Κενό Δίκτυο: Κράτος, εθνικισμός – και ο πόλεμος στην Ουκρανία

Στην υπόθεση της Ουκρανίας -όπως και σε κάθε διακρατικό ανταγωνισμό- δεν μπορούμε παρά να αξιολογήσουμε τις εξελίξεις αφού πρώτα τις τοποθετήσουμε σε ένα ευρύτερο ιστορικό συμφραζόμενο.

Από την κορυφαία για την εξέλιξη του σύγχρονου κόσμου ιστορική διαδικασία της αποικιοκρατίας, και τους δύο παγκόσμιους πολέμους, ως τον ψυχρό πόλεμο, και τους πολλούς τοπικούς πολέμους ανά τον κόσμο (Βιετνάμ, Ιράκ, Αφγανιστάν, Γιουγκοσλαβία, Φόκλαντς), οι διακρατικές διαμάχες είχαν τη ρίζα τους στην προσπάθεια επέκτασης ή διατήρησης της κυριαρχίας μιας δύναμης επί μιας άλλης. Συνήθως, οι μεγάλες δυνάμεις διεκδικούσαν να ελέγχουν εδάφη που εκτείνονταν πέρα από την άμεση εδαφική (και πολιτισμικά οριοθετημένη) κυριαρχία και δικαιοδοσία τους. Στην προσπάθεια αυτή άλλοτε επιχείρησαν να εξαφανίσουν ολόκληρους λαούς και πολιτισμούς -όπως συνέβη με τους ιθαγενικούς πληθυσμούς στην αμερικανική ήπειρο, την Αυστραλία και την Αφρική- άλλοτε αλληλοεξοντώθηκαν -όπως στους δύο παγκόσμιους πολέμους- και άλλοτε διεξήγαγαν πολέμους δια αντιπροσώπων -όπως στην περίπτωση της Μέσης Ανατολής και της Νοτίου Αμερικής.

Συνεπώς, δεν είναι αρκετό να δούμε την υπόθεση της Ουκρανίας μόνο μέσα από τις κινήσεις ενός Ρώσου αυταρχικού ηγέτη, ούτε μέσα από το πρίσμα της παραβίασης του διεθνούς δικαίου. Και αυτό για τρεις λόγους: 

Πρώτον, επειδή δεν γίνεται να αγνοήσουμε την παρουσία του ΝΑΤΟ, που μετά την πτώση της ΕΣΣΔ και στο πλαίσιο της αναδυόμενης «νεοφιλελεύθερης συναίνεσης» έγινε στρατιωτικό όχημα εμπέδωσης της αλλά και αστυνομικός θεσμός ενάντια σε φυγόκεντρες δυνάμεις. Έτσι, στη βάση του ρόλου των ΗΠΑ στη νέα αυτή φάση «παγκοσμιοποίησης», το ΝΑΤΟ έγινε ουσιαστικά μηχανισμός εδραίωσης της υπό αμερικάνικης ηγεμονίας, παγκόσμιας, τεχνοκρατικής αυτοκρατορίας του κεφαλαίου. Για να το θέσουμε με παραδειγματικούς (και εν πολλοίς ρητορικούς) όρους, τι ακριβώς έκανε μια υποτιθέμενη “αμυντική συμμαχία” βομβαρδίζοντας, την Γιουγκοσλαβία χωρίς την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας, πραγματοποιώντας, ιστορικά, μία από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές επιχειρήσεις σε ευρωπαϊκό έδαφος; Πως μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η Γιουγκοσλαβία ισοπεδώθηκε από το ΝΑΤΟ για τα συμφέροντα των ΗΠΑ και του δόγματος περί «νέας τάξης πραγμάτων» που αυτές έφεραν; Συνιστούσε εκείνο το συμβάν πόλεμο -έστω κάποιας μορφής- η “ειδική στρατιωτική επιχείρηση”;

Ακόμα και αν δεν είναι απλά ένα ισχυρό στρατιωτικό όργανο των Αμερικάνων, το ΝΑΤΟ δεν υφίσταται ούτε μπορεί να νοηθεί έξω από την ιμπεριαλιστική πολιτική των ΗΠΑ. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι οι διακρατικές σχέσεις ανάμεσα στη Ρωσία και τις ΗΠΑ τα τελευταία 30 χρόνια δομούνταν σε μεγάλο βαθμό από τις αρχικές διαβεβαιώσεις των νατοϊκών ότι δεν σκοπεύουν επέκταση της συμμαχίας προς τα ανατολικά και τη σταδιακή αθέτηση αυτών των υποσχέσεων. Το ότι αυτές οι διαβεβαιώσεις, όπως μας υπενθυμίζει ο Σπινόζα, δεν έχουν ουσιαστική ισχύ έξω από τις πραγματικές σχέσεις ισχύος  και την ιστορική τους εκδίπλωση, υποδεικνύει προς την ουσία του ζητήματος (κάτι για το οποίο θα επανέλθουμε).

