Ταξίδευε μονάχος – Μαρία Κυριάκη

December 21, 2021

Ταξίδευε μονάχος
κι ύστερα με τη φαμίλια του
το σπίτι πίσω γκρεμισμένο
το κλειδί
στο στήθος.

Αφού έμεινε όρθια η πόρτα
θα το ξανακτίσω
κάποια μέρα.
Νοίκιασε βάρκα
για να τους περάσει απέναντι
ήταν πιο κρύο το απέναντι
απ’ τη θάλασσα
μα πίσω
τα είχαν όλα αφανίσει η φωτιά
και το μαχαίρι
κρατούσε το κλειδί στο στήθος
μια μέρα θα γυρίσω
να το ξαναστήσω
αφού η πόρτα του έμεινε άκαυτη.
Ταξίδευε από τον δρόμο της θαλάσσης
κι ύστερα απ’ των βουνών τα στήθη
κι αργότερα περπάτησε
στο βούρκο της κοιλάδας
με τα παιδιά του όλα
κρεμασμένα από τα μαλλιά του
ταξίδεψε ώσπου οι ίσκιοι
σβήσανε τους ζωντανούς
σαν γομολάστιχες
ώσπου
κανείς πια δεν ακολουθούσε
ακόμα κι όσοι
μελετούσανε τα χνάρια του
να τον τσακώσουν
κάπου στάθηκαν
να ξαποστάσουν,
σε μια πυρά
στην κόχη κάποιου βράχου
να ψήσουν και να φάνε
ή απλά να κοιμηθούν.

Ταξίδεψε
κι έτσι όρθιο περπατώντας
τον πήρε ο ύπνος και τον τύλιξαν
τα όνειρα
κι άρχισαν να βυζαίνουν
την ψυχή του
καθώς περνούσε το ποτάμι
βαδίζοντας ανάλαφρα
μέσα απ’ τα ρεύματα

Κι όλο το γάλα
που είχε κάποτε θηλάσει
άδειασε από μέσα του
όλο το λευκό, έγινε μαύρο.
Μα εκείνος περπατούσε ακόμα
πλάι του περπατούσε η αγάπη του
ούτε που ήξερε
ούτε που ήθελε να μάθει
αν ήταν ζωντανή
ή πεθαμένη.
Γλίστρησε περπατώντας
μέσα από τη χαραμάδα του λυκόφωτος
άρπαξε την ομίχλη
και σκαρφάλωσε στο σύννεφο
ακόμα ταξιδεύει
ξεκόλλησε απ’ το πόδι το παπούτσι
έπεσε το κουπί απ’ το χέρι
άνοιξε η βαλίτσα
κρεμάστηκαν στα δέντρα
τα υπάρχοντα του
σαν στολίδια
περπατούσε εκείνος
ώσπου έκανε τον κύκλο
κι επέστρεψε στη γη του
απ’ την ανάποδη

Που πας τον ρώτησε ο γείτονας
Σπίτι γυρίζω
με περιμένει η μάνα
Μα δεν μπορείς δυστυχισμένε
έχεις πια πεθάνει
δεν βλέπεις;
Τρύπησε το σώμα σου
και φαίνεται από μέσα
όλη η πόλη
Όμως δεν ξέρει η μάνα μου
πως πέθανα
Γυρίζει το κλειδί στην κλειδαριά
πατάει στο κεφαλόσκαλο
μπαίνει στην κάμαρη
μια μυρωδιά κανέλας
τον θερίζει
ουρλιάζει η μάνα
πάλι τον γεννάει
το πρώτο πρώτο κλάμα του
σχίζει τη νύχτα
ζευγαρώνει
με την κραυγή του λύκου
στο φεγγάρι
είναι έτοιμος
να μεγαλώσει λίγο
και να μάθει τα όπλα
κι ύστερα
όποιον βρεθεί στο δρόμο του
όταν περπατά
να τον σκοτώνει.

__________________

ΜΑΡΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ

Η Μαρία Κυριάκη γεννήθηκε στην Αθήνα. Το πρώτο της βιβλίο κυκλοφόρησε το 1996 με τίτλο Υπάρχει Θεός κι αν ναι, γιατί διστάζει να εμφανιστεί; (Δελφίνι). Συμμετείχε στη συλλογή διηγημάτων Ο φύλακας των ψυχών, που κυκλοφόρησε το 1999 από τις εκδόσεις Κέδρος.

Previous Story

SOS- Το Στέκι στο Βιολογικό απειλείται μετά από 34 χρόνια

Next Story

Socialism in Black Queer Time: 70s and the Erotic Potentials of Radical Politics- Roderick Ferguson


Latest from Poetry

Brikena Gishto- 3 ποιήματα

«Θα βρεθούμε ξανά» Ήξερε πως δεν απόμενε πολύς καιρός ήξερε πως έπρεπε να βιαστεί μα όσο πίστευε πως ήξερε τόσο περισσότερο έχανε το μυαλό
Go toTop