Δυο ποιήματα της Μάρως Γαλάνη από την ποιητική συλλογή της
«Όσα περίσσεψαν της λήθης» εκδόσεις ΠΟΛΥΕΔΡΟ 2024
Το πηγαινέλα
ή
Τι είναι για εμένα η Ποίηση
[υπηρετικός της φύσης μου ο μετεωρισμός στις απαντήσεις,
ακροβασία στην κόψη του είναι]
Το πηγαινέλα των κυμάτων.
Ένας λυγμός.
Η πρώτη λέξη ενός παιδιού.
Ένα αχ
κι ένα χα.
Ένα λιγνό κεράκι που ανάβει τις νύχτες του δαιμονισμένου
αέρα για να φωτίσει τα σκοτάδια μου
–τα δικά μου και τα δικά σου.
Η τρυφερότητα της Άνοιξης
κι η ευεργεσία του Χειμώνα.
Το πηγαινέλα του τρένου στις ράγες.
Μια φιλήσυχη μανάβισσα
που τυλίγει με επιμέλεια ένα ματσάκι μαϊντανό στη λαϊκή.
Το βουβό κλάμα της μάνας
όταν ξέρει πια με σιγουριά ότι το κωφό παιδί της
δεν θα ακούσει ποτέ το χάδι της φωνής της.
Το πηγαινέλα της επανάληψης.
Τα στάχια-κύματα στο φύσημα του αέρα.
Τ’ ακρογιάλια της Μυκόνου τον χειμώνα
και το σπήλαιο της Δονούσας, που προσμένει την
καταφυγή της φώκιας.
Οι κέδροι της Γαύδου και τα γυμνά κορμιά στη θάλασσα
του Αγιάννη.
Το πηγαινέλα της ανάσας.
Οι πόλεις τη νύχτα,
οι πουτάνες, τα πρεζάκια που ψάχνουν στέγη να χωρέσει
την απελπισία
κι η φουρνάρισσα νυσταγμένη και γενναιόδωρη
που βγαίνει απ΄ το σπίτι της
αχάραγα.
Ο πόθος του άστεγου στο βλέμμα του
όταν ακολουθεί από τους αστραγάλους ως τα γόνατα τις
γάμπες
της αδιάφορης περαστικής γυναίκας.
Τα ωραία, τα μελλούμενα κι όσα περίσσεψαν της λήθης.
Η θέα της πόλης από την κεραμοσκεπή σπιτιού
στη γειτονιά Τριτάκη.
Το πηγαινέλα του αβέβαιου έρωτα.
Ένα φιλί που δεν το φόρεσε κανείς
κι ένα χάδι μετέωρο που δεν ακούμπησε σε σώμα.
Η γιαγιά κι η προγιαγιά μου που τίμησαν τις πληγές τους
και ξέπλυναν με δάκρυα τις μαχαιριές και τα γδαρσίματα
κάθε γυναίκας.
Ένα-ένα τα γράμματα της ε π α ν α σ τ α σ η ς.
Το είδωλο της Λιολιώς κι η μαστεκτομή της στο θαμπό
καθρέφτη.
Η απουσία που χτυπάει σύγκορμα τον μοναχό.
Το πηγαινέλα της απόφασης να κόψεις το τσιγάρο.
Οι χάντρες που σκόρπισαν στο πάτωμα
από το κομπολόι του γέροντα στην Ήπειρο
ή
το βραχιόλι του κοριτσιού στα γύφτικα της Πάτρας.
Το χαμόγελο στις σόλες των παπουτσιών του πρόσφυγα.
Τα λαχανιασμένα σεντόνια, τα κεντημένα με χάδια.
Η ανίσχυρη σιωπή του ετοιμοθάνατου κι η εκπνοή του.
Τα υστερόγραφα, τα σε φιλώ, τα πάρε με όταν φτάσεις,
Τα σ’ αγαπώ.
Τα βουνά, οι χαράδρες στο εσωτερικό της παλάμης
κι οι φλεβίτσες στους μηρούς της μάνας.
Το πηγαινέλα της ζωής.
Ροζ
Το ροζ φως,
στο παράθυρο
του απέναντι έκτου ορόφου,
έχει την κοριτσίστικη ζέστη της ζωής
κάποιας
που ποτέ δε θα επιθυμήσω
να φιλήσω στο στόμα,
ποτέ δεν θα της γελάσω
καταπρόσωπο εγκάρδια,
παιδικά.
Θα παραμείνω
πάντα
σε αφιλόξενους δρόμους
νυχτερινούς.
Θα έχω τα χέρια στις τσέπες
και θα πατάω δυνατά
στο πλακόστρωτο
να ακούω τη μουσική των τακουνιών μου
εδώ – εκεί εδώ – εκεί εδώ – εκεί,
διαπεραστικά χτυπήματα
κατευθείαν στο κεφάλι
της ησυχίας της νύχτας .
Έτσι συναντώ και χάνω
συνεχώς
την ταπεινή μου αιωνιότητα.
Όταν θα συναντήσω
τον πρώτο,
γαλάζιου χρώματος, λαμπτήρα
του τσιμεντένιου στύλου
της ΔΕΗ,
θα σκαρφαλώσω ως επάνω.
Θα μείνω εκεί
με θέα
τη ροζ αυτοπεποίθηση
της κοιμωμένης του έκτου ορόφου.
Θα προσευχηθώ στη μπάρα γείωσης
να μείνει ανενεργή
και θα συντρίψω
με τα γυμνά μου χέρια
τον λαμπτήρα.
Θα ακουστεί ως το άλλο άκρο της πόλης
το κλικ
του αποτυχημένου ρελέ
σαν κεραυνός
σε αιχμηρό ψηλό αντικείμενο.
Θα σκοτεινιάσουν όλα γύρω
και θα μείνω εκεί
για πάντα
πολύ μακριά από κάθε αλαζονεία
μελετημένης ροζ μετριότητας.
______
Η Μάρω Γαλάνη είναι ποιήτρια, ερευνήτρια του performance writing, διδάσκουσα στο
Πανεπιστήμιο Πατρών
Στα social media εδώ: https://www.facebook.com/xstudioekfrasis.ensemble/