Κενό Δίκτυο: Για την υπεράσπιση της κοινωνικής αντιβίας

March 2, 2025

Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Οι ίδιες αναρτήσεις και ανακοινώσεις, η ίδια σιγουριά για την ταυτότητα όσων επέλεξαν να συγκρουστούν με τις δυνάμεις του κράτους στις 28/2/2025, στις απεργιακές συγκεντρώσεις την ημέρα μνήμης για το έγκλημα των Τεμπών. Η επιχειρηματολογία είναι σταθερή μέσα στα χρόνια: ότι όσοι παίρνουν μέρος στις ταραχές είναι προβοκάτορες με εντεταλμένη υπηρεσία να διαλύσουν την μεγαλειώδη, ομόψυχη εμφάνιση του ελληνικού λαού στους δρόμους. Δεν χωράει αμφιβολία ότι η συντριπτική πλειοψηφία των τοποθετήσεων αυτών είτε προέρχονται από μια αντίπαλη πολιτική λογική είτε είναι προϊόν άγνοιας. Διότι όσοι ήμασταν εκεί γνωρίζουμε ότι οι συγκρούσεις στην συγκεκριμένη συγκέντρωση στην Αθήνα ξεκίνησαν κατά βάση από ομάδες αντιφασιστών χούλιγκαν και κατόπιν διευρύνθηκαν από την συμμετοχή ομάδων από τον αναρχικό / αντιεξουσιαστικό χώρο και πολλές διάσπαρτες παρέες νεαρών ατόμων. Όλοι αυτοί συνέθεταν ένα ετερόκλητο πλήθος που είχε όμως εξ αρχής μια κοινή επιθυμία για σύγκρουση. Επίσης, αν και σαφώς μειοψηφικό κομμάτι σε σχέση με τον όγκο των διαδηλωτών που δεν είχαν συγκρουσιακή διάθεση, πρόκειται για αρκετά μεγάλο αριθμό ανθρώπων, ώστε να είναι εντελώς γελοία η διάδοση της άποψης ότι όλοι αυτοί ήταν μυστικοί αστυνομικοί ή πληρωμένοι μπράβοι σε αποστολή εντεταλμένης προβοκάτσιας. Μπορεί κάποιος να πει ότι οι προβοκάτορες είναι μεμονωμένοι, κάτι που καθιστά τους υπόλοιπους άμυαλους και χειραγωγήσιμους “μπαχαλάκηδες”. Παραδοχή που φυσικά διόλου θεμελιώνεται εμπειρικά, αφού κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε κάποια σοβαρή τριβή με τις προθέσεις και τα κίνητρα των ατόμων, που άλλωστε είναι όπως είπαμε ετερόκλητα, μαζί και με τον τρόπο που τα ίδια νοηματοδοτούν αυτήν την πράξη. Θα έπρεπε, με απλά λόγια, να ακούσουμε τι έχουν να πουν οι ίδιοι.

Αν και παραδοσιακά η συνομωσιολογία κάθε είδους προέρχεται κατά βάση από την άκρα δεξιά, η διάδοση της ιδέας περί “προβοκατόρων εντεταλμένων του κράτους που παρεμβαίνουν στις ειρηνικές πορείες για να δώσουν αφορμή στην αστυνομία να τις διαλύσουν” διαδίδεται στην ελληνική κοινωνία από την Αριστερά με μεθοδικότητα και εμμονή από την εποχή των Ιουλιανών το 1965, έως το Πολυτεχνείο του  1973 και από τις συγκρούσεις των εργατών με την αστυνομία στην δεκαετία του 1970 έως την εξέγερση του Δεκέμβρη 2008, τον αντιμνημονιακό αγώνα την περίοδο 2011-2015  έως και σήμερα. Είναι μια πάγια ρητορική που στην εποχή μας μέσα από την δύναμη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να διαδίδει ως αποκαλυπτικές εικόνες από την συγκέντρωση των Τεμπών το 2025, φωτογραφίες από φασιστική επίθεση της Χρυσής Αυγής  σε κατάληψη μεταναστών με την συνεργασία της αστυνομίας το 2009! Πέρα από την εμπειρική παραποίηση υπάρχει και ένα ζήτημα απλής λογικής. Η προβοκατορολογία μας ζητάει να πιστέψουμε πως η αστυνομία βάζει την υπόλοιπη αστυνομία να παίζει ξύλο με την αστυνομία. Ακόμα και αν αυτός ο παραλογισμός γίνει δεκτός θα πρέπει να εξηγηθεί γιατί τα νοσοκομεία γέμιζαν με κόσμο που είχε χτυπηθεί άσχημα από τα ΜΑΤ μέχρι αργά το βράδυ, γιατί διαδηλωτές συλλαμβάνονταν όλη την ημέρα και πιθανώς να προφυλακιστούν, γιατί η αστυνομία από την ώρα που ξεκίνησε την άγρια καταστολή και διάλυση των συγκεντρώσεων σε όλη την Ελλάδα συνέχισε να επιτίθεται με όλες τις δυνάμεις της σε οποιαδήποτε απόπειρα του κόσμου να μείνει στους δρόμους και να συγκεντρωθεί ξανά στα κέντρα των πόλεων;

Από την σκοπιά της προβοκατορολογίας ελάχιστη σημασία έχουν όλα αυτά, καθώς ο στόχος δεν είναι ούτε η ακριβής περιγραφή ούτε, ακόμα λιγότερο, η θεωρητική έκθεση του φαινομένου. Σκοπός της είναι η πλήρης απονομιμοποίηση της βίας ως μορφή διαμαρτυρίας και συλλογικής δράσης. Τουτέστιν, ο επί της αρχής εξορισμός της συλλογικής βίας από το πεδίο του πολιτικού. Ο λόγος που γίνεται αυτό έχει ήδη σημειωθεί: η προβοκατορολογία πηγάζει καταρχάς από συγκεκριμένες, ανταγωνιστικές, πολιτικές τάσεις, οι οποίες έτσι δεν χρειάζεται να αντιπαρατεθούν πολιτικά με τους λόγους που νοηματοδοτούν αυτήν την μορφή δράσης. Επίσης, έτσι δεν χρειάζεται να εξηγήσουν με συστηματικό τρόπο γιατί οι ίδιες θεωρούν ότι τέτοιες μορφές δράσης είναι πάντα και παντού λάνθασμένες. Κάτι που φυσικά σημαίνει ότι μέσω της προβοκατορολογίας, οι εν λόγω πολιτικές προοπτικές – είτε αυτές είναι από την παραδοσιακή κοινοβουλευτική Αριστερά είτε από τις διάφορες, όψιμες εθνικό-λαϊκιστικές τάσεις που τείνουν να ηγεμονεύουν την συζήτηση για τα Τέμπη – νομιμοποιούν ντε φάκτο τον εαυτό τους και αυτοπαρουσιάζονται με τον χαρακτήρα του προφανούς.

Το πλεονέκτημα μιας τέτοιας νομιμοποίησης δεν πρέπει να υποτιμάται, αφού επιτρέπει σε αυτές τις πολιτικές τάσεις και τους εκφραστές τους να αναπαράγονται χωρίς κάποια ουσιαστική σκέψη θεμελιωμένη στα ιστορικά δεδομένα. Συγκεκριμένα, οι προοπτικές αυτές παρά τις διαφορές τους έχουν ορισμένους θεμελιακούς κοινούς τόπους. Πρώτον, μια πίστη στους θεσμούς του κράτους, οι οποίοι αν δεν λειτουργούν σωστά οφείλεται στην προβληματική υποκειμενικότητα των φορέων, και μάλιστα σε μια κακή ή διεφθαρμένη μειοψηφία μέσα στο κράτος. Δεύτερον, και αλληλένδετα, ότι οι ειρηνικές διαδηλώσεις επαρκούν για να επιφέρουν πολιτικά αποτελέσματα, μέσω της σωστής πολιτικής διαμεσολάβησης (δηλαδή, μέσω των φορέων αυτών των τάσεων – ζητούμενο εν τέλει είναι η άγρα ψήφων).

Υπάρχει έστω και η ελάχιστη εμπειρική τεκμηρίωση για αυτές τις παραδοχές; Θεωρούμε πως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Αφενός η διαφθορά παράγεται από την αντικειμενικότητα των συγκεκριμένων θεσμών (της ιεραρχικής και γραφειοκρατικής τους δομής), αφετέρου μόνο λόγω της ύπαρξης πιο ριζοσπαστικών, και αν χρειαστεί βίαιων, τάσεων μέσα στα κοινωνικά κινήματα, έχουν ιστορικά επιτευχθεί ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, από το εργατικό κίνημα και τους αντιαποικιοκρατικούς αγώνες μέχρι τα κινήματα για πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα σε όλο τον κόσμο.

