Σχετικά με τη μετάλλαξη της επιθυμίας- Franco “Bifo” Berardi

December 29, 2022

Άρχισα να διαβάζω Félix Guattari το 1974. Ήμουν σε έναν στρατώνα στη νότια Ιταλία, όταν η στρατιωτική θητεία ήταν υποχρεωτική για νέους υγιείς άντρες, αλλά το να υπηρετώ τη χώρα σύντομα με εκνεύρισε και έψαχνα μια διέξοδο όταν ένας φίλος, μου πρότεινε να διαβάσω εκείνον τον Γάλλο φιλόσοφο που συνιστούσε την τρέλα ως τρόπο διαφυγής.

Διάβασα λοιπόν το Una tomba per Edipo-  Psicoanalisi e trasversalità  που κυκλοφορούσε από τις εκδόσεις Bertani, και μου ενέπνευσε μια πράξη τρέλας. Ο συνταγματάρχης της ψυχιατρικής κλινικής με αναγνώρισε ως παράφρονα και έτσι κατάφερα να επιστρέψω σπίτι μου. Από εκείνη τη στιγμή, άρχισα να θεωρώ τον Félix Guattari ως έναν φίλο του οποίου οι προτάσεις μπορούν να βοηθήσουν κάποιον να δραπετεύσει από κάθε είδους στρατώνα.

Το 1975, εξέδωσα το πρώτο τεύχος ενός περιοδικού με το όνομα A/traverso, στο οποίο σχιζοαναλυτικές έννοιες μεταφράζονταν στην γλώσσα του φοιτητικού και νεανικού εργατικού κινήματος, γνωστό με το όνομα Autonomia.

Το 1976, με μια παρέα φίλων, αρχίσαμε να εκπέμπουμε το πρώτο ελεύθερο ραδιόφωνο στην Ιταλία, το Radio Alice. Η αστυνομία παρενέβη για να κλείσει το ραδιόφωνο κατά τη διάρκεια των τριών ημερών της φοιτητικής εξέγερσης στη Μπολόνια, μετά τη δολοφονία του Φραντσέσκο Λορούσο.

Το κίνημα της Μπολόνια του 1977 χρησιμοποίησε την έκφραση «επιθυμώντας αυτονομία» και η μικρή συντακτική ομάδα του ραδιοφωνικού σταθμού και του περιοδικού αυτοαποκαλούνταν «εγκάρσιοι».

Η αναφορά στον μεταδομισμό ήταν ρητή στις δημόσιες δηλώσεις, στα φυλλάδια και στα συνθήματα την άνοιξη του ’77.

Είχαμε διαβάσει τον Αντι-Οιδίποδα και, παρόλο που δεν καταλαβαίναμε πολλά, μια λέξη είχε τραβήξει την προσοχή μας: η λέξη «επιθυμία».

Καταλάβαμε καλά αυτό το σημείο: ο κινητήρας της διαδικασίας υποκειμενοποίησης είναι η επιθυμία. Πρέπει να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε με όρους «υποκειμένου», πρέπει να ξεχάσουμε τον Χέγκελ και την όλη αντίληψη της υποκειμενικότητας ως κάτι προσυσκευασμένο που απλά πρέπει να οργανωθεί. Δεν υπάρχει υποκείμενο. Υπάρχουν ρεύματα επιθυμίας που ρέουν μέσα από οργανισμούς που είναι ταυτόχρονα βιολογικοί, κοινωνικοί, σεξουαλικοί, και φυσικά, ενσυνείδητοι. Αλλά η συνείδηση ​​δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κάτι αγνό και απροσδιόριστο. Η συνείδηση ​​δεν υπάρχει χωρίς την αδιάκοπη εργασία του ασυνείδητου, αυτού του εργαστηρίου που δεν είναι θέατρο-  γιατί δεν αναπαρίσταται εκεί μια ήδη γραμμένη τραγωδία-, αλλά μια τραγωδία που την διασχίζουν ρεύματα επιθυμίας καθώς την γράφουμε και την ξαναγράφουμε ασταμάτητα.

