς συλλογισμούς να τον τροφοδοτήσουν και μάλιστα ο νόμος με το προσωπείο της λογικής να τον επιβάλλει. Όσο για τον ανθρωπισμό, δηλαδή το να τοποθετήσουμε στο κέντρο τον άνθρωπο, δε φαίνεται να μας οδήγησε σε κάποια αρμονία. Μάλλον μας έκανε τα εγωκεντρικά παιδιά του σύμπαντος, που θέλουμε να το κάνουμε όλο δικό μας.
Η φαντασία, η ανάγκη να δίνεται νόημα σε ό,τι περιβάλλει το ανθρώπινο σύμπαν, η ωρίμανση μέσα στον άνθρωπο της ιδέας ότι είναι δημιουργός, ποιητής, οι απορίες τις οποίες ο καθένας απαντά ή προσπαθεί να απαντήσει, τροφοδότησαν τις πρώτες λατρείες, που σχετίζονταν με τον φυσικό κόσμο. Όταν οι θρησκείες θεσμοθετήθηκαν από το κράτος, απέκτησαν λογικά χαρακτηριστικά και έγιναν αποτελεσματικό όπλο στα χέρια των εξουσιαστών. Επέβαλαν μία κυριαρχική ηθική με τιμωρίες και πολέμους απέναντι σε άλλες θρησκείες. Όπως ο χριστιανισμός, που όχι μόνο καταπάτησε τις προηγούμενες θρησκείες και μαγείες, αλλά κατήργησε και το ίδιο το αρχικό του νόημα, που ήταν πιο αυθόρμητο και ελεύθερο. Έτσι, ο δαίμονας, που αρχικά σήμαινε πνεύμα, θεότητα (και πολλές φορές βρισκόταν μέσα στη φύση και τον άνθρωπο), έγινε η προσωποποίηση του κακού και συνώνυμος του σατανά στο επίσημο χριστιανικό δόγμα. Η ανάγκη όμως του ανθρώπου να βιώσει το άρρητο (το μη λογικό) δεν είναι συνδεδεμένη απαραίτητα με τη γέννηση των θρησκειών. Τα όρια σε έναν ενιαίο κόσμο είναι πολύ πιο ρευστά και ίσως αόρατα. Το κράτος εκμεταλλεύτηκε αυτή τη βασική ανθρώπινη ανάγκη ήδη από τα πρώτα του βήματα, για να κάνει ακόμη πιο φρικτά τα δεσμά των σκλαβωμένων κοινωνιών.
Οι Διαφωτιστές, όπως και οι υλιστές, αντιμετώπισαν τον άνθρωπο τόσο μονόπλευρα όσο και ο χριστιανισμός. Αποκήρυξαν το απολίτιστο στοιχείο και ανέδειξαν το πολιτισμένο, κράτησαν ό,τι θεώρησαν καλό, θέλοντας να φέρουν τον ιδανικό άνθρωπο στον κόσμο, σύμφωνα με τα δικά τους πρότυπα. Ο πολιτισμένος άνθρωπος στήριξε τον τρόπο ζωής του στους νόμους, στη θεσπισμένη από το κράτος παιδεία, στους κανόνες συμπεριφοράς. Η νέα θρησκεία της επιστήμης έφερε την επανάσταση. Και αυτή η επανάσταση δεν υπέταξε τον φόβο, αλλά τον άνθρωπο. Ο ανθρωποκεντρισμός του Διαφωτισμού δημιούργησε έναν άνθρωπο υπεράνω του κόσμου, που στέκεται από πάνω και τον μελετά σαν επιστήμονας, που αξίζει όσο κανένα άλλο πλάσμα στη γη και τον γαλαξία. Η λογική του τον ξεχώρισε από τα άλλα πλάσματα (γιατί άραγε να χρειαζόταν κάτι τέτοιο;).[1] Κατέστρεψε κάθε ελπίδα για εναρμόνιση με τη φύση, όταν προέκυψε η ευκαιρία με τη λεγόμενη βιομηχανική επανάσταση. Έτσι ο άνθρωπος, προσπαθώντας να σκοτώσει το θεό, θεοποίησε τον εαυτό του. Όσο για την αξία του πειράματος και της απόδειξης, θα μπορούσε κάποιος να την αναγνωρίσει αλλά χωρίς να τη θεωρεί πανάκεια. Πειράματα γίνονταν από πολύ παλιά, αλλά δεν ήταν αυτός ο μόνος τρόπος απόδειξης της αλήθειας, δε θεωρούνταν ο σημαντικότερος. Ας μην ξεχνάμε ότι ο λόγος ήταν διάλογος στις πρώιμες φάσεις της γνώσης και ανακάλυψης του κόσμου.
Όλα αυτά μας κάνουν να αναρωτηθούμε μήπως ο Ησίοδος, όταν μιλούσε για το «χρυσούν γένος», εννοούσε την εποχή που οι άνθρωποι ζούσαν σε αρμονία με τη φύση, γεμάτοι από έναν κόσμο άγριο όσο και αθώο, οικείο όσο και ξένο, μία διαρκή αλλαγή, όπου ακόμη δεν έχει επέλθει η μόλυνση του πολιτισμού. Μια εποχή που οι άνθρωποι ζούσαν οργανωμένοι σε φυλές και όχι σε πόλεις και κράτη, που ο «χρυσός» της φύσης δεν είχε νοθευτεί. Η θεώρηση του Ησίοδου, σε περιόδους που δε συγκρίνονται σε μόλυνση και αλλοτρίωση με τη σημερινή, μοιάζει να ενέχει μία σοφία, που ο σύγχρονος άνθρωπος από αλαζονεία αρνείται να δει. Έχει επικρατήσει η αντίληψη ότι η ευφυΐα του ανθρώπου με το πέρασμα του χρόνου μεγαλώνει, εξετάζοντας τους αρχαίους ανθρώπους σαν παιδιά ή κατώτερης νοημοσύνης. Και όσοι κράτησαν ή προσπάθησαν να κρατήσουν τα κοινοτικά στοιχεία οργάνωσης, κοντά στη φύση, είθισται να θεωρούνται στάσιμοι.
Σουσάμι… μην ανοίγεις
Η τεχνοκρατική επιστήμη και η συστημική σκέψη αντιμετωπίζουν τον άνθρωπο σαν άτομο, που όμως υπόκειται σε ένα πολυσύνθετο πλέγμα αλληλο-εξαρτήσεων με τα άλλα άτομα, τα περιβάλλοντα και τον ίδιο τον εαυτό του. Κάθε σχέση παρουσιάζεται ως μια σύνθετη, αλληλοτροφοδοτούμενη διαδικασία, που μόνο η επιστήμη μπορεί να εξετάσει. Θέλησαν έτσι να «στριμώξουν» στη λογική όσα η ανθρωπότητα για αιώνες εμπιστευόταν στη φύση και τη μεταφυσική. Η ανθρωπότητα όμως δεν ξεπέρασε το κυνηγετικό στάδιο, απλά τώρα κυνηγάμε ο ένας τον άλλον… Κάποια στιγμή μοιάζει να δόθηκε μια τεράστια μάχη: από τη μια η τεχνολογία και οι επιστήμονες, που εκφράζουν τη λογική και από την άλλη οι δρυΐδες, οι μάγοι κλπ., εκφραστές του άρρητου, αυτό που ήταν πέρα από τα ανθρώπινα όρια.
Πράγματι, οι αρχαίες επίσημες θρησκείες, που ήταν συνδεδεμένες –όπως πάντοτε άλλωστε– με την κρατική διοίκηση, καταπολέμησαν τη μαγεία από πολύ νωρίς. Η επίσημη θρησκεία με τις τελετουργίες και την επισημότητα ερχόταν να επιβάλει την τάξη πάνω στη χαοτική μαγεία. Και στην αιγυπτιακή και στην ελληνική αρχαιότητα εμφανίζεται μία θεότητα «πότνια θηρών», δηλαδή κυρίαρχος των θηρίων (που συνήθως απεικονίζονται ως δράκοι ή φίδια – άλλωστε αυτά τα δύο ταυτίζονται στην αρχαιότητα). Έτσι, συμβολίζεται η τάξη της εξουσίας που κυριαρχεί στο χάος του σύμπαντος. Αξίζει να τονίσουμε ότι οι πρώιμες θεότητες ήταν κατά το ήμισυ ανθρωπόμορφες και κατά το ήμισυ ζωόμορφες. Μάλιστα στον αιγυπτιακό πολιτισμό ζωόμορφο είναι το κεφάλι, ενώ στον ελληνικό μορφές όπως η σφίγγα, ο κένταυρος και ο Πάνας έχουν το επάνω μέρος ανθρώπινο (υπάρχει όμως και ο Μινώταυρος και η Γοργώ). Αυτή η υβριδική κατάσταση δείχνει το πέρασμα από το πιο ζωώδες και άρρητο στο λογικό και την τάξη που δημιουργεί. Αυτή η ανάγκη για τάξη και ευταξία της κάθε κυριαρχίας όχι απλά ορίζει τον κόσμο, αλλά τον δημιουργεί από την αρχή και τον φέρνει στα δικά της μέτρα.
Η μαγεία και τα μάγια ήταν πάντοτε όροι φορτισμένοι με πολλή ασάφεια και ήταν δύσκολο να ξεχωρίσουν οι μαγικές από τις θρησκευτικές τελετουργίες. Όμως αυτό που διαφοροποιούσε τη μαγεία αισθητά ήταν ο περιθωριακός χαρακτήρας της, με την έννοια ότι δεν αποδεχόταν τους καθιερωμένους από την επίσημη θρησκεία λατρευτικούς τύπους. Ήδη από την αρχαιότητα οι μάγοι είναι μορφές περιθωριακές, απόβλητοι της κοινωνίας, ξένοι. Μια τέτοια μορφή για παράδειγμα είναι και η Κίρκη, η οποία είναι μία μοναχική γυναίκα, που κατασκευάζει μαγικά φίλτρα και κατοικεί στην άκρη του κόσμου, κοντά στις πύλες του Άδη. Ένα άλλο χαρακτηριστικό των μάγων είναι ότι μεσολαβούσαν μεταξύ νεκρών και ζωντανών, καθώς θεωρούνταν ότι έχουν την ικανότητα να εξευμενίζουν, αν χρειαζόταν, ή να καθοδηγήσουν τους νεκρούς (μία σχετική θεότητα ήταν η Εκάτη), υπέρ ή κατά κάποιων ζωντανών.[2] Αυτό τους έκανε πιο ισχυρούς και από βασιλιάδες, κάποιες φορές και πιο επικίνδυνους και από επαναστάτες, όπως λεγόταν. Άρα, πέρα από τις καλές οικονομικές απολαβές που είχαν οι μάγοι για τις υπηρεσίες τους, ήταν σα να μην ανήκαν στη δικαιοδοσία του επίσημου κράτους.
Ο μάγος συχνά ήταν περιπλανώμενος και δουλειά του ήταν να ψυχαγωγεί, να οδηγεί τις ψυχές, μια διαδικασία που συνδεόταν με τα μυστήρια (διονυσιακά, ελευσίνια κλπ.). Ένας γνωστός τέτοιος γόης ήταν και ο Ορφέας, που θεωρούνταν φερμένος από τη Θράκη, μια περιοχή αρκετά εξωτική για τα τότε ελληνικά δεδομένα. Γενικά οι γόητες θεωρούνταν ότι συνδέονταν με ξένες φυλές ανθρώπων, κάτι που ενδεχομένως δείχνει ότι ούτε οι έλληνες ούτε οι αιγύπτιοι ένιωθαν άνετα με τους μάγους, άσχετα αν χρησιμοποιούσαν τις υπηρεσίες τους. Οι μάγοι διαχειρίζονταν κόσμους άγνωστους, πέρα από την τάξη του κράτους και της επίσημης θρησκείας, γεγονός που τους τοποθετούσε έξω από τα όρια της «φυσιολογικής» κοινωνίας.
Μία άλλη διάσταση της μαγείας ήταν και η τέχνη, με την έννοια ότι στην αρχαιότητα τα αγάλματα θεωρούνταν ότι έχουν ζωή και διαθέτουν μαγικές ικανότητες. Σε όλη την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου επικρατούσε η πολυθεϊστική και ανιμιστική αντίληψη του κόσμου από πολύ πρώιμες εποχές.[3] Έτσι, κάθε τι στη φύση είχε δική του ψυχή και αντιστοιχούσε για αυτό το λόγο σε μια θεότητα, η οποία ήταν κλεισμένη μέσα στο υλικό από το οποίο κατασκευαζόταν ένα άγαλμα. Όταν το μάρμαρο έπαιρνε μορφή απ’ τον γλύπτη, θεωρούνταν ότι αποκτούσε και τις ιδιότητες του θεού που απεικόνιζε, άρα και το ίδιο το άγαλμα ήταν μαγικό. Για αυτό πολλές φορές τα έδεναν ή τα έφτιαχναν πάνω σε στέρεες βάσεις, για να μη δραπετεύσουν, κάτι που συναντάμε στην Άπω Ανατολή, τη Φοινίκη, την Ωκεανία και τη Ρώμη. Για να κατανοήσουμε επίσης πόσο ρευστά ήταν αρχικά τα όρια μεταξύ λογικής και φαντα-σίας, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι πολλές φορές τα αγάλματα δικάζονταν και καταδικάζονταν, καθώς θεωρούνταν ότι είχαν διαπράξει κάποιο έγκλημα. Μία άλλη πτυχή αυτής της αντίληψης ήταν και η αγαλματοφιλία (έρωτα με/για αγάλματα), που συνδέεται και με την επίτευξη του ρεαλισμού (σε αυτόν συνέβαλε πέρα από τη βελτιωμένη τεχνική και η επάλειψη της επιφάνειας με κερί, που έδινε την ψευδαίσθηση του ανθρώπινου δέρματος). Ο Πραξιτέλης, για παράδειγμα, θεωρούνταν ότι είχε αυτή τη μαγική ικανότητα να εμψυχώνει τα αγάλματά του και ο Σκόπας ότι διέθετε μαγικά εργαλεία. Αυτές οι αντιλήψεις κυριαρχούσαν μέχρι και τα χρόνια που έχει επικρατήσει να ονομάζονται ελληνιστικά και ρωμαϊκά.[4]
Μια αντίστοιχη αντίληψη υπήρχε και για τις χριστιανικές εικόνες, που ως γνωστόν, θεωρούνταν ότι έχουν ευεργετικές ιδιότητες, δηλαδή μαγικές θα μπορούσε κάποιος να πει. Ενώ στην αρχαιότητα η μαγεία ήταν συνδεδεμένη και με την ιατρική (γι’ αυτό ονομαζόταν και φαρμακεία), στην μεσαιωνική παράδοση δαιμονοποιήθηκε. Η χριστιανική ηθική άλλαξε την έννοια της λέξης «δαίμονας» (στα αρχαία χρόνια σήμαινε απλά θεός ή πνεύμα), αφού κάθε αρχαία θεότητα ταυτιζόταν με το σατανά. Ωστόσο, η μαγεία για αιώνες αφότου επιβλήθηκε η χριστιανική θρησκεία, ήταν τόσο δημοφιλής, που την ασκούσαν ακόμη και χριστιανοί ιερείς στα κρυφά και ήταν η πρώτη που συμβουλεύονταν οι άνθρωποι (χωρίς να εξαιρούνται οι αυτοκράτορες και οι αξιωματούχοι) για προσωπικά και καθημερινά τους θέματα (υγεία, έρωτας κλπ.).[5] Τα όρια μεταξύ ιατρικής και μαγείας δεν ήταν ούτε στα βυζαντινά χρόνια ακριβή και υπήρχε επαγγελματικός ανταγωνισμός μεταξύ τους.
Το ό,τι η εκκλησία πολέμησε εξίσου τους γιατρούς και τους μάγους δε σημαίνει βέβαια ότι η μαγεία ταυτίζεται με την ιατρική ή το αντίθετο, ακόμη κι αν πολύ συχνά οι γιατροί θεωρούνται μάγοι και οι μάγοι αντιμετωπίζονταν ως γιατροί. Επίσης, δε σημαίνει ότι η ιατρική απέκτησε αντικρατικά, απελευθερωτικά χαρακτηριστικά, όταν επικαλέστηκε τη λογική. Απλώς εξυπηρέτησε διαφορετικά συμφέροντα της κυριαρχίας σε σχέση με τις θρησκείες. Όπως δεν σημαίνει ότι η ίδια η πολέμιος της μαγείας, η εκκλησία, δεν ακολούθησε τη μαγεία, προκειμένου να πείσει για τις δικές της υπερφυσικές δυνάμεις. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που η εκκλησία χρησιμοποίησε τα θαύματα, για να καθιερωθεί, αφού μόλις ο χριστιανισμός έκανε τα πρώτα του βήματα, οι μάγοι ήταν πιο δημοφιλείς από τους ιερείς και ισοδυναμούσαν με γιατρούς. Έτσι και η εκκλησία χρειαζόταν και βρήκε κάτι εξίσου εντυπωσιακό και δραστικό, τους αγίους-θαυματοποιούς. Μάλιστα, τα φυλακτά που χρησιμοποιούσαν οι μάγοι για να φυλάνε από το κακό και να φέρνουν υγεία και τύχη τα διατήρησε και η χριστιανική θρησκεία. Σταδιακά, τα μοτίβα των παλιών φυλακτών αντικαταστάθηκαν από τον Χριστό και το σταυρό.[6] Άλλωστε, ο Χριστός ήταν ο ίδιος ένας μάγος, αφού έκανε τα ίδια με αυτούς θαύματα. Στα πρώτα του βήματα ο χριστιανισμός πέρασε μια φάση συγκρητισμού, υιοθετούσε δηλαδή και συνένωνε διαφορετικά στοιχεία από άλλες θρησκείες και παραδόσεις. Οπότε, μέχρι την εμφάνιση της εκκλησίας, δεν υπήρχε θεωρητική διάκριση μεταξύ μαγείας και θρη-σκείας.[7]
Τα μέτρα εναντίον της μαγείας επισημοποιούνταν και γίνονταν αυστηρότερα, όσο ο χριστιανισμός έχτιζε στέρεα τα θεμέλιά του με τη βοήθεια του εκκλησιαστικού δόγματος. Καμία άλλη θρησκεία δεν είχε επίσημο δόγμα ως τότε. Η βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν συνέχεια της ρωμαϊκής, η οποία έδωσε μεγάλη βαρύτητα στην κωδικοποίηση των νόμων. Ο νόμος και το δίκαιο ταυτίστηκαν. Στη Ρώμη η μαγεία θεωρούνταν έγκλημα από πολύ νωρίς, με επίκεντρο δύο κυρίως πράξεις: την άσκηση λατρείας μη ανεκτής από την έννομη τάξη και την οποιαδήποτε σχέση με δηλητηριώδεις ουσίες, γιατί αποδίδονταν σε υπερφυσικές δυνάμεις. Αυτή είναι η αιτία που σύντομα η λέξη «φαρμακός» έγινε συνώνυμη του «μάγος». Η επικοινωνία με υπερφυσικές δυνάμεις και η επίκλησή τους, εφόσον δεν επρόκειτο για τις επίσημες θεότητες, δεν είχε τη «νομιμοποίηση» της θρησκείας και όσοι επιδίδονταν σε τέτοιες πράξεις παραβίαζαν τα όρια που ήταν ανεκτά από το κράτος.
