ΑΠΟ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ- Η διαφορά ανάμεσα στην κυβέρνηση και τον αυτοκαθορισμό- Crimethinc (ΗΠΑ)

October 5, 2018

 

Εισαγωγή

Η Δημοκρατία συνιστά το καθολικό πολιτικό ιδεώδες της εποχής μας. Ο George Bush, τη χρησιμοποίησε για να δικαιολογήσει την εισβολή στο Ιράκˑ ο Obama, συνεχάρη τους εξεγερμένους της πλα­τείας Ταχρίρ για την εγκαθίδρυσή της στην Αίγυπτο˙ το κίνημα Occupy Wall Street, υποστήριξε ότι έχει αποστάξει την καθαρή της μορφή. Στην πραγματικότητα, από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Βόρειας Κορέας ως και την αυτόνομη περιφέρεια της Ροζάβα, κάθε κυβέρνηση και λαϊκό κίνημα αυτοαποκαλείται δημοκρατικό.

Και ποια είναι η θεραπεία για τα προβλήματα που ενέχει η δη­μοκρατία; Όλοι συμφωνούν: περισσότερη δημοκρατία. Από τις αρ­χές του αιώνα, έχουμε δει ένα πλήθος νέων κινημάτων που υπόσχονται πραγματική δημοκρατία, σε αντίθεση με τους φαινο­μενικά δημοκρατικούς θεσμούς τους οποίους περιγράφουν ως καταναγκαστικούς, αλλοτριωμένους θεσμούς που παράγουν κοινωνικούς αποκλεισμούς.

Υπάρχει κάποιο κοινό νήμα που συνδέει όλα αυτά τα διαφορετι­κά είδη δημοκρατίας; Ποια από όλες αυτές τις δημοκρατίες είναι η πραγματική; Μπο­ρεί καμιά από αυτές να περατώσει τη συμμετοχικότητα και την ελευθερία, έννοιες που σχετίζουμε με τον όρο “δημοκρατία”;

Οι προβληματικές αυτές, προέκυψαν μέσω των εμπειριών που αποκτήσαμε συμμετέχοντας σε αμεσοδημοκρατικά κινήματα. Το συμπέρασμα μας είναι ότι οι δραματικές ανισορροπίες στην οικονομική και πολιτική εξουσία, που έχουν οδηγήσει τους αν­θρώπους στους δρόμους, από τη Νέα Υόρκη ως και το Σεράγεβο, δεν οφείλονται σε τυχαία ελαττώματα συγκεκριμένων ειδών δημο­κρατίας, αλλά στα δομικά τους χαρακτηριστικά, που χρονολογού­νται από τις απαρχές της δημοκρατίας και που εμφανίζονται σχε­δόν σε κάθε παράδειγμα δημοκρατικής διακυβέρνησης, ανά τους αιώνες. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία διατήρησε τον μηχανι­σμό που είχε αρχικά εφευρεθεί για να υπηρετεί τους βασιλιάδες˙ η άμεση δημοκρατία τείνει να τον αναπαράγει σε μικρότερη κλί­μακα, ακόμη και έξω από τις επίσημες δομές του κράτους. Η δη­μοκρατία δεν είναι συνώνυμο της αυτοδιάθεσης.

Βεβαίως, πολλά καλά πράγματα συχνά χαρακτηρίζονται “δημο­κρατικά”. Δεν επιχειρηματολογούμε ενάντια στον διάλογο, τις συνε­λεύσεις, τα δίκτυα, τις ομοσπονδίες ή τους ανθρώπους με τους οποίους δε συμφωνούμε πάντα. Η διαφωνία, θα λέγαμε, βρίσκεται στο ότι όταν συμμετέχουμε σε τέτοιες πρακτικές, αν αντιλαμβανόμαστε αυτό που κάνουμε ως δημοκρατία – ως μια μορφή συμμετοχικής διακυβέρνησης και όχι ως συλλογική ελευθεριακή πρακτική – τότε, αργά ή γρήγορα, θα αναπαράγουμε όλα τα προβλήματα που συνδέονται με λιγότερο δημοκρατικές μορφές διακυβέρνησης. Αυτό ισχύει τόσο για την αντιπροσωπευτική, όσο και για την άμε­ση δημοκρατία, καθώς επίσης και για τη συναινετική διαδικασία. Αντί οι δημοκρατικές διαδικασίες να υποστηρίζονται ως αυτοσκο­πός, ας επιστρέψουμε στις αξίες που αρχικώς μας οδήγησαν προς αυτή: την ισότητα, τη συμμετοχικότητα, την ιδέα ότι κάθε άνθρω­πος θα πρέπει να ελέγχει το πεπρωμένο του.

Εάν η δημοκρατία δεν είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος πραγμάτωσης αυτών των αξιών, τότε ποιος είναι; Καθώς η κοινω­νική ανυπακοή αυξάνεται συνεχώς στις δημοκρατίες του σήμερα, η συζήτηση αυτή βρίσκει ολοένα και περισσότερο χώρο. Εάν επι­μένουμε να προσπαθούμε να αντικαταστήσουμε την άρχουσα τάξη με μια πιο συμμετοχική έκδοση του ίδιου πράγματος, τότε θα συνεχίσουμε να καταλήγουμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε και άτομα που μοιράζονται την απογοήτευσή μας, θα στραφούν προς μία πιο αυταρχική εναλλακτική λύση. Χρειαζόμαστε ένα πλαίσιο το οποίο θα μπορέσει να εκπληρώσει τις υποσχέσεις που η δημο­κρατία έχει προδώσει.

Παρακάτω εξετάζουμε τα κοινά θέματα που συνδέουν διαφορε­τικές μορφές δημοκρατίας, εντοπίζουμε την εξέλιξή της από την κλασική της μορφή έως τις σύγχρονες παραλλαγές της (αντιπρο­σωπευτική, άμεση, συμμετοχική) και αξιολογούμε το πώς ο δημο­κρατικός λόγος και οι δημοκρατικές διαδικασίες  εξυπηρετούν τα κοινωνικά κινήματα που τις υιοθετούν. Στο πλαίσιο αυτό περι­γράφουμε το τι σημαίνει να επιδιώξουμε την ελευθερία απ’ ευθεί­ας, παρά μέσω της δημοκρατικής κυριαρχίας.

Η μελέτη αυτή είναι το αποτέλεσμα ενός πολυετούς διηπειρωτι­κού διαλόγου. Συμπληρωματικά στηριχθήκαμε σε μελέτες περι­πτώσεων από συμμετέχοντες σε κινήματα που προωθήθηκαν ως αμεσοδημοκρατικά μοντέλα: το κίνημα της 15Μ στην Ισπανία (2011), την κατάληψη της πλατείας Συντάγματος στην Ελλάδα (2011), το κίνημα Occupy στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (2011-2012), την εξέγερση της Σλοβενίας (2012-2013), τις Ολο­μέλειες στη Βοσνία (2014) και την επανάσταση της Ροζάβα (2012-2016). Όλα τα παραπάνω μπορούν να βρεθούν στο www.crimethink.com.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ;

Κοινοί παρανομαστές της δημοκρατίας:

– ένας τρόπος καθορισμού του ποιοι συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων (δήμος)                                                        

– ένας τρόπος εκτέλεσης των αποφάσεων (κράτος)

– ένας χώρος νόμιμης λήψης αποφάσεων (πόλη)

– και οι πόροι που τη συντηρούν (οίκος)

Τι ακριβώς είναι η δημοκρατία; Οι περισσότεροι ορισμοί των λεξικών μιλούν για την κυριαρχία της πλειοψηφίας ή για τη διακυβέρνηση μέσω εκλεγμένων αντιπροσώπων. Από την άλλη, ορισμένοι ριζοσπάστες[i] έχουν υποστηρίξει ότι η “αληθινή” δη­μοκρατία μπορεί να πραγματωθεί μόνο πέρα και έξω από το μονοπώλιο της δύναμης του κράτους. Θα πρέπει να νοήσουμε τη δημοκρατία ως μία καθορισμένη διαδικασία λήψης απο­φάσεων με συγκεκριμένη ιστορική διαδρομή ή ως μία γενική προσδοκία για ισότιμη, συμμετοχική και χωρίς αποκλεισμούς άσκηση πολιτικής;

Για να επισημάνουμε το αντικείμενο της κριτικής μας, ας ξε­κινήσουμε με τον όρο καθαυτό. Η λέξη δημοκρατία πρωτοεμ­φανίζεται στην αρχαία Ελλάδα και αποτελείται από τα συνθε­τικά “δήμος(άνθρωποι) καικράτος(δύναμη). Αυτή η δια­τύπωση, της εξουσίας από τους ανθρώπους, την οποία συνα­ντάμε και στη Λατινική Αμερική ως λαϊκή δύναμη, θέτει το ερώτημα: ποιοι άνθρωποι και τι είδους δύναμη;

Οι δύο αυτές λέξεις-ρίζες, δήμος και κράτος, προτείνουν δύο κοινούς παρανομαστές του συνόλου των δημοκρατιών: ο καθο­ρισμός του ποιος συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων και του ποιος επιβάλει τις αποφάσεις αυτές. Με άλλα λόγια, υπηκο­ότητα και αστυνόμευση. Αυτά είναι τα βασικά στοιχεία της δη­μοκρατίας˙ αυτά είναι που την καθιστούν μορφή διακυβέρνη­σης. Οτιδήποτε λιγότερο από αυτό, περιγράφεται ορθότερα ως αναρχία – η απουσία διακυβέρνησης, από το ελληνικό: “χωρίς” (στερητικό “α”) και “αρχή” (εξουσία).

Ποιος περιλαμβάνεται στο δήμο; Κάποιοι[ii] υποστηρίζουν ότι ετυμολογικά η λέξη δήμος ποτέ δεν αναφερόταν σε όλους τους ανθρώπους, αλλά σε συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις. Ακόμη και όταν οι θιασώτες της διατυμπάνισαν την υποτιθέμενη συμ­μετοχικότητα της, στην πράξη η δημοκρατία πάντα απαιτούσε τη διάκριση μεταξύ συμπεριλαμβανομένων και αποκλει­σμένων.[iii] Αυτό θα μπορούσε να ισχύει όσον αφορά το νομοθε­τικό σώμα, τα δικαιώματα ψήφου, την ιθαγένεια, την ιδιότητα του μέλους, τη φυλή, το φύλο, την ηλικία ή τη συμμετοχή σε υπαίθριες συνελεύσεις. Αλλά σε κάθε μορφή δημοκρατίας, για να υπάρχουν νόμιμες αποφάσεις, πρέπει να υπάρχουν τυπικές συνθήκες νομιμότητας και μια καθορισμένη ομάδα ανθρώπων που τις ικανοποιούν.

Από αυτή την άποψη, η δημοκρατία θεσμοποιεί τον επαρχια­κό, σοβινιστικό χαρακτήρα της ελληνικής της καταγωγής, ενώ ταυτόχρονα προσφέρει φαινομενικά ένα μοντέλο που μπορεί να είναι καθολικό. Γι αυτό και η δημοκρατία έχει αποδειχθεί συμβατή με τον εθνικοσοσιαλισμό και το κράτος˙ προϋποθέτει τον Άλλον, ο οποίος δεν έχει τα ίδια δικαιώματα ή πολιτική αυτενέργεια.

Η εστίαση στην ένταξη και τον αποκλεισμό φαίνεται καθαρά στη σύγχρονη δημοκρατία μέσα από το σημαίνον έργο του Rousseau “Κοινωνικό Συμβόλαιο”, στο οποίο τονίζεται ότι δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ δημοκρατίας και δουλείας. Όσοι πε­ρισσότεροι οι “κακοί” στις αλυσίδες, τόσο καλύτερη η ελευθε­ρία των πολιτών, υποστηρίζει. Ή, όπως το έθεσε αργότερα ο Isaiah Berlin, η ελευθερία του λύκου είναι ο θάνατος του πρόβατου. Η έννοια του μηδενικού αθροίσματος, που εκφράζε­ται μέσα από αυτή τη μεταφορά, είναι η θεμελίωση της συζή­τησης περί δικαιωμάτων που παρέχονται και προστατεύονται από το κράτος. Με άλλα λόγια, για να είναι ελεύθεροι οι πολί­τες, θα πρέπει να παραχωρηθεί στο κράτος απόλυτη εξουσία και η δυνατότητα πλήρους ελέγχου. Το κράτος επιδιώκει να παράγει πρόβατα, διατηρώντας τη θέση του λύκου για τον εαυτό του.

Αντιθέτως, εάν κατανοήσουμε την ελευθερία ως αθροιστική, η ελευθερία του ενός γίνεται η ελευθερία όλων: δεν είναι μονό θέμα προστασίας από τις αρχές, αλλά διασταύρωσης μεταξύ τους έτσι ώστε να μεγιστοποιούνται οι δυνατότητες για όλους. Σε αυτό το πλαίσιο, όσο συγκεντρώνεται η καταναγκαστική δύναμη τόσο ελαττώνεται η ελευθερία. Αυτός ο τρόπος αντίλη­ψης της ελευθερίας είναι κοινωνικός παρά ατομικιστι­κός: προσεγγίζει την ελευθερία ως μία συλλογικά παραγόμενη σχέση, σύμφωνα με τις δυνατότητες μας και όχι μια στατική φούσκα ιδιωτικών δικαιωμάτων.[iv]

Ας πάμε τώρα στην άλλη ρίζα. Το κράτος. Η δημοκρατία μοι­ράζεται την κατάληξη αυτή, με λέξεις όπως αριστοκρατία, αυ­τοκρατορία, γραφειοκρατία, πλουτοκρατία και τεχνοκρατία. Κάθε ένας από τους όρους αυτούς περιγράφει τη διακυβέρνη­ση από ένα μέρος της κοινωνίας, όλοι όμως μοιράζονται ένα κοινό. Το κοινό τους νήμα είναι το κράτος, η ισχύς, η δύναμη.

Τι είδους δύναμη; Ας συμβουλευτούμε για άλλη μια φορά τους αρχαίους Έλληνες.

Στα χρόνια της κλασικής περιόδου, κάθε αφηρημένη έννοια προσωποποιούνταν από ένα θεϊκό ον. Το Κράτος ήταν ένας αδυσώπητος Τιτάνας που ενσωμάτωνε την καταναγκαστική δύναμη που συνδέονταν με την κρατική εξουσία. Μία από τις παλαιότερες πηγές όπου εμφανίζεται το Κράτος, είναι το θεα­τρικό έργο “Προμηθέας Δεσμώτης”, γραμμένο από τον Αισχύλο στις απαρχές της Αθηναϊκής δημοκρατίας. Το έργο ξεκινά με το Κράτος και τη Βία να συνοδεύουν τον δέσμιο Προμηθέα, που έχει τιμωρηθεί επειδή έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς και την έδωσε στους ανθρώπους. Το Κράτος παρουσιάζεται ως δεσμοφύλακας που εκτελεί άβουλα τις διαταγές του Δία – ένα κτήνος “φτιαγμένο για πράξεις τυράννου”.

Το είδος της δύναμης που προσωποποιείται από το Κράτος, συνιστά το κοινό που έχει η δημοκρατία με την αυτοκρατορία και κάθε άλλη μορφή εξουσίας. Μοιράζονται τα θεσμικά όργα­να εξαναγκασμού: τον νομικό μηχανισμό, την αστυνομία και τον στρατό. Όλα όσα προϋπήρχαν της δημοκρατίας και επιζούν και μετά και μέσα από αυτή. Αυτά είναι τα εργαλεία που “έγιναν για πράξεις τυράννου”, είτε στο πηδάλιο είναι ο βασι­λιάς, είτε η τάξη των γραφειοκρατών, είτε ο ίδιος ο λαός. “Δη­μοκρατία απλά σημαίνει ξυλοφόρτωμα του λαού, από τον λαό, για τον λαό”, είπε κάποτε ο Oscar Wilde. Ο Mu’ammer al Gaddafi, έναν αιώνα μετά, στο Πράσινο βιβλίο, επαναδιατύπω­σε χωρίς ειρωνεία: “Δημοκρατία είναι η επιτήρηση του λαού, από τον λαό”.

Στα νέα ελληνικά, η λέξη κράτος έχει απλώς την έννοια της πολιτείας. Για να κατανοήσουμε τη δημοκρατία, θα πρέπει να ρίξουμε μια προσεκτικότερη ματιά στην έννοια της διακυβέρ­νησης καθ’ αυτήν.

Δεν υπάρχει καμία αντίφαση μεταξύ της άσκησης της δημοκρατίας και του νόμιμου κεντρικού διοικητικού ελέγ­χου, σύμφωνα με τη γνωστή ισορροπία μεταξύ συγκε­ντρωτισμού και δημοκρατίας… Η δημοκρατία εδραιώνει τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και η κύρια δύναμή της είναι ο σεβασμός. Η δύναμη που πηγάζει από τη δημο­κρατία προϋποθέτει υψηλότερο βαθμό προσήλωσης στην εκτέλεση των εντολών, με μεγάλη ακρίβεια και ζήλο.”Saddam Hussein, Democracy: A Source of Strength for the Individual and Society.

 

[i]
πχ, Cindy Milstein, Democracy Is Direct.
[ii]
Coordination of Anarchist Groups, Contra la Democracia.
[iii]
πρβ. Sarah Song, The Boundary Problem in Democratic Theory: Why the Demos Should Be Bounded by the State.
 

[iv]
Είμαι πραγματικά ελεύθερος όταν όλα τα ανθρώπινα όντα που με περιβάλλουν, άντρες και γυναίκες, είναι εξίσου ελεύθερα. Η ελευθερία των άλλων ανθρώπων, αντί να αρνείται ή να περιορίζει την ελευθερία μου, είναι απεναντίας η αναγκαία προϋπόθεση και επιβεβαίωσή της.” M. Bakunin.
 

ΜΟΝΟΠΩΛΩΝΤΑΣ ΤΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ

 

“Όπως στα απολυταρχικά καθεστώτα ο βασιλιάς είναι νόμος, έτσι και στις ελεύθερες χώρες ο νόμος οφείλει να είναι βασιλιάς.” Thomas Paine, Common Sense

“Η μεγάλη δυσκολία βρίσκεται στο εξής: πρέπει πρώτα να ενεργοποιήσεις την κυβέρνηση, ώστε να ελέγξει τους κυβερνώμενους και στη συνέχεια να την υποχρεώσεις να ελέγξει τον ίδιο της τον εαυτό.”

James Madison, The Federalist

 

Ως μορφή διακυβέρνησης, η δημοκρατία έχει τον τρόπο να προσφέρει μια σειρά από άχρηστες επιθυμίες, απορροφώντας τους πόρους και τις δραστηριότητες της μειοψηφίας σε πολιτι­κές που προστάζει η πλειοψηφία. Σε κάθε δημοκρατία υπάρχει ένας νόμιμος χώρος λήψης αποφάσεων, ξέχωρος από την πραγ­ματική ζωή. Μπορεί να είναι οι βουλευτές σε μια αίθουσα κοι­νοβουλίου, μια γενική συνέλευση σε ένα πεζοδρόμιο ή μια εφαρμογή που ζητά ψήφους μέσω iPhone. Σε κάθε περίπτωση, η πηγή της νομιμότητας δεν αφορά στις άμεσες ανάγκες και επιθυμίες μας, αλλά σε μια συγκεκριμένη διαδικασία λήψης αποφάσεων και πρωτοκόλλου. Σε ένα κράτος αυτό ονομάζεται “κανόνας δικαίου”, αν και η ιδέα δεν προϋποθέτει απαραίτητα ένα επίσημο νομικό σύστημα. Αυτή είναι η ουσία της διακυ­βέρνησης: αποφάσεις που παίρνονται σε ένα χώρο, καθορίζουν τι θα ισχύει σε όλους τους άλλους χώρους. Το αποτέλεσμα εί­ναι η αποξένωση – η προστριβή μεταξύ του τι αποφασίζεται και του τι βιώνεται.

Η δημοκρατία υπόσχεται να λύσει αυτό το πρόβλημα ενσω­ματώνοντας τους πάντες στο χώρο της λήψης αποφάσεων: ο κανόνας για όλους από όλους. “Οι πολίτες μιας δημοκρατίας υποτάσσονται στον νόμο, γιατί αναγνωρίζουν πως, έστω και έμμεσα, υποτάσσονται στον εαυτό τους ως οι δημιουργοί του νόμου”.[i] Όμως, αν όλες αυτές οι αποφάσεις λαμβάνονταν από όσους τους αφορούν άμεσα, δε θα υφίστατο ανάγκη ύπαρξης μέσων επιβολής αυτών των αποφάσεων.

Τι προστατεύει τις μειοψηφίες απέναντι σε αυτό το “ο νικη­τής τα παίρνει όλα” σύστημα; Οι υποστηρικτές της δημοκρατί­ας εξηγούν ότι οι μειονότητες θα προστατεύονται από θεσμι­κές διατάξεις – “συνταγματικούς ελέγχους”. Με άλλα λόγια, η ίδια δομή που τους εξουσιάζει, υποτίθεται ότι τους προστα­τεύει από αυτήν.[ii] Υπό αυτό το πρίσμα, δημοκρατία και προ­σωπική ελευθερία θεωρούνται θεμελιωδώς αντίθετες:[iii] για να διατηρηθεί η ατομική ελευθερία, μια κυβέρνηση θα πρέπει να αφαιρέσει την ελευθερία του συνόλου. Ωστόσο, είναι πράγματι αισιόδοξο να πιστεύουμε ότι τα θεσμικά όργανα θα είναι απο­τελεσματικότερα από τους ανθρώπους που τα διαχειρίζονται. Όση περισσότερη δύναμη εκχωρούμε σε μια κυβέρνηση για την προστασία των περιθωριοποιημένων, τόσο πιο επικίνδυνη μπο­ρεί να γίνει όταν στραφεί εναντίον τους.

