Γύρισα στην αθήνα πριν 5-6 μέρες μετά από αρκετό καιρό. Mεσολάβησαν εκλογές. Δεν πήγα να ψηφίσω επειδή δούλευα σε νησί. Θα μπορούσα να είχα γυρίσει αθήνα αυθημερόν αλλά θα ήταν μεγάλη ταλαιπωρία και δεν το έκανα. Στο διαδίκτυο, που μου δίνει (τουλάχιστον ακόμα) την ευκαιρία να γράψω και να διαβαστώ από πολλούς θέλω να δηλώσω το εξής:
Ντρέπομαι. Ντρέπομαι για τον εαυτό μου γιατί όσα μου έμαθαν οι υπέροχοι δάσκαλοι που είχα στη ζωή μου θα έπρεπε να είναι αρκετά για να με κάνουν να έχω γνώση του ότι δεν ήταν δικαίωμά μου το να ψηφίσω, αλλά υποχρέωση.
Γύρισα στην αθήνα πριν 5-6 μέρες μετά από αρκετό καιρό.
Όπου κι αν πάω στο κέντρο βλέπω αστυνομικούς. Πήγα στο σπίτι ενός φίλου στα Εξάρχεια και όταν νωρίς το πρωί θέλησα να γυρίσω στο σπίτι μου στο Παγκράτι με ταξί, πριν μπω στο όχημα, περίπου είκοσι άντρες τις ομάδας ΜΑΤ με κατατρόμαξαν λέγοντάς μου χυδαία λόγια (έλα εδώ μικρή μου ανάφτρα/πού πας; είναι νωρίς ακόμα, κάτσε λίγο/ήρθες, μας αναστάτωσες και φεύγεις; κάτσε παρέα) ερχόμενοι κατά πάνω μου. Μπήκα στο ταξί κι άρχισα να κλαίω μπροστά σε έναν ξένο. Ο οδηγός μου είπε να μην απελπίζομαι και τότε βγήκαν λέξεις από το στόμα μου σαν από μόνες τους: “περπατήσαμε στους ίδιους δρόμους, πήγαμε στα ίδια σχολεία, φιληθήκαμε στα ίδια παγκάκια. Τί πήγε τόσο στραβά στη ζωή τους;”
Το επόμενο πρωί σκεφτόμουν το περιστατικό και κατάλαβα τί ήταν αυτό που βρήκα τόσο φρικτά διαταραγμένο κι έκλαψα περισσότερο από ότι έχω κλάψει εδώ και μήνες.
Οι άντρες αυτοι έμοιαζαν χαρούμενοι. Αφύσικα και αταίριαστα χαρούμενοι. Άρρωστα χαρούμενοι. Ήταν απολύτως φανερό ότι απολάμβαναν την εξουσία τους, γούσταραν να είναι 4 το πρωί και να είναι στους σκοτεινούς δρόμους με το δικαίωμα να λένε και να κάνουν ό,τι θέλουν. Καύλωναν με τους εαυτούς τους τόσο μα τόσο πολύ. Η “δύναμη” που ένιωθαν πως έχουν ήταν παραλίγο ικανή, αυτή και μόνο αυτή, να τους κάνει να χύσουν.
Έκλαψα πάλι, αυτή τη φορά στο δωμάτιό μου.
Ύστερα ίσιωσα και έστυψα το μικρό μου μυαλό. Αναρωτιόμουν τί πήγε στραβά, γιατί ένας άνθρωπος να έχει ανάγκη μια τέτοια συνθήκη για να είναι “χαρούμενος” όπως εκείνοι οι ΜΑΤατζήδες.
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ.
Γιατί δεν τους περιμένει κανείς σπίτι. Και όταν λέω κανείς δεν εννοώ απαραίτητα κυριολεκτικά κανείς. Εννοώ πως δεν τους περιμένει αγάπη στο σπίτι. Πραγματική αγάπη. Γιατί δεν ξέρουν ούτε πώς να την δώσουν, ούτε και πώς να την λάβουν. Αυτοί οι άντρες που με τρόμαξαν και που σήμερα το μεσημέρι τους είδα να τραμπουκίζουν έναν τοξικομανή δεν μπορούν να απολαύσουν το φεγγάρι, ένα βιβλίο, ένα όμορφο τραγούδι, ένα γλυκό φιλί, τον έρωτα γιατί δεν ξέρουν πώς να το κάνουν. Κανείς ποτέ δεν τους έμαθε, κανείς τριγύρω τους δεν ήξερε.
Είναι τόσο θλιβερό που μου γαμάει την καρδιά το ότι υπάρχουν άνθρωποι που αλήθεια -αλήθεια- αλήθεια δεν έχουν κάτι πιο ευχάριστο στη ζωή τους από το να τραμπουκίζουν τους πιο “αδύναμους”.
Λυπάμαι, πόσο λυπάμαι. Και ντρέπομαι που τόσες φορές στη ζωή μου πλήρωσα με θυμό τον θυμό γιατί φοβάμαι πως έβαλα κι εγώ με αυτόν τον τρόπο το χέρι μου στη δημιουργία ενός τέτοιου δυστυχισμένου ανθρώπου.
