«Narodnorepublikanskatabalkaskafedеracija» σημαίνει “Λαϊκοδημοκρατική Βαλκανική Ομοσπονδία”
«Όχι μόνο έλλειψη εν μέσω υπεραφθονίας, αλλά και ανοησία εν μέσω γνώσης και επιστήμης […] είναι στο επίπεδο του Κράτους και του στρατού που οι πιο προοδευτικές τάσεις επιστημονικής και τεχνο-λογικής γνώσης συνδέονται με τους πιο καχεκτικούς αρχαϊσμους […]»
G. Deleuze & F. Guattari, Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια: Ο Αντί -Οιδίπους
Το «γιατί δεν βγαίνει ο κόσμος στους δρόμους» είναι ένα ερώτημα, αλλά και παράπονο, που τα τελευταία χρόνια διατυπώνεται επίμονα από διάφορο κόσμο, ο οποίος έχει ζωντανές τις μνήμες των μαζικών κινητοποιήσεων τα πρώτα χρόνια των μνημονίων. Μα να λοιπόν, λίγες μόνο μέρες μετά από τις θλιβερές λιτανείες για την ψήφιση του πολυνομοσχέδιου, οι δρόμοι της Θεσσαλονίκης γέμισαν με αλαλάζοντα πλήθη, ενώ αναμένεται και το συλλαλητήριο στην Αθήνα. Φυσικά, η συγκέντρωση δεν ήταν τόσο μαζική όσο τα αλήστου μνήμης συλλαλητήρια του 1992. Άλλη ιστορική συγκυρία, άλλο και το επίπεδο συντονισμού και κινητοποίησης των (παρα)κρατικών θεσμών. Το 1992, στην Αθήνα δεν έγιναν μαθήματα ώστε να παρευρεθούν σύσσωμα σχολείαστις διαδηλώσεις. Το μενού περιλάμβανε και συνθήματα παιδαγωγικού χαρακτήρα όπως «Πάρτε το χαμπάρι μαλάκες Σκοπιανοί η Μακεδονία είναι ελληνική»(…) Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα εδώ είναι ότι όπως τότε έτσι και τώρα δεν έχουμε να κάνουμε με ένα αυθόρμητο κίνημα από τα κάτω. Η πορεία προετοιμάστηκε και διοργανώθηκε από ένα πλήθος εθνικιστικών ομάδων με εκλεκτικές συγγένειες με το (παρα)κράτος και φυσικά με τις ευλογίες του εκκλησιαστικού κατεστημένου. Από την άλλη, όσο καθοδηγούμενη και να ήταν η συγκέντρωση, αν δεν αναπαραγόταν η σχετική επιθυμία σ’ ένα μοριακό επίπεδο, ο κόσμος δεν θα έρεε μαζικά στους δρόμους. Ξεπερνώντας ανελαστικά δίπολα, ο εθνικισμός πρέπει να γίνει κατανοητός ως συστηματικός λόγος του οποίου η δύναμη αποτυπώνεται μόνο όταν γίνεται διάχυτη ορμέμφυτη βούληση.
Είναι δεδομένο, όσο και αναμενόμενο, ότι γύρω από το Μακεδονικό έχει στηθεί ένα χοντρό παιχνίδι, στο οποίο επενδύουν πολλοί και διάφοροι, πολιτικά κόμματα, επίδοξοι Βοναπάρτες τύπου Φραγκούλη μέχρι επιχειρηματικά συμφέροντα. Μπορούμε όμως να μιλήσουμε για κεντρική και ενιαία στρατηγική του ελληνικού κράτους και του ελληνικού κεφαλαίου; Δεν φαίνεται κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, λαμβάνοντας υπόψη τη στάση εφημερίδων όπως η Καθημερινή αλλά και την εύλογη επιθυμία διατήρησης της με κόπο κατακτηθείσας πολιτικής σταθερότητας, είναι πιο βάσιμη η υπόθεση ότι επί του παρόντος το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής αστικής τάξης εκφράζεται πολιτικά από την «υπεύθυνη» στάση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία άλλωστε εδώ και κάποια χρόνια είναι η κυρίαρχη στάση της ελληνικής πολιτικής ελίτ, ανεξάρτητα αν η ΝΔ τώρα αποφασίσει να παίξει το χαρτί του εθνικισμού προς άγραν ψήφων και πιεζόμενη από τη βάση της και την ακροδεξιά συνιστώσα της. Ούτως ή άλλως, δεν πρέπει να ξεχνιέται ότι το Μακεδονικό αναθερμάνθηκε από τη νέα κυβέρνηση της ΠΓΔΜ, υπό το φως ευρύτερων γεωπολιτικών στοχεύσεων και διεθνών πιέσεων (ένταξη στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ). Πιθανότερο λοιπόν είναι ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μια σχεδιασμένη αναζωπύρωση του εθνικισμού (λες και υπάρχει εσωτερική αστάθεια που χρήζει διαχείρισης μέσω μιας στρατηγικής έντασης με στόχο την εθνική ομοψυχία). Αντιθέτως, δοθέντος της κατάλληλης(γεω)πολιτικής συγκυρίας, άνοιξεένα «παράθυρο ευκαιρίας», όπως λένε και οι αναλυτές, για επίλυση του «Μακεδονικού» στο επίπεδο διακρατικής συμφωνίας. Το ζήτημα φυσικά είναι αν θα ληφθεί το ρίσκο μιας από τα πάνω λύσηςυπό το ενδεχόμενο μαζικών κινητοποιήσεων μέσα από την ενεργοποίηση των ακροδεξιών/παρακρατικών μηχανισμών. Αυτό είναι μάλλον το ουσιαστικό διακύβευμα των συλλαλητηρίων και ο κοινός τους τόπος με το ‘92, παρόλες τις κατά τα άλλα μεγάλες διαφορές στην ιστορική συγκυρία. Τα συλλαλητήρια προειδοποιούν να μην επιχειρηθεί οποιαδήποτε επίλυση του ζητήματος που αντιβαίνει την εθνικιστική γραμμή που δομήθηκε κάποτε ως κυρίαρχη εθνική αφήγηση.