Το εργαλείο του νόμου ήταν πολύ σπουδαίο και για τον χριστιανισμό. Ένα σωρό απαγορεύσεις και αρνήσεις, έκαναν το ξεσκαρτάρισμα και επέβαλαν το «σωστό». Οι εκκλησιαστικές σύνοδοι, που ονομάστηκαν ιερές (γεγονός που καθιστούσε τις αποφάσεις τους αδιαμφισβήτητες) «ξεκαθάρισαν το τοπίο». Αυτό δεν ήταν εύκολο, καθώς η χριστιανική θρησκεία απευθυνόταν σε ένα μεγάλο μέρος από ετερόκλητους πληθυσμούς και χωρίς ξεκάθαρο δόγμα αρχικά, κάποιες αποδεκτές αντιλήψεις στην πορεία κρίνονταν αμαρτωλές και το αντίθετο.[8] Κάθε περιοχή είχε τις δικές της παραδόσεις και παραλλαγές, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία της. Άλλωστε, οι απαγορεύσεις, οι κανόνες και οι νόμοι δεν κατάφεραν στην πράξη να επιβληθούν της ανθρώπινης περιέργειας και κλίσης προς το μυστήριο, που ικανοποιούσε η μαγεία. Στην αρχαιότητα αυτό δεν αποτελούσε πρόβλημα για τις αυτοκρατορίες, γιατί υπήρχαν χιλιάδες θεότητες. Άλλωστε, κάθε οικογένεια είχε τους δικούς της θεούς.[9]
Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι η μαγεία θεραπευόταν από τους εκκλησιαστικούς αγίους, που ήταν οι μόνοι αρμόδιοι στο να ξορκίζουν το δαίμονα. Έτσι, όσο συνέχιζε να ασκείται, η εκκλησία παρουσιάζεται ως η καλή δύναμη, που έρχεται να σώσει από αυτήν.[10] Τότε η πολιτεία διαχώρισε τη λευκή από τη μαύρη μαγεία, που πριν δεν ήταν διαχωρισμένες.[11] Η εκκλησία όμως την καταδίκαζε συνολικά. Και μόνο που κάποιος ισχυριζόταν ότι ασκεί καλή μαγεία, για την εκκλησία ήταν καταδικασμένος. Και αυτό αναγκάστηκε εν μέρει να το κάνει, καθώς στην εποχή που καθιερωνόταν η εκκλησιαστική εξουσία, η μαγεία ήταν τόσο δημοφιλής, ώστε ακόμη και αυτοκράτορες, αξιωματούχοι και ιερείς κατέφευγαν σε αυτήν, όπως προαναφέρθηκε. Τελικά, καταλήγουν και οι ίδιοι οι αυτοκράτορες να επικαλούνται θεολογικά κριτήρια (Λέων ο σοφός, 9ος αιώνας) και να απαγορεύουν τη μαγεία συνολικά, ως εγκληματική πράξη, αφού υποκινείται από το διάβολο, καταδικάζοντας τους μάγους σε θάνατο. Το ίδιο κάνει κάθε μορφή κυριαρχίας, που προβάλλει ως μαγεία κάθε ανεξέλεγκτο κοινωνικό αγώνα επιτυγχάνοντας τους επιθυμητούς αποκλεισμούς του και ερχόμενη ως αυτόκλητος σωτήρας. Μόνο που σήμερα δεν χρειάζεται αγίους, διαθέτει τους επιστήμονες, που κάνουν θαύματα.
Ο χριστιανισμός όμως πίστευε σε ένα νέο μοναδικό θεό και αυτός έπρεπε να έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ώστε να μπορεί να είναι αναγνωρίσιμος παντού. Ήταν ζήτημα διοίκησης της αυτοκρατορίας, για αυτό και ζωτικής σημασίας. Έτσι, λοιπόν, κάθε απόκλιση από το επίσημο δόγμα ήταν αίρεση.[12] Ο θεός έπρεπε να είναι αιώνιος και παντοδύναμος και να έχει στείλει ένα θεάνθρωπο για να σώσει –θέλοντας και μη– την ανθρωπότητα από το κακό κλπ. Χρειάζονταν μερικοί καλοί συγγραφείς, που έφτιαξαν μερικές παραλλαγές της ιστορίας του Χριστού. Ο εκδότης, δηλαδή η εκκλησία, κράτησε αυτά που θα έφερναν τις καλύτερες πωλήσεις. Έκοψε και έραψε ό,τι δεν ταίριαζε και έτσι κατέληξε σε τέσσερα ευαγγέλια. Τα συνέδεσε με την εβραϊκή παράδοση της παλαιάς διαθήκης και έφτιαξε το καλύτερο best seller όλων των εποχών.[13] Πολλές ίντριγκες, βασανιστήρια, βαναυσότητες, συκοφαντίες, δολοφονίες χρειάστηκαν, για να γίνει αυτή η ιστορία κοινώς αποδεκτή. Η μαγεία, λοιπόν, που ανήκε στο πιο ανεξέλεγκτο κομμάτι του κόσμου, που αντικρουόταν ακόμη και από τις επίσημες αρχαίες θρησκείες, πως θα μπορούσε να συνεχίσει να υπάρχει, από τη στιγμή μάλιστα που ήταν τόσο δημοφιλής; Έτσι, ξεκίνησε ο πόλεμος κατά της μαγείας. Αυτή τη φορά η συνεργασία κράτους και θρησκείας ήταν άριστη.[14] Οι αυτοκρατορικοί νόμοι που απαγόρευαν τη μαγεία γίνονταν όλο και αυστηρότεροι – η Ιερά Εξέταση εξάντλησε τη δημιουργικότητά της στο να βρει ασύλληπτα σε φρικαλεότητες βασανιστήρια, που έκαναν το θάνατο να μοιάζει η μόνη ελπίδα. Κάθε τι που αντέκρουε την εξουσία, ταυτιζόταν με τη μαγεία, όχι μόνο στο μεσαίωνα, αλλά και σε κάθε εποχή και περιοχή. Και επειδή ακριβώς τα όρια της είναι ασαφή και απροσδιόριστα, κάτω από την ομπρέλα της μαγείας μπήκε κάθε τι το διαφορετικό, που με μια απλή απόφαση –επίσημη από το κράτος– μπορούσε να εξοντωθεί.
Ο χριστιανισμός αποκαλούσε ως δεισιδαιμονία αυτό που οι αρχαίες θρησκείες –οι οποίες προηγουμένως κατέστρεψαν σχεδόν κάθε προϊόν ελεύθερης σκέψης των πρώιμων ελεύθερων ανθρώπινων κοινοτήτων– αποκαλούσαν σοφία (οι αλχημιστές θεωρούνταν γνώστες των μυστικών του σύμπαντος). Το ίδιο με τη σειρά της ήρθε να κάνει η επιστήμη στον χριστιανισμό, τον μωαμεθανισμό και τον ιουδαϊσμό. Ό,τι δεν χωνεύεται από την ιστορία, γίνεται δεισιδαιμονία (πάλι ο δαίμονας) και αποβάλλεται. Σήμερα, ωστόσο, η επιστήμη έχει τα ίδια χαρακτηριστικά, που η ίδια απέδωσε στις παλιότερες πίστεις. Το «δέος του δαίμονα» μπορεί να ταιριάζει και σε έναν γιατρό, που αυτοπροβάλλεται ως παντοδύναμος θεός, χωρίς συχνά να διαθέτει τη συνολική γνώση που είχαν οι προκάτοχοί του.[15] Η γνώση του είναι κατακερματισμένη και αποσπασματική, βλέπει το σώμα ως μηχανή με γρανάζια, όπως συμβαίνει για κάθε επιστήμονα, από τον φυσικό και τον βιολόγο ως τον φιλόσοφο και τον ιστορικό. Κάθε γνώση εξειδικεύεται, αποκόβεται από τον κόσμο, που κι αυτός κατακερματίζεται, γίνεται ένα πάζλ, που κανείς δεν έχει όλα του τα κομμάτια και δεν μπορεί να δει ολόκληρη την εικόνα που αποδίδει. Μέσα από ένα περίπλοκο σύστημα εξειδικεύσεων, κάθε αλληλεξάρτηση γίνεται με τη μηχανιστική λογική, που δημιουργεί γενικά σχήματα, για να χωρέσει σε αυτά τον κόσμο.
Με την πίστη στη μαγεία αποκτούν άλλο νόημα οι νόμοι του κράτους. Όταν κάποιος είχε πρόβλημα με ένα άλλο πρόσωπο, απευθυνόταν στους μάγους, ώστε να πάρει εκδίκηση. Αυτό συνέβαινε όχι μόνο στην αρχαιότητα και το μεσαίωνα, αλλά και στα νεότερα χρόνια.[16] Ο άνθρωπος της λογικής στη θέση του μάγου έβαλε το δικαστή ως μεσολαβητή που αποκαθιστούσε την τάξη. Η επιστήμη έδωσε την επισημότητα, έθεσε τα στενά όρια του νόμου. Μάλιστα η πίστη στη μαγεία τον πρώτο καιρό ήταν τόσο δυνατή, ώστε τα θύματα μαγείας κατέφευγαν στα δικαστήρια για να βρουν το δίκιο τους. Η έννοια της δικαιοσύνης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πήρε σχήμα. Οι άνθρωποι χρειάζονταν πια έναν μεσολαβητή του κράτους, που γνώριζε το νόμο, τον είχε σπουδάσει και μελετήσει, ήταν η αυθεντία του δικαίου. Οι διακρίσεις και οι αποκλεισμοί που η ίδια η εξουσία γέννησε ήρθαν να καλυφθούν από τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που εφαρμόζονται και έχουν ισχύ μόνο στα πλαίσια ενός κράτους. Η έννοια της δικαιοσύνης έγινε πολιτική. Για παράδειγμα, το «δικαίωμα» της σχολικής μόρφωσης που επέβαλε ο δυτικός τρόπος θέασης του κόσμου είναι παρωδία και επιβολή, όχι μόνο στα δυτικά κράτη από τα οποία προήλθε, αλλά και σε αφρικανικά κράτη για παράδειγμα, όπου κυρίως διδάσκεται ο «εκπολιτισμός» της αγγλικής, της γερμανικής ή της γαλλικής αποικιοκρατίας.
Στη νεοελληνική λαϊκή παράδοση, όπως είναι γνωστό, ποτέ δεν εξέλειψαν οι μαγικές αντιλήψεις, ακόμη και σε κάποιους ιερείς, οι οποίοι διέθεταν την απλότητα των αγράμματων ανθρώπων (η λέξη αγράμματος εδώ σημαίνει απλώς αυτόν που δεν ξέρει γραφή και ανάγνωση, δεν χρησιμοποιείται υποτιμητικά). Για τους ανθρώπους της λαϊκής παράδοσης εξάλλου δεν υπήρχε διαχωρισμός μαγείας και θρησκείας. Η φαντασία τους, απελευθερωμένη από τα ασφυκτικά λογικά όρια της επιστήμης, έφτιαχνε εκπληκτικές ιστορίες με φαντάσματα και μάγισσες, με γητείες, μαγεμένα ρούχα και αντικείμενα και αποδεχόταν την τελετουργία του ξεματιάσματος. Τέτοιες αντιλήψεις γέννησαν τα έργα του Θεόφιλου και του Παπαδιαμάντη, που σήμερα ως επί το πλείστον αντιμετωπίζονται μουσειακά και φιλολογικά, δηλαδή σα μούμιες και όχι ως ζωντανές εικόνες. Στην πλειοψηφία τους όμως αυτές οι λαϊκές παραδόσεις από όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη της γης είχαν ως βασικό χαρακτηριστικό την προφορικότητα, είχαν κυρίως τη μορφή παραμυθιών και μεταδίδονταν από γενιά σε γενιά και από τόπο σε τόπο σε παραλλαγές. Όταν αυτές καταγράφηκαν, απέκτησαν επιστημονικό χαρακτήρα και χρησιμοποιήθηκαν ως κριτήρια εθνικής ταυτότητας από τα κράτη. Τότε οι ελεύθερες παραλλαγές των λαϊκών ιστοριών κατηγοριοποιήθηκαν, εντάχθηκαν σε έναν αποδεκτό κανόνα. Και όταν οι κρατικοί φορείς και οι λαογράφοι σταμάτησαν να καταγράφουν και άρχισαν να παρατηρούν, διαπίστωσαν ότι αυτές οι λαϊκές συνήθειες ήταν ενοποιητικά στοιχεία για τις κοινότητες. Έτσι, εφηύραν παραδόσεις και τις επισημοποίησαν σε εθνικές γιορτές, ώστε να κρατήσουν τα έθνη τους ενωμένα κάτω από έναν κοινό εθνικό μύθο.
Για την άσκηση της εξουσίας στάθηκε εξίσου χρήσιμη η εκκλησία και η επιστήμη, η κάθε μία από τη δική της θέση. Αντίθετα, οι ελεύθερες μάγισσες, που ήξεραν τα φάρμακα της φύσης και εξέφραζαν κάτι που δεν μπορεί να ελεγχθεί, σώζοντας την παλιά γνώση του κόσμου, ό,τι είχε απομείνει από την παλιά ελεύθερη κουλτούρα των μικρών κοινοτήτων, δεν είχαν θέση στο καινούριο παιγνίδι κυριαρχίας. Ο χριστιανισμός ιδιαίτερα έκανε δεισιδαιμονία κάθε παλιά γνώση και σοφία και η επιστήμη συνέχισε το θεάρεστο αυτό έργο.
Όπως δείχνουν τα πράγματα, πριν την καθιέρωση της επιστήμης ως φορέα της μόνης αλήθειας, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να διαχωρίσουν τη λογική από τη φαντασία, δεν υπερτιμούσαν τη μια εις βάρος της άλλης, δεν έμπαιναν στο δίλημμα να διαλέξουν τη μία από τις δύο και να τις εφαρμόσουν ως στεγανή, «καθαρή» επιλογή. Για παράδειγμα στην αρχαιότητα συσχέτιζαν τη μαγική με τη ρητορική ικανότητα, με την έννοια ότι πέρα από τη λογική αποτελεσματικότητα των επιχειρημάτων υπήρχαν τα συνοδευτικά στοιχεία του λόγου, όπως ο τόνος της φωνής και η ψυχολογική επιβολή, που μαγεύουν το ακροατήριο. Άλλωστε ακόμη και ο δυσκοίλιος της σκέψης Καντ θα παρατηρήσει αιώνες μετά τους πρώτους ρήτορες ότι πρώτα μεταδίδεται το συναίσθημα και μετά η διάνοια. Η τεχνολογία και η λογική οδηγεί σταδιακά σε τόσο τεχνητό περιβάλλον τον άνθρωπο, ώστε η φύση να του φέρνει αμηχανία, να τη φοβάται και να την αποφεύγει, να προσπαθεί να την βάλει σε ένα «κουτάκι», ώστε να τη χωρέσει στα μέτρα του.
Σουσάμι… μην ανοίγεις
sxedΗ τεχνοκρατική επιστήμη και η συστημική σκέψη αντιμετωπίζουν τον άνθρωπο σαν άτομο, που όμως υπόκειται σε ένα πολυσύνθετο πλέγμα αλληλο-εξαρτήσεων με τα άλλα άτομα, τα περιβάλλοντα και τον ίδιο τον εαυτό του. Κάθε σχέση παρουσιάζεται ως μια σύνθετη, αλληλοτροφοδοτούμενη διαδικασία, που μόνο η επιστήμη μπορεί να εξετάσει. Θέλησαν έτσι να «στριμώξουν» στη λογική όσα η ανθρωπότητα για αιώνες εμπιστευόταν στη φύση και τη μεταφυσική. Η ανθρωπότητα όμως δεν ξεπέρασε το κυνηγετικό στάδιο, απλά τώρα κυνηγάμε ο ένας τον άλλον… Κάποια στιγμή μοιάζει να δόθηκε μια τεράστια μάχη: από τη μια η τεχνολογία και οι επιστήμονες, που εκφράζουν τη λογική και από την άλλη οι δρυΐδες, οι μάγοι κλπ., εκφραστές του άρρητου, αυτό που ήταν πέρα από τα ανθρώπινα όρια.
Πράγματι, οι αρχαίες επίσημες θρησκείες, που ήταν συνδεδεμένες –όπως πάντοτε άλλωστε– με την κρατική διοίκηση, καταπολέμησαν τη μαγεία από πολύ νωρίς. Η επίσημη θρησκεία με τις τελετουργίες και την επισημότητα ερχόταν να επιβάλει την τάξη πάνω στη χαοτική μαγεία. Και στην αιγυπτιακή και στην ελληνική αρχαιότητα εμφανίζεται μία θεότητα «πότνια θηρών», δηλαδή κυρίαρχος των θηρίων (που συνήθως απεικονίζονται ως δράκοι ή φίδια – άλλωστε αυτά τα δύο ταυτίζονται στην αρχαιότητα). Έτσι, συμβολίζεται η τάξη της εξουσίας που κυριαρχεί στο χάος του σύμπαντος. Αξίζει να τονίσουμε ότι οι πρώιμες θεότητες ήταν κατά το ήμισυ ανθρωπόμορφες και κατά το ήμισυ ζωόμορφες. Μάλιστα στον αιγυπτιακό πολιτισμό ζωόμορφο είναι το κεφάλι, ενώ στον ελληνικό μορφές όπως η σφίγγα, ο κένταυρος και ο Πάνας έχουν το επάνω μέρος ανθρώπινο (υπάρχει όμως και ο Μινώταυρος και η Γοργώ). Αυτή η υβριδική κατάσταση δείχνει το πέρασμα από το πιο ζωώδες και άρρητο στο λογικό και την τάξη που δημιουργεί. Αυτή η ανάγκη για τάξη και ευταξία της κάθε κυριαρχίας όχι απλά ορίζει τον κόσμο, αλλά τον δημιουργεί από την αρχή και τον φέρνει στα δικά της μέτρα.
