«Εν όψει της συγκεκριμένης δυνατότητας της ουτοπίας, η διαλεκτική είναι η οντολογία της λάθος κατάστασης πραγμάτων».
Theodor W. Adorno, Αρνητική Διαλεκτική
Το κείμενο θα μπορούσε να ξεκινήσει με μία άλλη (ακόμα) πιο κλισέ φράση, βγαλμένη από τη δεξαμενή του διαλεκτικού λόγου· το ευφυολόγημα του Μαρξ ότι αυτό που την πρώτη φορά συμβαίνει σαν τραγωδία τη δεύτερη επαναλαμβάνεται σαν φάρσα. Δεν υπάρχει όντως κάτι βαθιά γελοίο σε ένα «lockdown» που κλείνει ένα μικρομάγαζο σε μια συνοικία της Αθήνας, που ζήτημα είναι αν θα μπουν δέκα άνθρωποι όλη μέρα, ενώ αφήνει ανοιχτή τη μεγάλη βιομηχανία; Που γεμίζει μπλόκα άδειους δρόμους για να ελέγξει ότι όσοι πήγαν σε ρεβεγιόν γυρίζουν στην ώρα τους, λες είχε πλέον σημασία; Που κλείνει κομμωτήρια αλλά επιτρέπει μαζικές θρησκευτικές μαζώξεις; Ανάλογη γελοιότητα χαρακτηρίζει τη διαχείριση της πανδημίας στην Ελλάδα εδώ και καιρό: πχ. όταν η κυβέρνηση έπαιρνε «αποφασιστικά μέτρα» κλείνοντας τα περίπτερα το βράδυ ενώ κόσμος στοιβαζόταν στα ΜΜΜ. Η φάρσα ενός «γενικευμένου lockdown» με ένα σημαντικό κομμάτι της χειρωνακτικής εργασίας να δουλεύει κανονικά φτάνει τον παραλογισμό στο θέαμα μασκοφόρων ανθρώπων να περπατάνε μόνοι σε άδειους δρόμους ή οδηγώντας χωρίς συνοδηγό και στα πρόστιμα επειδή δεν φορούσες μάσκα πάνω στη μηχανή. Κάπου εδώ, το ευφυολόγημα του Μαρξ συναντά ένα άλλο γνωστό τσιτάτο, από τον πίνακα του Γκόγια: «ο ύπνος της λογικής γεννάει τέρατα».
Αν όμως εμμείνουμε στο παράλογο και το γελοίο χάνουμε το θλιβερό: τη συνήθεια της μάσκας, τα βλοσυρά βλέμματα σε όσους δεν φοράνε (σωστά τη) μάσκα, τις υποχόνδριες εμμονές που γιγαντώνουν, τις ενστικτώδεις κινήσεις απομάκρυνσης, τις καταγγελίες και τις προτροπές για περισσότερες καταγγελίες· εν ολίγοις, ότι καθιστώντας μας όλους εν δυνάμει ασθενείς οι άνθρωποι γύρω μας εμφανίζονται ως εν δυνάμει απειλή. Προφανώς η εικόνα που περιγράφεται είναι επιλεκτική και η πηγαία κοινωνικότητα δεν έχει εκλείψει: τα πηγαδάκια, η φιλική κουβέντα στο ταμείο, η αίσθηση ενός κοινού προβλήματος, όλα όσα υπενθυμίζουν ότι αυτό που ζούμε μπορεί να αποδειχθεί παροδικό. Το πρόβλημα είναι ότι όσο περισσότερο εμπεδώνεται μια νέα κατάσταση τόσο αυτό που προϋπήρχε προσαρμόζεται στις καινούργιες συνθήκες. Εδώ τελικά βρίσκεται και η διαφορά με το πρώτο lockdown, το οποία κατά τα άλλα ήταν εξίσου επιλεκτικό. Η μετά-αποκαλυπτική εικόνα της άδειας πόλης μέρα μεσημέρι έχει μετατραπεί σε μια κοινότοπη δυστοπία, όπου οι δρόμοι έχουν κίνηση και οι άνθρωποι γεμίζουν τα πάρκα, αποφεύγοντας όμως να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο – ειδικά τον «ξένο». Τα σώματα μαθαίνουν να διαχειρίζονται τα συναισθήματα τους, από τον φόβο μέχρι την οικειότητα, μέσα σε αυστηρώς καθορισμένα όρια. Kαι φυσικά, όπου υπάρχει οριοθέτηση του αισθητού υπάρχει και αστυνομία: οι περιπολίες και τα μπλόκα είναι η απτή αποτύπωση του γεγονότος ότι η διατήρηση των ορίων μπορεί να προτάσσεται ως ατομική ευθύνη αλλά, σε τελική ανάλυση, αποτελεί κρατική μέριμνα. Το οποίο είναι ένας άλλος τρόπος για να τονιστεί ότι η μικρή καθημερινή μας δυστοπία, σε όλη της τη γελοιότητα, δεν είναι το άμεσο αποτέλεσμα μιας υγειονομικής κρίσης αλλά διαμεσολαβείται, οργανώνεται και καθορίζεται από το κράτος.