Ενώ δεν πρέπει να υποτιμάται η εμφάνιση και συγκρότηση μιας συνάρμοσης που επιτρέπει τη δράση ακροδεξιών και φασιστικών ομαδοποιήσεων, το συλλαλητήριο καθαυτό δεν κομίζει κάτι νέο. Το ίδιο ισχύει και για την στάση ενός σημαντικού μέρους της Αριστεράς, όχι μόνο γνωστών και μη εξαιρετέων εθνικιστικών μορφωμάτων τύπου ΕΠΑΜ, αλλά και (λίγο πιο έμμεσα) για τη ΛΑΕ και (ρητά) για την Πλεύση Ελευθερίας. Η στάση τους απέναντι στο συλλαλητήριο επιβεβαιώνει αυτό που ήδη γνωρίζουμε: την ενσωμάτωση της «πατριωτικής» Αριστεράς στο ελληνικό Κράτος. Ο λουστραρισμένος πατριωτισμός, παρά το αναμφισβήτητο ιστορικό του βάθος, είναι εν τέλει ιδεολογική έκφραση αυτού του γεγονότος. Δυστυχώς (γι’αυτούς) ψαρεύουν σε θολά και αφιλόξενα νερά. Η ιδέα ότι στα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία τίθεται κάποιο ζήτημα «ηγεμονίας» μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς είναι επιεικώς αφελής. Καταρχάς, η στάση αυτή διακατέχεται από τον πλέον χυδαίο αβαντγκαρντισμό, ο οποίος στη βάση ενός υπόρρητου δυισμού επιθυμίας/λόγου αρθρώνει το πρόβλημα της αντιπροσώπευσης με όρους πολιτικής καθοδήγησης. Κατά δεύτερον, ενώ είναι σημαντικό να ανιχνεύεται η πολλαπλότητα και ετερογένεια της, η σημασία μιας μαζικής κινητοποίησης δεν κρίνεται από την άθροιση ατομικών αντιλήψεων. Κάτι τέτοιο θα αντικαθιστούσε την πολιτική ανάλυση με την εθνογραφία. Το συλλαλητήριο αποτελεί συμβάν που κρίνεται στο σύνολο του από το πολιτικό στίγμα που άφησε. Ως προς αυτό δεν υπάρχει όντως αμφιβολία ότι η συγκεκριμένη διαδήλωση ήταν εθνικιστική. Τι άλλο μπορεί να είναι μια διαδήλωση που δομείται ως ενικό συμβάν γύρω από ένα καταφανώς εθνικιστικό (και με επεκτατικές προεκτάσεις) πρόταγμα, ότι «η Μακεδονία είναι ελληνική»; Ενδεχομένως, ορισμένα από τα άτομα που συμμετείχαν θα μπορούσαν να συρρεύσουν και σε μη εθνικιστικού χαρακτήρα κινηματικές ροές. Οι ταυτότητες, στον βαθμό που δομούνται γύρω από ρευστές επιθυμίες και συμφέροντα, δεν είναι μπετόν (όπως και δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθούμε να βάλουμε μια άκαμπτη ταξική ταμπέλα στις κινητοποιήσεις, ειδικά αυτή του «μικροαστού»). Το προκείμενο όμως δεν αλλάζει: το σημαντικότερο που μας δείχνει η παρουσία «κανονικών ανθρώπων» στο συλλαλητήριο είναι ότι, δίπλα στο σύμπλεγμα ακροδεξιάς/παρακράτους/εκκλησίας που θα την οργανώσει και στελεχώσει, υπάρχει ένα κομμάτι του πληθυσμού που μπορεί εν δυνάμει να αποδεχτεί μια σκληρή εθνικιστική αναδίπλωση. Τις δυνατότητες των ανθρώπων δεν πρέπει μόνο να τις αγαπάμε (όπως έχει πει ο Νίτσε), πρέπει εξίσου και να τις φοβόμαστε.
