Πως οι πλούσιοι καταστρέφουν τον πλανήτη

September 14, 2023

Μήπως η κλιματική καταστροφή είναι στενά συνδεδεμένη με την κοινωνική κρίση σε όλο τον κόσμο; Όσοι διαθέτουν πολιτική και οικονομική εξουσία προωθούν ένα μοντέλο υπερβολικής κατανάλωσης, το οποίο μιμούνται τυφλά οι μεσαίες τάξεις, παρά τις καταστροφικές επιπτώσεις του στον πλανήτη. Εάν αυτοί που βρίσκονται στην κορυφή υποστήριζαν την αποανάπτυξη, θα ακολουθούσαν και οι υπόλοιποι. Είναι όμως ποτέ κάτι τέτοιο εφικτό;

Κείμενο: Hervé Kempf / Le Monde Diplomatique

Μετάφραση: Τάσος Σαγρής (Κενό Δίκτυο)

Οι τρεις ή τέσσερις γενιές που ζουν στο γύρισμα της τρίτης χιλιετίας είναι οι πρώτες στην ιστορία της ανθρωπότητας, από τότε που τα δίποδα άρχισαν να περιφέρονται για πρώτη φορά στον πλανήτη, που έρχονται αντιμέτωπες με τα όρια της βιόσφαιρας. Η συνάντηση αυτή πραγματοποιείται στο πλαίσιο μιας μεγάλης οικολογικής κρίσης.

Το πρώτο χαρακτηριστικό αυτής της κρίσης είναι η έντονη ανησυχία από την πλευρά των επιστημόνων του κλίματος. Εδώ και αρκετά χρόνια, λειτουργούν με την υπόθεση ότι η κλιματική αλλαγή μπορεί να είναι μη αναστρέψιμη. Μέχρι πρόσφατα, υπήρχε η πεποίθηση ότι θα εμφανιζόταν μια σταδιακή υπερθέρμανση του πλανήτη, αλλά όταν η ανθρωπότητα συνειδητοποιούσε τη σοβαρότητα της κατάστασης, θα ήταν δυνατό για εμάς να οπισθοχωρήσουμε και να αποκαταστήσουμε την κλιματική ισορροπία.

Οι επιστήμονες του κλίματος λένε ότι είναι πιθανό να φτάνουμε στο όριο όπου το σύστημα διολισθαίνει σε μη αναστρέψιμη διαταραχή. Αυτή η ανησυχία τροφοδοτείται από διάφορες παρατηρήσεις: στη Γροιλανδία, οι παγετώνες λιώνουν πολύ πιο γρήγορα από ό,τι προέβλεπαν τα μοντέλα μας. Οι ωκεανοί αντλούν λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα. Η υπερθέρμανση που ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη επιταχύνει το λιώσιμο του μόνιμου παγετώνα, ενός μεγάλου στρώματος παγωμένης γης στη Σιβηρία και τον Καναδά, και απειλεί να απελευθερώσει τις τεράστιες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα και μεθανίου που περιέχει.

Γιατί οι κοινωνίες δεν κινούνται προς πολιτικές που θα απέτρεπαν την οικολογική κρίση;

Η δεύτερη παρατήρησή τους είναι ότι το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής είναι μια πτυχή της οικολογικής κρίσης που είναι πιο γνωστή στο ευρύ κοινό, αλλά αποτελεί μόνο ένα μέρος της. Εξίσου σημαντική είναι η καταστροφή της βιοποικιλότητας σε τέτοια κλίμακα που οι ειδικοί αποκαλούν την απώλεια των ειδών που βιώνει η εποχή μας «έκτο γεγονός εξαφάνισης». Το πέμπτο γεγονός εξαφάνισης, πριν από 65 εκατομμύρια χρόνια, είδε την εξαφάνιση των δεινοσαύρων.

