Κενό Δίκτυο- Πεθαίνοντας στα Τέμπη: Κρατική αποτυχία και κοινωνική αναδιάρθρωση στην Ελλάδα 2.0

March 8, 2023

«Ο άνθρωπος, δεν πεθαίνει επειδή είναι θνητός (όχι λιγότερο απ’ όσο λέει ψέματα επειδή είναι ανέντιμος ή αγαπάει επειδή είναι ερωτικός). Πεθαίνει γιατί δεν τρώει αρκετά, επειδή υποβιβάζεται σε μία κτηνώδη κατάσταση, επειδή τον σκοτώνουν».

Francois Châtelet[1]

Είναι ιδιαίτερα δύσκολο ν’ αναγνωρίσεις ότι η ζωή σου δεν μετράει ή έστω ότι υπάγεται σ’ ένα μετρικό σύστημα που την αξιολογεί λιγότερο από τα κέρδη μιας επιχείρησης. Το δυστύχημα στα Τέμπη, πέρα από ένα φρικτό γεγονός όπου τόσοι άνθρωποι χάσανε τις ζωές τους, αποτέλεσε οδυνηρή αναγνώριση μιας τέτοιας απαξίωσης, πυροδοτώντας αναμενόμενα εκτεταμένη κοινωνική οργή, δίπλα στο συλλογικό πένθος. Ότι η πολιτική διαμορφώνεται (και) από τέτοια συναισθήματα το γνωρίζουμε ήδη από τον Σπινόζα. Ωστόσο, για να κατανοήσουμε γιατί τώρα και όχι σε κάποιο άλλο γεγονός, δηλαδή γιατί ήταν το συγκεκριμένο γεγονός που πυροδότησε την παραπάνω αναγνώριση και τα συναισθήματα που τη διαπερνούν, πρέπει να μεταβούμε το πεδίο της αμεσότητας, ώστε να αναλύσουμε τις ενεργές της διαμεσολαβήσεις.

Η εθνική ταυτότητα/συνείδηση είναι σαφώς η προϊούσα αυτών των μεσολαβήσεων και δεν έχει επ’ αυτού ιδιαίτερη σημασία αν είναι φαντασιακή ως ταυτότητα, αφού δεν καθίσταται λιγότερο πραγματική. Καλώς ή κακώς, το έθνος αποτελεί πάνω από έναν αιώνα τον γενικευμένο τρόπο συγκρότησης του σύγχρονου κράτους, δηλαδή μιας πολιτικής δομής κυριαρχίας/δικαίου, σε κοινότητα (σε τέτοιο βαθμό που η άρνηση στη βούληση ενός λαού να γίνει έθνος μπορεί να θεωρείται βάσιμα ιστορική αδικία). Η οποία κοινότητα με τη σειρά της διαμεσολαβεί την καπιταλιστική αγορά όχι μέσω των τυπικών-νομικών ρυθμίσεων που άπτονται του κράτους, αλλά μέσω ενός κανονιστικού δικτύου αξιώσεων, υποχρεώσεων και εξαρτήσεων. Αναμφίβολα, πρόκειται για δυναμική μορφή διαμεσολάβησης, που μπορεί να καθορίζει το κράτος και την αγορά ως απρόσωπους μηχανισμούς μόνο στο βαθμό που υπάγεται, άρα καθορίζεται, από αυτούς. Σε κάθε περίπτωση, το ελληνικό κράτος, όπως κάθε σύγχρονο έθνος-κράτος, διατηρεί την κοινωνική του συνοχή μέσω της αναπαραγωγής μιας συλλογικής ταυτότητας, ενός εμείς φορτισμένου με αφηγήσεις, πεποιθήσεις και αξιωματικές.

Είναι η μεσολάβηση αυτού του εμείς που καθορίζει την επίδραση του δυστυχήματος στα Τέμπη, όπως και αντίστοιχα ότι κανένα συμβάν που αφορά μετανάστες και μετανάστριες δεν πρόκειται να παράγει γενικευμένη εξέγερση της ελληνικής κοινωνίας, ανεξάρτητα του πόσο τραγικό και άδικο είναι το συμβάν ή πόσο ενοχλητική/απαράδεκτη μπορεί να είναι αυτή η διαπίστωση από μια αφηρημένη (αστική) ηθική σκοπιά ή από ταξική και διεθνιστική οπτική.