Από την άλλη, η έννοια της επιθυμίας δεν μπορεί να αναχθεί σε μια μορφή έντασης που είναι πάντα θετική. Η έννοια της επιθυμίας κατέχει το κλειδί για να εξηγήσουμε τα κύματα κοινωνικής αλληλεγγύης και τα κύματα επιθετικότητας, να εξηγήσουμε τις εκρήξεις θυμού και τη σκλήρυνση της ταυτότητας.

Εν ολίγοις, η επιθυμία δεν είναι ένα καλό και χαρούμενο παιδί. Αντίθετα, μπορεί να πάρει διάφορες τροπές, να εγκλωβιστεί προς τα μέσα και να καταλήξει να παράγει αποτελέσματα βίας, καταστροφής, βαρβαρότητας.

Η επιθυμία είναι ο παράγοντας της έντασης στη σχέση μας με τον άλλον, αλλά αυτή η ένταση μπορεί να πάρει πολύ διαφορετικές έως και αντιφατικές κατευθύνσεις.

Ο Guattari μιλά επίσης για το ritornelli [ρεφρέν ή επωδός], για να ορίσει σημειωτικές συσχετίσεις ικανές να σχετίζονται με το περιβάλλον. Η επωδός είναι μια δόνηση της οποίας η ένταση μπορεί να συνδεθεί με την ένταση αυτού ή εκείνου του συστήματος σημείων, δηλαδή των ψυχοσημειωτικών ερεθισμάτων.

Η επιθυμία είναι η αντίληψη ενός ρεφρέν που παράγουμε για να συλλάβουμε τις γραμμές διέγερσης που προέρχονται από τον άλλον (ένα σώμα, μια λέξη, μια εικόνα, μια κατάσταση) και να υφάνουμε ένα δίκτυο με αυτές τις γραμμές.

Με τον ίδιο τρόπο, για παράδειγμα, μια ορχιδέα και μια μέλισσα, δύο όντα που δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους, μπορούν να παράγουν χρήσιμα αποτελέσματα η μία για την άλλη.

Η επιθυμία δεν είναι φυσικό δεδομένο, αλλά μια ένταση που αλλάζει ανάλογα με τις ανθρωπολογικές, τεχνολογικές και κοινωνικές συνθήκες.

Joaquin Phoenix in “Joker.”

Aναδιαμόρφωση της επιθυμίας

Από εκεί και πέρα όμως, προκύπτουν ερωτήματα που αφορούν τα προβλήματα που εμφανίζονται σε σχέση με την έννοια της επιθυμίας στο πλαίσιο της τρέχουσας εποχής, μιας εποχής που μπορεί να οριστεί από τη νεοφιλελεύθερη επιτάχυνση και την ψηφιακή επιτάχυνση.

Η νεοφιλελεύθερη οικονομία έχει επιταχύνει το ρυθμό εκμετάλλευσης της εργασίας, ιδιαίτερα της γνωστικής εργασίας. Οι τεχνολογίες ψηφιακής διασύνδεσης έχουν επιταχύνει την κυκλοφορία των πληροφοριών και, κατά συνέπεια, έχουν εντείνει σε ακραίο βαθμό τον ρυθμό της σημειωτικής διέγερσης, που είναι, ταυτόχρονα, νευρική διέγερση.

Αυτή η διπλή επιτάχυνση είναι η αφετηρία και η αιτία της εντατικοποίησης της παραγωγικότητας που κατέστησε δυνατή την αύξηση των κερδών και τη συσσώρευση κεφαλαίου, αλλά είναι επίσης η πηγή και η αιτία της υπερεκμετάλλευσης του ανθρώπινου οργανισμού, ιδιαίτερα του εγκεφάλου.

