Μου έκλεψαν τα γήινα
και έγινα θαύμα.
Γεννήθηκα από μια κραυγή
με κλάμα και με είπαν
παιδί.
Γεννήθηκα από μία σχισμή
με μία σχισμή
και με είπαν
κορίτσι.
Η μαμά μου μου εκμυστηρεύτηκε ότι
η γέννα είναι μία δύσκολη υπόθεση
βρώμικη
πόνος, ουρλιαχτά, υγρά, σκατά και αίμα
γεννήθηκα φυσιολογικά στα σκατά
και με βάφτισαν άνθρωπο.
Τώρα, το σώμα μου δε με χωράει.
Όταν είμαι πιεσμένη, το σώμα μου δε με χωράει
πρήζεται και πονάει
να χωρέσει όλη την καφεΐνη, τις σφολιάτες, τα τσιγάρα, τις ουσίες.
Ο χρόνος είναι μία αγκαλιά απ’την οποία ξεγλιστράω ησύχως,
τα βράδια όταν τα λέω μ’ εμένα, δεν τα βρίσκουμε
με αγαπάω αλλά δε με συμπαθώ
και με τρομάζουν οι ρυτίδες στο πρησμένο μου πρόσωπο.
Περνάει ο χρόνος, μεγαλώνει το σώμα μου, μεγαλώνω κι εγώ
οι γονείς μου γερνάνε και φοβάμαι
γιατί εγώ μένω παιδί-δικό τους παιδί
αντιδραστική, εκρηκτική, νευρική κι αγχώδης
δικό τους παιδί
κι αν πάθουν κάτι
τίνος θα’μαι
να με φροντίζει, να με προσέχει;
Ευτυχώς, έχω τους φίλους μου-
το σπίτι του Θάνου
τους στίχους της Ντέμης
τις συμβουλές του Ίκαρου
τα τραγούδια του Μιχάλη
τα αστεία του Λάζαρου
τις ιστορίες του Χρήστου
τις κουβέντες του Αντώνη
τη γνώση της Εύας
την αγκαλιά του Πολυκράτη.
Όταν είμαστε έξω και παίζει Σιδηρόπουλο
ας στερέψουμε όλου του κόσμου το ρούμι, την τεκίλα
ας γίνουμε τύφλα, τους ρουφιάνους τους αναγνωρίζουμε κι αλλιώς
και τους φίλους μας από τους ώμους μας που τσουγκρίζουν και κολλάνε μεταξύ τους
απ’τα χέρια που στηρίζονται πάνω μας να βρουν κάτι σταθερό
σ’ένα κόσμο που γυρίζει, μας προλαβαίνει και μας ζαλίζει.
Έχω κολλήσει στου κόσμου τον αγύριστο χειμώνα
επιπλέω στο αλκοόλ και λέω σ’ένα φίλο ότι
ο πόνος είναι η φύση μας
απ’αυτόν βγήκαμε
από αυτόν βγήκαμε
με αυτόν ζήσαμε
κι έτσι θα πεθάνουμε
γιατί δεν είμαστε άγιοι
ούτε ήρωες προσπαθήσαμε να γίνουμε.
Το τέλος μας θα έρθει
κι όταν έρθει δε θα είναι όμορφο-
ένα πνιχτό επιφώνημα
μια ακούσια κένωση
η ψυχή μας που φεύγει.
Μέχρι τότε-
μέχρι τότε θα πίνουμε και θα πονάμε
θα περπατάμε σε πόλεις
και θα ψάχνουμε σπίτια, 2 νούμερα παραπάνω
θα μας πέφτουν μεγάλες και θα τις φοράμε άχαρα
δε θα μας πηγαίνουν
μα εμείς θα τις πηγαίνουμε
θα τις λατρεύουμε, θα τις σιχτιρίζουμε και θα τις πιστεύουμε
οι ταμπέλες τους θα λένε 300χλμ μακριά
και θα μοιάζουν αθετημένες υποσχέσεις
τα φανάρια που σφάζουμε κόκκινα
όρκοι ιεροί που αψηφούμε
θα τις σιχαινόμαστε
με τα ερειπωμένα τους σπίτια, τα πάρτι, τα ναρκωτικά, τους χωρισμένους φίλους, τις πληγωμένες φίλες
που χάνονται και δε μιλιούνται και χρωστάνε αράγματα
και στο τέλος ζητάνε τα ρέστα.
Μέχρι τότε
μέχρι τότε θα κάνουμε ηχώ
σε ντουβάρια νοτισμένα με καπνό και DIY διακοσμήσεις
που φτιάξαμε για να αφήσουμε ένα αποτύπωμα
ένα φιλοδώρημα πριν σβήσουμε
οι βόλτες μας είναι διαθήκες
στα στενά- νεκροταφεία πόθων-
δακρυσμένα πρόσωπα, μελαγχολικά, θα μας κοιτούν ξεφτίζοντας από υπόγειες διαβάσεις
κάθε πάρτι και μια πομπή
συνοδεύτε με, μαλάκες, έχω πιει και ξέρετε
όσο κι αν βασίζομαι στων ξένων την καλοσύνη
σιχαίνομαι να μπαίνω πρώτη στο μαγαζί
όταν είναι γεμάτο κόσμο.
____
Η Ανατολή Δουμάκη είναι ποιήτρια και spoken word καλλιτέχνιδα. Το stage name της είναι “ανατολή”.
Στα social media την βρίσκετε εδώ : https://www.instagram.com/anatoli_doumaki?igsh=ejd4bjM2bHRmcGg4
και εδώ: