Την εβδομάδα που μας πέρασε, δύο επιφανείς εκπρόσωποι της δημοσιογραφικής «γενιάς του 90», ο Πέτρος Κωστόπουλος και ο Φώτης Γεωργελές, με διαφορά λίγων ημερών ο ένας από τον άλλο, προέβησαν σε δημόσιες τοποθετήσεις με τις οποίες επιχειρούσαν έναν απολογισμό των εξελίξεων που συνέβησαν στην ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια. Οι τοποθετήσεις αυτές ήταν πολύ διαφορετικές ως προς το ύφος τους και το είδος λόγου στο οποίο εντάσσονται: η μία ήταν ένα δημόσιο πυροτέχνημα, μια συνθηματική αυτοκολακεία· η άλλη ήταν ένα «EDITΟ» (έτσι αυτοπαρουσιάζεται) στην Athens Voice, ένα φιλόδοξο επιχειρηματολογημένο αφήγημα με ερμηνευτικές αξιώσεις. Ωστόσο, παρά τις διαφορές αυτές, και οι δύο παρουσίαζαν εντυπωσιακή συνοχή από άποψη λογοθετική [discursive], καθότι και οι δύο «έκλιναν» για πολλοστή φορά το γνωστό θέμα της ελληνικής αυτο-αποικιοποίησης, της ανυπέρβλητης αίσθησης ότι η «χώρα μας» υστερεί, μένει πίσω σε σχέση με την προηγμένη Ευρώπη, και ότι πρέπει να καταβάλλει διαρκώς μία προσπάθεια προκειμένου να γίνει μία «κανονική χώρα».
Αυτή την κατάσταση υστέρησης, ο Κωστόπουλος, ακολουθώντας μία εδραιωμένη (ρατσιστική) γλωσσική πρακτική, την περιέγραψε ως «βλαχιά» από την οποία μας βοήθησε ο ίδιος να απαλλαγούμε.
Η διάγνωση του άλλοτε συνεργάτη του αντιθέτως δεν είναι τόσο αισιόδοξη: κατ’ αυτόν, το χάσμα αντί να μεγαλώνει μικραίνει· από τον «προθάλαμο της ιστορίας» και το «όχι ακόμα», που λέει και ο Τσακραμπάρτυ, κινδυνεύουμε να καταλήξουμε στο «ποτέ». Πάντως τα τελευταία χρόνια πήγαν χαμένα, και ιδίως η τελευταία δεκαετία όπως δηλώνεται από τον τίτλο· δεν ήταν χρόνια προσέγγισης του «ευρωπαϊκού υπερεγώ» (Σταυρακάκης), αλλά ακόμη μεγαλύτερης απομάκρυνσης απ’ αυτό.
Το Edito του Γεωργελέ, το οποίο κατά τα άλλα ανακυκλώνει και ανασυνδυάζει γνωστά και τετριμμένα θέματα από την επιχειρηματολογία του εκσυγχρονιστικού χώρου, είναι ενδιαφέρον για τον εξής λόγο: δείχνει εμπράκτως ότι ο λαϊκισμός δεν είναι το αντίθετο του ελιτισμού· μπορεί να συνυπάρχει με αυτόν, και να συναπαρτίζουν έναν ελιτιστικό λαϊκισμό.
Το κείμενο αυτό ως προς τη δόμησή του ακολουθεί τα τυπικά στοιχεία του λαϊκιστικού λόγου: πρώτα απ’ όλα, είναι αντισυστημικό· αποκλειστικός στόχος της πολεμικής του είναι το σύστημα, το «ελληνικό σύστημα εξουσίας» –η λέξη σύστημα απαντά 11 (!) φορές στη σχετικά σύντομη έκτασή του, συνοδευόμενη και από άλλα επίθετα όπως «παρασιτικό», «χρεοκοπημένο», «παλιό» κ.ο.κ.
Αυτό το «σύστημα» είναι η αιτία όλων των δεινών· αλλά δεν μας εξηγείται πουθενά από πού προέκυψε το ίδιο το σύστημα, εάν αυτό έχει κάποια αιτία. Προφανώς το σύστημα είναι causa sui, είναι από μόνο του αιτία του εαυτού του. Ως τέτοιο, αντιπαραβάλλεται προς την «κοινωνία», και μάλιστα σε μια λογική μάχης, πολεμικού μετώπου:
“Το 2010, το ελληνικό σύστημα εξουσίας έδωσε τον νυν υπέρ πάντων αγώνα. Και τον κέρδισε. Ηττημένη ήταν η ελληνική κοινωνία.”
