OSWALDO: Καταζητείσαι για φόνο. …. Αν κριθείς ένοχος, οι άνθρωποι του Red Rock θα σε κρεμάσουν στην πλατεία της πόλης. Και ως δήμιος θα κάνω την εκτέλεση. Και αν όλα αυτά συμβούν, αυτό ονομάζει η πολιτισμένη κοινωνία ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ! Ωστόσο, αν οι συγγενείς και τα αγαπημένα πρόσωπα του ατόμου που δολοφόνησες ήταν έξω από αυτήν την πόρτα αυτή τη στιγμή, και αφού έσπαγαν αυτή την πόρτα, σε έσερναν στο χιόνι και σε κρέμαγαν από το λαιμό… Αυτό θα ήταν «ΑΥΤΟΔΙΚΙΑ», οριακή δικαιοσύνη!… Ποια είναι η πραγματική διαφορά μεταξύ των δύο; Η πραγματική διαφορά είμαι ΕΓΩ, ο Δήμιος. Για μένα δεν έχει σημασία τι έκανες. Όταν σε κρεμάσω, δεν θα πάρω καμία ικανοποίηση από τον θάνατό σου. Είναι η δουλειά μου. Σε κρεμάω στο Red Rock, πηγαίνω στην επόμενη πόλη, κρεμάω κάποιον άλλο εκεί. Ο άντρας που τραβάει το μοχλό που σου σπάει το λαιμό θα είναι ένας απαθής άντρας. Και αυτή η έλλειψη πάθους είναι η ίδια η ουσία της δικαιοσύνης. Διότι η δικαιοσύνη που αποδίδεται με πάθος, κινδυνεύει πάντα να μην είναι δικαιοσύνη.
Απόσπασμα από την ταινία The Hateful Eight του Quentin Tarantino (2016).
Εκ πρώτης όψεως, ο παραπάνω συλλογισμός φαίνεται κοινότοπος, εφόσον υπογραμμίζει τη διαφορά μεταξύ δικαιοσύνης και εκδίκησης. Ωστόσο, ο Oswaldo (μέλος συμμορίας ο οποίος υποδύεται τον δήμιο) τονίζει ρητά ότι η παθιασμένη αντίδραση των συγγενών και των αγαπημένων του θύματος, με μία λέξη η αυτοδικία, αποτελεί ένα είδος δικαιοσύνης, την οποία ονομάζει «οριακή δικαιοσύνη» (frontier justice), ένας όρος που οι χωρικές του συνδηλώσεις υποδηλώνουν μια μορφή δικαιοσύνης πως εκδηλώνεται «στα όρια» ή «πέραν» της έννομης τάξης. Το πρόβλημα δεν είναι πώς να διαφοροποιήσουμε τη δικαιοσύνη από αυτό που υπάρχει εξωτερικά της, όσο η εσωτερικές μεταμορφώσεις της ίδιας της έννοιας.
Αφήνοντας κατά μέρους την τυπική εικόνα του δήμιου και της αγχόνης, η απάντηση του Oswaldo είναι ουσιαστικά η απάντηση του Κράτους Δικαίου, δηλαδή η κυρίαρχη απάντηση που έχει δοθεί στον δυτικό πολιτισμό και όχι μόνο (καθώς αντίστοιχες αντιλήψεις βρίσκουμε λίγο-πολύ σε όλους τους λεγόμενους «ανεπτυγμένους» πολιτισμούς όπου ευδοκίμησε η διοικητική μορφή- “Κράτος”):
“η δικαιοσύνη εξασφαλίζεται από το Δίκαιο-ως-κωδικοποιημένο-Νόμο”. Τουτέστιν, η δικαιοσύνη είναι δίκαιη όταν μεσολαβείται από το τυπικό σύστημα κανόνων που ονομάζουμε Δίκαιο και την έννομη τάξη που αυτοί οι κανόνες θεσπίζουν, το Κράτος-Δικαίου.
Αντιστρόφως, αυτό σημαίνει ότι το Δίκαιο βρίσκει στη δικαιοσύνη το τέλος του, δηλαδή τον σκοπό που το προσανατολίζει, που καθορίζει τη μορφή του. Συγχρόνως, αξιολογεί το περιεχόμενο του. Το Δίκαιο δηλαδή, είναι “δίκαιο” όταν πραγματοποιεί τη δικαιοσύνη.