Εξετάζοντας την πανδημία από την σκοπιά της κρατικής της διαμεσολάβησης, η εστίαση στις γελοίες όψεις της κυβερνητικής πολιτικής είναι σημαντική μα και πάλι ανεπαρκής. Σημαντική καταρχάς γιατί βοηθά να αποδομηθεί η αφήγηση μιας κυβέρνησης που απλά κωδικοποιεί σε πολιτική την επιστημονική Αλήθεια. Δεν πρέπει να εκπλήσσει ότι ο πρωθυπουργός πρωτοστατεί στη χορωδία που ψάλει να μην αμφισβητούνται τα κελεύσματα της επιστημονικής επιτροπής. Ούτε είναι τυχαίο ότι η κυβέρνηση αρνείται επίμονα να δημοσιεύσει τα πρακτικά των συνεδριάσεων (παρόλο που εδώ υπάρχει το βάσιμο ζήτημα την ανωνυμίας, πίσω από το οποίο η άρνηση κρύβεται και δικαιολογείται). Διότι, βασικό ζητούμενο είναι να διατηρηθεί το θεολογικό σχήμα που νομιμοποιεί την κυβερνητική πολιτική. Οι ευθύνες της ίδιας της επιτροπής εδώ είναι αν μη τι άλλο σημαντικές, είτε υιοθετώντας πολιτικές αποφάσεις άσχετες προς την ειδικότητα της (σαν τη δήλωση του Τσιόδρα για τα ΜΜΜ), είτε δικαιολογώντας τις με επιστημονικά επιχειρήματα αμφιβόλου ποιότητας (πλέον χτυπητό παράδειγμα το ανεκδιήγητο διάγραμμα του Μαγιορκίνη). Ακόμα και όταν η επιστημονική επιτροπή δεν νομιμοποιεί κυβερνητικές πολιτικές, όπως την απαγόρευση των συναθροίσεων· ακόμα και όταν η κυβέρνηση αγνοεί ή στο καλύτερο σενάριο προκαταλαμβάνει τις εισηγήσεις (όπως με το άνοιγμα σχολείων) η επίσημη αναπαράσταση της σχέσης επιστήμης-πολιτικής δεν τίθεται σε αμφισβήτηση. Και όσο η υπαγωγή της επιστήμης στους υπολογισμούς της κρατικής εξουσίας δεν αμφισβητείται από την ίδια τον επιστημονικό λόγο, τόσο δίνεται πάτημα σε πάσης φύσεως συνωμοσιολογίες.
Είναι φυσικά δυσάρεστο ότι ο συνωμοσιολογικός λόγος ευδοκιμεί και σε χώρους ριζοσπαστικής και κριτικής σκέψης, όπως αντιστρόφως είναι αξιοσημείωτο πόσο ετερόκλητο είναι το κομμάτι που θεωρεί ότι όλα όσα γίνονται αποτελούν προϊόν μηχανορραφιών της Εξουσίας και σκοτεινών συμφερόντων (αν και ο σκοπός ποικίλλει: η περιστολή της ελευθερίας, η επίθεση στην εργατική τάξη, η προώθηση την τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, η επιβολή της Νέας Τάξης). Ζητούμενο εδώ δεν είναι να γίνουν επιλεκτικές συγκρίσεις· αυτό που έχει ενδιαφέρον από μια κριτική σκοπιά είναι η ενδεχόμενη ύπαρξη μίας δομής σκέψης, η οποία εκφράζει μία ορισμένη εμπειρία και προσλαμβάνει ποικίλα περιεχόμενα ενώ διατηρεί κάποιες σταθερές, επιτρέποντας έτσι και τον εννοιολογικό της καθορισμό. Αν και δεν μπορούμε να επεκταθούμε, τα ακόλουθα χαρακτηριστικά αποτελούν ορισμένες από αυτές τις σταθερές:
– Πολύπλοκα φαινόμενα, όπως μια παγκόσμια πανδημία που εξελίσσεται, ανάγονται σ’ ένα οργανωμένο σχέδιο κάποιου κέντρου ή συμπλέγματος εξουσίας που κινεί τα νήματα. Το αν θα τον ονομάσουμε «συνομωσιολογικό» ή αν χρησιμοποιείται ο όρος «συνομωσία» δεν έχει πρωτεύουσα σημασία· έχουμε να κάνουμε μ’ έναν λόγο που οργανώνεται στη βάση της παραδοχής μίας σκοπιμότητας, που κινείται πίσω από τα φαινόμενα και ενορχηστρώνει την πορεία τους. Στη βάση αυτού του λόγου υπάρχει ο φόβος μιας γενικευμένης πλάνης, ο οποίος φόβος φυσικά, όπως εύστοχα το έχει θέσει ο Χέγκελ σε σχέση με την συνεπαγόμενη δυσπιστία προς την επιστήμη, μπορεί κάλλιστα να είναι η «ίδια η πλάνη».[1] Από αυτήν την σκοπιά, η κλειστή δομή εξουσίας που προτείνεται μοιάζει να ουδετεροποιεί τον φόβο ότι έχουμε πλανηθεί και προσφέρει μια βεβαιότητα αληθούς γνώσης, ακόμα και αν η αλήθεια είναι άσχημη.