Τα πιο ειδικά χαρακτηριστικά της ελληνικής ταυτότητας καθορίζουν επίσης τη μορφή που το πένθος και η οργή προσλαμβάνουν, όπως αυτά αποκρυσταλλώνονται στις τρέχουσας αντιδράσεις. Καθότι γι’ άλλη μια φορά βλέπουμε ενεργή την αντίφαση μεταξύ μιας ταυτότητας ποτισμένης μ’ ένα απολεσθέν μεγαλείο που μπορεί και οφείλει να επανέλθει και μιας συνείδησης υπολιπούσας πραγματικότητας (της «Ελλάδας-Ψαροκώσταινας»). Η συνείδηση αυτή ενισχύεται από την αίσθηση μιας υποδεέστερης κατάστασης σε σχέση με τον «προηγμένο κόσμο» και της αποτυχίας να τον φτάσουμε μέσα από την ένταξη στην ΕΕ και το εγχείρημα εκσυγχρονισμού που τη συνόδευε ως όρο.

Μπορούμε πάλι (και καλώς θα κάνουμε) να πούμε πολλά για τον προβληματικό χαρακτήρα που έχει η ανύψωση των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών σε πρότυπα μοντέλα, αρκεί να καταλάβουμε ότι η αίσθηση κατωτερότητας προς αυτές έχει αντικειμενική βάση: εν προκειμένω, τα σιδηροδρομικά δίκτυα των βόρειο-/δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών είναι αρκούντως ανεπτυγμένα ώστε με βάση τη δυνατότητα που πραγματώνουν να καθιστούν το ελληνικό σιδηροδρομικό δίκτυο οπισθοδρομικό και εγγύτερα στα δίκτυα που υπάρχουν στον πάλαι πότε λεγόμενο «Τρίτο Κόσμο». Για αυτό δεν έχει κανένα θεωρητικό ή πολιτικό νόημα η διαπίστωση ότι συμβαίνουν και στις προηγμένες χώρες τέτοια γεγονότα. Διότι το προφανές γεγονός ότι ακόμα και στο πιο προηγμένο τεχνολογικά δίκτυο μπορεί να συμβεί για διάφορους λόγους ατύχημα, δεν αλλάζει ότι αυτό που φανερώνεται στο ατύχημα των Τεμπών είναι ποιοτικά διαφορετικό· τουτέστιν, φανερώθηκε κάτι που όσοι/όσες ταξιδεύουμε με τρένα ξέραμε σε σχέση με την ποιότητα του σιδηροδρομικού δικτύου αλλά και αυτό που είναι ήδη γνωστό συνολικότερα για το ελληνικό κράτος: η απαξίωση νευραλγικών του τομέων, από την Υγεία ως τις Μεταφορές.

Είναι το συναφές βίωμα ματαίωσης μαζί με την αντίφαση μεταξύ του τι «θα-έπρεπε-να-είναι» και «τι-είναι» η Ελλάδα, που έρχεται να εκφράσει θεωρητικά η έννοια του «αποτυχημένου κράτους». Η αποτυχία δεν πρέπει να λαμβάνεται με όρους αντικειμενικού μεγέθους που μπορεί να απορριφθεί προσφέροντας δεδομένα που το ακυρώνουν, π.χ. ότι το κράτος που δεν βάζει σε λειτουργία σύγχρονα συστήματα ασφάλειας για το σιδηροδρομικό του δίκτυο είναι το ίδιο κράτος που ξοδεύει δισεκατομμύρια σε οπλικά συστήματα και θρέφει φιλοδοξίες να συμμετάσχει στους (και να πάρει όσο μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας μπορεί από τους) όψιμους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς στην περιοχή. Η έννοια του «τριτοκοσμικού κράτους» – εφόσον δεν τίθεται με ρατσιστικούς όρους (όπως φυσικά γίνεται κατά βάση στις αναφορές περί «Ουγκάντας» κλπ.) αλλά ως αναλυτικός δείκτης – είναι κατατοπιστική: βασικό χαρακτηριστικό πολλών κρατών του «Τρίτου Κόσμου» είναι ακριβώς η ύπαρξη μιας ελίτ που δαπανά αλόγιστα δημόσιο χρήμα για τον δικό της πλουτισμό και για τη στρατιωτική δύναμη του κράτους. Αυτό λοιπόν που ο όρος «αποτυχημένο κράτος» εννοιολογεί είναι την αποτυχία του Ελληνικού κράτους ν’ ανταποκριθεί στην έννοια του, δηλαδή του Ευρωπαϊκού κράτους-Δικαίου. Στην πραγματικότητα φυσικά, κανένα υπαρκτό κράτος της Ε.Ε. δεν εμπίπτει πλήρως του ορισμού του κράτος-δικαίου, κάτι που φανερώνει τα όρια της έννοιας καθαυτής. Σε κάθε περίπτωση όμως, υπάρχουν σαφείς διαφορές μεταξύ κρατών στον βαθμό που η ενεργή τους πραγματικότητα αντιφάσκει της έννοιας τους, με την Ελλάδα να είναι ένα κράτος που η αντίφαση είναι αρκετά έντονη και γίνεται όλο εντονότερη. Αυτό ανοίγει το πεδίο ώστε η λαϊκή αντίδραση στους κρατούντες, αντίστοιχα με άλλα βαλκανικά και ανατολικοευρωπαϊκά κράτη, να παίρνει τη μορφή ενός αιτήματος εξευρωπαϊσμού· «να γίνουμε επιτέλους Ευρωπαίοι».