Επομένως, μας αναλογεί ένα καθήκον. Να διακρίνουμε τα αποτελέσματα που έχει παράγει αυτή η υπερεκμετάλλευση στην ισορροπία της ψυχής και στην ευαισθησία των ανθρώπινων όντων ως ατόμων και κυρίως ως συλλογικοτήτων.

Συγκεκριμένα, πρόκειται για έναν προβληματισμό που αφορά διαφόρων ειδών μεταλλάξεις που επηρεάζουν την επιθυμία, λαμβάνοντας υπόψη το τραύμα που έχει προκαλέσει η εμπειρία της πανδημίας στη συλλογική ψυχή. Μπορεί ο ιός να διαλύθηκε, η μόλυνση να έχει επουλωθεί, αλλά το τραύμα δεν εξαφανίζεται από τη μια μέρα στην άλλη, συνεχίζει το έργο του. Και το έργο του τραύματος εκδηλώνεται με ένα είδος φοβικής στάσης απέναντι στο σώμα του άλλου, ιδιαίτερα απέναντι στο δέρμα, τα χείλια, το φύλο.

Κατά τη διάρκεια των δύο δεκαετιών του νέου αιώνα, διάφορες έρευνες έδειξαν ότι η σεξουαλικότητα αλλάζει βαθιά και το πανδημικό σοκ ενίσχυσε κατά πολύ αυτή την τάση που έχει τις ρίζες της στον τεχνοανθρωπολογικό μετασχηματισμό των τελευταίων τριάντα ετών.

H Jean Twenge στο βιβλίο της  iGen: Why’s Super-Connected Kids Are Growing Up Les Rebelly, More Tolerant, Less Happy – and Completely Unprepared for Adulthood – and What That Means for the Rest of Us (2017), (μετ. “Γιατί τα υπερσυνδεδεμένα παιδιά μεγαλώνουν λιγότερο επαναστατημένα, πιο υπάκουα, λιγότερο χαρούμενα και εντελώς απροετοίμαστα για την ενήλικη ζωή- και τί σημαίνει αυτό για όλους εμάς τους υπόλοιπους”),  συζητά τη σχέση μεταξύ των τεχνολογιών ψηφιακής διασύνδεσης και τις αλλαγές που αυτή επιφέρει στην ψυχολογική και συναισθηματική συμπεριφορά των γενεών που έχουν διαμορφωθεί σε ένα τεχνο-γνωστικό περιβάλλον υπολογιστικής και διαδικτυακής φύσης.

Έχω τη συνήθεια να ορίζω τους ανθρώπους που ήρθαν στον κόσμο μετά το γύρισμα του αιώνα ως τη γενιά που έμαθε περισσότερες λέξεις από μια μηχανή παρά από τη φωνή ενός ανθρώπου.

Κατά τη γνώμη μου, αυτός ο ορισμός είναι χρήσιμος για την κατανόηση του βάθους της μετάλλαξης που αναλύουμε: γνωρίζουμε από τον Φρόιντ ότι η πρόσβαση στη γλώσσα δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς τη συναισθηματική διάσταση της αλληλοσυσχέτισης.

Ούτε πρέπει να ξεχνάμε αυτό που γράφει ο Giorgio Agamben στο βιβλίο του “Γλώσσα και Θάνατος”: η φωνή είναι το σημείο συνάντησης μεταξύ σάρκας και νοήματος, μεταξύ σώματος και νοήματος. Η φεμινίστρια φιλόσοφος Luisra Murao προτείνει επίσης ότι η εκμάθηση του νοήματος συνδέεται με την εμπιστοσύνη του παιδιού στη μητέρα του. Πιστεύω ότι μια λέξη σημαίνει αυτό που σημαίνει επειδή μου την είπε η μητέρα μου, επειδή αυτή δημιούργησε μια σχέση μεταξύ του αντιληπτού αντικειμένου και της σημασίας του.