– Η ίδια η επιστήμη ταυτίζεται ως όργανο εξουσίας, σε τέτοιο βαθμό ενίοτε που να μην χρειάζεται καν να εξεταστούν τα ειδικά πορίσματα της. Δεν έχει σημασία τι λένε οι επιστημονικές μελέτες άμα αξιωματικά θεωρείται ότι εξυπηρετούν συμφέροντα. Ακόμα και όταν χρησιμοποιείται κάποια επιστημονική μελέτη (όπως η περιβόητη έρευνα του Ιωαννίδη) γίνεται μόνο και μόνο επειδή ενισχύει μία υφιστάμενη πεποίθηση, όχι στη βάση μιας αξιολόγησης της επιστημονικής της υπεροχής (περί της οποίας άλλωστε δεν μπορεί να αποφανθεί). Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι επιφυλάσσεται στην επιστήμη η ίδια εργαλειακή χρήση για την οποία εγκαλείται η εξουσία. Έτσι εγκαταλείπεται το σαφώς δυσκολότερο εγχείρημα κατανόησης της πολύπλοκης σχέσης επιστήμης και εξουσίας. Σχηματικά μιλώντας, ο επιστημονικός λόγος είναι φορέας μιας γνώσης που μπορεί να λειτουργήσει κριτικά ή απολογητικά προς μία θεσπισμένη εξουσία. Η σχέση μάλιστα με τις υφιστάμενες πολιτικές και οικονομικές δομές εξουσίας ξεπερνά την χρήση ενός αφ’ εαυτού ουδέτερου εργαλείου, ειδικά όταν ο επιστημονικός λόγος (ανα)παράγεται μέσα στους κυρίαρχους θεσμούς και γίνεται ο ίδιος λόγος εξουσίας. Δεν χρειάζεται να προσφύγουμε στο παράδειγμα του Ναζισμού, που μπορεί να κατηγορηθεί άλλωστε για ψευδοεπιστήμη· σήμερα, η επιστήμη έχει γίνει ο τρόπος που το κεφάλαιο βλέπει τον κόσμο.[2] Ακριβώς όμως, αυτή ενότητα περιέχει μέσα της τη διαφορά και επομένως την άρνηση της ταύτισης γνώσης-εξουσίας, δηλαδή το κριτικό πλεόνασμα το επιστημονικού λόγου. Αυτό το πλεόνασμα αφορά όχι μόνο θεσπισμένες εξουσίες αλλά κάθε παγιωμένη αντίληψη. Η εργαλειοποίηση του επιστημονικού λόγου εγκαταλείπει τη δυνατότητα της επιστήμης να ταρακουνά βεβαιότητες, να ανοίγει τον τρόπο που προσλαμβάνεται το πραγματικό και να εμπλουτίζει την εμπειρία.
– Τα γεγονότα οργανώνονται και ερμηνεύονται επιλεκτικά ώστε να επιβεβαιώσουν ήδη ειλημμένες πεποιθήσεις και να συντηρήσουν έναν λόγο που τείνει να γίνεται όλο και περισσότερο παραληρηματικός (δηλαδή να κλείνει στον εαυτό του). Η σκέψη συνεπώς δεν προσπαθεί να διερευνήσει την πραγματικότητα, ψάχνει για αποδείξεις· και φυσικά τις βρίσκει. Ό, τι από την άλλη δεν χωράει στην αφήγηση είτε απορρίπτεται είτε αγνοείται, όπως η αύξηση των θανάτων και η κατάσταση στα νοσοκομεία στην Ελλάδα που δείχνουν την αντικειμενική πίεση της πανδημίας στο σύστημα υγείας. Η όλη νοητική διαδικασία λαμβάνει χώρα και ενισχύει ένα κλειστό σύστημα σκέψης, το οποίο πάνω από όλα εχθρεύεται το ανοίκειο. Για αυτόν τον λόγο επιχειρεί να το αναγάγει ή να το ταυτίσει με κάτι οικείο (ο Covid-19 είναι απλά μία γρίπη) και να το εγγράψει μέσα στον γνώριμο του κώδικα (δεν είναι ιός αλλά εμπορικός πόλεμος/κινέζικη συνομωσία/σχέδιο των ελίτ με την αρωγή της φαρμακοβιομηχανίας κλπ.)
Τίποτα από αυτά δεν αναιρεί ότι η πανδημία έχει γίνει πεδίο οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων, σχεδιασμών, υπολογισμών, και ανταγωνισμών· ούτε ότι ο ιός χρησιμοποιείται προσχηματικά, όπως κραυγαλέα γίνεται στην Ελλάδα, από τον Μεγάλο Περίπατο μέχρι την απαγόρευση συνάθροισης στις 17Νοέμβρη και 6 Δεκέμβρη, για να μην μιλήσουμε για το πλήθος άσχετων τροπολογιών που πέρασαν σε κατεπείγον νομοσχέδιο, υποτίθεται, για τη δημόσια υγεία. Ο συνομωσιολογικός λόγος φυτρώνει πάνω στην πραγματική αδιαφάνεια των διαδρομών και των δομών της εξουσίας. Εξίσου προβληματικό είναι να αντιπαραβάλλεται ο Ορθός Λόγος στην πίστη ή το συναίσθημα, λες και υφίσταται λόγος χωρίς επιθυμία ή λες και υπάρχει κάτι περισσότερο φανατικό από τον λόγο που ταυτίζεται με τη λογική (σαν το «στρατόπεδο της Λογικής» που στήριξε με εμφυλιοπολεμικό πάθος τα μνημόνια και το «Ναι» στο δημοψήφισμα). Το μένος ενάντια στους «ψεκασμένους», που ευδοκιμεί στα socialmedia, και το οποίο δυστυχώς γίνεται βούτυρο στο ψωμί της κυβερνητικήςπροπαγάνδας, καταλήγει να λειτουργεί σαν μια απόλαυση που επιβεβαιώνει τη δική μας αυτό-αναπαράσταση και κρύβει την αδυναμία μας να επηρεάσουμε έστω και λίγο τη διαχείριση της πανδημίας.
