Πλευριτομένος | Αλεξάνδρα Επίθετη

April 24, 2019

στοιχηματίζω στο τσούρμο

που έχει μαζευτεί
στην πιλωτή της πολυκατοικίας.
στοιχηματίζω στον πιο δυνατό
τον πιο καυλιάρη
τον πιο φωνακλά:
σπάστους ρε παλικάρι,
γάμα τους τη μάνα.
κι οι άλλοι συνεχίζουν
να σπρώχνονται και να ουρλιάζουν
σα κτήνη σε κλουβιά.
όποιος προλάβει σήμερα
να σπάσει την πόρτα
του διαμερίσματος,
θα είμαι για πάντα δικός του.
για μια παντοτινή θέση
στην καρδιά μου ρε καριόληδες
τους φωνάζω από τον 6ο,
και αυτοί
τρελαίνονται ακόμη περισσότερο.
κι εγώ
χαίρομαι να τους βλέπω
έτσι τρελαμένους
και καυλωμένους
που είναι έτοιμοι να δαγκώσουν
την καρωτίδα του διπλανού τους
και να λουστούν στα αίματα.

και έτσι όπως φτιάχνομαι
και τους πετάω 20ευρα για τα στοιχήματα
με πιάνει η καρδιά μου ξανά
με πιάνει ένας κόμπος
και το άσθμα μου
κι ιδρώνω από τα μαλλιά
μέχρι τα νύχια.

κλείνω τα παντζούρια
και συνεχίζω να κρυφακούω
τον όχλο μου, τον όχλο
που έρχεται για μένα.
για μια περιζήτητη θέση
στην πιο νεκρή καρδιά της πόλης.
σωριάζομαι ξανά
στο κρεβάτι,
έχει 35 βαθμούς αλλά εγώ
σκεπάζομαι μέχρι τ’ αυτιά.

το σεντόνι είναι άκαμπτο σχεδόν
από τον χρόνο,
έχει στεγνώσει πάνω του
το αίμα
και το πύον
από τα εγκαύματα.
έχω περάσει τόσους μήνες εδώ
στην ίδια στάση
και στα παϊδια απ’ τα δεξιά,
την μασχάλη
και τον αστράγαλο
μου έχει φύγει η πέτσα.
τελειώσαν αυτά τώρα,
μην κλαις,
σήμερα κάποιος έρχεται
για να με πάρει.

στην τηλεόραση
παίζει η διαφήμιση:
διεκδικείστε μια premium class θέση
στην πιο σάπια καρδιά
που υπήρξε.
ξέχασα για λίγο
το τσούρμο
του τρελούς,
που ήρθαν να με πάρουν,
να με κάνουν επιτέλους
δικό τους.

δεν τους ακούω τώρα.
σιωπή.

δεν ακούω άχνα,
μόνο το γουργουρητό
της τηλεόρασης.
για λίγο, φοβάμαι
πως με ξαναφήσανε μόνο
πως κάπως θα ξαναπρέπει
να βάζω στοιχήματα
να διαφημίζω την καρδιά μου,
να ξεπουλήσω κάθε ίχνος αξιοπρέπειας.

συνεχίζω να περιμένω στοϊκά
σε περιμένω,
στην ίδια στάση
στην ίδια θέση
αγγιλομένος
σε περιμένω
να έρθεις να με βρεις.

