Διδαχθήκαμε
ν’ αγαπούμε το καύκαλο της σιωπής.
Να μην αναγνωρίζουμε τους σπαραγμούς
πέρα απ’ το κούνημα του κεφαλιού.
Κοιτάμε σ’ ένα κενό που χάσκει έντρομο
την άφαντη συγκατάβαση.
Τώρα νομίζεις πως ξέρουμε
πώς είναι να οδεύεις ξυπόλητος
τους κάμπους του Θανάτου.
Τώρα που απ’ τον κρατήρα της πείνας
γλιστρούν φίδια στις σάπιες
πλάτες των φυλακισμένων
νομίζεις πως κάνουμε
διατριβή στην λέξη αυτογνωσία.
Καλύτερα να ήμασταν αγάλματα θαμμένα
παρά που γεννηθήκαμε την εποχή
των σαπισμένων πορτοκαλιών
στις χωματερές
του φρέσκου γάλακτος
καθώς χυνόταν σαν βρόχινο νερό
στις ασφάλτους.
Την ημέρα που τα βουβά εμβατήρια
έγιναν ψίθυροι στις πίστες με τους πολτούς λουλουδιών γεννηθήκαμε.
Κι ο πατέρας μου με τα φτηνά παπούτσια
να μη γνωρίζει κινέζικα μετρώντας τόπια ύφασμα γύρω απ’ την Αγία Ειρήνη
από καιρό νεκρός.
Κι ο δικός σου πατέρας με τα φτηνά τσιγάρα
να μην θυμάται πως δεν υπάρχει
πήχη λινό ούτε για σάβανο
από καιρό σχεδόν νεκρός.
Κι εγώ σε μια πράσινη επαρχία
κι εσύ σε μια δραστήρια πόλη να πεθαίνουμε από στοίβες ψέματα κάθε ηλιοβασίλεμα
σκύβοντας, σκάβοντας το μέλλον
σκάβοντας, σκύβοντας
στο μέλλον
που καταφθάνει πάντοτε
λαμπρό μα άπιαστο
σαν την ανακάλυψη
αρχαίου τάφου
άδειου.
_________
Αθανασία Δρακοπούλου- Οι αναμνήσεις ενός κωλόπαιδου
Εκδόσεις: Τύρφη _ 2024, σελ, 58 _ 59.
Η ποιήτρια γράφει για το βιβλίο της:
“Δεν υπάρχει ποίηση της κρίσης; Δεν υπάρχει περίπτωση, ο γιός της πλύστρας να κράτησε την αξιοπρέπεια του κι απ’ αυτήν να καταπλακώθηκε; Σε εποχές που οι περισσότεροι, εξαργύρωσαν το γάλα απ’ το συρρικνωμένο βυζί της δόλιας μάνας, “Οι αναμνήσεις ενός κωλόπαιδου”, είναι μία μορφή γέφυρας απ’ την Μεταπολίτευση στις μέρες του ανθρώπου της Τεχνοφεουδαρχίας. Είμαι η Κόρη του Έλληνα πτωχευμένου εμποροβιοτέχνη, εκείνου που δεν γεννήθηκε ως γιός πλύστρας, γιατί η μάνα του πέθανε από ασιτία ανάμεσα σε δύο παγκόσμιους πολέμους και ο πατέρας του εγκαινίασε την Γυάρο.”