Ιδιαίτερα σήμερα, έτσι όπως είναι αυτήν την στιγμή η δομή και η λειτουργία του ελληνικού κράτους, είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι οι θεσμικές διαδικασίες από μόνες τους αρκούν για να φέρουν την αλλαγή που χρειάζεται ώστε τα αιτήματα που κινητοποιούσαν το πλήθος την 28/2/2025 να ικανοποιηθούν – από την απόδοση δικαιοσύνης για το έγκλημα στα Τέμπη σε όλο του το φάσμα (παράνομο φορτίο και συγκάλυψη) μέχρι τις δομικές αλλαγές για βελτίωση των δημόσιων μεταφορών (αλλά και των κοινωνικών δομών υγείας, εκπαίδευσης, ενέργειας, κατοικίας κ.α.). Αυτό ακριβώς είναι όμως το ζητούμενο, η προβοκατορολογία επιτρέπει ώστε μιά τέτοια συζήτηση να μην γίνει, να μην χρειαστεί ποτέ π.χ. να μας πει η “υπεύθυνη” Αριστερά πως θα συνδυάσει δημοσιονομική σταθερότητα, στρατιωτικές δαπάνες, εξυπηρέτηση του χρέους και δημόσιες επενδύσεις. Ή πως σκοπεύει να εκδημοκρατίσει τους θεσμούς χωρίς εκτεταμένη σύγκρουση με τις εσωτερικές ιεραρχίες και τα πολύπλοκα συμφέροντα που την δομούν.

Αν οι πολιτικοί λόγοι της προβοκατορολογίας είναι ξεκάθαροι, επίσης πρέπει να διερωτηθούμε γιατί αυτός ο λόγος περί προβοκατόρων μοιάζει τόσο πειστικός ή τέλος πάντως τόσοι πολλοί είναι έτοιμοι να τον αποδεχτούν ενώ στερείται εμπειρικής και θεωρητικής βάσης. Ως υποκείμενα και συλλογικότητες που ανήκουμε σε μια αναρχική επαναστατική παράδοση οφείλουμε να μας προβληματίσει η απόπειρα κοινωνικής απαξίωσης του χώρου που σηκώνει το βάρος της σύγκρουσης. Για να απαντήσουμε σε αυτό το φαινόμενο δεν αρκεί να κατονομάσουμε τους φορείς αυτής της απάτης και να αποκαλύψουμε τα fakenews και τις επίπλαστες ρητορικές.  Μια εις βάθος κριτική κατανόηση θα χρειαζόταν να αναφερθεί στο μονοπώλιο της βίας που το σύγχρονο κράτος αξιώνει και τον τρόπο που ένα τέτοιο μονοπώλιο δεν μπορεί να υπάρχει μόνο ως τυπική αρχή αλλά και ως ατομική ηθική των πολιτών του. Θα έπρεπε επίσης να αναρωτηθούμε για τους ιδεολογικούς και υλικούς όρους που καθιστούν μια τέτοια υποκειμενική εμπέδωση εφικτή.

Σίγουρα πάντως μπορούμε να υπογραμμίσουμε ότι η αμφισβήτηση αυτής της καταστατικής αρχής δεν είναι εύκολη. Είναι σαφώς πιο εύκολο για τον καθένα να θεωρήσει ότι μια ειρηνική συγκέντρωση αρκεί για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Είναι όμως πολύ πιο δύσκολο να προβληματιστούμε με ουσιαστικούς όρους για το τι ακριβώς εννοούμε τελικά όταν απαιτούμε “απόδοση δικαιοσύνης”. Πόσο μάλλον όταν οι προοπτικές ενός καλύτερου συλλογικού μέλλοντος μοιάζουν τόσο κλειστές όσο εγκλωβισμένη φαίνεται η ατομική μας ζωή σε υποχρεώσεις και παγιωμένες θεσμοποιημένες μορφές. Υπό αυτήν την έννοια, στην βάση της άκριτης αποδοχής της προβοκατορολογίας (και της συνοδευτικής απαξίωσης των “μπαχαλάκηδων”), υπάρχει μια ανώριμη πολιτική συνείδηση, μια ανεπαρκή πολιτική βούληση, όπως και ένα πλέγμα υλικών συμφερόντων και αδιεξόδων δια των οποίων αναπαράγεται η αλλοτριωμένη μας καθημερινότητα.