Δεύτερον, ο πόλεμος μεταξύ κρατών στη σύγχρονη μορφή του τείνει να περικλείει τη σύγκρουση, και επομένως έξαρση, δύο ή περισσότερων εθνικισμών. Και τούτο διότι ο εθνικισμός είναι η ιδεολογία του νεωτερικού έθνους-κράτους και επομένως μια από τις αναπόφευκτες γλώσσες δικαιολόγησης μιας εμπόλεμης κατάστασης. Ως καθορισμένη ιστορική μορφή το σύγχρονο κράτος στηρίχθηκε στον πόλεμο για τη γέννησή του και την οργάνωση της κοινωνίας στη κλίμακα που πρότεινε: τα όρια του κράτους ως έννομη τάξη κυριαρχίας να συμπίπτουν με τα γεωγραφικά όρια του έθνους. Πρόκειται πραγματικά για μια εξωφρενική ιδέα που συνεχίζει να αιματοκυλεί την ανθρωπότητα, να παράγει την πολιτισμική διαφορά (δηλαδή, κάποιες φορές τις ίδιες τις εθνοτικές ομάδες ως διακριτές συλλογικές οντότητες) και να οδηγεί συστηματικά σε τραγωδίες και εθνοκαθάρσεις. Σύνδεση του χώματος με το αίμα: γερμανική ιδιοφυής σύλληψη! Ακόμα και η ρεπουμπλικανική αντίληψη περί έθνους που αντλεί από την Αμερικάνικη και Γαλλική επανάσταση, και η οποία ομολογουμένως πρόσφερε τη γλώσσα σε μια ολόκληρη επαναστατική παράδοση, μετά την εδραίωση της κρατικής μορφής, τείνει αναπόδραστα να γίνει γλώσσα νομιμοποίησης της κυριαρχίας, του αποκλεισμού, της βίας και της επέκτασης.

Στην περίπτωση του ελληνικού κράτους, ο εθνικισμός οδήγησε στην τραγωδία της Σμύρνης με τη βοήθεια της μεγάλης φαντασίωσης – με εντελώς υλικές όμως επιπτώσεις – που αποκαλέσαμε “Μεγάλη Ιδέα”. Ο εθνικισμός είναι επίσης υπεύθυνος για την τραγωδία που ζει η Κυπριακή κοινωνία εδώ και τόσες δεκαετίες και στις δύο πλευρές του νησιού.

Ρητορική περί ζωτικού χώρου χρησιμοποίησε πράγματι και ο Χίτλερ και το ίδιο κάνει τώρα και ο Πούτιν. Η διαφορά όμως είναι ότι ο πρώτος ήταν ναζί και ως τέτοιος έκαιγε στα κρεματόρια οποιονδήποτε δεν ήταν “άριος”, ενώ ο δεύτερος είναι ο αυταρχικός ηγέτης μιας χώρας που θυσίασε 20 εκατομμύρια ανθρώπους για να σταματήσει τους ναζί. Η διαφορά είναι ιλιγγιώδης. Και είναι διαφορά περιεχομένου όσο και μορφής: παρ’ όλη την απολυταρχία, τη διαφθορά και τις διαρκείς παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που περιγράφουν τη δυσλειτουργία των επίσημων θεσμών και το τεράστιο έλλειμμα δημοκρατίας στη χώρα, η Ρωσία δεν είναι ένα φασιστικό κράτος. Αυτό φυσικά δεν δικαιολογεί τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, διότι ανεξαρτήτως πλαισίου πρόκειται περί εισβολής. Οφείλουμε όμως να είμαστε αυστηροί στις αναλογίες και παρομοιώσεις που κάνουμε διότι καθορίζουν την οπτική μας, άρα και την πολιτική μας στάση.

Αξίζει επίσης να επισημανθεί ότι η ένθεν και κείθε ταύτιση της Ρωσίας με την ΕΣΣΔ, είναι ανυπόστατη, τουλάχιστον στο ιδεολογικό πεδίο. Από την άλλη, στο γεωπολιτικό και οικονομικό πεδίο τα πράγματα είναι σαφώς πιο πολύπλοκα, εφόσον η ΕΣΣΔ (από ένα σημείο και μετά) έγινε σε σημαντικό βαθμό η συνέχεια του Ρωσικού κράτους· έτσι και η Ρωσική Ομοσπονδία, μαζί με τους δορυφόρους της, κληρονομεί την συνθήκη που άφησε η ΕΣΣΔ. Η άνοδος του Πούτιν στην εξουσία, είναι και η έκφραση αυτής της «συνέχειας του κράτους», ενάντια στην επιθετική (και καταστρεπτική για τις πληβειακές μάζες) αποσάθρωση που προηγήθηκε. Άλλωστε, πέρα από κάποιους φασίστες, όπως ο Γεωργιάδης, ποιοι θεωρούν «τους  κομμουνιστές» επικίνδυνους και ονειρεύονται ακόμη εξορίες (αλήθεια, “επικίνδυνους” για ποιον;).

Παρά το ειδικό συμβολικό βάρος του κομμουνισμού για την κατασκευή ποικίλων ταυτοτήτων και αντιλήψεων, όλες οι χώρες, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο,  κινούνται στο ρυθμό της καπιταλιστικής οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας. Το ίδιο και η Ρωσία. Εντός αυτού του παγκόσμιου συστήματος, οι εθνικισμοί συνεχίζουν να αναπτύσσονται και οι ισχυρές δυνάμεις συνεχίζουν να ανταγωνίζονται η μία την άλλη με όρους εθνικούς, χωρίς αναφορές στις πολιτικο-ιδεολογικές διαφορές του παρελθόντος. Ο ανταγωνισμός σήμερα, παρόμοια μέχρι ενός σημείου με τον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αφορά την ισχύ εντός του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού συστήματος. Αλλά ο πολιτικό-οικονομικός ανταγωνισμός πάντα διεξάγεται μέσα από ένα πλήθος ιδεολογικό-πολιτισμικών διαμεσολαβήσεων, εκ των πραγμάτων ιστορικά καθορισμένων.