Ο εν λόγω δεσμός έχει υφανθεί και υποστηρίζεται από μια εξαιρετικά μακρά φιλοσοφικό-νομική παράδοση· παρόλα αυτά, στον βαθμό που παραμένει τυπική φόρμα χωρίς κάποιον ουσιαστικό καθορισμό να λειτουργεί ως κανονιστικό κριτήριο διαφοροποίησης, η σύνδεση δικαιοσύνης-δικαίου αποτελεί μια ταυτολογία που αναπόδραστα λειτουργεί απολογητικά.
Αν δικαιοσύνη είναι αυτό που θεσπίζει το Δίκαιο και δεν έχουμε άλλο ουσιαστικό κριτήριο δικαιοσύνης παρά τη μορφή πραγματοποίησης της, τότε εξ ορισμού το Δίκαιο είναι δίκαιο εγκλωβίζοντας όλους μας, ψυχή τε και σώματι, στον θετικισμό του υπαρκτού. Αυτό ήταν εν τέλει το επίδικο πίσω από τη διαβόητη ρήση «το νόμιμο είναι και ηθικό» που διατυπώθηκε (έπειτα από σχετική δήλωση του Γιώργου Βουλγαράκη) επ’ αφορμής του σκανδάλου στο Βατοπαίδι και επικυρώθηκε όταν, μετά την αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου, οι εμπλεκόμενοι δήλωναν δικαιωμένοι. Κατά πάσα πιθανότητα φυσικά αγνοούσαν ότι έτσι έρχονταν πολύ κοντά στην άποψη του Ναζιστή νομικού θεωρητικού Julius Binder ότι «το αίτημα για δικαιοσύνη μπορεί να σημαίνει μόνο ό,τι είναι σε συμφωνία με το θετικό δίκαιο» (αν και ο τελευταίος, όντας πιο οξύνους, κατανοούσε ότι η συγκεκριμένη ταύτιση καθιστά την έννοια της δικαιοσύνης πλεονασμό, επομένως περιττή). Μια τέτοια ταύτιση άραγε δεν κάνουν και διάφοροι όψιμοι υποστηρικτές της δικαστικής απόφασης για τον Λιγνάδη, όταν επιτίθενται στην έμπρακτη κριτική της αποφυλάκισης του μέχρι την τελεσιδικία, αποστρεφόμενοι συγχρόνως την έννοια του «κοινού περί δικαίου αισθήματος»;
Ο καθόλα ορατός κίνδυνος εδώ είναι η πλήρης απορρόφηση της δικαιοσύνης από το Δίκαιο, άρα και από το εκάστοτε σύστημα κυριαρχίας που συντηρεί το Δίκαιο ως απαραίτητη συνθήκη της δικής του νομιμοποίησης. Όπως είχε αναγνωρίσει ο Αυγουστίνος “τι θα ήταν ένα κράτος χωρίς το δίκαιο παρά μια μεγάλη συμμορία ληστών και τί είναι μια συμμορία ληστών παρά ένα μικρό κράτος”; Μπροστά σε αυτόν τον κίνδυνο έχει ξοδευτεί πολλή σκέψη και μελάνι· κάτι που καθιστά ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι στον πυρήνα των περισσότερων αποκρίσεων συνεχίζουμε να βρίσκουμε την απάντηση του Oswaldo: βασικό κριτήριο διαφοροποίησης της δικαιοσύνης του νόμου από την αυτοδικία είναι η αμεροληψία και η έλλειψη πάθους που σηματοδοτεί. Είναι η ίδια ποιότητα που επικαλείται από τους προαναφερθέντες υπερασπιστές της δικαστικής εξουσίας στην υπόθεση Λιγνάδη, εν είδη δικαιολόγησης της στάσης τους. Όντας ενεργό συστατικό μιας ρυθμισμένης διαδικασίας και του συστήματος κανόνων που τη διέπουν, η δικαστική εξουσία είναι αμερόληπτη, ενώ οι πολίτες που κινούνται από το θυμικό τους είναι μεροληπτικοί· επομένως οι πολίτες δεν πρέπει να παρεμβαίνουν στην δικαιοσύνη καθώς αυτό ουσιαστικά αμφισβητεί την ίδια την αρχή του «νομικού μας πολιτισμού» (sic).
Δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να υποδειχθεί ότι το αξίωμα περί αμεροληψίας χωλαίνει. Διότι η δικαστική εξουσία στο σύγχρονο αστικό κράτος όντας, όπως λέει το όνομα της, εξουσιαστική μορφή με δυνατότητα δεσμευτικών αποφάσεων, αποτελεί κομμάτι ενός δικτύου ή δομής εξουσίας με πρόδηλους ιδεολογικούς, ταξικούς, έμφυλους, εθνοτικούς και φυλετικούς καθορισμούς. Όταν για παράδειγμα, ο Donald Trump στελέχωνε ανώτατες δικαστικές θέσεις του Αμερικανικού κράτους με συντηρητικούς Ρεπουμπλικάνους (μια πρακτική καθόλου παράξενη στα μέρη μας) τι άλλο έκανε αν όχι να αναγνωρίζει έμπρακτα τη δυνατότητα καθορισμού του περιεχομένου της απόδοσης δικαιοσύνης διά του καθορισμού της μορφής της; Ούτε ο Trump όμως ούτε κανένας Έλληνας πρωθυπουργός θα αμφισβητήσει ποτέ, επί της αρχής, την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης ή την αμεροληψία ως συστατικό και ρυθμιστικό στοιχείο της. Διότι αυτοί είναι καταστατικοί, άρα απαραίτητοι, μύθοι του Κράτους Δικαίου- το οποίο υπάρχει για να εξυπηρετεί τα δικαιώματα να προστατεύει τα προνόμια των κυρίαρχων.
Λέγοντας κάτι τέτοιο δεν αμφισβητείται η ύπαρξη αμερόληπτων δικαστικών αποφάσεων ούτε υποστηρίζεται ότι κάθε δικαστική απόφαση έχει εξ’ ορισμού υπόγεια κίνητρα. Όπως επίσης είναι δεδομένο ότι κάθε συγκεκριμένο κράτος δικαίου έχει διαφορετικό βαθμό ανταπόκρισης στην έννοια του “Κράτους Δικαίου” ως Ιδέα. Αλλά αν το ελληνικό κράτος είναι αρκετά χαμηλά στη σχετική κλίμακα, αρκεί να εξετάσουμε εφάμιλλές του Λιγνάδη υποθέσεις σε «πολιτισμένα κράτη» (sic), όπως την Αμερική (υπόθεση Jeffry Epstein) και το Ηνωμένο Βασίλειο (υπόθεση Jimmy Savile), για να δούμε τον έγκυρο χαρακτήρα της γενικής θέσης που διατυπώνεται εδώ: ενώ η αμεροληψία δεν μπορεί να προϋποτίθεται, διότι η διαδικασία απονομής δικαιοσύνης επικαθορίζεται εξωτερικά (από σχέσεις, τηλεφωνήματα “υψηλά ιστάμενων”, συναντήσεις, πιέσεις, εκβιασμούς κ.α.), χρειάζεται παρόλα αυτά να τίθεται από το (αστικό) κράτος και τους διανοούμενους του όχι μόνο ως ρυθμιστικό ιδανικό αλλά και θεσμική πραγματικότητα. Κάπως έτσι, μία δικαστική απόφαση (όπως η προσωρινή αποφυλάκιση ενός καταδικασθέντος βιαστή, η αυθαίρετη κράτηση ενός βολικού ύποπτου, η εκδικητική τιμωρία ενός αναρχικού) φέρει τυπική επικύρωση ότι είναι δίκαιη απλώς και μόνο επειδή ελήφθη εντός του Δικαίου. Είναι ακριβώς αυτή την παραδοχή που αμφισβητεί το «κοινό περί δικαίου αίσθημα», διαρρηγνύοντας την τυπική ταύτιση του Δικαίου με το δίκαιο και δημιουργώντας ένα ρήγμα που επιτρέπει να σκεφθούμε τη δικαιοσύνη επί της ουσίας, έξω από τα όρια των όποιων υφιστάμενων διαδικασιών.
Περί της μορφής του Δικαίου
‘Ποιος άρχει εδώ’, ρώτησα,
Αυτοί μου απάντησαν:‘ο λαός φυσικά’.
Εγώ είπα: ‘φυσικά ο λαός.
Αλλά ποιος άρχει πραγματικά’.
Erich Fried, «Στην πρωτεύουσα»
Όσο σημαντική και αν είναι η κριτική της μεροληψίας (άρα και της διαφθοράς στην οποία μετουσιώνεται) ως ενδημικό στοιχείο ενός κράτος δικαίου, δεν αρκεί ενάντια στην κριτική στα «λαϊκά δικαστήρια» που έχει διατυπωθεί επ’ αφορμή της προσωρινής αποφυλάκισης του Λιγνάδη. Διότι η εν λόγω κριτική, στις πιο εκλεπτυσμένες εκδοχές της, δεν αρνείται απαραίτητα ότι μια δικαστική απόφαση είναι άδικη, παρά τονίζει ότι η αμεροληψία είναι αναγκαίο κριτήριο της δικαιοσύνης, και του (Κράτους) Δικαίου ως ενεργή πραγματικότητα της, για αυτό δεν πρέπει να εναποτίθεται στον «λαό». Τα παραδείγματα δε που τίθενται προς υποστήριξη της εν λόγω θέσης φαντάζουν πέραν πάσης αμφιβολίας: από τη θανάτωση του Σωκράτη μέχρι πιο επίκαιρα ζητήματα που αφορούν δικαιώματα μειονοτήτων. Ο λαός, άλλωστε, και το περί δικαίου του αίσθημα δεν ήταν παρών σε πογκρόμ που γίνονται κατά καιρούς μετά από ατομικές εγκληματικές ενέργειες μεταναστών ή ακόμα πιο πρόσφατα στην Πάτρα επ’ αφορμή της παιδοκτονίας των τριών κοριτσιών; Δεν είναι γεγονός ότι το περιλάλητο αυτό «αίσθημα» κρίνεται πάντα επιλεκτικά με βάση τις δικές μας πολιτικές και κοινωνικές ευαισθησίες;
Το πρόβλημα είναι υπαρκτό· ωστόσο κανένα εμπειρικό δεδομένο από μόνο του δεν μπορεί να επικυρώσει μια γενική αρχή, καθόσον η τελευταία δεν επάγεται από το συγκεκριμένο παρά το αναζητάει επιλεκτικά προς επικύρωση της. Η απόρριψη της «οχλοκρατίας», και η επακόλουθη περιγραφή κάθε κινηματικής παρέμβασης ως τέτοιας, θεμελιώνεται σε μία επί της αρχής εδαφικοποίηση της αντιπαράθεσης μεταξύ Λόγου και Πάθους, με κοινωνικό-πολιτικούς όρους.
Τουτέστιν, στη βάση της πρόδηλης διαπίστωσης ότι τα ανθρώπινα πάθη είναι εξ΄ ορισμού μεροληπτικά και μόνο η αποστασιοποίηση που παρέχει ο λόγος καθιστά δυνατή την αμεροληψία, σχηματίζονται μία σειρά αντιπαραθετικές ισοδυναμίες και δυισμοί:
λόγος = νόμος = αμεροληψία = δίκαιo
(ενώ από την άλλη) ≠
πάθος = όχλος = μεροληψία = αταξία
Όλα αυτά φυσικά οδηγούν απαρέγκλιτα στο συμπέρασμα ότι ο «λαός» ως ενεργός φορέας δικαίου είναι πάντα «όχλος» γιατί δρα υπό καθεστώς πάθους. Και παρόλο που ελάχιστοί από τους όψιμους θιασώτες της θα το αναγνώριζαν – ειδικά οι «ακρο-κεντρώοι» θεματοφύλακες των φιλελεύθερων Δημοκρατιών, των οποίων παρεμπιπτόντως οι παρεμβάσεις είναι έμπλεες φανατισμού – με όσο μεγαλύτερη συνέπεια διατυπώνεται η θέση αυτή καθίσταται απόρριψη κάθε ουσιαστικής έννοιας δημοκρατίας.
