Η Σουηδία και ο σοσιαλδημοκρατικός μεταμοντερνισμός- Γιώργος Κουτσαντώνης

December 29, 2017

«Στον κόσμο που ζούμε […] τα τείχη δεν είναι στέρεα και σίγουρα δεν διαρκούν για πάντα· είναι ιδιαίτερα κινητικά και θυμίζουν στον ταξιδιώτη της ζωής χάρτινα διαχωριστικά ή καλύμματα, που σκοπός τους είναι να αλλάζουν συνεχώς θέση σύμφωνα με τις διαδοχικές αλλαγές των αναγκών και των γούστων» (Zygmunt Bauman) [1]

Από τη δεκαετία του ’70 έως και σήμερα, κεντρική πολιτιστική επιταγή είναι η σχετικοποίηση των πάντων και μια τάση ριζικής αποδόμησης κάθε θεσμού -με την ευρύτερη δυνατή έννοια. Οτιδήποτε το σταθερό και ριζωμένο, που έστω και δυνητικά αντιστέκεται στο «αναπόφευκτο» αύριο, που μπορεί να παρέχει ισχυρούς πυρήνες νοήματος, ή αλλιώς «αξίες», εκλαμβάνεται αυτόματα ως μια «κακή μεταφυσική» που πρέπει να καταστραφεί. Όμως μια εποχή που ρέει αδιάκοπα, χωρίς να αναγνωρίζει συνδετικά νήματα δεν είναι δυνατό να «παράγει ιστορία». Εδώ βρίσκεται ένα παράδοξο, διότι εάν δεχτούμε έναν στοιχειώδη ορισμό της ιστορίας ως Χρόνο + Νόημα, τότε ο μεταμοντερνισμός είναι η αναγγελία του τέλους κάθε χρόνου. Σήμερα μιλάμε για μια εποχή που δεν ακολουθεί πλέον ούτε τη γραμμική τάση της χριστιανικής εκδοχής, ούτε την κυκλική της αρχαίας ελληνικής σκέψης, αλλά ρέει σε ένα σπειροειδές μοτίβο, που βιδώνεται στον εαυτό του.

Ως ένα σημείο της ύστερης νεωτερικότητας η σχέση γονέα-παιδιού, είχε ως στόχο, εκτός των άλλων, να μεταβιβαστούν εκείνοι οι άγραφοι κανόνες, οι «κώδικες» και ένας γενικός νοηματικός ορίζοντας για την χαρτογράφηση του κόσμου. Αυτή η μεταβίβαση υπήρξε μάλιστα ένα κοινό στοιχείο σε όλα τα «πολιτισμικά» πλάτη και μήκη της ανθρωπότητας. Ακόμη και στο πιο «χαμηλό» πολιτισμικό επίπεδο, υπάρχει πάντα ένας νοηματικός ορίζοντας που πρέπει να μεταβιβαστεί. Ανεξάρτητα από τους πόνους, τις εντάσεις και τα δάκρυα που μπορεί να ενέχει αυτή η μεταβίβαση, πρόκειται για ένα νήμα που συνδέει μεταξύ τους τις γενιές στον ιστορικό-κοινωνικό ιστό του ανθρώπου. Τη στιγμή όπου το παιδί ξεπερνά την κατάσταση απόλυτης εξάρτησης από τους γονείς του γίνεται μια υπέρβαση η οποία όμως δεν μπορεί παρά να εκφραστεί μέσα από την εκ νέου επεξεργασία και ερμηνεία κανόνων που προϋπάρχουν. Ακόμη και ο πιο «επαναστάτης και αντάρτης» γιος, υπό μια έννοια, «καταδικάζεται» να είναι στο τέλος ένας καλός γιος «φτιαγμένος» από τα ίδια υλικά με τον πατέρα του. Σε αυτή τη σχέση γονέα-παιδιού σήμερα φαίνεται κάτι να αλλάζει· η παύλα ανάμεσα στις δυο λέξεις που διακρίνει, αλλά δεν χωρίζει τον γονέα από το παιδί, γίνεται όλο και πιο ισχνή. Δεν είναι πλέον γονέας-παιδί, αλλά γονέας «και» παιδί. Δύο ξεχωριστές οντότητες και, αν είναι δυνατόν, ριζικά ανεξάρτητες μεταξύ τους. Ο γονέας σταδιακά δεν έχει τίποτα να μεταβιβάσει, καμία παράδοση που μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά το σήμερα. Αυτό γιατί οι παραδόσεις, οι συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα είναι ιστορικά «αντικείμενα», ενώ η εποχή του μεταμοντερνισμού είναι η μια μη ιστορική εποχή.

