Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι διαφορετικοί πολιτισμοί αντιμετωπίζουν τον κόσμο διαφορετικά, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη το μεγάλο αριθμό και την πολυμορφία των μέσων του συνδιαλέγεσθαι πέραν του λόγου. Κάθε μέσο επικοινωνίας, όπως ακριβώς και η γλώσσα, δημιουργεί ένα μοναδικό τρόπο συνομιλίας παρέχοντας ένα καινούργιο πεδίο σκέψης, έκφρασης και ευαισθησίας. Στο δικό μας πολιτισμό η εικόνα, είτε στη φωτογραφική της εκδοχή είτε στην τηλεοπτική της, αποτελεί ένα ιστορικά συγκεκριμένο παράδειγμα δημιουργίας μιας ορισμένης εκδοχής αυτού που αποκαλούμε «αντίληψη του κόσμου». Το δύσκολο για εμάς είναι να αποκωδικοποιήσουμε τί ακριβώς ‘προτείνει’ η εικόνα, τι είδους δηλαδή «αντίληψη του κόσμου» δημιουργεί.
Στους τόπους και τις χώρες που εμφανίστηκε η διάδοση της τυπογραφίας, επηρέασε τον προφορικό λόγο με έναν τρόπο που έδινε προτεραιότητα και ενίσχυε την αναλυτική σκέψη. Σε έναν πολιτισμό κυριαρχούμενο από τον έντυπο λόγο, ο δημόσιος λόγος χαρακτηρίστηκε από συνοχή και τάξη στην οργάνωση των γεγονότων και των ιδεών. Ο προφορικός λόγος εμπλουτίστηκε από την «τυπογραφική» αντίληψη, από έναν τρόπο σκέψης, μια μέθοδο γνώσης και μια μέθοδο διατύπωσης που ευνοεί την ικανότητα να σκεφτόμαστε εννοιοκρατικά, επαγωγικά και συνεκτικά. Ως τις μέρες μας ο στηριγμένος στην αλληλουχία προτάσεων γραπτός λόγος ενδυναμώνει αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «αναλυτική διαχείριση της γνώσης».
Κάτι εντελώς διαφορετικό συνέβη με την εμφάνιση της φωτογραφίας («γράψιμο δια του φωτός») στα τέλη του 19ου αιώνα και, αργότερα, με την επικράτηση της κινούμενης τηλεοπτικής εικόνας. Σε αντίθεση με τις λέξεις και τις προτάσεις, η φωτογραφία δεν παρουσιάζει μια ιδέα ή μια έννοια για τον κόσμο, αλλά παρουσιάζει τον κόσμο ως αντικείμενο. Η φωτογραφία ως «αντικειμενικό» μόριο του χωροχρόνου μαρτυρεί ότι κάποιος βρισκόταν κάπου ή ότι κάτι συνέβη. Η κατάθεσή της είναι πανίσχυρη αλλά δεν προσφέρει κρίσεις, ούτε αξιολογικές ούτε υποθετικές. Η φωτογραφία είναι κυρίως ένας κόσμος «γεγονότων», όχι μια διένεξη σχετική με γεγονότα ή με τα συμπεράσματα που προκύπτουν. Η επιστημολογική προκατάληψη της φωτογραφίας είναι όπως παρατήρησε η Susan Sontag ότι «μια φωτογραφία σημαίνει πως γνωρίζουμε τον κόσμο εάν τον δεχτούμε όπως τον καταγράφει η φωτογραφική μηχανή». Η φωτογραφία δεν σε προκαλεί να διαφωνήσεις, δεν καταθέτει εκτεταμένα και σαφή σχόλια. Δεν προσφέρει ισχυρισμούς ευάλωτους σε αμφισβήτηση και για αυτό το λόγο είναι αδιάψευστη.
