Η αιώνια επιστροφή της εξέγερσης- Συζήτηση με τον Richard Gilman-Opalsky

July 17, 2020

Οι συντελεστές της ιστοσελίδας ILL WILL Editions συζήτησαν με τον Richard Gilman-Opalsky,  καθηγητή Πολιτικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Illinois, συγγραφέα ανάμεσα σε άλλα του βιβλίου Specters of Revolt  για την “πολιτική ενάντια στην πολιτική”, το συνεχές των εξεγέρσεων και την κοινωνική εξέγερση που ακολούθησε τη δολοφονία του George Floydστις ΗΠΑ. Στην Ελλάδα κυκλοφορεί το εξαιρετικό βιβλίο του “Ο Θεαματικός Καπιταλισμός- Ο Γκυ Ντεμπόρ και η πρακτική της Ριζοσπαστικής Φιλοσοφίας” (εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος)

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Τάσος Σαγρής / Κενό Δίκτυο

A protester gestures in front of a fire during a demonstration against the death in Minneapolis police custody of African-American man George Floyd, in Minneapolis, Minnesota, U.S., early May 30, 2020. REUTERS/Lucas Jackson

ILL WILL: Στο έργο σας, έχετε εκδηλώσει ενδιαφέρον για τον στοχασμό μιας «πολιτικής ενάντια στην πολιτική», περιγράφοντας μια μορφή πολιτικής εμπειρίας, δράσης και σκέψης ασύμβατης με τις επαγγελματικές μορφές «κλασσικής πολιτικής» στη Δύση. Η εξέγερση που ακολούθησε την δολοφονία του George  Floyd έχει συνδυάσει διάφορες μορφές πολιτικής δράσης, από συμβολικές ειρηνικές διαδηλώσεις μέχρι ένοπλες συγκρούσεις με αστυνομικούς, την καταστροφή κρατικής περιουσίας και την επίθεση σε ιδιοκτησίες εταιριών μέσω βανδαλισμών, εμπρησμών και λεηλασίας, καθώς και την κατάληψη δημόσιων χώρων και την ανάδειξη περιοχών σε «αυτοδιαχειριζόμενες αυτόνομες ζώνες». Έχουμε την αίσθηση ότι είναι λάθος να συνδυάζουμε όλα αυτά τα διαφορετικά στοιχεία σε ένα μεγάλο ενιαίο «κοινωνικό κίνημα». Μεταξύ φίλων, αναφερόμαστε αντ ‘αυτού σε μια αρχική φάση της εξέγερσης, που χαρακτηρίζεται από την υλική επίθεση εναντίον της καπιταλιστικής και κρατικής υποδομής ως το «πραγματικό κίνημα», το οποίο στη συνέχεια (όπως συνέβη παλιότερα και με την εξέγερση στο Φέργκιουσον) πήρε  τη μορφή ή καλύτερα του επιβλήθηκε η μορφή ενός  «κοινωνικού κίνηματος» που συνάδει πιο στενά με τα συμφέροντα και τις ατζέντες των καθιερωμένων ΜΚΟ και των επίσημων αριστερών διοργανωτών της διαμαρτυρίας. Αυτή η αποκέντρωση είναι άνιση, φυσικά, και έχουμε δει φλόγες του «πραγματικού κινήματος» εν μέσω της διαδικασίας, για παράδειγμα στην Ατλάντα, το Richmond VA και τη Νέα Υόρκη, όπου συνεχίζονται οι ταραχές. Όμως, γενικά, η τάση δείχνει πως για άλλη μια φορά το “πραγματικό κίνημα” αντικαθίσταται από το “κοινωνικό κίνημα”. Πώς μπορεί η ιδέα σας για μια «πολιτική ενάντια στην πολιτική» να μας βοηθήσει να αναλύσουμε και να διαφοροποιήσουμε τον τρέχοντα κύκλο αγώνα στα διαφορετικά στοιχεία του;

Richard Gilman-Opalsky: Η έννοια μιας “πολιτικής ενάντια στην πολιτική” βρίσκεται, από πολλές απόψεις, στον πυρήνα της έρευνας μου. Αυτό αληθεύει από την αρχή, από το πρώτο μου βιβλίο σχετικά με τις υπερβατικές αντιδηλώσεις και την εξέγερση των Ζαπατίστας στο Μεξικό. [1] Ένας τρόπος για να επεξεργαστούμε την ιδέα και το ερώτημά σας θα ήταν μέσω αυτού που ο λατινοαμερικανός στοχαστής Enrique Dussel αποκαλεί «πολιτικό πεδίο». [2] Στο πολιτικό πεδίο, ο Dussel βρίσκει τις ακόλουθες τρεις μορφές: potestas (εξουσία), potentia (δυνατότητα) και hyperpotentia (υπερδυνατότητα). Η έννοια potestas (εξουσία) αναφέρεται σε ολόκληρο τον θεσμικό μηχανισμό της πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης της αστυνομίας, των φυλακών, των δικαστηρίων, των στρατιωτικών κ.λπ. H δυναμική της δυνατότητας (potentia) αφορά σχεδόν όλους τους ανθρώπους στη Γη που βρίσκονται εκτός της πολιτικής τάξης. Στη συνέχεια, υπάρχει η υπερδυνατότητα (hyperpotentia), η οποία αναφέρεται στις διάφορες καταστάσεις αναταραχής και εξέγερσης που ξεσπούν όταν διάφοροι φορείς της δυνατότητας έρχονται στο προσκήνιο για να αντιμετωπίσουν και να αμφισβητήσουν τις δυνάμεις των εξουσιαστών (potestas).

