Τεχνολαϊκισμός: Η Νέα Λογική της Δημοκρατικής Πολιτικής

January 7, 2024

Γιατί υπάρχει τέτοια δυσαρέσκεια για τη δημοκρατία; Γιατί φαίνεται να υπάρχει τόσο μικρή διαφορά μεταξύ των πολιτικών κομμάτων; Και γιατί οι πολιτικοί ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν «τους πάντες»;

Στο βιβλίο τους “Technopopulism: The New Logic of Democratic Politics“, οι καθηγητές πολιτικής θεωρίας Carlo Invernizzi Accetti και Christopher Bickerton αμφισβητούν πολλές από τις βασικές παραδοχές σχετικά με την προέλευση της κρίσης της δημοκρατίας και υποστηρίζουν ότι πρέπει να προχωρήσουμε πέρα ​​από την «απλουστευτική ιδέα ότι, στη σωστή δόση, ο λαϊκισμός και η τεχνοκρατία μπορούν να αντισταθμίσουν το ένα το άλλο».

Σε αυτή τη συνέντευξη, συζητάμε την απουσία ιδεολογικών πεδίων στη σύγχρονη πολιτική, τους λόγους για τους οποίους χρειαζόμαστε πολύ περισσότερη διαμεσολάβηση, και πώς το παράδοξο της “συμπερίληψης” –που ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί «όλους» μας– είναι στην πραγματικότητα αντιπλουραλιστικό.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ με τον Carlo Invernizzi Acceti από τον Jonny Gordon-Farleigh για το περιοδικό Stir to Action

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Τάσος Σαγρής (Κενό Δίκτυο)

Το βιβλίο σας “Τεχνολαϊκισμός: Η Νέα Λογική της Δημοκρατικής Πολιτικής”, ξεκινά με μια ανάλυση της κρίσης της δημοκρατίας, των κομματικών σχηματισμών που μεταμορφώνονται σε βαθμό να γίνονται αγνώριστοι, της παρακμής των ενδιάμεσων θεσμικών οργάνων και της περιθωριοποίησης του πολιτικού κομματισμού. Μπορείτε να ανατρέξετε σε αυτή την ιστορία και τις συνέπειες της για την τρέχουσα πολιτική μας κατάσταση;

Η λέξη κρίση (crises) προέρχεται από την αρχαία ελληνική γλώσσα, ήταν ιατρικός όρος, και σήμαινε τη μετάβαση από μια κατάσταση σε μια άλλη, συνήθως περιγράφει μια κατάσταση που οδηγεί ή στην υγεία ή στο θάνατο. Άρα είναι μια ισχυρή μετάβαση. Αν θέλουμε να καταλάβουμε ποια είναι η κρίση της δημοκρατίας στην εποχή μας, πρέπει να δούμε από πού ξεκινήσαμε και πού βρισκόμαστε σήμερα, και να προσπαθήσουμε να σκεφτούμε τι προκάλεσε αυτή τη μετάβαση.

Αν σκεφτούμε τη δημοκρατική πολιτική στα μέσα του εικοστού αιώνα, δομήθηκε θεμελιωδώς από τον ιδεολογικό διαχωρισμό μεταξύ αριστεράς και δεξιάς. Τα κόμματα ανταγωνίζονταν γύρω από ιδεολογικά πεδία που αντιστοιχούσαν στις αρθρώσεις των συμφερόντων και των αξιών συγκεκριμένων ομάδων μέσα στις κοινωνίες. Έτσι, για παράδειγμα, το Εργατικό Κόμμα αντιπροσώπευε την άρθρωση των συμφερόντων και των αξιών μιας συγκεκριμένης ομάδας εντός της κοινωνίας –της εργατικής τάξης– ενώ άλλα κόμματα αντιπροσώπευαν τα συμφέροντα της αριστοκρατίας της γης, ενός γενάρχη ή των αγροτικών πληθυσμών. Υπήρχαν όμως και άλλοι διαχωρισμοί, όπως η θρησκεία. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, υπήρχε το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, το οποίο εκπροσωπούσε τα συμφέροντα και τις αξίες των Χριστιανών σε αντίθεση με τις κοσμικές ομάδες. Έτσι, η αριστερά και η δεξιά αποτελούσαν τις συναρθρώσεις αυτών των διαφορετικών συμφερόντων και αξιών και ενθάρρυναν τα κόμματα να κινητοποιήσουν διαφορετικές ομάδες συμφερόντων μέσα στις κοινωνίες. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου οι διαφορές στα εκλογικά αποτελέσματα ήταν σχετικά μικρές και, είναι ενδιαφέρον ότι τα κόμματα κέρδιζαν όταν κατάφερναν να κινητοποιήσουν τις δικές τους ομάδες.