Η μαγεία και τα μάγια ήταν πάντοτε όροι φορτισμένοι με πολλή ασάφεια και ήταν δύσκολο να ξεχωρίσουν οι μαγικές από τις θρησκευτικές τελετουργίες. Όμως αυτό που διαφοροποιούσε τη μαγεία αισθητά ήταν ο περιθωριακός χαρακτήρας της, με την έννοια ότι δεν αποδεχόταν τους καθιερωμένους από την επίσημη θρησκεία λατρευτικούς τύπους. Ήδη από την αρχαιότητα οι μάγοι είναι μορφές περιθωριακές, απόβλητοι της κοινωνίας, ξένοι. Μια τέτοια μορφή για παράδειγμα είναι και η Κίρκη, η οποία είναι μία μοναχική γυναίκα, που κατασκευάζει μαγικά φίλτρα και κατοικεί στην άκρη του κόσμου, κοντά στις πύλες του Άδη. Ένα άλλο χαρακτηριστικό των μάγων είναι ότι μεσολαβούσαν μεταξύ νεκρών και ζωντανών, καθώς θεωρούνταν ότι έχουν την ικανότητα να εξευμενίζουν, αν χρειαζόταν, ή να καθοδηγήσουν τους νεκρούς (μία σχετική θεότητα ήταν η Εκάτη), υπέρ ή κατά κάποιων ζωντανών.[2] Αυτό τους έκανε πιο ισχυρούς και από βασιλιάδες, κάποιες φορές και πιο επικίνδυνους και από επαναστάτες, όπως λεγόταν. Άρα, πέρα από τις καλές οικονομικές απολαβές που είχαν οι μάγοι για τις υπηρεσίες τους, ήταν σα να μην ανήκαν στη δικαιοδοσία του επίσημου κράτους.
Ο μάγος συχνά ήταν περιπλανώμενος και δουλειά του ήταν να ψυχαγωγεί, να οδηγεί τις ψυχές, μια διαδικασία που συνδεόταν με τα μυστήρια (διονυσιακά, ελευσίνια κλπ.). Ένας γνωστός τέτοιος γόης ήταν και ο Ορφέας, που θεωρούνταν φερμένος από τη Θράκη, μια περιοχή αρκετά εξωτική για τα τότε ελληνικά δεδομένα. Γενικά οι γόητες θεωρούνταν ότι συνδέονταν με ξένες φυλές ανθρώπων, κάτι που ενδεχομένως δείχνει ότι ούτε οι έλληνες ούτε οι αιγύπτιοι ένιωθαν άνετα με τους μάγους, άσχετα αν χρησιμοποιούσαν τις υπηρεσίες τους. Οι μάγοι διαχειρίζονταν κόσμους άγνωστους, πέρα από την τάξη του κράτους και της επίσημης θρησκείας, γεγονός που τους τοποθετούσε έξω από τα όρια της «φυσιολογικής» κοινωνίας.
Μία άλλη διάσταση της μαγείας ήταν και η τέχνη, με την έννοια ότι στην αρχαιότητα τα αγάλματα θεωρούνταν ότι έχουν ζωή και διαθέτουν μαγικές ικανότητες. Σε όλη την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου επικρατούσε η πολυθεϊστική και ανιμιστική αντίληψη του κόσμου από πολύ πρώιμες εποχές.[3] Έτσι, κάθε τι στη φύση είχε δική του ψυχή και αντιστοιχούσε για αυτό το λόγο σε μια θεότητα, η οποία ήταν κλεισμένη μέσα στο υλικό από το οποίο κατασκευαζόταν ένα άγαλμα. Όταν το μάρμαρο έπαιρνε μορφή απ’ τον γλύπτη, θεωρούνταν ότι αποκτούσε και τις ιδιότητες του θεού που απεικόνιζε, άρα και το ίδιο το άγαλμα ήταν μαγικό. Για αυτό πολλές φορές τα έδεναν ή τα έφτιαχναν πάνω σε στέρεες βάσεις, για να μη δραπετεύσουν, κάτι που συναντάμε στην Άπω Ανατολή, τη Φοινίκη, την Ωκεανία και τη Ρώμη. Για να κατανοήσουμε επίσης πόσο ρευστά ήταν αρχικά τα όρια μεταξύ λογικής και φαντα-σίας, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι πολλές φορές τα αγάλματα δικάζονταν και καταδικάζονταν, καθώς θεωρούνταν ότι είχαν διαπράξει κάποιο έγκλημα. Μία άλλη πτυχή αυτής της αντίληψης ήταν και η αγαλματοφιλία (έρωτα με/για αγάλματα), που συνδέεται και με την επίτευξη του ρεαλισμού (σε αυτόν συνέβαλε πέρα από τη βελτιωμένη τεχνική και η επάλειψη της επιφάνειας με κερί, που έδινε την ψευδαίσθηση του ανθρώπινου δέρματος). Ο Πραξιτέλης, για παράδειγμα, θεωρούνταν ότι είχε αυτή τη μαγική ικανότητα να εμψυχώνει τα αγάλματά του και ο Σκόπας ότι διέθετε μαγικά εργαλεία. Αυτές οι αντιλήψεις κυριαρχούσαν μέχρι και τα χρόνια που έχει επικρατήσει να ονομάζονται ελληνιστικά και ρωμαϊκά.[4]
Μια αντίστοιχη αντίληψη υπήρχε και για τις χριστιανικές εικόνες, που ως γνωστόν, θεωρούνταν ότι έχουν ευεργετικές ιδιότητες, δηλαδή μαγικές θα μπορούσε κάποιος να πει. Ενώ στην αρχαιότητα η μαγεία ήταν συνδεδεμένη και με την ιατρική (γι’ αυτό ονομαζόταν και φαρμακεία), στην μεσαιωνική παράδοση δαιμονοποιήθηκε. Η χριστιανική ηθική άλλαξε την έννοια της λέξης «δαίμονας» (στα αρχαία χρόνια σήμαινε απλά θεός ή πνεύμα), αφού κάθε αρχαία θεότητα ταυτιζόταν με το σατανά. Ωστόσο, η μαγεία για αιώνες αφότου επιβλήθηκε η χριστιανική θρησκεία, ήταν τόσο δημοφιλής, που την ασκούσαν ακόμη και χριστιανοί ιερείς στα κρυφά και ήταν η πρώτη που συμβουλεύονταν οι άνθρωποι (χωρίς να εξαιρούνται οι αυτοκράτορες και οι αξιωματούχοι) για προσωπικά και καθημερινά τους θέματα (υγεία, έρωτας κλπ.).[5] Τα όρια μεταξύ ιατρικής και μαγείας δεν ήταν ούτε στα βυζαντινά χρόνια ακριβή και υπήρχε επαγγελματικός ανταγωνισμός μεταξύ τους.
Το ό,τι η εκκλησία πολέμησε εξίσου τους γιατρούς και τους μάγους δε σημαίνει βέβαια ότι η μαγεία ταυτίζεται με την ιατρική ή το αντίθετο, ακόμη κι αν πολύ συχνά οι γιατροί θεωρούνται μάγοι και οι μάγοι αντιμετωπίζονταν ως γιατροί. Επίσης, δε σημαίνει ότι η ιατρική απέκτησε αντικρατικά, απελευθερωτικά χαρακτηριστικά, όταν επικαλέστηκε τη λογική. Απλώς εξυπηρέτησε διαφορετικά συμφέροντα της κυριαρχίας σε σχέση με τις θρησκείες. Όπως δεν σημαίνει ότι η ίδια η πολέμιος της μαγείας, η εκκλησία, δεν ακολούθησε τη μαγεία, προκειμένου να πείσει για τις δικές της υπερφυσικές δυνάμεις. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που η εκκλησία χρησιμοποίησε τα θαύματα, για να καθιερωθεί, αφού μόλις ο χριστιανισμός έκανε τα πρώτα του βήματα, οι μάγοι ήταν πιο δημοφιλείς από τους ιερείς και ισοδυναμούσαν με γιατρούς. Έτσι και η εκκλησία χρειαζόταν και βρήκε κάτι εξίσου εντυπωσιακό και δραστικό, τους αγίους-θαυματοποιούς. Μάλιστα, τα φυλακτά που χρησιμοποιούσαν οι μάγοι για να φυλάνε από το κακό και να φέρνουν υγεία και τύχη τα διατήρησε και η χριστιανική θρησκεία. Σταδιακά, τα μοτίβα των παλιών φυλακτών αντικαταστάθηκαν από τον Χριστό και το σταυρό.[6] Άλλωστε, ο Χριστός ήταν ο ίδιος ένας μάγος, αφού έκανε τα ίδια με αυτούς θαύματα. Στα πρώτα του βήματα ο χριστιανισμός πέρασε μια φάση συγκρητισμού, υιοθετούσε δηλαδή και συνένωνε διαφορετικά στοιχεία από άλλες θρησκείες και παραδόσεις. Οπότε, μέχρι την εμφάνιση της εκκλησίας, δεν υπήρχε θεωρητική διάκριση μεταξύ μαγείας και θρη-σκείας.[7]
Τα μέτρα εναντίον της μαγείας επισημοποιούνταν και γίνονταν αυστηρότερα, όσο ο χριστιανισμός έχτιζε στέρεα τα θεμέλιά του με τη βοήθεια του εκκλησιαστικού δόγματος. Καμία άλλη θρησκεία δεν είχε επίσημο δόγμα ως τότε. Η βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν συνέχεια της ρωμαϊκής, η οποία έδωσε μεγάλη βαρύτητα στην κωδικοποίηση των νόμων. Ο νόμος και το δίκαιο ταυτίστηκαν. Στη Ρώμη η μαγεία θεωρούνταν έγκλημα από πολύ νωρίς, με επίκεντρο δύο κυρίως πράξεις: την άσκηση λατρείας μη ανεκτής από την έννομη τάξη και την οποιαδήποτε σχέση με δηλητηριώδεις ουσίες, γιατί αποδίδονταν σε υπερφυσικές δυνάμεις. Αυτή είναι η αιτία που σύντομα η λέξη «φαρμακός» έγινε συνώνυμη του «μάγος». Η επικοινωνία με υπερφυσικές δυνάμεις και η επίκλησή τους, εφόσον δεν επρόκειτο για τις επίσημες θεότητες, δεν είχε τη «νομιμοποίηση» της θρησκείας και όσοι επιδίδονταν σε τέτοιες πράξεις παραβίαζαν τα όρια που ήταν ανεκτά από το κράτος.
Το εργαλείο του νόμου ήταν πολύ σπουδαίο και για τον χριστιανισμό. Ένα σωρό απαγορεύσεις και αρνήσεις, έκαναν το ξεσκαρτάρισμα και επέβαλαν το «σωστό». Οι εκκλησιαστικές σύνοδοι, που ονομάστηκαν ιερές (γεγονός που καθιστούσε τις αποφάσεις τους αδιαμφισβήτητες) «ξεκαθάρισαν το τοπίο». Αυτό δεν ήταν εύκολο, καθώς η χριστιανική θρησκεία απευθυνόταν σε ένα μεγάλο μέρος από ετερόκλητους πληθυσμούς και χωρίς ξεκάθαρο δόγμα αρχικά, κάποιες αποδεκτές αντιλήψεις στην πορεία κρίνονταν αμαρτωλές και το αντίθετο.[8] Κάθε περιοχή είχε τις δικές της παραδόσεις και παραλλαγές, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία της. Άλλωστε, οι απαγορεύσεις, οι κανόνες και οι νόμοι δεν κατάφεραν στην πράξη να επιβληθούν της ανθρώπινης περιέργειας και κλίσης προς το μυστήριο, που ικανοποιούσε η μαγεία. Στην αρχαιότητα αυτό δεν αποτελούσε πρόβλημα για τις αυτοκρατορίες, γιατί υπήρχαν χιλιάδες θεότητες. Άλλωστε, κάθε οικογένεια είχε τους δικούς της θεούς.[9]
Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι η μαγεία θεραπευόταν από τους εκκλησιαστικούς αγίους, που ήταν οι μόνοι αρμόδιοι στο να ξορκίζουν το δαίμονα. Έτσι, όσο συνέχιζε να ασκείται, η εκκλησία παρουσιάζεται ως η καλή δύναμη, που έρχεται να σώσει από αυτήν.[10] Τότε η πολιτεία διαχώρισε τη λευκή από τη μαύρη μαγεία, που πριν δεν ήταν διαχωρισμένες.[11] Η εκκλησία όμως την καταδίκαζε συνολικά. Και μόνο που κάποιος ισχυριζόταν ότι ασκεί καλή μαγεία, για την εκκλησία ήταν καταδικασμένος. Και αυτό αναγκάστηκε εν μέρει να το κάνει, καθώς στην εποχή που καθιερωνόταν η εκκλησιαστική εξουσία, η μαγεία ήταν τόσο δημοφιλής, ώστε ακόμη και αυτοκράτορες, αξιωματούχοι και ιερείς κατέφευγαν σε αυτήν, όπως προαναφέρθηκε. Τελικά, καταλήγουν και οι ίδιοι οι αυτοκράτορες να επικαλούνται θεολογικά κριτήρια (Λέων ο σοφός, 9ος αιώνας) και να απαγορεύουν τη μαγεία συνολικά, ως εγκληματική πράξη, αφού υποκινείται από το διάβολο, καταδικάζοντας τους μάγους σε θάνατο. Το ίδιο κάνει κάθε μορφή κυριαρχίας, που προβάλλει ως μαγεία κάθε ανεξέλεγκτο κοινωνικό αγώνα επιτυγχάνοντας τους επιθυμητούς αποκλεισμούς του και ερχόμενη ως αυτόκλητος σωτήρας. Μόνο που σήμερα δεν χρειάζεται αγίους, διαθέτει τους επιστήμονες, που κάνουν θαύματα.
Ο χριστιανισμός όμως πίστευε σε ένα νέο μοναδικό θεό και αυτός έπρεπε να έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ώστε να μπορεί να είναι αναγνωρίσιμος παντού. Ήταν ζήτημα διοίκησης της αυτοκρατορίας, για αυτό και ζωτικής σημασίας. Έτσι, λοιπόν, κάθε απόκλιση από το επίσημο δόγμα ήταν αίρεση.[12] Ο θεός έπρεπε να είναι αιώνιος και παντοδύναμος και να έχει στείλει ένα θεάνθρωπο για να σώσει –θέλοντας και μη– την ανθρωπότητα από το κακό κλπ. Χρειάζονταν μερικοί καλοί συγγραφείς, που έφτιαξαν μερικές παραλλαγές της ιστορίας του Χριστού. Ο εκδότης, δηλαδή η εκκλησία, κράτησε αυτά που θα έφερναν τις καλύτερες πωλήσεις. Έκοψε και έραψε ό,τι δεν ταίριαζε και έτσι κατέληξε σε τέσσερα ευαγγέλια. Τα συνέδεσε με την εβραϊκή παράδοση της παλαιάς διαθήκης και έφτιαξε το καλύτερο best seller όλων των εποχών.[13] Πολλές ίντριγκες, βασανιστήρια, βαναυσότητες, συκοφαντίες, δολοφονίες χρειάστηκαν, για να γίνει αυτή η ιστορία κοινώς αποδεκτή. Η μαγεία, λοιπόν, που ανήκε στο πιο ανεξέλεγκτο κομμάτι του κόσμου, που αντικρουόταν ακόμη και από τις επίσημες αρχαίες θρησκείες, πως θα μπορούσε να συνεχίσει να υπάρχει, από τη στιγμή μάλιστα που ήταν τόσο δημοφιλής; Έτσι, ξεκίνησε ο πόλεμος κατά της μαγείας. Αυτή τη φορά η συνεργασία κράτους και θρησκείας ήταν άριστη.[14] Οι αυτοκρατορικοί νόμοι που απαγόρευαν τη μαγεία γίνονταν όλο και αυστηρότεροι – η Ιερά Εξέταση εξάντλησε τη δημιουργικότητά της στο να βρει ασύλληπτα σε φρικαλεότητες βασανιστήρια, που έκαναν το θάνατο να μοιάζει η μόνη ελπίδα. Κάθε τι που αντέκρουε την εξουσία, ταυτιζόταν με τη μαγεία, όχι μόνο στο μεσαίωνα, αλλά και σε κάθε εποχή και περιοχή. Και επειδή ακριβώς τα όρια της είναι ασαφή και απροσδιόριστα, κάτω από την ομπρέλα της μαγείας μπήκε κάθε τι το διαφορετικό, που με μια απλή απόφαση –επίσημη από το κράτος– μπορούσε να εξοντωθεί.
Ο χριστιανισμός αποκαλούσε ως δεισιδαιμονία αυτό που οι αρχαίες θρησκείες –οι οποίες προηγουμένως κατέστρεψαν σχεδόν κάθε προϊόν ελεύθερης σκέψης των πρώιμων ελεύθερων ανθρώπινων κοινοτήτων– αποκαλούσαν σοφία (οι αλχημιστές θεωρούνταν γνώστες των μυστικών του σύμπαντος). Το ίδιο με τη σειρά της ήρθε να κάνει η επιστήμη στον χριστιανισμό, τον μωαμεθανισμό και τον ιουδαϊσμό. Ό,τι δεν χωνεύεται από την ιστορία, γίνεται δεισιδαιμονία (πάλι ο δαίμονας) και αποβάλλεται. Σήμερα, ωστόσο, η επιστήμη έχει τα ίδια χαρακτηριστικά, που η ίδια απέδωσε στις παλιότερες πίστεις. Το «δέος του δαίμονα» μπορεί να ταιριάζει και σε έναν γιατρό, που αυτοπροβάλλεται ως παντοδύναμος θεός, χωρίς συχνά να διαθέτει τη συνολική γνώση που είχαν οι προκάτοχοί του.[15] Η γνώση του είναι κατακερματισμένη και αποσπασματική, βλέπει το σώμα ως μηχανή με γρανάζια, όπως συμβαίνει για κάθε επιστήμονα, από τον φυσικό και τον βιολόγο ως τον φιλόσοφο και τον ιστορικό. Κάθε γνώση εξειδικεύεται, αποκόβεται από τον κόσμο, που κι αυτός κατακερματίζεται, γίνεται ένα πάζλ, που κανείς δεν έχει όλα του τα κομμάτια και δεν μπορεί να δει ολόκληρη την εικόνα που αποδίδει. Μέσα από ένα περίπλοκο σύστημα εξειδικεύσεων, κάθε αλληλεξάρτηση γίνεται με τη μηχανιστική λογική, που δημιουργεί γενικά σχήματα, για να χωρέσει σε αυτά τον κόσμο.
