“Κασσάνδρα” – Σίσσυ Δουτσίου

August 2, 2017

Όραση
Αφή
Γεύση κατά τόπους
Η εντύπωση που δημιουργεί στη γλώσσα ότι βρίσκεται κάτω από τα πόδια μας
Αρχαίες πόλεις
Θαμμένα καταφύγια
Κορίτσια τρέχουν στην αγκαλιά του Ιούλιου Βερν
Ο πολιτισμός ένα πυκνό υλικό στην επιφάνεια
περισσότερο σίδηρο καθώς και νικέλιο και πυρίτιο
ωστόσο το σπάνιο ουράνιο απλώνεται σε αχανής εκτάσεις
κάτω από τα πόδια μας.
Και η Κασσάνδρα
τα βαμμένα ασημί νύχια της γέμισαν αλάτι
όπως το σπίτι της το φθινόπωρο γεμίζει λύπη.
Δεν υπάρχει λόγος να ξέρουμε καλύτερα την κόρη του βασιλιά
από το βυθό του ωκεανού.
Τα υλικά σώματα βγάζουν από τους πνεύμονες τους
το ορατό φάσμα εκείνης της ξακουστής
υπεριώδης ακτινοβολίας.
Η κοινότητα 10.000 γυναικών
άφησε την τελευταία της πνοή
τις πρώτες πρωινές ώρες.

Η Κασσάνδρα κοιτάζει τους ώμους του Απόλλωνα.
Από καταβολής κόσμου γράφονται στον έρωτα ωδές
Και η Κασσάνδρα
βαθιά αφοσιωμένη στο γαλάζιο
μελαγχολική απέναντι στο τρίσβαθο μπλε του ουρανού
και η ερημιά των αιώνων
παρέα με αυτό το πολύπλοκο μαβί.
Ένας αφόρητος καύσωνας
Μια ξαφνική καταιγίδα
Και η Κασσάνδρα – οι φτέρνες της συγκινούν χωρίς πολύ σκέψη
τους νεκρούς σαρκασμούς του σύγχρονου αναγνώστη.
Τα γόνατά της απαγορεύονται να αγγίζουν
τα εκθέματα του κυκλαδίτικου μουσείου.
Τα λουλούδια που ήταν όλα ανοιχτά για όλους
και αυτό το σιωπηλό διάστημα που περιβάλλει την καρδιά των πραγμάτων.

Η δικιά μου αδερφή
έπρεπε να ´ναι πιο ευτυχισμένη
από τις αδερφές των άλλων.
Λυρικότητα μηδέν
Ποίηση 100 τοις 100
Η συνήθεια αναστενάζει σαν τον πατέρα που πλένει
την τετράχρονη κόρη του στην μπανιέρα του σπιτιού του
ή σαν τους γλάρους που αρπάζουν τα ψάρια από το πέλαγος,
για να φάνε, από συνήθεια.
Και η Κασσάνδρα – η ομορφιά της,
τα μάτια που διάλεξε να έχει για να βλέπει,
χαϊδεύεται στον κορμό ενός δέντρου με μανία.
Η ντροπή της κρύφτηκε πίσω από
τα ροζ φύλλα μιας ψιλής βουκαμβίλιας.

Το ίδιο παράπονο.
Η χαρά κατέχει όλες τις ακτές εκεί ανάμεσα
«στα βαριά κοσμήματα και τα αμέτρητα φουστάνια»
Ένας ορίζοντας πολύ κοντά
Ο αναστεναγμός των θαλασσών
Δίπλα μου
«Κάτσε δίπλα μου»
Προς τα εκεί που κοιτάζω
Πηγαίνω μπροστά
Έλα μπροστά μου
Η απόλαυση – ο δικός της ορίζοντας
Λίγα τετραγωνικά μέτρα, ένα σύμπαν
Εκεί ξεκινάει το ουράνιο τόξο
Εκεί τελειώνει
Τελείωσε η μέρα
Περίμενε να στεγνώσει το στήθος της
Τα μελλούμενα δεινά
Απροκάλυπτα