Αν πάμε γρήγορα μπροστά στο σήμερα, αυτό που έχουμε είναι μια πολύ διαφορετική πολιτική κατάσταση. Σχεδόν κάθε πολιτικό κόμμα έχει την πρόθεση να πει ότι δεν είναι ούτε αριστερό ούτε δεξιό. Αντίθετα, προσπαθούν να επιτύχουν τη συναίνεση όσο το δυνατόν ευρύτερου μέρους του πληθυσμού. Όχι ενός συγκεκριμένου τμήματος της κοινωνίας –όπως η εργατική τάξη– αλλά του εκλογικού σώματος γενικότερα. Έτσι, τα πολιτικά κόμματα απευθύνονται πλέον σε όσο το δυνατόν ευρύτερες κατηγορίες εντός του εκλογικού σώματος, προωθώντας ιδιαίτερα την «ικανότητα» και τη «δημοτικότητά» τους. Αυτό έχει περιθωριοποιήσει σταδιακά τις ιδεολογικές πλατφόρμες στο κομματικό μας σύστημα, αυτές που έχουν άμεσα τις ρίζες τους σε κοινωνικά συμφέροντα και αξίες.

Λοιπόν, πώς φτάσαμε από εκεί ως εδώ; Το επιχείρημα που αναπτύσσουμε ο Κρις Μπίκερτον και εγώ στο βιβλίο μας είναι ότι υπάρχουν βαθιές κοινωνικές και πολιτικές αιτίες για αυτόν τον μετασχηματισμό. Αρχικά αυτός ο μετασχηματισμός ανταποκρίθηκε στις αλλαγές που συνέβησαν στις κοινωνικές ομάδες που προηγουμένως δομούσαν τους πολιτικούς διαχωρισμούς. Αν και αυτές οι κοινωνικές τάξεις δεν έχουν εξαφανιστεί, διαφέρουν θεμελιωδώς από τη μεταπολεμική εποχή. Εκείνη την εποχή, ο διαχωρισμός μεταξύ του ποιος είναι ή δεν είναι μέρος της εργατικής τάξης ήταν αμέσως ξεκάθαρος. Σήμερα, ο πολιτισμός είναι πολύ πιο ομοιογενής και οι κοινωνικές ή οικονομικές τάξεις είναι πολύ πιο περίπλοκες. Ομοίως, οι θρησκευτικές διαιρέσεις δεν είναι πλέον οι ίδιες μετά την γενικευμένη εκκοσμίκευση των κοινωνιών μας.

Όσον αφορά την κρίση της δημοκρατίας, αυτές οι αλλαγές που συνέβησαν στις κοινωνικές τάξεις δεν αντικατοπτρίστηκαν σε ανάλογες αλλαγές στα κόμματα που οργάνωναν την πολιτική συμμετοχή. Αυτή είναι η θεωρία που προωθούσαν τη δεκαετία του 1960 πολιτικοί επιστήμονες, όπως ο Seymour Martin Lipset, ο George Lipsitz και ο Stein Rokkan, και ονομάστηκε «υπόθεση του παγώματος». Υποστήριζαν ότι τα κόμματα, χριστιανικά και μη, παρέμειναν παγωμένα σε ιστορικούς κοινωνικούς διαχωρισμούς, όπως το “προλεταριάτο” και η “αστική τάξη”,  ακόμη και όταν η κοινωνία είχε πλέον πάψει να αντικατοπτρίζει αυτούς τους συγκεκριμένους διαχωρισμούς. Αυτό οδήγησε σε έναν σταδιακό διαχωρισμό μεταξύ της κοινωνίας και της πολιτικής, καθώς η πολιτική σταδιακά αποσπάστηκε από την εκπροσώπηση των συμφερόντων και των αξιών των κοινωνικών ομάδων, και με τη σειρά της, η κοινωνία έμεινε σταδιακά χωρίς αντιπροσώπευση και κλείστηκε στον εαυτό της.

Έτσι, η αυξανόμενη απομάκρυνση της κοινωνίας από την πολιτική είναι, στη ρίζα της, μια κρίση των ενδιάμεσων φορέων: των πολιτικών κομμάτων, των συνδικάτων, των εκκλησιών και των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών. Παρά τις αλλαγές στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, αυτά τα ενδιάμεσα όργανα ήταν σε μεγάλο βαθμό ανίκανα να μεταμορφωθούν και αυτό οδήγησε, σε μια αυτοαναφορική τάξη πολιτικών που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την εκλογική επιτυχία, και μια κοινωνία που αναδιπλώθηκε όλο και περισσότερο στον εαυτό της μέχρι του σημείου που πλέον νιώθει εντελώς αποξενωμένη από την ίδια την πολιτική. Αυτό δημιούργησε την κρίση της δημοκρατίας που ζούμε σήμερα.

