Σημειώσεις για μια θεωρητικοποίηση της θανατοπολιτικής οικονομίας- Αντώνης Μπαλασόπουλος

February 10, 2021

1.

Γνωρίζουμε, τόσο από αφηγήσεις επιζώντων όσο και από τα έργα ιστορικών, ότι ο ρυθμός θανάτωσης κρατουμένων στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν αντιστρόφως ανάλογος με αυτόν της έντασης των παραγωγικών αναγκών των εργοστασίων, και συνεπώς, των καταναλωτικών αναγκών της γερμανικής οικονομίας: με άλλα λόγια, για όσο διάστημα οι ανάγκες για παραγωγική εργασία ήταν ιδιαίτερα ψηλές, οι κρατούμενοι είχαν καλύτερες πιθανότητες επιβίωσης διότι τρέφονταν κάπως καλύτερα, εκτίθεντο λίγο δυσκολότερα σε θανατηφόρες συνθήκες, και εκτελούνταν λιγότερο συχνά.

2.

Στο “Για την υπεράσπιση της κοινωνίας”, ο Φουκώ γράφει ότι δεν μπορούμε να σκεφτούμε τη μετατροπή της βιοπολιτικής σε θανατοπολιτική χωρίς την έννοια της φυλετικής διαφοράς, που επιτρέπει την κατασκευή της έννοιας της “υγείας” της συλλογικότητας ενός έθνους με όρους που καθιστούν μια άλλη πληθυσμιακή ομάδα επιβλαβή για αυτή την υγεία και άρα θανατώσιμη, εξαλείψιμη. Αυτό είναι δίχως αμφιβολία σωστό, θα πρέπει όμως να προστεθεί και ο “πραγματιστικός” παράγοντας των εργασιακών αναγκών που θίχτηκε πιο πάνω. Μια πληθυσμιακή ομάδα δεν μπορεί να είναι συνειδητά εξαλείψιμη εάν δεν θεωρείται επίσης παραγωγικά άχρηστη και ακόμα και επιζήμια. Και αυτό δεν μπορεί να συμβεί όταν οι παραγωγικές ανάγκες ενός κράτους υπερβαίνουν την δυνατότητά του να βρει επαρκή εργασιακή δύναμη στον πληθυσμό του.

3.

Το “Μια μετριοπαθής πρόταση” του Τζόναθαν Σουίφτ (1729) αποκαθιστά τον διπλό χαρακτήρα του θανατοπολιτικού κριτηρίου που λείπει από την ανάλυση του Φουκώ: η εξαλειψιμότητα των Ιρλανδών βασίζεται αναμφίβολα στην κατασκευή τους ως κάτι λιγότερο από ανθρώπων με τους φυλετικούς όρους του αγγλικού αποικιακού βλέμματος της εποχής, αλλά βασίζεται εξίσου στην αντίληψή τους ως υπεράριθμων, πλεοναζόντων, παραγωγικά παρασιτικών, άχρηστων και επιζήμιων για την εθνική οικονομία.

Ο Σουίφτ βασίζει την σκέψη του σε μια κυριολεκτικοποίηση και συνάμα αντιστροφή του νοήματος της γνωστής μερκαντιλιστικής φόρμουλας “ο πλούτος ενός έθνους είναι ο λαός του”, αναδεικνύοντας ότι ως παραγωγική δύναμη, ο λαός της Ιρλανδίας είναι μάλλον αίτιο της φτώχειας της, και μπορεί να γίνει πηγή πλούτου όχι ως “ζώσα εργασία”, όχι ως παραγωγός εμπορεύσιμων προϊόντων, αλλά ως νεκρό εμπόρευμα, ως προϊόν κανιβαλικής κατανάλωσης.

4.

