Είναι γεγονός ότι η ιδεολογία -αυτή καθεαυτή- έχει γίνει πεδίο πολιτικής διαπάλης με τέτοιο τρόπο ώστε να μην επιτρέπεται μια αβίαστη και αυτονόητη αναπαραγωγή της. Έτσι, η πρόκριση της Αναρχίας που γίνεται εδώ σε σχέση με τον Αναρχισμό πρέπει να επεξηγηθεί με την δέουσα σαφήνεια πριν μπει στον κόπο να αναμετρηθεί με άλλες πολιτικές αντιλήψεις. Γιατί το πεδίο αποσαφήνισης δεν είναι άλλο από αυτό της διαφοροποίησης της ιδεολογίας (που υποδηλώνεται με το σύνηθες δισύλλαβο «-ισμός» σε μια θεμελιώδη συγκροτησιακή έννοια) από την πολιτική αντίληψη.
Γιατί αφενός: «Η ιδεολογία συνιστά «αλήθεια» και ως τέτοια αναπτύσσει αποτελέσματα, παρότι αυτό δεν εμποδίζει μια κανονιστική χρήση του όρου, δηλαδή την αντιπαράθεση της ιδεολογίας με κάτι που επιδιώκει να είναι μη ιδεολογικό. Συνέπεια αυτής της θέσης συνιστά ο υλικός χαρακτήρας της ιδεολογίας και η γενετική σύνδεση της με μηχανισμούς κρατικού τύπου» [Δ. Δημούλης, 1999] και αφετέρου: «Η πολιτική αντίληψη διαφέρει από την ιδεολογία των κοινωνιολόγων κατά το ότι αναφέρεται σε τοποθετήσεις επιλογισμένες (ή που θέλουν να είναι τέτοιες), εκφρασμένες σε κείμενα λίγο πολύ συστηματικοποιημένα, λίγο πολύ συνεκτικά με χαρακτήρα περιγραφικό («θεωρητικό», «επιστημονικό») και/ή ενταλματικό («προγραμματικό»), ενώ η ιδεολογική ανάλυση ασχολείται με τις συλλογικές παραστάσεις/ιδέες ως συμπαγή σύνολα, από τα σαφή ιδεϊκά τους περιεχόμενα μέχρι τις ασύνειδες πλευρές τους». Δεν πρόκειται ούτε για Θεωρία. «Η θεωρία -με την αυστηρή της έννοια- προϋποθέτει ένα συγκεκριμένο ορισμό του αντικειμένου της και συνεπάγεται μια απόδειξη που προσβλέπει στην ακρίβεια και που στηρίζεται σε μια λεπτομερειακή κριτική των «δεδομένων»: κάθε θεωρία -όπως κάθε ιδέα είναι ιδέα για «κάτι»- είναι μια θεωρία για… Η έννοια πολιτική αντίληψη συνεπάγεται μια μεγαλύτερη γενικότητα και μια μικρότερη ακρίβεια: σ’ αυτή περιλαμβάνεται ο ορισμός όχι τόσο των αντικειμένων, όσο των στόχων και των επιδιώξεων, ο καθορισμός των στρατηγικών και τακτικών στοιχείων, η καθιέρωση διαδικασιών νομιμοποίησης με μια επιχειρηματολογία που αντλεί τα θέματά τους από διάφορες πηγές». [Φ. Σατελέ – Ε. Κουσνέρ, 1981]
Η πρόκριση της Αναρχίας -σε σχέση με τον Αναρχισμό- επομένως, γίνεται για να απορριφθεί κάθε ίχνος αναγωγής σε ένα κλειστό σύστημα ιδεών και να επιλεχθεί μια αδιαχώριστη σχέση μεταξύ θεωρίας και πράξης.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, κεντρική έννοια για την Αναρχία ως πολιτική αντίληψη έχει η Εξουσία. Και με βάση αυτήν την κεντρική της -διαφοροποιό, εντέλει- έννοια δεν μπορεί παρά να αναμετρηθεί με τις άλλες πολιτικές αντιλήψεις. Από τον 19ο αιώνα (και μέσα στο χρονικό και περιεχομενικό πλαίσιο της Νεωτερικότητας και του Διαφωτισμού) η ειδοποιός διαφορά της αναρχικής αντίληψης από τον μαρξισμό βρισκόταν στην απαραίτητη «διεύρυνση» της μαρξιστικής εργαλειακής αντίθεσης που «κινεί τον κόσμο» μεταξύ εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων προς την κατεύθυνση της αντίθεσης μεταξύ κυρίαρχων και κυριαρχούμενων. Η αντίθεση αναφέρεται ως δυναμική έκφραση της διαλεκτικής