Σε αντίθεση προς αυτήν την αυτάρεσκη κριτική, το ζητούμενο είναι να συλλάβουμε τη διαλεκτική ενότητα της κρατικής και συνωμοσιολογικής εργαλειοποίησης της επιστήμης (ενότητα που όπως δείχνει το παράδειγμα του Trump μπορεί να αποκτήσει θεσμική μορφή). Έχουμε δηλαδή να κάνουμε με όψεις μιας ολότητας, του σύγχρονου καπιταλιστικού κράτους και ευρύτερα της παγκόσμιας αγοράς, όπου η τεχνοκρατία παράγει τη συνωμοσιολογία ως αφηρημένη της άρνηση. Αλλά ακριβώς επειδή είναι αφηρημένη, δεν μπορεί να αμφισβητήσει πρακτικά τη τεχνοκρατική εξουσία και καταλήγει να την επιβεβαιώνει.
Η ανάδειξη της γελοιότητας και της ανικανότητας της κρατικής διαχείρισης (οι σχολικές μάσκες, οι αντάρτες παπάδες, η επαναφορά της απαγόρευσης κυκλοφορίας μία ώρα νωρίτερα, η απαγόρευση του ψαρέματος για να ανοίξουν τα σχολεία χωρίς εν τω μεταξύ να υπάρχει κάποια βελτίωση στις υποδομές) βοηθά λοιπόν να διαρρήξουμε το κλειστό κέλυφος της κυρίαρχης ολότητας και να αναδείξουμε ορισμένες από τις εσωτερικές της αντιφάσεις, πχ. ότι η επιστήμη νομιμοποιεί ελάχιστα επιστημονικές αποφάσεις. Το καπιταλιστικό κράτος που βλέπει τον κόσμο μέσα από την επιστήμη μπορεί να έχει στην κεφαλή του κάποιον που συμβουλεύει να κάνουμε εμβόλιο με χλωρίνη, υπουργό ανάπτυξης τον Άδωνι Γεωργιάδη, κυβερνώντες που σταυροκοπιούνται στις κάμερες και υψηλόβαθμα στελέχη που κατανοούν την πολιτική ως σταυροφορία ενάντια στον κομμουνισμό και την Αριστερά. Στο επίπεδο της κριτικής πρόσληψης, η αναγνώριση αυτή μπορεί να βοηθήσει να μην καταλήξουμε σαν κάποιους θεολόγους στον μεσαίωνα που βλέπανε στο κεντρί της μέλισσας που τους τσιμπούσε (ενώ πέθαινε η ίδια) τη σοφία του Θεού. Τουτέστιν, οι γελοίες και ασυνάρτητες όψεις του παρόντος, ακόμα ή και ειδικά στη θεσμική του συγκρότηση, μπορεί να μας απελευθερώσουν από τoν ψυχαναγκασμό ορθολογικού νοήματος που οι σύγχρονες κοινωνίες τεχνοκρατικού ελέγχου, μάνατζμεντ και πρόβλεψης γεννάνε (και που εν μέρει εξηγεί τον πανικό που έχει προκαλέσει ένας ιός που ακολουθεί το δικά του μοτίβα). Ακόμα και αν συνδέονται με υπολογισμούς και εξυπηρετούν συμφέροντα, το ανόητο, το γελοίο, και το ασυνάρτητο παραμένουν αυτό που είναι.
Από την άλλη, ο κίνδυνος που εγκυμονεί η στάση αυτή είναι η γελοιότητα ή η ανικανότητα να υπερκαλύψουν την ορθολογικότητα της κρατικής διαχείρισης· όχι ως έναν αφηρημένο και ανιστορικό Ορθό Λόγο που το Κράτος ενσωματώνει ή αντιστρόφως προδίδει, ούτε ως μια υπολογιστική υπερδύναμη κόστους/οφέλους, αλλά ως ιστορικά προσδιορισμένη μορφή συστηματοποιημένου λόγου, που ερμηνεύει, αξιολογεί και αναπαριστά τα διάφορα φαινόμενα, εγγράφοντας τα σ’ ένα κανονιστικό σύστημα και τα Πρέπει του. Η ορθολογικότητα αυτή δεν χρειάζεται να αρνηθεί το γελοίο αρκεί αυτό να μην αναιρεί το κανονιστικό της πλαίσιο. Αναδεικνύοντας το πλαίσιο αυτό και την ορθολογικότητα που το συγκροτεί, το γελοίο, όπως αντίστοιχα το χυδαίο και το φαιδρό, γίνονται στιγμές μιας έλλογης ολότητας χωρίς να χάνουν τον ειδικό τους χαρακτήρα, που αρνείται στην ολότητα και στον λόγο της να προσλάβουν ολοκληρωτική μορφή. Παρομοίως, μέσα από την ανάδειξη των προσδιορισμών της συγκεκριμένης ολότητας, η παρελκυστική συζήτηση για το αν η πανδημία είναι «πραγματική» μπορεί να ξεπεραστεί από την φανέρωση της διαμεσολαβημένης αντικειμενικότητας της πανδημίας. Διότι η κοινωνική πραγματικότητα, άρα και η πρόσληψη της, είναι πάντα διαμεσολαβήμένη, και παρόλο που η ένταση των γεγονότων καμιά φορά ξεπερνάει τις διαμεσολαβήσεις τους, ποτέ δεν φτάνουμε σε μια άμεση εμπειρία του πράγματος. Με άλλα λόγια, το ζητούμενο εδώ είναι ότι όσο πραγματική είναι η πανδημία –το μεγάλο ταξίδι ενός μικρού ιού σε ένα νέο οικοσύστημα –η πρόσληψη της και επομένως η αντιμετώπιση της φανερώνουν όχι μόνο τη αντικειμενικότητα του ιού αλλά και την (θλιβερή) πραγματικότητα του κόσμου που ο ιός εξαπλώνεται.