Με την πίστη στη μαγεία αποκτούν άλλο νόημα οι νόμοι του κράτους. Όταν κάποιος είχε πρόβλημα με ένα άλλο πρόσωπο, απευθυνόταν στους μάγους, ώστε να πάρει εκδίκηση. Αυτό συνέβαινε όχι μόνο στην αρχαιότητα και το μεσαίωνα, αλλά και στα νεότερα χρόνια.[16] Ο άνθρωπος της λογικής στη θέση του μάγου έβαλε το δικαστή ως μεσολαβητή που αποκαθιστούσε την τάξη. Η επιστήμη έδωσε την επισημότητα, έθεσε τα στενά όρια του νόμου. Μάλιστα η πίστη στη μαγεία τον πρώτο καιρό ήταν τόσο δυνατή, ώστε τα θύματα μαγείας κατέφευγαν στα δικαστήρια για να βρουν το δίκιο τους. Η έννοια της δικαιοσύνης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πήρε σχήμα. Οι άνθρωποι χρειάζονταν πια έναν μεσολαβητή του κράτους, που γνώριζε το νόμο, τον είχε σπουδάσει και μελετήσει, ήταν η αυθεντία του δικαίου. Οι διακρίσεις και οι αποκλεισμοί που η ίδια η εξουσία γέννησε ήρθαν να καλυφθούν από τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που εφαρμόζονται και έχουν ισχύ μόνο στα πλαίσια ενός κράτους. Η έννοια της δικαιοσύνης έγινε πολιτική. Για παράδειγμα, το «δικαίωμα» της σχολικής μόρφωσης που επέβαλε ο δυτικός τρόπος θέασης του κόσμου είναι παρωδία και επιβολή, όχι μόνο στα δυτικά κράτη από τα οποία προήλθε, αλλά και σε αφρικανικά κράτη για παράδειγμα, όπου κυρίως διδάσκεται ο «εκπολιτισμός» της αγγλικής, της γερμανικής ή της γαλλικής αποικιοκρατίας.
Στη νεοελληνική λαϊκή παράδοση, όπως είναι γνωστό, ποτέ δεν εξέλειψαν οι μαγικές αντιλήψεις, ακόμη και σε κάποιους ιερείς, οι οποίοι διέθεταν την απλότητα των αγράμματων ανθρώπων (η λέξη αγράμματος εδώ σημαίνει απλώς αυτόν που δεν ξέρει γραφή και ανάγνωση, δεν χρησιμοποιείται υποτιμητικά). Για τους ανθρώπους της λαϊκής παράδοσης εξάλλου δεν υπήρχε διαχωρισμός μαγείας και θρησκείας. Η φαντασία τους, απελευθερωμένη από τα ασφυκτικά λογικά όρια της επιστήμης, έφτιαχνε εκπληκτικές ιστορίες με φαντάσματα και μάγισσες, με γητείες, μαγεμένα ρούχα και αντικείμενα και αποδεχόταν την τελετουργία του ξεματιάσματος. Τέτοιες αντιλήψεις γέννησαν τα έργα του Θεόφιλου και του Παπαδιαμάντη, που σήμερα ως επί το πλείστον αντιμετωπίζονται μουσειακά και φιλολογικά, δηλαδή σα μούμιες και όχι ως ζωντανές εικόνες. Στην πλειοψηφία τους όμως αυτές οι λαϊκές παραδόσεις από όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη της γης είχαν ως βασικό χαρακτηριστικό την προφορικότητα, είχαν κυρίως τη μορφή παραμυθιών και μεταδίδονταν από γενιά σε γενιά και από τόπο σε τόπο σε παραλλαγές. Όταν αυτές καταγράφηκαν, απέκτησαν επιστημονικό χαρακτήρα και χρησιμοποιήθηκαν ως κριτήρια εθνικής ταυτότητας από τα κράτη. Τότε οι ελεύθερες παραλλαγές των λαϊκών ιστοριών κατηγοριοποιήθηκαν, εντάχθηκαν σε έναν αποδεκτό κανόνα. Και όταν οι κρατικοί φορείς και οι λαογράφοι σταμάτησαν να καταγράφουν και άρχισαν να παρατηρούν, διαπίστωσαν ότι αυτές οι λαϊκές συνήθειες ήταν ενοποιητικά στοιχεία για τις κοινότητες. Έτσι, εφηύραν παραδόσεις και τις επισημοποίησαν σε εθνικές γιορτές, ώστε να κρατήσουν τα έθνη τους ενωμένα κάτω από έναν κοινό εθνικό μύθο.
Για την άσκηση της εξουσίας στάθηκε εξίσου χρήσιμη η εκκλησία και η επιστήμη, η κάθε μία από τη δική της θέση. Αντίθετα, οι ελεύθερες μάγισσες, που ήξεραν τα φάρμακα της φύσης και εξέφραζαν κάτι που δεν μπορεί να ελεγχθεί, σώζοντας την παλιά γνώση του κόσμου, ό,τι είχε απομείνει από την παλιά ελεύθερη κουλτούρα των μικρών κοινοτήτων, δεν είχαν θέση στο καινούριο παιγνίδι κυριαρχίας. Ο χριστιανισμός ιδιαίτερα έκανε δεισιδαιμονία κάθε παλιά γνώση και σοφία και η επιστήμη συνέχισε το θεάρεστο αυτό έργο.
Όπως δείχνουν τα πράγματα, πριν την καθιέρωση της επιστήμης ως φορέα της μόνης αλήθειας, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να διαχωρίσουν τη λογική από τη φαντασία, δεν υπερτιμούσαν τη μια εις βάρος της άλλης, δεν έμπαιναν στο δίλημμα να διαλέξουν τη μία από τις δύο και να τις εφαρμόσουν ως στεγανή, «καθαρή» επιλογή. Για παράδειγμα στην αρχαιότητα συσχέτιζαν τη μαγική με τη ρητορική ικανότητα, με την έννοια ότι πέρα από τη λογική αποτελεσματικότητα των επιχειρημάτων υπήρχαν τα συνοδευτικά στοιχεία του λόγου, όπως ο τόνος της φωνής και η ψυχολογική επιβολή, που μαγεύουν το ακροατήριο. Άλλωστε ακόμη και ο δυσκοίλιος της σκέψης Καντ θα παρατηρήσει αιώνες μετά τους πρώτους ρήτορες ότι πρώτα μεταδίδεται το συναίσθημα και μετά η διάνοια. Η τεχνολογία και η λογική οδηγεί σταδιακά σε τόσο τεχνητό περιβάλλον τον άνθρωπο, ώστε η φύση να του φέρνει αμηχανία, να τη φοβάται και να την αποφεύγει, να προσπαθεί να την βάλει σε ένα «κουτάκι», ώστε να τη χωρέσει στα μέτρα του.
Λογική και τρέλα
Οι ρωμαίοι και οι βυζαντινοί, μετά από αυτούς, πίστευαν ότι η ψυχική νόσος ή διανοητική διαταραχή μπορούσε να προκληθεί με την χρήση μαγικών μέσων, συμπεριλαμβανομένης και της χορήγησης φαρμάκων. Για αυτό και τα νομικά κείμενα τιμωρούσαν σχετικές πράξεις. Αρχικά χρησιμοποιούνταν ο όρος «μαινόμενος» στο ρωμαϊκό δίκαιο, που αντικαταστάθηκε από τον όρο «δαιμονιζόμενος». Οι «δαιμονιζόμενοι» απασχόλησαν σοβαρά τόσο το κανονικό (εκκλησιαστικοί κανόνες), όσο και το πολιτειακό δίκαιο. Στο πρώτο ανέκυψε από νωρίς το ζήτημα πώς αντιμετωπίζονται οι πιστοί, που είναι «δαιμονιζόμενοι» μέσα στην εκκλησία. Με τον αποστολικό κανόνα 79 αποκλείστηκαν από την χειροτονία και από τη συμμετοχή στην εκκλησιαστική κοινότητα, γιατί θεωρούνταν ακάθαρτοι. Αιτία των ψυχικών τους ασθενειών θεωρούνταν οι αμαρτίες τους, που εγκαθιστούσαν μέσα τους το δαίμονα. Αυτή η διαδικασία συχνά προέκυπτε με τη συνδρομή μάγων. Για αυτό και πραγματοποιούνταν οι εξορκισμοί.
Μία ελάχιστα γνωστή πτυχή της επίσημης χριστιανικής θρησκείας ήταν και οι λεγόμενοι «σαλοί», αυτοί δηλαδή που δήλωναν ότι τρελάθηκαν για χάρη του Χριστού, οι οποίοι βρίσκονταν συχνά πέρα από τα όρια του κοινωνικώς και θρησκευτικώς ανεκτού. Εκδήλωναν αντισυμβατικές συμπεριφορές: απότομες ψυχικές μεταπτώσεις μεταξύ εριστικής συμπεριφοράς και αδικαιολόγητης ευθυμίας, δεν ανέχονταν τα ενδύματα, περιφρονούσαν τους κανόνες υγιεινής και ευπρέπειας, περιπλανούνταν άσκοπα και οι σύγχρονοί τους τούς θεωρούσαν δαιμονισμένους. Ήταν κοινωνικά απόβλητοι και αυτό ήταν αρκετό, όπως οι ίδιοι πίστευαν, για να τους εξασφαλίσει την αιώνια ζωή, τους αγιοποιούσε. Επομένως, μέσα σε κάθε «σαλό» υπήρχε εν δυνάμει ένας άγιος, γεγονός που είχε τον κίνδυνο μιας ανατροπής, που κλόνιζε τις βεβαιότητες των κοινωνικών συμβάσεων, τονίζοντας την απατηλότητα των φαινομένων.[17] Η επίσημη εκκλησία και το κράτος είχαν, όπως προαναφέρθηκε, προχωρήσει σε μια σειρά διατάξεις που όχι απλώς απαγόρευαν, αλλά και θανάτωναν τους ασκούντες τη μαγεία. Ωστόσο, η τεράστια έκταση των αυτοκρατοριών καθιστούσε δύσκολο να φτάσουν αυτές σε όλα τα απομακρυσμένα μέρη. Άλλωστε, μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν ήταν σε θέση να τις καταλάβει. Για αυτό και έγινε μία απλοποίηση: όποια θαύματα έκαναν οι εκκλησιαστικοί ιερείς ήταν καλά, όποια έκαναν όλοι οι υπόλοιποι ήταν μαγεία, άρα καταδικαστέα. Οι «σαλοί» λοιπόν ήταν πολύ δύσκολο να ενταχθούν και περιέπλεκαν πάλι αυτά τα απλοϊκά όρια.
Ο πόλεμος του λόγου
1Το κράτος, όταν πολεμά τις έννοιες και τις καταστάσεις χωρίς αποτέλεσμα, επιδιώκει να κρατάει τα ονόματα και τα νοηματοδοτεί διαφορετικά. Το ίδιο προσπαθεί να κάνει για την αναρχία, τους αντικρατικούς αγώνες, το ίδιο κάνει για κάθε προσπάθεια συνολικής απελευθερωτικής δράσης. Αναρχία δε σημαίνει «άνευ αρχών», αλλά άνευ αρχής, άνευ εξουσίας. Απελευθέρωση του ανθρώπου από την υποδούλωση στον κατακερματισμό και τον πολιτισμό, όπου όλα εξετάζονται και πιστοποιούνται διαρκώς, περνούν τεστ, βαθμολογούνται, αξιολογούνται και επαναξιολογούνται κάθε στιγμή από την εξουσία. Και ο πολιτισμός είναι αυτός που θα θέσει τα κριτήρια. Όμως η ζωή δεν αξιολογείται, είναι καθολικά ελεύθερη, αλλιώς γίνεται παρωδία ζωής. Μέσα απ’ τον πολιτισμό προέκυψε η τέχνη της πολιτικής, δηλαδή της εξαπάτησης, της συνέχισης του πολέμου με άλλα μέσα. Η χρησιμοποίηση της γλώσσας από τους κυρίαρχους είναι ένα από τα κλειδιά για την κατασκευή υπηκόων. Το ψέμα αποδεικνύεται συχνά ισχυρότερο από το σπαθί. δίχως λέξεις πώς είναι δυνατό να γίνουν οι τελετές της εξαπάτησης; «Τα όρια του κόσμου μου όσο το πλήθος των λέξεων που γνωρίζω»… αλλά και «το νόημα αυτού του κόσμου πρέπει να είναι έξω από τα όριά του». Ο Wittkenstein μιλούσε για το γοητευτικό άρρητο, αυτό που ενυπάρχει σε ένα βλέμμα αγάπης, στον ήχο του ποταμού, σε ένα ακατανόητο μουρμουρητό.
Η γραφή έκανε το λόγο πιο ρητό από τις προφορικές λέξεις. Έτσι, ο λόγος απέκτησε σταθερότητα, επισημότητα και κανόνες, αποδεσμεύτηκε από την άμεση επαφή, τα νοήματα, τα βλέμματα, τις εκφράσεις του προσώπου. Την πρώτη γραφή την είχε οικειοποιηθεί αποκλειστικά για τους σκοπούς της η εξουσία. Άλλωστε, οι πρώτοι αιγύπτιοι αλλά και οι Κρήτες και οι Μυκηναίοι γραφείς –που κάτεχαν εικονιστικές και συλλαβικές γραφές– είχαν ιερατικό αξίωμα, ήταν αυλικοί και αποκλειστικοί γνώστες της (στο βαθμό που αποκρυπτογραφήθηκε έδειχνε ότι χρησιμοποιούνταν για διοικητικούς και εμπορικούς σκοπούς). Γι’ αυτό και όταν εξέλειψαν και οι ίδιοι οι γραφείς, την πήραν μαζί τους. Ξαναεμφανίστηκε αιώνες μετά (στη λεγόμενη γεωμετρική εποχή), ακολουθώντας περισσότερο τους ήχους του προφορικού λόγου. έτσι πέρασε από το συλλαβικό στάδιο (κάθε σύμβολο μια συλλαβή) στο φωνητικό (κάθε σύμβολο ένα γράμμα, που αντιστοιχούσαν σε φωνήεντα και σύμφωνα). Αυτό της εξασφάλισε διάρκεια, γιατί απλοποιήθηκε και μπορούσε να γράφεται από περισσότερους και όχι μόνο από μία ομάδα ειδικών. Διέσωζε στη μνήμη γνώσεις, αλλά και τις τυποποίησε. Άλλωστε, πάλι δεν είχε καθημερινή αξία. Οι ιστορίες διαδίδονταν ακόμη ως προφορικές αφηγήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι ούτε οι φιλόσοφοι έγραφαν οι ίδιοι τις σκέψεις τους. Οι σχολές τους ήταν χώροι συζήτησης. Οι δούλοι μόνο έκαναν μεγαλόφωνα αναγνώσεις, ώστε να τις ακούν οι παραβρισκόμενοι και κατόπιν κατέγραφαν τη συζήτηση. Ο πρώτος που κατέγραψε ο ίδιος συστηματικά τις γνώσεις και τις θέσεις του και διέθετε προσωπική βιβλιοθήκη ήταν ο Αριστοτέλης και λοιδορήθηκε γι’ αυτή του την παράξενη συνήθεια. Δε φαίνεται να ακολούθησαν πολλοί το παράδειγμά του σε εκείνα τα χρόνια.
Η μαγεία συνδέεται κατεξοχήν με το μυστηριακό. Το βασικό χαρακτηριστικό που έχουν τα μαγικά ξόρκια κάθε είδους (τόσο στις δυτικές λαϊκές παραδόσεις, όσο και στις ανατολικές και τις αφρικάνικες, ινδιάνικες και αυτές των Αβορίγινων) είναι ότι τα λόγια τους είναι ρευστά, αλληλοσυμπληρούμενα, ασύντακτα και ακατανόητα, είναι σα μουρμουρητό, τόσο για αυτούς που τα αποστηθίζουν όσο και για αυτούς που τα λένε. Κατά την άποψη του Frazer[18], ο «πρωτόγονος» συγχέει τα ονόματα με τα πράγματα, αφού θεωρεί ότι το όνομα είναι ζωτικό στοιχείο των όντων και των ανθρώπων. Επειδή ο μάγος, λοιπόν, κατέχει τα ονόματα (των δαιμόνων, των όντων και των πραγμάτων), διαθέτει και τη δύναμη. Για τον Malinowski, οι Τροβριανδοί που μελέτησε (Coral Gardens and their magic, 1935) έκαναν διάκριση ανάμεσα στην καθημερινή ομιλία και τη μαγική γλώσσα. Θεωρούσε ότι η μαγική γλώσσα είναι εγγενώς ξεχωριστή ή ειδική, ανθρώπινο δημιούργημα και κοινωνικό φαινόμενο και ταυτόχρονα αρχέγονο και ισχυρό όπλο. Είναι ακατάληπτη ή δυσνόητη, που μπορεί να αποκτήσει σημασία και για αυτό δύναμη μέσα στα πλαίσια της μαγικής πράξης. Επομένως, η μαγική γλώσσα διαθέτει ξεχωριστή σημασία.