Η πολιτική θεωρία έχει επιμείνει σε μεγάλο βαθμό στην αντίθεση μεταξύ της “τεχνοκρατίας” –της διαδικασίας, δηλαδή, όπου ειδικοί βρίσκουν λύσεις σε συλλογικά προβλήματα με μη πολιτικά μέσα, και του “λαϊκισμού”– την αξίωση εκπροσώπησης κατά αποκλειστικότητα, όλου του “λαού”, δηλαδή των συμφερόντων ολόκληρου του εκλογικού σώματος. Όμως, το έργο σας προτείνει ότι αυτοί οι «τρόποι πολιτικής δράσης» – η τεχνοκρατία και ο λαϊκισμός – έχουν συνδυαστεί για να σχηματίσουν μια νέα λογική για τη δημοκρατική πολιτική. Μπορείτε να εξηγήσετε την έννοια του τεχνολαϊκισμού;

Η έννοια της κρίσης της δημοκρατίας είναι αρνητική – μας λέει ότι υπάρχει ένα κενό στη θέση αυτού που υπήρχε πριν. Πολλοί έχουν αναλύσει και θρηνήσει αυτή την κρίση της δημοκρατίας, αλλά λίγοι προσπάθησαν πραγματικά να δώσουν ένα όνομα σε αυτό που την αντικαθιστά. Τεχνολαϊκισμός είναι το όνομα που δώσαμε σε αυτή τη νέα λογική της δημοκρατικής πολιτικής.

Ας αποσαφηνίσουμε λοιπόν αυτή την έννοια του τεχνολαϊκισμού. Η βασική ιδέα είναι ότι οι πολιτικοί στην εποχή μας δεν ανταγωνίζονται ως προς τις ιδεολογικές τους διαφορές. Αντίθετα, πρωτίστως βλέπουμε να ανταγωνίζονται σύμφωνα με τον ισχυρισμό τους ότι είναι ικανότεροι διαχειριστές, δηλαδή, σύμφωνα με αυτό που ονομάζουμε “τεχνοκρατία”. Οι πολιτικοί ή τα κόμματα ισχυρίζονται ότι έχουν πρόσβαση σε μια συγκεκριμένη γνώση που τα καθιστά αποτελεσματικά. Ή από την άλλη μπαίνουν στην πολιτική αρένα με τον ισχυρισμό της εκπροσώπησης του λαού, δηλαδή, σύμφωνα με αυτό που λέμε “λαϊκισμό”. Σε αυτή την περίπτωση, οι πολιτικοί ή τα κόμματα ισχυρίζονται ότι έχουν πρόσβαση σε μια συγκεκριμένη γνώση σχετικά με το τι πραγματικά θέλει ο «λαός».

Λοιπόν, πώς σχετίζεται αυτό με την αντίθεση “αριστεράς-δεξιάς”; Ενώ ο ανταγωνισμός της αριστεράς με την δεξιά συνεχίζεται, επικαλύπτεται όλο και περισσότερο από αυτή τη νέα τεχνολαϊκιστική λογική, η οποία υποστηρίζουμε ότι γίνεται όλο και πιο κυρίαρχη. Έτσι, αυτό που αντικαθιστά την ιδεολογική μορφή της πολιτικής είναι μια λογική σύμφωνα με την οποία, οι πολιτικοί ανταγωνίζονται με βάση τους ισχυρισμούς τους ότι είναι τεχνοκράτες δηλαδή ικανοί ή, από την άλλη, ότι είναι δημοφιλείς δηλαδή λαϊκιστές. Για να αποσαφηνίσουμε περαιτέρω αυτές τις δύο έννοιες, νομίζω ότι είναι χρήσιμο να ξεκινήσουμε από το σημείο που εσείς προτείνατε – αυτό του είδος της πολιτικής θεωρίας όπου η «τεχνοκρατία» και ο «λαϊκισμός» θεωρούνται αντίθετα πράγματα.

Στην πολιτική θεωρία, η τεχνοκρατία συχνά μας φέρνει στο μυαλό εικόνες οικονομολόγων, ελίτ και ειδικών σε κλειστά δωμάτια που λαμβάνουν αποφάσεις για άλλους ανθρώπους – μια εκδοχή της πολιτικής από πάνω προς τα κάτω. Αντίθετα, ο λαϊκισμός συνδέεται με εικόνες πληβειακών μαζών, που εισβάλλουν στις εκλογικές διαδικασίες και εκδιώκουν την υπάρχουσα πολιτική τάξη – ένα είδος πολιτικής από κάτω προς τα πάνω. Και με αυτόν τον τρόπο αυτά τα δύο θεωρούνται αντίθετα.