Εδώ και αρκετά χρόνια λοιπόν – παράλληλα με την εντατική επέκταση της αγοράς σε όλα τα πεδία της κοινωνικής εμπειρίας και τη συναφή μετάβαση σ’ ένα «κράτος-επιχείρηση» –συντελείται μια διαδικασία μεταβολής του αστικού κράτους σε κράτος-ασφάλειας.[3] Ο όρος δεν υποδηλώνει ότι η ασφάλεια γίνεται αυτοσκοπός ή μοναδικός στόχος του κράτους· σηματοδοτεί την συγκρότηση της ασφάλειας σε μηχανισμό (apparatus) που διαμεσολαβεί και συναρθρώνει τις αξιωματικές που συγκροτούν και κινούν ένα καπιταλιστικό κράτος, πάνω από όλα την Τάξη και το Κέρδος. Θα υπάρχουν προφανώς διακυμάνσεις στο επίπεδο ασφάλειας και συγκυριακές προτεραιότητες· υπάρχουν επίσης δομικές αντιφάσεις, πάνω απ’ όλα ότι τα σημερινά κράτη-ασφάλειας χτίζονται σε μια κατάσταση ενδημικής και γενικευμένης επισφάλειας.[4] Όπως όμως έχει σημειωθεί, «κανείς δεν πέθανε από τις αντιφάσεις του»,[5] και η επισφάλεια γίνεται εν τέλει τεχνική επιβεβαίωσης του κράτους-ασφάλειας αντί για άρνηση του. Το ίδιο ισχύει ουσιαστικά και στην ειδικότερη περίπτωση της πανδημίας: πχ. η ανάγκη ανοίγματος του τουρισμού το καλοκαίρι που επιτάχυνε το δεύτερο κύμα ή η άρνηση κλεισίματος της μεγάλης βιομηχανίας που γίνεται κέντρο διασποράς υπογραμμίζουν την αντίφαση μεταξύ δημόσιας υγείας και οικονομίας· η ασφάλεια όμως είναι ακριβώς μηχανισμός διαμεσολάβησης της αντίφασης και των κινδύνων αποσταθεροποίησης που εγκυμονεί. Υπό αυτήν την έννοια δεν έχουμε να κάνουμε με τη λύδια λίθο που εξηγεί από μόνη της κάθε όψη της πανδημίας είτε στην Ελλάδα είτε ακόμα περισσότερο σε παγκόσμιο επίπεδο, παρά μ’ ένα συνεκτικό και ιστορικά προσδιορισμένο πλαίσιο κατανόησης της κρατικής διαχείρισης και του λόγου που ο κορωνοϊός εμφανίζεται ως «εχθρός» (και όχι πχ. ως σύμπτωμα ενός άρρωστου (οικο)συστήματος).
Παρά τις όποιες αντιφάσεις και διακυμάνσεις στις πολιτικές αυτή είναι η σταθερά που συνδέει το διάστημα μεταξύ πρώτου και δεύτερου lockdown: ο ιός αντιμετωπίζεται πρωτίστως με όρους ασφάλειας, δηλαδή ως απειλή για τη σταθερότητα της κοινωνικής αναπαραγωγής.[6] Από εδώ προκύπτει και το κύριο μέλημα των κρατών, που δεν είναι μια ολιστική θεραπεία, δηλαδή η αντιμετώπιση των δομικών παραγόντων που καθιστούν δυνατή την πανδημία και επιδεινώνουν τις επιπτώσεις της· κύριο μέλημα είναι η ενσωμάτωση του ιού (όπως και τόσων άλλων ιών πριν) στην ομαλή ροή της καθημερινότητας – προφανώς όσο το δυνατόν οικονομικότερα. Την ίδια στιγμή μπορεί όντως να δημιουργήθηκαν συνθήκες που διευκολύνουν ή επιταχύνουν ορισμένες δομικές μεταρρυθμίσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς· η εμπέδωση όμως τέτοιων μακροσκοπικών αλλαγών χρειάζεται εν τέλει μία σχετικά ομαλή αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων, την οποία η πανδημία έχει καταστήσει επίδικο. Όσο απεχθές και αν φαίνεται από μια άλλη οπτική, από τη σκοπιά του κράτους-ασφάλειας ο ιός δεν διαφέρει επί της ουσίας από έναν τρομοκράτη ή έναν παρανομοποιημένο μετανάστη· και όπως μάθαμε να ζούμε με στρατόπεδα συγκέντρωσης, απαγωγές υπόπτων και ειδικά κελιά, μαθαίνουμε να ζούμε με δεκάδες νεκρούς την ημέρα, με μάσκες και αντισηπτικά στη τσέπη.