Στο πολιτικό πεδίο όπως το εκφράζει ο Dussel, ο θεσμικός μηχανισμός της πολιτικής είναι μόνο ένας παράγοντας. Το πρόβλημα είναι αυτό που ο Dussel αποκαλεί «φετιχισμό της εξουσίας». [3] Η παθολογική μας έλξη να βλέπουμε τον αρχηγό του κράτους ως φορέα εξουσίας μας οδηγεί να σκεφτόμαστε την πολιτική εξουσία ως ιδιοκτησία των επίσημων θεσμών της κυβέρνησης. Όταν σκεφτόμαστε την πολιτική,  σκεφτόμαστε τους αρχηγούς κρατών και την πολιτική τάξη. Ο Dussel προειδοποιεί για αυτό ως ένα είδος διαφθοράς που καθορίζει τον πολιτικό διάλογο για τις εκλογές, τη δημόσια πολιτική και τις έννοιες της δικαιοσύνης που περνούν από τα δικαστήρια. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι «η πολιτική ενάντια στην πολιτική» σημαίνει, πρώτα απ ‘όλα, το σπάσιμο της φετιχισμού της εξουσίας της πολιτικής τάξης. Σε αντίθεση με αυτή τη μορφή της πολιτικής στέκονται οι ενεργείς αναταραχές που αναδεικνύουν τις υπερ-δυνατότητες (hyperpotentia).

Στη δουλειά μου, συμφωνώ γενικά με αυτό, αν και σε αντίθεση με τον Dussel, θέλω να σπρώξω τις εξουσίες έξω από το ίδιο το πολιτικό πεδίο. Επιμένω ότι οι εξουσίες (potestas) είναι υπό την ιδιοκτησία του κεφαλαίου, πράγμα που σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις του κόσμου στην πραγματικότητα κυβερνώνται από το κεφάλαιο και αυτό συμβαίνει ήδη για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Ουσιαστικά, ο C. Wright Mills είχε δίκιο το 1956 όταν διέγνωσε την εδραίωση της εξουσιαστικής ελίτ. Από τότε ζούμε συνεχώς κάτω από διάφορες φρικιαστικές παραλλαγές της θεωρίας του. [4] Έτσι, όταν μιλάμε για τις εξουσίες (potestas) μιλάμε για την εργαλειοθήκη του κεφαλαίου. Επομένως, η πολιτική που με ενδιέφερε πάντα περισσότερο είναι όλες αυτές οι μορφές πολιτικής που υλοποιούν τις δυνάμεις των υπέρμαχων “από τα κάτω” για την κατάργηση της υποδούλωσης σε όλες τις  μορφές της. Σύμφωνα με την πολιτική επιστήμη, αυτές οι δυνάμεις είναι μόνο προ-πολιτικές, επειδή απλώς φιλοδοξούν να γίνουν «πραγματική πολιτική». Σύμφωνα με ορισμένους μέσα στα ριζοσπαστικά κινήματα, αυτές οι δυνάμεις καλούνται “μετα-πολιτικές” όρος που σκοπό έχει να αναδείξει την απουσία ελπίδας προς τις εξουσίες (potestas). Αλλά προσωπικά, δεν νομίζω ότι πρέπει απλώς να επιτρέψουμε στους εχθρούς μας να κατέχουν κατ’ αποκλειστικότητα την έννοια της πολιτικής. Δεν μπορεί να αφεθεί σε αυτούς, οπότε πρέπει να σκεφτούμε μια “πολιτική ενάντια στην πολιτική”. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βρούμε άλλους τρόπους κινητοποίησης της δυσαρέσκειας μας παρά να την διοχετεύσουμε σε αποσαφηνισμένες απαιτήσεις και αιτήματα προς τις καθιερωμένες δυνάμεις της εξουσίας. Στη σφαίρα των δίκαιων αιτημάτων, κάθε διαμαρτυρία ενάντια στην καπιταλιστική δύναμη είτε μεταφράζεται σε κάτι αποδεκτό από την καπιταλιστική δύναμη, είτε αλλιώς απορρίπτεται ως παράλογη βία. Σε αντίθεση με αυτό, η πολιτική ενάντια στην πολιτική σημαίνει μετατόπιση από το να παρακαλάμε την πολιτική τάξη να κάνει κάτι για εμάς στην άρνηση της ίδιας της εξουσίας της με άμεσο τρόπο. Αυτό απαιτεί πειραματισμό με την πολιτική εκτός και κατά του θεσμικού καθεστώτος της πολιτικής.