σχέσης, έτσι όπως αυτή έχει οριστεί από τον Χέγκελ, αφού και η αναρχία και ο μαρξισμός εντάσσονται στα νεοχεγκελιανά φιλοσοφικά ρεύματα. Η Εξουσία έχει αρνητικό πρόσημο και αποτελεί πηγή της γενικευμένης καταπίεσης. Καμία θετικότητα δεν υπάρχει στην Εξουσία, τέτοια που να επιτρέπει την οποιαδήποτε «απελευθερωτική» της επίκληση. Στη διαλεκτική, επομένως, αντίθεση οι πόλοι που συγκρούονται είναι η Εξουσία με την καθαρή άρνησή της κι με αυτόν τον τρόπο γίνεται κατανοητή η ίδια η κίνηση του Υπάρχοντος. Η έννοια της εξουσίας αποτελεί ήδη το κλειδί για την κατανόηση αυτής της διεύρυνσης, αυτής της ειδοποιού διαφοράς που εκφράστηκε με πολλούς τρόπους στις δύο πρώτες Διεθνείς. Σε επίπεδο προσώπων αυτή η διαφορά αποτυπώνεται στην ποιότητα και την ένταση της σχέσης μεταξύ Μαρξ και Μπακούνιν. Το γεγονός ότι ο Μπακούνιν ήταν ο πρώτος που μετέφρασε το «Κεφάλαιο» του Μαρξ στα ρώσικα (αποδεχόμενος -πανηγυρικά σχεδόν- την συγκεκριμένη ανάλυση του καπιταλισμού) δεν τον εμπόδισε να συγκρουστεί με τις πολιτικές προτάσεις του Μαρξ για το ξεπέρασμα του ίδιου του καπιταλισμού, δεν τον εμπόδισε να συγκρουστεί πάνω στο πεδίο «διαχείρισης» της Εξουσίας με πολλά έμπρακτα παραδείγματα ακόμη και μέσα στις διαδικασίες των Διεθνών (για να είμαστε ξεκάθαροι, οι όποιες τεκμηριωμένες αναφορές σε «συνωμοτικούς μηχανισμούς» και σε «αόρατες δικτατορίες» εννοείται ότι καθιστούν υπόλογο -με την έννοια υπό του λόγου του- και τον ίδιο τον Μπακούνιν).
Όσον αφορά τον μεταμοντερνισμό σχηματικά (1950 μέχρι σήμερα) θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι το σύνολο των ιδεών και των ρευμάτων σκέψης που αμφισβητούν τις αντιλήψεις της νεωτερικότητας (1750 έως 1950) και του παραδείγματος του διαφωτισμού για την επιστήμη, την γνώση και την αλήθεια. Δηλαδή αμφισβητούν τις αντιλήψεις που σχετίζονται με την ύπαρξη ενός αυτόνομου και ορθολογικού υποκειμένου, τα θεμελιωτικά (foundationalist) φιλοσοφικά και επιστημολογικά παραδείγματα, την αντίληψη του ορθού λόγου σαν καθολική, a priori ιδιότητα του ανθρώπου και την έννοια της κοινωνικής και ηθικής προόδου μέσα από την ορθολογική εφαρμογή κοινωνικό-επιστημονικών θεωριών [Schwandt 2001] Στην κοινωνική θεωρία, βασικές παραδοχές του μεταμοντερνισμού είναι «…η απαγκίστρωση από την ανάγκη της εξήγησης (με την γνωστή έννοια της αναζήτησης αιτίων και αιτιατών), η παραίτηση από την φιλοδοξία για αναλύσεις σε βάθος, η αποκήρυξη της ιστορίας (με την έννοια της τελεολογικής προσέγγισης του χρόνου) και η παρεπόμενη έμφαση στα φαινόμενα των πραγμάτων» [Craib 1998] Αν η μοντέρνα εποχή, δηλ. η εποχή του Διαφωτισμού και των ιδεολογιών της χειραφέτησης, πίστευε σε μια γνώση δεμένη με την καθαρή έρευνα της αλήθειας και με την ανάπτυξη της προσωπικότητας, η μεταμοντέρνα εποχή, όπως διαμορφώνεται μέσα στις συνθήκες της πληροφορικής, υποτάσσει την γνώση και την έρευνα στην αρχή της αποδοτικότητας, διαλύοντας έτσι τα προηγούμενα ιδεώδη, αλλά και συνάμα ανοίγοντας άλλες προοπτικές και δυνατότητες. Έτσι η συζήτηση για το μοντέρνο και το μεταμοντέρνο δεν αφορά μόνο αισθητικά προβλήματα, αλλά αγκαλιάζει την πολυστρώματη προβληματική της οργάνωσης και της νομιμοποίησης της μεταβιομηχανικής κοινωνίας. [Lyotar, 1984]