Πόσο εύκολα θα αποδεχόσασταν την ιδέα ότι η δημοκρατική διαδικασία θα πρέπει να υπερισχύει της συνείδησης και των αξιών σας; Ας κάνουμε μια γρήγορη υπόθεση. Φανταστείτε πως βρίσκεστε σε μια δημοκρατία με σκλάβους – ας πούμε στην αρχαία Ελλάδα ή στην αρχαία Ρώμη ή στις Ηνωμένες Πο­λιτείες της Αμερικής, ως τα τέλη του 1865. Θα υπακούατε στο νόμο και θα αντιμετωπίζατε τους ανθρώπους ως ιδιοκτησία, προσπαθώντας παράλληλα να αλλάξετε τους νόμους, γνωρίζο­ντας πολύ καλά πως στο μεταξύ μπορεί να υπάρξουν πολλές ακόμη γενιές που θα ζήσουν και θα πεθάνουν με τις αλυσίδες; Ή θα ενεργούσατε με τη συνείδηση σας, κατά παράβαση του νόμου, όπως η Harriet Tubman και και ο John Brown;[iv]

Αν ακολουθούσατε τα βήματα της Tubman, τότε και σεις πι­στεύετε πως υπάρχει κάτι πιο σημαντικό από το κράτος δικαί­ου. Αυτό είναι ένα πρόβλημα για όποιον θέλει να συμμορφω­θεί με τον νόμο ή με τη βούληση της πλειοψηφίας, τον τελικό κριτή της νομιμότητας.

“Δεν μπορεί να υπάρξει μία κυβέρνηση στην οποία οι πλειονότητες να μην αποφασίζουν κατ’ ανάγκην βάσει σωστού ή λάθους, αλλά με βάση τη συνείδηση;”

Henry David Thoreau, Civil Disobedience

 

 

Η ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

“Πρέπει να πιστέψουμε ότι πριν τους Αθηναίους, δεν έτυχε ποτέ και πουθενά να συγκεντρωθούν τα μέλη μιας κοινότητας, ώστε να λάβουν κοινές αποφάσεις με τρόπο που θα έδινε σε όλους ίσα δικαιώματα;”

David Graeber, Fragments of an Anarchist Anthropology

Από την εποχή της αρχαίας Αθήνας, της ξακουστής “γενέτει­ρας της δημοκρατίας”, μπορούμε να διακρίνουμε τον αποκλει­σμό και τον εξαναγκασμό ως βασικά χαρακτηριστικά όλων των δημοκρατικών κυβερνήσεων. Μόνο οι ενήλικοι, στρατιωτικά εκ­παιδευμένοι άνδρες, μπορούσαν να ψηφίζουν˙ γυναίκες, δού­λοι, οφειλέτες και όσοι στερούνταν αθηναϊκού αίματος, εξαι­ρούνταν. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, η δημοκρατία πε­ριελάμβανε κάτι λιγότερο από το ένα πέμπτο του πληθυσμού.

Πράγματι, η δουλεία ήταν πιο διαδεδομένη στην αρχαία Αθή­να και οι γυναίκες είχαν λιγότερα δικαιώματα σε σχέση με τους άνδρες. Μεγαλύτερη ισότητα μεταξύ ανδρών πολιτών, προφανώς σήμαινε μεγαλύτερη αλληλεγγύη κατά των γυναι­κών και των ξένων. Ο χώρος στον οποίο ασκούνταν η συμμετο­χική πολιτική συνιστούσε μία κλειστή κοινότητα.

Μπορούμε να χαρτογραφήσουμε τα όρια της κλειστής κοι­νότητας στην αθηναϊκή αντίθεση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτι­κού – μεταξύ πόλης και οίκου.[v] Η πόλη, η ελληνική πόλη-κράτος, ήταν ένας χώρος δημόσιου λόγου, όπου οι πολίτες αλ­ληλεπιδρούσαν ως ίσοι. Αντίθετα, ο οίκος, το νοικοκυριό, ήταν ένας ιεραρχικός χώρος, μέσα στον οποίο οι αρσενικοί ιδιοκτή­τες κυριαρχούσαν – μια ζώνη εκτός πολιτικού πεδίου, που, πα­ρόλα αυτά, χρησίμευε ως θεμέλιό του. Σε αυτή τη διχοτόμηση, ο οίκος είναι αυτός που παρέχει τους πόρους που χρειάζονται για τη συντήρηση του πολιτεύματος, εν τούτοις θεωρείται δε­δομένο ότι προηγείται και γι αυτό είναι έξω από αυτό.

Αυτές οι κατηγορίες παραμένουν κοντά μας ως και σήμερα. Οι λέξεις “πολιτική” (τα ζητήματα της πόλης) και “αστυνομία” (η διοίκηση της πόλης) προέρχονται από το πόλη, ενώ η “οικο­νομία” (η διαχείριση του νοικοκυριού) και η “οικολογία” (η με­λέτη του νοικοκυριού) προέρχονται από το οίκος.

Η δημοκρατία εξακολουθεί να βασίζεται σε αυτή τη διαίρεση. Όσο υπάρχει πολιτικός διαχωρισμός μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, τα πάντα, από το νοικοκυριό (τον έμφυλα διαχωρι­σμένο οικείο χώρο, που συντηρεί την άρχουσα τάξη μέσω αόρατης και απλήρωτης εργασίας[vi]) έως και ολόκληρες ήπειροι και λαοί (όπως για παράδειγμα η Αφρική κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας[vii]) μπορούν να υποβιβαστούν από την πολι­τική σφαίρα. Ομοίως, οι θεσμοί της ιδιοκτησίας και της οικονο­μίας της αγοράς που παράγουν και που έχουν χρησιμεύσει ως θεμέλια από την απαρχή της δημοκρατίας, είναι αναμφισβήτη­τοι, καθώς επιβάλλονται και παράλληλα υπερασπίζονται από τον πολιτικό μηχανισμό.

Ευτυχώς, η αρχαία Αθήνα δεν είναι το μοναδικό σημείο ανα­φοράς για την ισότητα στη λήψη αποφάσεων. Μια συνοπτική έρευνα άλλων κοινωνιών, αποκαλύπτει αρκετά παραδείγματα, πολλά από τα οποία δεν βασίζονται στον αποκλεισμό ή τον εξαναγκασμό. Όμως, θα πρέπει να τα κατανοήσουμε και αυτά ως δημοκρατίες;

Στο Αποσπάσματα Αναρχικής Ανθρωπολογίας, ο David Graeber ρωτά τους συναδέλφους του για ποιο λόγο αναγνωρί­ζουν την Αθήνα ως γενέτειρα της δημοκρατίας· υποθέτει πως τα μοντέλα των Ιροκουά, των Βερβερίνων, των Σουλαουέζι και των Ταλένσι[viii], δεν τυγχάνουν μεγάλης προσοχής, επειδή κα­νένα από αυτά δεν επικεντρώνεται στην ψηφοφορία. Από τη μία, ο Graeber έχει δίκιο να κατευθύνει την προσοχή μας σε κοινωνίες που εστιάζουν στην οικοδόμηση συναίνεσης και όχι στην άσκηση καταναγκασμού: πολλές από αυτές ενσωμα­τώνουν σπουδαιότερες αξίες, που συνδέονται με τη δημοκρα­τία πολύ περισσότερο από όσο το έκανε η Αθήνα. Από την άλλη όμως, δεν έχει νόημα να ονομάσουμε τα παραδείγματα αυτά δημοκρατικά, τη στιγμή που αμφισβητούνται τα πιστο­ποιητικά των Ελλήνων, οι οποίοι εφεύραν τον όρο. Με το να επιβεβαιώνουμε την αξία των μη-Δυτικών παραδειγμάτων αποδίδοντάς τους τιμητική ιδιότητα, στο πλαίσιο του δικού μας ομολογουμένως κατώτερου Δυτικού παραδείγματος, πράττουμε εθνοκεντρικά. Αντ’ αυτού, ας παραδεχτούμε ότι η δημοκρατία, ως συγκεκριμένη ιστορική πρακτική, που χρονολογείται από την εποχή της Σπάρτης και της Αθήνας και που βρήκε μιμητές παγκοσμίως, δεν έχει αντα­ποκριθεί στα πρότυπα που έθεσαν οι προαναφερθείσες κοινω­νίες και δεν έχει νόημα να τις περιγράφουμε ως δημοκρατικές. Θα ήταν πιο υπεύθυνο και πιο ακριβές, να τις περιγράφουμε και να τις τιμούμε με τους δικούς τους όρους.Έτσι, η αυθεντική δημοκρατία δεν είναι τελικά άλλη από αυτή της Αθήνας.

Κι αν η Αθήνα έγινε τόσο ισχυρή, όχι λόγω του βαθμού ελευ­θερίας, αλλά λόγω του τρόπου με τον οποίο το κράτος χρησιμοποίησε την συμ­μετοχικότητα προς όφελος του; Εκείνη την εποχή, οι περισ­σότερες κοινωνίες στην ανθρώπινη ιστορία ήταν ακρατικές˙ κάποιες ήταν ιεραρχικές, κάποιες άλλες συμμετοχικές, αλλά καμία ανιθαγενής κοινωνία δεν είχε την κεντρική εξουσία του κράτους. Αντίθετα, η ισονομία στα υπάρχοντα κράτη ήταν ελάχιστη. Οι Αθηναίοι καινοτόμησαν, εισάγοντας μία υβριδική φόρμα, στην οποία η οριζοντιότητα συνέπιπτε με τον αποκλει­σμό και τον εξαναγκασμό. Εάν θεωρείτε δεδομένο ότι το κράτος είναι επιθυμητό ή τουλάχιστον αναπόφευκτο, το παρα­πάνω ακούγεται ελκυστικό. Αν όμως το κράτος είναι η ρίζα του προβλήματος, τότε η δουλεία και η πατριαρχία της αρχαί­ας Αθήνας δεν ήταν πρόωρες παρατυπίες του δημοκρατικού μοντέλου, αλλά ενδείξεις των ανισορροπιών ισχύος που κωδι­κοποιούνται στο DNA του δημοκρατικού μοντέλου εξ αρχής.

 

ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ – ΜΙΑ ΑΓΟΡΑ ΙΣΧΥΟΣ

 

“Αυτοί που πιστεύουν πως υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ δημοκρατίας και μοναρχίας, δύσκολα μπορούν να διακρίνουν το πώς ένα θεσμικό όργανο μπορεί να υποστεί τόσες μεταλλάξεις και παρόλα αυτά να παραμείνει το ίδιο. Ωστόσο, ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά, θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι στην εξέλιξη της, η Αγγλική μοναρχία – με όλες της τις διευρύνσεις και τις επαναστάσεις της, ακόμη και με το υπερπόντιο άλμα της με το οποίο δη­μιουργήθηκε μια αποικία που έγινε ανεξάρτητο έθνος και στη συνέχεια ισχυρό κράτος – κράτησε ουσιαστικά αμε­τάβλητες τις κρατικές της λειτουργίες και συμπεριφορές.”

Randolph Bourne, The State

“Ένα συνταγματικό σώμα είναι το μέσο που χρησιμο­ποιούν οι προνομιούχες τάξεις όταν μια δικτατορία δεν είναι εφικτή. Έτσι, εμποδίζει μια επανάσταση ή σε περί­πτωση που μια επανάσταση έχει ήδη ξεσπάσει, σταματά την πρόοδό της με τη δικαιολογία της νομιμοποίησής της, προσπαθώντας ταυτόχρονα να πάρει πίσω όσο το δυνατόν περισσότερα από αυτά που κέρδισαν οι άνθρωποι κατά την επαναστατική περίοδο.”

Errico Malatesta, Against the Constituent Assembly as against the Dictatorship

Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών έχει περισσότερα κοι­νά με την αρχαία Ρώμη από ότι με την Αθήνα. Αντί να κυβερ­νούν άμεσα, οι Ρωμαίοι πολίτες εξέλεγαν αντιπροσώπους που διηύθυναν μια σύνθετη γραφειοκρατική δομή. Καθώς η ρω­μαϊκή επικράτεια επεκτείνονταν και ο πλούτος αυξάνονταν, οι μικροί αγρότες έχαναν τη βάση τους και μεγάλοι αριθμοί εκ­διωχθέντων πλημμύρισαν την πρωτεύουσα. Η αναταραχή αυτή ανάγκασε τη Δημοκρατία[i] να επεκτείνει το δικαίωμα ψήφου σε όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του πληθυσμού. Ωστόσο, η πολιτική ένταξη δεν εξουδετέρωσε την οικονομική στρωματο­ποίηση της ρωμαϊκής κοινωνίας. Όλα αυτά ακούγο­νται ανατριχιαστικά οικεία.

Η Ρωμαϊκή Δημοκρατία έληξε όταν ο Ιούλιος Καίσαρας κα­τέλαβε την εξουσία. Από τότε και στο εξής, η Ρώμη κυβερνού­νταν από αυτοκράτορες. Παρόλα αυτά, ελάχιστα πράγματα άλλαξαν για τον μέσο Ρωμαίο πολίτη. Η γραφειοκρατεία, ο στρατός, η οικονομία και τα δικαστήρια, συνέχισαν να λειτουρ­γούν όπως πριν.

Πάμε στα γρήγορα δεκαοκτώ αιώνες μπροστά, στην Αμερικα­νική Επανάσταση. Εξοργισμένοι με τη “φορολόγηση χωρίς αντιπροσώπευση”, τα βορειοαμερικανικά υποκείμενα της Βρε­τανικής Αυτοκρατορίας επαναστάτησαν και ίδρυσαν τη δική τους αντιπροσωπευτική δημοκρατία,[ii] πλαισιωμένη από  μια ρωμαϊκού τύπου Γερουσία. Όμως και πάλι η λειτουργία του κράτους παρέμενε αμετάβλητη. Εκείνοι που πάλεψαν για να απαλλαχτούν από τον βασιλιά, ανακάλυψαν ότι η “φορολόγηση με αντιπροσώπευση” είχε ελάχιστη διαφορά. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσουν μια σειρά από εξεγέρσεις – η εξέγερση του Σάι, η εξέγερση του Ουίσκυ, η εξέγερση του Φρέι και άλλες – οι οποίες, χωρίς εξαίρεση, κατεστάλησαν βίαια. Η νέα δημο­κρατική κυβέρνηση πέτυχε την καταστολή του πληθυσμού εκεί που η Βρετανική Αυτοκρατορία είχε αποτύχει, χάρη στην πίστη πολλών από αυτούς που είχαν επαναστατήσει εναντίον του βα­σιλιά: ότι θα έπρεπε να αντιπροσωπεύονται από τη νέα κυβέρ­νηση.[iii]

Η ιστορία αυτή έχει επαναληφθεί ξανά και ξανά. Στη Γαλλι­κή επανάσταση του 1848, ο προσωρινά διορισμένος από την κυβέρνηση διοικητής της αστυνομίας, εισήλθε στο εκκενωμένο γραφείο του, από τον βασιλιά διορισμένο, διοικητή της αστυνο­μίας και παρέλαβε τα έγγραφα που ο προκάτοχός του είχε αφήσει. Τον εικοστό αιώνα, στις μεταβάσεις από τη δικτατορία στη δημοκρατία, που έγιναν στην Ελλάδα, την Ισπανία, τη Χιλή και πιο πρόσφατα στην Τυνησία και την Αίγυπτο, τα κινήματα που ανέτρεψαν τους δικτάτορες έπρεπε να συνεχίσουν την πάλη ενάντια στην ίδια ακριβώς αστυνομία, που βρίσκονταν πια υπό τις διαταγές του δημοκρατικού καθεστώτος. Αυτό εί­ναι το κράτος, αυτό που κάποιοι ονομάζουν “Βαθύ Κράτος”, αυτό που μεταφέρεται από το ένα καθεστώς στο άλλο.

Νόμοι, δικαστήρια, φυλακές, υπηρεσίες πληροφοριών, εφορίες, στρατοί, αστυνομίες – τα περισσότερα από τα μέσα κατανα­γκαστικής εξουσίας που θεωρούμε καταπιεστικά σε ένα μο­ναρχικό ή δικτατορικό καθεστώς, λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο σε μια δημοκρατία. Ωστόσο, όταν μας επιτρέπεται να ψηφίζουμε για το ποιος θα τα εποπτεύει, υποτίθεται πως μας ανήκουν, ακόμη και όταν τα μέσα αυτά στρέφονται εναντίον μας. Αυτό είναι το μεγάλο επίτευγμα δυόμιση αιώνων δημο­κρατικών επαναστάσεων: αντί να καταργήσουν τα μέσα με τα οποία κυβερνούσαν οι βασιλιάδες, τα κατέστησαν δημοφιλή.

Η μεταφορά της ισχύος από τους εξουσιαστές στις κοινοβου­λευτικές αίθουσες, εξυπηρέτησε την πρόωρη παύση των εξελι­κτικών κινημάτων, από την εποχή της Αμερικανικής Επα­νάστασης. Αντί να πετύχουν μέσω της άμεσης δράσης τις αλ­λαγές που επεδίωκαν, οι επαναστάτες ανέθεσαν το έργο αυτό στους νέους αντιπροσώπους που ανέλαβαν το πηδάλιο του κράτους – μόνο για να δουν τα όνειρα τους να προδίδονται.

Το κράτος είναι πράγματι πανίσχυρο, αλλά αυτό που σίγουρα δεν μπορεί να πετύχει, είναι ελευθερία για τους υπηκόους του. Δε μπορεί, γιατί αντλεί την ίδια του την ύπαρξη μέσα από την υποταγή τους. Μπορεί να υποτάσσει, να επιτάσσει και να συ­γκεντρώνει πόρους, να επιβάλλει τέλη και υποχρεώσεις, να μειώνει δικαιώματα και παραχωρήσεις – τα βραβεία παρηγο­ριάς των κυβερνώμενων – δεν μπορεί όμως να παράσχει αυτο­διάθεση. Το Κράτος μπορεί να κυριαρχήσει, αλλά δεν μπορεί να απελευθερώσει.

Αντ’ αυτού, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία υπόσχεται την ευκαιρία της διακυβέρνησης μέσω ενός συστήματος εναλλαγής: μια ασαφής βασιλεία, προσωρινά διανεμημένη, δυναμική κι όμως ιεραρχική όπως το χρηματιστήριο. Πρακτικά, δεδομένου ότι η εξουσία μεταβιβάζεται, υπάρχουν πάντα κυβερνώντες με τεράστια δύναμη σε σχέση με τους υπόλοιπους. Συνήθως, όπως για παράδειγμα οι Μπους και οι Κλίντονς, υποστηρίζονται από μία de facto άρχουσα τάξη. Αυτή η άρχουσα τάξη, τείνει να καταλαμβάνει τα ανώτερα στρώματα όλων των κοινωνικών ιε­ραρχιών, τόσο των επίσημων όσο και των ανεπίσημων. Ακόμη κι αν ένας πολιτικός έχει μεγαλώσει στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, όσο ασκεί εξουσία, τα συμφέροντά του αποκλίνουν από τα συμφέροντα των κυβερνώμενων. Αλλά το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι οι προθέσεις των πολιτικών˙ είναι ο μηχα­νισμός του ίδιου του κράτους.

Ανταγωνιζόμενοι για το δικαίωμα διαχείρισης της κατανα­γκαστικής δύναμης του κράτους, οι διαγωνιζόμενοι δεν αμφι­σβητούν στιγμή την αξία του ίδιου του κράτους, έστω κι αν στην πράξη είναι οι αποδέκτες της δύναμής του. Η αντιπροσω­πευτική δημοκρατία λειτουργεί σα μια βαλβίδα αποσυμπίεσης: όταν ο κόσμος αισθάνεται απογοητευμένος, επικεντρώνεται στις επόμενες εκλογές, θεωρώντας το κράτος ως κάτι δεδο­μένο. Πράγματι, αν θέλετε να μπει ένα τέλος στην κερδοσκο­πία των εταιρειών, ή την περιβαλλοντική καταστροφή, δεν θεω­ρείτε το κράτος ως το μόνο ικανό μέσο για την επίτευξη αυτού του σκοπού; Τι κι αν ήταν το κράτος που καθόρισε εξαρχής τις συνθήκες για να μπορέσουν να ευδοκιμήσουν τα παραπάνω…

Αυτά περί δημοκρατίας και κοινωνικής ανισότητας. Τι γίνεται όμως με την οικονομική ανισότητα που ενυπάρχει στη δημο­κρατία από το ξεκίνημά της; Θα πίστευε κάποιος, πως ένα σύ­στημα βασισμένο στην αρχή της πλειοψηφίας, θα είχε  σκοπό να αμβλύνει τις διαφορές μεταξύ πλουσίων και φτωχών, μιας και οι φτωχοί αποτελούν πλειονότητα. Όμως, όπως ακριβώς και στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η σημερινή υπεροχή της δημο­κρατίας προϋποθέτει ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ αυτών που έχουν και αυτών που δεν έχουν. Πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο;

Όπως ο καπιταλισμός διαδέχτηκε τη φεουδαρχία στην Ευ­ρώπη, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία αποδείχθηκε πιο στα­θερή από τη μοναρχία γιατί παρείχε ευελιξία μέσα στις ιεραρ­χίες του κράτους. Το δολάριο και το ψηφοδέλτιο αποτελούν μηχανισμούς ιεραρχικής διανομής της ισχύος, λειτουργώντας έτσι ώστε να αποσυμφορίζονται οι ίδιες οι ιεραρχίες. Σε αντί­θεση με την πολιτική και οικονομική στασιμότητα της περιόδου της φεουδαρχίας, ο καπιταλισμός και η δημοκρατία ανακατα­νέμουν διαρκώς την εξουσία. Χάρη σε αυτή την μεγάλη ευελι­ξία, ο δυνητικός επαναστάτης έχει καλύτερες πιθανότητες να βελτιώσει τη θέση του στην παρούσα κατάσταση, παρά να την ανατρέψει. Κατά συνέπεια, η αντιπολίτευση τείνει να ανατρο­φοδοτεί το πολιτικό σύστημα από τα μέσα, πάρα να το απειλεί.

Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι για την πολιτική ό,τι είναι για την οικονομία ο καπιταλισμός. Οι επιθυμίες του κα­ταναλωτή και του ψηφοφόρου αναπαρίστανται από νομίσματα που υπόσχονται την ατομική ενδυνάμωση, αλλά τελικά συγκε­ντρώνονται αμείλικτα στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας. Όσο η ισχύς συγκεντρώνεται εκεί, είναι πολύ εύκολο να μπλο­κάρει, να εξαγοράσει ή να καταστρέψει όποιον προσπαθήσει να την απειλήσει.

Αυτό εξηγεί γιατί όταν οι πλούσιοι και ισχυροί είδαν τα συμ­φέροντα τους να απειλούνται από τους δημοκρατικούς θε­σμούς, μπόρεσαν να αναστείλουν τον νόμο ώστε να  αντιμετω­πίσουν το πρόβλημα – δείτε για παράδειγμα τις φρικτές μοί­ρες των αδελφών Gracci στην αρχαία Ρώμη και του Salvador Allende στη Χιλή. Μέσα στο πλαίσιο του κράτους, η ιδιοκτησία πάντα υπερτερούσε της δημοκρατίας.[iv]

“Η ελεύθερη εκλογή των αρχόντων δεν καταργεί ούτε τους άρχοντες, ούτε τους δούλους. Η ελεύθερη επιλογή μεταξύ μιας μεγάλης ποικιλίας αγαθών και υπηρεσιών δεν σημαίνει ελευθερία, εφόσον αυτά τα αγαθά και υπη­ρεσίες διατηρούν τον κοινωνικό έλεγχο και μια ζωή γε­μάτη μόχθο και φόβο – εφόσον στηρίζουν δηλαδή την αποξένωση. Και η αυθόρμητη αναπαραγωγή επιπρόσθε­των αναγκών από το άτομο δεν δημιουργεί αυτονομία- μαρτυρά την αποτελεσματικότητα του κοινωνικού ελέγ­χου.”

Herbert Marcuse, One-Dimensional Man (Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπός)

“Στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, όπως στον καπιτα­λιστικό ανταγωνισμό, όλοι υποτίθεται ότι έχουν μια πιθανότητα, αλλά μόνο λίγοι φτάνουν στην κορυφή. Εάν δεν κερδίσατε, μάλλον δεν προσπαθήσατε αρκετά! Είναι ο ίδιος εξορθολογισμός που χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει τις αδικίες του σεξισμού και του ρατσι­σμού: κοιτάξτε παλιοτεμπέληδες, θα μπορούσατε να εί­σαστε στη θέση του Bill Cosby ή της Hilary Clinton, αν εί­χατε προσπαθήσει αρκετά. Αλλά δεν υπάρχει αρκετός χώρος στην κορυφή για όλους μας, ανεξάρτητα από το πόσο σκληρά δουλεύουμε.

Όταν η πραγματικότητα παράγεται μέσω των μέσων μα­ζικής ενημέρωσης και η πρόσβαση στα ΜΜΕ καθορίζεται από τον πλούτο, οι εκλογές είναι απλώς διαφημιστικές εκστρατείες. Ο ανταγωνισμός της αγοράς υπαγορεύει το ποια λόμπυ θα έχουν τελικά τη δυνατότητα να καθορί­σουν τη βάση πάνω στην οποία οι ψηφοφόροι θα πάρουν της αποφάσεις τους. Υπό αυτές τις συνθήκες, ένα πολιτι­κό κόμμα είναι ουσιαστικά μια επιχείρηση που προσφέρει επενδυτικές ευκαιρίες στη νομοθεσία. Είναι ανόητο να περιμένουμε από τους πολιτικούς αντιπροσώπους να αντιταχθούν στα συμφέροντα της πελατείας τους, όταν η εξουσία που επιδιώκουν εξαρτάται άμεσα από αυτήν.”

CrimethInc, Workers’ Collective-  βιβλίο: Work

 

[i]
(Σ.τ.Μ.) “Republic” στο πρωτότυπο.
[ii]
Αυτό είναι ένα θεμελιώδες παράδοξο των δημοκρατικών κυβερνήσεων: εγκαθιδρυμένες από ένα έγκλημα, αγιοποιούν το νόμο – νομιμοποιώντας μια νέα διαταγή, ως εκπλήρωση και συνέχιση μιας εξέγερσης.
[iii]
“Η υπακοή στον νόμο είναι πραγματική ελευθερία”, αναφέρει ένα μνημείο αφιερωμένο στους στρατιώτες που κατέστειλαν την εξέγερση του Σάι.
[iv]
Όπως ακριβώς ο φιλελεύθερος καπιταλιστής υποπτεύεται ότι οι δραστηριότητες, ακόμη και της πιο δημοκρατικής κυβέρνησης, παρεμβαίνουν στην καθαρή λειτουργία της ελεύθερης αγοράς, έτσι και ο παρτιζάνος της καθαρής δημοκρατίας μπορεί να είναι σίγουρος ότι όσο υπάρχουν οικονομικές ανισότητες, οι πλούσιοι θα ασκούν πάντα δυσανάλογη επιρροή, ακόμη και στην πιο προσεκτικά κατασκευασμένη δημοκρατική διαδικασία. Ωστόσο, η διακυβέρνηση και η οικονομία είναι αδιαχώριστες. Η αγορά βασίζεται στο κράτος για την επιβολή των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, ενώ η δημοκρατία αποτελεί τελικά ένα μέσο μεταφοράς, συγχώνευσης και επένδυσης της πολιτικής εξουσίας: ένα διαφημιστικό πρακτορείο για τον εαυτό της.
[i]
http://www.ait.org.tw/infousa/zhtw/DOCS/whatsdem/whatdm4.htm, σάιτ του Γραφείου Διεθνών Προγραμμάτων Πληροφόρησης του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ.
[ii]
Αυτό το, φαινομενικά παράδοξο, δεν προβλημάτισε τους δημιουργούς του Αμερικανικού Συντάγματος, γιατί η μειονότητα των οποίων τα δικαιώματα αφορούσαν κυρίως την προστασία, ήταν η τάξη των ιδιοκτητών ακινήτων, — που είχαν ήδη μεγάλη επιρροή στους κρατικούς θεσμούς. Όπως είπε και ο  James Madison το 1787, “Η κυβέρνησή μας πρέπει να εξασφαλίσει τα μόνιμα συμφέροντα της χώρας έναντι της καινοτομίας. Οι κάτοχοι γης θα πρέπει να έχουν μερίδιο στην διακυβέρνηση, να υποστηρίζουν αυτά τα πολύτιμα συμφέροντα και να εξισορροπούν και να ελέγχουν τους άλλους. Θα πρέπει να θεσμοθετούν, έτσι ώστε να προστατεύεται η μειοψηφία των πλουσίων από την πλειοψηφία.”
[iii]
Δείτε: Walter E. Williams, Democracy or a Republic.
 

[iv]
(Σ.τ.Μ.) Harriet Tubman: αφροαμερικανίδα ακτιβίστρια κατά της δουλείας. John Brown: υπέρμαχος της κατάργησης της δουλείας.
[v]
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με αυτό το θέμα, διαβάστε το εξαιρετικό Contract and Contagion: Από τη Βιοπολιτική στην Οικονομία, της Άντζελας Μητροπούλου.
[vi]
Στο πλαίσιο αυτό, το επιχείρημα ότι “το προσωπικό είναι πολιτικό”, συνιστά μια φεμινιστική απόρριψη της διχοτόμησης οίκου και πόλης. Όμως αν υποθέσουμε πως αυτό σημαίνει ότι το προσωπικό θα πρέπει να υπόκειται στη λήψη των δημοκρατικών αποφάσεων, αυτό θα επέκτεινε τη λογική της κυβέρνησης σε πρόσθετες πτυχές της ζωής. Η πραγματική εναλλακτική, είναι να επιβεβαιώσουμε πολλαπλές τοποθεσίες εξουσίας, υποστηρίζοντας ότι η νομιμότητα δεν πρέπει να περιορίζεται σε κανέναν χώρο, έτσι ώστε οι αποφάσεις που λαμβάνονται στο νοικοκυριό, να μην εξαρτώνται από εκείνες που γίνονται στους χώρους της επίσημης πολιτικής.
[vii]
πρβ Frank B. Wilderson, III, “The Prison Slave as Hegemony’s (Silent) Scandal.”
[viii]
(Σ.τ.Μ.) Φυλές της Αμερικής, της Ινδονησίας και της Αφρικής.

ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ:

ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΧΩΡΙΣ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ;

 

“Η αληθινή δημοκρατία υπάρχει μόνο μέσω της άμεσης συμμετοχής του λαού και όχι μέσω της δραστηριότητας των αντιπροσώπων του. Τα κοινοβούλια αποτελούσαν ένα νομικό εμπόδιο μεταξύ του λαού και της άσκησης της εξουσίας, καθώς εξαιρούσαν τις μάζες από την ουσιαστι­κή πολιτική, μονοπωλώντας την εθνική κυριαρχία. Στον λαό απομένει μόνο μια πρόσοψη δημοκρατίας, που εκδη­λώνεται σε μεγάλες ουρές, περιμένοντας να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα.”

Mu’ammer al Gaddafi, The Green Book

“Το ψηφιακό πρόγραμμα μείωσης του κόσμου στην εκ­προσώπηση συγκλίνει με το μοντέλο της εκλογικής δημο­κρατίας, στο οποίο μόνο οι εκπρόσωποι που ενεργούν μέσω των προβλεπόμενων διαύλων μπορούν να ασκήσουν εξουσία. Και τα δύο, δρουν ενάντια σε ό,τι είναι ασυμβί­βαστο και απεριόριστο, βάζοντας την ανθρωπότητα στο κρεβάτι του Προκρούστη. Συνδυασμένες ως ηλεκτρονική δημοκρατία, παρουσιάζουν την ευκαιρία της ψηφοφορίας που αφορά μια τεράστια ποικιλία λεπτομερειών, ενώ κα­θιστούν αδιαμφισβήτητη την ίδια την υποδομή – όσο πιο συμμετοχικό είναι το σύστημα, τόσο πιο ‘νόμιμο’”. CrimethInc, Deserting the Digital Utopia

Κι έτσι, ερχόμαστε στο σήμερα. Η Αφρική και η Ασία γίνο­νται μάρτυρες νέων κινημάτων υπέρ της δημοκρατίας. Την ίδια στιγμή πολλοί Ευρωπαίοι και Αμερικανοί, απογοητευμένοι από τις αποτυχίες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, εναπο­θέτουν τις ελπίδες τους στην άμεση δημοκρατία, μετατοπι­ζόμενοι από το μοντέλο της Ρωμαϊκής Ρεπούμπλικας, στην Αθηναϊκή της προκάτοχο. Αν το πρόβλημα είναι ότι η διακυ­βέρνηση δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες μας, τότε η λύση δεν είναι να γίνει πιο συμμετοχική, έτσι ώστε να ασκήσουμε απευ­θείας την εξουσία, αντί να τη μεταβιβάσουμε στους πολιτικούς;

Όμως, τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Μήπως σημαίνει ψηφοφορία για νόμους, παρά για νομοθέτες; Ή ανατροπή της παρούσας κυβέρνησης και θεσμοθέτηση μιας κυβέρνησης ομοσπονδιακών συνελεύσεων στη θέση της; Ή κάτι άλλο;

Αφενός, η άμεση δημοκρατία είναι απλώς ένας πιο συμμετο­χικός και χρονοβόρος τρόπος να πιλοτάρεις το κράτος- μπορεί να δίνει την ευκαιρία μεγαλύτερης ανάμειξης στη διαχείριση του, αλλά δε μπορεί παρά να διατηρήσει τη συγκέντρωση της ισχύος, η οποία είναι εγγενής σε αυτήν. Εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα κλίμακας: Μπορούμε να φανταστούμε 219 εκατομ­μύρια εκλέξιμους ψηφοφόρους να διευθύνουν άμεσα τις δρα­στηριότητες της αμερικάνικης κυβέρνησης; Η κλασική απάντη­ση είναι ότι οι τοπικές συνελεύσεις θα στείλουν αντιπρο­σώπους στις περιφερειακές συνελεύσεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα στείλουν εκπροσώπους σε μια εθνική συνέλευση – αλλά τότε μιλάμε εκ νέου για  αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Στην καλύτερη περίπτωση, αντί των περιοδικά εκλεγμένων αντιπροσώπων, μπορούμε να φανταστούμε μια σειρά από δη­μοψηφίσματα που έχουν εκδοθεί από ψηλά.

Μια από τις πιο ισχυρές εκδοχές αυτού του οράματος, είναι η ψηφιακή δημοκρατία, ή ηλεκτρονική δημοκρατία,[i] η οποία προωθείται από ομάδες όπως το Κόμμα των Πειρατών. Το Κόμμα των Πειρατών, έχει ήδη ενσωματωθεί στο υπάρχον πο­λιτικό σύστημα, αλλά θεωρητικά μπορούμε να φανταστούμε έναν πληθυσμό που συνδέεται μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας, παίρνοντας, μέσω της πλειοψηφίας, όλες τις αποφάσεις σχετι­κά με την κοινωνία του, σε πραγματικό χρόνο. Σε μια τέτοια περίπτωση, η κυβέρνηση των πλειοψηφούντων θα κέρδιζε μία πρακτικά ακαταμάχητη νομιμότητα, η μεγαλύτερη ισχύς όμως θα συγκεντρώνονταν στα χέρια των τεχνοκρατών που διαχειρί­ζονται το σύστημα. Κωδικοποιώντας τους αλγορίθμους που καθορίζουν τις πρωτεύουσες πληροφορίες και ερωτήσεις, θα μπορούσαν να διαμορφώσουν τα εννοιολογικά πλαίσια των συμμετεχόντων, χίλιες φορές πιο επιθετικά από ότι κάνουν σή­μερα οι διαφημιστικές καμπάνιες το έτος των εκλογών.

Αλλά, ακόμα κι αν ένα τέτοιο σύστημα μπορούσε να λειτουρ­γήσει τέλεια, θέλουμε τελικά να διατηρήσουμε το σύστημα της κεντρικής πλειοψηφίας; Το γεγονός της συμμετοχικότητας από μόνο του, δεν καθιστά την πολιτική διαδικασία λιγότερο αυ­στηρή. Όσο η πλειοψηφία έχει την δυνατότητα να επιβάλλει τις αποφάσεις της στη μειοψηφία, μιλάμε για ένα σύστημα πανο­μοιότυπο σε πνεύμα με εκείνο που κυβερνά τις ΗΠΑ σήμερα – ένα σύστημα που επίσης θα απαιτούσε φυλακές, αστυνομικούς και εφοριακούς, ή άλλους αντίστοιχους τρόπους εκτέλεσης των ίδιων λειτουργιών.

Η αληθινή ελευθερία δεν έγκειται στο πόσο συμμετοχική είναι η διαδικασία απάντησης στις ερωτήσεις, αλλά στο κατά πόσο μπορούμε να θέσουμε από μόνοι μας το πλαίσιο των ερωτήσε­ων και στο κατά πόσο μπορούμε να εμποδίσουμε τους άλλους να μας επιβάλλουν τις απαντήσεις τους. Τα θεσμικά όργανα που λειτουργούν υπό καθεστώς δικτατορίας ή εκλεγμένης κυ­βέρνησης, δεν είναι λιγότερο καταπιεστικά όταν η διαχείριση τους γίνεται από την άμεση πλειοψηφία, χωρίς τη διαμεσο­λάβηση των αντιπροσώπων. Σε τελική ανάλυση, ακόμη και το πιο αμεσοδημοκρατικό κράτος, αυτό που θα κάνει καλύτερα είναι να συγκεντρώσει την εξουσία, παρά να μεγιστοποιήσει την ελευθερία.

Αφετέρου, δεν πιστεύουν όλοι ότι η δημοκρατία αποτελεί μέσο κρατικής διακυβέρνησης. Ορισμένοι υποστηρικτές της δη­μοκρατίας, προσπάθησαν να μετασχηματίσουν τη ρητορική της, υποστηρίζοντας ότι η αληθινή δημοκρατία λαμβάνει χώρα μόνο έξω από το κράτος και εναντίον του μονοπωλίου της εξουσίας. Για τους αντιπάλους του κράτους, αυτό φαίνεται να είναι μια στρατηγική κίνηση, δεδομένου ότι αποδίδει όλη τη νομιμότητα που έχει επενδυθεί στη δημοκρατία μέσα από τρεις αιώνες λαϊκών κινημάτων και αυτάρεσκης κρατικής προπαγάνδας. Ωστόσο, υπάρχουν τρία βασικά προβλήματα σε αυτήν την προ­σέγγιση.

Πρώτον, είναι ανιστόρητη. Η δημοκρατία προέκυψε ως μορφή κρατικής διακυβέρνησης˙ πρακτικά, όλα τα γνωστά ιστορικά παραδείγματα δημοκρατίας προέκυψαν μέσω του κράτους ή τουλάχιστον μέσω ανθρώπων που επεδίωκαν να κυβερνήσουν. Οι θετικοί συσχετισμοί που έχουμε με τη δημοκρατία ως μια σειρά αφηρημένων ιδανικών, έπονται.

Δεύτερον, δημιουργεί σύγχυση. Όσοι προωθούν τη δημοκρατία ως εναλλακτική λύση έναντι του κράτους, σπάνια παρου­σιάζουν μια σημαντική διαφορά μεταξύ αυτών των δύο. Αν καταργηθούν η εκπροσώπηση, η καταναγκαστική εκτέλεση και το κράτος δικαίου, αλλά διατηρηθούν όλα τα υπόλοιπα χαρα­κτηριστικά που καθιστούν τη δημοκρατία μέσο διακυβέρνησης – η ιθαγένεια, η ψηφοφορία, η συγκέντρωση της νομιμότητας σε μια ενιαία δομή λήψης αποφάσεων – καταλήγουμε στη δια­τήρηση των κυβερνητικών διαδικασιών, χωρίς τους μηχανι­σμούς που τις καθιστούν αποτελεσματικές.

Τέλος, είναι χαμένη υπόθεση. Εάν αυτό που εννοείται με τη λέξη δημοκρατία μπορεί να συμβεί μόνο εκτός του πλαισίου του κράτους, τότε δημιουργείται μεγάλη ασάφεια στη χρήση ενός όρου που συνδέεται με την κρατική πολιτική εδώ και 2500 χρόνια. Οι περισσότεροι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ότι αυτό που υποδηλώνει ο όρος δημοκρατία, είναι τελικά συμβα­τό με το κράτος. Έτσι, τίθενται για τα κρατικά κόμματα οι βάσεις και οι στρατηγικές για να κερδίσουν και πάλι την χα­μένη νομιμοποίησή τους. Τα κόμματα Podemos και ΣΥΡΙΖΑ, κέρδισαν πολιτικό έδαφος στις πλατείες της Βαρκελώνης και της Αθήνας, χάρη στην αμεσοδημοκρατική ρητορική που χρησι­μοποίησαν ως όχημα, για να φτάσουν στις κυβερνητικές αίθου­σες και τελικώς να καταλήξουν να συμπεριφέρονται όπως κάθε άλλο αστικό κόμμα.[i] Και σήμερα ακόμη, ενεργούν δη­μοκρατικά. Μόνο λίγο πιο ουσιαστικά και αποτελεσματικά. Όσο δεν αρθρώνεται ένας λόγος που θα επισημαίνει το τι τελι­κά κάνουν στο κοινοβούλιο, σε σχέση με το τι έκανε ο κόσμος στις πλατείες, αυτή η διαδικασία δε μπορεί παρά να επανα­λαμβάνεται στο διηνεκές.

Όταν θεωρήσουμε αυτό που κάνουμε όταν πολεμάμε το κράτος, ως την πρακτική εφαρμογή της δημοκρατίας, θέτουμε τις προϋποθέσεις να επαναπορροφηθούν οι προσπάθειές μας από μεγαλύτερες αντιπροσωπευτικές δομές. Η δημοκρατία δεν είναι απλώς ένας τρόπος διαχείρισης του μηχανισμού της δια­κυβέρνησης, αλλά και αναγέννησης και νομιμοποίησής της. Οι υποψήφιοι, τα κόμματα, τα καθεστώτα, ακόμα και η μορφή της διακυβέρνησης, μπορούν να αντικατασταθούν όταν γίνεται σαφές ότι δεν μπορούν να λύσουν τα προβλήματα των εκλο­γέων τους. Με αυτόν τον τρόπο η ίδια η διακυβέρνηση – η πηγή ορισμένων τουλάχιστον από αυτά τα προβλήματα – κα­ταφέρνει να επιβιώνει. Η άμεση δημοκρατία είναι απλώς ο πιο πρόσφατος τρόπος αναδιαμόρφωσής της.

Ακόμη και χωρίς τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κράτους, οποιαδήποτε μορφή διακυβέρνησης θα πρέπει απα­ραίτητα να προσδιορίζει το ποιος και υπό ποιους όρους συμ­μετέχει στη λήψη αποφάσεων. Δηλαδή, για άλλη μια φορά, το ποιος περιλαμβάνεται στον δήμο. Αυτού του είδους οι προϋπο­θέσεις μπορεί αρχικά να είναι ασαφείς, αλλά θα συγκεκριμενο­ποιούνται με το πέρασμα του χρόνου, καθώς τα θεσμικά όργα­να θα ωριμάζουν. Και αν δεν υπάρχει κανένας τρόπος επιβο­λής των αποφάσεων – απουσία κράτους – η διαδικασία λήψης των κυβερνητικών αποφάσεων δε θα έχουν μεγαλύτερη βαρύ­τητα από τις αποφάσεις που θα παίρνουν οι άνθρωποι αυτόνο­μα.[ii] Αυτό είναι το παράδοξο ενός πρότζεκτ που επιδιώκει διακυβέρνηση χωρίς κράτος.