Όλα αυτά είναι μάλλον αφηρημένα, ένα σημείο όπου καταλήγουμε πάντα με οποιοδήποτε είδος κατηγορηματικού κανόνα. Επομένως, είναι χρήσιμο να εξεταστεί ο σημερινός κύκλος αγώνων στις ΗΠΑ. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι εξεγέρσεις που προκλήθηκαν από τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ σηματοδοτούν ένα πέρασμα από την εξουσία (potestas) στην υπερδυνατότητα (hyperpotentia). Αυτό είναι αλήθεια, αλλά αυτό που βρίσκουμε στις τρέχουσες εξεγέρσεις είναι, όπως επισημαίνετε, μια σειρά από πολύ διαφορετικά πράγματα. Και μερικά από αυτά τα πράγματα είναι τελικά προσδεμένα στις εξουσίες. Για παράδειγμα, οι εκκλήσεις για δικαιοσύνη για τον Τζορτζ Φλόιντ που βασίζονται στο αίτημα για την κρατική τιμωρία της αστυνομίας δεν σπάει το φετιχισμό της εξουσίας. Οι απαιτήσεις για μη θανατηφόρα όπλα και κάμερες σώματος στους αστυνομικούς μπορεί να είναι χρήσιμες, αλλά είναι ουσιαστικά συντηρητικές πρωτοβουλίες παρά το γεγονός ότι μερικές φορές ανακοινώνονται στους δρόμους. Αυτό που είναι πιο ενδιαφέρον και πιο επικίνδυνο από την άποψη της καπιταλιστικής εξουσίας, είναι μερικά από τα άλλα πράγματα: οι εκκλήσεις για αποδυνάμωση της αστυνομίας σηματοδοτούν το πέρασμα προς μια θέση για την κατάργηση της. Από την άλλη έχουμε ταραχές, συγκρούσεις και εξεγέρσεις, συμπεριλαμβανομένης της καταστροφής περιουσίας ή της λεηλασίας · έχουμε την αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα Capitol Hill Autonomus Zone CHOP / CHAZ στο Σιάτλ. Νομίζω ότι πολλά από αυτά που συμβαίνουν σε αυτόν τον κύκλο εξέγερσης περιέχουν κάποιες πραγματικές απειλές για την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων, η οποία πρέπει να καταργηθεί.

Ναι, τα εύκολα συμπεράσματα είναι επικίνδυνα. Δεν πρέπει να υπερασπιζόμαστε όλη τη κινητοποίηση του #Black Lives Matters σαν να είναι κάτι εντελώς ειρηνικό, μόνο και μόνο για να ηρεμήσουμε τους φόβους εκείνων που φοβούνται τη «βία». Οι άνθρωποι δέχονται καθημερινά τη βία της λευκής υπεροχής και του καπιταλισμού. Στη μακρά ιστορία της λεηλατημένης εργασίας τους δεν έχουν κανένα άλλο τρόπο να κάνουν ορατή την αντίθεση τους εκτός από τις λεηλασίες – για παράδειγμα μεγάλων εταιρειών που λεηλατούν την ζωή τους, όπως η AT&T.

Ο Guy Debord κατάλαβε μερικά πολύ κρίσιμα σημεία πριν από πενήντα πέντε χρόνια, ενώ σκεφτόταν την εξέγερση του 1965 στο Watts του Λος Άντζελες:

Η λεηλασία είναι μια φυσική απάντηση στην αφύσικη και απάνθρωπη κοινωνία της αφθονίας των εμπορευμάτων. Υπονομεύει άμεσα το εμπόρευμα ως τέτοιο, και εκθέτει επίσης τί συνεπάγεται τελικά το εμπόρευμα: τον στρατό, την αστυνομία και τα άλλα εξειδικευμένα σώματα του μονοπωλίου της ένοπλης βίας του κράτους. Τι είναι ο αστυνομικός; Είναι ο ενεργός υπηρέτης του εμπορεύματος, ένας άνθρωπος πλήρως υποταγμένος στο εμπόρευμα, του οποίου η δουλειά είναι να διασφαλίσει ότι ένα δεδομένο προϊόν ανθρώπινης εργασίας παραμένει εμπόρευμα, με τη μαγική ιδιότητα να πρέπει πάντα να το πληρώνουμε. Απορρίπτοντας την ταπείνωση του να υπακούνε στην αστυνομία, οι μαύροι απορρίπτουν ταυτόχρονα και την ταπείνωση του να υπακούνε στα εμπορεύματα.

Η λαμπρή ανάλυση του Debord ήταν και παραμένει χρήσιμη, αν και είναι ιδιαίτερα ενοχλητικό ότι απαιτείται η επανάληψη της από δεκαετία σε δεκαετία.

Αλλά ταυτόχρονα, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί για ένα διαφορετικό είδος σύγχυσης που θα θεωρούσε τις εξεγέρσεις για τον Τζορτζ Φλόιντ ως «την αρχική φάση της εξέγερσης». Ναι, είναι μια φάση εξέγερσης, αλλά δεν είναι μια αρχική φάση. Είναι η συνέχιση μιας εξέγερσης που είχε διακοπεί. Δεν είναι σωστό να πούμε ότι η εξέγερση διακόπτει την καθημερινή ζωή. Νομίζω ότι είναι δίκαιο να πούμε ότι η καθημερινή ζωή διακόπτει την εξέγερση και η πιο πρόσφατη εξέγερση κάθε φορά συνεχίζει μια σποραδική και ασυνεχή ιστορία αγώνα.