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο (που δεν περιορίζεται στα πεδία της αισθητικής αλλά προβάλλεται στο πεδίο των πολιτικών και κοινωνικών κινημάτων) εισάγεται από τον μεταμοντερνισμό ένα ζήτημα ποιοτικής και ποσοτικής διαφοροποίησης μεγεθών όπως οι κοινωνικές προσλήψεις του πραγματικού ή η στρατηγική των κοινωνικών σχέσεων δοκιμάζοντας τα δεδομένα του μοντερνισμού. Έτσι, ο μεταμοντερνισμός θεωρεί ότι οι μεγάλες αφηγήσεις (όπως αυτές των ολοποιητικών φιλοσοφιών) υπηρετούν την κάλυψη των αντιφάσεων και των ασταθειών που είναι έμφυτες σε κάθε κοινωνική οργάνωση και θεσμό: κάθε απόπειρα να δημιουργηθεί “τάξη” πάντα απαιτεί τη δημιουργία μιας ισοδύναμης ποσότητας “αταξίας”. Σε σχέση με την εξουσία εδώ δεν πρόκειται για ένα παγιωμένο και διαχωρισμένο μέγεθος από το οποίο ασκούνται οι στρατηγικές σχέσεων επιβολής αλλά αναπτύσσεται ένα πλέγμα μικροεξουσιών που είναι κοινωνικά διάχυτο και αποτελεί τη βάση για την παραγωγή και αναπαραγωγή των κρατικών εξουσιών.
Το πεδίο στο οποίο εντοπίζεται η βασική διαφορά μεταξύ της αναρχίας και των μεταμοντέρνων κοινωνικών και πολιτικών θεωριών είναι τόσο η ερμηνεία όσο και η διαχείριση της Εξουσίας. Είναι γεγονός ότι ο μεταμοντερνισμός δεν αποτελεί ένα συμπαγές σύστημα ιδεών αλλά αφορά μια δέσμη ιδεολογιών που εκκινούν από τον Χάϊντεγκερ και τον υπαρξισμό και διατρέχουν τη Σχολή της Φραγκφούρτης, μέχρι τον δομισμό και τον μεταδομισμό των ημερών μας. Με σημείο αναφοράς την έννοια της Εξουσίας και την διαχείρισή της θα αποπειραθούμε μια σύντομη περιγραφή των θέσεων από μεριάς του μεταμοντερνισμού.
Γράφει ο Σαρτρ: «Αυτό που περιπλέκει την κατάσταση είναι ότι υπάρχουν δύο είδη υπαρξιστών. Πρώτον, αυτοί που είναι χριστιανοί, ανάμεσα στους οποίους θα συμπεριλάβω τον Jaspers και τον Gabriel Marcel, που είναι και οι δύο καθολικοί. Και από την άλλη πλευρά, υπάρχουν οι αθεϊστές υπαρξιστές, ανάμεσα στους οποίους κατατάσσω τον Heidegger και μετά τους Γάλλους υπαρξιστές και τον εαυτό μου. Σημείο τομής όλων είναι ότι θεωρούν ότι η ύπαρξη προηγείται της ουσίας, ή αλλιώς, αν προτιμάτε, ότι η υποκειμενικότητα πρέπει να είναι το σημείο εκκίνησης» και συμπληρώνει: «Για μας σημαίνει ότι ο άνθρωπος υπάρχει πρώτα, δηλαδή ο άνθρωπος πρώτα απ’ όλα είναι το ον που εκσφενδονίζει τον εαυτό του προς ένα μέλλον και που συνειδητά οραματίζεται τον εαυτό του ως ύπαρξη του μέλλοντος. Ο άνθρωπος είναι αρχικά, είναι ένα σχέδιο με επίγνωση του εαυτού του, πέρα από μία μικρή μονάδα από βρύα, μια ποσότητα σκουπιδιών ή ένα κουνουπίδι τίποτε δεν προϋπάρχει του σχεδίου. Δεν υπάρχει τίποτα στον ουρανό. Ο άνθρωπος θα είναι ό,τι έχει σχεδιάσει να είναι«. Μπορούμε, επομένως, να αντιληφθούμε την υποκειμενικότητα ακόμη και εκτός ιστορίας «αν αυτό σχεδιάσει να είναι», με μια επίκληση ελευθερίας που καλύπτεται από την προϋπόθεση της ευθύνης των επιλογών αλλά δεν αποκλείει την συμμετοχή σε «συλλογικά σχέδια» που αφορούν κατά το δοκούν το «καλό της ανθρωπότητας». Συλλογικά