Οι οντότητες «γονέας» και «παιδί» αγωνίζονται να αναγνωρίσουν η μια την άλλη, σαν να είχε αυξηθεί περισσότερο από κάθε άλλη φορά η απόσταση των γενεών σε σύγκριση με το χάσμα που υπήρχε σε προηγούμενες εποχές. Μοιάζουν με δυο υπάρξεις ριγμένες στο ίδιο τσουβάλι, χωρίς καμία θέσμιση των μεταξύ τους σχέσεων. Έτσι, η σχέση γονέα-παιδιού γίνεται τελικά μια σχέση δύο ατόμων που μοιράζονται κυρίως βιολογικά, δευτερευόντως συναισθηματικά και σπάνια θεσμικά και ιστορικό-πολιτιστικά στοιχεία. Σταδιακά από την αμοιβαία εξάρτηση και την υποχρέωση περνάμε στην αντιπάθεια και σε συγκρούσεις που αγγίζουν τα όρια ενός σκληρού διαγενεακού ανταγωνισμού. Από αυτή την άποψη γονέας και παιδί δεν είναι κάτι παραπάνω από δυο ξένοι που μέχρι κάποια στιγμή της ζωής τους μπορούν να ζουν στην ίδια γεωγραφική θέση και ίσως κάτω από την ίδια στέγη -μέχρι να απαλλαγούν οριστικά ο ένας από τον άλλο.

Στις υπεραναπτυγμένες χώρες της Δύσης το φάντασμα του αυτοδημιούργητου ανθρώπου, δηλαδή η ιδέα ότι ο καθένας μπορεί και πρέπει να βασίζεται μόνο στον εαυτό του για να δημιουργήσει τη ζωή του από το μηδέν, τώρα πρέπει να προεξοφληθεί με προσύμφωνο και με «καθαρούς λογαριασμούς». Μάλιστα σε αυτό το φάντασμα δίνονται και ονόματα όπως «ελευθερία», «ανεξαρτησία», «αυτονομία». Οι (συν)δεσμοί με την ιστορία ή με τους θεσμούς για τα νέα άτομα του σήμερα νοούνται μόνο από ψυχαναλυτική άποψη και μόνο ως απαρχαιωμένες εντολές που θέτουν όρια στην απόλαυση και στην υποκειμενική τους βούληση. Είναι αλυσίδες που πρέπει να σπάσουν, ώστε να απελευθερωθεί το άτομο στην ασταμάτητη ορμή του You Only Live Once (YOLO) και του Follow Your Heart. Αυτή είναι η εποχή του ασταμάτητου τώρα! Δηλαδή το τέλος κάθε χρόνου, όπου όλα είναι ένα συνεχώς επιταχυνόμενο σήμερα [2]. Το άτομο είναι πλέον αποκομμένο από το παρελθόν του, από τις ρίζες του, και φυσικά και από το μέλλον του, διότι το μέλλον το αναλαμβάνουν οι αλάθητες αγορές. Η αρχαία αντίληψη του χρόνου μεταβάλλεται σε μια χρονική κουκίδα που απλά διαστέλλεται και ενίοτε ξεφουσκώνει -η συνέχεια με το χθες και το αύριο εξαφανίζεται. Έτσι γίνεται περιττή κάθε χαρτογράφηση του κόσμου η οποία μπορεί να κληρονομηθεί. Εάν δεν υπάρχει καμία ανάγκη στον άνθρωπο να ζει μέσα σε ένα πλαίσιο αξιών! Όλα είναι «καταπίεση» και «πατριαρχικά γνωρίσματα». Για τον μεταμοντερνισμό δεν υπάρχει καμία ηθική κρίση που να είναι αντικειμενικά ορθή ή λανθασμένη και αν κάποια φαίνεται πιο ορθή είναι λόγω της πίεσης που ασκείται για να προωθηθεί αυτή αντί για άλλες. Είναι σαν να προσπαθούμε να αναγεννήσουμε τον κόσμο εξ ολοκλήρου από γενιά σε γενιά, σε μια αέναη δημιουργία εκ του μηδενός (creatio ex nihilο).

