Η οικογένεια προβάλλεται ως ασφαλές καταφύγιο, χώρος αγάπης και αμοιβαίας φροντίδας — κάτι που δεν επιβεβαιώνεται από τα δεδομένα. Υπάρχουν εναλλακτικές; Πώς φέρνουμε τις εμπειρίες μας από δίκτυα αλληλοϋποστήριξης στο επίκεντρο της κοινωνίας;
Κείμενο: Alana Queer, πρώτη έκδοση στα Ισπανικά: El Salto
Μετάφραση / Επιμέλεια: Νίκος Γκατζίκης – Τάσος Σαγρής (Κενό Δίκτυο)
—
Κάτι δεν πάει καλά. Ήδη δυσκολευόμαστε να φανταστούμε το τέλος του καπιταλισμού — αλλά την κατάργηση της οικογένειας; Ο φεμινισμός φαίνεται να έχει από καιρό εγκαταλείψει αυτό το παλιό φεμινιστικό αίτημα, και φέτος το ΛΟΑΤΚΙΑ+ κίνημα στο ισπανικό κράτος θα γιορτάσει είκοσι χρόνια του «γάμου για όλους»· δηλαδή την ένταξή του στον πατριαρχικό θεσμό του γάμου και της οικογένειας, που σηματοδοτεί μια νέα «ομοκανονικότητα» — κυρίως ως αντιγραφή της ετεροκανονικότητας. Η φαντασία μας νοσεί. Μας λείπουν οράματα για άλλες μορφές συνύπαρξης και ανατροφής.
Γράφω αυτό το άρθρο από την οπτική ενός ατόμου που επέζησε της οικογένειας. Επιζών σεξουαλικής κακοποίησης, ψυχολογικής και συναισθηματικής κακομεταχείρισης και παραμέλησης· βιώματα που μου άφησαν ένα σύνθετο τραύμα με το οποίο ακόμη μαθαίνω να ζω. Όχι μόνο να επιβιώνω — όπως έκανα για δεκαετίες — αλλά να ζω. Το να γράφεις από την οπτική γωνία του επιζώντος είναι, με έναν τρόπο, σαν να γράφεις από την οπτική του παιδιού· να εισάγεις έναν αντίλογο μέσα σε έναν διάλογο κυριαρχημένο από ενήλικες.
Όταν σκέφτομαι την οικογένεια, οι πρώτες λέξεις που μου έρχονται είναι: βία, (σεξουαλική) κακοποίηση, εγκατάλειψη, κακομεταχείριση, συναισθηματικός εκβιασμός… Ούτε για ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου στη ζωή μου δεν σκέφτηκα να φτιάξω οικογένεια.
Παρότι συμφωνώ απόλυτα με την ανάλυση για τον ρόλο της οικογένειας στην οικονομική και πολιτική τάξη πραγμάτων, όπως την διατυπώνουν για παράδειγμα η Nuria Alabao, ή η Sophie Lewis στο βιβλίο Να καταργήσουμε την οικογένεια, σε έναν βαθμό αυτή η διάγνωση μου είναι περιττή. Αρκεί να σκεφτώ τη δική μου εμπειρία, να κοιτάξω γύρω μου, τις φιλίες μου — και αυτό που βλέπω είναι βία, κακομεταχείριση, παραμέληση, συναισθηματική εγκατάλειψη, με όλα τα συνακόλουθα τραύματα. Είναι δυνατόν να ήμασταν απλώς θύματα της κακής μας τύχης; Ή μήπως το πρόβλημα είναι πιο δομικό — μήπως δεν φταίνε κάποιες (πολλές) οικογένειες αλλά ο ίδιος ο θεσμός της οικογένειας;

Η οικογένεια ως σύστημα κακομεταχείρισης και κακοποίησης
Η οικογένεια προβάλλεται ως ασφαλής χώρος, γεμάτος αγάπη και αμοιβαία φροντίδα. Πάνω απ’ όλα, λέγεται πως είναι το καλύτερο περιβάλλον για τα παιδιά. Αυτό όμως δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα.