Οι μεσαιωνικοί αντιγραφείς έκαναν ένα καλό «κοσκίνισμα» της γνώσης και κράτησαν ό,τι πιο ανώδυνο για την εξουσία που υπηρέτησαν με μοναστηριακή πίστη. Έγινε κάτι σα συνωμοσία και μυστήριο. Η μεταγραφή των λέξεων διατηρήθηκε αποσπασματικά και καταστράφηκε ή αλλοιώθηκε επιλεκτικά. Οι μεσαιωνικοί αντιγραφείς ήταν σαν τους Κρήτες και Α ιγυπτίους γραφείς, καθώς στην εποχή τους υπήρχε μεγάλο ποσοστό αναλφαβητισμού. Ήταν αυτοί οι εκλεκτοί των λέξεων, άρα και της γνώσης. Με την εφεύρεση της τυπογραφίας η γραφή απέκτησε άλλες βάσεις, που έφερε τη μαζική και γρήγορη διάδοση του λόγου, αλλά και ένα νέο όπλο στα χέρια του κράτους, τη γραφειοκρατία, που με τη σειρά της εξελίχθηκε στον καιρό της ροής της ψηφιακής διάδοσης σε απεριόριστη ροή πληροφορίας. Έτσι ήρθε και ένας άλλος τρόπος θέασης του κόσμου, που έθεσε σε ψηλό θρόνο την αποδεικτική αξία του εγγράφου. Η γνώση επικυρωνόταν πια από ειδικούς με έγγραφους τίτλους σπουδών και ακαδημαϊκή καριέρα και έθεσε ως νόμο τη βιβλιογραφική παραπομπή (που βρήκες αυτό που λες; Το έχει πει κάποιος ήδη αναγνωρισμένος από άλλους αναγνωρισμένους;). Η γνώση συσσωρεύτηκε, απέκτησε ακαδημαϊκές βούλες εγκυρότητας, έγινε συστηματική και συστημική, έγινε αναλυτική και σύνθετη. Και βέβαια ο λόγος έγινε μονόλογος.
Παραμύθια μέσα απ’ τη φωτιά
kapΈχει καθιερωθεί η αντίληψη ότι οι παλιές θρησκείες και οι μυθολογίες, που τις συνόδευαν, ήταν όλες ένα απατηλό ψέμα, που η επιστήμη και η λογική γκρέμισαν, αποκαλύπτοντας την αλήθεια. Ο λόγος του μύθου ταυτίστηκε με το ψέμα, μπροστά στο λόγο της Λογικής. Σε αυτό συνετέλεσαν εθνολόγοι (Sir James Frazer, E.B. Tylor) και κοινωνιολόγοι (E. Durkheim). Τελικά, όμως, η λογική και η επιστήμη έφεραν τα δικά τους ψέματα, που δεν έχουν ίχνος φαντασίας και ευρηματικότητας ούτε είναι αλληγορικές ιστορίες, όπως τα λαϊκά παραμύθια, οι μύθοι και οι θρύλοι. Απορρίπτοντας τις παλιές λατρείες, ο άνθρωπος περιφρόνησε και τα παραμύθια τους, πλούσια σε αναφορές στην ανθρώπινη αλλά και ζωική φύση, που εξίσωναν όλα τα πλάσματα ως μέρος ενός κόσμου. Οι εξουσιαστικοί μύθοι είναι ως επί το πλείστον ηθικολογικοί, αποκομμένοι από τον άνθρωπο και τη φύση. Θέλουν να διδάξουν ότι το καλό παιδί είναι αυτό που θα γίνει και καλός πολίτης. Έχουν να κάνουν με την επιστημονική πανάκεια, την αποδοχή του κέρδους και την καθιέρωση του ατομικισμού ως ρεαλισμό (οι υπόλοιποι είναι τρελοί, ονειροπόλοι, που αργά ή γρήγορα θα βάλουν μυαλό ή θα αποκοπούν οριστικά από την «κοινωνία»). Άλλωστε, η επιστήμη, αποστασιοποιούμενη από τη μαγεία, υπερασπίστηκε την επίσημη χριστιανική πίστη. Όσο αμερόληπτη κι αν παρουσιάστηκε, έκρινε υπό το πρίσμα της δυτικής θέασης του χριστιανικού θεού πολιτισμούς τελείως διαφορετικούς. Τους έθεσε έτσι στη λογική της προόδου: οι μαγικές θρησκείες και πρακτικές ήταν οι πρωτόγονες· οι χριστιανικές θρησκείες με τα παρακλάδια τους μπορούσαν να ενσωματωθούν στην αντίληψη της τεχνολογικής και επιστημονικής ανάπτυξης, άρα ήταν εξελιγμένες.19
Μια ανθρώπινη κίνηση μπορεί να εξελιχθεί σε ιεροτελεστία, τελετουργικό και να τυποποιηθεί ως θρησκευτική πρακτική μύησης. Για παράδειγμα, ο πρώτος άνθρωπος που είχε την ιδέα να ζωγραφίσει το σώμα του το έκανε πιθανόν γιατί έτσι του άρεσε. Το ότι χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει κατόπιν κάτι (εξουσία, κοινωνική θέση, ενηλικίωση κλπ.) δε σημαίνει ότι αυτό ήταν πάντοτε έτσι. Και εκεί βρίσκεται η συμβολή της θρησκείας στη διατήρηση της εξουσίας. Η επανάληψη και η καθιέρωση μιας συνήθειας, που αρχικά ήταν μια αυθόρμητη και λειτουργική πράξη, δημιούργησε την αίσθηση του νόμου από πολύ νωρίς, από τα πρώτα χνάρια του πολιτισμού. Αυτό δεν καταδικάζει τις ίδιες τις πράξεις, αλλά τα αίτια που τις γέννησαν. Με όλα τα παραπάνω για τη μαγεία και τη θέση της στις ανθρώπινες κοινωνίες δε θέλουμε να διακηρύξουμε μια συνηγορία της μαγείας. Αλλά θέλουμε να δείξουμε ότι η λογική έχει υπερτιμηθεί και χρησιμοποιήθηκε ως άλλοθι, για να επιβάλλει το κράτος τη βούλησή του στη φύση και στους άλλους ανθρώπους, καταπιέζοντας τις πιο απολίτιστες και αληθινές πλευρές του ανθρώπου στο σκοτάδι. Το κράτος εκπαιδεύει τον άνθρωπο να συνηθίζει στην καταπίεση, να αντιδρά και να στρέφεται ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό. Φτάνει σε απίστευτα σημεία αφύσικης παραμόρφωσης· γίνεται ο άνθρωπος που δε γερνά, δεν κουράζεται, ζει περισσότερο, με διάφορες τεχνητές αποφύσεις, δημιουργεί εργαστηριακά την ίδια τη ζωή. Έκανε ακόμη και τη φαντασία του επιστημονική και αποφάσισε να την πραγματοποιήσει. Η λογική είναι προφανώς ένα κομμάτι της ανθρώπινης αντίληψης. Όμως, η «Καθαρή λογική» έγινε ο κυρίαρχος κριτής των πάντων, που με το αχόρταγο εγώ της δε σταματά να κρίνει και να ελέγχει, κατασκευάζοντας πλέον την πραγματικότητά της.
Η ψυχανάλυση από τον 19ο αιώνα, η φιλοσοφία ήδη από τον 17ο αλλά και ο χριστιανισμός στα θρησκευτικά ζητήματα νωρίτερα, άνοιξαν το δρόμο για τον μοναδικό, αυτόν που αυτοαναλύεται, που επιβάλει τον εσωτερικό λόγο (έναν ατέλειωτο μονόλογο για την ακρίβεια, άλλοτε με τη μορφή προσευχής, άλλοτε με επιστημονικές θεωρίες). Αυτός ο ένας δεν θέλει φίλους, αρκεί η ψυχανάλυση για να της εμπιστευτεί τα πιο μύχια μυστικά, τις επιθυμίες, τους φόβους του, βασίζεται μόνο στον εαυτό του για να βρει τη γνώση και μόνο στην ατομική του ευημερία αποβλέπει. Η κοινωνικοποίηση ήδη μπαίνει σε άλλες βάσεις και υποδέχεται μερικούς αιώνες αργότερα την χαρά της ανώδυνης (και ταυτόχρονα άοσμης, άχρωμης, άγευστης, χωρίς αγγίγματα) επικοινωνίας της τεχνολογίας. Πριν, η αφήγηση των ιστοριών είχε μεγαλύτερη συλλογικότητα. Υπήρχε κοινή μνήμη, παράδοση του μύθου, του παραμυθιού. Το παραμύθι δεν απαιτούσε την πραγματικότητα, αλλά φαντασία και ζωντανό λόγο. Η λαϊκή αφήγηση ομαδοποίησε τις ιστορίες με το πέρασμα του λόγου, που καθώς δεν ήταν ένα γραπτό κείμενο, μεταβαλλόταν και εμπλουτιζόταν, ήταν ρευστός και προσαρμοζόταν από γενιά σε γενιά. Η γραπτή μορφή έδωσε στο λόγο σαφές σχήμα και όρια, τον παγίωσε, τον καθ-ιέρωσε. Τον έδωσε έτοιμο, σε μια τελική μορφή, στη σιωπηλή ανάγνωση και την ατομική φαντασία. Πριν, μορφοποιούνταν από την ακοή, που χρειάζεται ακόμη μεγαλύτερη τέχνη από την όραση. Γρήγορα περάσαμε στην πιο κωδικοποιημένη γραφή του γρήγορου διαδικτύου, αλλά και στην επιβολή της έτοιμης εικόνας, που με τα εφέ της επιβάλλει την φαντασία του ενός ή των ελαχίστων. Το άτομο αποζητά μόνο τον εγωιστικό εαυτό του.
Ένα ακόμη επιχείρημα του ορθολογισμού είναι ο φόβος του φασισμού και του ναζισμού του 20ου αιώνα, που θεμελιώθηκε πάνω σε μεταφυσικές θεωρίες για τον ιδεατό άνθρωπο. Φιλόσοφοι όπως ο Φίχτε και ο Χέγκελ, που θεωρούσαν τον άνθρωπο ως ένα εγώ που κρίνει τον κόσμο αφ’ υψηλού, ενέπνευσαν τους «οραματιστές» του ναζισμού, ο οποίος φαινόταν να παρορμείται από το μη λογικό, δηλαδή το συναισθηματικό κομμάτι του ανθρώπου. Όταν, όμως, κάποιος οργανώνει στρατηγικά ένα πολιτικό σύστημα εξουσίας, όπου και να το βασίζει, είτε στη λογική είτε στο παράλογο, για μας είναι αδιάφορο. Παραμένουμε εχθροί κάθε εξουσίας ασχέτως με το πως αυτή θεμελιώνει τα εργαλεία επιβολής της. Ένα σύστημα διακυβέρνησης στοχεύει απλά σε μία μορφή κυριαρχίας, οπότε αυτό τίθεται για μας στη σφαίρα άλλης συζήτησης. Είτε φασιστικό, είτε δημοκρατικό, το κράτος είναι πάντοτε ένας πολέμιος της ελευθερίας των ανθρώπων και της προοπτικής των αναρχικών κοινοτήτων, οι οποίες δε στηρίζονται στην υπεράσπιση της ατομικότητας και της ιδιοκτησίας της, αλλά στην από κοινού συναίνεση ελεύθερων ανθρώπων.
Οι αιώνες της λογικής καταδίκασαν ως δεισιδαιμονίες τις μυθολογικές παραδόσεις και τις φίλτραραν στο μικροσκόπιο της επιστήμης. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το θέατρο και ο κινηματογράφος είναι σα συνέχεια της αφήγησης με άλλα μέσα, όμως όχι μόνο δε δημιουργήθηκαν αυθόρμητα, αλλά γεννήθηκαν από το ίδιο το κράτος.[20] Το οικονομικό αντίτιμο και συχνά η συνθετότητά τους τα καθιστά απόμακρα, δράσεις που δεν απευθύνονται σε όλους αλλά στους ειδικούς της εικόνας και της κουλτούρας, στους προικισμένους καλλιτέχνες, που μάλιστα διαθέτουν τα κατάλληλα μέσα. Οι άλλοι μπορούν να βολευτούν με τηλεοπτικά, εύπεπτα, δεύτερης διαλογής παραμυθάκια. Τα κόμικς και η μυθοπλασία της λογοτεχνίας μπορούν να δώσουν μια αίσθηση του μύθου, αλλά όσο περνάνε τα χρόνια, εξαρτώνται όλο και περισσότερο από την εμπορευματοποίηση.
Από τη στιγμή που οι άνθρωποι άφησαν πίσω τους τη μαγεία του μύθου, άρχισαν τα ψέματα, γιατί η αλήθεια έγινε πολύ περίπλοκη και ανυπόφορη. Η λογική έγινε αντίπαλος της αλήθειας και όχι ο μύθος. Ο μύθος είναι ένας λόγος κι αυτός. Οι μύθοι και τα παραμύθια συνδέονται με την κοινότητα, τη συμμετοχή στο κοινό. Είναι μία κοινή αφήγηση. Ένας αφηγητής, συνήθως ο μεγαλύτερος σε ηλικία, αυτοσχεδιάζει και οι υπόλοιποι ακούν, αφήνοντας στην ακοή τον πρώτο λόγο στους δρόμους της φαντασίας. Άλλωστε, η ακοή και η αφή είναι οι πρώτες αισθήσεις που έχουμε ολοκληρωμένες, όταν γεννιόμαστε· η όραση ολοκληρώνεται αρκετούς μήνες μετά τη γέννηση. Η ακοή φιλτράρει τον κόσμο διαφορετικά από ό,τι η όραση, φτιάχνει δικές της εσωτερικές εικόνες.
Στις σάρισες, τα βέλη, τα ακόντια το θανατηφόρο μέρος δεν ήταν όλο το στέλεχος, αλλά η αιχμή τους. Έτσι, την ανθρωπότητα δεν τη σκοτώνει συνολικά μια αφηρημένη μόλυνση του πολιτισμού. Η αιχμή του δόρατος είναι οι ανθρώπινες σχέσεις και οι σχέσεις του ανθρώπου με τον φυσικό κόσμο, που πεθαίνουν. Ο καθένας νιώθει ασφαλής στο μικρόκοσμό του, που μπορεί να γκρεμιστεί σε λίγα λεπτά και να τον πάρει μαζί του. Λαοί, όπως οι ινδιάνοι, οι ινουίτ, οι βουσμάνοι, οι παπούα κλπ., δεν αποδεκατίστηκαν επειδή καταστράφηκε μόνο το φυσικό τους περιβάλλον, πρώτα συντελέστηκε η αλλοτρίωσή τους από το περιβάλλον, έγιναν δεκτικοί στην αποξένωση. Μόλυνση από τον πολιτισμό σημαίνει πρώτα-πρώτα απομόνωση από τις αληθινές ανθρώπινες σχέσεις.
Η αλήθεια του μύθου
maggisesΌλοι οι μύθοι δεν είναι ίδιοι. Υπάρχουν μύθοι που προσπαθούν να ερμηνεύσουν τον κόσμο (π.χ. αρχαία ελληνική μυθολογία, προσωκρατικοί φιλόσοφοι, ινδιάνικοι, αφρικάνικοι και κέλτικοι μύθοι που μιλούν για τη δημιουργία του κόσμου κλπ.). Συνήθως δεν έχουν ηθικά διδάγματα και δεν προσπαθούν να επιβάλλουν μία αλήθεια, είναι διασκεδαστικοί και δίνουν σημασία στην πλοκή της ιστορίας. Ουσιαστικά αποτέλεσαν ένα σώμα σκέψης-αντίληψης του περιβάλλοντα κόσμου. Υπάρχουν όμως και μύθοι που επεδίωξαν να δώσουν έρεισμα στην κυριαρχία και στην υποδούλωση ανθρώπου από άνθρωπο. Προκάλεσαν φόβους, που επιβεβαίωναν ότι η εξουσία που τους γέννησε θα κρατήσει όσο γίνεται περισσότερο. Και δημιούργησαν την ψευδαίσθηση ότι αυτοί οι μύθοι ξέρουν ποια είναι η αλήθεια και ποιο το σωστό. Πολλούς τέτοιους μύθους, που τους ενέταξε σε ένα ευρύτερο σώμα ηθικολογίας, τιμωρίας, αμαρτίας, φόβου και απειλής, δημιούργησε η χριστιανική και η εβραϊκή θρησκεία. Συνδύασε μυθολογίες παλαιότερων παραδόσεων, που φρόντισε στη συνέχεια να καταδικάσει και έπειτα έχτισε γύρω τους το προστατευτικό τείχος της εκκλησιαστικής τελετουργίας, που καθιέρωσε τον παραλογισμό, ως αυταπόδεικτη πραγματικότητα. Έτσι, έφτιαξε τους δικούς της νόμους, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία ξεκινούσαν με μεγάλες αρνήσεις (ου κλέψεις κλπ., αλλά και αποχή από το κρέας, το φαγητό, την σωματική επαφή, την τρυφερότητα, την ίδια την ανθρώπινη συντροφιά -μοναχισμός κλπ.).
Αυτό έχει να κάνει και με την ουσία του θεϊκού, που απασχόλησε χιλιάδες θεολόγους και φιλοσόφους. Από τι είναι φτιαγμένοι συνήθως οι θεοί; Από αθανασία, αιωνιότητα, παντοδυναμία, δεν έχουν όρια, είναι μέσα στον κόσμο αλλά και πάνω από αυτόν, είναι μια υπέρτατη αξία, πάνω από την ύλη και τη ζωικότητα, καθαρό πνεύμα. Οι πρώτοι θεοί γεννήθηκαν από το θάνατο, από τους πρώτους νεκρούς, που έχασαν την υλική τους υπόσταση και έγιναν αναμνήσεις (ανθρώπων, ζώων, φυτών). Έπειτα ακολούθησε η ιεράρχηση των πνευμάτων, κάποια αυτονομήθηκαν και κάποια παρέμειναν εξαρτημένα από ένα σώμα. Όσο η εξουσία έπαιρνε σχήμα, αποκτούσε κώδικες και η λατρεία του θεού, μέχρι που αυτός εξαϋλώθηκε πλήρως, μπήκε απέναντι στο υλικό και το σωματικό και έγινε πολέμιός τους. Για αυτό κάποιοι έκριναν αρκετό να αποκηρύξουν το θεό ως μύθο και να στραφούν αποκλειστικά στον υλισμό, για να γλιτώσουν όπως πίστευαν και από τις δεισιδαιμονίες του.
Και σε αυτό το σημείο είναι απαραίτητο, όχι μόνο να ορίσουμε την έννοια «μύθος», αλλά και να εντοπίσουμε την αξία του για την ανθρώπινη ζωή και προσωπικότητα. Υπάρχει ο μύθος ως λόγος, η αφήγηση που μοιράζονται από κοινού οι άνθρωποι, τα παραμύθια, που μέσω της ακοής μεταδίδουν την άμεση επαφή μέσω του προφορικού λόγου. Υπάρχει και ο μύθος ως ψέμα, η εσκεμμένη παραποίηση και τυποποίηση μιας ιδέας, μιας σκέψης, με σκοπό να διατηρείται μια παγιωμένη κατάσταση κυριαρχίας, που καθοδηγεί και υποθάλπει σφετερισμούς εξουσίας, που προκαλεί φόβο σε όσους παραβαίνουν τους κανόνες που θέτει και επιβραβεύει τους καλούς και υπάκουους (π.χ. ηθικολογικά παραμύθια, χριστιανικές παραβολές, κινηματογραφικά παραμύθια, πολιτικά παραμύθια με αψεγάδιαστους ήρωες).