Οι αντιφάσεις αυτές είναι αρκετά εμφανείς στην παρουσίαση του Murray Bookchin και της ιδέας του ελευθεριακού κοινοτι­σμού ως εναλλακτική απέναντι στην κρατική διακυβέρνηση.[iii] Στον Ελευθεριακό Κοινοτισμό, ο Bookchin παραθέτει μια απο­κλειστική και ομολογουμένως πρωτοποριακή οργάνωση, η οποία διέπεται από νόμους και ένα σύνταγμα που θα λαμ­βάνει τις αποφάσεις πλειοψηφικά. Θα διοικούνταν από εκλέκτορες των δημοτικών συμβουλίων, με μακροπρόθεσμο στόχο τη δημιουργία μιας συνομοσπονδίας που θα αντικατα­στήσει το κράτος. Από τη στιγμή που μια τέτοια συνομοσπον­δία ξεκινούσε, η ιδιότητα του μέλους θα ήταν δεσμευτική, ακόμη και αν οι συμμετέχοντες δήμοι ήθελαν να αποσυρθούν. Όσοι προσπαθούν να διατηρήσουν τη διακυβέρνηση χωρίς το κράτος, είναι πιθανό να καταλήξουν σε κάτι σαν το κράτος, αλλά με άλλο όνομα.

Όμως, το σημαντικό δεν είναι η διάκριση μεταξύ  δημοκρατί­ας και κράτους, αλλά η διάκριση μεταξύ διακυβέρνησης και αυτοδιάθεσης. Η διακυβέρνηση είναι η άσκηση εξουσίας σε έναν συγκεκριμένο χώρο ή πολιτεία: είτε η διαδικασία είναι δι­κτατορική είτε συμμετοχική, το τελικό αποτέλεσμα είναι η επι­βολή ελέγχου. Αντιθέτως, αυτοδιάθεση σημαίνει τη διάθεση των δυνατοτήτων του καθενός σύμφωνα με τους δικούς του όρους: όταν όλοι οι άνθρωποι συμμετέχουν σε αυτό δεν κυβερ­νούν ο ένας τον άλλον, αλλά ενδυναμώνουν σωρευτικά την αυ­τονομία. Οι ελεύθερες συμφωνίες δεν απαιτούν επιβολή. Συ­στήματα που συγκεντρώνουν τη νομιμότητα σε ένα ενιαίο θε­σμικό όργανο ή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, την απαι­τούν πάντα.

Είναι περίεργο να χρησιμοποιούμε τη λέξη δημοκρατία για την ιδέα ότι το κράτος είναι εγγενώς ανεπιθύμητο. Η κατάλλη­λη λέξη για αυτή την ιδέα είναι ο αναρχισμός. Ο αναρχισμός αντιτίθεται σε κάθε είδους αποκλεισμό και κυριαρχία και τάσ­σεται υπέρ της ριζοσπαστικής αποκέντρωσης των δομών εξου­σίας, των διαδικασιών λήψης αποφάσεων και των νομιμοποιή­σεων. Το θέμα δεν είναι η εύρεση ενός τρόπου διακυβέρνησης με έναν εντελώς συμμετοχικό τρόπο, αλλά το να καταστήσουμε αδύνατη οποιαδήποτε μορφή εξουσίας.

 “Η δημοκρατία δεν είναι, κατ ‘αρχάς, μια μορφή κράτους. Είναι, πρώτιστα, η αίσθηση της δύναμης του λαού, που δε μπορεί ποτέ να συμπέσει με την μορφή ενός Κράτους. Θα υπάρχει πάντα αντίθεση μεταξύ της δημο­κρατίας, ως άσκηση μιας κοινής δύναμης – σκέψης – δράσης, και Κράτους, του οποίου η αρχή είναι να οικειο­ποιείται αυτή τη δύναμη… Η δύναμη των πολιτών είναι, πάνω απ ‘όλα, η δύναμη να δρουν για τον εαυτό τους, να καθιστούν τον εαυτό τους αυτόνομη δύναμη. Η ιθαγένεια δεν αποτελεί ένα προνόμιο που έχει να κάνει με το γεγο­νός ότι κάποιος είναι εγγεγραμμένος ως κάτοικος και ψη­φοφόρος σε μια χώρα˙ είναι, πάνω απ’ όλα, μια άσκηση που δεν μπορεί να μεταβιβαστεί.”

Jacques Rancière, συνέντευξη στο Público, 15 Ιανουαρίου 2012

“Πρέπει όλοι μας να είμαστε ταυτόχρονα εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι, αλλιώς η μόνη εναλλακτική λύση εί­ναι ένα σύστημα κυβερνώντων και υποταγμένων… Η ελευθερία, με άλλα λόγια, μπορεί να διατηρηθεί μόνο μέσω του διαμοιρασμού της πολιτικής δύναμης, και ο δια­μοιρασμός αυτός επιτυγχάνεται μέσω των πολιτικών θε­σμικών οργάνων.

Cindy Milstein, Democracy Is Direct

[i]         Βλ. Syriza Can’t Save Greece: Why There’s No Electoral Exit from the Crisis, δημοσιευμένο στο crimethinc.com, αμέσως μετά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ – μήνες πριν προδώσει επανειλημμένως τους ψηφοφόρους που τον εμπιστεύτηκαν.

[ii]
Χωρίς επίσημα θεσμικά όργανα, οι δημοκρατικές οργανώσεις συχνά επιβάλλουν αποφάσεις, απονομιμοποιώντας τις δράσεις που ξεκίνησαν εκτός των δομών τους και ενθαρρύνοντας τη χρήση βίας εναντίον τους. Εξ ου και η κλασική εικόνα στην οποία περιφρουρήσεις πορειών επιτίθενται σε διαδηλωτές που επιχειρούν να κάνουν κάτι που δεν συμφωνήθηκε εκ των προτέρων μέσα από κάποια κεντρική δημοκρατική διαδικασία.
[iii]
πρβ. Bookchin’s, Thoughts on Libertarian Municipalism στο Left Green Perspectives #41, Ιανουάριος 2000.
[i]
(Σ.τ.Μ) e-democracy στο πρωτότυπο.

ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ ΚΑΙ Η ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

 

“Με την αυστηρή έννοια του όρου, δεν έχει υπάρξει ποτέ αληθινή δημοκρατία, ούτε και πρόκειται να υπάρξει ποτέ… Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς όλον τον λαό να βρίσκεται συνέχεια σε μία συνέλευση και να ασχολεί­ται με τα κοινά.”

Jean-Jacques Rousseau, Το Κοινωνικό Συμβόλαιο

Εάν οι κοινοί παρανομαστές της δημοκρατικής διακυβέρνησης είναι η ιθαγένεια και η αστυνόμευση – δήμος και κράτος – η πιο ριζοσπαστική δημοκρατία θα επεκτείνει αυτές τις κατηγο­ρίες για να συμπεριλάβει ολόκληρο τον κόσμο: παγκόσμια ιθα­γένεια, παγκόσμια αστυνόμευση. Στην ιδανική δημοκρατία, κάθε άνθρωπος θα είναι πολίτης[i] και κάθε πολίτης θα είναι αστυνομικός.[ii]

Στο απώτατο άκρο αυτής της λογικής, διακυβέρνηση της πλειοψηφίας θα σήμαινε καθολική διακυβέρνηση, όχι διακυβέρ­νηση από την πλειοψηφία. Όσο πλησιάζουμε στην ομοφωνία, τόσο πιο νόμιμη είναι η διακυβέρνηση – δε θα ήταν λοιπόν η καθολική διακυβέρνηση η πιο νόμιμη απ’ όλες; Τότε όμως, δε θα χρειαζόταν να παίξει κανείς τον ρόλο της αστυνομίας.

Προφανώς αυτό είναι αδύνατο. Αλλά αξίζει τον κόπο να προ­βληματιστούμε για το είδος της ουτοπίας που συνεπάγεται από την ιδεολογικοποίηση της άμεσης δημοκρατίας ως μορφής διακυβέρνησης. Φανταστείτε το είδος του ολοκληρωτισμού που θα χρειαζόταν για να παραχθεί αρκετή συνοχή, ώστε να κυβερ­νηθεί μια κοινωνία μέσω της συναινετικής διαδικασίας – για να συμφωνούνε όλοι. Μιλάμε για τους ελάχιστους κοινούς πα­ρονομαστές! Αν η εναλλακτική στον εξαναγκασμό είναι η κα­τάργηση της διαφωνίας, τότε σίγουρα θα πρέπει να υπάρχει κάποιος τρίτος δρόμος.

Το πρόβλημα προέκυψε κατά τη διάρκεια του κινήματος Occupy, στις ΗΠΑ. Μερικοί από τους συμμετέχοντες θεώρησαν ότι οι γενικές συνελεύσεις αποτελούν τα όργανα διοίκησης του κινήματος˙ γι’ αυτούς ήταν αντιδημοκρατικό να ενεργούν χω­ρίς ομόφωνη εξουσιοδότηση. Άλλοι προσέγγιζαν τις συνελεύ­σεις ως χώρους συνάντησης, χωρίς κάποια ρυθμιστική αρμοδιότητα, στους οποίους οι άνθρωποι μπορούσαν να ανταλ­λάξουν απόψεις και ιδέες και να δημιουργήσουν ρευστούς σχη­ματισμούς γύρω από κοινούς στόχους, ώστε να αναλάβουν δράση. Οι μεν ένιωθαν προδομένοι από τους συντρόφους τους όταν αυτοί ασκούσαν τακτικές που δεν είχαν την έγκριση της γενικής συνέλευσης˙ οι δε απαντούσαν πως δεν υπήρχε νόημα άσκησης βέτο σε μια μάζα που συναθροίζονταν αυθαίρετα και που, κυριολεκτικά, περιελάμβανε όποιον τύχαινε να βρεθεί εκείνη τη στιγμή στο δρόμο.

Ίσως η απάντηση να είναι ότι οι δομές λήψης αποφάσεων θα πρέπει να είναι αποκεντρωμένες και συναινετικές, έτσι ώστε η καθολική συμφωνία να μην είναι απαραίτητη. Αυτό είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά εγείρει νέα ερωτήματα. Πώς θα πρέπει να γίνεται ο διαχωρισμός των ατόμων σε πολι­τείες; Τι υπαγορεύει τη δικαιοδοσία μιας συνέλευσης ή το εύ­ρος των αποφάσεων που μπορεί να λάβει; Ποιος καθορίζει το σε ποιες συνελεύσεις μπορεί να λάβει μέρος κάποιος ή το ποιος έχει πληγεί περισσότερο από την απόφαση μιας συ­νέλευσης; Πώς αντιμετωπίζονται οι διαμάχες μεταξύ συνελεύ­σεων; Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, είτε θα θεσμοθετή­σουν ένα σύνολο κανόνων που θα διέπουν τη νομιμότητα, είτε θα δώσουν προτεραιότητα στις εθελοντικές μορφές συσχέτισης. Στην πρώτη περίπτωση, το πιο πιθανό είναι οι κανόνες αυτοί να γίνουν άκαμπτοι με την πάροδο του χρόνου, μιας και οι άν­θρωποι έχουν την τάση να ανατρέχουν σε πρωτόκολλα για την επίλυση διαφορών. Στην τελευταία περίπτωση, οι δομές λήψης αποφάσεων θα αλλάζουν συνεχώς, θα διαλύονται και θα επα­νασυνδέονται μέσα από οργανικές διαδικασίες που δύσκολα μπορούν να περιγραφούν ως διακυβέρνηση. Όταν οι συμμε­τέχοντες στη διαδικασία λήψης αποφάσεων είναι ελεύθεροι να αποσυρθούν από αυτήν ή να αναλάβουν δραστηριότητα που αντιφάσκει με τις αποφάσεις, τότε αυτό που γίνεται δεν είναι διακυβέρνηση – είναι απλά συζήτηση.[iii]

Από μία άποψη είναι θέμα έμφασης. Ποιος είναι ο στόχος μας; Να παράγουμε τα ιδανικά θεσμικά όργανα, καθιστώντας τα όσο το δυνατόν πιο οριζόντια και συμμετοχικά και να τα αναγνωρίζουμε ως τελικό θεμέλιο της εξουσίας; Ή να μεγιστο­ποιούμε σε κάθε περίπτωση την ελευθερία, έτσι ώστε, όποιον θεσμό και αν δημιουργούμε, να τίθεται στην υπηρεσία της ελευθερίας και τελικά περιττός;

Για άλλη μια φορά. Τι είναι θεμιτό; Οι θεσμοί ή οι ανάγκες και οι επιθυμίες μας;

Ακόμη και στην καλύτερη των περιπτώσεων, τα θεσμικά όρ­γανα έχουν ημερομηνία λήξης˙ δεν έχουν καμία αξία από μόνα τους. Κανείς δεν πρέπει να υποχρεώνεται να τηρεί το πρω­τόκολλο οποιουδήποτε θεσμικού οργάνου που καταστέλλει την ελευθερία του ή που δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του. Εάν όλοι ήταν ελεύθεροι να οργανώνονται με άλλους σε μια καθαρά εθελοντική βάση, αυτό θα ήταν ο καλύτερος τρόπος για να δημιουργηθούν κοινωνικές μορφές που λειτουργούν πραγματικά προς το συμφέρον των συμμετεχόντων: γιατί εφόσον μια δομή δεν θα λειτουργούσε για όλους τους εμπλε­κόμενους, θα έπρεπε να βελτιωθεί ή να αντικατασταθεί. Αυτή η προσέγγιση δεν θα οδηγήσει σε ομοφωνία ολόκληρης της κοι­νωνίας, αλλά είναι ο μόνος τρόπος για να διασφαλιστεί ότι, όταν προκύψει, η συναίνεση είναι επιθυμητή και έχει νόημα.

 

“Δημοκρατία θα πει διακυβέρνηση μέσω συζήτησης, ωστόσο φέρνει αποτέλεσμα μόνο όταν καταφέρνεις να κάνεις τον κόσμο να σιωπά.”

Clement Attlee, πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, 1957

ΟΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΕΝΟΙ: ΦΥΛΗ, ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

“Δεν επωφεληθήκαμε από την Αμερικανική δημοκρατία. Υποφέραμε μόνο, από την Αμερικανική υποκρισία.”

Malcolm X, The Ballot or the Bullet

 

“Με την ανέγερση μιας κοινωνίας σκλάβων, η Αμερική δημιούργησε το οικονομικό υπόβαθρο για το τεράστιο δη­μοκρατικό της πείραμα… Η απαραίτητη εργατική τάξη της Αμερικής υπήρξε ως ιδιοκτησία, πέρα από την πολιτι­κή σφαίρα, αφήνοντας τους λευκούς Αμερικανούς ελεύθε­ρους να διακηρύξουν την αγάπη τους για την ελευθερία και τις δημοκρατικές αξίες.”

Ta-Nehisi Coates, The Case for Reparations

Συχνά ακούμε επιχειρήματα υπέρ της δημοκρατίας, βασιζόμε­να στο σκεπτικό ότι ως η πιο συμμετοχική μορφή διακυβέρνη­σης, είναι και η πλέον κατάλληλη για την καταπολέμηση του ρατσισμού και του σεξισμού της κοινωνίας μας. Ωστόσο, όσο οι κατηγορίες κυβερνώντων-κυβερνώμενων και συμπεριλαμβανο­μένων-αποκλεισμένων, ενσωματώνονται στην πολιτική κωδικο­ποιημένες ως πλειονότητες και μειονότητες, ακόμη και όταν οι μειονότητες υπερτερούν αριθμητικά, οι φυλετικές και σεξουα­λικές διακρίσεις θα αντικατοπτρίζονται ως ανισότητες στην πολιτική εξουσία. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι γυ­ναίκες, οι μαύροι  και άλλες ομάδες, εξακολουθούν να στερού­νται πολιτικής δύναμης ανάλογης προς τον αριθμό τους, παρά το γεγονός ότι έχουν φαινομενικά δικαίωμα ψήφου εδώ και έναν αιώνα ή και περισσότερο.

Στο Κατάργηση της Λευκής Δημοκρατίας, ο αείμνηστος Joel Olson παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα κριτική για αυτό που ονομάζει Λευκή Δημοκρατία – τη συγκέντρωση της δημοκρατι­κής πολιτικής εξουσίας στα λευκά χέρια, μέσω μιας διαταξικής συμμαχίας: μεταξύ αυτών που κατέχουν το λευκό προνόμιο. Ωστόσο, θεωρεί δεδομένο ότι η δημοκρατία είναι το πιο επιθυ­μητό σύστημα, υποθέτοντας ότι η λευκή υπεροχή αποτελεί τυ­χαίο εμπόδιο στη λειτουργία της και όχι φυσική συνέπεια αυ­τής. Εάν η δημοκρατία αποτελεί την ιδανική φόρμα για την ανάπτυξη ισότιμων σχέσεων, τότε γιατί έχει εμπλακεί σε έναν δομικό ρατσισμό,[iv] σχεδόν σε όλη την ιστορική της πορεία; Όπου η πολιτική έχει κατασκευαστεί ως ένας ανταγωνισμός μηδενικού αθροίσματος, αυτοί που κατέχουν την εξουσία θα αναγκάζονται να τη μοιράζονται με άλλους. Σκεφτείτε αυτούς που αντιτάχθηκαν στην καθολική ψήφο και τους λευκούς που εναντιώθηκαν στην επέκταση του δικαιώματος ψήφου των μαύρων: οι δημοκρατικές δομές δεν αποθάρρυναν τον φανατι­σμό τους. Τους έδωσαν την ευκαιρία να τον θεσμοθετήσουν.

Ο Olson, εντοπίζει τον τρόπο με τον οποίο η άρχουσα τάξη προωθούσε τη λευκή υπεροχή για να διαιρέσει την εργατική τάξη, παραμελεί όμως τους τρόπους με τους οποίους οι δημο­κρατικές δομές συνέβαλαν στη διαδικασία αυτή. Υποστηρίζει ότι πρέπει να προωθήσουμε την αλληλεγγύη της τάξης ως απάντηση σε αυτές τις διαιρέσεις, αλλά (όπως υποστήριξε και ο Bakunin κατά του Marx[v]) η διαφορά μεταξύ κυβερνήσεων και κυβερνώμενων είναι καθαυτή ταξική διαφορά. Απλά σκε­φτείτε την αρχαία Αθήνα. Ο ρατσιστικός αποκλεισμός ήταν πάντοτε η πίσω όψη της ιθαγένειας.

Επομένως, η πολιτική διάσταση της λευκής υπεροχής δεν αποτελεί απλά συνέπεια των φυλετικών ανισοτήτων στην οικο­νομική εξουσία, αλλά είναι και παράγωγο αυτών. Οι εθνοτικές και φυλετικές διαιρέσεις είχαν εισχωρήσει στην κοινωνία μας πολύ πριν την αυγή του καπιταλισμού˙ η κατάσχεση της εβραϊκής ιδιοκτησίας από την Ιερά Εξέταση χρηματοδότησε τον αρχικό αποικισμό της Αμερικής και τη λεηλασία των ιθα­γενών της Αμερικής, ενώ η υποδούλωση των Αφρικανών παρεί­χε το αρχικό κεφάλαιο εκκίνησης για να ξεκινήσει ο καπιταλι­σμός στην Ευρώπη και αργότερα στη Βόρεια Αμερική. Είναι πιθανό ότι οι φυλετικές διαφορές θα μπορούσαν να διαρ­κέσουν και πέρα από την επόμενη μαζική οικονομική και πολι­τική αλλαγή – για παράδειγμα ως αποκλειστικές συνελεύσεις λευκών πολιτών.

Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις για αυτό το πρόβλημα. Οι ρε­φορμιστές μιλούν για την εγκαθίδρυση ενός πιο δημοκρατικού συστήματος, πιο περιεκτικού δηλαδή, και ισότιμου. Ωστόσο, καθώς οι μεταρρυθμίσεις τους υλοποιούνται με τρόπο που νο­μιμοποιούν τους κυβερνητικούς θεσμούς, το μόνο που επι­τυγχάνεται είναι οι θεσμοί αυτοί να ισχυροποιούνται όταν χρη­σιμοποιούνται εναντίον των στοχοποιημένων και περιθωριοποιη­μένων – όπως για παράδειγμα έγινε με τη μαζι­κή φυλάκιση μαύρων τον καιρό του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων. Ο Malcom X και άλλοι υποστηρικτές του μαύ­ρου διαχωρισμού, είχαν δίκιο στο ότι μία δημοκρατία θεμελιω­μένη από τους λευκούς δε θα προσέφερε πότε ελευθερία στους μαύρους – όχι γιατί μαύροι και λευκοί δεν μπορούν να συνυ­πάρξουν, αλλά επειδή στην προσπάθειά της να καταστήσει την πολιτική έναν διαγωνισμό διεκδίκησης της κεντρικής πολιτικής εξουσίας, η δημοκρατική διακυβέρνηση δημιουργεί συγκρού­σεις που αποκλείουν τη συνύπαρξη. Εάν οι σημερινές φυλετι­κές συγκρούσεις μπορούν ποτέ να επιλυθούν, αυτό θα γίνει μέσω της δημιουργίας νέων σχέσεων με βάση την αποκέντρωση και όχι με την ενσωμάτωση των αποκλεισμένων στην πολιτική τάξη των συμπεριλαμβανομένων.[vi]

Από τη στιγμή που αντιλαμβανόμαστε αυτό που κάνουμε πο­λιτικά ως δημοκρατία – ως διακυβέρνηση μέσω μιας νόμιμης διαδικασίας λήψης αποφάσεων – θα δούμε ότι γίνεται επίκλη­ση στη νομιμότητα, ούτως ώστε να δικαιολογηθούν ρατσιστικοί σχεδιασμοί, είτε πρόκειται για τις πολιτικές ενός κράτους είτε για τις αποφάσεις ενός εκπροσώπου. Ας θυμίσουμε, για πα­ράδειγμα, τις εντάσεις στη διαδικασία λήψης αποφάσεων με­ταξύ των λευκών, κατά κύριο λόγο, γενικών συνελεύσεων και πολλών από τους καταυλισμούς του κινήματος Occupy, όπου οι λευκοί δεν αποτελούσαν την πλειονότητα. Μόνο όταν απορρί­ψουμε την ιδέα ότι κάθε πολιτική διαδικασία είναι εγγενώς νόμιμη, θα καταρριφθεί το άλλοθι των φυλετικών ανισοτήτων που χαρακτηρίζει τη δημοκρατική διακυβέρνηση.