Εδώ φυσικά καλούμαστε να απαντήσουμε στο ερώτημα για τον εθνικισμό «των άλλων». Δεν υπάρχει κανένας λόγος να μασήσουμε τα λόγια μας. Αν μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις αιτήματα εθνικής αυτοδιάθεσης να ανοίγουν δυνατότητες επαναστατικών γραμμών φυγής, κάτι τέτοιο δεν ισχύει για το εθνικιστικό αφήγημα του «μακεδονισμού». Ο τελευταίος, όπως αναδύεται στα συντρίμμια του σοσιαλιστικού οράματος και εν μέσω ενός γενικευμένου εθνικιστικού παροξυσμού στην πρώην Γιουγκοσλαβία, δεν φαίνεται να έχει χειραφετικό ή έστω προοδευτικό (από αριστερή σκοπιά) πρόσημο. Όμως, χωρίς μια συνολική κριτική στον εθνικισμό, η εστίαση στον μακεδονικό εθνικισμό αναπόφευκτα ενισχύει τον ελληνικό εθνικισμό. Πως θα μπορούσε να γίνει αλλιώς όταν οι δυο εθνικισμοί αναπτύσσονται μέσα από την κατάρρευση πολυεθνικών πολιτικών μορφών (της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και πιο πρόσφατα της Γιουγκοσλαβίας) και πάνω σ’ ένα κοινό έδαφος; Όσες προσπάθειες και αν γίνουν διαχωρισμού στο επίπεδο του πολιτικού λόγου μεταξύ «υγιούς πατριωτισμού» και «αντιδραστικού εθνικισμού» – και δεν ισχυριζόμαστε ότι η διάκριση είναι πραγματολογικά πλήρως αβάσιμη – η μονόπλευρη επίθεση στον αλυτρωτισμό του μακεδονισμού, παράλληλα με την υπεράσπιση της «αδιαπραγμάτευτης κυριαρχίας» του ελληνικού λαού, δεν κάνει κάτι άλλο από το να εξωραΐζει την ιστορία δόμησης του ελληνικού κράτους αλλά και να συσκοτίζει το πως η διαδικασία δημιουργίας εθνικών κρατών στα Βαλκάνια σχετίζεται με την ήττα του επαναστατικού προτάγματος για μια σοσιαλιστική (συν)ομοσπονδία.
Έτσι φυσικά, σε μια εποχή μάλιστα που η ελληνική κοινωνία και ειδικά τα εργατικά της στρώματα είναι πολυεθνικά, θεμελιώνεται ως επίκαιρο (υποτίθεται) πολιτικό πρόταγμα, η αριστερή («αληθινά πατριωτική») υπεράσπιση της πατρίδας (δηλαδή του ελληνικού κράτους) απ’ όσους το επιβουλεύονται και το προδίδουν. Το ότι η αφήγηση περί «προδοσίας» ανοίγει προνομιακό πεδίο σύνδεσης με την ακροδεξιά δεν φαίνεται να ταράσει τις βεβαιότητες του αριστερού πατριωτισμού.
Αν ο αριστερός πατριωτισμός τείνει να είναι αφελής και επικίνδυνος, ο ισοπεδωτικός ανθελληνισμός είναι απλά αδιέξοδος. Τα συλλαλητήρια δεν είναι αντιπροσωπευτικά του ελληνικού λαού στο σύνολο του και ακόμα λιγότερο δεν εκφράζουν την κρυφή αλήθεια των «Αγανακτισμένων».