Η σχέση «συστήματος» – «κοινωνίας» είναι ξεκάθαρα σχέση εκμετάλλευσης (της δεύτερης από το πρώτο). Ο Γεωργελές δεν χρησιμοποιεί βέβαια πουθενά αυτόν τον μαρξιστικής προέλευσης όρο. Ωστόσο, το αφήγημά του μιλάει ακριβώς γι’ αυτό: για μια κατάσταση όπου μια μειοψηφία αθέμιτα αξιοποιεί την πλεονεκτική της θέση και αποκτά υλικά και συμβολικά οφέλη απομυζώντας το σύνολο.
Αλλά κάθε αφήγημα εκμετάλλευσης, είθισται να συνοδεύεται και από μία θεωρία επανάστασης, ή κάποια άλλη μεσσιανική προσδοκία λύτρωσης. Εδώ δεν υπάρχει τίποτε τέτοιο· υπάρχει ένα προφητικό κήρυγμα που ψέγει και καταγράφει σχετλιαστικά τη ραστώνη, την αδιαφορία και την αδράνεια των υφιστάμενων την εκμετάλλευση, χάρη στην οποία το «σύστημα» εξακολουθεί να θριαμβεύει ανενόχλητο. Και μάλιστα σε έναν αγώνα διμέτωπο: διότι απέναντί του δεν έχει μόνο την [ελληνική] «κοινωνία», αλλά και έναν εξωτερικό αντίπαλο, ο οποίος είναι οι δανειστές. Σε ένα σημείο βέβαια το κείμενο υπονοεί ότι ο εχθρός αυτός δεν είναι πραγματικός, αλλά τον «εφηύρε» το «πελατειακό κράτος» ώστε «να καμουφλάρει την αιτία της χρεοκοπίας και να διασωθεί». Αλλού όμως αποδέχεται ως απολύτως υπαρκτή αυτή την αντιπαλότητα:
“Ο σκληρός πυρήνας του πελατειακού κράτους (…) έκανε με τους δανειστές μια περισσότερο επωφελή για τα συμφέροντά του συμφωνία: Διαπραγματεύτηκε την επιβίωσή του κερδίζοντας τη διατήρηση του παρασιτικού συστήματος και σε αντάλλαγμα αποδέχτηκε πρόθυμα όλους τους όρους εξασφάλισης των δανειστών (…). Οι εταίροι, απηυδισμένοι από την πολύχρονη προσπάθεια να πείσουν για μεταρρυθμίσεις μια χώρα που αρνείται να αλλάξει, διασφάλισαν τα συμφέροντά τους κυνικά και μας εγκατέλειψαν”. (Οι υπογραμμίσεις δικές μου).
Το σύστημα λοιπόν είναι ανίκητο: κατάφερε να οδηγήσει τους Ευρωπαίους εταίρους στην παραίτηση και τη συνθηκολόγηση, και ακριβώς το ίδιο επέτυχε με την ελληνική κοινωνία. Πώς συνέβη αυτό το θαύμα; Πού βρήκε τη δύναμη; Το σύστημα φαίνεται είναι ο ίδιος ο θεός (πράγμα αναμενόμενο εξάλλου, εφόσον είναι causa sui). Ή ο διάβολος –μικρή διαφορά έχει. Πάντως είναι ένα υποκείμενο με υπεράνθρωπη και υπεριστορική ισχύ.
Το άρθρο αυτό νομίζω ότι πιστοποιεί ακόμα μια φορά τα αδιέξοδα όποιου επιχειρεί να αρθρώσει με κάποια πειστικότητα έναν πολιτικό λόγο με όρους νεοφιλελευθερισμού (ή πάντως αντι-αντι- νεοφιλελευθερισμού). Οι ανυπέρβλητες αντινομίες στις οποίες προσκρούει, το καθεστώς της ατέλειωτης καταγγελιολογίας και ψόγου χωρίς δυνατότητα λύτρωσης στο οποίο περιπίπτει, νομίζω ότι συνδέεται με το γεγονός ότι ο λόγος αυτός, για να ακουστεί, αναγκάζεται να μιμηθεί τα σχήματα αυτών που επιλέγει ο ίδιος ως αντιπάλους του (του λαϊκισμού, αλλά και του μαρξισμού, ή πάντως του «κοσμοθεωρητικού μαρξισμού» όπως λέει και ο Μίχαελ Χάινριχ), τα οποία όμως κάποια στιγμή αντιβαίνουν προς το περιεχόμενο των θέσεων που θέλει ο λόγος αυτός να εκφράσει και τον οδηγούν σε παράλυση.