Έτσι, δύσκολα μπορεί να εγκαταλειφθεί η ιδέα ότι η πολιτισμική αναπαράσταση της Ρωσίας στη ‘Δύση’ περνά μέσα από τη φαντασιακή σύλληψη (και συγκρότηση) της διαφοράς. Στο κρατικό επίπεδο, η εχθρότητα απέναντι στη Ρωσία ξεκάθαρα έχει για αντικειμενική της βάση τον ανεξάρτητο ηγεμονικό γεωπολιτικό και οικονομικό της ρόλο και την φιλοδοξία της (πολιτική έκφραση των οποίων είναι ακριβώς «ο Πουτινισμός»). Επίσης, στο  κοινωνικό φαντασιακό (όπως αυτό φυσικά διαμεσολαβείται από τις θεαματικές αναπαραστάσεις των ΜΜΕ) η προϊούσα καχυποψία και εχθρότητα προς τη Ρωσία οφείλεται στην τρέχουσα προσπάθεια του Πούτιν να ανακτήσει η χώρα την παλιά αυτοκρατορική της ισχύ. Και στα δύο (σχετιζόμενα μεταξύ τους) επίπεδα, ωστόσο, η εχθρότητα υποδαυλίζεται από τη στερεοτυπική κατασκευή της Ρωσίας ως απειλητικής αυταρχικής δύναμης που έρχεται από τη βάρβαρη Ανατολή. Εντός αυτής της πολιτισμικής κατασκευής της ετερότητας βρίσκει τη λειτουργική του θέση ο αντανακλαστικός και άρρητος αντικομμουνισμός που ορισμένοι στρατιωτικοί και διπλωμάτες της Δύσης έχουν προ πολλού εσωτερικεύσει.

Σε αυτό το εντατικό πεδίο διεπαφής ανάμεσα στις πολιτικές και οικονομικές επιδιώξεις των ηγεμονικών κέντρων και τις ιδεολογικές τους επενδύσεις, εμμονές  και προκαταλήψεις, το διεθνές δίκαιο δεν μπορεί παρά να τηρείται κατά περίπτωση και με βάση τα συμφέροντα που διακυβεύονται – άλλοτε να γίνονται επικλήσεις σε αυτό και άλλοτε να αγνοείται.

Οι φιλελεύθεροι και σοσιαλδημοκράτες κάθε κοπής και τάσης θα ανταπαντήσουν ότι υπάρχει ένα ολόκληρο υλικό σύστημα κανόνων, διαβουλεύσεων, συμφωνιών, αποφάσεων, οργάνων και θεσμών το οποίο παράγει αυτό που αποκαλούμε “διεθνές δίκαιο”, και το οποίο έχει ρυθμιστικό ρόλο· ακόμα και όταν αγνοείται από κάποια κράτη, η ενεργή του πραγματικότητα μας επιτρέπει να κριτικάρουμε αυτήν την στάση ενώ την ίδια ώρα προσδίδει στο «δέον» θεσμική άρα και πρακτική υπόσταση (δηλαδή οριοθετεί σαφώς τι «πρέπει να γίνει» και «πώς μπορεί» αυτό να γίνει).

Εδώ δεν είναι σίγουρα ο κατάλληλος χώρος για μια εκτενή συζήτηση περί διεθνούς δικαίου, η οποία εκ των πραγμάτων προϋποθέτει μια ευρύτερη ανάλυση του δικαίου εν γένει. Η παραβίασή του ωστόσο ως γεγονός που τελείται συστηματικά από τον ισχυρό καθιστά την ερμηνεία της πραγματικότητας με βάση μόνο το διεθνές δίκαιο σύμπτωμα ενός κανονιστικού φορμαλισμού ο οποίος δεν βοηθά να εξηγήσουμε μια περίπλοκη κατάσταση και τη δυναμική που αυτή εμπεριέχει. Θεμελιωμένο στη φιλελεύθερη δικαιική λογική που το συστηματοποίησε, το διεθνές δίκαιο είναι εντελώς αδύναμο τόσο να ρυθμίσει τις πραγματικές σχέσεις των κρατών όσο και να προσφέρει μια θεωρητική βάση κατανόησης τους. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και διαφορετικά: απέναντι σε ‘δυνατούς παίκτες’ το διεθνές δίκαιο συνιστά ένα αδύναμο εργαλείο και γι’αυτό, ειδικά σε στιγμές κρίσης, δεν επαρκεί ούτε για να υπαγορεύσει και να οργανώσει πρακτικά τη δράση των ισχυρών, ούτε για να το λάβουμε ως κύριο δεδομένο στην κατανόηση περίπλοκων ιστορικών διαδικασιών που διαμορφώνουν τους διακρατικούς ανταγωνισμούς και τις διεθνείς ισορροπίες. Εκτός και αν θέλουμε να γίνουμε η δυστυχισμένη συνείδηση αυτού του κόσμου, μαζί με τους φιλελεύθερους και ένα σημαντικό κομμάτι της Αριστεράς.  