Όσον αφορά στο φύλο, το παραπάνω μας δίνει μία νέα προο­πτική στο γιατί η Lucy Parsons, η Emma Goldman και άλλες γυναίκες, υποστήριξαν ότι το θέμα δεν ήταν να απαιτήσουν το δικαίωμα της γυναικείας ψήφου. Γιατί να απορρίψει κανείς τη δυνατότητα συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία, όσο ελλιπής κι αν είναι; Η σύντομη απάντηση είναι ότι θέλει να καταργήσει εξ ολοκλήρου τη διακυβέρνηση, όχι να την καταστήσει πιο συμ­μετοχική. Κοιτάζοντας όμως πιο προσεκτικά, μπορούμε να βρούμε πιο συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους αυτοί που παλεύουν για την γυναικεία χειραφέτηση, ενδέχεται να εί­ναι καχύποπτοι με αυτό το προνόμιο.

Ας επιστρέψουμε στην πόλη και τον οίκο. Το άστυ και το νοι­κοκυριό. Τα δημοκρατικά συστήματα βασίζονται στην επίσημη διάκριση μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας. Στη δημόσια σφαίρα γίνεται η λήψη όλων των νόμιμων αποφάσεων, ενώ η ιδιωτική αποκλείεται ή υποτιμάται. Σε ολόκληρο το φάσμα των κοινωνιών και των εποχών, αυτή η διαίρεση είναι βαθύτα­τα έμφυλη, με τους άνδρες να κυριαρχούν στις δημόσιες σφαί­ρες – την ιδιοκτησία, την εργασία, την κυβέρνηση, τη διοίκηση, τον δρόμο, ενώ οι γυναίκες και όσοι βρίσκονται εκτός των δύο κυρίαρχων φύλων, έχουν υποβιβαστεί στην ιδιωτική σφαίρα – στο σπίτι, την κουζίνα, την οικογένεια, την ανατροφή των παι­διών, την σεξουαλική εργασία, την εργασία φροντίδας και άλ­λες μορφές αόρατης/απλήρωτης εργασίας.

Στο βαθμό που τα δημοκρατικά συστήματα συγκεντρώνουν τη δύναμη λήψης αποφάσεων και την εξουσία στη δημόσια σφαίρα, συνεχίζουν να αναπαράγονται τα πατριαρχικά πρότυ­πα εξουσίας. Αυτό, είναι περισσότερο εμφανές όταν οι γυναί­κες αποκλείονται επίσημα από την ψηφοφορία και την πολιτι­κή – αλλά ακόμη και όταν δεν αποκλείονται, συχνά αντιμετω­πίζουν ανεπίσημα εμπόδια στη δημόσια σφαίρα, ενώ παράλλη­λα φέρουν δυσανάλογη ευθύνη στην ιδιωτική σφαίρα. Η ένταξη περισσότερων συμμετεχόντων στη δημόσια σφαίρα, χρησιμεύει για την περαιτέρω νομιμοποίηση ενός χώρου, όπου οι γυναίκες και εκείνοι που δεν συμμορφώνονται με τα πρότυπα των φύ­λων, λειτουργούν σε μειονεκτική θέση.

Εάν “εκδημοκρατισμός” σημαίνει μετατόπιση της εξουσίας λήψης αποφάσεων από ανεπίσημους και ιδιωτικούς χώρους σε πιο δημόσιους πολιτικούς χώρους, το αποτέλεσμα θα μπορού­σε να είναι ακόμη και η υπονόμευση ορισμένων μορφών γυναι­κείας ισχύος. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, τα γυναικεία κα­ταφύγια βάσης που ιδρύθηκαν το 1970, πώς έφτασαν τη δεκαε­τία του 1990, μέσω της ολοένα αυξανόμενης κρατικής επιχορήγησης, να “επαγγελματοποιηθούν” σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι γυναίκες που αρχικά τα ίδρυσαν να μην έχουν πια τα απαραίτητα προσόντα εισόδου σε αυτά.

Επομένως, δεν μπορούμε να βασιζόμαστε στον βαθμό της επίσημης συμμετοχής των γυναικών στη δημόσια σφαίρα ως δείκτη απελευθέρωσης. Αντ’ αυτού, μπορούμε να αποδομήσου­με τις έμφυλες διακρίσεις του δημόσιου και ιδιωτικού κόσμου, επικυρώνοντας το τι συμβαίνει στις οικογένειες, τα νοικοκυριά, τις γειτονιές, τα κοινωνικά δίκτυα και τους άλλους χώρους που δεν αναγνωρίζονται ως μέρος της πολιτικής σφαίρας. Αυτό δε θα σήμαινε την επισημοποίηση ή την ενσωμάτωση των χώρων αυτών, σε μια ουδέτερη ως προς το φύλο πολιτική πρακτική, αλλά μάλλον τη νομιμοποίηση πολλαπλών τρόπων λήψης απο­φάσεων, αναγνωρίζοντας πολλαπλούς τόπους εξουσίας μέσα στην κοινωνία.

Υπάρχουν δύο τρόποι απάντησης στην αρσενική κυριαρχία της πολιτικής σφαίρας. Ο πρώτος είναι να καταστήσουμε τη δημόσια σφαίρα όσο το δυνατόν πιο προσβάσιμη και περιεκτι­κή γίνεται – για παράδειγμα δίνοντας δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, δίνοντας έμφαση στην παιδική μέριμνα, θεσπίζοντας ποσοστώσεις για το ποιος μπορεί να συμμετέχει στις απο­φάσεις, τη στάθμιση του ποιος επιτρέπεται να συμμετέχει στις συζητήσεις, ακόμη και, όπως στη Ροζάβα, ίδρυση γυναικείων συνελεύσεων με δικαίωμα βέτο. Η στρατηγική αυτή αποσκοπεί στην εφαρμογή της ισότητας, αλλά εξακολουθεί να υποθέτει ότι όλη η ισχύς θα πρέπει να ανατεθεί στη δημόσια σφαίρα. Η εναλλακτική είναι να προσδιοριστούν τόποι και πρακτικές λή­ψης αποφάσεων που ήδη εξουσιοδοτούν όσους δεν ωφελούνται από τα προνόμια των ανδρών και να τους παραχωρηθεί περαι­τέρω επιρροή. Η προσέγγιση αυτή βασίζεται σε μακρόχρονες φεμινιστικές παραδόσεις[vii] που δίνουν προτεραιότητα στις ζωές και τις εμπειρίες των ανθρώπων, σε σχέση με τις επίση­μες δομές και ιδεολογίες, αναγνωρίζοντας τη σημασία της δια­φορετικότητας και δίνοντας αξία σε διαστάσεις της ζωής που είναι συνήθως αόρατες.

Αυτές οι δύο προσεγγίσεις μπορούν να συμπίπτουν και να αλληλοσυμπληρώνονται, αλλά μόνο με την προϋπόθεση ότι δε θα επικεντρωθούμε στην ιδέα ότι όλη η νομιμότητα πρέπει να συγκεντρωθεί σε μια ενιαία θεσμική δομή.

“Όσο υπάρχει αστυνομία, ποιους νομίζετε ότι θα παρε­νοχλεί; Όσο υπάρχουν φυλακές, ποιοι νομίζετε ότι θα τις γεμίζουν; Όσο υπάρχει φτώχεια, ποιοι πιστεύετε ότι θα είναι φτωχοί; Είναι αφέλεια να πιστεύουμε ότι θα μπο­ρούσαμε να επιτύχουμε την ισότητα σε μια κοινωνία που έχει ως βάση της την ιεραρχία. Μπορείτε να ανακατέψετε τα φύλλα, αλλά η τράπουλα θα είναι πάντα η ίδια.” CrimethInc., To Change Everything

 

“Η ιστορική πολιτική δραστηριότητα των ανδρών, απο­δεικνύει ότι δεν τους δόθηκε απολύτως τίποτα που δε θα μπορούσαν να επιτύχουν με πιο έμμεσο, λιγότερο δαπα­νηρό και πιο διαρκή τρόπο. Στην πραγματικότητα, κάθε εκατοστό του εδάφους που έχει κερδηθεί, κερδήθηκε μέσα από έναν συνεχή και αδιάσπαστο αγώνα έπαρσης και όχι μέσω της ψήφου. Δεν υπάρχει λοιπόν κανένας λόγος να υποθέσουμε ότι η γυναίκα, κατά την άνοδό της προς την απελευθέρωση, έχει βοηθηθεί ή θα βοηθηθεί από την ψήφο.” Lucy Parsons, The Ballot Humbug

[i]
Θεωρητικά, οι κατηγορίες που ορίζονται από τον αποκλεισμό, όπως η ιδιότητα του πολίτη, καταρρέουν όταν τις επεκτείνουμε για να συμπεριλάβουμε ολόκληρο τον κόσμο. Αλλά αν θέλουμε να τις καταρρίψουμε, γιατί να μην τις απορρίψουμε εντελώς, αντί να υποσχεθούμε ότι θα το πράξουμε, ενώ τελικά θα τις νομιμοποιήσουμε περαιτέρω; Όταν χρησιμοποιούμε τη λέξη ιθαγένεια για να περιγράψουμε κάτι επιθυμητό, αυτό δεν μπορεί παρά να ενισχύσει τη νομιμότητα αυτού του θεσμού όπως υπάρχει σήμερα.
[ii]
Στην πραγματικότητα, η αγγλική λέξη “αστυνομία” προέρχεται από το “πόλη”, μέσω της αρχαίας ελληνικής λέξης “άστυ”.
[iii]               Βλ. Το επιχείρημα του Kant στο Der Streit der Fakultäten, ότι μια δημοκρατία είναι «βία με ελευθερία και νόμο», ενώ η αναρχία είναι «ελευθερία και νόμος χωρίς βία» – ο νόμος γίνεται απλή σύσταση που δεν μπορεί να επιβληθεί.

[iv]             Βλ. για παράδειγμα το δεύτερο κεφάλαιο του Kendra A. King’s, African American Politics.

 

[v]     πχ, η κριτική του Bakunin πάνω στη Μαρξική θεωρία στο Θεός και Κράτος.

[vi]             Μέχρι στιγμής τουλάχιστον, μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον Booker T. Washington όταν είπε: Το πείραμα της Ανασυγκρότησης στη φυλετική δημοκρατία απέτυχε επειδή ξεκίνησε από λάθος βάση, δίνοντας έμφαση στα πολιτικά μέσα και τις πράξεις των πολιτικών δικαιωμάτων και όχι στα οικονομικά μέσα και την αυτοδιάθεση.

[vii]            Βλ. για παράδειγμα το Feminist Social Epistemology, μέσω http://plato.stanford.edu/

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ

Υπάρχουν πολλές αντιρρήσεις στην ιδέα ότι οι δομές λήψης αποφάσεων πρέπει να είναι εθελοντικές και όχι υποχρεωτικές, αποκεντρωμένες και όχι μονολιθικές. Μας λένε ότι χωρίς ένα κεντρικό μηχανισμό που θα παίρνει τις αποφάσεις για τις συ­γκρούσεις, η κοινωνία θα υποπέσει σε εμφύλιο πόλεμο˙ ότι εί­ναι αδύνατον να απαντήσουμε σε μία κεντρικά συντονισμένη επίθεση, χωρίς να έχουμε οι ίδιοι κεντρική εξουσία˙ ότι χρεια­ζόμαστε το σύστημα της κεντρικής εξουσίας για την αντιμε­τώπιση της καταπίεσης και της αδικίας.

Στην πραγματικότητα, ο συγκεντρωτισμός της εξουσίας μπο­ρεί να προκαλέσει μία διαμάχη ώστε να την επιλύσει. Όταν ο καθένας προσπαθεί να κερδίσει τον έλεγχο των κρατικών δο­μών, ώστε να αποκτήσει τον έλεγχο της ζωής του, δε μπορεί παρά να δημιουργηθούν τριβές. Σε Ισραήλ και Παλαιστίνη, σε Ινδία και Πακιστάν και σε άλλα μέρη όπου άνθρωποι διαφορε­τικών θρησκειών και εθνοτήτων έχουν συνυπάρξει αυτόνομα με σχετική ειρήνη, ο αποικισμός τους επέβαλε επιτακτικά την ανάγκη να αντιπαρατεθούν για πολιτική εξουσία, στο πλαίσιο ενός ενιαίου κράτους που παράγει παρατεταμένη εθνοτική βία.

Τέτοιου είδους συγκρούσεις ήταν συνηθισμένες στις ΗΠΑ του 19ου αιώνα – ας θυμηθούμε τον πρώιμο πόλεμο των συμμο­ριών γύρω από τις εκλογές σε Ουάσιγκτον και  Βαλτιμόρη ή τον αγώνα του Ματωμένου Κάνσας. Το ότι τέτοιου είδους αγώνες δεν είναι πλέον συνηθισμένοι στις ΗΠΑ, δεν αποτελεί απόδειξη ότι το κράτος έχει επιλύσει όλες τις συγκρούσεις που προκάλεσε.

Η κεντρική διακυβέρνηση, η οποία προσφέρεται ως τρόπος επίλυσης των διαφορών, εδραιώνει απλώς την εξουσία, έτσι ώστε οι νικητές να διατηρούν τη θέση τους με τη δύναμη των όπλων. Κι όταν οι συγκεντρωτικές δομές καταρρεύσουν, όπως έγινε στη Γιουγκοσλαβία κατά τη διάρκεια της εγκαθίδρυσης της δημοκρατίας τη δεκαετία του ‘90, οι συνέπειες μπορεί να είναι πραγματικά αιματηρές. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, ο συγκεντρωτισμός απλώς αναβάλλει τη σύγκρουση – όπως το χρέος συσσωρεύει τους τόκους.

Μπορούν όμως τα αποκεντρωμένα δίκτυα να έχουν κάποια ευκαιρία απέναντι στις συγκεντρωτικές δομές εξουσίας; Εάν όχι, τότε ολόκληρη η συζήτηση είναι αμφισβητήσιμη, καθώς οποιαδήποτε απόπειρα πειραματισμού για αποκέντρωση θα συντριφτεί από πιο συγκεντρωτικούς αντιπάλους.

Η απάντηση δεν έχει ακόμη δοθεί, αλλά οι σημερινές συγκε­ντρωτικές εξουσίες κάθε άλλο παρά άτρωτους θεωρούν τους εαυτούς τους. Ήδη το 2001, η εταιρεία Έρευνας και Ανάπτυ­ξης (RAND Corporation) υποστήριζε[i] ότι τα αποκεντρωμένα δίκτυα και όχι η κεντρική ιεραρχία, θα είναι οι κυρίαρχοι παί­κτες του εικοστού πρώτου αιώνα. Τις τελευταίες δύο δεκαετί­ες, από το αποκαλούμενο Κίνημα κατά της Παγκοσμιοποίησης μέχρι το Occupy και το πείραμα της Κουρδικής Αυτονομίας στη Ροζάβα, οι πρωτοβουλίες που κατάφεραν να δημιουργή­σουν χώρους νέων πειραμάτων (δημοκρατικών και αναρχικών) έχουν αποκεντρωθεί, τη στιγμή που πιο συγκεντρωτικές προ­σπάθειες, όπως αυτή του ΣΥΡΙΖΑ, συνεργάστηκαν σχεδόν αμέσως με την κεντρική εξουσία. Ένα ευρύ φάσμα μελετητών θεωρητικολογεί πια πάνω στα διακριτικά χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα της οργάνωσης μέσω δικτύου.

Τέλος, τίθεται το ερώτημα για το αν η κοινωνία χρειάζεται έναν κεντρικό πολιτικό μηχανισμό για να σταματήσει την κα­ταπίεση και την αδικία. Η πρώτη εναρκτήρια ομιλία του Abraham Linkoln, που εκφωνήθηκε τις παραμονές του εμφυλί­ου πολέμου, το 1861, αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα επιχει­ρήματα υπέρ αυτής της άποψης. Αξίζει να παραθέσουμε ένα μέρος της:

“Σαφώς, η κεντρική ιδέα της απόσχισης είναι η ουσία της αναρχίας. Μια πλειοψηφία που διατηρείται χαλιναγωγημένη με συνταγματικούς ελέγχους και περιορισμούς και που μετατοπίζεται εύκολα μέσω εσκεμμένων αλλαγών της κοινής γνώμης και των συναισθημάτων της, είναι ο μόνος αληθινός κυβερνήτης ενός ελεύθερου λαού. Όποιος την απορρίπτει, αποδέχεται είτε την αναρχία είτε τον δεσποτισμό. Η ομοφωνία είναι αδύνατη. Η κυριαρχία μιας μειονότητας ως μόνιμη συνθήκη είναι εντελώς απαράδεκτη˙ οπότε, απορρίπτοντας την πλειοψηφία, η αναρχία ή ο δεσποτισμός με κάποια μορφή, είναι ό,τι απομένει…

Από φυσική άποψη, δεν μπορούμε να διαχωριστούμε. Δεν μπορούμε να χωριστούμε σε κομμάτια, ούτε να χτίσουμε ένα αδιάβατο τοίχος μεταξύ μας. Ένα ανδρόγυνο μπορεί να χωρίσει και στη συνέχεια να αποφεύγουν ο ένας την παρουσία του άλλου, όμως αυτό δε μπορούν να το κάνουν τα διάφορα μέρη της χώρας μας. Δε μπορούν παρά να μένουν δίπλα-δίπλα και η επαφή τους, φιλική ή εχθρική, πρέπει να συνεχιστεί. Είναι, λοιπόν, δυνατόν να γίνει η επαφή αυτή πιο συμφέρουσα, πιο ικανοποιητική, μετά τον διαχωρισμό, από ότι ήταν πριν; Μπορούν οι αλλοδαποί να κάνουν ευκολότερα συνθήκες, από ότι μπορούν να κάνουν νόμους οι φίλοι; Μπορούν οι συνθήκες να εφαρμοστούν πιο πιστά μεταξύ αλλοδαπών, από ότι οι νόμοι μεταξύ φίλων; Ας υποθέσουμε ότι πηγαίνετε στον πόλεμο, δεν μπορείτε να πολεμάτε για πάντα. Και όταν, μετά από πολλές απώλειες και από τις δύο πλευρές και χωρίς κέρδος, σταματήσετε να αγωνίζεστε, τα ίδια παλιά ερωτήματα, όσον αφορά τους όρους της συζήτησης, εμφανίζονται και πάλι. Αυτή η χώρα, και οι θεσμοί της, ανήκει στους κατοίκους της. Κάθε φορά που θα κουράζονται από την εκάστοτε     κυβέρνηση, θα μπορούν να εξασκούν το συνταγματικό τους δικαίωμα να την τροποποιούν ή να εξασκούν το επαναστατικό τους δικαίωμα να την αποσυναρμολογούν ή να την ανατρέπουν.”

 Ακολουθήστε τη λογική αυτή στον σημερινό παγκοσμιοποιη­μένο πλανήτη και θα καταλήξετε μπροστά στην ιδέα της πα­γκόσμιας διακυβέρνησης: η πλειοψηφία κυβερνά σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο Linkoln, κόντρα στους υπέρμαχους της ομοφωνίας, έχει δίκιο. Η ομοφωνία αυτή είναι αδύνατον να υπάρξει και όσοι δεν επιθυμούν να κυβερνηθούν από πλειοψηφίες, θα πρέπει να διαλέξουν ανάμεσα στο δεσποτισμό και την αναρ­χία. Το επιχείρημα ότι οι φίλοι μπορούν πιο εύκολα να φτιάξουν νόμους απ’ ότι οι αλλοδαποί συνθήκες, ακούγεται αρκετά πειστικό. Όμως, οι φίλοι δεν επιβάλλουν νόμους ο ένας στον άλλον – οι νόμοι θεσπίζονται για να επιβληθούν στα πιο αδύναμα μέρη, ενώ οι συνθήκες γίνονται μεταξύ ίσων. Μπορεί να υπάρξει διακυβέρνηση μεταξύ φίλων, τόσο όσο μπορεί οι ελεύθεροι άνθρωποι να έχουν την ανάγκη ενός ηγεμόνα.