Μια τρίτη παρατήρηση, η οποία είναι ίσως λιγότερο απτή ή λιγότερο κατανοητή από το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, είναι η εκτεταμένη χημική μόλυνση του περιβάλλοντος μας, η οποία είναι ανησυχητική για δύο λόγους. Από τη μια πλευρά, οι τροφικές αλυσίδες νοθεύονται από χημικούς ρύπους, αν και σε μικρές δόσεις. Από την άλλη, γίνεται σαφές ότι οι ωκεανοί – τα μεγαλύτερα οικοσυστήματα του πλανήτη, που έμοιαζαν σχεδόν άπειρα στην ικανότητά τους να αναγεννιούνται – έχουν αποδυναμωθεί ολοένα και περισσότερο, είτε από τη ρύπανση είτε από την υποβάθμιση τους.

Οι προειδοποιήσεις δεν είναι καινούργιες

Όλα αυτά εξηγούν την επείγουσα πολιτική ανάγκη της εποχής μας, αλλά οι προειδοποιήσεις δεν είναι καινούργιες. Η Rachel Carson σήμανε τον κώδωνα του κινδύνου το 1962 με το βιβλίο της Silent Spring και τα οικολογικά ζητήματα έγιναν σημείο ανάφλεξης του δημόσιου διαλόγου στη δεκαετία του 1970. Έκτοτε, διεθνή συνέδρια, επιστημονικά άρθρα και εκστρατείες για το κλίμα έχουν συγκεντρώσει ένα σύνολο γνώσεων που επιβεβαιώνουν τη γενική τάση.

Γιατί, λοιπόν, οι κοινωνίες δεν κινούνται προς πολιτικές που θα απέτρεπαν την χειροτέρευση της οικολογικής κρίσης; Για να απαντήσουμε σε αυτό το κρίσιμο ερώτημα, πρέπει να αναλύσουμε τις σχέσεις εξουσίας που είναι δομημένες ώστε να εμποδίζουν τις απαραίτητες πολιτικές.

Τα τελευταία 20 χρόνια, ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από την επιστροφή της φτώχειας στις πλούσιες χώρες. Η μείωση του ποσοστού της φτώχειας ήταν συνεχής από τα τέλη της δεκαετίας του 1940, αλλά στις δυτικές χώρες αυτό σταμάτησε και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αντιστράφηκε. Ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες επισφάλειας, δηλαδή λίγο πάνω από το όριο της φτώχειας, αυξάνεται σταθερά. Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν σε απόλυτη φτώχεια, με λιγότερα από 2 δολάρια την ημέρα, παραμένει περίπου στα 2 δισεκατομμύρια, ενώ ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) εκτιμά ότι 820 εκατομμύρια άνθρωποι υποσιτίζονται.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της κοινωνικής κρίσης είναι η αύξηση των ανισοτήτων τα τελευταία 20 χρόνια, κάτι που έχει επιβεβαιωθεί από πολλαπλές μελέτες. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές, με επικεφαλής τους Carola Frydman και Raven E. Saks, οικονομολόγους στο Χάρβαρντ και την Ομοσπονδιακή Τράπεζα, συνέκριναν την αναλογία των μισθών των τριών κορυφαίων στελεχών των 500 μεγαλύτερων εταιρειών των ΗΠΑ με τον μέσο μισθό των υπαλλήλων τους. Αυτός ο δείκτης ανάπτυξης των ανισοτήτων παρέμεινε σταθερός από τη δεκαετία του 1940 έως τη δεκαετία του 1970: τα αφεντικά κέρδιζαν περίπου 35 φορές τον μέσο μισθό των υπαλλήλων τους. Στη δεκαετία του 1980, υπήρξε μια αποσύνδεση και η αναλογία αυξανόταν αρκετά σταθερά έως ότου οι αμοιβές των αφεντικών έφτασαν περίπου τις 130 φορές αυτές του μέσου εργαζομένου τη δεκαετία του 2000.