Σημείο εκκίνησης της διατριβής μας είναι η ιδέα ότι στην πραγματικότητα πέρα ​​από αυτό το επίπεδο αντίθεσης, υπάρχει μια θεμελιώδης συμπληρωματικότητα ή ακόμα και ομοιότητα μεταξύ τεχνοκρατίας και λαϊκισμού, που έγκειται στο γεγονός ότι και οι δύο είναι μορφές «πολιτικής της μιας και μοναδικής αλήθειας».

Τόσο οι τεχνοκράτες όσο και οι λαϊκιστές ισχυρίζονται ότι έχουν πρόσβαση σε κάποιο είδος θεμελιώδους αλήθειας, που τους δίνει το δικαίωμα και τους νομιμοποιεί να κυβερνούν όλους τους άλλους.

Οι τεχνοκράτες ισχυρίζονται ότι έχουν την γνώση ή την “τεχνογνωσία” που τους νομιμοποιεί να λένε στους άλλους τι να κάνουν. Οι λαϊκιστές ισχυρίζονται επίσης ότι έχουν πρόσβαση σε ένα συγκεκριμένο είδος γνώσης, το οποίο καθορίζει τις πολιτικές τους αποφάσεις. Αυτός ο τρόπος πολιτικής, λειτουργεί ως βάση της νομιμοποίησης τους. Ως μορφές «πολιτικής της μιας και μοναδικής αλήθειας», οι τεχνοκρατικοί και λαϊκιστικοί πολιτικοί σχηματισμοί μπορούν να απορρίψουν την αντιπολίτευση ως παράνομη – αφού, αν εσύ είσαι κάτοχος της «αλήθειας», όποιος διαφωνεί με τη θέση σου, απλώς, κάνει λάθος.

Ένας τεχνοκράτης, για παράδειγμα, δεν έχει χρόνο να ξοδέψει για την πολιτική αντιπολίτευση και δεν βλέπει καμία αξία στη συζήτηση μαζί της. Και με τον ίδιο τρόπο, ο λαϊκιστής δεν αναγνωρίζει τη νομιμότητα της αντιπολίτευσης, γιατί αν ξέρεις ήδη τι θέλει πραγματικά ο λαός, ό,τι σκέφτεται ή θέλει κάποιος άλλος είναι παράνομο. Ο “άλλος”, σε κάθε περίπτωση, μπορεί να είναι μια ελίτ ή ένας ξένος που δεν έχει νόμιμο μερίδιο συμμετοχής στην πολιτική. Έτσι και οι δύο αυτές προσεγγίσεις έχουν μια σημαντική συμπληρωματικότητα: είναι «πολιτικές της μιας και μοναδικής αλήθειας» και άρα, εκ φύσεως, αντιπλουραλιστικές.

Για αυτό το λόγο έχουν και τους ίδιους εχθρούς. Στην Ιταλία, ένα καλό παράδειγμα είναι ο Mario Monti, ο πρώην Ευρωπαίος επίτροπος που έγινε πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, και ο άσπονδος εχθρός του, Beppe Grillo. Ο Μόντι είναι ο τεχνοκράτης, ο Γκρίλο ο λαϊκιστής. Παρά την αντίθεση τους, και οι δύο πολιτικοί μοιράζονται τους ίδιους εχθρούς – τους ενδιάμεσους φορείς που οργανώνουν την πολιτική συμμετοχή. Μισούν τα κόμματα, τους επαγγελματίες πολιτικούς, τα μέσα ενημέρωσης και τα συνδικάτα. Όλες αυτές οι μορφές διαμεσολάβησης είναι εχθροί του λαϊκισμού και της τεχνοκρατίας. Και αυτό δεν είναι τυχαίο – και οι δύο βασίζονται σε μια παρόμοια αντίληψη για την πολιτική ως μια μορφή «αλήθειας».

Με άλλα λόγια, ο τεχνολαϊκισμός τοποθετεί τα συμφέροντα του «όλου» –μιας αποδιοργανωμένης μάζας– απέναντι στο «μέρος». Σε τι διαφέρει αυτό από την προηγούμενη πολιτική λογική; Εάν, παλαιότερα, η αριστερή και η δεξιά πολιτική λειτουργούσαν σε ένα οριζόντιο επίπεδο που διευθετούσε τον νόμιμο ανταγωνισμό μεταξύ ίσων «πλευρών» (δηλαδή μεταξύ κομμάτων που εκπροσωπούν διαφορετικά οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα), αντίθετα, ο λαϊκισμός και η τεχνοκρατία είναι και οι δύο κάθετες μορφές πολιτικής που εμφανίζονται ως ένα είδος «ολόκληρου» ενάντια στα διάφορα «μέρη».