σχέδια όπως ήταν ο ναζισμός για τον Χάιντεγκερ ή το γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα για τον Σαρτρ. Όσον αφορά τον Καμύ, η διαφοροποίησή του από τον υπαρξισμό του Σαρτρ -λόγω και της καλής σχέσης του τελευταίου με τον σταλινισμό- δεν σήμανε ποτέ την διασαφήνιση μιας θέσης για τα δικά του αναμφισβήτητα «όχι» όταν έγραφε: «Η πολιτική και η μοίρα της ανθρωπότητας διαμορφώνονται από ανθρώπους χωρίς ιδανικά και χωρίς μεγαλείο. Άνθρωποι που έχουν μεγαλείο μέσα τους δεν ασχολούνται με την πολιτική«. Εξάλλου, ο Σαρτρ ήταν αυτός που αρνήθηκε το βραβείο Νόμπελ ενώ ο Καμύ θεώρησε ότι στο βάθρο των Νόμπελ βρήκε την ευκαιρία να ευχαριστήσει την σουηδική ακαδημία για την αναγνώρισή του ως «καλλιτέχνη των κατατρεγμένων».
Ήταν φυσικό, πέραν της αμφισβήτησης της ουσιοκρατίας και των μεγάλων αφηγήσεων, το ζήτημα της διαλεκτικής να γίνει κεντρικό στην επαναδιαπραγμάτευση του Διαφωτισμού. Ο Χέγκελ γίνεται έτσι ένα σημείο τριβής που μπορεί να ξεκινά από τη δεκαετία του 1840 μεταξύ των νεοχεγκελιανών (σχετικά με την φυσιογνωμία της ίδιας της διαλεκτικής) αλλά περνά από την αμφισβήτηση της ίδιας της διαλεκτικής μεθόδου από το Νίτσε για να δημιουργηθεί μια τομή στη φιλοσοφία που θα επανοηματοδοτήσει στις αρχές του 20ου αιώνα μια διαμάχη πάνω στο πεδίο αποδοχής ή άρνησης της διαλεκτικής. Η διαμάχη αυτή τέμνει κάθετα και τα ιδεολογικά ρεύματα του μεταμοντερνισμού.
Με την πλευρά υπεράσπισης της διαλεκτικής μεθόδου του Χέγκελ τάχθηκε η Σχολή της Φραγκφούρτης, η οποία ορίστηκε ως νεομαρξιστικό φιλοσοφικο-πολιτικό εγχείρημα επαναπροσδιορισμού της μαρξιστικής ανάλυσης και προταγματικής. Εκείνο που μας ενδιαφέρει στο προκείμενο είναι η σχέση της Σχολής της Φραγκφούρτης με την Εξουσία και δεν είναι τυχαίο ότι η πιο χαρακτηριστική θέση του εγχειρήματος αυτού προκύπτει σε σχέση με την ίδια την αναφορά στην διαλεκτική στην εργασία «Εξουσία και Οικογένεια» από τον Μαρκούζε αντιγράφοντας λέξη προς λέξη την έκθεση του Έγκελς με τίτλοι «Σχετικά με την Αρχή της Εξουσίας» : «απέναντι στην αντιδιαλεκτική απόρριψη κάθε εξουσίας τονίζεται πρώτα απ’ όλα ο διαλεκτικός χαρακτήρας της σχέσης εξουσίας: είναι «ανόητο» να παρουσιάζουμε την αρχή της εξουσίας σαν απόλυτα κακή και την αρχή της αυτονομίας απόλυτα καλή. Υπάρχει μια εξουσία που είναι άρρηκτα συνδεμένη με την «οργάνωση» εν γένει: μια στηριγμένη σε αντικειμενικές κι ορθολογικές προϋποθέσεις υποταγή σε μια πραγματική διεύθυνση και καθοδήγηση -μια εργατική πειθαρχία. Μια τέτοια αντικειμενική εξουσία εξουσία είναι αναγκαία σαν προϋπόθεση για την παραγωγή σε κάθε μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Θα διατηρήσει τη σημαντική λειτουργία της και σε μια μελλοντική κοινωνία». Σαφέστατη θέση που δεν αποκλίνει από αντίστοιχες θέσεις άλλων εκπροσώπων του εγχειρήματος και επιβεβαιώνει τον νεομαρξιστικό χαρακτήρα του εγχειρήματος -και μάλιστα κεντροβαρίζοντας την αναδιαμόρφωση του μαρξισμού σε πεδία που δεν έχουν να κάνουν επουδενί με την αμφισβήτηση της εξουσίας αυτής καθεαυτής αλλά με μια διαχείρισή της σε «απελευθερωτική κατεύθυνση».