Δεν ξέρω τί σκατά να πω για τις καταλήψεις που ξηλώνονται, για τους ανθρώπους που εκδιώκονται, για το Βοξ, για τη βία και το ξύλο. μακάρι να είχα μια έξυπνη λύση για να μας λύσω τα χέρια. Θα έβγαινα τότε στο σύνταγμα και θα την ούρλιαζα μέχρι να ματώσει ο λαιμός μου. Στον λόγο μου. Το μόνο που κατάλαβα μετά από αυτές τις λίγες μου μέρες στην καινούρια αθήνα είναι πως δεν θέλω να απαντήσω ξανά στον πόνο με αδιαφορία και στον θυμό με θυμό.
Τί εννοω; Είδα μπροστά στα μάτια μου αυτό το καλοκαίρι έναν άντρα να παίρνει ένα εθισμένο παιδί υπό την προστασία του ενώ είχε πολύ πιο φαν πράγματα να κάνει. Βλέπω καθημερινά ανθρώπους να προσφέρουν φαγητό, σπίτι και τον χρόνο τους σε ανθρώπους που το χρειάζονται. Μακάρι να μπορούσα να υποσχεθώ πως θα αφιερώσω τη ζωή μου στους άλλους. Αποκλειστικά και ολοκληρωτικά. Δεν μπορώ γιατί θα είναι ψέμα. Θα προσπαθήσω όμως την επόμενη φορά που θα περάσω μπροστά από έναν μπάτσο να μην τον κοιτάξω με το βλέμμα που από τα δώδεκά μου έχω φυλαγμένο για αυτούς. Ένα βλέμμα που λέει “με αηδιάζεις και σε λυπάμαι σιχαμένη δυστυχία”. Θα προσπαθήσω να του δώσω ένα βλέμμα που θα λέει “πιστεύω ότι μπορείς να είσαι κάτι καλύτερο από αυτό”.
Δεν τρελάθηκα. λέω απλά το εξής:
Ας μην πάμε σε πόλεμο. Ναι, μπορούμε να τους κάψουμε, αλλά μπορούν να μας πυροβολήσουν. Δεν φοβάμαι. Εννοώ, ναι, προφανώς θέλω να ζήσω, αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που αποφασίζω να έχω αυτή τη στάση. Ας μη πάμε σε πόλεμο γιατί σε έναν πόλεμο δεν υπάρχει νικητής. Ας συνεχίσουμε να είμαστε Αλληλέγγυοι, ας συνεχίσουμε να βοηθάμε όσουν το έχουν ανάγκη, ας συνεχίσουμε να γελάμε πιο πολύ από αυτούς κι ας συνεχίσουμε να χύνουμε ξανά και ξανά όταν αυτοί αναρωτιούνται γιατί δεν τους σηκώνεται. Ας συνεχίσουμε και κάποια στιγμή όλοι θα δουν πως έτσι είναι κανείς ευτυχισμένος. Η Ευτυχία το έχει αυτό, είναι κάτι που φαίνεται και τραβάει τους ανθρώπους σαν να ήταν μύγες, ας συνεχίσουμε να παλεύουμε με τα δικά μας όπλα και όχι με τα δικά τους. Αυτό το βλέμμα μου στο οποίο αναφέρθηκα πριν είναι δικό τους όπλο και τους το δίνω πίσω. Τα δικά μας είναι αλλιώτικα, καλύτερα. Έχουμε τη μουσική, τα βιβλία, τη φύση, τη φιλία, τον έρωτα. Ας μείνουμε πιστοί σε αυτά. Το να μην απαντάς με χαστούκι στο χαστούκι δεν σημαίνει υποταγή.
Αγκαλιάζω τους πρόσφυγες, τους ναρκομανείς, ένα κορίτσι και με χαστουκίζεις;
Δεν θα σε χαστουκίσω. αλλά ΔΕΝ ΘΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΩ να αγκαλιάζω τους πρόσφυγες, τους ναρκομανείς κι ένα κορίτσι. Θα συνεχίσω να πέφτω πάνω στο μαχαίρι με χαμόγελο και δάκρυα μέχρι να μην αντέχω άλλο ή το μαχαίρι να αποσυρθεί, δηλαδή ο άνθρωπος απέναντί μου να δει ότι το να με χτυπά δεν θα του δώσει ποτέ χαρά και πληρότητα. Και θα αλλάξω στη ζωή μου ένα τέτοιο μαχαίρι και δύο και τρία και χίλια. ‘Εχω αλλάξει ήδη κάποια και είμαι περήφανη. Αλλά τα όπλα τους δεν θα τα αγγίξω.
Εμείς έχουμε τα δικά μας όπλα και είναι καλύτερα και δυνατότερα. Πάντα ήταν.
_____________
Ιωάννα Χλόη Βούλγαρη (23 χρονών- φοιτήτρια υποκριτικής)