Πραγματικά, αν το ερμηνευτικό σχήμα του Γεωργελέ είναι, όπως δείξαμε, παράλογο, αυθαίρετο και καθόλου πειστικό, το ίδιο ισχύει κατά μείζονα λόγο για την πρακτική δραστικότητα του λόγου του. Διότι σε αυτό το εφιαλτικό τοπίο που σκιαγραφεί, ρητά και επανειλημμένα δηλώνει ο ίδιος ότι όσοι αντιστέκονται –ή μάλλον, όσοι απλώς συνειδητοποιούν και συμμερίζονται το πρόβλημα όπως το ορίζει αυτός- είναι μία φωτισμένη μειοψηφία. Ο αρθρογράφος, και οι –ελάχιστοι- ομοϊδεάτες του, είναι φωνές βοώντων εν τη ερήμω· είναι οι σοφοί που ορούν τα προσιόντα, ή μάλλον τα ήδη προσελθόντα και παρόντα, για τα οποία όμως ο πολύς λαός παραμένει ανυποψίαστος, αν δεν τα επικροτεί κιόλας.
Αυτό είναι φανερό σε πολλές διατυπώσεις, όπως π.χ. οι εξής:
«κανείς δεν βλέπει πραγματικά αυτό που πρέπει να δει».
«Κανείς δεν θα θυμάται ότι το πρόβλημα που είχαμε ήταν να αλλάξει η χώρα».
«Όποιοι, λίγοι, πολιτικοί προσπάθησαν να ψελλίσουν την αλήθεια και να οδηγήσουν την Ελλάδα στην έξοδο από την κρίση, εφαρμόζοντας έστω και σπασμωδικά τις αναγκαίες αλλαγές, στοχοποιήθηκαν»
«Όλο το παλιό σύστημα εξουσίας, οικονομικό και πολιτικό, πιέζει αφόρητα τους λίγους πολιτικούς της ΝΔ και της Κεντροαριστεράς που επιμένουν να περιγράφουν σκοτεινό το μέλλον, αν δεν αλλάξουμε πορεία».
Αυτή όμως η ολιγαρχική επιμονή του Γεωργελέ, από ένα σημείο και πέρα αρχίζει να υπονομεύει και να εμφανίζει ως αδικαίωτη την επιλογή του να αποκαλεί τους αντιπάλους τού συστήματος «κοινωνία». Δεν μπορεί αυτοί που βιώνουν την εκμετάλλευση και τον παρασιτισμό του «συστήματος» να είναι «λίγοι» –ή και κανείς- και ταυτόχρονα να είναι το σύνολο.
Για να πούμε το ίδιο με άλλα λόγια: αν είναι ορθή αυτή η περιγραφή της κατάστασης, δηλ. αν το «σύστημα» απομυζά, παρασιτεί, υπονομεύει οποιαδήποτε βελτίωση, τότε πώς εξηγείται ότι η «κοινωνία» μένει τόσο αδρανής και τα δέχεται όλα αυτά; Διότι η αδράνεια της κοινωνίας, και η απερίφραστη διάψευση της ελπίδας ότι μπορεί να υπάρξει αντίδραση –αλλά και της ίδιας της εντύπωσης ότι υπήρξε ποτέ στο παρελθόν τέτοια αντίδραση- αποτελεί εξίσου βασικό μέλημα του κειμένου.
Π.χ.:
“Όσο το πολιτικό σύστημα αντιστέκεται σε κάθε απόπειρα αλλαγής και χρεώνει το κόστος στην κοινωνία, καμιά βίαιη αντίδραση δεν πρόκειται να συμβεί. Δεν υπήρχε καμία «αυθόρμητη, λαϊκή αντίσταση» το 2010, παρά μόνο η αντίδραση της νομενκλατούρας, η «επανάσταση των βολεμένων». Αφού το χρεοκοπημένο σύστημα εξουσίας προφυλάσσει ικανοποιητικά τα κεκτημένα του, σταμάτησαν οι διαδηλώσεις.”