Φυσικά, στις παρούσες συνθήκες, το lockdown δύσκολα μπορεί να γίνει κανονικότητα καθώς αρνείται κρίσιμα στοιχεία του καπιταλιστικού κανόνα, ο οποίος στηρίζεται στο δίπολο υπεραξία / υπεραπόλαυση. Βασικές όψεις όμως της διαχείρισης της πανδημίας γίνονται εμπειρία και γνώση, εμπεδώνονται και εντάσσονται μέσα στον μηχανισμό ασφάλειας του κάθε κράτους ή σχετικών διεθνών οργανισμών και think-tank. Δεν θα πρέπει να εκπλαγούμε επομένως όταν πολιτικές που ελήφθησαν για την υγειονομική κρίση (όπως η δημιουργία ζωνών ασφάλειας γύρω από περιοχές που κρίνονται επικίνδυνες) υιοθετηθούν για μια επερχόμενη οικονομική, εθνική ή περιβαλλοντική/κλιματική κρίση. Το κράτος-ασφάλειας είναι ένα εγχείρημα συνεχούς αναδιατύπωσης του καπιταλιστικού κανόνα σ’ έναν κόσμο αλλεπάλληλων κρίσεων, όπου η σταθερότητα μπορεί να επιβληθεί μόνο δια της κρατικής διαμεσολάβησης. Από αυτήν τη σκοπιά, η διαχείριση της πανδημίας είναι έκφραση ενός μονωμένου συστήματος που αρνείται να αλλάξει και προσπαθεί να εκτοπίσει από τη δημόσια σφαίρα κάθε συζήτηση για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις ή για τους συστημικούς παράγοντες που βρίσκονται στη βάση της πανδημίας. Εν όψει της επικείμενης περιβαλλοντικής κατάρρευσης και των νέων επιδημιών που ενδέχεται να τη συνοδεύσουν, αυτό είναι το πιο άβολο συμπέρασμα που μπορούμε να εξάγουμε απ’ όσα γίνονται: η δυστοπία μπορεί κάλλιστα να μην έρθει ως αποκάλυψη αλλά ως κρατικά ρυθμισμένη καθημερινότητα που αποτρέπει την κατάρρευση του παλιού και την εμφάνιση κάθε τι νέου.
Αν και έγκυρο στη γενικότητα του, το γενικό αυτό σχήμα υπάρχει μόνο μέσα από συγκεκριμένες μορφές, οι οποίες έχουν ειδικούς καθορισμούς που σχετίζονται με την ιστορικότητα του κάθε κράτους. Υπό αυτήν την έννοια, το ερμηνευτικό πλαίσιο που προτείνεται παρέχει και ένα μέτρο αξιολόγησης των διαφόρων κρατών και των πολιτικών που ακολουθούν σ’ ένα φάσμα που καλύπτει τη μετάβαση από ένα δημοκρατικό κράτος-δικαίου σ’ ένα αυταρχικό κράτος-ασφάλειας (μετάβαση που φυσικά καθίσταται δυνατή από το γεγονός ότι το κράτος δικαίου είναι ήδη ένα κράτος ασφάλειας με σημαντική ικανότητα αυταρχικοποίησης· η σχέση αφορά μια εμμενή διαλεκτική εντός της κρατικής μορφής, όχι την τυπική αντιπαράθεση αντιθετικών μορφών, μία «καλή» η άλλη «κακή»). Στην Ελλάδα συγκεκριμένα, η πανδημία εισέβαλλε σε μια συγκυρία όπου η εμβάθυνση της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης – που είχε ήδη διαβεί ένα ποιοτικό κατώφλι μέσα από τα αλλεπάλληλα μνημόνια –διαμεσολαβείται από την πολιτική και πολιτιστική αντεπίθεση της Δεξιάς. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός ολιγαρχικού καθεστώτος όπου πολιτική και δικαστική εξουσία, κεφάλαιο και ΜΜΕ συναρμόζονται σε μια κλειστή κλίκα. Το καθεστώς αυτό, όπως γίνεται όλο και πιο ορατό διεθνώς, κινείται στα όρια (αν και εντός) της αστικής δημοκρατίας και αγκαλιάζει τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό μόνο στον βαθμό που μπορεί να παίζει με τους κανόνες του (γι’ αυτό άλλωστε η θεολογία της ελεύθερης αγοράς διαπλέκεται με το νεποτισμό, τη διαφθορά, και τις πελατειακές σχέσεις).[7] Το μίγμα πολιτικό-οικονομικής ολιγαρχίας και δεξιού συντηρητισμού βοηθά να καταλάβουμε όχι μόνο γιατί ακόμα και σ’ ένα υγειονομικό ζήτημα η ασφάλεια ταυτίζεται πρωτίστως με την αστυνομία,αλλά εν γένει γιατί η διαχείριση της πανδημίας είναι πιο αυταρχική σε σχέση με άλλα δημοκρατικά κράτη· η καθολική επιταγή της ασφάλειας διαμεσολαβείται από την ειδική ανάγκη προστασίας του ολιγαρχικού μπλοκ που έχει στηθεί και που φιλοδοξεί να βρίσκεται στην εξουσία για πολλά χρόνια.[8] Βοηθά επίσης να δούμε τη λογική μέσα στον παραλογισμό και τη χυδαιότητα που ονομάζονται «κυβερνητική πολιτική» (πχ. τη στοχοποίηση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων για την εξάπλωση του ιού) όπως και μέσα στην απροκάλυπτη προπαγάνδα που ονομάζεται κατ’ ευφημισμό «ενημέρωση», αδιαφορώντας αν είναι πειστική εφόσον κάνει μονόλογο.