Όμως η καλή λειτουργία μιας πολιτικής κοινότητας εξαρτάται από την σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην υποκειμενική και στη αντικειμενική ελευθερία. Υποκειμενική ελευθερία θα μπορούσαμε να ορίσουμε εκείνο τον ατομικό χώρο που επάξια υποστήριξε η πρώιμη νεωτερικότητα, ενώ η αντικειμενική ελευθερία σχετίζεται με τα καθήκοντα που απορρέουν από το πλαίσιο των κοινών εθίμων και πρακτικών. Η παραπάνω ισορροπία, που βασίζεται στον αυτοπεριορισμό, δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς ένα συγκεκριμένο πλαίσιο: δηλαδή μια κορνίζα που περιλαμβάνει όρια ενεργειών και δράσης, άγραφους κανόνες, νόρμες και κώδικες συμπεριφοράς. Αντιθέτως αυτοί που ζουν σε μια διάσταση καθαρής και «ανοιχτής» δυνατότητας είναι οι έφηβοι. Επειδή είναι άτομα που, κυρίως στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, δεν έχουν ακόμη ένα σαφή κοινωνικό ρόλο. Η κοινωνική τους ταυτότητα είναι συνεχώς υπό κατασκευή. Ως εκ τούτου, παρουσιάζουν την τάση να κινούνται στο δημόσιο χώρο -τον ψηφιακό και τον πραγματικό- εκτός πλαισίων αναφοράς, διότι στην πράξη δεν έχουν επιφορτιστεί με αντικειμενικά καθήκοντα. Ένα παράδειγμα όπου μάλλον αυτό το μοντέλο «αιώνιας εφηβείας» σταδιακά έγινε η κυρίαρχη κοινωνική κατάσταση είναι η Σουηδία. Κατάσταση στην οποία έπαιξαν καθοριστικό ρόλο και τα κινήματα της δεκαετίας του ‘70 που βασίστηκαν στον αντικομφορμιστικό νεολαιϊσμό. Ο νέος έπαψε να είναι ο μαθητευόμενος πολίτης και μετατράπηκε στον ανατρεπτικό έφηβο που εφόσον αυτός είναι το μέλλον, πρέπει να του προσφερθεί κάθε ευκαιρία, έτοιμη στο πιάτο. Κι έτσι φτάνουμε σε μια γενιά (snowflake generation) όπου οι νέοι ενώ έχουν τα πάντα, ζητάνε ακόμη περισσότερα, φωνάζοντας συνέχεια «καταπίεση». Στην ουσία πρόκειται για μια διαστρέβλωση του Ρομαντισμού, και μάλιστα στη χειρότερη εκδοχή του.

«Δεν ταλαντευόμαστε σε θέματα αρχών, ούτε θα υποκύψουμε σε απειλές ή εξαναγκασμούς. Αν κάνουμε κάτι τέτοιο, θα ήταν καταστροφικό για το μέλλον της Σουηδίας. […] «Δεν είμαστε δογματικοί στα αιτήματά μας. Αυτό που επιζητούμε είναι ισορροπία ανάμεσα στις δυνάμεις της αγοράς και τα δικαιώματα των εργαζομένων.» […] «Όμως: Αν σταματήσουμε να είμαστε οραματιστές, αν σταματήσουμε να αναζητούμε την ουτοπία, αν σταματήσουμε να δημιουργούμε στόχους για τους πολίτες, τότε όλη μας η προσπάθεια θα εξανεμιστεί και μαζί θα χαθεί η ηθική και η ιδεολογική μας δύναμη. Τότε το κόμμα μας θα χάσει την αίγλη του και την εμπιστοσύνη του λαού.» (Olof Palme) [3]