Το ψυχικό θεμέλιο της απόδοσης του νοήματος βασίζεται σε αυτή την αρχέγονη πράξη συναισθηματικού μοιράσματος, γνωστικής συνεξέλιξης που εγγυάται η ιδιαίτερη δόνηση μιας φωνής, ενός σώματος, ενός είδους ευαισθησίας.

Αλλά τότε, τι συμβαίνει όταν η ιδιαίτερη φωνή της μητέρας (ή ενός άλλου ανθρώπου, αυτό δεν έχει και μεγάλη σημασία) αντικαθίσταται από μια μηχανή;

Η έννοια ή το νόημα του κόσμου αντικαθίσταται τότε από τη λειτουργικότητα εντολών και σημάτων που επιτρέπουν την επίτευξη λειτουργικών αποτελεσμάτων, με βάση την πρόσληψη και την ερμηνεία σημείων που στερούνται κάθε συναισθηματικού βάθους και, επομένως, κάθε οικείας βεβαιότητας.

Η έννοια της επισφάλειας εδώ εμφανίζει το ψυχολογικό και γνωστικό της νόημα ως ευθραυστότητα και αποερωτισμός της σχέσης μας με τον κόσμο.

Ο ερωτισμός ως εκρηκτική σαρκική εμπειρία και η επιθυμία ως (ανεξάντλητη) πηγή του ερωτισμού τίθενται υπό αμφισβήτηση.

Επιθυμία και σεξουαλικότητα

Γενικά συνδέουμε την επιθυμία με τη σάρκα, με τη σεξουαλικότητα, με το σώμα που πλησιάζει το άλλο σώμα. Πρέπει όμως να τονιστεί ότι η σφαίρα της επιθυμίας δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στη σεξουαλική της διάσταση, αν και αυτή η επίπτωση είναι εγγεγραμμένη στην ιστορία, την ανθρωπολογία και την ψυχανάλυση. Η επιθυμία δεν ταυτίζεται με τη σεξουαλικότητα και, στην πραγματικότητα, η σεξουαλικότητα μπορεί να εκδηλωθεί και χωρίς επιθυμία.

Στην έννοια και την πραγματικότητα της επιθυμίας υπάρχει κάτι περισσότερο από το σεξ, όπως μας δείχνει η φροϋδική έννοια της εξάχνωσης, η οποία αναφέρεται στην καθυπόταξη της ίδιας της επιθυμίας που δεν είναι άμεσα σεξουαλική.

Η πανδημία ολοκλήρωσε μια διαδικασία αποσεξουαλικοποίησης της επιθυμίας που υπήρχε εδώ και πολύ καιρό, αφού η επικοινωνία μεταξύ συνειδητών και ευαίσθητων σωμάτων στον φυσικό χώρο αντικαταστάθηκε από την ανταλλαγή σημειωτικών ερεθισμάτων εν απουσία του σώματος. Αυτή η αποϋλοποίηση της επικοινωνιακής ανταλλαγής δεν διέγραψε την επιθυμία, αλλά τη μετέφερε σε μια καθαρά σημειωτική (ή μάλλον υπερ- σημειωτική) διάσταση. Στη συνέχεια, η επιθυμία αναπτύχθηκε σε μια μη σεξουαλική κατεύθυνση, ή αν θέλετε, μετασεξουαλική, η οποία εκδηλώθηκε στην κατάσταση της απομόνωσης που η πανδημία τακτοποίησε και σχεδόν θεσμοθέτησε. Ολόκληρο το θεωρητικό και πρακτικό σώμα της ψυχολογίας, της ψυχανάλυσης, ακόμη και της πολιτικής πρέπει να επανεξεταστεί γιατί η βαθύτερη υποκειμενικότητα έχει ανατραπεί και μεταμορφωθεί αμετάκλητα.