Σύμφωνα με μια μετα-ανάλυση για τη σωματική βία που διαπράττεται ή γίνεται αντιληπτή εντός της οικογένειας σε παγκόσμιο επίπεδο, στην Ευρώπη το 12,7% των παιδιών υπήρξαν θύματα σωματικής κακοποίησης στην οικογένειά τους, με τα αγόρια να είναι πιο συχνά θύματα από τα κορίτσια (παιδιά με μη δυαδική ταυτότητα φύλου δεν περιλαμβάνονται στην ανάλυση), ενώ 10,5% υπήρξαν μάρτυρες σωματικής βίας. Άλλη παγκόσμια μετα-ανάλυση που εξετάζει περισσότερες μορφές κακοποίησης δείχνει ακόμη πιο υψηλά ποσοστά: 14,3% των κοριτσιών και 6,2% των αγοριών υπήρξαν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, 27% των αγοριών και 12% των κοριτσιών σωματικής βίας, 6,2% των αγοριών και 12,9% των κοριτσιών συναισθηματικής βίας, και 14,8% των αγοριών και 13,9% των κοριτσιών υπήρξαν θύματα παραμέλησης κατά την παιδική τους ηλικία. Σε γενικές γραμμές, τα αγόρια υποφέρουν περισσότερο από σωματική κακοποίηση και παραμέληση, ενώ τα κορίτσια περισσότερο από συναισθηματική και σεξουαλική κακοποίηση. Οι πατεράδες είναι πιο συχνοί θύτες σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης· οι μητέρες συναισθηματικής βίας και παραμέλησης.
Έρευνα στο Ηνωμένο Βασίλειο κατέληξε στο ότι το 41,7% των παιδιών είχαν εκτεθεί σε κάποια μορφή κακοποίησης — σωματική, σεξουαλική ή συναισθηματική — ή ήταν θύματα παραμέλησης. Το 19,3% είχαν υπάρξει μάρτυρες ενδοοικογενειακής βίας μεταξύ των γονιών ή των κηδεμόνων τους. Η περίφημη Μελέτη για τις Δυσμενείς Εμπειρίες της Παιδικής Ηλικίας (ACE Study) του 1998 στις ΗΠΑ κατέγραψε ποσοστά 11,1% για ψυχολογική κακοποίηση, 10,8% για σωματική, 22% για σεξουαλική και 12,5% για έκθεση σε βία κατά της μητέρας. Τα παιδιά συχνά υφίστανται περισσότερες από μία μορφές κακοποίησης ταυτόχρονα.
Στο ισπανικό κράτος, εκτιμάται ότι το 18,9% του πληθυσμού υπήρξε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης κατά την παιδική ηλικία (15,2% των ανδρών και 22,5% των γυναικών), και πάνω από τους μισούς δράστες ήταν άτομα της οικογένειας. Σύμφωνα με έκθεση της Save The Children, πάνω από το 25% των παιδιών έχουν κακοποιηθεί από τους γονείς ή τους κηδεμόνες τους.
Παρά τις σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των ερευνών, όλες καταδεικνύουν την οικογένεια ως τον βασικό χώρο κακοποίησης, κακομεταχείρισης και παραμέλησης. Έρευνες που εξετάζουν τον σεξουαλικό προσανατολισμό, όπως αυτή η έρευνα στις ΗΠΑ, δείχνουν πολύ υψηλότερα ποσοστά κακοποίησης σε όλες τις κατηγορίες για τα ΛΟΑΤΚΙΑ+ άτομα σε σχέση με τα ετεροφυλόφιλα. Και τα παιδιά που εκδηλώνουν συμπεριφορές που δεν συμβαδίζουν με το φύλο που τους αποδόθηκε κατά τη γέννηση, υφίστανται ακόμη περισσότερη κακοποίηση κάθε είδους.