Ο μύθος έχει μία ιδιαίτερη σημασία για την ανθρώπινη προσωπικότητα, γι’ αυτό που ονομάζεται ύπαρξη. Η κατάχρηση της λογικής και η εφεύρεση του ορθολογισμού υπερτίμησε την αξία της λογικής, της ανθρώπινης αυτής ιδιότητας σε βάρος άλλων εξ ίσου πολύτιμων ιδιοτήτων, που υποτιμήθηκαν ή και κατακρίθηκαν ως μη σχετικές με την πραγματικότητα. Τέτοιες είναι η φαντασία, το συναίσθημα, η διαίσθηση και κυρίως ιδιότητές μας που συνδέονται με τον άρρητο εαυτό μας. Και μάλιστα όλα τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά αποκόπηκαν, μοιράστηκαν σε κομμάτια, ανάλογα με την χρησιμότητά τους για την κατακερματισμένη καθημερινότητα. Έτσι, η λογική είναι απαραίτητη για τη δουλειά, την κοινωνική συμπεριφορά και τις συναλλαγές, η φαντασία για κανένα παραμυθάκι στα παιδιά πριν κοιμηθούν, για λίγη λογοτεχνία πριν την νυχτερινή κατάκλιση, η μαγεία για κανένα καλό σενάριο ταινίας ή διαφήμισης, που θα εξαργυρωθεί σε διασημότητα και πλούτο και πάει λέγοντας. Το συναίσθημα και η διαίσθηση εξαντλούνται σε καμιά ταινία, όπου θα γελάσουμε ή θα κλάψουμε ή για να μετρήσουμε στον συναισθηματικό μας λογαριασμό πόσο μας αγαπούν, πόσο αγαπάμε, πόσο φοβόμαστε ή τι θα κάνουμε για να μη φοβόμαστε. Τα μετράμε όλα μέσα από γλυκερές «ρομαντικές» ιστορίες, από ιστορίες τρόμου ή με βάση τα κριτήρια της ψυχανάλυσης και της ψυχοπαθολογίας. Η διαίσθηση πάλι συνήθως σχετίζεται με κάτι μυστήριους τύπους, που «βλέπουν» μέσα μας και προβλέπουν το μέλλον με τραπουλόχαρτα, ζώδια, διάφορους αριθμούς κλπ.
Κι όμως, όλες αυτές οι ιδιότητές μας δεν είναι τόσο γελοίες, όσο θέλουν να τις παρουσιάζουν τα κυριαρχικά-επιστημονικά μοντέλα, που βάζουν τον άνθρωπο σε ένα χειρουργικό τραπέζι και με ακρίβεια ανατόμου στέκονται από πάνω του σα να στέκονται πάνω από ένα πτώμα. Το να διαχωρίζεται ο άνθρωπος σε σώμα (που τα μέλη του διαχωρίζονται και εξετάζονται ξεχωριστά), λογική, συναίσθημα, φαντασία κλπ., ανάλογα με το τι χρειάζεται το κράτος, η εξουσία, η κυριαρχία, τον καθιστά αυτόματα εξάρτημα μιας μεγάλης μηχανής, που τον χρησιμοποιεί για να κάνει τη δουλειά της. Αυτή η σύνθλιψη του ανθρώπου μάλιστα θέλει να παρουσιάζεται ως φυσική, αφήνοντας απ’ έξω οποιαδήποτε απόκλιση με την «ρετσινιά» της τρέλας, της παραφροσύνης και του εγκλήματος. Ο νόμος καθορίζει τι είναι φυσιολογικό, εγκρίνει την γνώση, την υγεία, την καταλληλότητα και παρέχει την ασφάλεια ότι αυτός ξέρει και θα μας προστατέψει, ακόμη και από τον κακό μας εαυτό. Οπότε όχι μόνο φαίνεται φυσικό να υπάρχουν νόμοι που καθορίζουν τη συμπεριφορά και επικυρώνουν την ασυδοσία της εξουσίας, αλλά επιβάλλεται να κρατάμε ο καθένας τα κομμάτια της ύπαρξής μας σε κουτάκια, ώστε να είμαστε ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση. Έτσι, θα έρθει η κοινωνική αποδοχή και θα κάνουμε σωστά τη δουλειά μας, αξιοποιώντας τα ταλέντα μας «για το καλό του συνόλου». Από ’κει και πέρα κάθε μύθος παίρνει το δρόμο του και ‘μείς παίζουμε στο θέατρο του παραλόγου σε διάφορους ρόλους (έξυπνος, χαζός, αστείος, λογικός, οικογενειάρχης, αλήτης, νοικοκυρά, επαγγελματίας, ο οποίος μπορεί να είναι και ελεύθερος, αλλά η ελευθερία του τελειώνει εκεί). Οι αντισυμβατικότητες επιτρέπονται μόνο στα πλαίσια της μόδας (κανένα τατουάζ, κανένα πίρσιγκ κλπ.) ή της τέχνης (όπως την επιβάλλουν οι κριτικοί και οι έμπορες της τέχνης).
Ο κόσμος ως εργαλείο
iera-exetasisΗ σημασία της τεχνικής κατασκευής, που απαιτεί κάποιες ιδιαίτερες γνώσεις και επιδεξιότητες, έδωσε στην τεχνολογία μία ευρύτερη έννοια. Τεχνολογία είναι ο,τιδήποτε κατασκευάζει ο άνθρωπος από μία ευρύτερη οπτική. Και δεν το κατασκευάζει μόνο για να ικανοποιήσει υλικές του ανάγκες, αλλά και για να εκφραστεί και να απολαύσει. Δεν έφτιαξε π.χ. μόνο το τσεκούρι, αλλά και τα χρώματα, για να διακοσμήσει το σώμα του και το περιβάλλον του. Υπό αυτό το πρίσμα μπορεί να αναγνωριστεί τεχνολογική εφευρετικότητα και σε κάποια ζώα, εφ’ όσον είναι σε θέση να μετατρέψουν κάτι που βρίσκουν στη φύση ακατέργαστο σε κάτι καινούριο, που αποτελεί δημιούργημά τους (π.χ. τα πουλιά που φτιάχνουν τις φωλιές τους, πιθηκοειδή που κατασκευάζουν εργαλεία κλπ.). Ωστόσο, στην ανθρώπινη δραστηριότητα υπάρχει και μία παράμετρος που έχει ξεπεράσει τα όρια της απλής παρουσίας του στο φυσικό κόσμο. Είναι ο ίδιος κατασκευαστής του κόσμου.
Όταν ο άνθρωπος αντιμετώπισε την φύση εργαλειακά, της προσέδωσε μία αξία κέρδους, μία χρησιμότητα και ωφέλεια και έτσι ένα νέο νόημα. Ο ίδιος ο κόσμος στάθηκε έξω από τον εαυτό του και απέκτησε αξία ως χρηστικό αντικείμενο. Δεν αρκούσε να υπάρχει κάτι, έπρεπε να έχει και μια χρησιμότητα, να είναι ωφέλιμο. Κι αυτό έγινε τόσο για κάθε φυσική ύπαρξη (φυτά, ζώα, ποτάμια, θάλασσες, πετρώματα κλπ.), αλλά και για τον ίδιο τον άνθρωπο, που έφτασε στο σημείο να αγαπήσει πιο πολύ από τον εαυτό του και τους άλλους, πιο πολύ από όλο τον κόσμο που τον περιβάλλει, τα ίδια τα δημιουργήματά του. Υποτάχθηκε στο εργαλείο εθελοντικά, έκανε κάθε σχέση του με τον κόσμο εργαλειακή και τελικά ο ίδιος του ο εαυτός έγινε εργαλείο. Έτσι, η τεχνολογία απέκτησε νέο νόημα. Βρίσκεται στα χέρια λίγων, που έχουν τα εργαλεία, είναι επιστήμονες και αυτοί θα εφεύρουν το καινούριο. Υποτίθεται μάλιστα ότι αυτή η τεχνολογία καλύπτει τις ανάγκες μας. Υπάρχει όμως κάτι που ξεχνάμε· οποιαδήποτε ανάγκη για επιβίωση και απόλαυση έχουμε μπορούμε να την καλύψουμε και χωρίς τη συμβολή της τεχνολογικής επιστήμης.[21]
Πιστέψαμε στ’ αλήθεια κάποια στιγμή στην ιστορία, σαν μια τελειότητα, που οφείλαμε να κατακτήσουμε. Τοποθετήσαμε με απλοϊκότητα παρελθούσες κουλτούρες στο θερμόμετρο της εξέλιξης, σα να ήμασταν εμείς ο πυρετός. Ο Μεσαίωνας υπήρξε, για να φτάσουμε στη Λογική, η προϊστορία υπήρξε, για να φτάσουμε στην ιστορία. Κι όλοι αυτοί που πίστεψαν σε παλιούς θεούς, γίγαντες, τιτάνες, ξωτικά, λάτρεψαν τοτέμ και ανθρωπόμορφους θεανθρώπους θεωρήθηκαν οι αφελείς της ιστορίας, που αντικαταστάθηκαν από τους φωτισμένους αστούς (δηλαδή τους κατοίκους των πόλεων και τον πολιτισμό τους), που κατείχαν τη γνώση και τη δύναμη. Και ενώ ακόμη και σήμερα πεθαίνουν και σκοτώνουν στο όνομα φανατισμένων θρησκειών, από την άλλη οι «έξυπνοι» ζουν, εκμεταλλεύονται και σκοτώνουν στο όνομα του ορθολογισμού και της οικονομικής ανάπτυξης. Δεν υπάρχουν στ’ αλήθεια τέτοια διλήμματα· θεός ή λογική, θρήσκος ή άθεος. Αν ο άνθρωπος αποτελείται από σάρκα και οστά, άλλο τόσο αποτελείται από πνεύμα και ψυχή, που κινούν τις σκέψεις και τα συναισθήματα σε άπειρους συνδυασμούς. Όταν ο μύθος έγινε θεός, που με τη σειρά του έγινε θρησκεία, μπόρεσε να αξιοποιηθεί αποτελεσματικά από την εξουσία.
Στο τρίστρατο της γνώσης
neaniasΗ τεχνολογία κάλυπτε το θρησκευτικό και ιδεολογικό κενό που άφησαν οι θεοί που «τα πάντα ορούν», την επιδίωξη της πανοπτικής εξουσίας. Είναι «πανταχού παρούσα, τα πάντα πληρούσα και τα πάνθ’ ορούσα». Και έγινε όχι μόνο ο μεγάλος αδελφός, αλλά και ο μεγάλος μπαμπάς, η μεγάλη μαμά, ο μεγάλος φίλος, ο μεγάλος γκόμενος κλπ. Υπάρχει όμως και ένα ερώτημα που ελάχιστες φορές τίθεται: Πώς συμβαίνει και η τεχνολογία της αρχαιότητας, ενώ έφτασε σε πολύ υψηλά επίπεδα (π.χ. μηχανισμός των Αντικυθήρων, ατμοκίνητες μηχανές κλπ.), που δείχνουν υψηλές γνώσεις φυσικής, αστρονομίας και μηχανικής, να μην μετεξελιχθεί σε βιομηχανικό στάδιο. Για παράδειγμα ενώ μπορούσαν να κατασκευάσουν γρανάζια με πολύ μεγάλη ακρίβεια, γιατί δεν έφτιαξαν την πρώτη μηχανή παραγωγής, που θα δούλευε για αυτούς και θα τους επέτρεπε μαζική παραγωγή, όπως συνέβη με τη λεγόμενη βιομηχανική επανάσταση; Για αυτά τα ερωτήματα θα μπορούσαν να δοθούν πολλές απαντήσεις:
Μία εξήγηση που θα μπορούσε να δοθεί είναι ότι τότε τη δουλειά της μηχανής την έκαναν δούλοι, οπότε δεν υπήρχε οικονομικός λόγος που θα ωθούσε σε μια τέτοια εξέλιξη. Ωστόσο, και σήμερα που χρησιμοποιούνται ευρέως οι μηχανές, υπάρχουν και οι βιομηχανικοί εργάτες, που ουσιαστικά είναι σύγχρονοι δούλοι. Η αμοιβή τους είναι τόσο χαμηλή, ιδιαίτερα των γυναικών και των παιδιών, ώστε «στοιχίζουν» όσο περίπου και η συντήρηση ενός δούλου στα παλιότερα χρόνια. Αυτή η απάντηση βέβαια -αν και εμπεριέχει κάποια στοιχεία αλήθειας- θα ταίριαζε καλύτερα στους λάτρεις του επιστημονικού σοσιαλισμού και σε άλλες …εύγλωττες ανθούσες του μαρξιστικού κήπου. Μια άλλη ερμηνεία είναι ότι οι τεχνολογικές γνώσεις δεν είχαν εξελιχθεί τόσο, ώστε να φτάσουν στον αυτοματισμό με τη χρήση του ατμού. Αυτό δεν ισχύει, γιατί ήδη υπήρχαν μηχανές αυτοκινούμενες στα αρχαία χρόνια (βλ. μηχανές του Ήρωνα, του Αρχιμήδη κλπ). Εξ άλλου πάλι, θα μπορούσαν να λειτουργούν με μοχλούς, που θα κινούνταν από δούλους, όπως συνέβη με τις πρώτες μηχανές των εργοστασίων, των ατμοκίνητων τραίνων και πλοίων.
Τέλος, είναι συνηθισμένο να υποστηρίζεται ότι οι χριστιανοί και ο φανατισμός τους κατέστρεψαν μεγάλο μέρος της υπάρχουσας γνώσης, διακόπτοντας έτσι την εξελικτική πορεία της τεχνολογίας, ώστε να προκύψει ήδη από τότε μία βιομηχανικού τύπου ανάπτυξη. Αυτό θα μπορούσε να ισχύει εν μέρει. Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία όμως (ιδιαίτερα στα πρώτα της χρόνια) θα μπορούσε να στηρίξει τέτοιες τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς η λογική της ήταν τέτοια που στρεφόταν στο συγκεντρωτισμό -μεγάλη αυτοκρατορία, μεγάλες πόλεις. Σε μία τέτοια συγκεντρωτική εξουσία θα μπορούσε να χρησιμεύσει μία μαζική παραγωγή, που θα την έκανε πιο δυνατή και αήττητη (με τη μαζική παραγωγή όπλων για παράδειγμα). Άλλωστε, τελικά η εκκλησία αποδέχτηκε την επιστήμη, αναγκαζόμενη από τις συνθήκες, όταν η εξουσία στράφηκε σε πιο ορθολογικές μεθόδους.
Για μας η απάντηση είναι περισσότερο σύνθετη και όλα τα παραπάνω αποτελούν απλώς ένα μικρό τμήμα της. Στην εποχή που οι τεχνολογικές εφευρέσεις και γνώσεις αναπτύσσονταν και εξελίσσονταν, η αντίληψη για τον χρόνο και την ευημερία ήταν πολύ διαφορετική. Το πνεύμα και η ενέργεια των ανθρώπων δεν ήταν προσανατολισμένα αποκλειστικά στο κέρδος. Προφανώς η ιδιοκτησία, η εξουσία και το κράτος δεν είχαν αφήσει τους ανθρώπους ανεπηρέαστους. Η διάβρωσή τους από τον πολιτισμό μπορεί να είχε συντελεστεί σε μεγάλο βαθμό, αλλά ακόμη η αίσθηση του μέτρου ήταν διαφορετική. Δεν συνδέονταν με έναν τρόπο ζωής αντίστοιχο με αυτό που έφερε τη βιομηχανική «ανάπτυξη». Ο τρόπος που εξυπηρετούσαν τις βασικές τους ανάγκες, η αίσθηση που είχαν για το τι είναι περιττό ή αναγκαίο και κυρίως αυτό που θεωρούσαν υψίστης σημασίας, δεν ήταν το άμεσο με κάθε κόστος κέρδος. Ήταν η ευημερία και όχι η ταχύτητα. Προφανώς και ήθελαν να διευκολύνουν τη ζωή τους, ιδιαίτερα οι πλούσιοι, αλλά δε θεωρούσαν απαραίτητο ότι αυτό θα έπρεπε να το πετύχουν πάση θυσία. Ακόμη και όταν συμμετείχαν σε κατακτητικούς πολέμους, αυτό γινόταν σε πραγματικό χρόνο με την πραγματική τους παρουσία. Εν ολίγοις δεν είχαν θεοποιήσει τον αυτοματισμό και την ταχύτητα.
Κάτι τέτοιο θα τους ήταν τελείως ξένο, σε μια εποχή που οι ίδιοι απευθύνονταν στη φύση, ακόμη και για να την εκμεταλλευτούν, δεν την υπέτασσαν σα δούλα στις ανάγκες τους. Εξακολουθούσαν να διατηρούν πιο φυσικούς ρυθμούς, όπου το γλέντι και η σκέψη έχαιραν μεγάλης εκτίμησης. Σήμερα κάτι τέτοιο θα θεωρούνταν τεμπελιά. Ο χρόνος λοιπόν δεν ήταν μετρημένος και τεμαχισμένος. Όταν εμφανίστηκε η λεγόμενη βιομηχανική επανάσταση, οι άνθρωποι υπερεκτιμούσαν τις δυνατότητες της μηχανής, ένιωθαν οι προικισμένοι της ιστορίας και είχαν ήδη αρχίσει τα πλούσια κοινωνικά στρώματα να διαχωρίζουν τον χρόνο τους μεταξύ πόλης και διακοπών στην ύπαιθρο, δηλαδή μεταξύ δουλειάς και ξεκούρασης. Ήδη ο χρόνος και η φύση είχε αποκτήσει χρησιμότητα και αναπτύσσονταν στους ρυθμούς του ρολογιού. Τα φυσικά αγαθά έγιναν σιγά-σιγά προϊόντα, πρώτες ύλες και έχασαν την αρχική τους σημασία. Γι’ αυτό και η μαγεία που υποστήριζε μια φυσική ιατρική και μία άλλη επαφή με τη φύση, μπορεί να μην καιγόταν πια στην πυρά από τους Διαφωτιστές, αλλά θάφτηκε στα σκοτάδια του μεσαίωνα, αποτελώντας μια περιθωριακή γνώση.