Ο Ιταλός ψυχαναλυτής Luigi Zoja δημοσίευσε ένα βιβλίο για την εξάντληση (και την τάση) της επιθυμίας να εξαφανιστεί (ο τίτλος είναι, στην πραγματικότητα, Il Declino del Desiderio- Η Κατάρρευση της Επιθυμίας). Είναι ένα κείμενο γεμάτο με πολύ ενδιαφέροντα δεδομένα για τη δραστική μείωση της συχνότητας των σεξουαλικών επαφών και, γενικότερα, του χρόνου που αφιερώνεται στην επαφή, σε σχέσεις που περιλαμβάνουν την φυσική παρουσία. Αλλά η κεντρική υπόθεση του βιβλίου (η εξαφάνιση της επιθυμίας) μου φαίνεται αμφισβητήσιμη. Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι η ίδια η επιθυμία που εξαφανίζεται, αλλά η σεξουαλικοποιημένη έκφραση της επιθυμίας. Η φαινομενολογία της σύγχρονης συναισθηματικότητας χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο από μια δραστική μείωση της επαφής, της ευχαρίστησης και της ψυχικής και σωματικής χαλάρωσης που επιφέρει η επαφή του δέρματος με το δέρμα. Αυτό συνεπάγεται απώλεια αισθησιακής εμπιστοσύνης, απώλεια του αισθήματος της βαθιάς συνέργειας που κάνει την κοινωνική ζωή ανεκτή: την ευχαρίστηση του δέρματος που αναγνωρίζει τον άλλον μέσα από το άγγιγμα, τον αισθησιασμό, τη γλυκιά απόλαυση της οικειότητας του βλέμματος.

Η διαστροφή της επιθυμίας και η σύγχρονη επιθετικότητα

Στην πραγματικότητα, η αποσεξουαλικοποίηση παράγει τον κίνδυνο να μετατραπεί η επιθυμία σε μια κόλαση μοναξιάς και ταλαιπωρίας που περιμένει να εκφραστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Η παράλογη βία που ξεσπά όλο και περισσότερο με τη μορφή ένοπλων και δολοφονικών επιθέσεων εναντίον περισσότερο ή λιγότερο άγνωστων αθώων θυμάτων (οι θανατηφόρες επιθέσεις που έχουν πολλαπλασιαστεί παντού μετά την μαζική δολοφονία στο Λύκειο Columbine το 1999, και των οποίων οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι το κύριο προσκήνιο) δεν είναι κάτι περισσότερο από την κορυφή του παγόβουνου ενός φαινομένου που σε πολιτικό επίπεδο αναστατώνει την ιστορία ολόκληρου του κόσμου. Πώς μπορεί να εξηγηθεί η εκλογή ενός ατόμου όπως ο Ντόναλντ Τραμπ ή ο Ζαΐρ Μπολσονάρο από το μισό αμερικανικό ή βραζιλιάνικο λαό, αν όχι ως εκδήλωση απελπισίας και περιφρόνησης προς τον ίδιο του τον εαυτό;

Η εκλογή ενός ανίδεου ηλίθιου που εκφράζει ανοιχτά ρατσιστικές ή εγκληματικές απόψεις έχει βαθιές ομοιότητες (σε ψυχικό, αλλά και σε πολιτικό επίπεδο) με σφαγές που μπορούν να εξηγηθούν μόνο με όρους επώδυνης παραφροσύνης, αυτοκτονικής επιθυμίας. Αυτό που συνεχίζουμε να αποκαλούμε φασισμό, εθνικισμό ή ρατσισμό δεν μπορεί πλέον να εξηγηθεί με πολιτικούς όρους. Η πολιτική δεν είναι τίποτα άλλο από το θεαματικό έδαφος στο οποίο εκδηλώνονται αυτά τα κινήματα, αλλά η δυναμική της σύγχρονης κοινωνικής επιθετικότητας δεν έχει σχεδόν καμία σχέση με τα αυτοαποκαλούμενα ιδανικά και τις αξίες του φασισμού ή του εθνικισμού του περασμένου αιώνα. Η ρητορική είναι συχνά παρόμοια, αλλά το περιεχόμενο απέχει πολύ από το να θεωρηθεί πολιτικά ορθολογικό.