Αυτές οι μελέτες δείχνουν μια μεγάλη διακοπή στη λειτουργία του καπιταλισμού εδώ και 60 χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτού που ονομαζόταν «Ένδοξη Τριακονταετία» – Trente Glorieuses– (1945-75), ο συλλογικός πλουτισμός που έγινε δυνατός από μια σταθερή αύξηση της παραγωγικότητας κατανεμήθηκε αρκετά δίκαια μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, διατηρώντας σταθερά τα επίπεδα ανισότητας. Από τη δεκαετία του 1980, ένα σύνολο συνθηκών, που δεν χρειάζεται να αναλύσουμε εδώ, οδήγησε σε μια ολοένα και πιο έντονη αποσύνδεση μεταξύ των ιδιοκτητών του κεφαλαίου και του μεγαλύτερου μέρους των απλών πολιτών. Μια τάξη ολιγαρχών συσσωρεύει εισόδημα και κληρονομιά σε βαθμό που δεν έχουμε δει εδώ και έναν αιώνα.

Πώς χρησιμοποιούν τον πλούτο τους οι υπερπλούσιοι;

Είναι σημαντικό να εξετάσουμε τους συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους οι υπερπλούσιοι χρησιμοποιούν τα χρήματά τους. Τα χρήματα δεν είναι πια κρυμμένα όπως στην εποχή της αυστηρής προτεσταντικής αστικής τάξης που περιέγραψε ο Μαξ Βέμπερ: αντιθέτως, τροφοδοτούν την εξωφρενική κατανάλωση σκαφών αναψυχής, ιδιωτικών τζετ, τεράστιων κατοικιών, κοσμημάτων, ρολογιών, εξωτικών ταξιδιών — ένα γελοίο συνονθύλευμα άσωτης πολυτελείας. Με τον Νικολά Σαρκοζί, οι Γάλλοι άρχισαν να ανακαλύπτουν ένα οδυνηρό παράδειγμα αυτής της φανταχτερής συμπεριφοράς.

Γιατί αυτό είναι η κινητήριος δύναμη της οικολογικής καταστροφής; Για να απαντήσουμε, πρέπει να στραφούμε στον μεγάλο οικονομολόγο Thorstein Veblen, του οποίου τη σκέψη ο Raymond Aron επισήμανε παράλληλα με αυτή του στρατιωτικού θεωρητικού Carl von Clausewitz και του πολιτικού επιστήμονα Alexis de Tocqueville. Αν και σε μεγάλο βαθμό ξεχασμένη, η σκέψη του Veblen έχει ωστόσο εντυπωσιακή σημασία σήμερα.

Συνοψίζοντας, ο Veblen υποστήριξε ότι η τάση για ανταγωνισμό είναι εγγενής στην ανθρώπινη φύση. Έχουμε την τάση να συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους άλλους και ο καθένας μας προσπαθεί να επιδείξει κάποια μικρή υπεροχή μέσω των εξωτερικών του χαρακτηριστικών, μια συμβολική διαφορά από τους ανθρώπους γύρω μας. Ο Veblen δεν ισχυρίστηκε ότι η ανθρώπινη φύση περιορίζεται απποκλειστικά σε αυτό το χαρακτηριστικό, και δεν το έκρινε από ηθική άποψη, απλώς το παρατήρησε. Βασιζόμενος στις μαρτυρίες των εθνογράφων της εποχής του, σημείωσε ότι αυτή η μορφή συμβολικού ανταγωνισμού μπορεί να παρατηρηθεί σε όλες τις κοινωνίες.

Ο Veblen συνέχισε υποστηρίζοντας ότι όλες οι κοινωνίες παράγουν άνετα τον πλούτο που είναι απαραίτητος για την ικανοποίηση των αναγκών τους όσον αφορά την τροφή, τη στέγαση, την εκπαίδευση των παιδιών, την κοινωνικοποίηση κ.λπ. , προκειμένου να επιτρέψουν στα μέλη τους να διακρίνονται μεταξύ τους.