Διότι επιτρέποντας τη μετοχή όλων στο δίκαιο και την αρχή– όπως διατυπώνει ο Αριστοτέλης στον κλασικό ορισμό του (Πολιτικά 1275a24) –αυτό που η Δημοκρατία υλοποιεί θεσμικά είναι ακριβώς η επί της αρχής δυνατότητα των πληβείων να γίνουν ενεργά κομμάτια ρυθμισμένων πολιτικό-δικαϊκών διαδικασιών και (αν χρειαστεί) να αποφασίζουν αμερόληπτα. Αντιστρόφως, είναι αυτό το γεγονός που το σκιάχτρο της οχλοκρατίας συσκοτίζει, ότι τα διαβόητα «λαϊκά δικαστήρια» ήταν ρυθμισμένες μορφές δικαίου, που ενσωμάτωναν καθορισμένους κανόνες, διαδικασίες και αρχές.
Ενώ λοιπόν η συστηματική υπεράσπιση του Λιγνάδη σαφώς έχει και άλλα κίνητρα, πχ. εκφράζει το τραύμα της Δεξιάς (και του ακραίου Κέντρου) ότι το καμάρι της, που δρούσε ως πολιτισμική προμετωπίδα της επίθεσης στην Αριστερά, είναι βιαστής ανηλίκων που χρησιμοποιούσε τη θέση του για να δρα ανενόχλητα, βασική διάσταση του περιεχόμενου που αυτή η υπεράσπιση παίρνει είναι και η υπεράσπιση της υφιστάμενης κοινωνικοπολιτικής ιεραρχίας ως απαραίτητου στοιχείου του κράτους-δικαίου και της δικαιοσύνης. Μη μιλάτε και μη δράτε, παρά όταν επιτρέπουμε εμείς, γιατί η φωνή σας και η πράξη σας είναι φορείς αταξίας, κάτι που σημαίνει φυσικά ότι η ευταξία είναι ουσιωδώς ταξική και εν γένει ιεραρχική-ολιγαρχική.
Η δικαιοσύνη ως πάθος
Οι λαοί δεν κρίνουν όπως τα δικαστήρια· δεν ρίχνουν ποινές, ρίχνουν κεραυνούς· δεν καταδικάζουν βασιλιάδες, τους ρίχνουν στο κενό· και αυτή η δικαιοσύνη αξίζει όσο και αυτή των δικαστηρίων.
Maximilien Robespierre, «Για τη Δίκη του Βασιλιά»
Δεν αρκεί, επομένως, από την σκοπιά μιας κριτικής αντιπαράθεσης με την υπερασπιστική γραμμή του Λιγνάδη και ακόμα περισσότερο με την κριτική της οχλοκρατίας, να τονιστεί ότι το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» είναι προϋπόθεση για να υπάρχει το Δίκαιο ως θετικό γεγονός. Διότι το Δίκαιο, ως θεσμός και σύστημα κανόνων, μπορεί να συνεχίσει να διατηρεί την ιεραρχική-ολιγαρχική του δομή. Αυτό που χρειάζεται είναι να αναδειχθεί ως ιστορικά πραγματωμένη δυνατότητα ότι ο ίδιος ο λαός, ή εν πάση περιπτώσει οι πληβείοι, μπορεί να γίνουν ενεργός φορέας δικαίου, μέσα από οριζόντιες- εξισωτικές θεσμικές μορφές, όπως ένα λαϊκό δικαστήριο.
Ως πραγματωμένη συνθήκη, φυσικά, οι μορφές αυτές φέρουν τα δικά τους προβλήματα και αντιφάσεις. Για παράδειγμα, υπάρχει ο κίνδυνος μεσολάβησης της απόλαυσης που φέρει η απόδοση δικαιοσύνης. Το αποτρόπαιο γεγονός δηλαδή όπου απολαμβάνεται η ίδια η τιμωρία – σε επίπεδο που μπορεί να γίνει σαδιστικό. Τα προβλήματα αυτά όμως δεν είναι περισσότερα ή τέλος πάντων πιο ουσιώδη εν σχέση με την ενεργή πραγματικότητα της δικαιοσύνης, από τα προβλήματα που εκδηλώνουν στις ζωές μας οι κυρίαρχες ολιγαρχικές- ιεραρχικές μορφές.