Αυτό που υποστηρίζουμε στο βιβλίο είναι ότι λόγω αυτής της ομοιότητας – του γεγονότος ότι ο λαϊκισμός και η τεχνοκρατία είναι και οι δύο μορφές «πολιτικής της αλήθειας» – παρουσιάζουν μαζί μια νέα λογική για τη δημοκρατική πολιτική σε ένα πλαίσιο όπου οι πολιτικές ομαδοποιήσεις έχουν σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί και οι πολιτικοί ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν τα συμφέροντα «όλων». Ακριβώς επειδή δεν απευθύνονται στα συμφέροντα οποιασδήποτε συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας (δηλαδή «τμημάτων»), οι πολιτικοί μπορούν τώρα να εξασφαλίσουν την εύνοια πολύ μεγάλων κομματιών ενός αποδιοργανωμένου γενικού πληθυσμού. Το πιο σημαντικό, παρά την προφανή αντίθεση μεταξύ τεχνοκρατίας και λαϊκισμού, είναι ότι, οι πολιτικοί έμαθαν επίσης γρήγορα πως μπορούν άνετα να απευθύνονται και στις δύο πλευρές. Δεν είναι απαραίτητο ότι είσαι αντιλαϊκός εάν είσαι ικανός και κανένας δεν μπορεί να πει πως είσαι ανίκανος εάν είσαι δημοφιλής. Στην πραγματικότητα, είναι απολύτως εφικτό να είναι κάποιος και ικανός και δημοφιλής, και άριστος και λαϊκός ήρωας, και καθώς οι πολιτικοί προσπαθούν να απευθύνονται στα συμφέροντα όλων μέσα στην κοινωνία, είναι προς το συμφέρον τους να είναι και τα δύο.

Έτσι, στο πλαίσιο της υπόθεσής μας για τον τεχνολαϊκισμό, προτείνουμε ότι οι πολιτικοί, που δεν είναι δεσμευμένοι να εκπροσωπούν συγκεκριμένα συμφέροντα και αξίες, είναι ολοένα και πιο ελκυστικοί και στα δύο στρατόπεδα- και ανάμεσα στους τεχνοκράτες και ανάμεσα στους λαϊκιστές. Τις τελευταίες δεκαετίες, για παράδειγμα, εάν ενδιαφέρεσαι να κερδίσεις τις εκλογές, δεν ισχυρίζεσαι ότι εκπροσωπείς τα συμφέροντα και τις αξίες διαφορετικών «τμημάτων» της κοινωνίας – υποστηρίζεις ότι μπορείς να είσαι ένα κόμμα ή ένας πολιτικός, αποτελεσματικός και δημοφιλής σε «όλους».

Στο βιβλίο σας μιλάτε για το «δίλημμα της δομικής εξάρτησης», την ιδέα ότι η πολιτική υποτάσσεται στις ανάγκες των αγορών. Ο τεχνολαϊκισμός φαίνεται να εμφανίζεται ως μια νέα λογική σε αυτή την μετα-πολιτική εποχή.

Η πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ διατύπωσε την ιδέα ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική». Αυτό ειπώθηκε για να υποστηριχθεί ότι υπάρχει μόνο ένα ρεαλιστικό μοντέλο πολιτικής οικονομίας. Καθώς δεν υπάρχουν πραγματικές ιδεολογικές διαφωνίες σχετικά με το μέλλον, το πολιτικό σύστημα παύει να είναι ένα πεδίο συζήτησης ή ανταγωνισμού των οικονομικών συμφερόντων ή των διαφορετικών κοινωνικών αξιών. Άλλωστε, εάν οι στόχοι είναι ήδη προκαθορισμένοι μέσα σε ένα αμετάβλητο οικονομικό πλαίσιο, ποιο είναι το νόημα της συζήτησης ή της διαφωνίας;

Έτσι, η λογική του τεχνολαϊκισμού αναδύεται ακριβώς όταν δεν υπάρχει εναλλακτική, όταν τα κόμματα παύουν να αντιπροσωπεύουν διαφορετικά οράματα οργάνωσης της κοινωνίας. Σε αυτό το σημείο, οι πολιτικοί δεν έχουν άλλο πεδίο για να συναγωνιστούν μεταξύ τους εκτός από το πόσο ικανοί είναι στην εκπλήρωση των αναγκών του συστήματος. Ως επακόλουθο, η δημοκρατική πολιτική πλέον αφορά τη «φροντίδα» του τρέχοντος συστήματος, αντί να είναι ένα πεδίο αντίπαλων προτάσεων ή διεκδίκησης διαφορετικών «κατευθύνσεων» που μπορεί να πάρει το ίδιο το σύστημα.