Η έννοια της πολιτικής κατά της πολιτικής είναι χρήσιμη στο βαθμό που εμβαθύνει την κατανόηση και την εκτίμησή μας για τα όρια των επίσημων θεσμών της πολιτικής, τα οποία στην εποχή μας φετιχοποιούνται από τη δεξιά και την αριστερά με πολύ επικίνδυνους τρόπους. Ενώ η πολιτική ενάντια στην πολιτική μπορεί να μας βοηθήσει να διακρίνουμε τις διαφορές ανάμεσα στο αίτημα για μεγαλύτερη λογοδοσία της αστυνομίας από το αίτημα για την κατάργηση της, δεν μπορεί να μας βοηθήσει να διαφοροποιήσουμε άλλα στοιχεία στον τρέχοντα κύκλο αγώνα, όπως να βρούμε τις διαφορές ανάμεσα στην καταστροφή της περιουσίας και την λεηλασία ή ανάμεσα στην κατάληψη από τη μια και την κομμούνα από την άλλη . Η πολιτική ενάντια στην πολιτική μας βοηθά να κατανοήσουμε και να ελέγξουμε τις διάφορες μορφές που παίρνει η εξουσία, να κοιτάξουμε και να φροντίσουμε ο ένας τον άλλον, αντί να εστιάζουμε πάντα ψηλά σε κάποιο είδος μεγα-εξουσιαστικού Λεβιάθαν. Πρέπει να θυμόμαστε άλλωστε, ότι η αρχική ιδέα του Λεβιάθαν το 14ο αιώνα τον περιέγραφε ως ένα θαλάσσιο τέρας ή έναν Σατανά – που έρχεται όχι από ψηλά, αλλά από κάτω.

ILL WILL: Υποδείξατε ότι «αν είμαστε αντίθετοι στη σημασία και τη λογική του κεφαλαίου, τότε ας γίνουμε ο παραλογισμός του κεφαλαίου, η αντίθετη λογική του». Από την άλλη, ο γνωστός ισχυρισμός ότι «οι ταραχές είναι η γλώσσα των ανόητων» για άλλη μια φορά πλασαρίστηκε σαν απάντηση στις εξεγέρσεις που ακολούθησαν τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ. Είναι σωστό να σκεφτόμαστε πράξεις όπως τις ταραχές, τις  λεηλασίες και τις συγκρούσεις με την αστυνομία ως μια μορφή γλώσσας; Και εάν ναι, τι είναι αυτό που κοινοποιείται, τί επικοινωνείται με αυτή τη γλώσσα, από ποιους και προς ποιον; Είναι καλή ιδέα να βλέπουμε τη γλώσσα ως κατά βάση, ριζικά, επικοινωνιακή; Εάν ναι, μήπως  πρέπει να διευρύνουμε την άποψή μας για την «επικοινωνία»;  Ή μήπως η γλώσσα πρέπει καλύτερα να θεωρείται ως μια κατεχόμενη, εχθρική επικράτεια, ένα πεδίο που κυριαρχείται από τις δυνάμεις και τις εντολές που προβάλλει η εξουσία επάνω μας και απέναντί ​​μας μέσω μη- γλωσσικών, κυριαρχικών, προστακτικών παραγόντων, όπως φημισμένα ισχυρίστηκαν οι Deleuze και Guattari (ακολουθώντας τον Canetti); Εάν ισχύει το τελευταίο, έχει νόημα να αντιμετωπίζουμε τις ταραχές ως «επικοινωνιακές», ή θα πρέπει να αμφισβητούμε την υποτιθέμενη επικοινωνιακή λειτουργία του λόγου ως κάτι άλλο από την απλή επικοινωνία, – ίσως τελικά ο ίδιος ο λόγος έχει να κάνει μόνο με την πειθαρχία και τον έλεγχο; Για παράδειγμα, μπορούμε να δούμε τον τρόπο με τον οποίο τα ΜΜΕ και ο Τράμπ μιλούν για τις ταραχές: είναι αρκετά προφανές ότι δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον να τις κατανοήσουν, αλλά παρεμβαίνουν άμεσα για να διαχωρίσουν, να χωρίσουν όσους εξεγείρονται σε «καλούς και κακούς» διαδηλωτές, ώστε με αυτό τον τρόπο να καταφέρουν να περιθωριοποιήσουν και να καταστείλουν τις μαχητικές δυνάμεις. Εν συντομία, πώς θα αναλύσουμε την εξουσία και τον λόγο, τη δράση και το νόημα, στην τρέχουσα στιγμή; Πώς προσεγγίζει τα συγκεκριμένα ερωτήματα αυτό που έχετε ονομάσει «φιλοσοφία από τα κάτω»;

Richard Gilman-Opalsky:  Ναί. Δεν πρέπει να προσπαθούμε να βγάλουμε νόημα σύμφωνα με τη λογική του κεφαλαίου. Εάν ακολουθήσουμε αυτήν τη λογική, μπορούμε μόνο να ελπίζουμε να βγάλουμε νόημα παρουσιάζοντας μετρήσιμα αποτελέσματα για κάθε ενέργεια, όπως για παράδειγμα αναφέροντας μια αλλαγή θεσμικής πολιτικής σαν αντιστάθμισμα μια διαμαρτυρίας. Οι κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες λατρεύουν τη μέτρηση της αποτελεσματικότητας με αυτόν τον τρόπο, έτσι ώστε η τρέχουσα εξέγερση των Μαύρων να μπορεί να αποδείξει την αξία της μόνο εάν έχει αλλάξει τους νόμους. Προκειμένου να γίνουμε ευανάγνωστοι, να γίνουμε λογικοί, πρέπει να βγάλουμε νόημα μπροστά σε έναν τηλεπαρουσιαστή ειδήσεων που επιμένει να του πούμε τι θέλουμε να κάνει ο Τραμπ για όλα αυτά. Είναι καλύτερο να παράγουμε σύγχυση σε μια τέτοια λογική παρά να την ικανοποιούμε. Είναι εντελώς προσβλητικό να συμπεράνουμε ότι η λεγόμενη Αραβική Άνοιξη νικήθηκε εντελώς από την αποτυχία του Μόρσι, ή ότι οι ελληνικές εξεγέρσεις αποδείχθηκαν λανθασμένες από τα όρια της πολιτικής του Τσίπρα.

