«Τα δάκρυα του κόσμου είναι μια σταθερή ποσότητα. Για κάθε έναν που αρχίζει να κλαίει, κάπου αλλού ένας άλλος σταματά. Το ίδιο ισχύει και για το γέλιο».
Samuel Beckett, Περιμένοντας τον Godot
Παρά τα όσα λέγονται δεν υφίσταται αυτήν την στιγμή «κίνημα των Τεμπών». Υπάρχει μια συνεπής και αξιέπαινη προσπάθεια ορισμένων ανθρώπων, με πυρήνα τους συγγενείς των θυμάτων, οι οποίοι κινούμενοι εντός του θεσμικού πλαισίου που (ακόμα) παρέχει το αστικό κράτος, στην φιλελεύθερη- δημοκρατική του μορφή, έχουν προσπαθήσει να μην υπάρξει συγκάλυψη και να μην θαφτεί το συμβάν. Μέσα από την προσπάθεια αυτή κατάφεραν επίσης να διαρρήξουν την κυβερνητική αφήγηση περί «τραγικού δυστυχήματος», αναδεικνύοντας τον πολλαπλώς εγκληματικό χαρακτήρα της σύγκρουσης των αμαξοστοιχιών, από τις δομικές ανεπάρκειες που έκαναν το δυστύχημα δυνατό μέχρι την συγκρουση καθαυτή (το φορτίο της εμπορικής αμαξοστοιχίας) και την διαχείριση που ακολούθησε (μπάζωμα, απόκρυψη στοιχείων, εξεταστική επιτροπή). Όπως κάθε έγκλημα, έτσι και αυτό των Τεμπών παράγει ένα αίτημα δικαιοσύνης.
Βασικό στοιχείο των τεχνικών διακυβέρνησης που το ελληνικό κράτος ακολούθησε, εν είδη απάντησης στην μεγάλη αναταραχή της περιόδου 2008-2015, ήταν να παρουσιάζει την κοινωνία απαθή, ηττημένη και παραδομένη στις κυβερνητικές πρωτοβουλίες – τεχνική που με την επιστροφή της Ν.Δ., ή ακόμα περισσότερο από την πανδημία και μετά, αναπτύχθηκε με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση. Οι διαδηλώσεις για τα Τέμπη κατέστρεψαν αυτή την εικόνα και σε μεγάλο βαθμό ανέτρεψαν την επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης. Οι μαζικές συγκεντρώσεις της 26ης Ιανουαρίου 2025, σε περισσότερες από 129 πόλεις στην Ελλάδα και σε Ελληνικές παροικίες του εξωτερικού, υποδεικνύουν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση, η προσδοκία απόδοσης δικαιοσύνης, μαζί με την σχετική υποψία συστηματικής συγκάλυψης, έχει αρκετή συναισθηματική επίδραση για να κινητοποιήσει ένα μεγάλο πλήθος.
Το γεγονός ότι σε αντίστοιχο έγκλημα που αφορούσε 650 νεκρούς μετανάστες με την βύθιση καραβιού στην Πύλο από το ελληνικό κράτος δεν υπήρξε εξίσου μεγάλη κινητοποίηση, όπως αντίστοιχα η αστυνομική δολοφονία ενός νεαρού Ρομά, του Νικού Σαμπάνη, του Κώστα Φραγκούλη ή του Χρήστου Μιχαλόπουλου δεν είναι ικανή να πυροδοτήσει μια κοινωνική εξέγερση όπως η δολοφονία του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, σαφώς υποδεικνύουν ότι, ακόμα και σε αυτό το συναισθηματικό επίπεδο, η επιθυμία για δικαιοσύνη είναι πολλαπλώς διαμεσολαβημένη. Αν έτσι καθίσταται δυνατό να διακριθούν ορισμένα όρια στην μορφή του πλήθους που συναρμόστηκε στο Σύνταγμα και πολλές άλλες πλατείες, αυτά (τα όρια) αφορούν την αντικειμενικότητα του (για αυτό άλλωστε και η πολιτική κριτική δεν πρέπει να συγχέεται με μια ηθικιστική κρίση περί «λευκότητας»). Αυτό που προσδίδει στις συγκεντρώσεις πολιτική και κοινωνική δυναμική είναι η υποκειμενική τους διάσταση, ρευστή, ετερογενής, αντιφατική, συνεπώς, ανοιχτή σε πολιτικές μεσολαβήσεις.