Αν έχουμε να επιλέξουμε μεταξύ δεσποτισμού, κυβέρνηση πλειοψηφίας και αναρχίας, η αναρχία είναι ο,τι πιο κοντινό υπάρχει στην ελευθερία – αυτό που ο Linkoln ονομάζει “επα­ναστατικό δικαίωμα” ανατροπής των κυβερνήσεων. Ωστόσο, συνδέοντας την αναρχία με την απόσχιση των Νότιων Πολι­τειών, ο Linkoln εκκινούσε μία κριτική στην αυτονομία, της οποίας κριτικής ο αντίλαλος φτάνει ως και σήμερα. Η επιχει­ρηματολογία πάει κάπως έτσι: αν δεν υπήρχε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, η δουλεία δε θα είχε καταργηθεί ποτέ, ούτε θα είχε καταργηθεί ο φυλετικός διαχωρισμός στον Νότο, ούτε θα είχαν εκχωρηθεί πολιτικά δικαιώματα στους έγχρωμους. Αυτά τα μέτρα εναντίον της αδικίας έπρεπε να επιβληθούν διά των όπλων από τα στρατεύματα της Ένωσης και έναν αιώνα αρ­γότερα από την Εθνική Φρουρά. Σε αυτό το πλαίσιο, φαίνεται πως υποστηρίζοντας την αποκέντρωση, υπάρχει αποδοχή της δουλείας, του διαχωρισμού και της Κου Κλουξ Κλαν. Χωρίς ένα νόμιμο κεντρικό όργανο διοίκησης, ποιος μηχανισμός θα μπορούσε να εμποδίσει τους ανθρώπους από το να ενεργούν καταπιεστικά;

Υπάρχουν πολλά σφάλματα εδώ. Το πρώτο λάθος είναι προ­φανές: από τις τρεις εναλλακτικές του Linkoln – δεσποτισμό, κυβέρνηση πλειοψηφίας, αναρχία – οι αποσχιστές του Νότου αντιπρο­σώπευαν τον δεσποτισμό και όχι την αναρχία. Ομοίως, είναι αφελές να πιστεύουμε ότι ο μηχανισμός της κεντρικής διακυ­βέρνησης θα εργάζεται μόνο για το καλό της ελευθερίας. Η ίδια Εθνική Φρουρά που επέβλεψε την ενσωμάτωση στον Νότο, χρησιμοποίησε πραγματικά πυρά για να καταστείλει τις μαύ­ρες εξεγέρσεις στη χώρα˙ σήμερα υπάρχουν στις φυλακές των ΗΠΑ τόσοι μαύροι, όσοι ήταν κάποτε οι σκλάβοι. Τέλος, δε χρειάζεται να καταχωρήσει κανείς τη νομιμότητα σε ένα και μόνο κυβερνητικό όργανο, προκειμένου να ενεργήσει κατά της καταπίεσης. Μπορεί να ενεργήσει – πρέπει να το κάνει – χω­ρίς το πρόσχημα της επιβολής του νόμου.

Η εναντίωση στο συγκεντρωτισμό της εξουσίας και της νομι­μότητας, δε σημαίνει απραξία. Υπάρχουν μάχες που πρέπει να δοθούν. Προκύπτουν μέσα από πραγματικά ασυμβίβαστες δια­φορές και η επιβολή μιας επίπλαστης ενότητας, μόνο να τις αναβάλει μπορεί. Στην εναρκτήρια ομιλία του, ο Linkoln, στο όνομα του κράτους, εκλιπαρούσε την αναβολή της σύγκρουσης μεταξύ των πολέμιων της δουλείας και των υπερμάχων της – μια σύγκρουση που ήταν αναγκαία και αναπόφευκτη και που ήδη είχε αργήσει πολλές δεκαετίες, χάριν ενός απαράδεκτου συμβιβασμού. Εν τω μεταξύ, πολέμιοι της δουλείας, όπως οι Nat Turner και John Brown, είχαν τη δυνατότητα να δράσουν αποφασιστικά, χωρίς να εξαρτώνται από μια κεντρική πολιτική αρχή – στην πραγματικότητα τα κατάφεραν ακριβώς επειδή δεν την αναγνώριζαν. Εάν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν ασχολούνταν με τις πιέσεις που δημιουργούνταν από αυτόνο­μες ενέργειες όπως οι δικές τους, δεν θα είχε παρέμβει ποτέ στον Νότο˙ κι αν περισσότεροι άνθρωποι έπαιρναν πρωτοβου­λία, όπως το έπραξαν αυτοί, η δουλεία δε θα μπορούσε να υπάρξει και ο εμφύλιος πόλεμος δε θα ήταν απαραίτητος.

Με άλλα λόγια, το πρόβλημα δεν ήταν η πολλή αναρχία, αλλά το ότι δεν υπήρξε αρκετή. Ήταν μια αυτόνομη δράση που πίε­σε την επίλυση του ζητήματος της δουλείας, όχι μια δημοκρα­τική διαβούλευση. Επιπλέον, αν υπήρχαν περισσότεροι υπέρ­μαχοι της αναρχίας και όχι της πλειοψηφικής εξουσίας, δεν θα ήταν δυνατόν οι λευκοί του Νότου να ξανακερδίσουν την πολι­τική υπεροχή μετά την Ανασυγκρότηση.

Υπάρχει ένα ακόμη ανέκδοτο που αξίζει αναφοράς. Ένα χρόνο μετά την εναρκτήρια ομιλία του, ο Lincoln, απευθύνθηκε σε μία επιτροπή απελευθερωμένων νέγρων, προσπαθώντας να τους πείσει να μεταναστεύσουν και να δημιουργήσουν μια αποικία, όπως η Λιβερία, με την ελπίδα ότι θα ακολουθούσαν και οι υπόλοιποι μαύροι της Αμερικής.[ii] Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ, απελευθερωμένων πια, μαύρων και λευκών Αμερικανών πολιτών, υποστήριξε ότι:

“Είναι καλύτερο και για τις δύο πλευρές να χωριστούμε… υπάρχει, όσο σκληρό κι αν αυτό ακούγεται, απροθυμία από ένα κομμάτι του λαού μας να συμβιώσουν μαζί σας.”

Οπότε, στην κοσμολογία του Lincoln, η πόλη των λευκών πο­λιτών δεν μπορεί να χωριστεί, αλλά από τη στιγμή που οι μαύ­ροι σκλάβοι του οίκου δεν επιτελούν τον οικονομικό τους ρόλο, τότε είναι καλύτερα να αποχωρήσουν. Αυτό κάνει αρκετά ξε­κάθαρα τα πράγματα: το έθνος είναι αδιαίρετο, αλλά οι απο­κλειόμενοι είναι αναλώσιμοι. Μεταναστεύοντας οι, προσφάτως απελευθερωμένοι σκλάβοι, στην Αφρική, θα έφταναν ακριβώς πάνω στην ώρα για να βιώσουν τη φρίκη του Ευρωπαϊκού Αποικισμού, με το θάνατο δέκα εκατομμυρίων, μόνο στο Βελ­γικό Κονγκό.[i] Η κατάλληλη λύση για τέτοιου είδους κατα­στροφές, δεν είναι η ενσωμάτωση όλου του κόσμου σε μια ενιαία αντιπροσωπευτική δημοκρατία που διέπεται από τον πλειοψηφικό κανόνα, αλλά η καταπολέμηση όλων των θεσμών που διαιρούν τους πολίτες σε πλειοψηφίες και μειοψηφίες – σε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους – όσο δημοκρατικές κι αν εί­ναι αυτές.

[i] Βλ. πχ.,Adam Hochschild’s King Leopold’s Ghost:  και Heroism in Colonial Africa.
 

[i]  Στο Networks and Netwars: The Future of Terror, Crime, and Militancy, έκδοση John Arquilla and David Ronfeldt.

[ii] Βλ. Address on Colonization to a Deputation of Negroes στον 5ο τόμο των κειμένων του Lincoln.
 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΑ ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ

“Η δημοκρατία αποτελεί έναν εξαιρετικό τρόπο δια­σφάλισης της νομιμότητας της κυβέρνησης, ακόμη και όταν δεν πραγματώνει τη βούληση του κοινού. Σε μια λει­τουργική δημοκρατία, οι μαζικές διαμαρτυρίες αμφισβη­τούν τους ηγέτες. Δεν αμφισβητούν τη θεμελιώδη φύση του πολιτικού συστήματος του κράτους.”

Noah Feldman, Tunisia’s Protests Are Different This Time

 

“Περιστασιακά επαναστατείτε, αλλά είναι πάντα για να ξεκινήσετε να κάνετε το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά από το μηδέν.” Albert Libertad, Voters: You Are the Real Criminals

 

Η νομιμότητα κάθε συσταθείσας κυβέρνησης, καταλήγει πάντα στο να διαβρωθεί. Δε μπορεί παρά να διαβρωθεί. Ό,τι κι αν υποσχεθεί το κράτος, τίποτα δε μπορεί να αντισταθμίσει το γεγονός ότι πρέπει να του παραχωρήσουμε τον έλεγχο των ζωών μας. Οποιαδήποτε συγκεκριμένη αδικία φανερώνει το συστημικό αυτό πρόβλημα, αν και σπάνια βλέπουμε το δάσος αντί του δέντρου.

Εκεί, αναλαμβάνει δράση η δημοκρατία. Νέες εκλογές, νέα κυβέρνηση, άλλος ένας κύκλος αισιοδοξίας – απογοήτευσης.

Όμως, αυτό δεν ησυχάζει πάντα τον πληθυσμό. Την περα­σμένη δεκαετία υπήρξαν κινήματα και εξεγέρσεις ανά την υφήλιο – από την Οαχάκα μέχρι την Τύνιδα, από την Κωνστα­ντινούπολη ως το Ρίο Ντε Τζανέιρο, από το Κίεβο στο Χονγκ Κονγκ – στις οποίες οι απογοητευμένοι και δυσαρεστημένοι προσπάθησαν να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους. Οι πε­ρισσότερες από αυτές κινήθηκαν γύρω από το πρόταγμα της περισσότερης και καλύτερης δημοκρατίας.

Λαμβάνοντας υπόψιν την εξουσία που ασκούν πάνω μας η αγορά και η κυβέρνηση, είναι πράγματι δελεαστική η σκέψη ότι με κάποιον τρόπο θα μπορούσαμε να αντιστρέψουμε τους όρους και να τις κυβερνήσουμε εμείς. Ακόμη και αυτοί που δεν πιστεύουν πως είναι δυνατόν ο λαός να κυβερνήσει την κυ­βέρνηση, συνήθως καταλήγουν στο να κυβερνάνε αυτό που τους απέμεινε – την αντίσταση τους σ’ αυτήν. Προσεγγίζοντας τα κινήματα διαμαρτυρίας ως πειράματα της άμεσης δημοκρα­τίας, προδιαγράφουν τις δομές ενός άλλου, πιο δημοκρατικού κόσμου.

Αλλά τι γίνεται αν η προετοιμασία της δημοκρατίας είναι μέρος του προβλήματος; Αυτό θα εξηγούσε γιατί ήταν τελικά τόσο λίγα τα κινήματα που κατάφεραν να ορθώσουν μια ασυμβίβαστη αντίσταση απέναντι στις δομές που αντιτάχθη­καν. Με τις αδιαμφισβήτητες εξαιρέσεις των Τσιάπας και Ρο­ζάβα, όλα ηττήθηκαν (Occupy) επανεντάχθηκαν στην λειτουρ­γία της επικρατούσας διακυβέρνησης (ΣΥΡΙΖΑ, Podemos) ή ανέτρεψαν και αντικατέστησαν την κυβέρνηση χωρίς να επιτύ­χουν κάποια πραγματική αλλαγή στην κοινωνία (Τυνησία, Αί­γυπτος, Λιβύη, Ουκρανία).

Όταν ένα κίνημα επιδιώκει να νομιμοποιηθεί στη βάση των αρχών που διέπουν τη δημοκρατική διακυβέρνηση, καταλήγει να προσπαθεί να νικήσει το κράτος στο δικό του παιχνίδι. Ακόμη κι αν το επιτύχει, η ανταμοιβή του είναι ο περιορισμός και θεσμοποίησή του, είτε εντός των υφιστάμενων δομών της κυβέρνησης είτε μέσω της επανασχεδίασης των ίδιων πάντα δομών. Συνεπώς, κινήματα που ξεκινούν ως στάσεις εναντίον του κράτους, καταλήγουν να το αναδημιουργούν.

Αυτό μπορεί να γίνει με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Υπάρχουν τα κινήματα που, ισχυριζόμενα ότι είναι πιο δημο­κρατικά, πιο διαφανή ή πιο αντιπροσωπευτικά από τις υφι­στάμενες αρχές, αυτοϋπονομεύονται. Τα κινήματα που έρχο­νται στην εξουσία μέσω της εκλογικής διαδικασίας, μόνο για να προδώσουν τους αρχικούς τους στόχους. Τα κινήματα που προωθούν αμεσοδημοκρατικές προοπτικές και που αποδεικνύο­νται εξίσου χρήσιμες σε αυτούς που επιζητούν κρα­τική εξουσία. Και, τέλος, τα κινήματα που ανατρέπουν τις κυ­βερνήσεις μόνο και μόνο για να τις αντικαταστήσουν. Ας τα εξετάσουμε ένα προς ένα.

Εάν οι στόχοι των κινημάτων μας περιοριστούν μόνο σε ό,τι προκαταβολικά συμφωνεί η πλειονότητα των συμμετεχόντων, τότε είναι πολύ πιθανόν οι στόχοι μας να μην ευδοκιμήσουν εξ’ αρχής. Όταν ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού έχει αποδε­χθεί τη νομιμότητα της κυβέρνησης και των νόμων της, οι πε­ρισσότεροι άνθρωποι δεν αισθάνονται πως έχουν το δικαίω­μα να κάνουν οτιδήποτε θα μπορούσε να αμφισβητήσει την υπάρχουσα δομή εξουσίας, ανεξάρτητα από το πόσο άσχημα αυτή τους αντιμετωπίζει. Κατά συνέπεια, ένα κίνημα που λαμ­βάνει αποφάσεις κατά πλειοψηφία ή βάσει συναίνεσης, μπορεί να δυσκολεύεται να συμφωνήσει να χρησιμοποιήσει οποιαδή­ποτε τακτική, παρά μόνο συμβολικές δράσεις. Μπορείτε να φανταστείτε, για παράδειγμα, τους κατοίκους του Φέργκιου­σον στο Μιζούρι, να συμμετέχουν σε μια συνέλευση με σκοπό να αποφασίσουν το κάψιμο του Quick Trip[i] ή τη σύγκρουση με την αστυνομία;

Κι όμως, αυτές ήταν οι δράσεις που πυροδότησαν το κίνημα που έγινε γνωστό ως Black Lives Matter. Οι άνθρωποι συνήθως θα πρέπει να βιώσουν κάτι νέο για να μπορέσουν να το εν­στερνιστούν. Είναι λάθος να περιορίσουμε ένα ολόκληρο κίνη­μα σε ό,τι είναι ήδη οικείο στην πλειονότητα των συμμετε­χόντων.Με τον ίδιο τρόπο, αν επιμείνουμε στο να είναι οι κινήσεις μας εντελώς διαφανείς, αυτό σημαίνει ότι αφήνουμε τις αρχές να γνωρίζουν το ποιες θα είναι οι τακτικές που θα ακολουθή­σουμε. Σε συνθήκες ευρύτατης διείσδυσης και επιτήρησης, η σε δημόσια θέα και με πλήρη διαφάνεια λήψη αποφάσεων ενθαρ­ρύνει την καταστολή, έναντι σε οποιονδήποτε θεωρηθεί πως απειλεί το status quo. Όσο πιο δημόσιο και διαφανές είναι το όργανο λήψης αποφάσεων, τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες να προβαίνει σε συντηρητικές ενέργειες, έστω κι αν αυτό αντι­τίθεται στον ρητό λόγο ύπαρξης του – σκεφτείτε όλους αυ­τούς τους περιβαλλοντικούς συνασπισμούς που ποτέ δεν έκα­ναν το παραμικρό βήμα για να σταματήσουν τις δραστηριότη­τες που προκαλούν την κλιματική αλλαγή. Στο πλαίσιο της δη­μοκρατικής λογικής, έχει νόημα να απαιτείται διαφάνεια από την κυβέρνηση, καθώς υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει και απαντά στο λαό. Αλλά εκτός αυτής της λογικής, αντί να απαι­τούμε από τους συμμετέχοντες στα κοινωνικά κινήματα αντι­προσώπευση και απαντήσεις του ενός προς τον άλλον, θα πρέπει να επιδιώξουμε τη μεγιστοποίηση της αυτονομίας με την οποία θα μπορούν να ενεργούν.

Εάν διεκδικήσουμε νομιμότητα βασιζόμενοι στο επιχείρημα της εκπροσώπησης, προσφέρουμε στις αρχές έναν εύκολο τρόπο να μας υπερκεράσουν, από τη στιγμή που ανοίγει ο δρόμος για άλλους να συνεισφέρουν στις προσπάθειές μας. Πριν από την εμφάνιση της καθολικής ψήφου, ήταν δυνατόν να υποστηριχθεί ότι ένα κίνημα αντιπροσώπευε τη βούληση του λαού. Σήμερα όμως, μια εκλογική διαδικασία μπορεί να παρα­σύρει περισσότερους ανθρώπους στις κάλπες απ’ όσους θα μπορούσε να βγάλει στο δρόμο το πιο μαζικό κίνημα. Οι νικη­τές των εκλογών θα μπορούν πάντα να ισχυρίζονται ότι αντι­προσωπεύουν περισσότερους ανθρώπους από όσοι μπορούν να συμμετάσχουν σε κάποιο κίνημα.[i] Παρομοίως, κινήματα που δηλώνουν πως αντιπροσωπεύουν τα πιο καταπιεσμένα κομ­μάτια της κοινωνίας, μπορούν να υπερφαλαγγιστούν μέσω της συμβολικής τους εκπροσώπησης στις αίθουσες της εξουσίας. Και όσο επικυρώνουμε την ιδέα της αντιπροσώπευσης, θα βρί­σκεται πάντα ένας νέος πολιτικός ή κόμμα που θα χρησιμο­ποιεί τη ρητορική μας για να έρθει στην εξουσία. Δεν πρέπει να ισχυριζόμαστε πως αντιπροσωπεύουμε το λαό – πρέπει να υποστηρίζουμε ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μας κυβερ­νά.

Τι συμβαίνει όταν ένα κίνημα έρχεται στην εξουσία μέσω της εκλογικής διαδικασίας; Η νίκη του Lula και του Εργατικού Κόμματος στη Βραζιλία, φάνηκε ότι παρουσίασε το καλύτερο σενάριο, στο οποίο ένα κόμμα βασιζόμενο στη ριζοσπαστική οργάνωση του λαού ανέλαβε τα ηνία του κράτους. Εκείνη την περίοδο, η Βραζιλία φιλοξένησε μερικά από τα πιο ισχυρά κοι­νωνικά κινήματα παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένου και του 1,5 εκατομμυρίου συμμετεχόντων του MST (Κίνημα Ακτη­μόνων Εργατών), του κινήματος για την αγροτική μεταρρύθμι­ση. Πολλά από αυτά διασυνδέονταν με το Εργατικό Κόμμα. Ωστόσο, μετά την ανάληψη καθηκόντων από τον Lula, το 2002, τα κοινωνικά κινήματα σημείωσαν μια απότομη πτώση που κράτησε μέχρι το 2013. Μέλη του Εργατικού Κόμματος εγκα­τέλειπαν τις τοπικές οργανώσεις για να πάρουν κυβερνητικές θέσεις, τη στιγμή που ο Lula, εφαρμόζοντας μια ρεαλιστική πολιτική, δεν μπορούσε να προχωρήσει στην υλοποίηση των παραχωρήσεων που είχε υποσχεθεί στα κινήματα τα οποία τον είχαν προηγουμένως στηρίξει. Το MST είχε εξαναγκάσει τη συ­ντηρητική κυβέρνηση που προηγήθηκε του Lula, να νομιμοποιή­σει κατοχή γης, αλλά επί των ημερών του Lula δεν υπήρξε κα­μιά απολύτως πρόοδος. Αυτό το μοτίβο επανεμφανίστηκε σε όλη τη Λατινική Αμερική, καθώς οι δήθεν ριζοσπαστικοί πολι­τικοί πρόδωσαν τα κοινωνικά κινήματα που τους ανέδειξαν στην εξουσία. Σήμερα, τα πιο ισχυρά κοινωνικά κινήματα που υπάρχουν στη Βραζιλία είναι δεξιοί, οι οποίοι απειλούν ότι θα ανατρέψουν με πραξικόπημα το Εργατικό Κόμμα. Δεν υπάρ­χουν εκλογικές παρακάμψεις προς την ελευθερία.

Τι θα συμβεί αν, αντί να επιδιώξουμε την κρατική εξουσία, εστιάζουμε στην προώθηση αμεσοδημοκρατικών μοντέλων, όπως οι συνελεύσεις γειτονιάς; Δυστυχώς, τέτοιες πρακτικές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να εξυπηρετήσουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων. Μετά τη σλοβενική εξέγερση του 2012 και ενώ αυτοργανωμένες συνελεύσεις γειτονιάς συνέχιζαν να συνα­ντώνται στη Λιουμπιάνα, μία χρηματοδοτούμενη από τις τοπι­κές αρχές ΜΚΟ άρχισε να οργανώνει συνελεύσεις σε μια “πα­ραμελημένη” γειτονιά, στο πλαίσιο ενός πιλοτικού προγράμμα­τος που έθετε ως στόχο την “αναζωογόνηση” της περιοχής, μέσω της επανέναρξης του διαλόγου μεταξύ των δυσαρεστη­μένων πολιτών και της κυβέρνησης. Κατά τη διάρκεια της ου­κρανικής επανάστασης του 2014, τα φασιστικά κόμματα Svoboda και Δεξιός Τομέας, ήρθαν στο προσκήνιο μέσω των δημοκρατικών συνελεύσεων στο κατεχόμενο Μεϊντάν. Το 2009, μέλη του ελληνικού νεοναζιστικού κόμματος Χρυσή Αυγή, διείσδυσαν στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα στην Αθήνα, για να οργανώσουν επιθέσεις εναντίον μεταναστών και αναρχι­κών. Εάν θέλουμε να ενθαρρύνουμε τη συμμετοχή και την αυ­τοδιάθεση, δεν αρκεί να προπαγανδίζουμε τη ρητορική και τις διαδικασίες της συμμετοχικής δημοκρατίας.[ii] Πρέπει να δια­δίδουμε ένα πλαίσιο που αντιτίθεται στο κράτος και στις λοι­πές ιεραρχικές μορφές εξουσίας.