Ο τρόπος με τον οποίο η φωτογραφία καταγράφει την εμπειρία διαφέρει επίσης από τον τρόπο με τον οποίο αυτή αποτυπώνεται στη γλώσσα. Στη γλώσσα αποκτά νόημα μόνο όταν παρουσιάζεται ως αλληλουχία προτάσεων. Το νόημα διαστρεβλώνεται όταν μια λέξη ή μια πρόταση απογυμνώνεται από το πλαίσιό της, όταν ένας ακροατής ή ένας αναγνώστης αποκόβεται απ’ό,τι ειπώθηκε πριν και μετά. Σκοπός της φωτογραφίας, από την άλλη μεριά, είναι να απομονώσει τις εικόνες από το πλαίσιό τους, ώστε να γίνουν ορατές με έναν διαφορετικό τρόπο. Σε έναν κόσμο από φωτογραφίες δεν υπάρχει αρχή, μέση και τέλος γιατί σε αυτές οι στιγμές ξεριζώνονται από το πλαίσιό τους. Ο κόσμος ‘τεμαχίζεται’. Υπάρχει μόνο το παρόν το οποίο δεν χρειάζεται να είναι κομμάτι μιας ιστορίας για να μπορεί να εξιστορηθεί. Με τη «γραφιστική επανάσταση» (φωτογραφία, εκτυπώσεις, αφίσες, σχέδια, διαφημίσεις) η νέα μορφή αναπαραγωγής εικόνων δεν λειτούργησε απλώς ως συμπλήρωμα της γλώσσας, αλλά ως υποκατάστατο, ως κύριος τρόπος ερμηνείας, κατανόησης και ελέγχου της πραγματικότητας. Και πουθενά η εικόνα δεν χρησιμοποιήθηκε πιο αποτελεσματικά απ’ό,τι στην τηλεόραση.
Όταν τα γεγονότα, αποσπασματικά δοσμένα, μετατρέπονται σε πηγή ψυχαγωγίας, οι ειδήσεις θυμίζουν επιτραπέζιο παιχνίδι γνώσης που μας λέει τα πάντα και τίποτε για τον κόσμο. Υπό αυτή την έννοια, οι διάφοροι ‘ειδικοί’ της τηλεόρασης δύσκολα δέχονται – ίσως να μην τους περνά καν από το μυαλό- ότι δεν μπορούν όλες οι μορφές λόγου να περνούν από το ένα μέσο στο άλλο, δεν γνωρίζουν δηλαδή ότι δεν είναι όλα τηλεοπτικοποιήσιμα. Αυτό ακριβώς καταδεικνύει με εύγλωττο τρόπο ο Neil Postman όταν παρατηρεί ότι η τηλεόραση «φέρνει τις προσωπικότητες στην καρδιά μας και όχι τις αφηρημένες έννοιες στο μυαλό μας». «Τι είναι τότε αυτό που μας προσφέρει η εικόνα της τηλεόρασης ;», θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς. Επειδή το πιο σημαντικό πράγμα που μαθαίνει κάποιος είναι πάντα κάτι σχετικό με το πώς μαθαίνει, η τηλεόραση εκπαιδεύει με το να διδάσκει τους ανθρώπους να κάνουν αυτό που απαιτεί από αυτούς η παρακολούθηση της τηλεόρασης. Πρώτον, καταργώντας την έννοια της αλληλουχίας και της συνέχειας (αφού κάθε τηλεοπτικό πρόγραμμα πρέπει να αποτελεί ένα ολοκληρωμένο αυτόνομο πακέτο) η τηλεόραση υπονομεύει τη θεώρηση ότι η αλληλουχία και η συνέχεια σχετίζονται με την ίδια τη σκέψη. Δεύτερον, κάθε πληροφορία, ιστορία ή ιδέα πρέπει να δίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι άμεσα προσπελάσιμη, αφού κυρίαρχο αξίωμα είναι η ευχαρίστηση και όχι η αυτοβελτίωση του τηλεθεατή. Άρα κάθε περιπλοκότητα στις ιδέες που παρουσιάζονται απαγορεύεται δια ροπάλου. Τρίτον, η τηλεοπτική εικόνα πάντα παίρνει τη μορφή της αφήγησης και ακριβώς επειδή τίποτε δεν παρουσιάζεται αν δεν μπορεί να γίνει εικόνα και να τοποθετηθεί σε θεατρικό πλαίσιο, ακυρώνεται και κάθε προσπάθεια σοβαρής παράθεσης ιδεών. Το αποτέλεσμα είναι βέβαια ότι οι πιθανότητες ύπαρξης εκπαιδευτικής διαδικασίας μειώνονται δίνοντας τη θέση τους στην καινούργια υπερκατηγορία της «ψυχαγωγίας».