Λευκά ρούχα ξύπνησαν από ένα θόρυβο
Τα αστέρια ουρλιάζουν
Τα πτώματα τραβάνε το παλάτι της
Προλαβαίνοντας να δέσουνε τα μαλλιά τους
Ο ταύρος της –
Είχε έναν ταύρο – Δανεικό
Και η Κασσάνδρα (σαν την Αφροδίτη της Μήλου)
Το βαθύ γαλάζιο παραμονεύει
Επιβλητικά
Μία ζεστή κυριαρχία
Η Θάλασσα

Ο χάρτης της πόλης στέκεται όπως τα ξένα όνειρα
ταράζουν τα παιδιά στην κούνια τους όταν κοιμούνται.
Συνεχώς η ψευδαίσθηση ότι είμαι υπό την επήρεια lsd ή εκστασιασμένη.
Η γη, το έδαφος, η ξηρά, η θάλασσα, η πατρίδα.
Το έθνος καρφωμένο στα δέντρα και στα βουνά
σπέρνει αστέρες και κρασί στην καρδιά των δώδεκα ουρανών.
Δύο οικογένειες
Αργά το απόγευμα
Εδώ στα χείλη μου
Αργά, προσεκτικά
Ένα φιλί έρχεται αθόρυβα.

Το παζάρι γυαλιστερών μαργαριταριών δεν πέθανε
τα καραβάνια διασχίζουν οάσεις και ερήμους.
Ο δρόμος του μεταξιού
Η μαύρη θάλασσα
Τα καλοκαιρινά νησιά της Ελλάδας
Ερασιτέχνες ζωγράφοι
Δεκάδες αυλές
Και η Κασσάνδρα

Ένας πόνος σκληρός
Κατεβαίνει
Το αγνό και εύγλωττο δάκρυ
Πλημμυρίζει, δύο μάτια σκοτεινά.
Σε αφανείς πολέμους
Σε παλιούς κήπους
Μία άλλη νύχτα
Μεγάλωσε το στόμα μου
Το ίδιο φιλί
Και η Κασσάνδρα κουβαλούσε νυχτερίδες και σπουργίτια
Τρέμει μέσα στο νερό
Αφουγκράστηκε το μακρινό,
Το άγνωστο
Άρπαξε το θάνατο χωρίς δισταγμό
Χωρίς παύση
Κοίταξε την κίνηση της γλώσσας
Βρέθηκε νεκρή στα ανάκτορα
Οι ρυτίδες της δοκίμαζαν με βία την αγάπη της Ιφιγένειας
Φώναξα να ανασύρουν το πτώμα της από το βυθό
Κρατούσε τα μαλλιά της στα χέρια της
Τα γόνατά της μαζεμένα στο στήθος της.

Ο Ορέστης γινότανε πάλι παιδί
Οι κόρες του βασιλιά
κέρδισαν ιστορίες αγάπης.
Πριν από την αρχή των σύννεφων
Ο άνεμος
Το φως κρατούσε τη θάλασσα σκυμμένη
γλυκά πάνω από τα κήτη.

Οι πολεμιστές φυτεμένοι στο χώμα
Επιστρέφουν όλο και πιο πλούσιοι
Χρειάζεται εμπιστοσύνη
Η γη ανασκαμμένη για το θυμό και τις φωνές των γυναικών
Φάνηκαν τα πρόσωπα
Να φροντίσουμε τη βροχή και τους αγγέλους να θρέψουν
αυτόν τον έκπληκτο κισσό.
«Έλα, κάτσε δίπλα μου, κοντά μου»
Η ανησυχία σαν φάντασμα
Τριγυρνάει ανάμεσα μας
Και η μοίρα την ρωτάει:
«Πόσο ακόμα θα μας τρομάζεις;»
Θέλουμε να τα ξεχάσουμε όλα
Την μελαγχολία
Την ζωή
Οι μεθυσμένοι διάλεξαν την ηδονή.