Πέρα από την κακοποίηση, περίπου 40% των παιδιών δεν καταφέρνουν ποτέ να χτίσουν ασφαλή δεσμό με κάποιον από τους κηδεμόνες τους. Σύμφωνα με το Sutton Trust στο Ηνωμένο Βασίλειο, «πολλά παιδιά δεν έχουν ασφαλείς δεσμούς. Περίπου 1 στα 4 παιδιά αποφεύγουν τους γονείς τους όταν είναι στενοχωρημένα, επειδή οι γονείς αγνοούν τις ανάγκες τους. Άλλα 15% απομακρύνονται από τους γονείς τους επειδή αυτοί τους προκαλούν άγχος». Η ίδια έρευνα αναφέρει πως ο ασταθής δεσμός των γονιών είναι ο πιο κρίσιμος παράγοντας κινδύνου, καθώς αναπαράγεται από γενιά σε γενιά αν δεν υπάρξει επίγνωση και θεραπευτική εργασία.
Στα παραπάνω ποσοστά κακοποίησης και παραμέλησης παιδιών μπορούμε να προσθέσουμε και τη μεγάλη συχνότητα συντροφικής βίας, έμφυλης βίας και ενδοοικογενειακής βίας. Το να είναι κανείς μάρτυρας αυτών των μορφών βίας έχει επίσης αρνητικές συνέπειες για τα παιδιά.
Είναι λοιπόν η οικογένεια ένας ασφαλής τόπος αγάπης και φροντίδας; Τα δεδομένα διαψεύδουν αυτόν τον μύθο. Για τα παιδιά, το πιο επισφαλές και επικίνδυνο μέρος είναι συχνά το ίδιο τους το σπίτι.
Με τέτοια ποσοστά —μεταξύ 15% και 40%— πώς μπορούμε να συνεχίσουμε να λέμε ότι το πρόβλημα είναι ατομικό, και όχι δομικό;
Προτείνω ένα νοητικό πείραμα. Ας φανταστούμε ότι μια κοινωνία καλείται να επιλέξει ανάμεσα σε διάφορα μοντέλα συμβίωσης και ανατροφής: ανατροφή σε κοινότητα ή φυλή, άλλα μοντέλα που ούτε καν ξέρουμε ακόμη ποια μπορεί να είναι, και το μοντέλο της οικογένειας. Κάνοντας εκτίμηση για το ποσοστό κακοποίησης παιδιών για κάθε μοντέλο, μπορούμε να φανταστούμε ότι θα επιλεγόταν ένα μοντέλο με προβλεπόμενη κακοποίηση στο 25%; Δύσκολο.

Παιδική κακοποίηση: τραύμα εφ’ όρου ζωής
Η παιδική κακοποίηση αφήνει σημάδια που κρατούν μια ζωή — το ξέρω από προσωπική εμπειρία. Το σύνθετο τραύμα αναφέρεται σε πρώιμες αρνητικές εμπειρίες που περιλαμβάνουν παραμέληση και/ή κακοποίηση, και λαμβάνουν χώρα μέσα στη σχέση δεσμού με το πρόσωπο που προσφέρει πρωτογενή φροντίδα. Δηλαδή, το άτομο που υποτίθεται ότι θα προσφέρει στοργή, αγάπη και ασφάλεια, είναι ταυτόχρονα πηγή άγχους, απειλής, παραμέλησης και/ή κακοποίησης. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει λεκτική κακομεταχείριση, εγκατάλειψη, παρενόχληση, συναισθηματική απαξίωση κ.ά.
Εξαιτίας της επαναληπτικής φύσης αυτών των καταστάσεων, προκαλείται χρόνιο στρες που αφήνει αποτύπωμα στον εγκέφαλο. Επιπλέον, πρόκειται για καταστάσεις που σπανίως φαίνονται εξωτερικά και έχουν σωρευτικό χαρακτήρα. Το σύνθετο τραύμα συχνά αφορά «μη-γεγονότα» — πράγματα που (κατ’ εξακολούθηση) δεν συνέβαιναν όταν έπρεπε να συμβούν: ένα βλέμμα, ένα χαμόγελο, ένα άγγιγμα, μια αναγνώριση, μια αγκαλιά. Αυτές οι απουσίες έχουν βαθύτατο συναισθηματικό αντίκτυπο, έστω κι αν δεν διατηρούνται ως αναμνήσεις.