Στο μανιφέστο του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος το 1972 υπό την καθοδήγηση του Olof Palme, περιγράφεται το τέλεια οργανωμένο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, στόχος του οποίου ήταν να προσφέρει στο μέλλον, σε όλους του Σουηδούς, μια εντελώς αυτόνομη, ελεύθερη και ανεξάρτητη ζωή. Ωστόσο η μετα-φορντιστική Σουηδική σοσιαλδημοκρατία από ένα ρεύμα υπέρ των φτωχών, καταλήγει να προστατεύει όχι την εργασία μέσω του κράτους πρόνοιας, αλλά το ίδιο το κράτος πρόνοιας από την εργασία. Σαράντα πέντε χρόνια μετά από αυτό το μεγαλόπνοο σχέδιο αρχίζουμε, έστω και δειλά, να μιλάμε όχι πλέον για την υπέροχη Σουηδία της ευημερίας, που ανοίχτηκε με «ορθό» τρόπο στις αγορές , και που μας παρουσιάζεται στα τηλεοπτικά κανάλια, αλλά για την πραγματική Σουηδία που δείχνει με τον φακό του ο Ιταλός σκηνοθέτης Erik Gandini στην ταινία ντοκιμαντέρ The Swedish Theory of Love (2015).

Δεν πρόκειται για την Σουηδία με την πλέον πρωτοποριακή ευρωπαϊκή κοινωνία, από τις πιο προηγμένες όσον αφορά την πρόοδο, την ευημερία και την κοινωνική πρόνοια. Πρόκειται για την Σουηδία με τις αμέτρητες μονογονεϊκές οικογένειες, την τεχνητή γονιμοποίηση, και με όλη αυτή τη μανία για ακραία ανεξαρτησία και χειραφέτηση. Μια κοινωνία γεμάτη μοναξιά και δυστυχία, με ανθρώπους καταθλιπτικούς, απόμακρους και σιωπηλούς που πεθαίνουν μόνοι και άγνωστοι. Το ανθρωπολογικό όραμα της δεκαετίας του ‘70 τελικά διαπέρασε για δεκαετίες ολόκληρη τη σουηδική κοινωνία και τα αποτελέσματά του σήμερα είναι ορατά. Πράγματι κατά την δεκαετία του ’70 η σουηδική σοσιαλδημοκρατία ένιωσε την ανάγκη να αλλάξει την αντίληψή της για τις ανθρώπινες σχέσεις. Ελευθέρωσε τις γυναίκες από τους άνδρες, τους ηλικιωμένους από τα παιδιά, τους εφήβους από τους γονείς. Όλα έγιναν μια ξέφρενη απελευθέρωση και ξεκίνησε ένα ασταμάτητο κυνήγι απόλαυσης, δικαιωμάτων και κατανάλωσης.

«Η καταναλωτική κουλτούρα σαγηνεύει τα παιδιά από την πιο πρώιμη ηλικία, μέσα από μια ατέλειωτη προπαγάνδα εμπορευμάτων. Κι έτσι τα κάνει να μην μπορούν πλέον να υπομένουν τη γονική πειθαρχία, καθώς ενισχύει την τάση τους να αντιστέκονται σε οποιονδήποτε νιώθουν πως προσπαθεί να επέμβει στη δική τους ευχαρίστηση. Η κουλτούρα της κατανάλωσης δε διαφθείρει μονάχα τα παιδιά με άμεσο τρόπο, αλλά υπονομεύει, μακροπρόθεσμα, και την ίδια την οικογένεια, καθώς ανεβάζει διαρκώς το θεωρούμενο ως αποδεκτό επίπεδο ζωής της μεσαίας τάξης.» (Christopher Lasch) [4]