Η αξία της υπομονής ερεθίζει την καταστροφή και την τιμωρία
Κανείς δεν θα το μάθει ποτέ
Η Κασσάνδρα διέσχισε θαλάσσιες λάβες με πολύχρωμες αποχρώσεις
Εκείνο που χρειαζόμαστε τώρα
Είναι το χαμόγελό της
Την αρετή της
Τα σύκα δρόσισαν
Τα όμορφα μάγουλα των αγοριών προσπάθησαν
Η καλοσύνη άφησε την
έρημο της μοναξιάς σε ένα απρόσιτο χώρο – μόνη της.
Η θέλησή μας
Έφτασε

Τα καλύτερά μας χρόνια
φυλάξαμε την οδύνη
κλεισμένη κάτω
από την μασχάλες μαύρων περιστεριών.
Και η Κασσάνδρα με τεντωμένους αγκώνες προς το κενό του διαστήματος,
περιφέρονταν από πέτρα σε πέτρα – απεγνωσμένη,
τολμούσε να μιλήσει:
“Φάτε τον βασιλιά της Τροίας
Ξεριζώστε την καρδιά των γκρίζων δέντρων
Κάψτε ζωντανούς τους φανταχτερούς μονόφθαλμους άρχοντες
Δωρίστε το σπέρμα του άντρα σας στις φίλες σας
Φτύστε τις ολοστρόγγυλες λίρες σας
Λιώστε τα χρυσά σας βραχιόλια”.

Η Κασσάνδρα ήθελε να προλάβει
να φυλάξει λίγο από το αίμα της ιστορίας
πίσω από τους καθρέφτες στο λουτρό της
ή κάτω από τις φυτεμένες ροδιές.
Η πανσέληνος
τρύπησε τις κοιλιές των χωραφιών.
Ο δικός μας κόσμος
άνοιξε αναπάντεχα, τη στιγμή
τα νεογνά μιλούσαν
για το λαθρεμπόριο των νεκρών γονιών τους.
Το σκοτάδι τύλιξε την γη
Ο κάτω κόσμος αστράφτει δίπλα
σε ζωντανά ηφαίστεια
τα χελιδόνια στριγγλίζουν
από πόλη σε πόλη.
Και η Κασσάνδρα με λυγμούς
κοιτάζει τις φωνές των πουλιών
«Νεκρά πλοία στριμώχτηκαν στον αφρό
Η ευτυχία υποκλίνεται στα ξεχασμένα στάχυα
Ακίνητα δάση επιβιβάζονται στα στόματα παιδιών
Μην με εγκαταλείπεται σε αυτό το κύμα που σπάει
Γυρίστε ανάμεσα στα σπίτια σας
Εκεί που σας περιμένουν οι κόρες σας
Και κρεμάστε αυτή τη μαύρη ανησυχία».

Η πομπή ξεκίνησε
Τελείωσε ο θρήνος
Και η Κασσάνδρα καταραμένη, από θεού βούληση
τις προφητείες της να μην τις εμπιστεύονται
τα γυναικόπαιδα, οι άντρες και οι γέροι
«κλείσε τα μάτια σου , κόρη μου – αναπαύσου»
Όραση
Αφή
Γεύση κατά τόπους
Η εντύπωση που δημιουργούν στην γλώσσα μας
οι προφητείες της Κασσάνδρας.


Η Σίσσυ Δουτσίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980.Έχει σπουδάσει Αστροφυσική και Θέατρο. Είναι ηθοποιός και ποιήτρια. Είναι Ιδρυτικό μέλος του +Ινστιτούτου [Πειραματικών Τεχνών] και συμμετέχει στην πολιτιστική ομάδα Κενό Δίκτυο. [http://ecstaticpoetrysemeli.blogspot.com]

Previous Story

Jacques Rancière: Democracy, Equality, Emancipation in a Changing World- talk at Bfest 2017

Next Story

Μια μικρή καλοκαιρινή ιστορία- του Λευτέρη Βασιλόπουλου


Latest from Poetry

Go toTop