Οχι! Πρέπει να σκεφτούμε τι συμβαίνει στους ανθρώπους, και ειδικά στους νέους, όταν συμμετέχουν σε μια εξέγερση. Η ελπίδα μπορεί για καλό λόγο να είναι τόσο σπάνια. Όχι μόνο λόγω της καπιταλιστικής ανασφάλειας, αλλά και λόγω των πανδημιών και της οικολογικής καταστροφής, μεταξύ άλλων. Κανείς δεν πιστεύει ότι θα τερματίσει τον ρατσισμό καίγοντας ένα αστυνομικό αυτοκίνητο. Αλλά οι άνθρωποι αλλάζουν μέσα από την εμπειρία της εξέγερσης. Ακούστε τι λένε. Είναι απελπισμένοι και αντεπιτίθενται. Πειραματίζονται με τις δικές τους δυνάμεις, τις δημιουργικές τους ικανότητες ώστε να πολεμήσουν μια πραγματικότητα που τους απειλεί. Αυτές οι υπαρξιακές, πολιτιστικές, ψυχικές, ιστορικές και πολιτικές εμπειρίες δεν είναι ένα τίποτα. Μακροπρόθεσμα μπορεί να καταλήξουν να είναι τα πάντα.

Σχετικά με το ζήτημα της ανάγνωσης των εξεγέρσεων ή των ταραχών, έχω πάντα την άποψη ότι δεν πρέπει να τις μετατρέψουμε σε ευανάγνωστα κείμενα. Όχι! Ο ισχυρισμός του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ ότι «οι ταραχές είναι η γλώσσα των ανθρώπων χωρίς φωνή» είναι σημαντικός, αλλά όχι επειδή παρομοιάζει την ταραχή με τη γλώσσα. Είναι σημαντικό γιατί λέει στο κοινό του Μίσιγκαν το 1968 ότι δεν πρέπει να βλέπουν την αναταραχή μόνο σαν έναν ριψοκίνδυνο παραλογισμό και μια βαρβαρική ηλιθιότητα. Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με το πόσοι άνθρωποι σκέφτηκαν και συνειδητοποίησαν το κόσμο με έναν νέο τρόπο από το 1968 μέχρι και σήμερα. Άνθρωποι που δεν είναι κομμουνιστές και αναρχικοί εξακολουθούν να επαναλαμβάνουν το παλιό στρατηγικό εφεύρημα της απαξίωσης της εξέγερσης ως μια μορφή παράλογης βίας. Για μένα, το θέμα δεν ήταν ποτέ η γλώσσα. Αυτό έγραψε ο Χαμίντ Νταμπάσι για την Αραβική Άνοιξη, αλλά δεν συμφωνώ μαζί του. [6] Οι εξεγέρσεις δεν χρειάζεται να μεταφραστούν σε πανεπιστημιακό δοκίμιο. Οι φτωχοί μαύροι άνθρωποι στις ΗΠΑ γνωρίζουν τί βιώνουν, σκέφτονται και εκφράζονται. Όταν γράφω για τη λογική και την εξέγερση, αυτό που λέω δεν είναι ότι η διαμαρτυρία πρέπει να μιλήσει μια γλώσσα, αλλά ότι πρέπει να μάθουμε πώς να κατανοούμε άλλους τρόπους ομιλίας. Αλλά το να μιλάς για αυτό – είναι μόνο ένα μέρος αυτού. Σίγουρα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι ταραχές, οι λεηλασίες και οι συγκρούσεις με την αστυνομία είναι εκφράσεις δυσαρέσκειας, διακηρύξεις αγανάκτησης και οργής. Αλλά δεν είναι απλώς «ανακοινωθέντα». Το να πούμε κάτι τέτοιο θα ήταν σαν να αναιρούμε τη σημασία της μετάβασης από το πεδίο της εξουσίας στο πεδίο της υπερδυνατότητας, το πέρασμα από την κανονικότητα της βίας της καπιταλιστικής κοινωνίας στην ανοιχτή εξέγερση εναντίον της.

Σχετικά με το ζήτημα της επικοινωνίας, αντιστέκομαι στο να παρουσιάζω ό, τι μας αρέσει ως ένα είδος απόλυτα ορθολογικής «επικοινωνιακής δράσης». Για τον Habermas, όπως και τον πατέρα του τον Καντ, η αναταραχή δεν μετράει. Έτσι θα μπορούσατε να σχεδιάσετε αυτήν τη γραμμή οπουδήποτε για να συμπεριλάβετε αυτό που σας αρέσει και να αποκλείσετε αυτό που δεν σας αρέσει. Αλλά οι εξεγέρσεις έχουν κάτι να πουν, και η τεράστια μάζα της κοινωνίας έξω από αυτές (το υπόλοιπο δυναμικό) πρέπει να ακούσει και να μάθει. Δεν μπορείτε απλά να διαγράψετε όλο το επικοινωνιακό περιεχόμενο για διάφορους δικούς σας θεωρητικούς λόγους. Όλο αυτό το περιεχόμενο είναι εκεί ως μέρος της εξέγερσης. Έτσι, αυτό που θα έλεγα είναι ότι η εξέγερση υπερβαίνει τη γλώσσα.