Ο τρίτος λόγος για τον οποίο πρέπει να είμαστε προσεχτικοί στην οπτική μας, συνδέεται με τους συλλογικούς αυτοπροσδιορισμούς και το χαρακτήρα του ουκρανικού εθνικισμού. Μας βοηθά δε να καταλάβουμε την πολυπλοκότητα της πρόσληψης της Ρωσικής εισβολής από του Ουκρανούς, δηλαδή εν τέλει του πώς προσλαμβάνουν τον εθνοτικό ‘εαυτό’ και τον εθνοτικό ‘άλλο’ στη συγκεκριμένη περίπτωση. Κάτι τέτοιο σαφώς κάνει πολύ προβληματικό τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται από τους δυτικούς αξιωματούχους και τα ‘δυτικά’ μίντια η εισβολή στην Ουκρανία, δηλαδή ως επίθεση μιας ξένης δύναμης σε μια πλήρως διακριτή εθνική κοινωνία. Τα εμπειρικά δεδομένα που μπορεί να παραθέσει οποιοσδήποτε γνωρίζει το παραμικρό για την ουκρανική κοινωνία υποδεικνύουν κάτι τελείως διαφορετικό.

Μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας υπάρχει έντονη πολιτισμική συνάφεια, με βαθιές ιστορικές ρίζες, που φτάνουν στη ίδια της συγκρότηση της Τσαρικής Ρωσίας ως ηγεμονική πολιτική μορφή της Σλαβικής εθνοτικής ομάδας. Ακόμα και σήμερα ένα μεγάλο ποσοστό των οικογενειών τόσο στην Ουκρανία όσο και την Ρωσία είναι μεικτές και οι συγγένειες εξαπλώνονται πέρα από τα σύνορά τους. Σε αυτό το σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού, ο συγκεκριμένος πόλεμος φαίνεται  μάλλον ως εμφύλιος. Ειδικά στα ανατολικά, οπού υπήρξε και απόσχιση, ένα μεγάλο ποσοστό Ουκρανών δεν έχει ιδιαίτερο πρόβλημα πολιτικής πρόσδεσης στη «Μαμά Ρωσία», εξου και οι ρωσικές δυνάμεις δεν συνάντησαν αρχικά μεγάλη αντίσταση προελαύνοντας στο εσωτερικό της χώρας.

Από την άλλη πλευρά, το ουκρανικό έθνος-κράτος εκ των πραγμάτων συγκρότησε την ταυτότητα του απέναντι στη Ρωσική κυριαρχία, κομμάτι της οποία θεωρήθηκε και η περίοδος της ΕΣΣΔ. Αυτή η «αντί-Ρωσική» εθνική αφήγηση εντείνεται μετά τα γεγονότα του 2014 στη χώρα, όταν και οι ισορροπίες διαταράχθηκαν από την βίαιη πολιτική στροφή προς της Δύση άρα και το ΝΑΤΟ. Σε αυτό το πλαίσιο γεωπολιτικής και οικονομικής αναδιάρθρωσης ο ουκρανικός εθνικισμός ριζοσπαστικοποιείται και φαίνεται να αποκτά απήχηση στον κοινωνικό χώρο. Ακόμα και έτσι, μέχρι πρόσφατα είναι αμφίβολο αν, έξω από τους ακραίους εθνικιστικούς κύκλους, μέρος των οποίων είναι και οι νεοναζί του λεγόμενου «Δεξιού Τομέα» (PravyySektor) με τις μαυροκόκκινες σημαίες ή του ακόμη ευρύτερου και πολυσυλλεκτικου, ενταγμένου στον ουκρανικό εθνικό στρατό, “Ταγματος του Αζωφ” , οι περισσότεροι Ουκρανοί επιθυμούσαν να πολεμήσουν εναντίον της Ρωσίας (κάτι που ισχύει και αντιστρόφως). Αυτό ακριβώς ανατρέπει τώρα καθοριστικά ο ρωσικός επεκτατισμός, υποδαυλίζοντας ακόμα περισσότερο τον ουκρανικό εθνικισμό.

Στα ‘δυτικά’ Μ.Μ.Ε και στον κυρίαρχο λόγο εν γένει κυριαρχεί μια εκκωφαντική σιωπή για τις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες και τη συλλογική ταυτότητα στην Ουκρανία. Στην πραγματικότητα, η επίθεση στην Ουκρανία πλήττει το πανσλαβικό αφήγημα -που συνιστά κεντρικό γνώρισμα του εκεί εθνορομαντισμού- αντικαθιστώντας το με το εθνικιστικό μίσος. Δεν είναι αυτό αντιφατικό προς το γεγονός ότι η Ρωσία εμφανίζεται ως ο κύριος πολιτικός εκφραστής αυτού του εθνορομαντισμού; Από την άλλη, ο υβριδικός χαρακτήρας της συλλογικής, εθνικής ταυτότητας στην Ουκρανία ή το ότι αυτή παρουσιάζεται αμφοτεροβαρής ως προς τη διάκριση «ρωσικό» – «ουκρανικό» έθνος και το σχετικό αίσθημα του συλλογικού ανήκειν, αποτελεί καταλύτη της επίθεσης. Αν με όρους εθνο-πολιτισμικών σχέσεων και συλλογικών ταυτοτήτων, υπερισχύει η ομοιότητα και η συνάφεια παρά η εθνοτική διαφορά, χωρίς να ταυτίζονται ή να αφομοιώνει αναγκαστικά η μία ομάδα την άλλη, η επίθεση από τη σκοπιά της Ρωσίας παύει να θεωρείται ως εισβολή. Αν, ακόμη περισσότερο απ’ό,τι συμβαίνει σε άλλες χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, οι Ουκρανοί βρίσκονται, κατά κάποιον τρόπο, σε ένα ταυτοτικό μεταίχμιο, αφού η διαδικασία οικοδόμησης του ουκρανικού έθνους-κράτους είναι ασταθής και εν εξελίξει, η επίθεση την Ουκρανία μπορεί να είχε ως άρρητο σκοπό το ριζική παρέμβαση στη σχετική διαδικασία. Η δε αστάθεια του ουκρανικού πολιτικού συστήματος και η δυσλειτουργία των δημοκρατικών θεσμών της ουσιαστικά συντελεί σε αυτήν την επιχειρούμενη πρόσδεσή στη Ρωσία (για μια χώρα στην οποία πρόεδρος είναι ένας πρώην ηθοποιός που υποδυόταν τον πρόεδρο σε ουκρανικό σίριαλ [!]).