Πριν από την άνοδο του τεχνολαϊκισμού, για παράδειγμα, αν ήσουν σοσιαλιστής, είχες μια πολύ διαφορετική ιδέα για το πώς θα έπρεπε να μοιάζει η κοινωνία από ό,τι αν ήσουν φιλελεύθερος ή χριστιανοδημοκράτης. Σε αυτό το πλαίσιο –σε έναν ευρύ ιδεολογικό ορίζοντα– η τεχνοκρατία δεν είχε νόημα. Εάν δεν υπάρχει μια απόλυτη και γενική συναίνεση σχετικά με τους «στόχους» της πολιτικής διαδικασίας, το ζήτημα της ορθής διαχείρισης δεν είναι κεντρικής σημασίας. Πρώτα πρέπει να συμφωνήσουμε για τους πολιτικούς μας στόχους και μετά να αποφασίσουμε ποιος είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος επίτευξης τους. Στην πραγματικότητα, η τεχνοκρατία υπήρχε στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 μέσα στα κόμματα – ήταν φυσικό να συζητηθεί ποια άτομα θεωρούνταν περισσότερο ή λιγότερο αποτελεσματικά μέσα σε ένα κόμμα επειδή τα μέλη του είχαν ήδη μεταξύ τους μια γενική συναίνεση. Όμως σήμερα, επειδή δεν υπάρχει σχεδόν καμία ιδεολογική απόκλιση, η τεχνοκρατία και ο λαϊκισμός γίνονται, συνολικά, οι κύριες μορφές ανταγωνισμού μεταξύ των κομμάτων.

Όσον αφορά το ευρωπαϊκό πολιτικό τοπίο, ισχυρίζεστε ότι ο τεχνολαϊκισμός μπορεί να παρατηρηθεί σε πολλές διαφορετικές «περιπτώσεις», όπως στο Αγγλικό “Νέο Εργατικό Κόμμα” – «μέσω του κόμματος», στο Ιταλικό “Κίνημα των Πέντε Αστέρων” – «μέσω της εκλογικής βάσης» και στον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν – «μέσω ενός ηγέτη». Μπορείτε να αναλύσετε αυτές τις «ποικίλες» μορφές τεχνολαϊκισμού;

Το Νέο Εργατικό Κόμμα είναι μια ενδιαφέρουσα περίπτωση τεχνολαϊκισμού, καθώς βρίσκεται στην αρχή αυτής της μετάβασης, αμέσως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, όταν οι ιδεολογίες εκείνης της περιόδου εξαντλήθηκαν ή ξεπεράστηκαν. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Μπλερ και οι Νέοι Εργατικοί έκαναν έκκληση στην σύλληψη ενός «Τρίτου Δρόμου» –μιας πολιτικής πέρα ​​από την αριστερά και τη δεξιά– η οποία κατευθυνόταν ουσιαστικά προς ένα μετα-ιδεολογικό στάδιο δημοκρατικής πολιτικής. Σε αυτό το διάστημα βλέπουμε –σύμφωνα με το επιχείρημά μας– την ανάδυση του τεχνολαϊκισμού «μέσω ενός κόμματος».

Ένα από τα πιο σημαντικά συνθήματα που εκλαϊκεύει ο Μπλερ είναι: «σημασία έχει αυτό που λειτουργεί». Βασικά λέει, «Δεν με ενδιαφέρουν οι ιδεολογικές προκαταλήψεις, επικεντρώνομαι στην επίλυση των προβλημάτων». Είναι μια ρεαλιστική κίνηση που προσπαθεί να διαλύσει την παλιά ιδέα ότι το Εργατικό Κόμμα είναι ανίκανο να αντιμετωπίσει την οικονομία – και υπονοεί ότι το κόμμα θα βασιστεί σχεδόν σε οτιδήποτε για να είναι «αποτελεσματικό». Η αποτελεσματική πολιτική, κυρίως, είναι δυνατή μόνο όταν η Θάτσερ έχει ήδη καταδείξει ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική».

Έτσι, η βαθιά τεχνοκρατική τάση μέσα στους Νέους Εργατικούς αυτοπαρουσιάζεται ως ικανός διαχειριστής της οικονομίας, αλλά, ταυτόχρονα, ευαγγελίζεται και μια προσέγγιση ενάντια στα κατεστημένα. «Είμαι νέος, θα κάνω επανάσταση στο κόμμα». Αυτό δεν είναι το παλιό κόμμα των εργατικών, είναι το Νέο Εργατικό κόμμα. Ως μέρος αυτής της λαϊκιστικής προσέγγισης, υπάρχει η συνεχής και γενική επωδός του «λαού», που αντικαθιστά την παραδοσιακή αναφορά του κόμματος στην «τάξη» και αποτελεί σημαντικό μέρος της αποπολιτικοποίησης που επέρχεται υπό τον Μπλερ. Έτσι, το New Labour επικεντρώνεται στις λαϊκιστικές εκκλήσεις – η Νταϊάνα γίνεται η «Πριγκίπισσα του Λαού» και το Millennium Dome γίνεται ο «Θόλος του Λαού». Μέσα από αυτή την κρίση ιδεολογιών που εκδηλώνεται στο Εργατικό Κόμμα αναδύεται η τεχνολαϊκιστική λογική.