Μια θανατοπολιτική οικονομία μπορεί να αναπτυχθεί μόνον όταν συντρέχουν ταυτόχρονα οι συνθήκες της φυλετικής αλλοτριοποίησης και της παραγωγικής στασιμότητας και οικονομικής ύφεσης. Μετά το Ολοκαύτωμα, η θανατοπολιτική οικονομία συνέχισε την καριέρα της έξω από την Ευρώπη, σε ζώνες του “τρίτου κόσμου” όπου η ιστορική ενσωμάτωση της θανατοπολιτικής ως σύμφυτης με την ανάπτυξη από τον καιρό ήδη των αποικιοκρατικών γενοκτονιών (στο Μεξικό, το Κογκό, τη Βραζιλία, την Κολομβία) επέτρεψε την ταχεία προσαρμογή “παρα-οικονομιών” (αλλά στην πραγματικότητα οικονομιών κλίμακας, πολλές φορές πολύ μεγαλύτερης από αυτή των “νόμιμων” οικονομιών) στη βάση του θανάτου και της θανάτωσης. Κεντρικοί άξονες της “τριτοκοσμικής” θανατοπολιτικής οικονομίας: το εμπόριο ναρκωτικών, το εμπόριο ανθρώπινων οργάνων, το εμπόριο ζωντανών σωμάτων (πορνεία, σύγχρονη δουλεία), το εμπόριο όπλων, μορφές ακραία ανθυγιεινής αλλά επικερδούς εργασίας που οδηγούν τους εργάτες βραχυπρόθεσμα στο θάνατο και δημιουργούν ανάγκες για εύκολα και χωρίς νομικές επιπλοκές αναλώσιμα σώματα (ορυχεία, εξόρυξη ραδιενεργών υλικών, διαχείριση τοξικών αποβλήτων, κλπ). Στο γιγαντιαίο της μυθιστόρημα Το Το Αλμανάκ των νεκρών, η Αμερικανο-Ινδιάνα Λέζλι Μάρμον Σίλκο διερευνά εξονυχιστικά την συγκρότηση ενός δικτύου από θανατοπολιτικούς άξονες που απλώνεται στα σύνορα Μεξικού-ΗΠΑ, με πρωταγωνιστικά εμπορεύματα τα ανθρώπινα σώματα, τα όπλα, και τα ναρκωτικά. Με δεδομένη την συνεπή εξαφάνιση στοιχείων για τις ανθρώπινες ζωές που φονεύονται στα πλαίσια της θανατοπολιτικής οικονομίας, την αδιαφορία κρατών και νόμου, η γραφή που κινείται έξω από τα πλαίσια της παραδοσιακής τεκμηρίωσης εξακολουθεί να είναι μια εξίσου σημαντική πηγή ανάλυσης της θανατοπολιτικής οικονομίας, όπως ήταν και στο ευρωπαϊκό πλαίσιο αναφοράς. Το Άκλαφτοι νεκροί της Nancy Scheper-Hughes (για τη Βραζιλία), όπως και μια νέα γενιά ακαδημαϊκής έρευνας πάνω στην οικονομία που προϋποθέτει την αναλωσιμότητα της ζωής ανθρώπινων σωμάτων (Achille Mbembe, Neferti Tadiar, Rosi Braidotti, Melissa W. Wright κ.α), από την άλλη, είναι απαραίτητες υπενθυμίσεις του γεγονότος ότι η θανατοπολιτική οικονομία δεν είναι απλά το προϊόν της νοσηρής φαντασίας συγγραφέων όπως ο Σουίφτ του “Μια μετριοπαθής πρόταση” (για την Ιρλανδία), ο Τζόζεφ Κόνραντ της Καρδιάς του Σκότους (για το Βελγικό Κογκό), ο Κόρμακ Μακάρθυ του Ματωμένος μεσημβρινός (για τις Νοτιοδυτικές ΗΠΑ και το Μεξικό) ή η Λέζλι Μάρμον Σίλκο του Αλμανάκ των Νεκρών (για τις Νοτιοδυτικές ΗΠΑ και το Μεξικό).