Εξετάστε ένα παράδειγμα. Όταν οι Ζαπατίστας έκαναν την εξέγερση τους το 1994, υπήρχαν περίπου εβδομήντα χρόνια κυβέρνησης του κόμματος PRI στο Μεξικό. Οι αυτόχθονες στα βουνά επικοινωνούσαν με το κράτος του Μεξικού και με το λαό του Μεξικού στη συμβατική γλώσσα για δεκαετίες. Ωστόσο, λίγοι τους άκουγαν πέρα ​​από τα όρια της Τσιάπας. Όπως συζητήθηκε εκείνες τις μέρες, οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν στη λήθη. Έτσι, βρήκαν άλλους τρόπους να μιλήσουν – μέσω της εξέγερσης, και οι άνθρωποι στο Μεξικό ξαφνικά συνειδητοποίησαν πολλά πράγματα για το «ιθαγενικό πρόβλημα» που δεν γνώριζαν ποτέ ως τότε ότι υπήρχαν. Αυτό δείχνει ότι πρέπει να υπερβούμε τη γλωσσική επικοινωνία και όχι να συμμορφωθούμε με αυτήν. Γι ‘αυτό έγραψα πρόσφατα για την τέχνη και την εξέγερση, για τους μη-κειμενικούς τρόπους έκφρασης. [7] Και φυσικά, οι Ζαπατίστας δεν μίλησαν μόνο. Έφτιαξαν επίσης δικούς τους κόσμους για να ζουν μέσα στα βουνά. Η δημιουργία νέων κόσμων πάντα περιλαμβάνει και υπερβαίνει τη γλώσσα.

Πρέπει λοιπόν να είμαι ξεκάθαρος ότι με την έννοια της “φιλοσοφίας από τα κάτω” αναφέρομαι σε μια πολύ συγκεκριμένη κομμουνιστική έννοια της θεωρίας, την οποία προσπαθώ να αναπτύξω και να υπερασπιστώ στο έργο μου. Ενάντια στην ιδέα ότι οι μεγάλες φιλοσοφίες εκφράζονται πάντα από τα κεφάλια ανθρώπων όπως ο Χέγκελ, ισχυρίζομαι ότι η πιο προκλητική αμφισβήτηση της πραγματικότητας και της δικαιοσύνης του κόσμου (το κλασικό δηλαδή πεδίο ενασχόλησης της φιλοσοφίας) επιτυγχάνεται καλύτερα μέσω της εξέγερσης παρά μέσα από φιλοσοφικά κείμενα.

ILL WILL: Αντισταθήκατε στην τάση να αντιμετωπίζετε τις εξεγέρσεις ως «διακριτά γεγονότα» που ξεκινούν στο χρόνο από τη στιγμή Χ και σε ένα μέρος Υ, διαρκούν λίγο, στη συνέχεια είτε εκφυλίζονται είτε συνθλίβονται. Αντ ‘αυτού, βλέπετε κάθε νέα εξέγερση ως την «ανάληψη μιας ημιτελούς επιχείρησης μέσα στην κοινωνία, που ξεκινά από το σημείο όπου σταμάτησαν οι προηγούμενες εξεγέρσεις». Αυτός ο σύνδεσμος ενώνει τη μια εξέγερση με την άλλη με ένα είδος ηφαιστειακής υπόγειας γραμμής, όπου η κάθε απόπειρα συνδέεται, αποκρίνεται και συνεχίζει το «έργο» των προηγούμενων εξεγέρσεων. Αυτό μας επιτρέπει επίσης να συλλάβουμε την εξέγερση ως ένα «φάντασμα» που «στοιχειώνει» την κοινωνία στα μεσοδιαστήματα, και εναντίον του οποίου κρατικές και μη κρατικές δυνάμεις της τάξης κινητοποιούν συνεχώς αντι- εξεγερσιακές δυνάμεις για να τις προβλέψουν και να τις εξαλείψουν, όπως ακριβώς οι φιλελεύθεροι και οι αριστεροί, με τις οργανώσεις τους, προσπαθούν συνεχώς να απομακρύνουν, να διαχειρίζονται ή να καθοδηγούν τις κοινωνικές πρακτικές της εξέγερσης και «να τις μετατρέπουν σε μια πλατφόρμα για τις δικές τους πολιτικές στρατηγικές», δηλαδή για την οικοδόμηση των κομμάτων τους και κάθε άλλης θεσμικής μορφής πολιτική. Πώς, εν μέσω αυτών των διαφορετικών αντιμαχόμενων δυνάμεων, μπορεί η ενέργεια της εξέγερσης να προχωρήσει προς τα εμπρός αφού έχει υποχωρήσει το κρεσέντο των συγκρούσεων και των μαχών; Πώς μπορεί η εξέγερση να παραμείνει ζωντανή εν τω μεταξύ, ενώ αντιστέκεται στις δυνάμεις που επιδιώκουν να την ισοπεδώσουν ή να την οικειοποιηθούν;