Μάλιστα, τέτοιες αναλύσεις, ακολουθώντας την προοπτική της πατριωτικής Αριστεράς από την αντίστροφη, αναδεικνύουν τις πιο συντηρητικές τάσεις του αντιμνημονιακού κινήματος και υποβαθμίζουν έως λησμονούν τις πιο προοδευτικές και ριζοσπαστικές πλευρές του (υπήρχαν και τέτοιες!). Σε κάθε περίπτωση, ο ανθελληνικός λόγος δεν κομίζει ένα μειοψηφικό γίγνεσθαι που, ενώ διαρρηγνύει τις κυρίαρχες ταυτότητες, έχει δυνατότητα πολλαπλασιασμού. Αντιθέτως γίνεται πηγή σεχταρισμού. Κατά αυτόν τον τρόπο φυσικά παραμένουμε εντός του πλαισίου ενός αντί-λόγου, ο οποίος παρακάμπτει ένα εκ των βασικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε αυτήν τη στιγμή: ότι όλο αυτό το κομμάτι του κόσμου που δεν έλκεται από εθνικιστικές φαντασιώσεις αλλά επιθυμεί μια βελτίωση της ζωής του με προοδευτικούς από αριστερή σκοπιά όρους δεν συνέχεται γύρω από κοινά σύμβολα και προτάγματα, ικανά να θεμελιώσουν μια συλλογική προσδοκία αλλαγής. Για αυτόν τον λόγο άλλωστε και οι κόντρες μεταξύ των διαφόρων ριζοσπαστικών (αναρχικών, ακροαριστερών) τάσεων δεν έχουν ουσιαστικό επίδικο ηγεμονίας επί μαζικών ροών μετασχηματισμού.
Κάθε οπτική φέρει και τη λύση της. Από την σκοπιά μιας συνεπούς άρνησης του εθνικισμού δεν μπορεί να υιοθετείται μια άκριτη στήριξη στις κρατικές αξιώσεις της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Ακόμα και το αίτημα για αυτοπροσδιορισμό, ενώ μοιάζει και εν πολλοίς είναι επί της αρχής δίκαιο, πρέπει να προσλαμβάνεται στην ιστορικότητα του. Διότι το δικαίωμα ενός έθνους να συνταχθεί ως κυρίαρχο κράτος αποτελεί προϊόν μιας εποχής όπου υπήρξαν και άλλες εναλλακτικές οι οποίες δεν ευδοκίμησαν. Ακόμα και αν θεωρήσουμε ότι ήταν καταδικασμένες, αυτή είναι μία εκ των υστέρων εκτίμηση που έπρεπε πρώτα να παραχθεί ιστορικά.
Εν τέλει, η δική μας οπτική δεν είναι μόνο αντί-εθνικιστική, μιλάει κυρίως από την σκοπιά πολιτικών σχηματισμών και λαών που «δεν υπάρχουν ακόμα». Από αυτήν τη σκοπιά, η λύση για το Μακεδονικό φαίνεται αχνά στο σύνθημα μιας παλιάς φωτογραφίας από τον τοίχο ενός χωριού στην Φλώρινα το 1949 και στο πρόταγμα που περιέχει για «Λαοκρατική Βαλκανική Ομοσπονδία», μια λύση κρυμμένη μέσα στις ήττες του χθες και στις επαναστατικές δυνατότητες του αύριο.
Το ότι η λύση αυτή είναι παράκαιρη, δεν σημαίνει παραίτηση, το κάθε άλλο. Κάθε ταυτότητα χτίζεται γύρω από ένα παιχνίδι επιλεκτικής μνήμης και επιλεκτικής λήθης. Αυτό που στο επίπεδο της ατομικής ταυτότητας συντελείται εν πολλοίς στο πεδίο ασυνείδητων μηχανισμών, στο επίπεδο της συλλογικής ταυτότητας, και συγκεκριμένα των εθνικών ταυτοτήτων, συντελείται μέσα από θεσμικές διαδικασίες, από τους «ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους» που θα έλεγε και ο Althusser. Κάθε άτομο, κάθε λαός, κάθε συλλογικός σχηματισμός, μπορεί να αντέξει μόνο ένα ποσοστό πραγματικότητας και συγχρόνως να διατηρήσει τη συνοχή του. Η αλήθεια ελευθερώνει, αλλά μόνο διαλύοντας μας.
Το παρελθόν, που διαμόρφωσε το Μακεδονικό ως το ζήτημα που τώρα είναι, μπορεί να προσληφθεί συλλογικά στο πλήρες εύρος του μόνο μέσα από την αναμόρφωση του παρόντος. Η μόνη πιθανή λύση του απαιτεί το γκρέμισμα του παλιού κόσμου. Μπορούμε να συνεισφέρουμε είτε στη διαδικασία αποδόμησης είτε στη διαδικασία επικύρωσης των υπαρκτών δομών ταυτότητας, άρα και των κρατικών δομών στις οποίες αυτές οι δομές αντιστοιχούν.
Η Ελευθερία δεν έχει σημαία- όσοι μας υπόσχονται μια ελευθερία με κλειστά σύνορα οργανώνουν ξανά απέραντα στρατόπεδα συγκέντρωσης για όλους μας. Πρέπει να σπάσουμε τα σύνορα που υψώθηκαν ανάμεσα μας.
ΚΕΝΟ ΔΙΚΤΥΟ [Θεωρία, Ουτοπία, Συναίσθηση, Εφήμερες Τέχνες] https://voidnetwork.gr