Η επιστήμη, τελικά, έφερε το φως που ευαγγελίζονταν οι Διαφωτιστές. Ήταν το ηλεκτρικό φως, που τα έκανε όλα επίπεδα και ψυχρά, «σκότωσε» τις ζωντανές σκιές που χόρευαν πλάι στη φωτιά. Η δεισιδαιμονία, ωστόσο, δεν καταστρέφεται με το γκρέμισμα της χριστιανικής εκκλησίας ή των αρχαίων θεοτήτων. Κι αυτό γιατί η γνώση δε θα μπορούσε να ταυτιστεί με την επιστήμη. Βάζοντας στο χειρουργικό τραπέζι τις λέξεις, θα ανακαλύπταμε ότι «επίσταμαι» σημαίνει γνωρίζω καλά. Αυτό δεν είναι αρκετό όμως για μία λέξη που νοηματοδοτήθηκε από την ίδια την ιστορία. Η γνώση περιλαμβάνει τον κόσμο και περιλαμβάνεται κυρίως σε αυτόν. Η γνώση δε στέκεται πάνω από τον κόσμο, βρίσκεται μέσα σε αυτόν, αποτελεί μία διαρκώς μεταβαλλόμενη και εξελισσόμενη δυνατότητα. Οι αισθήσεις και η νόηση συμπληρώνονται από τους συμβολισμούς και τους μύθους, γι’ αυτό η λογική δεν είναι αρκετή. Για αυτό και οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, ο Σωκράτης, τα πνευματικά του παιδιά και οι επικούρειοι δε νιώθουν την ανάγκη να απαλλαγούν από τη θρησκεία, να διαχωρίσουν τη θέση τους από αυτήν, καθώς τότε η θρησκεία είχε πιο κοινωνικά χαρακτηριστικά, παρά τον εξουσιαστικό χαρακτήρα που πάντοτε διατηρούσε. Δε δημιουργούσε ενοχές και δε σε καλούσε να διαλέξεις ή αυτήν ή τον κόσμο. Μόνο τύποι σαν τον Αριστοτέλη, μονόχνοτοι και σχολαστικοί, υποδουλωμένοι στην οργάνωση, μπορούσαν να είναι επιστήμονες και να αποτελούν πάντοτε σημείο αναφοράς της επιστήμης. Γι’ αυτό και ένας άνθρωπος με την ψυχρότητα του Αριστοτέλη θα μπορούσε να σκεφτεί και να συμβουλέψει τον Φίλιππο να χρησιμοποιήσει τους ωτακουστές, τους πρώτους δηλαδή θεσμοθετημένους χαφιέδες.
Ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος, ο Αναξιμένης, ο Δημόκριτος, ο Ιπποκράτης δεν ήταν -ευτυχώς- επιστήμονες, ήταν αυτό που στην αναγέννηση ονομάστηκε homo universalis, αναζητούσαν τη συμπαντική γνώση και μάλλον την άγγιξαν. Δεν είχαν φορτωθεί με την αμαρτία και το φανατισμό που έφερε ο χριστιανισμός στη μετέπειτα σκέψη. Γι’ αυτό δεν ένιωθαν την ανάγκη να αποδείξουν ότι πιστεύουν ή όχι στο θεό και να ορθώσουν την «επιστήμη» τους απέναντί του. Ακόμη και ο Θουκυδίδης, που μελέτησε πρώτος την ιστορία με βάση τα αίτια και τα αποτελέσματα και χρησιμοποίησε ως βασικό εργαλείο τη λογική, δεν ένιωσε την ανάγκη να αντιπαρατεθεί στους θεούς της εποχής. Έδειξε όμως πως αυτοί έπαιξαν το ρόλο τους στο διπλωματικό παιγνίδι. Η ίδια η καταδίκη του Σωκράτη σε θάνατο με τη κατηγορία της υποκίνησης σε αθεΐα δείχνει ότι αυτή ήταν πάντα ένα τέχνασμα της εξουσίας, για να ξεμπερδεύει με τους δημοφιλείς ενοχλητικούς, όταν δεν μπορεί να τους εξαγοράσει. Μία αντίστοιχη περίπτωση είναι αυτή της αλεξανδρινής αστροφυσικού Υπατίας, που καταδικάστηκε ως μάγισσα από τους πρώτους χριστιανούς και θανατώθηκε με φρικτό τρόπο. Στον αρχαίο κόσμο τα πράγματα ήταν πιο περίπλοκα από τον απλό διαχωρισμό σε καλό και κακό της χριστιανικής κοσμολογίας, που κληρονόμησε η ευρωπαϊκή σκέψη. Για τον αρχαίο κόσμο οι ίδιοι θεοί που έκαναν το καλό έκαναν και το κακό και η μαγεία δεν ήταν σαφώς διαχωρισμένη από τη θρησκεία (ο όρος μαγεία εμφανίζεται γύρω στο 600 Π.χ.).
Ο πολιτισμός λοιπόν έχτισε με τα υλικά της επιστήμης μία τάξη-φυλακή στον κόσμο. Στην πραγματικότητα, οι δρόμοι της γνώσης είναι απεριόριστοι και προς πολλές κατευθύνσεις. Έστω και να προσπαθήσει κάποιος να σκεφτεί τις απεριόριστες δυνατότητες της φύσης, θα του φανεί ότι αυτή η θεώρηση του κόσμου μοιάζει με μαγεία. Η λογική παρέχει ασφάλεια, αλλά είναι περιορισμένη και εγκλωβιστική. Η γνώση αναγνωρίζει τη λογική, αλλά και αυτό που είναι πέρα από τη λογική. Η επιστήμη δεν γκρέμισε τη δεισιδαιμονία, αλλά της έδωσε άλλο όνομα, δεν γκρέμισε το φόβο, αλλά πρόσφερε υποκατάστατα για να νεκρώνουν το αίσθημα του φόβου, δε βελτίωσε τη ζωή, την έκανε πολυπλοκότερη και απομάκρυνε τους ανθρώπους από τη φυσικότητα. Έφερε τον κόσμο στα περιορισμένα της μέτρα, αντί να μπει σε αυτόν και να τον εξερευνήσει. Λένε ότι η γνώση είναι δύναμη, γιατί όμως θα πρέπει να είναι δύναμη; Θα μπορούσε να είναι μία αξία, ένας αγώνας μνήμης ενάντια στη λήθη. Τη δύναμη την επιδιώκει η εξουσία, για να υποτάξει.[22]
Οι σημερινοί γιατροί, όπως και τα τσιράκια της καταστολής, που με τα σύγχρονα μέσα τους κάνουν αποδεικτικό στοιχείο εγκλήματος κάθε ανθρώπινο χαρακτηριστικό (από το DNA ως το περπάτημα), οι σημερινοί βιολόγοι, ιστορικοί και φιλόσοφοι ακόμη, που αποτελούν καλούς συμβούλους της εξουσίας (όπως η πολιτική φιλοσοφία, η στρατηγική κλπ.), οι σύγχρονοι μαθηματικοί (που παιδεύονται να ελέγξουν το διαδίκτυο) και οι σύγχρονοι φυσικοί είναι βέβαια επιστήμονες, χωρίς καμία αμφιβολία, αφού και οι ίδιοι φέρουν την ιδιότητα του επιστήμονα ως τίτλο τιμής και κοινωνικής αναγνώρισης. Ευτυχώς που γλιτώσαμε από τους φανατικούς χριστιανούς του μεσαίωνα που βασάνιζαν την ανθρωπότητα. Με λίγη ακόμη βοήθεια από την επιστήμη πάντα, συνεχίζουμε ακάθεκτοι να ξεπαστρεύουμε και τους φανατικούς μουσουλμάνους και άλλους «οπισθοδρομικούς», ώστε να ξεμπερδεύουμε οριστικά με τις θρησκείες. Επιστήμη über alles. Η Ιερά Εξέταση δεν είναι πια επανδρωμένη με απάνθρωπους ιερείς, αλλά με ψυχρούς επιστήμονες, που κάνουν τα πάντα πειραματόζωα.
Ο γιατρός δεν είναι θεραπευτής, αλλά μηχανικός του σώματος, που δεν αντιμετωπίζει ανθρώπους, αλλά ασθενείς. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, που ενώ η σύγχρονη μορφή της ομοιοπαθητικής ανακαλύφθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα[23], μπαίνει σε εφαρμογή και αναγνωρίζεται εν μέρει μόλις από τα τέλη του 20ου, με αφορμή κυρίως την κατάργηση του κρατικού συστήματος υγείας. Ο γιατρός στέκεται ως παντογνώστης, γι’ αυτό και δικαιολογείται η υψηλή κοινωνική και οικονομική του θέση, παρ’ ότι η επιστήμη καλείται να λύσει προβλήματα που η ίδια δημιούργησε (εγκεφαλικά επεισόδια, τροχαία δυστυχήματα, καρκίνους, κατάθλιψη κλπ.). Κατασκευάζοντας ιδεατά πρότυπα για την τελειότητα, ο πολιτισμός γέννησε την ιδέα του τέλειου σώματος και της ιδανικής αναλογίας, που εξέθρεψε και το ναζισμό. Κάθε πληγή, ρυτίδα του χρόνου, παραμόρφωση, απόκλιση από το «ιδανικό» (μεγαλύτερη μύτη, μικρότερα χείλη κλπ.) πρέπει να εξαλειφθεί, να διορθωθεί, χάρη στη σωτήρια πλαστική χειρουργική, την εξαντλητική διαιτολογία και την επιστήμη των συμπληρωμάτων και των αναβολικών. Κάθε απόκλιση από το «τέλειο» έχει κοινωνικές και ψυχολογικές προεκτάσεις.
Έτσι, κάθε λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου ερμηνεύεται μηχανιστικά. Δεν είναι τυχαίο που η μαρξιστική σκέψη, πάνω στην οποία βασίστηκαν μερικοί από τους μεγαλύτερους σφαγείς της ιστορίας (Λένιν, Τρότσκυ, Στάλιν), εκθείασε την ιδέα της τεχνολογικής «προόδου» (κάτι που οι σύγχρονοι προφήτες τους προσπαθούν να συμμαζέψουν). Ο Μαρξ θεώρησε δεδομένη τη βιομηχανική «πρόοδο» (δε θα καθίσουμε να ασχοληθούμε εδώ με μαρξιστικές φλυαρίες, που έδωσαν μία άλλη ώθηση στη λογική, αντιμετωπίζοντας από μία πεζή υλιστική σκοπιά τον κόσμο). Η φαντασία, το πάθος, το ά-λογο μπήκαν στο κρεβάτι του Προκρούστη-επιστήμονα, που κόβει ό,τι περισσεύει από την κοινωνία: την τρέλα, κάθε απόκλιση από το κανονικό. Αμέτρητα σύνδρομα και συμπλέγματα συσσωρεύονται στα στοιβαγμένα βιβλία του. Έτσι εύκολα προέκυψαν και οι κατηγοριοποιήσεις ανθρώπινων χαρακτήρων, που με τη σειρά τους «θεραπεύονται» κατά κατηγορία. Έτσι, ο άνθρωπος εμπιστευόμενος στην επιστήμη τον εαυτό του, προσπαθεί να θεραπευτεί τελικά από αυτόν τον ίδιο.
Εξουσιάζει κανείς καλύτερα ό,τι μπορεί να ελέγξει. Μπορεί να ελέγξει όσα μπορεί να κατηγοριοποιήσει και να εξηγήσει με την ορθή λογική. Η επιστήμη όρισε και έτσι ερμήνευσε με εργαλεία το πείραμα και τη λογική ολόκληρο το σύμπαν. Ασχέτως αν οι επιστημονικές εξηγήσεις καταρρίπτονται ή εξελίσσονται, διαψεύδονται ή ανανεώνονται, είναι σε τελική ανάλυση ασφαλείς και καθησυχαστικές, δίνοντας την ψευδαίσθηση ότι ξέρουν τι θα γίνει παρακάτω, μπορούν να το προβλέψουν. Φέρνουν μία βεβαιότητα, έστω και προσωρινή, όπως αυτή που μοιάζει να έχει και η εξουσία. Αντίθετα, η μαγεία είναι μία διαρκής διερεύνηση, το ανεξήγητο, το μυστήριο, η ζωντάνια της φαντασίας και ένας κόσμος που δεν εξαντλείται στη λογική. Η πρόβλεψή της στηρίζεται στην πίστη, όχι στην απόδειξη. Πώς θα μπορούσε λοιπόν να ελεγχθεί; Όταν βγαίνουμε από τα λιμνάζοντα νερά της επιστήμης, όλα είναι αβέβαια, μυστηριώδη. Δύσκολα διαχειρίσιμα από οποιονδήποτε άνθρωπο, όση εξουσία κι αν διαθέτει. Η λογική δεν καταπολεμά τον φόβο, αλλιώς θα την επικαλούνταν όλοι, όταν φοβούνται. Η γνώση όμως τον καταπολεμά. Γι’ αυτό και η εξουσία απομακρύνει από την γνώση και στρέφει στη λογική. Αν δεν υπήρχε ο φόβος, όλοι θα αντιδρούσαν και δε θα ανέχονταν καμία εξουσία. Όταν βιώνουμε κάτι, έχουμε ενσυναίσθηση, συναισθήματα, νιώθουμε οικειότητα και έτσι αποκτούμε με φυσικό τρόπο τη γνώση. Η έλλειψη φόβου απελευθερώνει και μας βοηθά να καταλάβουμε ότι έχουμε επιλογές. Και όταν κάνουμε επιλογές συνειδητές, είμαστε ελεύθεροι. Η ανάγκη για έλεγχο είναι η ανάγκη για απόλυτη κυριαρχία. Όμως πάντα θα μένει κάτι ανεξερεύνητο, που θα ξεφεύγει και θα αντιστέκεται.
Το κράτος λέει: «δώσε μου τα δάση σου, άνθρωπε και θα σου δώσω τεχνητά πάρκα και κήπους, δώσε μου την υγεία σου και θα σου δώσω λογιών-λογιών φάρμακα, δώσε μου το χαμόγελο σου και θα σου χαράξω εγώ στο πρόσωπό σου το σημάδι της προόδου με χίλιες τοξικές ουσίες, δώσε μου την ελευθερία σου και θα σου δώσω εγώ αιτίες να ξεχνιέσαι στον κόσμο-φυλακή, που έφτιαξα για σένα και τα παιδιά σου». Αυτό που χρειάζεται να επανακτήσουμε δεν είναι μόνο οι χαμένες γνώσεις, που έφερναν τον άνθρωπο ως ένα κομμάτι της φύσης, πριν έρθει η ισοπέδωση της κυριαρχίας. Δεν χρειαζόμαστε καλύτερους επιστήμονες, ούτε οράματα πλουτισμού για τον κορεσμό της ακόρεστης απληστίας. Ζητούμενο είναι να ξαναβρούμε τη χαμένη περιέργεια μέσα στον κόσμο, τη φαντασία, την αλληλεγγύη στην πράξη, την αναζήτηση, την ελευθερία. Μέσα σε αναρχικές κοινότητες, που με συνείδηση θα διατηρούν τη γνώση της φύσης σαν κομμάτι της. Δεν αρκεί όμως να έχουμε γνώση, χρειάζεται να έχουμε συνείδηση. Να επιλέγουμε αυτό που κάνουμε, να μην είναι οι πράξεις μας μια τελετουργική παράδοση, μια δεδομένη αλήθεια που ακολουθούμε τυφλά σαν μόνη πραγματικότητα. Οι αρχαίες ή παλιές γνώσεις έχουν σοφία μέσα τους, όταν τις επιλέγουμε συνειδητά και δεν τις δεχόμαστε ως ένα «στεγνό» τελετουργικό, μια διαδικασία ψυχρή και αποσπασματική, ετοιμοπαράδοτη σα νόμο.
Κείμενο:
Σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση
Σημειώσεις:
1. Ακόμη και ο φιλοκρατιστής Πλάτωνας με το μύθο του Προμηθέα θεωρεί τη λογική ως ένα εργαλείο επιβίωσης, σαν αντιστάθμισμα στην κατωτερότητα του ανθρώπου απέναντι στα άλλα ζώα.
2. Οι μάγοι λέγονταν συχνά και γόητες. Το όνομα αυτό προήλθε από το ρήμα γοώ=θρηνώ και δηλώνει αυτή την επικοινωνία με τους νεκρούς. Άλλη τους ονομασία ήταν φαρμακοί, γιατί κατασκεύαζαν φάρμακα.
3. Στην Αίγυπτο ο πρώτος που επέβαλε μονοθεϊστική θρησκεία, αλλά διατηρήθηκε για λίγο, ήταν ο Αμένοφις IV (περίπου 1353-1335 Π.χ.), που έμεινε γνωστός με το όνομα Ακενατόν. Προσπάθησε να επιβάλει τη λατρεία του Ατόν (που σημαίνει φωτεινός δίσκος και αυτό ήταν το σύμβολό του). Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους αιγυπτιακούς θεούς, που λατρεύονταν στο σκοτάδι, ο Ατόν ήταν αφιερωμένος στον ήλιο και λατρευόταν στο φως. Αντιπροσώπευε τη μονάδα, τη μία ζωοδόχο πηγή, που συντηρεί τη δημιουργία με το φως της. Η πρώτη προσπάθεια να επιβληθεί ένας θεός απέτυχε, παρ’ όλο που ο βασιλιάς ανάγκασε τους υπηκόους του να τη δεχτούν, κλείνοντας βίαια τους παλιούς ναούς και ίδρυσε μία ολόκληρη πόλη (την Ακχέτ-Ατόν, σημερινή ελ-Αμάρνα) για τη νέα λατρεία, κάνοντάς την πρωτεύουσα. Η αιτία που απέτυχε είναι σημαντική. δεν απαιτούσε τη μεσολάβηση ιερέων, οπότε καταργούσε ουσιαστικά το ρόλο του ιερατείου, το οποίο βέβαια δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια και αντέδρασε. Πέθανε χωρίς να προλάβει να καθιερώσει τη νέα λατρεία.