Ακόμα και ρητά επαναστατικές στρατηγικές, μπορούν να χρησιμοποιηθούν προς όφελος των παγκόσμιων δυνάμεων στο όνομα της δημοκρατίας. Από τη Βενεζουέλα μέχρι τη Μακεδο­νία, έχουμε δει κρατικούς φορείς και οργανωμένα συμφέροντα να μετατρέπουν τη γνήσια λαϊκή εναντίωση σε υποκατάστατα κοινωνικά κινήματα, προκειμένου να συντομεύσουν τον εκλογι­κό κύκλο. Συνήθως ο σκοπός είναι να αναγκαστεί το κυβερνόν κόμμα να παραιτηθεί, ώστε να αντικατασταθεί από μια πιο “δημοκρατική” κυβέρνηση – δηλαδή μια κυβέρνηση πιο επιδε­κτική στους στόχους των ΗΠΑ ή της Ε.Ε. Τέτοιου είδους κινή­ματα, επικεντρώνονται συνήθως στη “διαφθορά”, υποδηλώνο­ντας ότι το σύστημα θα δούλευε σωστά αν υπήρχαν οι κατάλ­ληλοι άνθρωποι στην εξουσία. Όταν λοιπόν κατεβαίνουμε στους δρόμους, για να μην καταλήγουμε να είμαστε τα πιόνια μιας κάποιας εξωτερικής πολιτικής πρωτοβουλίας, δε θα πρέπει να εναντιωνόμαστε σε κάποια συγκεκριμένη κυβέρνηση, αλλά στην διακυβέρνηση καθ’ αυτή.

Η αιγυπτιακή επανάσταση απεικονίζει δραματικά το αδιέξο­δο της δημοκρατικής επανάστασης. Αφού εκατοντάδες έδωσαν τη ζωή τους για να ανατραπεί ο δικτάτορας Hosni Mubarak και να εγκατασταθεί η δημοκρατία, οι λαϊκές εκλογές έφεραν έναν άλλον αυτοκράτορα στην εξουσία, τον Mohamed Morsi. Ένα χρόνο αργότερα δεν είχε υπάρξει καμία βελτίωση και οι άνθρωποι που είχαν ξεκινήσει την επανάσταση κατέβηκαν και πάλι στους δρόμους, απορρίπτοντας τα αποτελέσματα της δη­μοκρατίας, πιέζοντας τον Αιγυπτιακό στρατό να εκθρονίσει τον Morsi. Σήμερα, ο στρατός παραμένει ο de facto κυβερνήτης της Αιγύπτου και η ίδια καταπίεση και αδικία που ενέπνευσε τις δύο επαναστάσεις, συνεχίζεται. Οι επιλογές που αντιπροσω­πεύονται από τον Στρατό, τον Morsi και τους εξεγερμένους, εί­ναι οι ίδιες που περιέγραψε ο Linkoln στην εναρκτήρια ομιλία του: τυραννία, πλειοψηφική κυριαρχία, αναρχία.

Εδώ, στο απώτατο όριο του αγώνα κατά της φτώχειας και της καταπίεσης, βρισκόμαστε πάντοτε αντιμέτωποι με το ίδιο το κράτος. Όσο υποτασσόμαστε στη διακυβέρνηση, το κράτος θα μετατοπίζεται ανάλογα με τις ανάγκες, μεταξύ κυριαρχίας της πλειοψηφίας και τυραννίας – δύο εκφράσεις της ίδιας βα­σικής αρχής. Το κράτος μπορεί να πάρει πολλές μορφές˙ όπως και τα φυλλοβόλα δέντρα μπορεί να πέσει σε νάρκωση, αλλά θα ξαναγεννηθεί από τις ρίζες του. Μπορεί να πάρει τη μορφή της μοναρχίας ή μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, μιας επα­ναστατικής δικτατορίας ή ενός προσωρινού συμβουλίου˙ όταν οι αρχές έχουν τραπεί σε φυγή και οι στρατιωτικοί έχουν στα­σιάσει, το κράτος μπορεί να επιζήσει ως μικρόβιο στους παρτι­ζάνους της τάξης και του πρωτοκόλλου, μέσω μιας, προφανώς, οριζόντιας γενικής συνέλευσης. Όλες αυτές οι μορφές, όσο δη­μοκρατικές κι αν δείχνουν, μπορούν να αναγεννηθούν σε ένα καθεστώς ικανό να συντρίψει την ελευθερία και την αυτο­διάθεση.

Ο μόνος σίγουρος δρόμος για να αποφύγουμε τη συμμετοχή, τη χειραγώγηση και τον οπορτουνισμό, είναι η άρνηση της νο­μιμοποίησης οποιασδήποτε μορφής εξουσίας. Όταν οι άνθρω­ποι επιλύουν τα προβλήματά τους και αντιμετωπίζουν τις ανάγκες τους άμεσα, μέσα από ευέλικτες, οριζόντιες και απο­κεντρωμένες δομές, δεν μπορούν να υπάρξουν ηγέτες να δια­φθείρουν, επίσημες δομές να αποστεωθούν, διαδικασίες να σφετεριστούν. Καταργείστε τις συγκεντρωτικές δομές εξουσίας και αυτοί που επιθυμούν να καταλάβουν την εξουσία δε θα μπορούν να βρουν στηρίγματα στην κοινωνία. Ένας ακυβέρνη­τος λαός πιθανότατα να χρειαστεί να υπερασπίσει τον εαυτό του από επίδοξους τυράννους, αλλά ποτέ δε θα διαθέσει τις δυνάμεις του για να τους στηρίξει.

_______________________________________  

[i]                 Στα τέλη Μαΐου του 1968, η ανακοίνωση των πρόωρων εκλογών έσπασε το κύμα άγριων διαδηλώσεων και καταλήψεων που είχαν σπαρθεί στη Γαλλία. Το να βλέπεις την πλειονότητα των Γάλλων πολιτών να ψηφίζουν το κόμμα του προέδρου de Gaulle, ήταν αρκετό για να διαλύσει κάθε ελπίδα για επανάσταση. Αυτό απεικονίζει τον τρόπο με τον οποίο οι εκλογές χρησιμεύουν ως τελετουργία όπου οι πολίτες αντιπροσωπεύονται μεταξύ τους, ως πρόθυμοι συμμετέχοντες στην επικρατούσα τάξη.

[ii]              Καθώς οι οικονομικές κρίσεις εντείνονται παράλληλα με την εκτεταμένη απογοήτευση για την αντιπροσωπευτική πολιτική, βλέπουμε τις κυβερνήσεις να προσφέρουν αμεσότερη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων για να ειρηνεύσουν το κοινό. Ακριβώς όπως οι δικτατορίες στην Ελλάδα, την Ισπανία και τη Χιλή αναγκάστηκαν να μεταβούν σε δημοκρατικές κυβερνήσεις για να εξουδετερώσουν τα κινήματα διαμαρτυρίας, το κράτος ανοίγει νέους ρόλους για εκείνους που, διαφορετικά, θα μπορούσαν να οδηγήσουν την αντιπολίτευση σε αυτό. Αν είμαστε άμεσα υπεύθυνοι για την άσκηση του πολιτικού συστήματος, θα κατηγορήσουμε τον εαυτό μας όταν αποτύχει – όχι το σύστημα καθ’ αυτό. Αυτό εξηγεί τα νέα πειράματα με «συμμετοχικούς» προϋπολογισμούς από το Πόρτο Αλέγκρε ως και το Πόζναν. Στην πράξη, οι συμμετέχοντες σπάνια ασκούν επιρροή στους δημοτικούς υπαλλήλους. Στην καλύτερη, μπορούν να ενεργούν ως σύμβουλοι ή να ψηφίζουν σχετικά με το 0,1% των κεφαλαίων της πόλης. Ο πραγματικός σκοπός της συμμετοχικής κατάρτισης του προϋπολογισμού, είναι να αναπροσανατολιστεί η λαϊκή προσοχή, από τις αποτυχίες της κυβέρνησης, στο πλαίσιο της δήθεν περισσότερης δημοκρατίας.

[i]  (Σ.τ.Μ.) Μεγάλη αλυσίδα καταστημάτων στις ΗΠΑ.

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ: ΣΗΜΕΙΑ ΕΚΚΙΝΗΣΗΣ

 “Ο αναρχισμός δεν αποτελεί την πιο ριζοσπαστική μορφή δημοκρατίας. Είναι ένα εντελώς διαφορετικό μοντέλο συλλογικής δράσης.” Uri Gordon, Anarchy Alive!

 Tο κλασικό επιχείρημα υπεράσπισης της δημοκρατίας είναι ότι αποτελεί τη λιγότερο κακή μορφή διακυβέρνησης. Εάν όμως το κύριο πρόβλημα είναι η διακυβέρνηση, τότε θα πρέπει να επανεξετάσουμε το σχεδιασμό μας.

Το να φανταστούμε από την αρχή την ανθρωπότητα χωρίς την ανάγκη διακυβέρνησης, αποτελεί ένα φιλόδοξο εγχείρημα˙ δύο αιώνες αναρχικής θεωρίας δεν είναι παρά σταγόνες στον ωκεα­νό. Για τους σκοπούς αυτής της ανάλυσης, θα ολοκλη­ρώσουμε με την παράθεση μερικών βασικών αξιών, οι οποίες θα μπορούσαν να μας καθοδηγήσουν πέρα από τη δημοκρατία και με μερικές γενικές προτάσεις για το τι θα μπορούσαμε να κάνουμε αντί της διακυβέρνησης. Το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς μένει ακόμα να γίνει.

Οριζοντιότητα, Αποκέντρωση, Αυτονομία, Αναρχία

Αν το καλοεξετάσουμε, θα δούμε πως η δημοκρατία δεν ανταποκρίνεται στις αξίες που αρχικά μας έστρεψαν προς αυ­τήν – ισότητα, συμπερίληψη, αυτοδιάθεση. Παράλληλα με αυ­τές τις αξίες πρέπει να προσθέσουμε την οριζοντιότητα, την αποκέντρωση και την αυτονομία, ως απαραίτητους ομολόγους τους.

Η οριζοντιότητα έχει κερδίσει πολλούς πόντους από τα τέλη του 20ού αιώνα. Ξεκινώντας από την εξέγερση των Zapatistas και συνεχίζοντας δυναμικά μέσα από το κίνημα της αντιπα­γκοσμιοποίησης και της εξέγερσης στην Αργεντινή, η ιδέα των δομών χωρίς ηγέτες έχει εξαπλωθεί ακόμη και στον επιχειρη­ματικό κόσμο.[i] Όμως η αποκέντρωση πρέπει να ληφθεί εξ’ ίσου υπ’ όψη, ούτως ώστε να μην παγιδευτούμε σε μία τυραν­νία ίσων στην οποία όλοι θα πρέπει να είναι σε θέση να συμ­φωνήσουν σε κάτι, για να μπορεί κανείς να κάνει το οτιδήπο­τε. Αντί μιας ενιαίας διαδικασίας, μέσω της οποίας θα πρέπει να εγκρίνεται το οτιδήποτε, αποκέντρωση σημαίνει πολλαπλές τοποθεσίες λήψης αποφάσεων και πολλαπλές μορ­φές νομιμότητας. Έτσι, όταν η ισχύς κατανέμεται κάπου άνισα, υπάρχει η δυνατότητα να αντισταθμιστεί αλλού. Αποκέντρωση σημαίνει διατήρηση της διαφοράς – η στρατηγική και ιδεολογι­κή ποικιλομορφία είναι πηγές δύναμης για τα κινήματα και τις κοινότητες, ακριβώς όπως η βιοποικιλότητα στο φυσικό κόσμο. Δεν θα πρέπει ούτε να διαχωριστούμε σε ομοιογενείς ομάδες, υπό το πρόσχημα της συγγένειας, ούτε να μειώσουμε τις πολι­τικές μας θέσεις στους χαμηλότερους κοινούς παρονομαστές.

Η αποκέντρωση συνεπάγεται αυτονομία – την ικανότητα να ενεργεί κάποιος ελεύθερα, με δική του πρωτοβουλία. Η αυτο­νομία μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιοδήποτε επίπεδο – από ένα άτομο, μια γειτονιά, ένα κίνημα, μια ολόκληρη περιοχή. Για να είστε ελεύθεροι, θα πρέπει να έχετε τον έλεγχο του άμεσου περιβάλλοντός σας και των λεπτομερειών της καθημε­ρινής σας ζωής˙ όσο πιο αυτοδύναμοι είστε, τόσο πιο ασφαλής είναι η αυτονομία σας. Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα πως αντιμετωπίζετε όλες σας τις ανάγκες ανεξάρτητα˙ αλλά μπορεί να σημαίνει αλληλεξάρτηση, με την έννοια του πλεονεκτήματος πάνω στους ανθρώπους από τους οποίους εξαρτάσαι. Κανένας θεσμός δεν πρέπει να είναι σε θέση να μονοπωλεί την πρόσβα­ση σε πόρους ή κοινωνικές σχέσεις. Μια κοινωνία που προάγει την αυτονομία, απαιτεί αυτό που ένας μηχανικός θα ονόμαζε πλεονασμό: ένα ευρύ φάσμα επιλογών και δυνατοτήτων σε κάθε πτυχή της ζωής.

Αν θέλουμε να προωθήσουμε την ελευθερία, δεν αρκεί να επι­βεβαιώσουμε μόνο την αυτονομία.[ii] Ένα έθνος-κράτος ή ένα πολιτικό κόμμα μπορεί να διεκδικήσει αυτονομία˙ το ίδιο και οι εθνικιστές ή οι ρατσιστές. Το αν ένα άτομο ή μια ομάδα εί­ναι αυτόνομη, δεν ξεκαθαρίζει και το είδος των σχέσεων που καλλιεργεί. Αν καλλιεργούν δηλαδή ισότιμες σχέσεις ή ιεραρχι­κές, συμπεριληπτικές ή σχέσεις αποκλεισμού.

Εάν δεν επιδιώκουμε την αυτονομία μόνο για τον εαυτό μας, αλλά θέλουμε να την μεγιστοποιήσουμε για όλους, πρέπει να δημιουργήσουμε ένα κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο κανείς δε θα μπορεί να συσσωρεύει θεσμική εξουσία έναντι οποιουδήποτε άλλου.

Πρέπει να δημιουργήσουμε αναρχία.

Απομυθοποιώντας τους Θεσμούς

Οι θεσμοί υπάρχουν για να μας εξυπηρετούν, όχι το αντίστρο­φο. Δεν έχουν καμία εγγενή απαίτηση υπακοής εκ μέρους μας. Δεν πρέπει με κανέναν τρόπο η νομιμότητα που τους προσδί­δουμε να ξεπερνά τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας. Όταν οι επιθυμίες μας έρχονται σε σύγκρουση με τις επιθυμίες των άλ­λων, μπορούμε να διαπιστώσουμε εάν μια θεσμική διαδικασία μπορεί να παράξει μια λύση που θα ικανοποιεί όλους˙ αλλά από τη στιγμή που θα  παραχωρήσουμε σε ένα θεσμικό όργανο το δικαίωμα να κρίνει τις συγκρούσεις μας ή να υπαγορεύει τις αποφάσεις μας, έχουμε παραιτηθεί από την ελευθερία μας.

Αυτό δεν αποτελεί κριτική για ένα συγκεκριμένο οργανωτικό μοντέλο ή επιχείρημα υπέρ του αφορμαλισμού. Αντίθετα, είναι μια θέση υπέρ της αντιμετώπισης όλων των μοντέλων ως προ­σωρινά, υπέρ της συνεχούς επανεκτίμησης και αναθεώρησής τους. Όπου ο Thomas Paine θέλησε να ενθρονίσει τον Νόμο ως βασιλιά, όπου ο Rousseau θεωρητικολογούσε περί του κοινωνι­κού του συμβολαίου και οι πιο πρόσφατοι υποστηρικτές του Καπιταλισμού über alles ονειρεύονται μια κοινωνία βασισμένη αποκλειστικά σε συμβόλαια, εμείς ανταπαντούμε ότι όταν οι σχέσεις είναι πραγματικά προς το συμφέρον όλων των συμμε­τεχόντων, τότε δεν υπάρχει ανάγκη νόμων ή συμβολαίων.

Και πάλι, αυτό δεν είναι επιχείρημα υπέρ του στείρου ατομι­κισμού, ούτε της διαχείρισης των σχέσεων ως αναλώσιμες, ούτε υπέρ της οργάνωσης αποκλειστικά και μόνο με όσους έχουν τις ίδιες προτιμήσεις. Σε έναν πολυπληθή, αλληλεξαρτώμενο κόσμο, δεν έχουμε την ευχέρεια να αρνηθούμε τη συνύπαρξη και το συντονισμό με τους άλλους. Το θέμα είναι ότι απλά δεν πρέπει να επιδιώκουμε τη νομοθέτηση των σχέσεων.

Αντί να ακολουθούμε πιστά έναν σχεδιασμό ή ένα πρωτόκολ­λο, μπορούμε να αξιολογούμε τα θεσμικά όργανα σε συνεχή βάση: έχουν ως αποτέλεσμα τη συνεργασία ή δημιουργούν δια­μάχες; Παράγουν αυτενέργεια ή συγκέντρωση ισχύος; Πα­ρέχουν σε κάθε συμμετέχουσα την ευκαιρία να εκπληρώσει τις δυνατότητές της με τους δικούς της όρους ή της επιβάλλο­νται εξωτερικές επιταγές; Διευκολύνουν την επίλυση των συ­γκρούσεων με αμοιβαία αποδεκτούς όρους ή τιμωρούν όλους όσοι αντιτίθενται σε ένα κωδικοποιημένο σύστημα;

“Μας εξέφρασε την άποψη ότι δεν πρέπει ποτέ να επι­τρέψουμε στον εαυτό μας να μπει στον πειρασμό να θεω­ρήσει ότι οι νόμοι και οι θεσμοί είναι σωστοί, αν η συνεί­δηση και η λογική μας τους καταδικάζουν. Μας διακήρυ­ξε να μην μας νοιάζει αν μια πλειοψηφία, ανεξάρτητα από το πόσο μεγάλη είναι, αντιτίθεται στις αρχές και τις απόψεις μας˙ οι μεγαλύτερες πλειοψηφίες είναι μερικές φορές μόνο οργανωμένοι όχλοι.”

August Bondi, γράφοντας για τον John Brown

Δημιουργώντας Χώρους Συνάντησης

 Αντί των επίσημων χώρων όπου λαμβάνονται συγκεντρωτικά λήψεις αποφάσεων, προτείνουμε μια ποικιλία χώρων συνάντη­σης, στους οποίους οι άνθρωποι μπορούν να αλληλεπιδρούν και να μοιράζονται τις κοινές τους ανησυχίες. Συνάντηση θα πει αμοιβαίος μετασχηματισμός: καθιέρωση κοινών σημείων αναφοράς, κοινών ανησυχιών. Ο χώρος συνάντησης δεν είναι ένα αντιπροσωπευτικό σώμα που έχει την εξουσία να λαμβάνει αποφάσεις για άλλους, ούτε ένα διοικητικό όργανο που εφαρ­μόζει τον πλειοψηφικό κανόνα ή τη συναίνεση. Είναι μια ευ­καιρία πειραματισμού, ενεργώντας σε διαφορετικούς σχηματι­σμούς, πάνω σε μια εθελοντική βάση.

Ένας κλασικός τέτοιος χώρος συνάντησης, ήταν η συνέλευση των εκπροσώπων των ομάδων συγγένειας, που προηγήθηκε των διαδηλώσεων ενάντια στην Παναμερικανική Σύνοδο Κορυ­φής για τη δημιουργία Παναμερικανικής Ζώνης Ελεύθερων Συ­ναλλαγών, το 2001, στο Κεμπέκ. Αυτή η συνάντηση συ­γκέντρωσε ένα ευρύ φάσμα αυτόνομων ομάδων που είχαν συρ­ρεύσει από όλον τον κόσμο για να διαμαρτυρηθούν για την FTAA.[iii] Αντί να προσπαθήσουν να λάβουν δεσμευτικές απο­φάσεις, οι συμμετέχοντες παρουσίασαν τις δράσεις που είχαν προετοιμάσει και συντονίσει οι ομάδες τους για αμοιβαίο όφε­λος, όπου αυτό ήταν δυνατόν. Μεγάλο μέρος των αποφάσεων λήφθηκε αργότερα σε ανεπίσημες συζητήσεις μεταξύ ομάδων. Με αυτόν τον τρόπο, χιλιάδες άνθρωποι μπόρεσαν να συντονί­σουν τις ενέργειές τους χωρίς την ανάγκη κεντρικής ηγεσίας, χωρίς να δίνουν τη δυνατότητα στην αστυνομία να έχει εικόνα για το ευρύ φάσμα δράσεων που επρόκειτο να ξεδιπλωθούν. Εάν η συνέλευση των εκπροσώπων είχε υιοθετήσει ένα οργα­νωτικό μοντέλο που θα αποσκοπούσε στην παραγωγή ενότητας και συγκεντρωτισμού, οι συμμετέχοντες πιθανότατα να ξόδευαν όλη τη νύχτα διαφωνώντας άσκοπα για το ποιες στρατηγικές και τακτικές θα έπρεπε να επιτραπούν.

Τα περισσότερα από τα κοινωνικά κινήματα των τελευταίων δύο δεκαετιών, υπήρξαν υβριδικά μοντέλα όπου αντιπαραβάλ­λονταν χώροι συναντήσεων με κάποια μορφή δημοκρατίας. Στο Occupy, για παράδειγμα, οι καταυλισμοί χρησίμευαν ως χώροι συνάντησης, τη στιγμή που οι γενικές συνελεύσεις προορίζο­νταν να λειτουργήσουν ως τα επίσημα όργανα λήψης αμεσοδη­μοκρατικών αποφάσεων. Τα περισσότερα από τα κινήματα αυτά πέτυχαν τους σκοπούς τους, διότι οι συναντήσεις ήταν αυτές που έδωσαν την ευκαιρία να αναπτυχθεί αυτόνομη δράση και όχι επειδή συγκέντρωσαν την ομαδική δραστηριότη­τα μέσω της άμεσης δημοκρατίας.[iv] Εάν προσεγγίσουμε τη συνάντηση ως την κινητήρια δύναμη αυτών των κινημάτων και όχι ως πρώτη ύλη που θα διαμορφωθεί μέσω δημοκρατικών διαδικασιών, θα μπορέσουμε να δώσουμε προτεραιότητα σε αυτά που κάνουμε καλύτερα.