Σημαίνουν άραγε όλα αυτά ότι η σύγκρουση είναι καθαυτή εν δικαίω ή πάντα θεμιτή; Όχι, απαραίτητα, και μια αφηρημένη αναφορά στην “προλεταριακή αντι-βία” ή την αντί-βία των καταπιεσμένων είναι ανεπαρκής. Οφείλουμε να συζητήσουμε συγκεκριμένα για τον χρόνο και τον τρόπο εκδήλωσης των συγκρούσεων και τον συντονισμό ανάμεσα στις διαφορετικές ομάδες. Θα έπρεπε να μπορούμε να απαντήσουμε στους εαυτούς μας γιατί διαλύθηκε τόσο γρήγορα μια τόσο τεράστια διαδήλωση και σε τι βαθμό οι συγκρούσεις λειτούργησαν καταλυτικά για κάτι τέτοιο. Πρέπει επίσης να μπορούμε να παραδεχθούμε ότι σε μεγάλα κοινωνικά γεγονότα είναι απαραίτητος ο ευρύτατος συντονισμός των συγκρουσιακών ομάδων. Ο τρόπος για να επιτευχθεί ένας τέτοιος συντονισμός δεν θα συζητηθεί φυσικά εδώ, αλλά σε συνελεύσεις. Ακόμα και οι συνελεύσεις όμως, εφόσον γίνονται σε κλειστούς κύκλους ειδικών συνεργασιών ή αποκλειστικά ανάμεσα σε ομάδες που συμφωνούν μεταξύ τους, δεν μπορούν να έχουν την ανάλογη επίδραση στο τελικό αποτέλεσμα, δεν μπορούν να χαράξουν στρατηγική και δεν μπορούν να απαντήσουν μαζί ούτε στην βία του κράτους, ούτε στην ρητορική της αριστεράς και των φασιστών. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που τονίζουμε είναι ότι το ζήτημα και η σχετική συζήτηση είναι πολιτική και αφορά εν τέλει πολιτικές προοπτικές όχι κάποια αντικειμενική ηθική ή έναν λόγο που απλά αναπαράγει σε αφηρημένο επίπεδο την οπτική του κράτους.

Τα δικά μας προβλήματα και συναφή ερωτήματα είναι, καταρχάς, πως μπορεί μια ευρεία κινητοποίηση σαν τα Τέμπη να επιτύχει τους άμεσους σκοπούς της, αλλά και πως η σύγκρουση με τις δυνάμεις του κράτους, ως στιγμή μιας τέτοιας κινητοποίησης ή ενός ευρύτερου κοινωνικού κινήματος, μπορεί να γίνει πιο αποτελεσματική; Πολύ περισσότερο, μας ενδιαφέρει πως η κοινωνική αντι-βία μπορεί να γίνει στιγμή και έκφραση μια πολιτικής βούλησης ικανής να μετασχηματίσει τους παρόντες θεσμούς. Με ποιο τρόπο τα αιτήματα μας θα μετατραπούν σε κοινωνική απαίτηση, σε ενεργή πραγματικότητα; Με ποιο τρόπο η ζωή μας θα βελτιωθεί ουσιαστικά; Πως εν τέλει μπορεί η δράση μας να μεγεθύνει την ελπίδα, την πίστη και την βούληση ότι τα πράγματα δεν χρειάζεται να είναι έτσι όπως είναι; Η προβοκατορολογία το μόνο που κάνει είναι να επιτρέπει σε κάποιους να θέτουν αυτά τα ερωτήματα με τους δικούς τους όρους.

Το Κενό Δίκτυο εκφράζει την έμπρακτη αλληλεγγύη του σε όλα τα άτομα που χτυπήθηκαν από τις δυνάμεις της αστυνομίας, συνελήφθησαν και προφυλακίσθηκαν κατά την διάρκεια των γιγαντιαίων απεργιακών συγκεντρώσεων στις 28/2/2025- ημέρα μνήμης για το έγκλημα των Τεμπών.

Ο αγώνας για Κοινωνική Δικαιοσύνη συνεχίζεται!

ΚΕΝΟ ΔΙΚΤΥΟ [ Θεωρία, Ουτοπία, Συναίσθηση, Εφήμερες Τέχνες ]

Previous Story

ΝΕΟΙ ΗΡΩΕΣ- του Franco “Bifo” Berardi


Latest from Events

Go toTop