4. Στα ελληνιστικά χρόνια συντελέστηκε μία αλλαγή στην έννοια της μαγείας. Ως τότε είχε να κάνει πιο άμεσα με τις δυνάμεις της φύσης και για αυτό συναντάμε γυναίκες μάγισσες (Μήδεια, Κίρκη κλπ.). Από την ελληνιστική εποχή και μετά εμφανίζεται το στερεότυπο του ευρυμαθούς άνδρα μάγου. Και οι αρχαίοι έλληνες έβλεπαν μάλλον αμήχανα την μαγεία, όχι όμως τόσο εχθρικά. Διαχώριζαν τη θέση τους από αυτήν, αλλά δεν την πολεμούσαν.
5. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το εξής: ενώ διεξαγόταν έρευνα στα πλαίσια μιας δίκης ενώπιον του πατριαρχικού δικαστηρίου Κωνσταντινούπολης το Μάιο του 1370, ανακαλύφθηκαν πολλά μαγικά βιβλία. Κάποιο μάλιστα από αυτά ήταν ένα μεγάλο βιβλίο, που αποτελούσε συλλογή μαγικών επωδών και δαιμονικών επικλήσεων. Ύστερα από έρευνες διαπιστώθηκε ότι αυτό είχε συντεθεί από τον παπά Δημήτριο Χλωρό, που πρόσφατα είχε διοριστεί πρωτονοτάριος της Μεγάλης του Χριστού εκκλησίας (δηλαδή του πατριαρχείου). Στην απολογία του ισχυρίστηκε ότι το βιβλίο δεν ήταν μαγικό, καθώς τα ίδια πράγματα περιέχουν και τα ιατρικά συγγράμματα, για αυτό η ψυχή του δεν κινδύνευε. Μάλιστα κάλεσαν γιατρούς, που επιβεβαίωσαν ότι το βιβλίο επικαλούνταν τον Ιπποκράτη και τον Γαληνό, δηλώνοντας οι ίδιοι την πίστη τους στην επίσημη εκκλησία.
6. Χαρακτηριστική αυτής της αφομοίωσης είναι η απεικόνιση του Ιερού Ιππέα που σκοτώνει το κακό, ενός συμβόλου που αποδιδόταν στα αρχαία φυλακτά και υιοθετήθηκε από τις χριστιανικές εικόνες και τα φυλακτά με τον άη Γιώργη τον καβαλάρη, που σκοτώνει το δράκο. Άλλο σύμβολο που «έκλεψε» η χριστιανική θρησκεία μεταξύ άλλων ήταν και το μάτι.
7. Η αντιμετώπιση της μαγείας περιλήφθηκε στα θέματα που απασχόλησαν τις πρώτες τοπικές συνόδους (σύνοδος Άγκυρας-Ανατολική αυτοκρατορία, 314/σύνοδος Λαοδικείας, περ. 380 Ν.χ.). Τιμωρία ήταν ο αφορισμός για τους «ιερατικούς ή κληρικούς», που αποδεικνύονταν μάγοι, επαοιδοί, μαθηματικοί ή αστρολόγοι ή κατασκευαστές φυλακτών. Ο «Μ.» Βασίλειος κατατάσσει στις επιστολές του τη μαγεία στα βαρύτατα κανονικά αδικήματα. Στην αρχή η μαγεία ταυτίζεται με την ειδωλολατρία, χωρίς αναφορές σε δαίμονες. Η επίσημη πολιτεία απαγόρευε μόνο την τέλεση μυστηρίων και θυσιών, αλλά επέτρεπε τις φανερές λατρείες.
8. Αυτό μάλιστα δεν σταμάτησε ποτέ να συμβαίνει. Στην καθολική Ισπανία ένας εθνολόγος βρήκε έναν ιερέα, που ακολουθώντας μία παλαιά παράδοση της καθολικής εκκλησίας υποστήριζε ότι οι άνθρωποι πρέπει να προσεύχονται μόνο για τις ψυχές των νεκρών που βρίσκονται στο καθαρτήριο, ώστε να γίνουν δεκτές στον παράδεισο, μία άποψη που από τη σύγχρονή του επίσημη θεολογική άποψη θεωρούνταν απαράδεκτη και ξεπερασμένη. Κάτι αντίστοιχο έγινε και με την ανατολική εκκλησία, που ενώ αρχικά καταδίκαζε το «μάτι» (μια πίστη που είχε τις ρίζες της στις πρώιμες αρχαίες παραδόσεις όλης της ανατολικής Μεσογείου), καθώς οι απλοί άνθρωποι αγνοούσαν τις επίσημες υποδείξεις, αναγκάστηκε να το αποδεχτεί.
9. Το κανονικό δίκαιο (δηλαδή οι αποφάσεις των συνόδων) συνέπλευσε σταδιακά με τη γραμμή της πολιτείας, π.χ. με τον τρίτο κανόνα του Γρηγορίου Νύσσης ορίστηκε ότι οι μάγοι ασκούσαν το έργο τους χάρη στη συμμαχία τους με τους δαίμονες. Σύμφωνα με το βυζαντινό δίκαιο, η αίρεση, οι ψυχικές νόσοι και η εγκληματικότητα εν γένει μπορούσαν να θεωρηθούν απόρροιες διαβολικών –και επομένως μαγικών– ενεργειών. Το βυζαντινό μάλιστα δίκαιο είχε κυρίως έγγραφο χαρακτήρα.
10. Με μια διάταξη του «Μ.» Κωνσταντίνου καθιερώθηκε η διάκριση της μαγείας σε καλή και κακή. Από τις νομικές πηγές είναι γνωστό ότι γινόταν χρήση μαγικών μέσων για την ίαση ασθενειών ή για την αποτροπή φυσικών καταστροφών. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια κινήθηκε και η πολιτειακή νομοθεσία για την ποινική αξιολόγησή της στους επόμενους αιώνες.
11. Ο ανθρωπολόγος Evans-Pritchard, που έκανε επιτόπια έρευνα στους Αζάντε ή Ζάντε, διαπιστώνει ότι η διάκριση μεταξύ καλής και κακής μαγείας σε αυτούς έχει αντίστοιχα κίνητρα. Όπως και τα παραδείγματα των Ντάσιους της Ινδίας, που κατηγορήθηκαν για μαγεία από τους Ινδούς και οι Λάπωνες από τους Σκανδιναβούς, επειδή αυτοί τελικά επικράτησαν ως πολιτισμοί. Δηλαδή, η διάκριση αυτή αντικατοπτρίζει την κοινωνική ταυτότητα αυτών που εμπλέκονται. Με άλλα λόγια η καλή μαγεία είναι η κοινωνικά αποδεκτή από τους ισχυρούς.
12. Οι αιρέσεις είναι ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο, το οποίο παρουσιάζει ομοιότητες με τη μαγεία, ως προς τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε από την εκκλησία. Βάση της σκέψης των αιρέσεων ήταν ο λαϊκός και συχνά αντι-εκκλησιαστικός τους χαρακτήρας. Γι αυτό και συνδέθηκαν με διάφορα χριστιανικά κινήματα, αν και οι αιρέσεις ήταν πιο οργανωμένες, ενώ τα χιλιαστικά κλπ. κινήματα είχαν πιο αυθόρμητο χαρακτήρα. Υπόσχονταν έναν κόσμο ισότητας, πέρα από ιεραρχίες, μετά την καταστροφή αυτού του άδικου κόσμου, που στηριζόταν και από την εκκλησία.
13. Από την άλλη αξίζει να σημειωθεί ότι στα χριστιανικά αγιολογικά κείμενα προβάλλεται η επίδοση των Εβραίων στη μαγεία. Μία από τις βασικές ιδιότητες που απέδιδαν στο Διάβολο ήταν η νόθευση της ορθής πίστης. Γι’ αυτό τον καθιστούσαν υπεύθυνο για τη γέννηση μεγάλων αιρέσεων. Για παράδειγμα, για την εικονομαχία εμφανίζεται ως υπεύθυνος το γνωστό τρίπτυχο «Διάβολος-Μάγος-Εβραίος». Αυτή η αντίληψη προερχόταν από έναν μύθο, στον οποίο ένας τεραστίων διαστάσεων εβραίος πρότεινε σε έναν άραβα χαλίφη μια συμφωνία: ο μάγος θα του εξασφάλιζε μια αδιατάρακτη βασιλεία 30 ή 40 ετών, αν ο χαλίφης απαγόρευε τις εικόνες των χριστιανών. Εκείνος δέχτηκε και εξαφάνισε τις εικόνες από το χαλιφάτο, αποτελώντας έτσι παράδειγμα για τους βυζαντινούς αυτοκράτορες. Σύμφωνα με κάποιες ερμηνείες ο χαλίφης συμβολίζει τον Κωνσταντίνο Ε’, που καταγόταν από τη δυναστεία των Ισαύρων, που ήταν Σύριοι (δηλαδή Άραβες) και ο εβραίος μάγος δεν ήταν άλλος από τον ίδιο το διάβολο, που αποτέλεσε την αιτία της εικονομαχίας. Οι Ίσαυροι στράφηκαν κι αυτοί, βέβαια, εναντίον της μαγείας με νομοθετικές διατάξεις, οι οποίες αναθεωρήθηκαν από τους Μακεδόνες αυτοκράτορες.
14. Ήδη από τον 2ο αι. Ν.χ. η προσκύνηση των μάγων στη φάτνη του Χριστού ερμηνεύτηκε ως η υποταγή της μαγείας στη νέα θρησκεία
15. Οι αρχαίοι αιγύπτιοι, έλληνες και ρωμαίοι μάγοι είχαν ως σύμβολο τον ουροβόρο, το φίδι που δαγκώνει την ουρά του, σχηματίζοντας έτσι έναν κύκλο, που συμβολίζει την πληρότητα και την αιωνιότητα. Το σύμβολο αυτό χρησιμοποιήθηκε επίσης από τους ευρωπαίους αποκρυφιστές και εξορκιστές του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης. Η ιατρική από την πλευρά της, σα να ήθελε να διαχωρίσει τη θέση της από αυτή την αντίληψη, άνοιξε αυτό τον κύκλο και επέλεξε το φίδι που ελίσσεται. Ως τα βυζαντινά χρόνια η διάκριση μεταξύ μαγείας και ιατρικής ήταν δυσδιάκριτη, καθώς υπήρχε και ο επαγγελματικός ανταγωνισμός, για αυτό και οι γιατροί στην καταδίκη της μαγείας βρήκαν συμπαραστάτες από κράτος και εκκλησία.
16. Έχουν διαπιστωθεί κάποιες μαγικές φράσεις που διασώθηκαν ακέραιες στο πέρασμα των αιώνων. Για παράδειγμα, φράσεις που στέλνουν το «μάτι» που προκαλεί πονοκέφαλο «στα άγρια τα βουνά, που δε λαλάν κοκόρια, ούτε γεννάται νύφη και γαμπρός» ή «σκύλος δε γαβγίζει» συναντώνται τόσο στα ξόρκια της Κίρκης όσο και σε παραδοσιακά ξόρκια και ξεματιάσματα σήμερα.
17. Ήρωες με αυτά τα χαρακτηριστικά αλλά μιας άλλης εποχής και περιοχής περιγράφονται στο βιβλίο του Mario Vargas Lliosa, «Ο πόλεμος των δύο κόσμων» με κεντρικό ήρωα ένα ιστορικό πρόσωπο, τον Αντόνιο το Συμβουλάτορα, ο οποίος, αφού διέτρεξε επί χρόνια το Σερτάο της Βραζιλίας, κηρύττοντας τη συντέλεια του κόσμου και την εξέγερση εναντίον της κυβέρνησης, κλείστηκε με τους μαθητές του σε μια άθλια πόλη, το Κανούδος, και αντιστάθηκε σε τέσσερις στρατιωτικές εκστρατείες, πριν σαρωθεί στις 30 Σεπτεμβρίου του 1897.
18. Ο Frazer, κατά τα άλλα, αντιμετώπισε τη μαγεία ως εσφαλμένη επιστήμη. Ακολουθώντας το εξελικτικό σχήμα, θεώρησε ότι ο πολιτισμός περνάει τρία στάδια: αρχικά βρίσκεται στο στάδιο της μαγείας, έπειτα της θρησκείας και τέλος της επιστήμης.
19. Ο Charles Stewart, στο άρθρο του «Μαγεία και Ορθοδοξία» λέει: «η πίστη σε πολλές ελάσσονες θεότητες και πνεύματα, η προσέγγιση των θεοτήτων αυτών μέσω των θυσιών, της μαντείας και της αστρολογίας και η πεποίθηση ότι τέτοιου είδους πρακτικές επιφέρουν άμεσες αλλαγές στη φύση ή βοηθούν κάποιον να αποκτήσει προνομιακή γνώση του μέλλοντος – όλα αυτά ήταν δείγματα ότι οι άνθρωποι ασχολούνταν με τη μαγεία ή πίστευαν σε δεισιδαιμονίες. Το βασικό διαχωριστικό σημείο ήταν η αποδοχή του μονοθεϊσμού. Αν οι άνθρωποι προσηλυτίζονταν στην ιδέα ότι υπάρχει μόνο ένας παντοδύναμος θεός, τότε η λογική και η ελκυστικότητα της μαγείας θεωρητικά θα εξαφανιζόταν απόλυτα».
20. Στη αρχαία ελληνική πόλη της κλασικής εποχής, που είναι ήδη φορτωμένη με τα δεσμά του πολιτισμού, το θέατρο το παρακολουθούσαν όλοι, ακόμη και οι γυναίκες και οι δούλοι, που ήταν αποκλεισμένοι κοινωνικά και όσοι δεν είχαν χρήματα για το εισιτήριο τους το πλήρωναν οι πλούσιοι. Μια πρώτη χρήση ίσως του θεάματος ως μέσου κατευνασμού του πλήθους. Επίσης, το αρχαίο θέατρο ήταν ενταγμένο στις θρησκευτικές γιορτές και οι παρουσιάσεις των νέων έργων διαρκούσαν όλη την ημέρα. Γι αυτό, και οι θεατές έπαιρναν μαζί τους το φαγητό τους, κάτι που σήμερα θα φάνταζε εξωφρενικό (ταπεράκι στο Ηρώδειο;!).
21. Ο Μπέρναρντ Ράσσελ στην Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, τ. Β’, (σ. 309) αναφέρει: «[ο φιλελευθερισμός] ζητούσε να τεθεί τέρμα στους πολιτικούς και θρησκευτικούς αγώνες, για να απελευθερωθούν δραστηριότητες που θα ήταν ικανές να προωθήσουν τις εμπορικές επιχειρήσεις και την επιστήμη, όπως η Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών και η Τράπεζα της Αγγλίας, η θεωρία της έλξεως και η ανακάλυψη της κυκλοφορίας του αίματος. Σ’ ολόκληρο το δυτικό κόσμο η μισαλλοδοξία παραχωρούσε τη θέση της στο Διαφωτισμό, ο φόβος της ισπανικής δύναμης εξέλειπε σιγά-σιγά, όλες οι τάξεις έβλεπαν την ευημερία τους να μεγαλώνει και φαίνονταν να δικαιολογούνται και οι τολμηρότερες των ελπίδων. Επί εκατό χρόνια τίποτε δε συνέβη, για να ζοφώσει τις ελπίδες αυτές· τότε τελικά οι ίδιες έχουν γεννοβολήσει τη γαλλική επανάσταση, που οδήγησε κατευθείαν στο Ναπολέοντα και στην Ιερή Συμμαχία. Μετά τα γεγονότα αυτά, ο φιλελευθερισμός ήταν υποχρεωμένος να πάρει την ανάσα του, προτού καταστεί δυνατή η ανανέωση της αισιοδοξίας του κατά τον δέκατο ένατο αιώνα».
22. Η Σκουτέρη-Διδασκάλου στο άρθρο της «Η μαγεία ως σημείο αναφοράς στην ανθρωπολογική θεωρία» λέει τα εξής: «Ο κόσμος του 19ου και του α΄ μισού του 20ου αι., στο πλαίσιο του οποίου εμφανίζονται και αναπτύσσονται οι βασικές ανθρωπολογικές θεωρίες της μαγείας, είναι ξεκάθαρος και σαφής, δεν έχει καμία απολύτως σχέση ούτε με τη διερεύνηση του «αρχαίου κόσμου» ούτε με τη διερεύνηση των μετέπειτα ιστορικών καταστάσεων και εξελίξεων. Ο «αρχαίος κόσμος», «οι άλλοι πολιτισμοί» και η «ιστορία» χρησιμοποιούνται απλώς ως μέτρο, για να κριθεί και να αποτιμηθεί η πρόοδος και όχι για να μελετηθούν καθαυτά. Ο κόσμος που χρησιμοποιεί με τέτοιον τρόπο την ιστορία είναι ο κόσμος της Ιστορίας, ο κόσμος του Πολιτισμού στην πιο εξελιγμένη του μορφή, τη (δυτικο)ευρωπαϊκή· είναι ο κόσμος της Προόδου και του Ορθού Λόγου».
23. Ο Σάμμουελ Χάννεμανν (1755-1843) υπήρξε ο γερμανός ιδρυτής της ομοιοπαθητικής ιατρικής. Βασισμένος στις παρατηρήσεις του Ιπποκράτη και του Παράκελσου, εισήγαγε την αρχή της θεραπείας των ομοίων με τα όμοια. Συγκρούστηκε με τους φαρμακοποιούς, υποστηρίζοντας ότι η θεραπευτική του μέθοδος περιόρισε την υπερβολική χορήγηση φαρμάκων αλλά και τα κέρδη τους. Εξορίστηκε από την Πρωσία στη Γαλλία και πέθανε 68 ετών, όταν στις ΗΠΑ ιδρύονταν οι πρώτες ιατρικές σχολές ομοιοπαθητικής.
Σχετικά βιβλία:
Silvia Federici, Ο Κάλιμπαν και η μάγισσα
Εμμανουήλ Ροΐδης, Οι μάγισσες του Μεσαίωνα
Περιοδικό «Αρχαιολογία», τεύχη 70-73
Αναστασία Βακαλούδη, Η μαγεία ως κοινωνικό φαινόμενο στο πρώιμο Βυζάντιο
Lady Stardust, Γυναίκες στην πυρά
Αφροδίτη Βαγιανού, Η μαγεία στην αρχαία Ελλάδα
Lewis Spence, Ινδιάνοι (φυλές, έθιμα και ιστορία)
Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, Οι αρχαίοι κυνικοί
Από τη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φύλλα 119 και 120 (Σεπτέμβριος και Οκτώβριος 2012)