κι από το πουθενά ακούω
την πόρτα μου να τρίζει
και 2 χέρια να χτυπάνε
κι έπειτα τα χέρια γίνονται 4
και γίνονται 6, και 8
και είναι πολλά περισσότερα
απ’ όσα μπορώ να μετρήσω.
ακούω την πόρτα
που ξεκολλάει από τους μεντεσέδες,
πέφτει κάτω στον διάδρομο
κι ακούω ποδοπατήματα,
αλλά τα βήματα είναι συγκροτημένα
και επιφυλακτικά.
κρυφοκοιτάω κάτω από το σεντόνι
και βλέπω τον όχλο
να στέκεται στην πόρτα του δωματίου,
σε μια περίεργη σιωπή
με τα παραξενεμένα βλεμματά τους,
όλα καρφωμένα πάνω μου.
τραβάω το σεντόνι ίσα με τα μάτια.
δεν είμαι αυτό που νομίζατε;
τι κάνετε εκεί καρφωμένοι, μπείτε μέσα,
μπορεί κάποιος επιτέλους να γίνει
δικός μου;
τα ψελλίζω όλα αυτά
με έναν λυγμό
που προσπαθώ να κρατήσω στο λαιμό μου.
αυτοί απλά κοιτιούνται μεταξύ τους.
οι 2 πιο γραμμωμένοι
μαντραχαλάδες
μπαίνουν μέσα και οι
υπόλοιποι σκορπάνε σα κατσαρίδες
μέσα στο σπίτι.
ο ένας πιάνει τα πόδια,
ο άλλος τα χέρια μου.

οχι, μη εκεί.
εκεί πονάει.
παντού πονάει, χάιδεψε με τουλάχιστον
ψιθυρίζω.
κοιτάζουν κι οι δύο το πάτωμα.
βλέπω τους άλλους
στον διάδρομο
να παίρνουν ότι βρίσκουν μπροστά τους
και να το βγάζουν έξω.
οι 2 γραμμωμένοι με σηκώνουν μαζί με το στρώμα
και αλλοι 4 παίρνουν τον σκελετό
του κρεβατιού.
με ακουμπάνε
άφωνο
μαζί με το στρώμα,
το μοναδικό αντικείμενο
που απέμεινε στο σπίτι μου.
κάποιος έξω
σφύριζει
και τα χέρια τους στο σώμα μου
χαλαρώνουν και κάνουν να φύγουν.
μπορείς να κάτσεις αν θέλεις
λέω στον έναν
και με κοιτάει βαθιά στα μάτια
με μια θλίψη,
σχεδόν σιχαμάρα.
μπορείς να κάτσεις;
είναι ερώτηση, απλά ρωτάω ξέρεις
αν θέλεις θα μπορούσες δηλαδή,
πάλεψες για ‘μενα
ήσουν κάτω, σε είδα που πάλευες με τους τρελούς
για ‘μένα.
και γυρνάει και μου δίνει
ένα φιλί στο στόμα και λέει:
πίστεψες πως
είμασταν εδώ για εσένα;
και ο λυγμός που ακόμη
δεν κατάπια
ανεβαίνει
και το στόμα μου
που ανοίγει
χωρίς να βγαίνει άχνα.
και το αρχίδι μου χαμογελάει
με μια λύπηση,
σχεδόν σα να ζητάει συγγνώμη
και φεύγει.
κι από τότε τον περιμένω
στην ίδια θέση,
στην ίδια στάση
να μπει από την σπασμένη πόρτα.
να μου χαμογελάσει με λύπηση,
και να διεκδίσει το τρόπαιο του.
μολίς τον δω
θα του πω επιτέλους
πόσο χαίρομαι που βρήκα κι εγώ,
επιτέλους,
τον ανθρωπό μου,
που τον αγάπησα από την πρώτη στιγμή
και πως κέρδισε
με την αξία του
για πάντα
την πρώτη θέση
στην ασθενική
καρδιά μου.

Previous Story

A Materialist Theory of Justice: The One, the Many, the Not-Yet by George Sotiropoulos

Next Story

ΠΕΡΙ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ) ΠΑΥΛΟΥ ΠΟΛΑΚΗ- του Σωτήρη Λυκουργιώτη


Latest from Poetry

Brikena Gishto- 3 ποιήματα

«Θα βρεθούμε ξανά» Ήξερε πως δεν απόμενε πολύς καιρός ήξερε πως έπρεπε να βιαστεί μα όσο πίστευε πως ήξερε τόσο περισσότερο έχανε το μυαλό
Go toTop