Ο ισχυρισμός αυτός είναι απλώς ακατανόητος με βάση τις ίδιες τις προκείμενες του άρθρου. Πώς και γιατί προεξοφλείται με τόση βεβαιότητα το τι πρόκειται να συμβεί; Εάν το «σύστημα» χρεώνει το κόστος στην «κοινωνία», πώς εξηγείται ότι αυτή η τελευταία δεν αντιδρά; Λογικά το ακριβώς αντίθετο θα έπρεπε να συμβαίνει. Εκτός και αν υποθέσουμε ότι η «κοινωνία» αυτή είναι μία κοινωνία ηλιθίων, εκ των οποίων κανείς δεν κατάφερε να καταλάβει αυτό που συνέλαβε ο κ. Γεωργελές. Ή, βεβαίως, εκτός αν υποθέσουμε ότι η «κοινωνία» δεν είναι ένα μονολιθικό πράγμα με ενιαία συμφέροντα που υφίσταται παθητικά τη φθοροποιό δράση της «παρασιτικής κομματοκρατίας», αλλά είναι η ίδια επιμερισμένη, κομματιασμένη, διχασμένη. Αλλά την υπόθεση αυτή ο Γεωργελές αρνείται έστω να τη σκεφτεί. Διότι αυτό θα υπονόμευε το λαϊκισμό του και δεν θα του επέτρεπε να συνεχίσει να χρησιμοποιεί τη διάκριση «οι λίγοι και προνομιούχοι/ οι πολλοί και αδύνατοι», η οποία του είναι εξίσου απαραίτητη για το σχήμα του.
Καμία λοιπόν «γνήσια» εξέγερση δεν έγινε ποτέ, μας λέει, και αν νομίζετε κάτι τέτοιο απατάσθε: το 2010 απλώς «οι προνομιούχοι εξεγέρθηκαν για να διατηρήσουν τα προνόμιά τους».
Αλλά αν ήταν ήδη προνομιούχοι, εναντίον ποίου εξεγέρθηκαν; Αφού αυτοί είχαν την εξουσία.
Μήπως εναντίον της κοινωνίας;
Εν τοιαύτη όμως περιπτώσει, ποιοι είναι «η κοινωνία»; Οι δημιουργικοί ατομικοί επιχειρηματίες;
Αν ελάχιστοι κατανοούν την αναγκαιότητα των «μεταρρυθμίσεων», τότε πώς αυτοί οι ελάχιστοι είναι «η κοινωνία»; Και εδώ έχουμε τον ίδιο «διπλό δεσμό», την ίδια σχιζοφρένεια: η κοινωνία είναι το όνομα της απόλυτης αθωότητας και καλοσύνης, η αντιδιαστολή και το θύμα της δαιμονικής δράσης της κομματοκρατίας, και ταυτόχρονα είναι ένα κοπάδι προβάτων. Ως θύματα, τα πρόβατα αυτά στερούνται κάθε ενοχή, αλλά για τον ίδιο λόγο στερούνται και την ικανότητα να δράσουν πολιτικά. Δεν καταλαβαίνουν τίποτε, δεν αντιδρούν, δεν εξεγείρονται, ούτε προβλέπεται να κάνουν κάτι τέτοιο στο μέλλον.
Αυτές οι ανυπέρβλητες αντιφάσεις νομίζω ότι δείχνουν και τα όρια οποιασδήποτε επίδοξης πολιτικής παρέμβασης στην Ελλάδα με όρους νεοφιλελευθερισμού. Ο φιλελευθερισμός, οικονομικός, πολιτικός, πολιτιστικός ή οποιοσδήποτε άλλος, είναι ξένο σώμα για το χώρο της ελληνικής δεξιάς ή/ και του αντικομμουνισμού, και κατά τα φαινόμενα θα συνεχίσει να παραμένει απλώς στο λόγο τους ως μία επιδερμική αναφορά, ως ένας ευφημισμός, και όχι ως μία ουσιαστική και στοιχειωδώς συνεκτική επίκληση αρχών.