5.

Η θανατοπολιτική οικονομία δεν εδραιώνεται στη βάση της σύλληψης και ανάλυσης της χρήσης της εργασιακής δύναμης και της παραγωγικότητας όπως κυρίαρχησε να γίνεται στον δέκατο ένατο αιώνα. Οι έννοιες αυτές ήταν καθοριστικής σημασίας σε μια εποχή ραγδαίας βιομηχανικής ανάπτυξης, και φυσικά βρέθηκαν στο κέντρο της βιοπολιτικής, της πολιτικής οικονομίας, αλλά και των φυσικών επιστημών όπως η θερμοδυναμική (βλ. Anson Rabinbach, Η ανθρώπινη μηχανή). Η αποκλειστική ενασχόληση του Μαρξ με τις έννοιες της εργασιακής δύναμης και της παραγωγικότητας αποτελεί ένα από τα πραγματικά όρια της εργασίας του από τη σκοπιά του παρόντος. Η κριτική της πολιτικής οικονομίας που περιέχει το Κεφάλαιο δεν είναι ακόμα κριτική της θανατοπολιτικής οικονομίας, και δεν θα μπορούσε να είναι, εφόσον ο θάνατος δεν συλλαμβάνεται εκεί παρά ως “ατύχημα”, προϊόν της αδιαφορίας του κεφαλαίου για την ανθρώπινη ζωή μπροστά στην παραγωγικότητα και στις παραγωγικές ανάγκες. Η θανατοπολιτική οικονομία όμως δεν είναι μια οικονομία για την οποία ο θάνατος είναι ένα “ατυχές” παράγωγο μιας διαδικασίας με άλλους πρωτογενείς στόχους. Ο θάνατος, ως βιολογικό γεγονός, ως απειλή, ως μορφή “επίλυσης” οικονομικών προβλημάτων ή διαφορών, ως δυνατότητα που καθιστά ένα σώμα εμπορικά χρήσιμο, είναι αντίθετα θεμελιώδης προϋπόθεση της θανατοπολιτικής οικονομίας.

6.

Θα ονομάσουμε θανατοπολιτική οικονομία τη συνάντηση της δυνατότητας ενός σώματος όχι να εργαστεί, απαραίτητα, αλλά να πεθάνει, με την επινόηση νέων δυνατοτήτων συσσώρευσης κεφαλαίου. Στην περίπτωση της εμπορίας οργάνων (προϊόντος της εκρηκτικής αντίφασης ανάμεσα στην ανάπτυξη των βιοτεχνολογιών απ’ τη μία και τη μαζική φτώχεια απ’ την άλλη), η δυνατότητα ενός άρρωστου αλλά εύπορου σώματος να πεθάνει, και η απειλή του θανάτου από οικονομικά αίτια ενός άλλου σώματος επιτρέπουν την απόσπαση ζωτικών οργάνων από το δεύτερο σώμα (με όσες συνέπειες υγείας μπορεί να έχει αυτή) προς όφελος του πρώτου σώματος. Στην περίπτωση της μαζικής θανάτωσης εργατριών σε maquiladoras του Μεξικού, η αναλωσιμότητα του “παράνομα” εργαζόμενου και ανώνυμου σώματος, η εύκολη αντικαταστασιμότητά του, η έλλειψη κρατικής του προστασίας το καθιστούν πρακτικότερα φονεύσιμο παρά οικονομικά αποζημιώσιμο, προς όφελος της μεγιστοποίησης της συσσώρευσης. Στην περίπτωση του εμπορίου ναρκωτικών και της χρήσης ανθρώπινων σωμάτων ως μεταφορέων ναρκωτικών ουσιών, το σώμα του μεταφορέα είναι ένα ασήμαντο δοχείο για τη μεταφορά ενός άκρως επικίνδυνου για την υγεία του ίδιου εμπορεύματος, χρήσιμο μόνο για αυτή τη λειτουργία, εύκολα αντικαταστάσιμο ως μέσο διακίνησης ουσιών που είναι οι ίδιες συχνά θανατηφόρες για άλλα σώματα, στοιβαγμένα σε παραγκουπόλεις ή στα αστικά κέντρα του μητροπολιτικού καπιταλισμού.