Το γενικό, άρα αφηρημένο, αίτημα απόδοσης δικαιοσύνης είθισται να προσλαμβάνει την συγκεκριμένη μορφή μαζικών κινητοποίησεων μέσα από ένα βίωμα αδικίας επαρκούς έντασης. Οι θεσμοθετημένες μορφές δικαίου δεν μπορούν να ικανοποιήσουν ή ακόμα χειρότερα, μπορεί να εμπλέκονται και οι ίδιες στην τέλεση της αδικίας. Στην ελληνική κοινωνία, εν προκειμένω, ένα τέτοιο αίσθημα αδικίας είναι υπαρκτό ήδη από την εποχή της «υποταγής στα μνημόνια» (παρά την προσπάθεια του Σύριζα να μας πείσει ότι τελικά «έσωσε την Ελλάδα» κάνοντας αυτά ακριβώς που έλεγε πριν ότι την καταστρέφουν). Η ένταση του αισθήματος αδικίας όμως, σαφώς έχει κλιμακωθεί μέσα από την διαχείριση της πανδημίας, τα συγκαλυμμένα σκάνδαλα (Novartis, υποκλοπές), την ηθελημένη διάλυση δημόσιων δομών που πλήττει τα πληβειακά στρώματα, την πεποίθηση ότι μείζονα κοινωνικά προβλήματα όπως η ακρίβεια και οι φυσικές καταστροφές διαχειρίζονται από την κυβέρνηση προς όφελος των «ολίγων». Το γεγονός ότι, με εξαίρεση την πορεία στη Νέα Σμύρνη κατά την διάρκεια της πανδημίας, δεν έχουν συντελεστεί συμβάντα κοινωνικής έκρηξης αυτά τα χρόνια δεν αναιρεί την ύπαρξη μιας διάχυτης αίσθησης δομικής αδικίας εντός του πληθυσμού και συγκεκριμένα στα εργατικά και μικρο-αστικά στρώματα. Σε αυτό το πλαίσιο το έγκλημα στα Τέμπη, λόγω του συναισθηματικού φορτίου που κουβαλάει, αποτέλεσε συμβολικό σημείο έκφρασης και αποσυμπίεσης μιας γενικότερης δυσφορίας.
Τούτο το γεγονός περιέχει το ενδεχόμενο κλιμάκωσης των κινητοποιήσεων, ακόμα και μιας κοινωνικής εξέγερσης, αν η Δικαιοσύνη, ως κρατικός θεσμός, δεν ικανοποιήσει την κοινωνική επιθυμία για απόδοση δικαιοσύνης. Ως προς αυτό, δεν χωράει αμφιβολία ότι η προσδοκία για δικαιοσύνη επενδύεται από την μεγάλη μάζα των διαδηλωτών στο κράτος δικαίου· για να το πούμε πιο αφηρημένα στην απαίτηση το κράτος δικαίου να ανταποκριθεί στην έννοια του. Προς αυτή την κατεύθυνση καλέστηκε και η συγκέντρωση, ώστε να σταλεί ένα ηχηρό πολιτικό μήνυμα ικανό να ασκήσει πίεση στους αρμόδιους θεσμούς. Οι αντιδράσεις που ακολούθησαν, προεξέχοντος της τηλεοπτικής συνέντευξης του πρωθυπουργού της χώρας Κ. Μητσοτάκη, δείχνει ότι μια τέτοια προσδοκία (άσκησης πίεσης) δεν ήταν καθόλου αβάσιμη. Κάτι που όμως ελάχιστα αναιρεί, αντιθέτως τονίζει, την αντίφαση στην πολιτική προοπτική: η υπαρκτή αποτυχία του κράτους δικαίου να ανταποκριθεί στην έννοια του, προσδοκάται να ξεπεραστεί μέσα από μια τέτοια ανταπόκριση. Πόσο εφικτή είναι άραγε μια τέτοια εξέλιξη στο πλαίσιο του σημερινού ελληνικού κράτους;
Κράτος δικαίου και πολιτικός ανταγωνισμός στο έγκλημα των Τεμπών
Η αδυναμία του κράτους- δικαίου να ανταποκριθεί επαρκώς στο ρόλο του ανεξάρτητου, αμερόληπτου και αδιάβλητου κριτή είναι γενική, καθότι δομική, δηλαδή σχετιζόμενη με το γεγονός ότι το κράτος δικαίου είναι όψη ενός καπιταλιστικού κράτους: μιας ταξικά δια-μορφωμένης δομής εκμετάλλευσης και κυριαρχίας. Η γενική αυτή διαπίστωση ωστόσο πρέπει να ιδωθεί πιο συγκεκριμένα στην περίπτωση του ελληνικού κράτους. Διότι μπορεί όλες οι αυτό-προσδιοριζόμενες «φιλελεύθερες δημοκρατίες» σήμερα να είναι ουσιαστικά τεχνο-κρατικές ολιγαρχίες (κάτι που η πολιτική διάσπαση μεταξύ δικαιωματικού φιλελευθερισμού και νεό-συντηρητικής ή λαϊκιστικής ακροδεξιάς ουδόλως αλλάζει)· ωστόσο, η λειτουργία των παραδοσιακών θεσμών του αστικού κράτους, και ειδικότερα της Δικαιοσύνης ως δομικό του πυλώνα, ποικίλει.
Στην Ελλάδα, μετά την επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας και υπό την σκιά του τραύματος που άφησε στην κυρίαρχη τάξη το αντιμνημονιακό κίνημα, η διαπλοκή μεταξύ των κέντρων εξουσίας, ενδημική σε κάθε αστικό κράτος όπως και η διαφθορά, εντατικοποιήθηκε σημαντικά, οδηγώντας προς έναν ενιαίο αυταρχισμό. Σε αυτόν, όπως ωραία έχει τονιστεί, κυριαρχεί η ενότητα «των θεσμικών κέντρων εξουσίας» μέσα από την «αμοιβαία συνενοχή» του προσωπικού που τα στελεχώνουν (ώστε ακόμα και οι όποιες εσωτερικές εντάσεις να αφορούν τη νομή μερισμάτων). Μάλιστα, η συστηματική προσπάθεια συγκάλυψης κρίσιμων όψεων του δυστυχήματος οφείλεται, κατά πως φαίνεται, στο γεγονός ότι τα Τέμπη φωτίζουν ένα κομμάτι αυτής της διαπλοκής (κρατικής και επιχειρηματικής εξουσίας). Πρέπει επομένως να είμαστε ιδιαίτερα σκεπτικοί προς την πιθανότητα πλήρους απόδοσης ευθυνών υπό το παρόν καθεστώς διακυβέρνησης. Η κυβερνητική στροφή που ακολούθησε τις διαδηλώσεις είναι πλέον ξεκάθαρη. Όσοι λοιδορούσαν τους γονείς των θυμάτων, τώρα λένε ότι είναι και οι ίδιοι γονείς και συμπάσχουν, όσοι έλεγαν ότι τα Τέμπη έχουν ξεχαστεί ή αυτοί που ακόμα και την μέρα των διαδηλώσεων δεν είχαν να πουν ούτε μία λέξη για το πολύνεκρο δυστύχημα, τώρα κόπτονται για “διαλεύκανση”. Όλα αυτά όμως, ελάχιστα αλλάζουν την παραπάνω διαπίστωση.
Αντιθέτως, έχουμε κάθε λόγο να θεωρήσουμε τις όποιες κρατικές κινήσεις μια επικοινωνιακή «διαχείριση ζημιάς» (στην επιχειρηματική αργκώ που πλέον κυριαρχεί και στην πολιτική), η οποία αναμένει την απόφαση της «ανεξάρτητης Δικαιοσύνης» για να ξεπλύνει όσους πρέπει να ξεπλυθούν. Αν αυτό το γεγονός δείχνει την λειτουργικότητα της ιδέας περί ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης για την αναπαραγωγή του παρόντος συστήματος κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, εν προκειμένω το συμπέρασμα που πρέπει να τονιστεί είναι πιο πρακτικό: τουτέστιν, η όποια πιθανότητα στοιχειώδους απονομής δικαιοσύνης μοιάζει να εξαρτάται από την δυνατότητα να εμφανιστεί ένα κίνημα ικανό να ρίξει την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Τα πρόσφατα γεγονότα στην Σερβία δείχνουν ότι κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου ανέφικτο, αν η κοινωνική και πολιτική ομαλότητα αμφισβητηθούν επαρκώς. Επίσης, όπως σημειώθηκε πριν, τα συναισθήματα δυσφορίας και θυμού είναι αρκετά διάχυτα ώστε η άρνηση απόδοσης δικαιοσύνης στο συγκεκριμένη περίπτωση να γίνει πυροκροτητής μια γενικευμένης κοινωνικής έκρηξης. Αντικειμενική δυνατότητα που όμως οδηγεί πάλι στο κρίσιμο ζήτημα της πολιτικής υποκειμενικότητας που θα καθορίσει την εξέλιξη της. Υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις ικανές να αναιρέσουν την παρούσα κατάσταση συστημικής διαπλοκής και να εκδημοκρατίσουν, έστω και στο ελάχιστο, τους θεσμούς του ελληνικού κράτους; Η πρόσφατη εμπειρία, με την απροθυμία (ή αδυναμία, λίγη σημασία έχει στην οικονομία της ανάλυσης) του Σύριζα να συγκρουστεί με τους κρατικούς μηχανισμούς και τα ντόπια κέντρα εξουσίας, δείχνει ότι δεν πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα αισιόδοξοι προς αυτή την πιθανότητα (πόσο μάλλον στο παρόν γεωπολιτικό πλαίσιο, όπου οι δυνάμεις του αστισμού καλούν σε εθνική συσπείρωση και πολεμική προετοιμασία).