Ο Gandini, δείχνει, ομολογουμένως με αρκετή ειρωνεία, τους σιωπηλούς τοίχους μέσα στους οποίους κάποιος πεθαίνει στη απόλυτη ανωνυμία. Ειδικές υπηρεσίες αναζήτησης ψάχνουν την ταυτότητα του πτώματος που βρέθηκε μετά από εβδομάδες σε μια πολυκατοικία της περιφέρειας. Ο νεκρός είναι τελείως ξεχασμένος από παιδιά και συγγενείς, κανείς δεν γνωρίζει ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος, ποιον αγαπούσε και ποιος τον αγαπούσε, απλά ερωτήματα που δεν βρίσκουν καθόλου εύκολα απάντηση. Ένας άντρας αυνανίζεται μόνος σε ένα λευκό δωμάτιο για να δώσει το σπέρμα του στην τράπεζα και ένα κορίτσι αυτογονιμοποιείται με ένα ειδικό κιτ, ολοκληρώνοντας χωρίς εξουσιαστικές παρεμβάσεις την «θηλυκοποίησή» του (girling of the girl σύμφωνα με την Βutler). Διαδικασίες λιγότερο «αυταρχικές», πολύ πιο αποτελεσματικές, ασφαλείς και τεχνολογικά αποδοτικές, αλλά δίχως την προσωπική σχέση μεταξύ των δυο φύλων· χωρίς καμία αλληλεπίδραση και δέσιμο. Αν και με μια δόση υπερβολής, σε άλλο σημείο, μέσα από τα μάτια ενός Σουηδού χειρουργού που εργάζεται στη Αιθιοπία, φαίνεται ο κοινωνικός πλούτος της φτωχής αφρικανικής κοινότητας σε αντίθεση με την πλούσια, αλλά κοινωνικά άγονη Σουηδία. Το ντοκιμαντέρ συνολικά καταφέρνει να αναδείξει ότι η μέγιστη χειραφέτηση μοιάζει να συμπίπτει με τη μέγιστη απομόνωση.

«Τί είναι η αυτονομία; Είναι να μπορούμε ανά πάσα στιγμή να πούμε: είναι δίκαιος αυτός ο νόμος; Ετερονομία έχουμε όταν το ερώτημα «δεν εγείρεται», όπως λέμε στα δικαστήρια. Το ερώτημα δε θα τεθεί, απαγορεύεται.» (Κορνήλιος Καστοριάδης)

Υπάρχει επομένως μια σύγχυση σημασιών, καθώς χρησιμοποιούνται κατά το δοκούν δύο παραπλανητικά παρόμοιες έννοιες: η «ανεξαρτησία» και η «αυτονομία». Η αυτονομία υπήρξε η ουσία του μοντερνισμού, ένα έργο που ήταν το προοίμιο μιας άλλης κοινωνίας στην οποία τα σχέδια ζωής δεν θα παρεμποδίζονταν, ή θα εξαρτώνταν όλο και λιγότερο, από τις κληρονομούμενες συνθήκες (επιβεβλημένες από την γέννηση) και από ετερόνομες και σκληρές ηθικές. Το νόημα της ζωής, της ουτοπίας ή της υποκρισίας, δεν θα ήταν απολύτως προκαθορισμένο. Για τον Καστοριάδη αυτόνομο άτομο είναι αυτό που αναγνωρίζει στους νόμους της κοινότητας τους δικούς του νόμους, πράγμα που μπορεί να γίνει μόνο με την συμμετοχή στην θέσμιση αυτών των νόμων και όχι με την τυφλή αποδοχή ή απόρριψη κάθε επιταγής [5]. Απλουστευτικά μπορούμε να πούμε ότι στην «Σουηδική θεωρία» -μια ολόκληρη κοινωνική οντολογία που αναγνωρίζεται μέσα από τον μεταμοντερνισμό- το βασικό στοιχείο δεν είναι η αυτονομία αλλά η μη εξάρτηση από τους άλλους, δηλαδή η ανεξαρτησία και η απομάκρυνση από καθετί που θεωρείται αυτομάτως «παρωχημένη αντίληψη». Η ανεξαρτησία του ενός από τον άλλο ακούγεται συχνά στο ντοκιμαντέρ του Gandini ως η απαραίτητη προϋπόθεση για χειραφέτηση. Έτσι η αυτονομία (δηλαδή η ελευθερία) καταλήγει να επισκιάζεται και να συμπιέζεται από την ανεξαρτησία. Πράγμα που οδηγεί στο να θεωρείται ο κάθε άλλος ως ένας εχθρός της ατομικής ανεξαρτησίας.