Richard Gilman-Opalsky: Όταν αντιμετωπίζουμε τις εξεγέρσεις ως διακριτά γεγονότα που ξεκινούν από τη μία ημερομηνία και τελειώνουν στην άλλη, τις παρερμηνεύουμε. Τις αποκόπτουμε από μια μακρά ιστορία αγώνα. Στο βιβλίο μου του 2016, Specters of Revolt, έγραψα ότι «Η εξέγερση του Φέργκιουσον δεν πραγματοποιήθηκε- η εξέγερση της Βαλτιμόρης είναι απόδειξη. ” Αυτό ειπώθηκε στο πλαίσιο μιας αναστροφής του δοκιμίου των Deleuze και Guattari με τίτλο ” Ο Μάης  του 68 δεν πραγματοποιήθηκε” (σελ 233).  Σήμερα, πρέπει να πούμε ότι δεν πραγματοποιήθηκε η εξέγερση της Βαλτιμόρης. Οι εξεγέρσεις του George Floyd είναι η απόδειξη. Η δήλωση που αναφέρει ότι ένα γεγονός δεν πραγματοποιήθηκε σημαίνει ότι δεν τελείωσε όταν φάνηκε να έχει τελειώσει. Το τρέχον κύμα εξέγερσης συνδέεται με το προηγούμενο κύμα και η θεωρία μπορεί να μας βοηθήσει να δούμε αυτόν τον συνδετικό ιστό. Γιατί θα περίμενε κανείς να σταματήσει η εξέγερση εάν οι συνθήκες ύπαρξης που αμφισβητεί παραμένουν άθικτες; Πώς μπορούμε να περιμένουμε από την εξέγερση να βρει ένα συμπέρασμα εν μέσω της συνέχισης των συνθηκών που την προκαλούν; Γι ‘αυτό υποστηρίζω ότι όταν η εξέγερση δεν συμβαίνει ορατά και ενεργά, το φάντασμα της εξακολουθεί να στοιχειώνει τα πάντα.

Για να επιστρέψουμε στον Dussel, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πιθανότητα της υπερδυνατότητας (hyperpotentia) στοιχειώνει πάντα το νόμο και την τάξη των εξουσιών (potestas) και των δυνατοτήτων (potentia). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι δυνάμεις του νόμου και της τάξης κάνουν σχέδια για την καταστολή της εξέγερσης ακόμη και όταν αυτή δεν υπάρχει. Τα νοσοκομεία του κόσμου κάνουν τώρα σχέδια για την επόμενη πανδημία, την οποία αναμένουν απόλυτα.

Όσον αφορά τις κοινωνικές δυνάμεις της εξέγερσης, αυτό είναι ένα σοβαρό ερώτημα. Η διοχέτευση επαναστατικών ή εξεγερτικών δυνάμεων σε αριστερές και φιλελεύθερες οργανώσεις είναι πάντα ένας κίνδυνος, όπως είδαμε με αυτό που θα αποκαλούσα Γιακωβίνικη πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος στις ΗΠΑ. Υπάρχει πολύ καλό περιεχόμενο σε αυτήν την κοινωνική δυναμική και οι ενεργητικές εκφράσεις της κατά τη διάρκεια της εκστρατείας υποστήριξης του Bernie Sanders μας δείχνουν ότι η καπιταλιστική λευκή υπεροχή δεν είναι στην πραγματικότητα μόνο  αυτό που όλοι θέλουν να νομίζουνε πως είναι. Αλλά έχουμε περάσει κατά πολύ πλέον τα όρια της προθεσμίας, όπου μπορούσαμε να περιμένουμε πραγματικά οφέλη από τους υπάρχοντες καπιταλιστικούς θεσμούς. Απορροφούν και καταπίνουν με βουλιμία όλα τα καλά που τους προσφέρουμε και στη συνέχεια τα ξεπλένουνε και τα πετάνε στα αποχετευτικά τους συστήματα. Από την άλλη πλευρά, οι δικές μας υπόγειες και πιο ριζοσπαστικές εναλλακτικές λύσεις – με όλες τις ριζωματικές ελπίδες που περιλαμβάνουν- εν συγκρίσει με τους καθεστωτικούς θεσμούς της αριστεράς, δεν κινητοποιούν σε καμία περίπτωση πλήθη της κλίμακας της εκστρατείας του Sanders. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι αυτό δεν είναι ένα οργανωτικό πρόβλημα με μια οργανωτική λύση.

Πρέπει να επιστρέψουμε στο δοκίμιο της Ρόζα Λούξεμπουργκ με τίτλο «The Mass Strike» (Η Μαζική Απεργία). [8] Εκεί η Λούξεμπουργκ υποστηρίζει ότι η «άκαμπτη, μηχανική-γραφειοκρατική αντίληψη δεν μπορεί να αντιληφθεί τον αγώνα παρά μόνο ως το προϊόν της οργάνωσης σε ένα ορισμένο στάδιο της δύναμής της». Αλλά στην πραγματικότητα, οι οργανώσεις πρέπει να βγουν μέσα από τις εξεγέρσεις, υποστηρίζει η Λούξεμπουργκ, η οποία παρατήρησε: «στη Ρωσία, ένα προλεταριάτο σχεδόν εντελώς ανοργάνωτο δημιούργησε ένα ολοκληρωμένο πανεθνικό δίκτυο οργανωτικών παραρτημάτων σε ενάμισι χρόνο θυελλώδους επαναστατικού αγώνα. ” Η  Ρόζα Λούξεμπουργκ επιμένει ότι «δεν μπορούμε να διατηρούμε τα ιστορικά γεγονότα υπό έλεγχο μαγειρεύοντας συνταγές για αυτά».