Μπροστά λοιπόν στο εγχείρημα σταθεροποίησης της ουκρανικής θεσμικής οργάνωσης και δημοκρατίας εντός της Ε.Ε. -που φαίνεται να αποτελούσε βασική διεκδίκηση των διαμαρτυριών του 2014 και που αναγκαστικά πήρε τη μορφή ενός αντί-ρωσισμού, ανοίγοντας έτσι χώρο ακόμα και για τον εθνικισμό που αντλεί από τους συνεργάτες τις Ναζιστικής εισβολής – ο Ρωσικός ιμπεριαλισμός, μπροστά στον πολύ πραγματικό κίνδυνο της Ουκρανικής πρόσδεσης στο ΝΑΤΟ (δηλαδή της επέκτασης του τελευταίου), απάντησε με μια επιχείρηση ενίσχυσης του δεσμού με τη Ρωσία.

Φυσικά, εφόσον ο Ρωσικός αιφνιδιασμός δεν κράτησε πολύ και ο πόλεμος τραβάει, είναι δύσκολο να δούμε πως θα μπορούσε μια καθεστωτική αλλαγή να φέρει τίποτα άλλο από αστάθεια. Ίσως για αυτό και η πίεση για μια συνθήκη ουδετερότητας της Ουκρανίας να είναι όντως το πιο άμεσο αίτημα του Πούτιν, το οποίο ουσιαστικά δεν απευθύνεται μόνο στην Ουκρανική ελίτ αλλά στους Αμερικάνους.

Αν υπάρχει κάποιο πρακτικό επίδικο για εμάς σε όλα αυτά είναι ότι το ζήτημα επουδενί δεν αφορά να διαλέξουμε μεριά. Είναι καιρός να μάθουμε απέναντι στα διαζευκτικού τύπου ερωτήματα να είμαστε καχύποπτοι. Να διατηρούμε, δηλαδή, την επιλογή ‘να μην είμαστε ούτε με τον έναν ούτε με τον άλλον’.

Εδώ μάλλον φαίνεται πως έχουμε δύο πλευρές –τη Ρωσία και τη ‘Δύση’- που φοβούνται και προσλαμβάνουν ως απειλή η μία την άλλη με τους όρους που έχει διαμορφώσει αφενός η ιστορία των συγκρουόμενων επεκτατικών εθνικισμών-ιμπεριαλισμών και αφετέρου η πραγματικότητα που έχει διαμορφώσει η καπιταλιστική οικονομία στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη εκδοχή της.

Δεν θα στηρίξουμε, επομένως, κανέναν από τους δύο.

Ένας λόγος ακόμη περισσότερο να μην στηρίξουμε κανέναν, διαφαίνεται και από το γεγονός ότι στα πλαίσια των κάποτε, – αλλά όχι πλέον – περιθωριακών θεωριών σαν αυτών της 4ης πολιτικής θεωρίας, βρισκόμαστε μπροστά στην πιθανότητα δημιουργίας ενός βαθιά αυταρχικού άτυπου συνασπισμού από ετερόκλητες χώρες (από την Βόρεια Κορέα, έως το Ιράν και την Κίνα) σε αύξουσα τροχιά σύγκρουσης με το σύνολο ενός διακριτού πολιτισμού πλέον στα μάτια τους οριζόμενο ως “Δύση”.

Η ουδετερότητα, με ανάδειξη των πραγματικών συμφερόντων των από τα κάτω, με ταξικά χαρακτηριστικά και η δυναμική  φιλειρηνική μας δράση και πρόταση, είναι, κατά τη γνώμη μας, η ενδεδειγμένη στάση στη προκειμένη περίπτωση και επομένως δεν έχει να κάνει με μια αφηρημένη άρνηση του πολέμου. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο από τη στιγμή που οι συνέπειες ενός τέτοιου πολέμου θα μας επηρεάσουν όλους. Υπό αυτό το πρίσμα, η αναγέννηση του διεθνούς αντι-πολεμικού κινήματος το οποίο έχει εξαφανιστεί εδώ και πάνω από 15 χρόνια (απόδειξη η παντελής απουσία του κατά τη διάρκεια του Συριακού εμφυλίου) ίσως να μπορούσε να ασκήσει κάποια θετική επίδραση στις εξελίξεις. Κρίνοντας, όμως, από το περιεχόμενο του δημόσιου λόγου, τη μικρή δυναμική της συλλογικής δράσης σήμερα και κυρίως την όχι άμεση θερμή σύγκρουση ΝΑΤΟ και Ρωσίας στο πεδίο της μάχης, το ενδεχόμενο αυτό δεν θα πρέπει να το θεωρήσουμε ιδιαίτερα πιθανό. Παρόλα αυτά το αντιπολεμικό αίτημα του παγκόσμιου πυρηνικού αφοπλισμού αποδεικνύεται σήμερα εξαιρετικά αναγκαίο.