Όμως οι άνθρωποι, επειδή δεν θέλουν και δεν αντέχουν την μοναξιά, καταλήγουν να μισούν το γεγονός ότι οι άλλοι προσπαθούν να απομακρυνθούν, αλλά ταυτόχρονα κάνουν και οι ίδιοι το ίδιο πράγμα: απομακρύνονται, εγκλωβισμένοι μέσα σε έναν στρεβλό μηχανισμό αποξένωσης. Μοιάζουν με καρικατούρες ατόμων χαμένες σε έναν τεράστιο ωκεανό χωρίς νόημα, φυλακισμένες στην επιφανειακότητα της στιγμής, του ασταμάτητου και βαρυσήμαντου τώρα! Ίσως ο φόβος της προδοσίας και του ψυχικού τραυματισμού να είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα που γεννά, σε τέτοιο βαθμό, αυτό το σύστημα. Στην πραγματικότητα η εξαιρετικά εξελιγμένη αυτή κοινωνία έχει να αντιμετωπίσει πολύ σοβαρά θέματα που οι περισσότεροι άνθρωποι, εκτός Σουηδίας, δεν γνωρίζουν. Η έννοια της λέξης «απομόνωση» έχει περάσει σε μια πραγματικά άλλη διάσταση, ενώ η «ανεκτικότητα» σε μια χώρα που οι πολίτες της με το ζόρι αντέχουν ο ένας τον άλλο, μοιάζει με καφκικό ανέκδοτο -πόσο μάλλον εάν αρχίζουμε να συζητάμε για φιλοξενία μεταναστών και προσφύγων [6]. Εάν, υποθετικά, μια ημέρα γίνουμε όλοι Σουηδοί και η μεταμοντέρνα ιδέα του κόσμου γίνει μια καθολική «φυσική» κατάσταση, μπορεί να ξυπνήσουμε και να συνειδητοποιήσουμε ότι μια κοινωνία απόλυτης ανεξαρτησίας, χωρίς πραγματικούς ανθρώπινους δεσμούς, δεν είναι τίποτα περισσότερο από το άθροισμα των μοναξιών που συνθέτουν μια συλλογική δυστυχία.

[1] Zygmunt Bauman, Liquid Modernity, Polity Press, 2000.

[2] βλ. Η επιτάχυνση στην κοινωνία των προφίλ, Respublica.gr 2017.

[3] βλ. άρθρο, Ούλοφ Πάλμε – Η πολιτική είναι θέμα αρχών, Ελευθεροτυπία 2013.

[4] Christopher Lasch, “Hillary Clinton, Child Saver: What She Values will not Help the Family”, Harper’s Magazine, Οκτώβριος 1992.

[5] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας, Ράππα, Αθήνα 1981.

[6] Χαρακτηριστική φαίνεται να είναι η πορεία των Sweden Democrats: https://en.wikipedia.org/wiki/Sweden_Democrats

ΚΕΙΜΕΝΟ: Γιώργος Κουτσαντώνης
ΠΗΓΗ: http://www.respublica.gr

 

Δυστυχώς οι υπότιτλοι δεν είναι σωστοί αλλά υπάρχει λινκ για κατέβασμα της ενδιαφέρουσας αυτής ταινίας στις πληροφορίες του βίντεο

Previous Story

Departure Songs – Nikos LeFou

Next Story

Παπαροέλληνες


Latest from Theory

Go toTop