Ο Veblen σημείωσε ότι συχνά υπάρχουν πολλές τάξεις στην κοινωνία, καθεμία από τις οποίες διέπεται από την αρχή της εμφανούς κατανάλωσης. Μέσα σε κάθε κοινωνική τάξη, τα άτομα μοντελοποιούν τη συμπεριφορά τους κατά αντιστοιχία με την τάξη που βρίσκεται από πάνω τους και η οποία καθορίζει τι είναι καλό, τι είναι κομψό. Η κοινωνική τάξη που αντιγράφεται παίρνει αντίστοιχα ως παράδειγμά της αυτό που εκδηλώνει η κοινωνική τάξη που βρίσκεται ένα σκαλοπάτι πιο πάνω της στη σκάλα του πλούτου. Η μίμηση αναπαράγει τον εαυτό της από κάτω προς τα πάνω, έτσι ώστε η ανώτερη τάξη να καθορίζει το γενικό πολιτιστικό μοντέλο αυτού που έχει κύρος και επιβάλλεται σε όλους τους υπόλοιπους.

Πώς, λοιπόν, η ολιγαρχική τάξη μπλοκάρει τις εξελίξεις που είναι απαραίτητες για να αποτραπεί η επιδείνωση της οικολογικής κρίσης; Αυτό το κάνει άμεσα, φυσικά, τραβώντας τους μοχλούς εξουσίας —πολιτικούς, οικονομικούς και ΜΜΕ— που έχει στη διάθεσή της, τους οποίους χρησιμοποιεί για να διατηρήσει τα προνόμιά της. Και, εξίσου σημαντικό, το κάνει έμμεσα, μέσω του μοντέλου κατανάλωσης που διαπερνά όλη την κοινωνία και ορίζει την κανονικότητα.

Η πρόληψη της επιδείνωσης της κλιματικής κρίσης και ακόμη και η έναρξη της αποκατάστασης του περιβάλλοντος είναι θεωρητικά αρκετά απλή: η ανθρωπότητα πρέπει να μειώσει τον αντίκτυπό της στη βιόσφαιρα. Η επίτευξη αυτού είναι επίσης, θεωρητικά, αρκετά απλή: σημαίνει περιορισμός της εξόρυξης ορυκτών, ξυλείας, νερού, χρυσού, πετρελαίου κ.λπ. και μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, χημικών αποβλήτων, ραδιενεργών υλικών, επιβλαβών συσκευασιών κ.λπ. Αυτό σημαίνει περιορισμό της συνολικής υλικής κατανάλωσης από μεριάς των κοινωνιών μας. Αυτή η μείωση είναι ο πιο ισχυρός μοχλός που έχουμε για να αλλάξουμε την οικολογική κατάσταση.

Μια πολύ άνιση κοινωνία δημιουργεί τεράστιες σπατάλες, επειδή οι σπατάλες της ολιγαρχίας – όντας τίποτα άλλο παρά μια επίδειξη της λείας στον ανταγωνισμό της χλιδής και της εμφανούς κατανάλωσης – λειτουργούν σαν παράδειγμα προς μίμηση για όλη την κοινωνία.

Ο κάθε άνθρωπος, στο δικό του επίπεδο και στα όρια του εισοδήματός του, επιδιώκει να αποκτήσει τα αγαθά και τα σύμβολα με τη μεγαλύτερη αξία. Τα μέσα ενημέρωσης, οι διαφημίσεις, οι ταινίες, οι σαπουνόπερες και τα περιοδικά «life style» είναι όλα εργαλεία για τη διάδοση του κυρίαρχου πολιτισμικού μοντέλου.

Ποιος θα μειώσει την κατανάλωση υλικών αγαθών;