7.

Η θανατοπολιτική οικονομία αναπτύσσεται παράλληλα με την βιοπολιτική, είναι η άλλη της οικονομικά σημαίνουσα όψη, δεν είναι όμως καθαρά αναγώγιμη στην κυρίαρχη εξουσία, όπως ισχυρίζεται στο έργο του ο Τζιόρτζιο Αγκάμπεν. Η εργασία του Αγκάμπεν, ακολουθώντας τις αρχικές διερευνήσεις του Καρλ Σμιτ, υποπίπτει σε ένα σφάλμα για το οποίο είχε προειδοποιήσει ήδη ο Φουκώ στο “Για την υπεράσπιση της κοινωνίας”: υποστασιοποιεί τη νομική σφαίρα και συνεπώς την κυρίαρχη εξουσία πάνω στην οποία βασίζεται κάθε έννοια δικαίου και δικαιωμάτων, ενώ τόσο η βιοπολιτική όσο και η πειθαρχική εξουσία κινούνται εξ ορισμού έξω από την σφαίρα αυτή, και συνεπώς δεν αφορούν ούτε την κυρίαρχη εξουσία ούτε το περιοριστικό της παραπλήρωμα που κληροδότησαν κυρίως οι αστικές επαναστάσεις: τα “δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη.” Δεν είναι ότι υπάρχει, για να το θέσουμε διαφορετικά, απλώς μια “κατάσταση εξαίρεσης” από την “ορθή” νομική τάξη που επιτρέπει την ανάδυση της θανατοπολιτικής οικονομίας· είναι ότι η θανατοπολιτική οικονομία αναδύεται ακριβώς στο σταυροδρόμι μορφών βίας που κινούνται κάτω ή πάνω από την νομική σφαίρα, μορφών βίας που δεν παραπέμπουν στην κυρίαρχη εξουσία και δεν την εγκαλούν στην ύπαρξη.

8.

Ό,τι είναι ο κυρίαρχος για τη βιοπολιτική-ως-θανατοπολιτική του Αγκάμπεν είναι η αγορά για τη θανατοπολιτική οικονομία. Ό,τι είναι το στρατόπεδο συγκέντρωσης ως βιομηχανία θανάτωσης για τον Αγκάμπεν είναι μια σειρά διαφορετικών —σημερινών και παλαιοτέρων— ζωνών για τη θανατοπολιτική οικονομία. Από μια οπτική, το Γκουλάγκ είναι συμβατότερο με τις σημερινές θανατοπολιτικές ζώνες στον ύστερο, παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό από ό,τι το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Στις Ιστορίες από την Κολιμά —το διαβόητο Γκουλάγκ— o Βαρλάμ Σαλάμοφ αναδεικνύει ήδη μια σημαίνουσα διαφορά ανάμεσα στους δύο σημαντικότερους χώρους θανατοπολιτικής των μέσων του εικοστού αιώνα: στο Γκουλάγκ, η θανάτωση δεν είναι αυτοσκοπός· μάλλον, η αναλωσιμότητα του σώματος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αύξηση της παραγωγικότητας, τη μείωση των καταναλωτικών αναγκών των εργαζομένων, και την αύξηση της συσσώρευσης κάτω από απαγορευτικές για την υγεία καιρικές συνθήκες· τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αντίστροφα, εξυπηρετούν παραγωγικές ανάγκες μόνο κατ’ εξαίρεσιν, όταν υπάρχει έλλειψη επαρκούς ντόπιου εργατικού δυναμικού, και είναι υπό “φυσιολογικές” συνθήκες αφιερωμένα στη μαζική θανάτωση.