Ούτε όμως πρέπει να υποτιμάται εξ αρχής η δυνατότητα του πλήθους (ή πιο τετριμμένα του «λαϊκού παράγοντα») να παράγει δυναμικές ριζοσπαστικοποίησης. Σε μία τέτοια περίπτωση, αυτό που πρέπει να τονιστεί εξίσου είναι πως θα χρειαζόταν σύγκρουση όχι μόνο με το «σύστημα Μαξίμου» ή έστω με τους κρατικούς αρμούς εξουσίας, μα και με τις κοινωνικές δυνάμεις που το στηρίζουν και την πολιτική λογική που το νομιμοποιεί. Αρκεί μια περιήγηση στο «δεξιό διαδίκτυο» ώστε να επιβεβαιωθεί ότι δεν είναι όλοι οι πολίτες που επιθυμούν να αποδοθεί δικαιοσύνη άνευ όρων, δηλαδή αν πρόκειται να αμφισβητηθούν τα όποια τους προνόμια ή έστω η σταθερότητα στους όρους κοινωνικής τους αναπαραγωγής. Ακόμα λιγότερο δεν διακατέχεται όλη η κοινωνία ή ο «ελληνικός λαός» από το προαναφερθέν αίσθημα δομικής αδικίας. Τα συναισθήματα αυτά είναι ταξικά προσδιορισμένα και πολιτικά διαμεσολαβημένα – έτσι ώστε κάθε αναφορά σε μία «καθαρή ηθική» να είναι άτοπη, λες και το ζήτημα είναι να πράξει η κυβέρνηση τα δέοντα στη βάση μιας κατηγορικής προσταγής που υπερβαίνει τάξεις, πολιτικές δεσμεύσεις ή την ίδια την ιστορία. Ούτε το πολιτικό διακύβευμα που αναδείχθηκε στις συγκεντρώσεις για τα Τέμπη επομένως αφορά μια αντιπαράθεση πολιτών/κοινωνίας με το κράτος και την σύναψη ενός νέου «κοινωνικού συμβολαίου». Αφορά μια αντιπαράθεση και μια διαίρεση που διαπερνά το ίδιο το κοινωνικό σώμα, αναδεικνύοντας την αντιφατική μη-ενότητα του «ελληνικού λαού» ως κρατικά αναγνωρισμένη ταυτότητα.
Αν τα πιο ριζοσπαστικά τμήματα της Αριστεράς και της Αναρχίας έχουμε εδώ να προσφέρουμε κάτι, πέρα και μέσα από την συμμετοχή και ενδυνάμωση ενός ενδεχόμενου κινήματος, θα ήταν ακριβώς να συμβάλλουμε ώστε να μπολιαστεί το αίτημα απόδοσης δικαιοσύνης από το κράτος δικαίου, με μια προσδοκία για Κοινωνική Δικαιοσύνη, ικανή να απαιτήσει βασικά πολιτειακά- κοινωνικά δικαιώματα, ανεξάρτητα και πέραν της εθνικής ταυτότητας. Για να γίνει κάτι τέτοιο όμως προϋποθέτει ότι οι ριζοσπαστικές δυνάμεις θα μπορέσουν οι ίδιες να πάνε πέρα από τα κουρασμένα σλόγκαν που απλά επιβεβαιώνουν την ταυτότητα τους όσο και την τάση εξιδανίκευσης του κοινωνικού περιθωρίου που έχει επικρατήσει εντός τους.
Διότι, εν τέλει, αυτό που είναι όριο της μορφής του πλήθους που εμφανίστηκε στις πλατείες, ο ταξικά και κοινωνικά πλειοψηφικός του χαρακτήρας, αποτελεί συγχρόνως και την πραγματική του δύναμη. Μια συλλογική δύναμη που αναζητά τα απαραίτητα κοινωνικά περιεχόμενα, όχι μόνο για να επιφέρει ουσιώδεις θεσμικές αλλαγές στο πολιτικό επίπεδο, αλλά μακροπρόθεσμα να επιτύχει έναν ριζικό μετασχηματισμό της ζωής μας και του τρόπου παραγωγής. Στο ζοφερό ιστορικό και πλανητικό περιβάλλον που διαμορφώνεται, αυτή η «παράκαιρη» προοπτική είναι ίσως ότι πιο επίκαιρο υπάρχει.
ΚΕΝΟ ΔIKTYO [Θεωρία, Ουτοπία, Συναίσθηση, Εφήμερες Τέχνες]
ΔΕΣ ΕΠΙΣΗΣ