Με κλωστή σε καρούλι από το Βιετνάμ, που ‘ναι φθηνό οπότε και βολικό, θα ράψω για πάντα πολλά-πολλά μάτια. Μαζί και τα δικά μου. Θα τα ράψω γιατί είναι ήδη στραβά, ανάκατα, αλκοολικά, άδικα, εύκολα μεγαλωμένα. Θα αφήσω στην άκρη την ιαπωνική κάμερα που μου έκανε δώρο ο μπαμπάς και δεν θα βγάλω φωτογραφία ξανά παιδί νεκρό, παιδί ντυμένο με αλουμινοκουβέρτα, παιδί να σηκώνει ψηλά τα χέρια. Τέλος η αποτύπωση στιγμής με τα αγόρια στρατιώτες, με τους άνδρες πρόσφυγες. Θα ράψω τα μάτια. Όχι άλλος άνδρας χήρος, άνδρας αγνοούμενος, άνδρας 16 ώρες δουλειά. Θα τελειώσουν τα άλουστα κορίτσια, τα ορφανά, τα αναλφάβητα. Τέρμα η γυναίκα καπετάνισσα, η αρμένισα νοσοκόμα, η γεωργιανή μου φουρνάρισσα. Τέρμα πια η αλβανίδα μου μητέρα με την σκούπα της εταιρείας και τα 200 σφουγγαρισμένα σκαλιά. Τέρμα η βουλγάρα μου συμμαθήτρια που σηκώνει την ελληνική σημαία, ο μπασκετμπολίστας ελαφρύ – πτηνό.Τέρμα εγώ ετών εφτά, από άθρησκη οικογένεια, μέσα σε εκκλησία λόγω σχολικής επίσκεψης. Θα ράψω τόσα μάτια, εγώ, που χορεύω με την τρομπέτα και το ακορντεόν στο 13ο αντιρατσιστικό, που μου αφιερώνουν τραγούδι στο 22ο, εκείνο της μικρής σκηνής. Τέρμα εγώ η ψεύτρα, με το αφρικάνικό μου φουστάνι, που στο λεωφορείο χαρίζω μικρά πουλιά από φελιζόλ στα παιδιά που στέκονται όρθια και τραβάνε τις μπλούζες των ενηλίκων. Εγώ, η ιθαγένεια ελληνική, η πτυχίο βρετανικό, η μέλλον Βερολινική ή Καναδική. Εγώ που τρώω κόκκινα ψάρια από την Λαμπεντούζα και φράουλες από την Μανωλάδα. Τέρμα εγώ, που στην Πατησίων αγοράζω βύσσινα και γρανίτα. Εγώ που στο τρόλεϊ χαμογελώ τρεις φορές λόγω πολυχρωμίας πουκαμίσου ή απίστευτα όμορφου μαλλιού. Τέρμα εγώ που στην Βικτώρια είδα μετανάστη να φωνάζει σε τουρίστα για να τον προλάβει και να του δώσει το δερμάτινο, γεμάτο, πορτοφόλι που του έπεσε. Τέρμα εγώ που στον Άγιο Νικόλαο συγκινούμαι από άνδρα μελαγχολικό. Τέρμα εγώ, που ανοίγω το παράθυρο του φωταγωγού για να ακούσω την αφρικανικής καταγωγής οικογένεια του πρώτου να τρώει μεσημεριανό και να με ηρεμήσει η χροιά τους ώστε να σταματήσει ο πονόκοιλός μου. Τέρμα όλοι εμείς, οι στραβωμάτηδες, οι αγενείς, οι “πάμε να κάνουμε πλάκα”. Τέρμα εμείς οι χυδαίοι.
Εμείς – Sanné Ouilaz
Latest from Poetry
Κρουασάν στη Μαριούπολη – Εύη Λαμπροπούλου
Γκρεμίζεται η πόλη με το όμορφο όνομα Μαριούπολη όπου μέναν ξανθές Μαρίες Μαρίνες Μαρούσκες βόμβες πέφτουν στην οθόνη μου ταράζουν τα πίξελ Μάριοι μπουσουλάνε
Ό,τι δεν ήταν θα ξαναγίνει – Βάσω Χριστοδούλου
Στο τέλος δε θα υπάρχουμε ούτε εμείς θα μας καταπιεί η περαστικότητα σαν άλλη μαύρη τρύπα στο αχανές σύμπαν θα μας ξεχάσουν σαν να
Γιατί οι μικροαστοί δεξιοί, αριστεροί, αναρχικοί αγαπούν τον Κούντερα- Του Αντώνη Αντωνάκου
Aντί νεκρολογίας Ο Κούντερα μίλησε για τον μικροαστό και τον ναυαγισμένο άνθρωπο της πόλης. Εκεί που τού χάιδευε την κοιλιά για να χωνέψει το
Brikena Gishto- 3 ποιήματα
«Θα βρεθούμε ξανά» Ήξερε πως δεν απόμενε πολύς καιρός ήξερε πως έπρεπε να βιαστεί μα όσο πίστευε πως ήξερε τόσο περισσότερο έχανε το μυαλό
Τρία ποιήματα για τον Κώστα Φραγκούλη- Αντώνης Μπαλασόπουλος
Δεν υπάρχει ομορφιά Δεν υπάρχει ομορφιά στη φτώχεια.Ο χτιστός κόσμος—μια σκέψη ημιτελής. Ο άχτιστος, τυφλός σαν ένας ουρανός θολόςπου σ’ αποστρέφεται. Στο βάθος,μια σημαία