Το Γκουλάγκ είναι εκ θεμελίων χώρος θανατοπολιτικής *οικονομίας*, για αυτό και η μαζική θανάτωση με εκτέλεση είναι σπανιότατο φαινόμενο· το στρατόπεδο συγκέντρωσης είναι χώρος *απλής θανατοπολιτικής*, με τη μαζική θανάτωση να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, και με τις οικονομικές διαστάσεις και χρήσεις να είναι δευτερεύουσες, συγκυριακές, συχνά “εκ των υστέρων” σκέψεις που απλώς συμπληρώνουν την ούτως ή άλλως επιβαλλόμενη θανάτωση με ένα οικονομικού χαρακτήρα μπόνους, όπως η συλλογή χρυσών δοντιών, τριχών από τα μαλλιά, ανθρώπινου λίπους ή σκελετών γυαλιών για τις ανάγκες της γερμανικής βιομηχανίας σε καιρό πολέμου. Από μια άλλη οπτική, η επιμονή των φυλετικών κριτηρίων στη διαμόρφωση της κάστας των κολασμένων της γης που τροφοδοτούν με φονεύσιμα ή αναλώσιμα σώματα τη νέα θανατοπολιτική οικονομία παραπέμπει περισσότερο στο ναζιστικό μοντέλο παρά σε αυτό που περιγράφει ο Σαλάμοφ.

9.

Οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη, και κυρίως η κάθετη αύξηση πληθυσμιακών ομάδων που, από την σκοπιά της ορθόδοξης πολιτικής οικονομίας, είναι επίσημα πλέον παραγωγικά άχρηστες (εφόσον έχουν απολυθεί και παραμένουν άνεργες, διογκώνοντας τον λεγόμενο “εφεδρικό στρατό εργασίας” πέρα από τα χρηστικά του όρια) αλλά ακόμα και επιζήμιες, εφόσον αποτελούν βάρος για τα ήδη ουσιαστικά χρεοκωπημένα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας (ιδιαίτερα το ταμείο ανεργίας και τα συνταξιοδοτικά ταμεία) και υγείας, καθώς επίσης και η αύξηση ομάδων ανθρώπων που εκτίθενται στη βία του δρόμου έξω από κάθε κοινωνική μέριμνα και προστασία (όπως οι αυξανόμενοι άστεγοι), μάς αναγκάζουν να ακολουθήσουμε προσεκτικότερα την έρευνα που διεξάγεται στα σύνορα πρώτου και τρίτου κόσμου, καθώς ο τρίτος κόσμος “εσωτερικεύεται” στον πρώτο, τόσο ως στόχος νέων θυματοποιήσεων από τη ρατσιστική βία όσο και ως δυνητικό μοντέλο για τη μοίρα “γηγενών” τμημάτων του ευρωπαϊκού πληθυσμού που θα παίξουν το ρόλο των νέων “αλλότριων” της Ευρώπης. Θα πρέπει συνεπώς να στραφούμε με αρκετά επείγοντα τρόπο στην κατανόηση και χαρτογράφηση των λειτουργιών μιας θανατοπολιτικής οικονομίας, για την οποία ο νεκρός, θνησιγενής ή φονεύσιμος άνθρωπος είναι πια χρησιμότερος από τον άνθρωπο ως φορέα ζωντανής εργασίας.

Αντώνης Μπαλασόπουλος– Αναπληρωτής Καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας, Τμήμα Αγγλικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Κύπρου

2/12/2011

Previous Story

Η ανθρώπινη επαφή είναι πλέον είδος πολυτέλειας- Nellie Bowles New York Times

Next Story

Οι Αναρχικοί εναντίον της Χολέρας – O Mαλατέστα και η επιδημία του 1884


Latest from Theory

Go toTop