“Εγγενή” – Κατερίνα Ζησάκη

July 25, 2016

H Εγγενή ήταν μια κάτισχνη κοπέλα μαβιά. τα μέλη της όλα ναυτικοί ήταν. όσο περνούσε ο καιρός τα ξεχνούσε. ένα απ’ αυτά την κρέμασε στο μπαλκόνι. ιστορίες. μόνο ιστορίες. και νυν. και αεί.)

θα έπρεπε να φωνάξω. θα έπρεπε να μπορώ να υποδυθώ. θα έπρεπε οργανωμένους ρόλους. σειρήνες κι αλεξίσφαιρα. να σκοτώνονται όλα. κι αυτή η γερμένη γριά υποταγή από πάνω μας. κι αυτό το ερεθιστικό σώμα της απουσίας εκείνων που δεν ήταν απόντες ποτέ. που εφευρέθηκαν. κι αυτή η εξέγερση που αργεί σαν κύηση κήτους. κι αυτή η κουβέντα που σας λέω πως το μυαλό δεν αισθάνεται τίποτα. εφευρέθηκαν όλα. κι αυτή η έγνοια για τον προσανατολισμό – δεν είναι όμορφα Αλίκη τα δάση; κι ο τρόπος να γρατζουνίζεσαι. κι η έγνοια να μεθυσμένος. επί της ουσίας δεν βιώθηκε τίποτα: επίτρεψέ μου να ισχυριστώ: εφευρέθηκαν όλα. και τα χάπια δε θα τα πάρω. κι από δω δε θα βγω. ένα σώμα γυμνό προτιμάει τους οικείους ανέμους. τα παράσιτα των μαξιλαριών. τα κύτταρα νεκρά σε μαύρο σεντόνι.

κι εσύ γυναίκα που αγαπάς τα στήθη σου.

κι εσύ γυναίκα που δαγκώνεις τα παιδιά σου.

κι εσύ γυναίκα που έτρεξες σα λαγός.

κι εσύ γυναίκα που θυμάμαι πως γελούσες.

κι εσύ γυναίκα που τρελαίνεσαι με την υποταγή.

κι εσύ γυναίκα που φύλλα φθινόπωρου οι εραστές σου.

κι εσύ γυναίκα με τα ματωμένα δόντια.

κι εσύ γυναίκα με το λυρισμό

ενός σώματος τόσο ρεαλιστικά φθαρμένου.

κι εσύ γυναίκα που τρίβεσαι κρυφά με το θεό.

κι εν τέλει εγώ. η κοιλιά μου ψημένο καρβέλι που χάριν θεάματος κόβεται. κι εν τέλει η τέχνη μου να ράβω και να συντηρώ τα ράμματά της. θα μπορούσα να στάξω απάνω σου όλα τα ερωτικά ποιήματα του περασμένου αιώνα. θα μπορούσα να γεννήσω ανθρώπους–θάνατο στο φασισμό. θα μπορούσα να στήνω με γλέντια φαντάσματα. θα μπορούσα αν εσύ θα μπορούσα. αν με ακροβόλιζες. αν υπήρχε μια στιγμή ολοστρόγγυλης ησυχίας. αν καταφέρναμε να υπεξαιρέσουμε τον όγκο των συναισθημάτων που κατατρώγεται στις κατακόμβες του Παρισιού στις στοές της Αθήνας στον κάτω όροφο των κορμιών μας.

κι εσύ μητέρα: φτύσε με ξανά.

κι εσύ πατέρα: ξέρεις. πάλι.

όμως αυτή η κουβέντα που σας λέω: πως το μυαλό δεν αισθάνεται τίποτα. και το ουρλιαχτό εφευρέθηκε μόνο για να τ’ ακούσεις. εσύ. που ρωτούσες να μάθεις για ουρλιαχτά μαύρες τρύπες και τα λοιπά.

ξέχνα τον άγιο πεταλούδα. ποιος σου ‘μαθε έτσι να φαντάζεσαι. το πολύ πολύ: κατσαρίδα πουλί.

Η Κατερίνα Ζησάκη είναι μέλος στη συλλογικότητα Κενό Δίκτυο. Συμμετέχει στη συντακτική ομάδα του περιοδικού “Μανδραγόρας”.

Previous Story

“ΔΟΚΙΜΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΕΣ ΜΙΑΣ ΜΙΝΙΜΟΥΜ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ” – Γιάννης Ραουζαίος

Next Story

“Ω! Απόκρυφον!” – Σίσσυ Δουτσίου


Latest from Poetry

Go toTop