 Η Λούξεμπουργκ βάζει δύο κρίσιμα σημεία εδώ. Πρώτον, οι υπάρχουσες οργανώσεις πρέπει να είναι έτοιμες και ικανές να βοηθήσουν και να υποκινήσουν τις εξεγέρσεις όταν αυτές συμβαίνουν, να ακολουθήσουν τις εξεγέρσεις και όχι να τις καθοδηγήσουν. Δεύτερον, όταν οι εξεγέρσεις διατηρούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα, αυτές οι ίδιες είναι που δημιουργούν οργανώσεις στην πορεία. Με αυτόν τον τρόπο, νομίζω ότι οι οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας κομμάτων και συνδικάτων, είναι πολύ σημαντικές, αλλά πρέπει να βγουν από πραγματικά κινήματα και να ακολουθήσουν το βηματισμό των πραγματικών αγώνων που εξελίσσονται στον κόσμο. Η Raya Dunayevskaya αργότερα ανέπτυξε μερικές από τις ιδέες της Λουξεμπουργκ σε μια κριτική του κρατικού καπιταλισμού στη Ρωσία, στηρίζοντας αποφασιστικά κάθε σημαντική πρόοδο του αγώνα στις πραγματικές και φαινομενικά αυθόρμητες εξεγέρσεις των γυναικών, των μαύρων, των σκουρόχρωμων και των εργατών. Νομίζω, λοιπόν, ότι δεν μπορώ να διδάξω την εξέγερση πώς να παραμείνει ζωντανή, πώς να προχωρήσει μπροστά. Η μόνη διαβεβαίωση είναι ότι η εξέγερση δεν θα τελειώσει ποτέ έως ότου καταργηθούν τελικά οι συνθήκες αυτής της κοινωνίας που την προκαλούν.

Όσον αφορά τις πιο πρόσφατες εξεγέρσεις, θρηνώ το γεγονός ότι ο ιός συμπίπτει με το τρέχον κύμα εξέγερσης στις ΗΠΑ. Μπορούμε μόνο να αναρωτηθούμε πόσοι περισσότεροι άνθρωποι θα είχαν συμμετάσχει στις εξεγέρσεις – ειδικά άτομα με ευάλωτες συνθήκες υγείας και κινδύνους, ή άτομα που έχουν μικρά παιδιά και άλλους για να φροντίσουν στο σπίτι – όλοι εκείνοι των οποίων οι καρδιές ήταν με την εξέγερση ενώ τα σώματά τους ήταν σε καραντίνα. Λοιπόν, μπορούμε να φανταστούμε πολλά πράγματα και πρέπει να τα φανταστούμε. Αλλά ένας θεωρητικός πρέπει επίσης να πατάει στο πραγματικό, στο συγκεκριμένο, σε αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να αναλογιστούμε τη διαφορά και την απόσταση μεταξύ του “τι είναι” και “τι πρέπει να είναι”, και δεν έχουμε άλλη επιλογή για να σκεφτούμε από εδώ που βρισκόμαστε. Ή θα πράξουμε αυτό ή αλλιώς η θεωρία δεν είναι παρά παταφυσική (θα αποπειράται δηλαδή να δώσει “φανταστικές λύσεις που συγκεράζουν συμβολικά τις ιδιότητες των αντικειμένων με το εν δυνάμει τους”). Υπάρχει ίσως πάντα μια παταφυσική διάσταση στη ριζοσπαστική σκέψη, αλλά ταυτόχρονα, η υπάρχουσα πραγματικότητα πρέπει να τελειώσει για πάντα.

___________________

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Richard Gilman-Opalsky, Unbounded Publics: Transgressive Public Spheres, Zapatismo, and Political Theory (Lanham: Rowman and Littlefield, 2008).

[2] Enrique Dussel, Twenty Theses on Politics (Durham: Duke University Press, 2008).

[3] Ibid, 30-32.

[4] C. Wright Mills, The Power Elite (New York: Oxford University Press, 1956).

[5] Guy Debord, “The Decline and Fall of the Spectacle-Commodity Economy” in Situationist International Anthology (Berkeley: Bureau of Public Secrets, 2006), 197-198.

[6] Hamid Dabashi, The Arab Spring: The End of Postcolonialism (New York: Zed Books, 2012).

[7] Richard Gilman-Opalsky and Stevphen Shukaitis, Riotous Epistemology: Imaginary Power, Art, and Insurrection (Brooklyn: Autonomedia, 2019).[8] Rosa Luxemburg, “The Mass Strike, the Political Party, and the Trade Unions” in Socialism or Barbarism (London: Pluto Press, 2010). The citations that follow are from p. 112 and 122 of this edition.

Previous Story

Τήνος – Ανακοίνωση Δημοτικής Επιτροπής Αγώνα ενάντια στις Ανεμογεννήτριες

Next Story

Do Americans Get That Trump is Instituting Martial Law?


Latest from Theory

Go toTop