Το να δούμε την τηλεόραση απλώς ως τεχνολογία παραβλέπει ότι αυτή –τουλάχιστον στο ‘δυτικό’ κόσμο- έχει κάποιες προκαθορισμένες τάσεις που ακυρώνουν οποιοδήποτε ισχυρισμό περί ιδεολογικής τής ουδετερότητας. Παραβλέπει, δηλαδή, ότι μετατρέπεται σε μέσο επειδή χρησιμοποιεί έναν καθορισμένο κώδικα συμβόλων, βρίσκει τη θέση της σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πεδίο και διεισδύει στα πολιτικά και οικονομικά δρώμενα. Ειδικότερα, ως «ενημέρωση» η τηλεοπτική εικόνα μπορεί να δημιουργεί συγκινησιακές εντυπώσεις αλλά όχι απόψεις, όπως διατείνεται. Η παραπληροφόρηση σημαίνει τότε παραπλανητική πληροφόρηση, άστοχη, άσχετη, αποσπασματική ή επιφανειακή, πληροφόρηση που δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι κάτι γνωρίζουμε αλλά που στην ουσία αποπροσανατολίζει. Εδώ δεν λέμε ότι στερούμαστε «αυθεντική ενημέρωση», αλλά ότι χάνουμε την αίσθηση του τι σημαίνει να είμαστε καλά ενημερωμένοι.
‘Όταν ο πολιτισμός βασιζόταν στον προφορικό και στον τυπογραφικό λόγο, η πληροφορία ήταν σημαντική, μεταξύ άλλων, και λόγω των δυνατοτήτων που προσέφερε για δράση. Όμως οι σημερινές δυνατότητες πληροφόρησης καθιστούν τη σχέση μεταξύ πληροφορίας και δράσης αφηρημένη και μακρινή. Οι άνθρωποι στον «ανεπτυγμένο κόσμο» αντιμετωπίζουν για πρώτη φορά πρόβλημα πληροφοριακού κορεσμού, πράγμα που σημαίνει ενδεχομένως ότι συγχρόνως αντιμετωπίζουν πρόβλημα μείωσης της ικανότητας να είναι κοινωνικά και πολιτικά όντα. Σε αυτό το πλαίσιο, το πρόβλημα με την τηλεοπτική εικόνα δεν είναι ότι προβάλλει την ασυναρτησία και την ασημαντότητα –άλλωστε η φράση «σοβαρή τηλεόραση» είναι μια εξ ορισμού αντίφαση- ούτε ότι η τηλεόραση μιλά μόνο με τη φωνή της «ψυχαγωγίας». Το πρόβλημα είναι ότι η τηλεόραση προσπαθεί να μετατρέψει τον δημόσιο λόγο (και άρα κομμάτια του πολιτισμού) σε μια τεράστια αρένα ψυχαγωγίας. Είναι βεβαίως εξαιρετικά πιθανόν ότι στο τέλος αυτό θα μας είναι ευχάριστο και θα αποφασίσουμε ότι μας αρέσει κιόλας. Αυτό ακριβώς φοβόταν για το μέλλον μας ο Άλντους Χάξλεϋ όταν έγραφε τον «Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο».
Στο χαξλεϋκό κόσμο δεν υπάρχουν δεσμοφύλακες ή Υπουργεία Αληθείας αφού ο αυταρχισμός επιβάλλεται με χαμογελαστό πρόσωπο, και χωρίς την ανάγκη μιας διαρθρωμένης ιδεολογίας. Το μόνο που χρειάζεται για να εδραιωθεί είναι μια κοινωνία που με κατάνυξη πιστεύει στη νομοτέλεια της προόδου. Στην περίπτωση αυτή ο πολιτισμός δεν μετατρέπεται σε φυλακή – όπως στο οργουελικό σενάριο- αλλά σε παρωδία. Η αλήθεια είναι ότι ο πολιτισμός είναι κάτι απείρως πιο περίπλοκο και ανθεκτικό, έχει να κάνει με τα νοήματα που χρησιμοποιούμε σε κάθε κοινωνική πρακτική ή σχέση, και γι’αυτό δεν κλονίζεται τόσο εύκολα από την δύναμη της εικόνας ούτε υπονομεύεται από τον κούφιο δημόσιο λόγο. Υπενθυμίζουμε, ωστόσο, ότι στη χαξλεϊκή κοινωνία εκείνο που βασάνιζε τους ανθρώπους δεν ήταν το γεγονός ότι γελούσαν αντί να σκέπτονται, αλλά ότι δεν ήξεραν γιατί γελούν και για ποιο λόγο είχαν σταματήσει να σκέπτονται.
___________
κείμενο: Πάνος Παπαδημητρόπουλος (διδάκτωρ Ανθρωπολογίας) μέλος της συλλογικότητας Κενό Δίκτυο
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