Το αίτημα αναδεικνύει και το πρόβλημα στη έννοια του αποτυχημένου κράτους. Δηλαδή, ότι στηρίζεται σε μια κανονιστική κρίση που αφενός καθιστά τα θεωρούμενα επιτυχημένα κράτη ως μέτρα αξιολόγησης και τ’ αποτυχημένα κράτη αποκλίνουσες μορφές ενός  a priori ιδανικού. Αυτό που χάνεται φυσικά είναι η ιστορική παραγωγή του (κάθε) κράτους, με τις αντιφάσεις και τις εντάσεις που το ορίζουν. Ακόμα περισσότερο, συσκοτίζεται το γεγονός ότι η αποτυχία ενός κράτους να ανταποκριθεί στην έννοια του, είναι ο τρόπος που αυτό αναπαράγεται ως ενεργή πραγματικότητα. Στην περίπτωση του ελληνικού κράτους, συγκεκριμένα, το φιλοευρωπαϊκό αίτημα εκσυγχρονισμού αδυνατεί να αντιληφθεί ότι (α) η συστημική διαφθορά και ο ελλιπής εκδημοκρατισμός είναι όροι για την επέκταση και ανάπτυξη του ξένου (εν προκειμένω ευρωπαϊκού) κεφαλαίου, κάτι που υποδεικνύει προς την ιμπεριαλιστική διάσταση της ΕΕ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ΕΕ είναι απλά μια ιμπεριαλιστική δομή· (β) για να επιτευχθεί ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας έπρεπε να υπάρξει μια μεγάλης έντασης απαξίωση σταθερού/μεταβλητού κεφαλαίου και εργασίας, δηλαδή μια υποτίμηση και καταστροφή των όρων ζωής εκατομμύρια ανθρώπων. Ο θυσιαστικός χαρακτήρας της όλης διαδικασίας δεν είναι μόνο πρόδηλος στην μορφή της λιτότητας – κάτι που παρέχει στη χυδαιότητα του Τσίμα και του Προτοσάλτε την υλική της βάση και ορθολογικότητα – είναι και ταξικά καθορισμένος· ποιοι θυσιάζονταν πάντα αν όχι οι υποτελείς; Γι’ αυτόν τον λόγο, αντιστρόφως, η διαδικασία απαξίωσης/καταστροφής στην Ελλάδα μπορούσε να διεκπεραιωθεί – στο μεγαλύτερο κομμάτι της, καθώς υπήρξε και ένα διάστημα όπου μονάχα ένα κόμμα σαν τον ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε να την επιτελέσει – μόνο από την πολιτική και οικονομική ελίτ που εν πολλοίς ευθύνεται για την αποτυχία του ελληνικού κράτους ν’ ανέλθει στην έννοια του (ευρωπαϊκού κράτους δικαίου).