Ποιος είναι αυτός που θα πρέπει να μειώσει την κατανάλωση των υλικών αγαθών; Υπολογίζεται ότι το 20-30% του παγκόσμιου πληθυσμού καταναλώνει το 70-80% των πόρων που αντλούνται κάθε χρόνο από τη βιόσφαιρα. Η αλλαγή πρέπει επομένως να προέλθει από αυτό το 20-30%, δηλαδή κυρίως από τους λαούς της Βόρειας Αμερικής, της Ευρώπης και της Ιαπωνίας. Σε αυτές τις υπερανεπτυγμένες κοινωνίες, δεν θα προτείνουμε φυσικά να μειώσουν την κατανάλωσή τους οι φτωχοί, αυτοί με τον κατώτατο μισθό ή οι χαμηλόμισθοι. Ούτε μόνο οι υπερπλούσιοι πρέπει να κάνουν αυτήν την αλλαγή — ακόμα κι αν ο Sarkozy, ο Vincent Bolloré, ο Alain Minc, ο Bernard Arnault, ο Arnaud Lagardère, ο Jacques Attali και η παρέλαση των ολιγαρχών τους ζήσουν χωρίς τις λιμουζίνες τους και τους σοφέρ τους, τα λαμπερά ρολόγια τους και τα ψώνια στο Σεν Τροπέ, δεν υπάρχουν αρκετοί από αυτούς για να αλλάξουν επαρκώς τις συλλογικές επιπτώσεις της ανθρωπότητας στο κλίμα. Είναι στα μεσαία στρώματα της Δύσης που πρέπει να προτείνουμε αυτή τη μείωση της κατανάλωσης υλικών αγαθών.

Εδώ γίνεται σαφές ότι η ανισότητα είναι το κεντρικό ζήτημα. Οι μεσαίες τάξεις δεν θα συμφωνήσουν να καταναλώνουν λιγότερα εάν η τρέχουσα κατάσταση της ανισότητας συνεχιστεί και η απαραίτητη αλλαγή δεν υιοθετηθεί δίκαια. Η αναδημιουργία του αισθήματος αλληλεγγύης που είναι απαραίτητο για την επίτευξη αυτού του ριζικού κοινωνικού αναπροσανατολισμού προφανώς προϋποθέτει μια αυστηρή μείωση των ανισοτήτων — η οποία θα μεταμορφώσει συνολικά το υπάρχον πολιτισμικό μας μοντέλο.

Η πρόταση μείωσης της κατανάλωσης υλικών αγαθών μπορεί να φαίνεται προκλητική δεδομένου του ιδεολογικού περιβάλλοντος στο οποίο κολυμπάμε, αλλά σήμερα, η αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσης υλικών αγαθών δεν συνδέεται πλέον με την αύξηση της συλλογικής ευημερίας – αντίθετα, οδηγεί στην υποβάθμισή της. Ένας πολιτισμός που επιλέγει να μειώσει την κατανάλωση υλικών αγαθών θα άνοιγε επίσης την πόρτα σε άλλες πολιτικές. Πριμοδοτημένος από τον ωφέλιμο πλούτο που δημιουργεί η μείωση των ανισοτήτων, ένας τέτοιος πολιτισμός θα μπορούσε να ενθαρρύνει τις ανθρώπινες δραστηριότητες που είναι κοινωνικά χρήσιμες και έχουν χαμηλό οικολογικό αντίκτυπο. Η υγεία, η εκπαίδευση, οι μεταφορές, η ενέργεια και η γεωργία είναι όλοι τομείς όπου η κοινωνική ανάγκη είναι μεγάλη και η ευκαιρία για δράση σημαντική. Όλα αυτά είναι κεντρικά ζητήματα για τον επανασχεδιασμό μιας οικονομίας που εστιάζει σε όσα είναι ουσιαστικά και απαραίτητα για τους ανθρώπους παρά σε μια εμμονική υλική παραγωγή, για μια οικονομία που προωθεί και ενδυναμώνει τους κοινωνικούς δεσμούς και όχι την ατομικιστική ικανοποίηση. Καθώς αντιμετωπίζουμε την κλιματική κρίση, πρέπει να καταναλώνουμε λιγότερα και να διανέμουμε με πιο δίκαιο τρόπο όσα έχουμε , ώστε να ζούμε μαζί καλύτερα αντί να καταναλώνουμε τα πάντα μόνοι μας εις βάρος των άλλων.

Previous Story

How the rich are destroying the world- Hervé Kempf

Next Story

Armed Words- Online Poetry- NY Anarchist Book Fair / Art Festival


Latest from Local movement

Go toTop