Μόνο μια ανάλυση για τον πόνο, την ταπείνωση, τη μοναξιά και την απελπισία μπορεί να εξηγήσει το φαινόμενο που χαρακτηρίζει πλέον το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του κόσμου στη φάση εξάντλησης της νευρολογικής ενέργειας και αναμονής ενός αφανισμού που αυτοπαρουσιάζεται όλο και περισσότερο ως αναπόφευκτος ορίζοντας.

Η γενιά που ορίζεται με ειρωνική πικρία ως η «τελευταία γενιά» (ή και «γενιά Ζ»), η γενιά που έχει μάθει περισσότερες λέξεις από μια μηχανή παρά από τη φωνή της μητέρας της ή από κάποιον άλλον άνθρωπο, έχει σχηματιστεί, σε ένα όλο και πιο αβίωτο και ανυπόφορο σωματικό και ψυχικό περιβάλλον. Η επικοινωνία αυτής της γενιάς έχει αναπτυχθεί σχεδόν αποκλειστικά σε ένα τεχνο-εμβυθιστικό περιβάλλον του οποίου η συνέπεια είναι καθαρά σημειωτική.

Ετοιμαζόμαστε να βιώσουμε την ίδια μας την εξαφάνιση ως μια καθηλωτική προσομοίωση. Η παραγωγή των μέσων μαζικής ενημέρωσης είναι ολοένα και πιο κορεσμένη από τις εικόνες αυτής της απόγνωσης, που λειτουργούν και ως συμπτώματα αδιαθεσίας και ως παράγοντες διάδοσης μιας παθολογίας: σκέφτομαι ταινίες όπως το Joker, το Parasite, αλλά και παγκόσμιες νεοτηλεοπτικές σειρές στο Netflix, όπως το Squid Game και χίλια άλλα παρόμοια προϊόντα.

Το τραύμα της επιδημίας του Covid μόνο πολλαπλασίασε την επίδραση της υπερ-σημειωτικής, αλλά οι τεχνικές και πολιτιστικές συνθήκες υπήρχαν ήδη. Σε αυτό το σημείο, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε αυτή τη μετάλλαξη, την οποία μπορούμε να την ορίσουμε ως μια μετάλλαξη απο-σεξουαλικοποίησης που επηρεάζει την επιθυμία.

Η επιθυμία δεν έπαψε να είναι η κινητήρια δύναμη της διαδικασίας συλλογικής υποκειμενοποίησης, αλλά αυτή εκδηλώνεται τώρα ως άγχος, ως αυτοακρωτηριασμός ή μερικές φορές ως επιθετικότητα. Καθώς δεν μπορεί να ανθίσει και να εκφραστεί, διαστρέφεται σε επιθετικές μορφές.

Η απο-σεξουαλικοποίηση της επιθυμίας, της οποίας τα ίχνη βρίσκουμε παντού, μεταφράζεται σε κοινωνικό επίπεδο ως αποϊστορικοποίηση των κινήτρων για συλλογική δράση. Γινόμαστε μάρτυρες ενός μαζικού φαινομένου κατάρρευσης των σχέσεων και εγκατάλειψης: αποχή της πλειοψηφίας από την πολιτική, αποχή από την τεκνοποίηση, εγκατάλειψη της εργασίας. Αυτό το φαινόμενο πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο μιας θεωρητικής ανάλυσης (διάγνωσης) που επιτρέπει στρατηγικές λόγου και πολιτικής δράσης (θεραπεία) που σήμερα μας λείπουν εντελώς.

______

ΚΕΙΜΕΝΟ: Franco “Bifo” Berardi

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Τάσος Σαγρής / Κενό Δίκτυο

ΠΗΓΗ:

Nero 15/12/2022 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Previous Story

Αγκαλιάστε το σκοτάδι- Aνάλυση για σκοτεινούς καιρούς- Του/της C

Next Story

Brikena Gishto- 3 ποιήματα


Latest from Local movement

Go toTop