Πίσω λοιπόν από το αποτυχημένο ελληνικό κράτος βρίσκεται μια πολύ πραγματική διαδικασία, που μπορεί να οριστεί ως η νεοφιλελευθεροποίηση της ελληνικής κοινωνίας, έννοια που δίνει συγκεκριμένη μορφή και περιεχόμενο στις πιο αφηρημένες έννοιες του εκσυγχρονισμού και/ή της κοινωνικής αναδιάρθρωσης. Σίγουρα, πολύ μακριά από μια ετοιμοπαράδοτη πατέντα, η νεοφιλελευθεροποίηση ως γενική διαδικασία παίρνει διάφορες ειδικές μορφές, που αντανακλάνε τις ιστορικές συνθήκες του κάθε κράτους. Μπορεί να έχει ένα προοδευτικό κοινωνικό πρόσημο (π.χ. όσον αφορά ταυτοτικά δικαιώματα) ή έναν πιο συντηρητικό χαρακτήρα όπως στον Ορμπανισμό· μπορεί επίσης να υπάρχει μία αντιφατική μίξη των δύο, όπως γίνεται σήμερα στην Ελλάδα από την Νέα Δημοκρατία, η οποία μπορεί να κυβερνήσει μονάχα προσπαθώντας να ισορροπήσει μεταξύ μεσοαστικού φιλελευθερισμού και ακροδεξιού λαϊκισμού. Σε κάθε περίπτωση όμως διατηρεί κάποιους προσδιορισμούς που καθορίζουν τον χαρακτήρα της ως νεοφιλελευθεροποίηση, ένας εκ των οποίων είναι ότι η αξία της ζωής και η πρόσβαση σε δομές κοινωνικής αναπαραγωγής γίνεται με όρους αγοράς. Εδώ βρίσκεται και η ουσία της αντιπαράθεσης δημόσιου/ιδιωτικού, όχι ως σύγκριση του ίδιου, αλλά διαφοροποίησης μεταξύ τρόπων οροθέτησης και συγκρότησης κοινωνικών λειτουργιών: αγαθό ή υπηρεσία, το καθένα με διακριτά κριτήρια αξιολόγησης (αν και προφανώς μπορεί να υπάρχουν και αρκετές κοινές συνιστάμενες, σαν τον εκσυγχρονισμό των υποδομών με βάση τρέχουσες τεχνικές δυνατότητες), με το δικό του πλαίσιο αντιπαράθεσης και τις δικές του προοπτικές.

Η κριτική στην ιδιωτικοποίηση, συνεπώς, και η κριτική στην απαξίωση του δημοσίου αποτελούν όψεις της κριτικής μιας ενιαίας διαδικασίας. Όσο περισσότερο η κριτική αυτή αποκτά συνείδηση του εαυτού της ως επιθυμία και πρακτικό αίτημα, μπορεί να οδηγήσει στην υπέρβαση του συλλογικού πένθους με εθνικούς όρους και στον μετασχηματισμό της κοινωνικής οργής σε καθορισμένο πρόταγμα κοινωνικής δικαιοσύνης. Η τάση υπάρχει ήδη εντός των αντιδράσεων, ειδικά στις κινητοποιήσεις, πχ. στα συνθήματα «ζούμε κατά τύχη» και «οι ζωές μας μετράνε», στα οποία τόσο το υποκείμενο αναφοράς τους και η αίσθηση αδικίας και η επιθυμία για δικαιοσύνη που τα διαπερνά δεν έχουν εθνικό πρόσημο· ακόμα περισσότερο είναι αρκετά ανοιχτά ώστε να χωρέσουν όσους δεν ήταν Έλληνες από τα θύματα. Είναι προς αυτήν την κατεύθυνση και σε μία τέτοια διαδικασία που η κριτική κατανόηση των προσδιορισμών της παρούσας λαϊκής αντίδρασης και των εσωτερικών της αντιφάσεων αποσκοπεί να συνεισφέρει (στον βαθμό που της αναλογεί): όχι στην απαξίωση των αντιδράσεων και των κινητοποιήσεων μα στην ανάδειξη των ορίων τους· διότι αυτό που είναι προσδιορισμός είναι επίσης όριο, άρα και κατώφλι που πέραν του οποίου βρίσκεται αυτό που κάτι μπορεί να γίνει.


[1] Παρατίθεται στο Gilles Deleuze (με την Claire Parnet), ‘Pericles and Verdi: The Philosophy of Francois Châtelet’, Dialogues II (Revised Edition), μτφρ. H. Tomlison και B. Habberjam, (Νέα Υόρκη: Columbia University Press, 2007), σ.156.

ΚΕΝΟ ΔΙΚΤΥΟ [Θεωρία, Ουτοπία, Συναίσθηση, Εφήμερες Τέχνες]

http://voidnetwork.gr

Previous Story

Η Στέγη Ωνάση στο Πεδίον Άρεως- Ο φιλανθρωπικός καπιταλισμός κατακτά την Αθήνα

Next Story

Greeks revolt against government after 57 die in train crash


Latest from Events

Διαστάσεις της Αποικιοκρατίας | 6 Ομιλίες & Συζήτηση- ΤΡ. 18/6 – Εξάρχεια

Διαστάσεις της ΑποικιοκρατίαςΑποικιοκρατία και Καπιταλιστική Νεωτερικότητα: Μεταξύ Παρελθόντος και Μέλλοντος ΤΡΙΤΗ 18/6/2024 ΏΡΑ έναρξης 19.00 Αυτοδιαχειριζόμενο Παρκάκι ΤΣΑΜΑΔΟΥ 10- Εξάρχεια Σε πείσμα των φιλελεύθερων
Go toTop