Υπήρξαν φορές που αναρχικοί, απογοητευμένοι από τις αντι­φάσεις του δημοκρατικού λόγου, αποσύρθηκαν για να οργανω­θούν σύμφωνα με τις προϋπάρχουσες συγγένειες και μόνο. Ωστόσο, ο διαχωρισμός αναπαράγει στασιμότητα και νευρι­κότητα. Είναι προτιμότερο να οργανωνόμαστε βάσει των εκάστοτε συνθηκών και αναγκών, έτσι ώστε να ερχόμαστε σε επαφή με όσες και όσους τις μοιράζονται. Μόνο όταν κατανο­ούμε τους εαυτούς μας ως κόμβους μέσα σε δυναμικές συλλο­γικότητες, αντί για διακριτές οντότητες που έχουν στατικά συμφέροντα, μπορούμε να κατανοήσουμε τις γρήγορες μετα­μορφώσεις που υφίστανται οι άνθρωποι κατά τη διάρκεια εμπειριών, όπως το κίνημα Occupy – και την τεράστια δύναμη της συνάντησης που, αν αφήσουμε ελεύθερους τους εαυτούς μας, μπορεί να μας μεταμορφώσει.

Καλλιεργώντας τη Συλλογικότητα – Διατηρώντας τη Διαφορετικότητα.

Εάν κανένα θεσμικό όργανο, σύμβαση ή νόμος δεν θα πρέπει να είναι σε θέση να υπαγορεύει τις αποφάσεις μας, τότε πώς συμφωνούμε σχετικά με τις ευθύνες που έχουμε έναντι του άλ­λου;

Κάποιοι έχουν προτείνει μια διάκριση μεταξύ κλειστών ομάδων, στις οποίες οι συμμετέχοντες συμφωνούν για τις ενέρ­γειές τους και ανοιχτών ομάδων όπου δεν χρειάζεται να κατα­λήγουν σε συναίνεση. Όμως, αυτό θέτει το ερώτημα: πώς θα χαράξουμε τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο; Αν είμα­στε υπόλογοι στους συναδέλφους μας σε μια κλειστή ομάδα μόνο μέχρι να επιλέξουμε να την αφήσουμε και εννοείται πως μπορούμε να φύγουμε ανά πάσα στιγμή, αυτό μικρή διαφορά έχει από τη συμμετοχή μας σε μια ανοιχτή ομάδα. Την ίδια στιγμή, μας αρέσει ή όχι, είμαστε όλοι μέλη μιας κλειστής ομάδας, και αναπόφευκτα μοιραζόμαστε έναν ενιαίο χώρο: τη γη. Επομένως, το θέμα δεν είναι η διάκριση μεταξύ χώρων στους οποίους οφείλουμε να λογοδοτούμε ο ένας στον άλλον και χώρων όπου μπορούμε να δρούμε ελεύθερα. Το ερώτημα που τίθεται είναι το πώς θα προωθηθεί τόσο η ευθύνη όσο και η αυτονομία σε κάθε κλίμακα.

Προς την κατεύθυνση αυτή, ξεκινήσαμε να δημιουργούμε συλ­λογικότητες σε κάθε κοινωνικό επίπεδο – χώρους στους οποί­ους οι άνθρωποι συνταυτίζονται και έχουν λόγο να κάνουν το σωστό ο ένας απέναντι στον άλλον. Αυτό μπορεί να πραγματο­ποιηθεί μέσω διάφορων τρόπων. Από τους συνεται­ρισμούς σπιτιών και τις συνελεύσεις γειτονιάς, ως και τα διε­θνή δίκτυα. Ταυτόχρονα, αναγνωρίζουμε πως θα πρέπει όλα αυτά να επαναπροσδιορίζονται συνεχώς, με βάση το πόσο επωφελείς αποδεικνύονται για τους συμμετέχοντες οι σχέσεις και οι αλληλεξαρτήσεις που προκύπτουν. Όταν χρειαστεί να υπάρξουν αλλαγές σε έναν σχηματισμό, αυτό δεν αποτελεί ση­μάδι αποτυχίας, αλλά το αντίθετο. Δείχνει πως οι συμμε­τέχοντες δε λειτουργούν ανταγωνιστικά, αποζητώντας την ηγε­μονία. Αντί να αντιμετωπίζουμε τη λήψη των αποφάσεων της ομάδας ως επιδίωξη της ομοφωνίας, μπορούμε να την προσεγ­γίσουμε ως χώρο όπου θα προκύψουν διαφορές και θα δια­δραματιστούν συγκρούσεις και μετασχηματισμοί, μιας και δια­φορετικοί κοινωνικοί αστερισμοί συγκλίνουν και αποκλίνουν. Η διαφωνία και η διάσταση μπορεί να είναι εξίσου επιθυμητή με την επίτευξη συμφωνίας, υπό την προϋπόθεση ότι θα προκύ­ψουν για τους σωστούς λόγους. Τα πλεονεκτήματα που απο­κτώνται από την οργάνωση όλο και μεγαλύτερου αριθμού συμ­μετεχόντων, αρκούν για να αποθαρρύνουμε τους ενδιαφερόμε­νους από την αναίτια διάσπαση.

Τα θεσμικά μας όργανα θα πρέπει να μας βοηθούν να υπερ­νικούμε τις διαφορές μας, όχι να τις καταπνίγουμε ή να τις κουκουλώνουμε. Υπάρχουν μαρτυρίες από συντρόφους που επέστρεψαν από τη Ροζάβα, πως όταν μια συνέλευση δε μπο­ρεί να φτάσει σε συναίνεση, χωρίζεται σε δύο σώματα διαμοι­ράζοντας τους πόρους. Εάν αυτό αληθεύει, προσφέρει ένα μο­ντέλο εθελοντικής συσχέτισης τρομερά βελτιωμένο σε σχέση με την Προκρούστεια ενότητα της δημοκρατίας.

Επιλύοντας Διαμάχες

Μερικές φορές, η διαίρεση σε ξεχωριστές ομάδες δεν αρκεί για την επίλυση των συγκρούσεων που μπορεί να προκύψουν. Για να αποφύγουμε τον κεντρικό εξαναγκασμό, θα πρέπει να βρούμε νέους τρόπους αντιμετώπισης των διαφωνιών. Ένα από τα βασικότερα πλεονεκτήματα του κράτους απέναντι σε αυ­τούς που το αντιπαλεύουν, είναι οι μεταξύ τους διαμάχες. Εάν θέλουμε να δημιουργήσουμε χώρους ελευθερίας, εάν θέλουμε να έχουμε τη δυνατότητα να υπερασπίσουμε τους χώρους αυ­τούς, δε θα πρέπει να κατακερματιζόμαστε. Θα πρέπει να επι­λύουμε τις διαμάχες με τρόπους που θα αποφέρουν νέες ανι­σορροπίες στην εξουσία. Μία από τις βασικότερες λειτουργίες της δημοκρατίας είναι ο διακανονισμός των διενέξεων. Η ψή­φος, τα δικαστήρια, η αστυνομία, εξυπηρετούν τη ρύθμιση των διαφορών, χωρίς να τις ξεδιαλύνουν απαραίτητα˙ το κράτος δι­καίου υπαγορεύει αποτελεσματικά ένα μοντέλο “νικητή που τα παίρνει όλα” για την επίλυση των διαφορών. Με τη συ­γκέντρωση της δύναμης, μια ισχυρή πολιτεία είναι σε θέση να αναγκάσει τα κόμματα να αναστείλουν τις εχθροπραξίες, ακόμη και με αμοιβαία μη αποδεκτούς όρους. Αυτό, του επι­τρέπει να καταστέλλει μορφές διαμάχης που παρεμποδίζουν τον έλεγχο του, όπως η ταξική πάλη, ενώ παράλληλα ενθαρρύ­νει μορφές σύγκρουσης που υπονομεύουν την οριζόντια και αυτόνομη αντίσταση, όπως ο πόλεμος των συμμοριών. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τη θρησκευτική και εθνοτική βία της εποχής μας, αν δεν συμπεριλάβουμε τους τρόπους με τους οποίους οι κρατικοί φορείς την προβοκάρουν και την οξύνουν.

Όταν παρέχουμε στους θεσμούς εγγενή νομιμότητα, βρίσκου­με δικαιολογία για να μην επιλύουμε τις διαμάχες που παρου­σιάζονται. Αντ’ αυτού, στηριζόμαστε στη διαμεσολάβηση του κράτους. Μας δίνεται το άλλοθι να τερματίζουμε τις διαμάχες με τη βία και να αποκλείουμε αυτούς που μειονεκτούν διαρ­θρωτικά. Αντί να αναλάβουμε την πρωτοβουλία να λύσουμε άμεσα τις διαφορές, καταλήγουμε να επιδιώκουμε εξουσία.

Εάν δεν αναγνωρίζουμε την κρατική εξουσία, δεν έχουμε τέτοιες δικαιολογίες: πρέπει με αποφασιστικότητα να βρίσκου­με αμοιβαίως ικανοποιητικές λύσεις, αλλιώς θα υποφέρουμε από τις συνεχιζόμενες συγκρούσεις. Αυτό μας δίνει το κίνητρο να λάβουμε σοβαρά υπόψιν τις απόψεις και τις αντιλήψεις όλων των εμπλεκομένων, να αναπτύξουμε δεξιότητες μέσω των οποίων να μπορούμε να εξουδετερώνουμε την ένταση. Δεν εί­ναι απαραίτητο να συμφωνούν όλοι, αλλά θα πρέπει να βρού­με τρόπους που θα διαφέρουν, που δε θα προκαλούν ιεραρχί­ες, καταπίεση, άσκοπο ανταγωνισμό. Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι να αφαιρέσουμε τα κίνητρα που προσφέρει το κράτος, έτσι ώστε να μην επιλύει τελικά τις δια­μάχες.

Δυστυχώς, πολλά από τα μοντέλα επίλυσης διαφορών που εξυπηρετούσαν κάποτε τις ανθρώπινες κοινότητες είναι πια άγνωστα σε μας, μιας και έχουν βίαια αντικατασταθεί από τα δικαστήρια της αρχαίας Αθήνας και της Ρώμης.

Αρνούμενοι να Κυβερνηθούμε

Οραματιζόμενοι το πώς θα μπορούσε να είναι μια οριζόντια και αποκεντρωμένη κοινωνία, μπορούμε να φανταστούμε αλ­ληλεπικαλυπτόμενα δίκτυα συλλογικοτήτων και συναθροίσεων, μέσα από τα οποία οι άνθρωποι θα οργανώνονται για να κα­λύψουν τις καθημερινές τους ανάγκες – τροφή, στέγη, ιατρική περίθαλψη, εργασία, αναψυχή, συζήτηση, συντροφικότητα. Όντας αλληλεξαρτώμενοι, θα έχουν καλό λόγο για να διευθε­τούν φιλικά τις όποιες διαφωνίες, χωρίς όμως να μπορεί κανείς να εξαναγκάσει τον άλλον να παραμένει σε μία νοσηρή ή ανεκ­πλήρωτη συμφωνία. Προς απάντηση τυχών απειλών, θα κινητο­ποιούνταν μέσω μεγαλύτερων, ad hoc σχηματισμών, χρησιμο­ποιώντας δεσμούς με άλλες κοινότητες από όλον τον κόσμο.

Στην πραγματικότητα, πολλές ακρατικές κοινότητες έχουν εξετάσει κάτι τέτοιο κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορί­ας. Σήμερα, παρόμοια μοντέλα συνεχίζουν να εμφανίζονται στις διασταυρώσεις ιθαγενών, φεμινιστικών και αναρχικών πα­ραδόσεων.[i]

Αυτό, μας φέρνει πίσω στην αρχική μας θέση, στη σύγχρονη Αθήνα, στην Ελλάδα. Στην πόλη όπου η δημοκρατία ξεκίνησε για πρώτη φορά, τώρα οργανώνονται χιλιάδες άνθρωποι, υπό αναρχικές σημαίες σε οριζόντια, αποκεντρωμένα δίκτυα.

Αντί για την αποκλειστικότητα της αρχαίας αθηναϊκής ιθα­γένειας, οι δομές τους είναι ανοιχτές και διευρυμένες. Χαιρετί­ζουν τους μετανάστες που εγκατέλειψαν τον πόλεμο στη Συ­ρία, γιατί γνωρίζουν ότι το πείραμά τους στην ελευθερία πρέπει να μεγαλώσει ή να χαθεί.

Αντί της καταναγκαστικής κυβέρνησης, επιδιώκουν να διατη­ρήσουν μια αποκεντρωμένη κατανομή της ισχύος, ενισχυμένη από μια συλλογική δέσμευση για αλληλεγγύη. Αντί να ενωθούν για να επιβάλουν τον νόμο της πλειοψηφίας, συνεργάζονται για να αποτρέψουν την πιθανότητα να επικρατήσει ο ίδιος ο νόμος. Αυτός δεν είναι ένας ξεπερασμένος τρόπος ζωής, αλλά το τέλος ενός μακρού σφάλματος.

Από τη Δημοκρατία στην Ελευθερία

Ας επιστρέψουμε στην κορύφωση των εξεγέρσεων. Χιλιάδες από μας πλημμυρίζουν τους δρόμους, βρίσκοντας ο ένας τον άλλον μέσα από διαφορετικούς σχηματισμούς που προσφέρουν μια πρωτόγνωρη και συναρπαστική αίσθηση ελέγχου. Ξαφνικά όλα διασταυρώνονται: λέξεις και πράξεις, ιδέες και αισθήσεις, προσωπικές εμπειρίες και παγκόσμια γεγονότα. Ασφάλεια, επιτέλους νιώθουμε άνετα, και ταυτόχρονα αβεβαιότητα, επι­τέλους ανοιχτοί ορίζοντες. Μαζί, ανακαλύπτουμε πως είμαστε ικανοί για πράγματα που ποτέ δεν είχαμε φανταστεί.

Η ομορφιά τέτοιων στιγμών ξεπερνά κάθε πολιτικό σύστημα. Οι συγκρούσεις είναι εξίσου σημαντικές με τις λάμψεις της απροσδόκητης συναίνεσης. Δεν πρόκειται για τη λειτουργία της δημοκρατίας, αλλά για την εμπειρία της ελευθερίας – το να παίρνουμε τις ζωές μας στα χέρια μας. Κανένα σύνολο διαδι­κασιών δεν θα μπορούσε να το θεσμοθετήσει αυτό. Πρόκειται για ένα λάφυρο που πρέπει να αποσπούμε από τα σαγόνια της συνήθειας και της ιστορίας, ξανά και ξανά.

Την επόμενη φορά που θα εμφανιστεί μπροστά μας η ευκαι­ρία, αντί να αναπαραγάγουμε για άλλη μια φορά “πραγματική δημοκρατία”, ας έχουμε ως στόχο την ελευθερία. Την ίδια την ελευθερία!

_______________________________

[i]               πρβ. Jacqueline Lasky, Indigenism, Anarchism, Feminism: An Emerging Frame-work for Exploring Post-Imperial Futures in Affinities: A Journal of Radical Theory, Culture, and Action, τόμος 5, νούμερο 1 (2011).

[i]         πχ, www.holacracy.org.

[ii]                Η “αυτονομία” προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό πρόθεμα “αυτό-” και το “νόμος”, το νόμο που δημιουργεί κάποιος για τον εαυτό του. Αυτό υποδηλώνει την αντίληψη της προσωπικής ελευθερίας, στην οποία μια πτυχή της προσωπικότητας – του υπερεγώ – ελέγχει μόνιμα τους άλλους και υπαγορεύει κάθε συμπεριφορά. Ο Καντ χαρακτήρισε την αυτονομία ως αυτο-νομοθεσία, στην οποία το άτομο συμμορφώνεται με τους οικουμενικούς νόμους της αντικειμενικής ηθικής, αντί να ενεργεί σύμφωνα με τις επιθυμίες του. Αντίθετα, ένας αναρχικός μπορεί να αντιτάξει ότι οφείλουμε την ελευθερία μας στην αυθόρμητη αλληλεπίδραση των μυριάδων δυνάμεων μέσα μας, όχι στην ικανότητά μας να επιβάλλουμε μια ενιαία τάξη πάνω στους εαυτούς μας. Για το ποιες από αυτές τις αντιλήψεις για την ελευθερία που θα ενστερνιστούμε θα έχουν επιπτώσεις σε όλα, από το πώς απεικονίζουμε την ελευθερία σε πλανητική κλίμακα ως προς τον τρόπο κατανόησης των κινήσεων των υποατομικών σωματιδίων, δείτε το εξαιρετικό δοκίμιο του David Graeber “What’s the Point if We Can’t Have Fun?”

[iii]       (Σ.τ.Μ) Free Trade Area of the Americans.

[iv]             Πολλές από τις αποφάσεις που έδωσαν στο Occupy Oakland μεγαλύτερο αντίκτυπο σε σχέση με άλλους καταυλισμούς Occupy, συμπεριλαμβανομένης της άρνησης διαπραγμάτευσης με την κυβέρνηση της πόλης και της μαχητικής αντίδρασης στην πρώτη έξωση, ήταν αποτέλεσμα αυτόνομων πρωτοβουλιών και όχι διαδικασίας συναίνεσης. Εν τω μεταξύ, ορισμένοι καταληψίες, ερμήνευσαν τη διαδικασία συναίνεσης ως ένα είδος αποκεντρωμένου νομικού πλαισίου, στο οποίο οποιαδήποτε ενέργεια που αναλαμβάνει οποιοσδήποτε συμμετέχων στον καταυλισμό, πρέπει να έχει τη συγκατάθεση όλων των άλλων συμμετεχόντων. Όπως υπενθυμίζει ένας συμμετέχων: “Μια από τις πρώτες φορές που η αστυνομία προσπάθησε να εισβάλει στον καταυλισμό Occupy Oakland, αποκρούστηκε από μια ομάδα είκοσι περίπου ατόμων. Κάποιοι δυσαρεστήθηκαν από αυτήν την κίνηση. Οι πιο ενεργοί από αυτούς τους πασιφιστές,τοποθετήθηκαν μπροστά σε αυτούς που αποθούσαν την αστυνομία, σχηματίζοντας με τα χέρια τους το Χ, που συμβολίζει έντονη διαφωνία στη νοηματική γλώσσα της διαδικασίας συναίνεσης, λέγοντας: Δεν μπορείτε να το κάνετε αυτό!” Γι αυτόν, η συναίνεση ήταν ένα εργαλείο οριζόντιου ελέγχου, που έδινε σε όλους το δικαίωμα να καταργήσουν όποια από τις πράξεις των άλλων θεωρούσαν δυσάρεστη.

_____________________________________

Crimethinc ex-Workers Collective (Crimethinc / κολλεκτίβα πρώην εργαζομένων)

μετάφραση c. vidura- για τις εκδόσεις Αλληλεγγύη

διορθώσεις – επιμέλεια Yannis C.

Το κείμενο αποτέλεσε κεντρική τοποθέτηση ανοιχτών δημόσιων εκδηλώσεων που οργανώθηκαν από την ομάδα Crimethinc στην Αμερική και την Ευρώπη, ανάμεσα τους και στην Ελλάδα (Αθήνα, Ηράκλειο, Ιωάννινα, Θεσσαλονίκη) σε συνδιοργάνωση με το Κενό Δίκτυο και τοπικές συλλογικότητες. Κυκλοφορεί σε βιβλίο στις ΗΠΑ (2017) και την Γερμανία (2018). Πληροφορίες για την έκδοση εδώ: https://crimethinc.com/books/from-democracy-to-freedom

______________________________________

διαβάστε επίσης:

ΜΕ ΚΑΤΕΥΘYΝΣΗ ΤΗΝ ΑΝΑΡΧΙΑ- κάθε βήμα είναι ένα εμπόδιο- Τάσος Σαγρής / Κενό Δίκτυο

ΜΕ ΚΑΤΕΥΘYΝΣΗ ΤΗΝ ΑΝΑΡΧΙΑ- κάθε βήμα είναι ένα εμπόδιο- Τάσος Σαγρής / Κενό Δίκτυο

Previous Story

ΜΕ ΚΑΤΕΥΘYΝΣΗ ΤΗΝ ΑΝΑΡΧΙΑ- κάθε βήμα είναι ένα εμπόδιο- Τάσος Σαγρής / Κενό Δίκτυο

Next Story

Για την πιο QUEER εξέγερση που έγινε ποτέ!- Mary Nardini Gang


Latest from Events

SPOKEN WORD FESTIVAL- SUN 11/2/2024 Thessaloniki

Mια συνάντηση της νέας γενιάς ποιητών αφιερωμένη στην ζωντανή spoken word κουλτούρα, ένα φεστιβάλ για τις νέες multi media μορφές παρουσίασης της ποίησης

Γιάννης Μπίλλας- Η αυταπάτη της πράσινης ανάπτυξης και το πρόταγμα της αποανάπτυξης – 23/11 ΕΜΠΡΟΣ

Το Κενό Δίκτυο καλεί τον εκπαιδευτικό- βιοκαλλιεργητή και συγγραφέα Γιάννη Μπίλλα σε μια ομιλία- κριτική της κυβερνητικής προπαγάνδας για την "πράσινη ανάπτυξη" και παρουσίασης

NOISE AGAINST WAR Festival – feat. DROR FEILLER

ΚΕΝΟ ΔΙΚΤΥΟ http://voidnetwork.gr NOISE AGAINST WAR Festival Αντιπολεμικό φεστιβάλ avant-garde, πειραματικής και θορυβικής μουσικής αφιερωμένο στα θύματα της καταστροφής της Παλαιστίνης που συντελείται αυτή
Go toTop