Θα πρέπει να είναι σαφές με βάση ό, τι έχει ειπωθεί πως η ανάδειξη της ασφάλειας ως κύριου σημαίνοντος της κρατικής διαχείρισης της πανδημίας δεν ακυρώνει την ύπαρξη υγειονομικών (ή άλλων διακριτών) παραγόντων σε κάποιες σημαντικές αποφάσεις. Το επίδικο είναι ότι οι υγειονομικοί παράγοντες ενσωματώνονται σε μία λογική που θέτει την ασφάλεια ως προϋπόθεση και συστατική μορφή της οικονομικής ανάπτυξης, της κοινωνικής ευταξίας και της πολιτικής σταθερότητας. Έτσι πρέπει να δούμε και το τρέχον lockdown, ως ένα μέτρο ασφάλειας που παρά την προφανή του αποτυχία να σταματήσει τη διασπορά του ιού, εμφανίζεται να συνεισφέρει σε μια σχετική σταθεροποίηση που εμποδίζει την κατάρρευση του δημόσιου συστήματος υγείας. Μάλιστα, ακόμα και αν αυτή η χρησιμότητα δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, το ρίσκο του να μην γίνει lockdown μαζί με την ανάγκη να παρθούν κάποια μέτρα (αφού άλλες επιλογές έχουν ουσιαστικά απορριφθεί) το καθιστά από τη σκοπιά της κυβέρνησης θεμιτό και αναγκαίο. Υπάρχει εδώ φυσικά, με τη αμέριστη συμβολή των ΜΜΕ, μια κυνική κανονικοποίηση των θανάτων και της κατάστασης στα νοσοκομεία· και επειδή καμία προπαγάνδα δεν μπορεί να διαγράψει μονοκονδυλιά τη ζοφερή κατάσταση που επικρατεί, η δικαιολόγηση του παρόντος συνοδεύεται και από εμπόριο ελπίδας για το μέλλον, μέσα από τη διαμεσολαβημένη από το θέαμα προσμονή της αγίας δυάδας του εμβολίου και του πακέτου ενίσχυσης. Το γεγονός πάντως ότι έχει επενδυθεί τόσο συμβολικό και υλικό κεφάλαιο στο εμβόλιο – το οποίο ανεξάρτητα του πόσο θα βοηθήσει από μόνο του δεν αποτελεί «θεραπεία» –επικυρώνει την απόλυτη άρνηση για αλλαγή πορείας και την αναγωγή της πανδημίας σε ζήτημα ασφάλειας, αφού ουσιαστικά το εμβόλιο θα κάνει πιο ασφαλή την επαναφορά της κοινωνικής ζωής στους κανονικούς της ρυθμούς.
Σε κάθε περίπτωση, όσο συστηματική και αν είναι η προπαγάνδα, όσο λυτρωτικό πλεόνασμα και αν επενδυθεί στο εμβόλιο και στα ευρώ που έρχονται, δεν γίνεται να ελεγχθεί πλήρως όχι μόνο η διασπορά του ιού αλλά και συναισθημάτων όπως η απογοήτευση και η οργή, που μπορούν να δράσουν αποσταθεροποιητικά. Ειδικά στην Ελλάδα, η ολιγαρχική και νέο-συντηρητική δομή του κράτους-ασφάλειας δημιουργεί ένα αποπνικτικό περιβάλλον για σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού (ειδικά τους νέους, αλλά όχι μόνο), δημιουργώντας έτσι και τις συνθήκες για μία κοινωνική έκρηξη. Αν κάθε σύστημα παράγει τους εν δυνάμει νεκροθάφτες του, η πανδημία είναι διφορούμενη διαδικασία, καθώς την ίδια στιγμή που ενισχύει τις δομές εξουσίας υπονομεύει την κοινωνική ειρήνη.[9] Φυσικά, από την ίδια διαλεκτική σκοπιά, καμία εξέγερση δεν θα παραγάγει αυτόματα την υπέρβαση του κράτους-ασφάλειας και ακόμα λιγότερο του καπιταλισμού· αντιθέτως, ενδέχεται να το ενδυναμώσει, οδηγώντας το ακόμα και πέρα από μια δημοκρατική μορφή (αν και το τελευταίο σενάριο δεν φαντάζει άμεσα πιθανό, η συγκυρία είναι διαφορετική από παλιότερες δεκαετίες). Η αμφισβήτηση λοιπόν της κρατούσας συνθήκης πρέπει να ξεπεράσει την εικόνα της αμεσολάβητης, εξεγερσιακής της καταστροφής, δηλαδή τη στιγμή της αφηρημένης άρνησης.
Δυστυχώς, η κριτική στην κυρίαρχη διαχείριση της πανδημίας τείνει προς μια τέτοια αφηρημένη μορφή, καθώς είτε από τη σκοπιά ενός ελευθεριακού/δημοκρατικού ριζοσπαστισμού είτε ενός συνταγματικού δικαιωματισμού, αντιπαρατάσσει την «ελευθερία» στον «αυταρχισμό» σαν απόλυτα μεγέθη. Το πρόβλημα εδώ δεν είναι ότι οι δύο αυτές μορφές δεν είναι αντιθετικές ή ότι ο αυταρχισμός για να ξεπεραστεί δεν χρειάζεται μια εμβάθυνση στις μορφές της ελευθερίας. Το πρόβλημα είναι ότι η τυπική τους αντιπαράθεση δεν μπορεί να συλλάβει τη διαλεκτική τους σχέση εν τω γίγνεσθαι της. Θα έπρεπε όμως να έχει γίνει σαφές ότι μια αντιμετώπιση της πανδημίας που θα καθοριζόταν από τις ανάγκες και τις επιθυμίες των εργαζόμενων και πληβειακών τάξεων (πχ. επίταξη ιδιωτικών κλινικών, άμεση χρηματοδότηση δημόσιας υγείας και παιδείας, εκτεταμένες εργασιακές και στεγαστικές ρυθμίσεις) θα χρειαζόταν να επιβληθεί στις ανώτερες τάξεις, δηλαδή να προσλάβει αυταρχικές μορφές. Εξίσου σαφές θα έπρεπε να είναι ότι, όπως δεν «υπάρχει υγεία χωρίς δικαιοσύνη και ελευθερία», η ελευθερία χωρίς ένα άρτιο σύστημα κοινωνικής μέριμνας και δημόσιας υγείας καταλήγει να γίνει προνόμιο, ειδικά σε μία κατάσταση υγειονομικού κινδύνου. Για αυτό τον λόγο και η κριτική στο ίδιο το lockdown πρέπει να έχει προσδιορισμένη μορφή· τίποτε δεν αποκλείει την πιθανότητα ενός lockdown που θα επιβληθεί από τα κάτω, με χαρακτηριστικά που θα αντιστοιχούν στην ιστορική κίνηση που εγγράφεται.