Είναι επίσης ενδιαφέρον να σκεφτούμε πώς συμβαίνει αυτή η σύνθεση στο New Labour. Πώς συγκέντρωσαν τόσα λαϊκιστικά και τόσα τεχνοκρατικά στελέχη; Το επιχείρημά μας στο βιβλίο είναι ότι η καινοτομία των Νέων Εργατικών ήταν να μετατρέψουν θεμελιωδώς το κόμμα από όργανο εκπροσώπησης συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων σε εκλογική μηχανή. Και ένα μέρος αυτής της διαδικασίας, μια από τις πιο γνωστές στρατηγικές του Μπλερ, είναι να αποδυναμώσει τον ρόλο των συνδικαλιστικών οργανώσεων και άλλων οργανωμένων ομάδων μέσα στο κόμμα. Για αυτόν τον τρόπο δημοκρατικής πολιτικής, πρέπει να έχεις όσο το δυνατόν ευρύτερη βάση και όσο το δυνατόν ισχυρότερη ηγεσία. Και τι αντικαθιστά τα συνδικάτα και τις εσωκομματικές οργανώσεις; Η ενσάρκωση του τεχνολαϊκισμού – οι δημοσκόποι.

Υποστηρίζουμε ότι ο Μπλερ ήταν ένας από τους πρώτους τεχνολαϊκιστές, αλλά την ίδια στιγμή στην Ιταλία, ο Μπερλουσκόνι χρησιμοποίησε επιστημονικά την δημοσκοπική μελέτη της κοινής γνώμης και την χρήση των γκάλοπ για την χάραξη της πολιτικής στρατηγικής του κόμματος του. Ως κομματική πολιτική, σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να σκεφτούμε, κατά βάση, τις προεκλογικές εκστρατείες. Ουσιαστικά, το κόμμα γίνεται μηχανή εκλογής της ηγεσίας (και όχι πολλά άλλα) και το κύριο όργανο του είναι η επιστημονική μελέτη της κοινής γνώμης. Στη φιγούρα του δημοσκόπου και στη χρήση των δημοσκοπήσεων για την κατανόηση των προτιμήσεων των ψηφοφόρων, έχετε μια σύνθεση μεταξύ λαϊκισμού και τεχνοκρατίας. Έχετε ειδικούς που χρησιμοποιούν επιστήμη, δεδομένα και τεχνικές για να μελετήσουν «τους ανθρώπους» – ως αποδιοργανωμένα, εξατμισμένα άτομα – και αυτή η τεχνογνωσία επιτρέπει στους πολιτικούς ηγέτες να ισχυρίζονται ότι βασίζουν τα πολιτικά τους προγράμματα σε λαϊκά αιτήματα.

Αυτή η μορφή πολιτικής που βασίζεται και καθοδηγείται από τις δημοσκοπήσεις – ξεκινώντας από τη μεταπολιτευτική εποχή, αλλά τώρα πανταχού παρούσα – είναι μια μορφή τεχνολαϊκισμού. Στην προηγούμενη εποχή, οι δημοσκοπήσεις δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη χρησιμότητα για τα πολιτικά κόμματα, καθώς αυτά αποτελούσαν μια οργανική άρθρωση συμφερόντων και αξιών διαφορετικών «τμημάτων» της κοινωνίας (δηλαδή της εργατικής τάξης, των βιομήχανων κ.λπ.). Αποτελούσαν τη διαμεσολαβημένη έκφραση μιας κοινωνικής ομάδας. Τώρα, όταν το κόμμα γίνεται αποκλειστικά μια μηχανή εκλογικής νίκης, χρειάζεται να χρησιμοποιήσει την «επιστήμη» για να μελετήσει την κοινωνία προκειμένου να αποκτήσει εκλογικό πλεονέκτημα. Αντικαθιστώντας λοιπόν το μέλος του κόμματος και τον συνδικαλιστή με τον δημοσκόπο, ο Μπλερ καταφέρνει να δημιουργήσει αυτό τον τύπο κόμματος με ισχυρή ηγεσία και ευρεία εκλογική βάση. Αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό του τεχνολαϊκιστικού κόμματος.