Ειδικά στον ελλαδικό χώρο οφείλουμε μια διαυγή και κριτική ματιά για τον συλλογικό εαυτό. Παρατηρώντας προσεχτικά το παρελθόν και διερωτώμενοι για το μέλλον οφείλουμε να αμφισβητήσουμε τις υποστασιοποιημένες αναπαραστάσεις των συλλογικών αυτοπροσδιορισμών που αναπαράγουν με ευκολία οι εγχώριες πολιτικές και οικονομικές ελίτ, ώστε να υπερβούμε τα ψεύτικα διλήμματα που εκβάλλουν σε απλοϊκές απαντήσεις. Το «ανήκουμε στη Δύση» ως αντίληψη δεν κρύβει απλώς τον εθνοκεντρισμό, τον εθνικισμό και οριενταλισμό των ελίτ –επί της ουσίας, δηλαδή, την ημιμάθεια τους- αλλά αντανακλά, επίσης, τη συνθήκη που ορίζει ολόκληρη την πρόσφατη ιστορία της χώρας και που οδηγεί τον Μητσοτάκη να στέλνει όπλα στην Ουκρανία: τη μόνιμα συγκεκαλυμμένη εξάρτησή της -τουλάχιστον στο επίπεδο των υψηλών αποφάσεων και της οικονομίας- την πλασματική και κατ’ όνομα ανεξαρτησία της, αυτό που ο Michael Herzfeld αποκαλεί ‘κρυπτο-αποικιοκρατία’.

Η πραγματικότητα της ‘κρυπτο-αποικιοκρατίας’, αποτέλεσμα της ιδεολογικο-πολιτικής κατίσχυσης των ευρωπαϊκών δυνάμεων, δεν επιτρέπει σε όσες και όσους ζουν στον ελλαδικό χώρο ελεύθερα να αναδημιουργήσουν τον πολιτισμό και τη συλλογική τους ταυτότητα με βάση την πολιτισμική ιστορία της περιοχής, ιστορία η οποία χαρακτηρίζεται μέσα στους αιώνες από μια μακρά παράδοση μετακινήσεων, ρευστών και διαπερατών συνόρων, πολυφυλετικής, διαπολιτισμικής συνύπαρξης και ανταλλαγής με τους υπόλοιπους λαούς της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων. 

Η συμβολή ενός αντιηγεμονικού κινήματος έχει να κάνει και με αυτή την ανανέωση του πολιτισμικού περιεχομένου στον ελλαδικό χώρο, παράλληλα με τη στήριξη των κοινωνικά αποκλεισμένων και υποτελών ομάδων. Ακριβώς γι’αυτό, με πλαίσιο αναφοράς τη μακρο-κλίμακα και το σύνολο του κοινωνικού χώρου, δεν μπορούμε παρά να πάρουμε σήμερα την αντιπολεμική θέση.

Υπό το βάρος των εξελίξεων στην Ουκρανία δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η συγκυρία διαθέτει κορυφαία ιστορική σημασία. Παρακολουθούμε μία ευθεία βίαιη πρόκληση στην ισορροπία δυνάμεων των ηγεμονικών κέντρων, η οποία έχει πολύ ενδιαφέρον να συνδεθεί με την οικονομική πρόκληση που διεξάγει η Κίνα. Μπορεί να συντελείται, έτσι, κάτι που ήδη συζητιέται από καιρό, ωστόσο η έκβαση είναι πραγματικά αβέβαιη, ειδικά από τη στιγμή που την ‘πρώτη κίνηση’ έκανε η ρωσική στρατοκρατία. Σε μια περίοδο στην οποία πολλοί άνθρωποι, ενώ αντιλαμβάνονται το ρόλο της πλανητικής κυριαρχίας στην εξελισσόμενη κοινωνική και περιβαλλοντική παρακμή, δεν έχουν πια κουράγιο να φωνάξουν, η σύγκρουση στην Ουκρανία σκιαγραφεί μια εξαιρετικά αντιφατική εικόνα που αναδύθηκε ιδιαίτερα μέσα στην πανδημία και έχει τεράστια αξία τόσο για τις ελευθεριακές δυνάμεις του καιρού μας όσο και για τις ριζοσπαστικές δυνάμεις γενικότερα. Από τη μία μοιάζει να μην γνωρίζουμε τον τρόπο για να επιβιώσουμε χωρίς κάποιου είδους κρατική οργάνωση, από την άλλη το κράτος μας οδηγεί σε κοινωνική, υγειονομική, οικονομική και περιβαλλοντική καταστροφή. Πώς θα διαχειριστούμε με πραγματισμό μια τόσο περίπλοκη πραγματικότητα;

Μπορεί η δυστοπία ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος ή μιας ευρείας κλίμακας οικολογικής (άρα κοινωνικής) κατάρρευσης να φαντάζει ακόμη μακρινή (;), αλλά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι οι δυνάμεις που γέννησαν αυτές τις προοπτικές σαν τεχνική δυνατότητα και πολιτικο-στρατιωτική επιλογή είναι ακριβώς οι κυρίαρχες δυνάμεις σήμερα, το κεφάλαιο, η τεχνοκρατία και τα κάθε είδους στρατιωτικά-βιομηχανικά συμπλέγματα, ο εθνικισμός και το σύγχρονο κράτος.