Ομολογουμένως, τα πράγματα κάθε άλλο παρά υποδεικνύουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Ειδικά στην Ελλάδα, η μακρά ζάλη από την ήττα των αγώνων και της ελπίδας για αλλαγή που έφεραν, σε συνδυασμό με την επικράτηση των πιο συντηρητικών και αντιδραστικών τάσεων τόσο στο πολιτικό όσο και στο κοινωνικό επίπεδο, έχει δώσει στην κυβέρνηση σχεδόν απόλυτη πρωτοβουλία κινήσεων.Το θεωρητικό επίδικο πάντως δεν αλλάζει: μέσα στη γελοιότητα και τη δυστοπία της τρέχουσας πανδημίας και στους πραγματικούς αγώνες που παράγει μπορούμε να βρούμε την ιστορική δυνατότητα άρνησης της θλιβερής μας πραγματικότητας, δηλαδή τους προσδιορισμούς μιας συγκεκριμένης ουτοπίας. [10]
[1]G.W.F. Hegel, Φαινομενολογία του Νου, μτφ. Γ. Φαράκλας, (Αθήνα: Εκδόσεις Εστία, 2007), §74. Ευχαριστίες στον Γιάννη Σαρρή που μου θύμισε τη σχετική φράση μέσα από ένα post του.
[2]Βλ. Iain Ball and Gene Ray, “Through the Lens, Darkly”, στο Camera Atomica, ed. John O’ Brian, Toronto: Black Dog Publishing, 2015.
[3]Βλ. George S. Rigakos, Security/Capital: A General Theory of Pacification, Edinburgh: Edinburgh University Press, 2016.
[4]Βλ. Isabell Lorey, State of Insecurity: Government of the Precarious, London and New York: Verso, 2015.
[5]Gilles Deleuze και Felix Guattari, Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια: Ο αντι-Οιδίπους, μτφ. Β. Πατσογιάννης, Αθήνα:Πλέθρον, 2016.
[6]Πρβλ. Χρήστος Φιλιππίδης, «Είμαστε σε πόλεμο με ένα αόρατο εχθρό»: Πανδημία, βιοπολιτική και αντιεξέγερση, Αθήνα: Εκδόσεις FUTURA, 2020.
[7] Εξαιρετικά ενδιαφέρον εδώ είναι το κείμενο του Παύλου Ρούφου, «Η εύθραυστη συνταγματικότητα της λιτότητας στην Ελλάδα», Το Διαλυτικό, τεύχος 4, Δεκέμβριος 2020.
[8]Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, σε όλα τα κράτη η ασφάλεια διαμεσολαβείται από τα ειδικά συμφέροντα της κυβέρνησης ή κάποιων κομματιών της κυρίαρχης τάξης. Απλά η Ελλάδα στην παρούσα φάση διακρίνεται από το υψηλό επίπεδο σύζευξης πολιτικής και οικονομικής εξουσίας και την προσπάθεια να αποκλειστεί η αντιπολίτευση από το παιχνίδι εναλλαγής που χαρακτηρίζει τον κοινοβουλευτισμό. Το αστείο είναι ότι ο Σύριζα προσπαθεί να πείσει για τον ρόλο του ως «προοδευτικός» πόλος σταθερότητας σε ένα νέο δικομματισμό, αλλά για την ώρα εις μάτην. Από την άλλη, παρόλο που θα υπάρξει λυσσαλέα προσπάθεια αποφυγής τέτοιου ενδεχόμενου, σε περίπτωση εκλογικής νίκης του Σύριζα δεν προβλέπεται κάποια προσπάθεια εκτεταμένης θεσμικής εκτροπής (τύπου στρατιωτικό πραξικόπημα), ακριβώς γιατί σε δομικό επίπεδο ούτε το κράτος ούτε το κεφάλαιο έχουν κάτι να φοβούνται.
[9]Βλ. Endnotes, “Onward Barbarians”, https://endnotes.org.uk/other_texts/en/endnotes-onward-barbarians
[10]Σε ένα προγραμματικό επίπεδο, προς μια ανάλογη κατεύθυνση κινείται το κείμενο των Crimethink, “Exercise: What would an anarchist program would look like?”, Μετάφραση στα Ελληνικά από το Κενό Δίκτυο: https://voidnetwork.gr/2020/12/18/prosxedio-politikou-programmatos-anarchikon-koinoniki-apeleutherosi-crimethinc/
Κενό Δίκτυο [ Θεωρία, Ουτοπία, Συναίσθηση, Εφήμερες Τέχνες]
κείμενο: Γιώργος Σωτηρόπουλος, διδ. Πολιτικής Φιλοσοφίας, μέλος της συλλογικότητας Κενό Δίκτυο