Από αυτήν την οπτική ο «όχλος», εκτός από ένας ιστορικός τρόπο εμφάνισης του πληβειακού πλήθους στον δημόσιο χώρο, είναι και ένας τρόπος παραγωγής δικαίου. Η τυπική, επί της αρχής, άρνηση της δικαϊικής υπόστασης του στο όνομα του Ορθού Λόγου και του Κράτους Δικαίου οδηγείται αναπόφευκτα στην αποδοχή του κράτους ως θεσμού που, μαζί με το μονοπώλιο της νόμιμης βίας, μονοπωλεί και τη δικαιοσύνη.
Το πρόβλημα όμως με τον όχλο δεν είναι ο «ανορθολογισμός» του, όσο ότι τα πάθη που τον διέπουν τείνουν να είναι αντιδραστικά. Σε στενή συνάρτηση, η φαινομενική άρνηση της έννομης τάξης εκ μέρους του όχλου είθισται να είναι κατάφαση προς τις πιο αυταρχικές εκδοχές της. Διόλου τυχαία, ο όχλος που εμφανίστηκε πρόσφατα στην Πάτρα προσπαθώντας να λιντσάρει την παιδοκτόνο μητέρα είναι η επιθυμητική-κοινωνική βάση του δόγματος περί Νόμου και Τάξης που η ΝΔ εκφράζει στο επίπεδο της κρατικής πολιτικής. Στον αντίποδα, στις παρεμβάσεις για την υπόθεση Λιγνάδη δεν υπάρχουν τέτοια αντιδραστικά αισθήματα και η οργή δεν είναι μνησίκακη παρά συστατικό στοιχείο αφενός μιας επιθυμίας η ευνομία να περιέχει ισότητα (καθώς μόνο έτσι ο βιαστής θα δικαστεί ως τέτοιος) και αφετέρου μιας αντίληψης δικαιοσύνης ως μέριμνα για τα θύματα. Και αν ισχύει ότι η επιθυμία δεν πάει πέρα από το αίτημα φυλάκισης, στο βαθμό που μιλάμε για ένα συγκεκριμένο, άρα ιστορικά καθορισμένο, αίτημα, θα ήταν άτοπο να του αποδοθεί αυτό ως πολιτική κριτική. Το θέμα της βέλτιστης μορφής δικαιοσύνης ως γενικό πρόβλημα μπορεί να εκκινήσει ή να μεσολαβηθεί από το ειδικό αλλά δεν μπορεί να απαντηθεί, πόσο μάλλον να επιλυθεί, από αυτό. Έτσι, με τον ίδιο τρόπο, που το πρόταγμα κατάργησης της μισθωτής εργασίας δεν καθιστά την πάλη για καλύτερους μισθούς περιττή, το θεωρητικό πρόβλημα της δίκαιης τιμωρίας δεν παύει να καθιστά την απονομή δικαιοσύνης στους παρόντες θεσμούς πεδίο κοινωνικού αγώνα.
Σε κάθε περίπτωση, “κοινό περί δικαίου αίσθημα” είναι το γεγονός πως η δικαιοσύνη αποτελεί επιθυμία. Μια επιθυμία που κινητοποιεί τον λόγο να σκεφτεί ο καθένας μας τι είναι δίκαιο και τί είναι άδικο. Δεν είναι απλά μια επιταγή του λόγου για να εφαρμοστεί μια προκαθορισμένη κυρίαρχη μορφή απόδοσης δικαιοσύνης. Φυσικά αυτό μας οδηγεί να αμφισβητήσουμε τη “αμεροληψία” ως ουσιώδες χαρακτηριστικό της αστικής δικαιοσύνης και την αυτονόητη ταύτιση αυτών των δύο που επιδιώκει η εκάστοτε δικαστική, πολιτική και οικονομική εξουσία.