Κλείνουμε με ορισμένες παρατηρήσεις οι οποίες θα φωτίσουν πιο ολοκληρωμένα το σκεπτικό που μας οδηγεί να θεωρούμε την στάση ουδετερότητας στον πόλεμο αυτόν ως τη μόνη ενδεδειγμένη επιλογή από τη σκοπιά της κοινωνικής χειραφέτησης. Όπως και κάθε αυταρχικός ηγέτης που διεξάγει πόλεμο, ο Πούτιν με τη επίθεση στην Ουκρανία υπονομεύει ή τέλος πάντων διακινδυνεύει την ίδια του την εξουσία. Το τέλος της, όμως, ελπίζουμε πως θα έρθει με έναν εσωτερικό ξεσηκωμό του ρωσικού λαού και ιδιαίτερα των πιο καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων. Η Ουκρανία μπορεί φυσικά να αποτελέσει την αφορμή γι’ αυτό, αλλά η μάχη για την πτώση του δεν μπορεί να δοθεί σε ουκρανικό έδαφος. Μεταξύ άλλων, διότι εδώ ο εθνικός πόλεμος και η πολυμερής σύγκρουση σημαίνουν όχι μόνο το θάνατο στρατιωτών και αμάχων που ποτέ τους δεν στήριξαν το απολυταρχικό καθεστώς της Ρωσίας, αλλά και την πυρηνική απειλή. Τούτο, βεβαίως, συνεπάγεται ότι το φαινόμενο της αυταρχικής εξουσίας του Πούτιν δεν μπορεί να αναχθεί στη σφαίρα της ατομικής ψυχολογίας και της προσωπικότητας, όπως σκόπιμα και με τεχνητή ελαφρότητα υπονοεί η φιλελεύθερη θέση που παρουσιάζει τους αντιδημοκράτες ως «τρελούς». Το πρόβλημα δεν είναι ότι ο Πούτιν είναι «παράφρων». Το πρόβλημα είναι ότι ίδια η αντιπαράθεση δημοκρατίας και αυταρχισμού χάνει σήμερα την τυπική εγκυρότητα που είχε (η οποία ιστορικά ήταν φυσικά πάντα πιο πολύπλοκη). Τα δημοκρατικά πολιτικά συστήματα και οι θεσμοί τους σε ολόκληρο τον κόσμο, ανεξαρτήτως της ειδικά εθνικής εκδοχής τους, υπάγονται με αμείωτη ένταση στο πλέγμα σχέσεων και πρακτικών που αποκαλούμε «καπιταλισμό». Ενώ λοιπόν τα κράτη συνεχίζουν να είναι δρώσες δυνάμεις,  ο σύγχρονος παγκοσμιοποιημένος και αλληλοσυνδεδεμένος κόσμος των διακρατικών σχέσεων και ανταγωνισμών ρυθμίζεται από τη ενεργή παρουσία του κεφαλαίου και τις προσταγές συσσώρευσης και αξιακής ανατίμησης που το ορίζουν.

Μαζί λοιπόν με μια αντίφαση –  ο διακρατικός ανταγωνισμός τείνει να υπονομεύει την καπιταλιστική ολότητα που του επιτρέπει να υφίσταται – υπάρχει και μια αλήθεια που οι θιασώτες του φιλελεύθερου λόγου δεν αντέχουν να ακούγεται, καθώς είναι αλήθεια που καλεί σε πολιτική μετατόπιση και προσωπική εμπλοκή αλλά και στην αμφισβήτηση πολλαπλών πολιτισμικών σταθερών και αντιλήψεων.

Η μορφοδιάταξη των δημοκρατικών θεσμών και η συνάρθρωσή τους με τη δικαιική τάξη και την οικονομία επιτρέπει την ταυτόχρονη και αέναη αναπαραγωγή, δηλαδή τη μόνιμη συμπαρουσία, αντιπροσώπευσης, αυταρχισμού και ανισότητας σε πολλά κοινωνικά πεδία και στον τρόπο λήψης αποφάσεων. Πρόκειται επίσης για μια δυναμική σχέση που σήμερα όλο και λιγότερο μπορεί να πάρει τη τυπική μορφή της δημοκρατίας. Οι σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες είναι τεχνοκρατικές ολιγαρχίες που διαχωρίζονται απλά από την παρουσία ενός κοινωνικού φιλελευθερισμού (που όμως και αυτός αμφισβητείται από την νέο-δεξιά αντίδραση).

