Έρχεται εκεί που τη χρειαζόμαστε
πριν αρχίσει το ποίημα
πάνω στη γη, τη θάλασσα, τον ουρανό.
Χιλιάδες πρόσωπα επιθύμησαν
τη νεαρή σύζυγο, τους νεόνυμφους, τους κόλπους της ακολασίας.
Η Πανσέληνος προστάτιδα των μαγισσών.
Τα χέρια της φορτωμένα με οικογενειακά κειμήλια.
Βαθειά πηγάδια εξουθενωμένα,
την παίδεψαν – εκεί που αρνήθηκαν
οι εξόριστοι να υποταχτούν.
Υπέροχα αστέρια ανακάλυψαν την πίκρα
του εμφυλίου πολέμου.
Εκεί που η ευτυχία ξεριζώνεται από
τα στήθη των γυναικών,
εκεί που η σκέψη βυθίζονταν στον αφρό
των πενήντα στίχων.
Τα πατώματα των σπιτιών πίστεψαν
τους ερωτευμένους άντρες
εκεί που οι όμορφες οικοδέσποινες
ξεραίνονται όταν στο πρόσωπό τους αντανακλά
το φως του ήλιου.
Παρούσα στους τόπους των νεκρών
Κυρία των Ψυχών
Ο θερμός τόνος των τάφων υπηρετεί
τον καημό της νοσταλγίας.
Εκεί που ο ψίθυρος μοιάζει με ηχώ
– ο ένας για τον άλλον –
Γεννήθηκε η Εκάτη.
Μοναχοπαίδι. Οι άνδρες την παρακαλάνε
να μείνουν ζωντανοί μέχρι το τέλος του πολέμου,
να τους δώσει όπλα και χάρη.
Εκεί το σθένος απαλλαγμένο από τον φόβο
κατευθύνεται προς τα κατάστιχα της Ιστορίας.
Εκεί που συζητάνε τα κορίτσια και τα
αγόρια για το ανέφικτο.
Τολμάει η πομπή της πόλης να προστατέψει
τη Νίκη του Κάτω Κόσμου.
Γεννήθηκε η Εκάτη
με δύο πυρσούς στα χέρια
τυφλώνει τα βρέφη από νωρίς
ζητάει νόμιμους απογόνους.
Οι ηθοποιοί έκρυψαν τα τρία κεφάλια
της Εκάτης
συνεπαρμένοι από τα άλογα της Τάξης
υποτάχτηκαν στο νιόπαντρο ζευγάρι.
Εκεί καθάριζε ο ένας τα πόδια του άλλου,
το χώμα έδινε την υπόσχεση της πίστης στα ρόδα
σαν διαλυμένο παιχνίδι μπροστά στο αιώνιο ρεύμα
όλοι σκεπάζονται από το ηλιοβασίλεμα.
Παράξενο είναι να κατοικείς μπροστά
σε σταυροδρόμι.
Το μέλλον φτερουγίζει μέσα στη γενέτειρα
των φαντασμάτων.
Οι ζωντανοί ή οι άγγελοι (που τους
φωνάζουν άλλοι)
έχουν ανάγκη την παρηγοριά της νεκρομαντείας.
Γεννήθηκε η Εκάτη
«τροφός όλων όσων γεννήθηκαν μετά από αυτήν».
Οι αριστοκράτες είπανε τα μυστικά τους
στους δούλους και αυτοί
θρήνησαν τη χαρά των παλατιών –
με δάκρυα στα μάτια και μια εκπληκτική κίνηση
ζήτησαν από την ανθοφορία
της άνοιξης
με το αίμα τους και ευνοημένοι
από τύχη δηλητηρίασαν την Τάξη των άλλων.
Γεννήθηκε η Εκάτη.
Οι εραστές επέστρεψαν στην αφιλόξενη
κοινωνία των ανθρώπων.
Το σύμπαν βαριανάσαινε πάνω από τα κεφάλια τους.
Οι Θεοί της Θάλασσας και ο Ανείπωτος
Κόσμος των Νεκρών διασχίζουν
στρατώνες και ορυχεία και
αγκαλιάζουν το χώμα των φοβισμένων.
Εκεί που συλλαμβάνουν τους ποιητές
και φυλακίζουν τους εραστές της φιλοσοφίας.
Εκεί που οι Θεές αφοπλίζονται μπροστά
στο πυκνό σκοτάδι της σύγχρονης Ιστορίας.
Άλλο και τούτο,
μακάρι η καρδιά της Λύκαινας να εγκαταλείψει
όλο της το φαΐ στους χθόνιους υπηρέτες της.
Γεννήθηκε η Εκάτη.
Οι πιστοί της αγκαλιάστηκαν σφιχτά.
Πήρε το λόγο μια μητέρα
γιόρταζε τα γενέθλια της κόρης της
χάιδευε την εορταστική τούρτα,
δώδεκα κεριά χρώμα λευκό, βουτηγμένα
στη ζάχαρη άχνη.
Μόνο αυτό έμεινε
και το ανάλαφρο βήμα των αιθέρων.
Εκεί που διώχνουν τα κακά πνεύματα από το σπίτι.
Εκεί νεαροί σκύλοι ξέσπασαν σε κλάματα:
τα πανωφόρια του θανάτου
τύλιξαν τον πυρετό των φιδιών, οι τρεις παρθένες
προειδοποίησαν τον λαό
για τα εμπορεύματα των βασιλιάδων.
Με μια λέξη, τα παιδιά τόλμησαν
να ανατινάξουν τις άμαξες.
Με μια διαύγεια οι κυρίαρχοι φώναξαν:
«αυτοί καταστρέφουν την πόλη».
Η Εκάτη έκρυψε τα λάφυρα κάτω από τα
λιγοστά αρχαιολογικά ευρήματα
και όταν οι γονείς ήταν περήφανοι πια για τα παιδιά τους
υποσχέθηκε πως θα τους μάθει να
τιθασεύουν τον άνεμο – κυρίως να
τιθασεύουν τον πόνο του θανάτου.
Οι ευλογίες ήτανε μακάβριες
όλες για έναν θρήνο.
Οι γυναίκες συνέχισαν να φτιάχνουν ψωμί.
Οι άντρες πλησίασαν τα μνήματα των προγόνων τους.
Οι μανάδες έδειξαν τους ετοιμοθάνατους.
Οι γέροι ευχήθηκαν τον θάνατο στους συνομήλικες.
Οι έφηβες ξεκίνησαν να φροντίζουν τους άρρωστους.
Τα βρέφη κάρφωσαν το βλέμμα τους στα αγάλματα των Θεών.
Η Εκάτη στέκει ως φύλακας της πόλης.
Οι νεκροί μας συνάντησαν εμάς.
Εμείς υμνούμε το θείο.
Μυρίζει τριαντάφυλλο λιβάνι.
Γεννήθηκε η Εκάτη.