Στον αντίποδα της Σχολής της Φραγκφούρτης και πιο συγκεκριμένα στο στρατόπεδο ακύρωσης της διαλεκτικής μεθόδου τοποθετείται ο Μισέλ Φουκώ αντιπροσωπεύοντας το ρεύμα του δομισμού -μέσα και αυτό- στο πλαίσιο του μεταμοντερνισμού. Όσο, όμως, επιφανειακά αντιμετώπισε η Σχολή της Φραγκφούρτης την υπόθεση της Εξουσίας, τόσο αντιθέτως και περισσότερο εμβριθώς, ασχολήθηκε ο Φουκώ. Στην «Ιστορία της Σεξουαλικότητας» γράφει: «Με τον όρο εξουσία, νομίζω πως πρέπει καταρχήν να εννοούμε το πλήθος των σχέσεων δύναμης που ενυπάρχουν στον χώρο όπου ασκούνται και είναι συστατικές της οργάνωσής τους. Το παιχνίδι που μέσα από αδιάκοπους αγώνες και συγκρούσεις τις μεταμορφώνει, τις ενδυναμώνει, τις αντιστρέφει. Τα στηρίγματα που αυτές οι σχέσεις δύναμης βρίσκουν αναμεταξύ τους έτσι που σχηματίζουν αλυσίδα ή σύστημα, ή, αντίθετα, τις αναντιστοιχίες, τις αντιφάσεις που απομονώνουν τη μια από την άλλη. Τις στρατηγικές τέλος, μέσα στις οποίες ενεργοποιούνται και που το γενικό τους σχέδιο ή η θεσμική τους αποκρυστάλλωση υλοποιούνται στους κρατικούς μηχανισμούς, στη διατύπωση του νόμου, στις κοινωνικές ηγεμονίες«. Ο Φουκώ ισχυρίζεται ότι η εξουσία δεν σχετίζεται με την άρνηση: «Στην πραγματικότητα η εξουσία παράγει, παράγει κάτι το πραγματικό, παράγει τομείς αντικειμένων και τελετουργίες αλήθειας. Η εξουσία παράγει πραγματικότητα… Η έννοια της καταπίεσης είναι εντελώς ακατάλληλη για να αντιληφθούμε τι είναι ακριβώς η παραγωγική πλευρά της εξουσίας. Όταν ορίζουμε τα αποτελέσματα της εξουσίας σαν καταπίεση, υιοθετούμε μια καθαρά νομική αντίληψη της εξουσίας αυτής. Αυτό που κάνει την εξουσία ανθεκτική είναι το ότι δεν περιορίζεται στην απαγόρευση, αλλά παράγει πράγματα, μορφές γνώσης και λόγο«. Έτσι, σε επίπεδο προβολής αυτής της προσέγγισης στην πολιτική προταγματική δεν πρέπει να μας φαίνεται περίεργη σε διάφορες καταστάσεις η αγαστή σύμπραξη του Φουκώ με τον μαοϊσμό των ημερών του. Δεν είναι επί του παρόντος να αναφερθούμε στην ταύτιση από μεριάς του Φουκώ της εξουσίας με την επιθυμία, ούτως ώστε να φαίνεται μάταιη κάθε απόπειρα για το ξεπέρασμά της και να οδηγεί στην μονόδρομη επιλογή κάποια «χρηστής» διαχείρισής της. Έχει όμως σημασία να αναφερθούμε στην κατανόηση της άρνησης της διαλεκτικής μεθόδου από μεριάς του Φουκώ. Είναι ενδεικτικός ο διάλογος που είχε με τον Τσόμσκι γύρω από το θέμα του πολέμου και της δικαιοσύνης. Ο Φουκώ αρνείται ότι η άρνηση και η αντίφαση είναι εγγενείς ιδιότητες του πραγματικού σύμφωνα με τη διαλεκτική. Σε μια σύγκρουση προλετάριων με τα αφεντικά τους δεν πρόκειται -θα μπορούσε να ισχυριστεί ο Φουκώ- για την σύγκρουση δύο πόλων, της θέσης και της άρνησης και τη συνακόλουθη σύνθεση σε μια νέα θέση, αλλά για