Για να επαναλάβουμε, το ζητούμενο δεν είναι αν η αμεροληψία αποτελεί δυνατότητα ή ποιες είναι οι διανοητικές και θεσμικές συνθήκες αυτής της δυνατότητας. Το διακύβευμα είναι η υλική μορφή της δικαιοσύνης ως, και πέρα από το, Δίκαιο. Πέρα από τα συγκεκριμένα της επίδικα, αυτό είναι που η υπόθεση Λιγνάδη αναδεικνύει: μαζί με το ποιος είναι φορέας δικαίου, τι περιέχει και υποδηλώνει η δικαιοσύνη, όχι ως αφηρημένη έννοια αλλά πραγματική ιστορική διαδικασία. Δηλαδή, την επιθυμία για ισότητα και τη βούληση των πληβείων ότι δύνανται να γίνουν υποκείμενα δικαίου. Ως προς αυτό, όταν αποφασίζεται δηλαδή, η δομή του κοινωνικού πεδίου, δεν μπορεί να υπάρχει αμεροληψία. Αυτό είναι που εννοούσε ο Ροβεσπιέρος όταν δήλωνε ότι ο βασιλιάς δεν γίνεται να είναι αθώος· γι’ αυτό όταν οι γαιοκτήμονες και οι τσιφλικάδες (στην Κίνα, στη Ρωσία, στην Ισπανία, στην Ελλάδα) ερχόντουσαν μπροστά σε ένα λαϊκό δικαστήριο ήταν εξ ορισμού ένοχοι· εκπροσωπούσαν έναν άδικο θεσμό του οποίου η άρνηση έπρεπε να επικυρωθεί δικαϊικά. Το ειδικό επίδικο της δίκης ήταν η ένταση ή βαθμός ενοχής. Επί αυτού, μαζί με άλλα στοιχεία όπως η αναλογικότητα, μπορεί ίσως να χρειάζεται μια αμερόληπτη στάση. Κάτι τέτοιο ωστόσο, εφόσον ισχύει, δεν προκαθορίζει το ταξικό, έμφυλο (κοκ) πρόσημο της αμεροληψίας. Μπορεί κάλλιστα να αφορά τη μετοχή πληβείων από άλλα μέρη σε ένα λαϊκό δικαστήριο, μπορεί να υποχρεώνει την οικογένεια του θύτη να αναλάβει όλα τα έξοδα διαβίωσης της οικογένειας του θύματος δια βίου όπως στους Ζαπατίστας, μπορεί να περιλαμβάνει κοινοτικές ή διαπροσωπικές μορφές λύσης των προβλημάτων που σε ένα άνισο, βίαιο και εκμεταλλευτικό σύστημα σαν τον δικό μας είναι αδύνατο να στοχαστούμε.
Ακόμα περισσότερο όμως, η παραδοχή για τον ενδεχόμενο ρόλο της αμεροληψίας σε ειδικές περιπτώσεις κρίσης περί του δικαίου, δεν αναιρεί τον πρωτογενή χαρακτήρα της επιθυμητικής διάστασης της δικαιοσύνης. Χωρίς το πάθος για δικαιοσύνη, άρα χωρίς τη βιωμένη οργή για την αδικία, η δικαιοσύνη θα ήταν μονάχα ρυθμιστικός κανόνας της κρατούσας συνθήκης, δηλαδή απλά «αυτό που υπάρχει» (Pascal, Σκέψεις). Επειδή όμως η επιθυμία για δικαιοσύνη υφίσταται και πραγματώνεται ιστορικά (και) ως Ισότητα, μπορούμε και πρέπει να φανταστούμε κάτι άλλο από αυτό που υπάρχει· και έτσι να αντισταθούμε στη βρώμα και την δυσωδία του υπάρχοντος.
Για αυτό και χιλιάδες άνθρωποι διαδηλώνουν Λευτεριά στον αναρχικό απεργό πείνας Γ. Μιχαηλίδη– Να μην αφήσουμε τον Γιάννη Μιχαηλίδη στα χέρια των βασανιστών του.
Ο Κορκονέας, ο Φιλιππίδης, οι δολοφόνοι του Ζακ, ο Λιγνάδης- ελεύθεροι. Ο αναρχικός Γ.Μιχαηλίδης στην 62η+ ημέρα απεργίας πείνας, παρότι έχει μείνει στη φυλακή συνολικά 11 χρόνια και έχει εκτίσει την νόμιμη ποινή του, ήδη εδώ και εννιά μήνες, για ληστεία τράπεζας που δεν έβλαψε κανέναν. Το δικαστικό σύστημα υπάρχει για να εξυπηρετεί και να προστατεύει τα προνόμια των ισχυρών, για να κρατά υπόδουλους τους υπηρέτες, για να διαιωνίζει την αδικία.
Λαϊκά δικαστήρια; Ναι φυσικά!… Αλλά ως μέρος ποιας επανάστασης;
__________
Κενό Δίκτυο [Θεωρία, Ουτοπία, Συναίσθηση, Εφήμερες Τέχνες]