Άλλοι σχηματισμοί που ερευνούμε στο βιβλίο είναι νεότεροι και αντιπροσωπεύουν πιο «αγνά» παραδείγματα τεχνολαϊκισμού. Ας πάρουμε λοιπόν μόνο δύο παραδείγματα. Στην Ιταλία, το Κίνημα των Πέντε Αστέρων θεωρείται η επιτομή του λαϊκισμού. Ο Beppe Grillo, ένας κωμικός που κατέβηκε στον πολιτικό στίβο εναντίον της κάστας των πολιτικών – «la casta» όπως τους ονόμαζε – και υποστήριξε ότι η πολιτική ελίτ είναι διεφθαρμένη. «Όλοι μας είμαστε άξιοι» ήταν το λαϊκιστικό του σύνθημα. Αλλά δεν υπήρχε μόνο μια βαθιά λαϊκιστική τάση, αλλά και μια τεχνοκρατική. Τα Πέντε Αστέρια αναφέρονται σε πέντε τομείς και ισχυρίζονται ότι σε αυτούς προσφέρουν πιο αποτελεσματικές λύσεις, σε τομείς όπως το νερό, το περιβάλλον, τη συνδεσιμότητα και τις μεταφορές. Αυτό που βλέπουμε εδώ δεν είναι μια έκκληση σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, αξίες ή συμφέροντα, αλλά μια πολιτική εστίαση σε τομείς που αυτοί θεωρούν πως τεχνικά είναι πιο ικανοί.

Λοιπόν, εδώ πώς επιτυγχάνεται η σύνθεση; Στην πραγματικότητα, πολύ διαφορετικά από την περίπτωση των Νέων Εργατικών. Εδώ το βασικό πρόσωπο, που είναι και λαϊκιστής και τεχνοκράτης, είναι ο «πολίτης- ειδικός». Σε αυτήν την περίπτωση, ο εμπειρογνώμων πολίτης συχνά κινητοποιείται μέσα από ψηφιακές πλατφόρμες, οι οποίες βασίζονται κυρίως στην προϋπόθεση ότι η συλλογική ευφυΐα και οι ικανότητες ενός μεγάλου αριθμού (διαχωρισμένων) ατόμων μπορούν να παράγουν καλύτερες λύσεις από έναν μικρό αριθμό ειδικών. Σε αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο, σε αυτήν την νέα έννοια του πολίτη, το άτομο δεν είναι φορέας συμφερόντων ή αξιών, αλλά πάροχος εξειδικευμένων ικανοτήτων. Ο πολίτης-ειδικός είναι ένα αρχέτυπο τεχνολαϊκισμού, όπως και ο δημοσκόπος.

Το τελευταίο παράδειγμα που δίνουμε στο βιβλίο είναι ο Εμανουέλ Μακρόν, ο πρόεδρος της Γαλλίας. Ο Μακρόν είναι επίσης μέλος ενός νέου τύπου πολιτικού κόμματος, επομένως τον βλέπουμε ως άλλο ένα καθαρό παράδειγμα τεχνολαϊκισμού. Η τεχνοκρατική τάση ήταν εμφανής στην προεκλογική του εκστρατεία, στην οποία ισχυρίστηκε ότι θα έλυνε τα οικονομικά προβλήματα της Γαλλίας. Όσον αφορά τη λαϊκιστική του θέση, παρουσιάστηκε στην προεκλογική εκστρατεία του ως ενάντια στο κατεστημένο, ενάντια στις πολιτικές ελίτ που έχουν υπερβολικό έλεγχο του πολιτικού μας συστήματος. Στον Μακρόν υπάρχει μια ισχυρή εξατομίκευση της ηγεσίας, στοιχείο που ονομάζουμε «ηγετικό» τεχνολαϊκισμό – είναι ο άνθρωπος που θα «λύσει τα προβλήματα του λαού», ενσαρκώνει τόσο την ικανότητα όσο και τη δημοτικότητα. Ίσως θυμάστε μάλιστα, το κόμμα του – En Marche! – είχε τα ίδια αρχικά με το όνομα του, Εμμανουέλ Μακρόν. Έτσι, μπορείτε να δείτε από αυτά τα τρία παραδείγματα – «μέσω του κόμματος», «μέσω της εκλογικής βάσης» και «μέσω του ηγέτη» – υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τύποι τεχνολαϊκισμού στη σημερινή πολιτική.

___

Ο Carlo Invernizzi Accetti είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Θεωρίας στο City College της Νέας Υόρκης (CUNY). Αναπληρωτής Ερευνητής στο Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Institut d’Etudes Politiques de Paris (Sciences Po); και Επισκέπτης Αναπληρωτής Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στη Σχολή Διεθνών και Δημοσίων Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Κολούμπια (SIPA).

Previous Story

Ό,τι δεν ήταν θα ξαναγίνει – Βάσω Χριστοδούλου

Next Story

Disaster Anarchy- by Rhiannon Firth


Latest from Local movement

Go toTop