έναν πόλεμο εξουσιών. Οι προλετάριοι κάνουν μια κίνηση και τα αφεντικά προσπαθούν να την συντρίψουν ή να την οικειοποιηθούν μέχρι οι προλετάριοι να κάνουν την επόμενη κίνηση κοκ. Δεν υπάρχει σύνθεση αλλά πόλεμος. Αυτή η πρόσληψη της πραγματικότητας δικαιολογεί τον ανελέητο πόλεμο που δεν γνωρίζει την ακύρωση οποιουδήποτε μέσου εν ονόματι του σκοπού, δεν γνωρίζει κανέναν φραγμό ήθους κι αυτό είναι που τον διαφοροποίησε στον διάλογο με τον Τσόμσκι, ο οποίος με τη σειρά του ισχυριζόταν ότι ο τρόπος που θα κερδίσεις τον πόλεμο θα καθορίσει και την καινούργια κοινωνία που θα κτίσεις.
Στο ρεύμα του μεταδομισμού και σχετικά με την Εξουσία είναι εξίσου ξεκάθαρος και ο Ντεριντά. Στο βιβλίο του «το Τέρας και ο Κυρίαρχος» σημειώνει: «κατά κάποιο τρόπο , δεν υπάρχει αντίθετο στην «κυριαρχία» και ως εκ τούτου η επιλογή δεν είναι μεταξύ κυριαρχίας και μη-κυριαρχίας αλλά μεταξύ των διαφόρων μορφών των χωρισμών, κατατμήσεων, διαιρέσεων, προϋποθέσεων που εμφανίζονται για να θίξουν μια κυριαρχία που πάντα υποτίθεται πως είναι αδιαίρετη και απροϋπόθετη«.
Η Αναρχία δεν βρήκε ποτέ, δεν βρίσκει και δεν θα βρει ποτέ καμία απολύτως θετικότητα στην Εξουσία. Αυτό δεν σημαίνει ότι, ως ανοιχτή πολιτική αντίληψη, δεν παρακολουθεί τις αναλύσεις όλων των ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων, δεν «μορφώνεται» μελετώντας τις ερμηνείες και τα συμπεράσματα όλων των αποπειρών για μια ριζοσπαστική προσέγγιση του πραγματικού. Αλλά αυτό δεν σημαίνει, επίσης, ότι θα αποδέχεται a apiori και τις πολιτικές προταγματικές των αναλύσεων αυτών ως αναπόσπαστο μέρος της σύνθεσής τους. Πόσο μάλλον όταν αυτές όχι μόνο αδυνατούν να αντιληφθούν έναν κόσμο χωρίς Εξουσία αλλά εγκαλούν και στην αναπόφευκτη «χρηστή» της διαχείριση ως προϋπόθεση των απελευθερωτικών εγχειρημάτων. Αυτό και πάλι δεν σημαίνει ότι οι αναρχικοί/ές θεωρούν εαυτούς αποκαθαρμένους από την εξουσιαστική λογική, αμόλυντους και άχραντους μαχητές της ελευθερίας. Αλλά, στο πλαίσιο της ίδιας της διαλεκτικής που δοκιμάζει και δοκιμάζεται μέσα στο πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων, το άτομο αναγνωρίζει την σύγκρουση της εξουσίας και της άρνησής της και σε επίπεδο μοριακών συμπεριφορών της υποκειμενικής συνείδησης επιδιώκοντας το ξεπέρασμα σε ένα ανώτερο επίπεδο δυναμικής αντίφασης. Και αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο κινείται ο κόσμος προς την ελευθερία. Στο προκείμενο, χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή σε κάθε αυτονότητη σύνδεση της Αναρχίας με την «γοητεία» του μεταμοντερνισμού αφού είναι πασιφανής η διαφοροποιός τους σχέση…
Πτέρυγα Κ
πηγή: http://detefabulablog.tk/anarchia-vs-metamonternismos-ine-i-exousia-ilithie/