Οι ειρηνοποιημένες κοινωνίες του ‘αναπτυγμένου’ κόσμου στην Ευρώπη και την Αμερική είναι πιο πιθανόν να εγκαταλείψουν την Ουκρανία στις επεκτατικές βλέψεις της ανερχόμενης Ρωσίας παρά να πολεμήσουν γι’ αυτήν. Δεν είναι μόνο η εμπειρία των δύο παγκοσμίων πολέμων που, ευτυχώς, τρομάζει. Η υλική ευμάρεια, η ιδεολογία της παραγωγής και κατανάλωσης άπειρων αντικειμένων, η πλήρης εμπορευματοποίηση του κόσμου και ο εξευτελισμός πολλαπλών όψεων της ζωής από τη διαφήμιση –όλα αυτά, δηλαδή, που περιγράφουν την ηγεμονική αντίληψη περί «ανάπτυξης» – εγγυώνται (εκτός από την οικολογική καταστροφή) ότι ο πόλεμος απομακρύνεται από το φάσμα των πολιτισμικά διαθέσιμων επιλογών, όχι μόνο για τις αποστειρωμένες ανώτερες τάξεις των ‘δυτικών’ κοινωνιών, αλλά και για τις κατώτερες τάξεις και υποτελείς κοινωνικές ομάδες.

Και ενώ δεν θα μπορούσαμε να αποκλείσουμε την αναζωπύρωση των ευρωπαϊκών εθνικισμών και εκείνου των Η.Π.Α μπροστά σε έναν κοινό ανταγωνιστή, δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε τους ευρωπαίους πολίτες να θυσιάζονται στα πεδία των μαχών πολεμώντας εναντίον των Ρώσων. Ιδίως όταν όλοι γνωρίζουν πως ο νέος ‘ψυχρός πόλεμος’ στον οποίο έχουμε ήδη εισέλθει είναι αποκλειστικά παιχνίδι των ισχυρών για τον έλεγχο πόρων και πλουτοπαραγωγικών πηγών.

Δυστυχώς όμως, ακόμη πιο δύσκολα, μπορούμε να φανταστούμε τους καταπιεσμένους να δίνουν μια διεθνιστική, αντι-εθνικιστική και αντι-αποικιοκρατική μάχη για την ισότητα των ανθρώπων σε όλα τα μήκη και πλάτη αυτού του κόσμου. Και αυτό παρόλο το γεγονός ότι από την πανδημία και την επικείμενη οικολογική κατάρρευση ως τον καταστροφικό πόλεμο στην Ουκρανία, το μεγάλο επίδικο είναι η ισχύς του σύγχρονου κράτους και του κεφαλαίου, η πλήρης αδυναμία ελέγχου τους.

Το ερώτημα τότε γίνεται πιο κρίσιμο από ποτέ και είναι το εξής: στην αυγή ενός νέου ‘ψυχρού πολέμου’ και στην εποχή της οικολογικής κρίσης θα μπορέσουν οι ελευθεριακές δυνάμεις του καιρού μας να παρουσιάσουν ένα πολιτισμικά πειστικό όραμα, ώστε να κάνουν τους ανθρώπους να πιστέψουν ξανά σε ένα διαφορετικό τρόπο οργάνωσης του συλλογικού βίου που θα εμπεριέχει ως κεντρικό του σημείο τη συνύπαρξη όλων των όντων; Ή θα απομακρυνθούν για πάντα από τους ανθρώπους εμμένοντας σε απλοϊκά ρητορικά σχήματα που δεν ενδιαφέρουν ιδιαίτερα κανέναν; Τα ερωτήματα, αν και έχουν θεωρητικό βάθος, είναι πρωτίστως πρακτικά.

Η ενεργή ουδετερότητα στον πόλεμο που μαίνεται στην Ουκρανία είναι η θέση μας, η συνέχιση του παγκόσμιου κοινωνικού πολέμου ενάντια σε όλους όσους καταστρέφουν την ζωή και την ελευθερία είναι η υπόσχεση μας. 

Αλληλεγγύη στους αντιφασίστες αναρχικούς στην Ουκρανία και την Ρωσία.

ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΥΣ- ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

ΚΕΝΟ ΔΙΚΤΥΟ
[Θεωρία, Ουτοπία, Συναίσθηση, Εφήμερες Τέχνες]

Previous Story

A Very Long Winter

Next Story

Αντιφασιστικό Φεστιβάλ Παραστατικών Τεχνών – ΕΜΠΡΟΣ- 16-20/3/2022


Latest from Events

SPOKEN WORD FESTIVAL- SUN 11/2/2024 Thessaloniki

Mια συνάντηση της νέας γενιάς ποιητών αφιερωμένη στην ζωντανή spoken word κουλτούρα, ένα φεστιβάλ για τις νέες multi media μορφές παρουσίασης της ποίησης

Γιάννης Μπίλλας- Η αυταπάτη της πράσινης ανάπτυξης και το πρόταγμα της αποανάπτυξης – 23/11 ΕΜΠΡΟΣ

Το Κενό Δίκτυο καλεί τον εκπαιδευτικό- βιοκαλλιεργητή και συγγραφέα Γιάννη Μπίλλα σε μια ομιλία- κριτική της κυβερνητικής προπαγάνδας για την "πράσινη ανάπτυξη" και παρουσίασης

NOISE AGAINST WAR Festival – feat. DROR FEILLER

ΚΕΝΟ ΔΙΚΤΥΟ http://voidnetwork.gr NOISE AGAINST WAR Festival Αντιπολεμικό φεστιβάλ avant-garde, πειραματικής και θορυβικής μουσικής αφιερωμένο στα θύματα της καταστροφής της Παλαιστίνης που συντελείται αυτή
Go toTop