Όλα αυτά τα ξέρω πολύ καλά. Υπολογίζεται ότι έως 7,7% των ενηλίκων πάσχουν από σύνθετη διαταραχή μετατραυματικού στρες (C-PTSD), και έως 20% από διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD). Κατά τη γνώμη μου, αυτά τα νούμερα είναι στην πραγματικότητα πιο ψηλά. Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι δεν πρόκειται για ένα απλό δίπολο ή έχεις PTSD σύμφωνα με αυστηρά διαγνωστικά κριτήρια ή είσαι καλά. Προβλήματα στη ρύθμιση συναισθημάτων, δυσκολία στη δημιουργία στενών σχέσεων, έλλειψη εμπιστοσύνης, αρνητική αυτοεικόνα — όλα αυτά μπορεί να υπάρχουν και να δημιουργούν σοβαρές δυσκολίες στη ζωή, χωρίς να πληρούνται τυπικά τα διαγνωστικά κριτήρια.
Το σύνθετο τραύμα, που ονομάζεται και αναπτυξιακό τραύμα, είναι στη μεγάλη του πλειοψηφία συνέπεια παρατεταμένης συναισθηματικής κακοποίησης και παραμέλησης κατά την παιδική ηλικία και την εφηβεία.
Σε αυτό το πλαίσιο εμπίπτουν και πολλά από τα παιδιά που αποφεύγουν τους γονείς τους επειδή τους προκαλούν άγχος, όπως επίσης τα επιζώντα άτομα σεξουαλικής κακοποίησης και άλλων μορφών μακροχρόνιας κακομεταχείρισης.
Υπάρχουν κι άλλες επιπτώσεις στη σωματική και ψυχική υγεία: διατροφικές διαταραχές, κατάθλιψη, εξαρτήσεις, άλλες ψυχικές ασθένειες. Από τη μελέτη ACE γνωρίζουμε ότι οι δυσμενείς εμπειρίες στην παιδική ηλικία έχουν βαθύ αντίκτυπο σε πολλούς τομείς της ενήλικης ζωής.

Προς άλλα μοντέλα
Οπότε, καταργούμε την οικογένεια. Εντάξει! Αλλά τι βάζουμε στη θέση της; Η Sophie Lewis απαντά: «Τίποτα». Ίσως μια απάντηση υπερβολικά απλοϊκή.
Είναι αλήθεια πως στο παρόν σύστημα η οικογένεια επιτελεί ορισμένες λειτουργίες για τις οποίες η καλύτερη απάντηση είναι όντως «τίποτα». Όπως λέει η Nuria Alabao, «η οικογένεια δεν είναι ένας ουδέτερος θεσμός: εξακολουθεί να στηρίζεται σε ιεραρχικές σχέσεις υποταγής βάσει φύλου, ηλικίας και φυλής/μεταναστευτικής προέλευσης. […] Ως θεσμός, η οικογένεια έχει κεντρική οικονομική λειτουργία· ήταν πάντοτε βασικός μηχανισμός για την αναπαραγωγή των τάξεων στον καπιταλισμό: για τη μεταβίβαση κληρονομιών, την κατοχύρωση της ιδιοκτησίας, την εγγύηση αποπληρωμής χρεών». Αυτές είναι λειτουργίες που δεν θέλουμε να τις αντικαταστήσουμε με κάποιον άλλο μηχανισμό επιβολής τους, θέλουμε να τις καταργήσουμε. Φτάνει πια με την «οικογένεια» ως αστυνομία φύλου και φορέα πατριαρχίας. Δεν χρειαζόμαστε ένα θεσμό που εκπαιδεύει τα παιδιά ώστε να λειτουργούν σωστά μέσα στον καπιταλισμό.
Ωστόσο, υπάρχουν κι άλλες λειτουργίες της οικογένειας στον παρόντα κόσμο — για παράδειγμα η ανατροφή και η φροντίδα — που η οικογένεια εκτελεί εξαιρετικά άσχημα, όπως φάνηκε προηγουμένως, αλλά που παραμένουν απαραίτητες. Χρειαζόμαστε άλλα μοντέλα συμβίωσης, σχέσεων, ανατροφής και οργάνωσης της φροντίδας.

Σήμερα, το κυρίαρχο φεμινιστικό ρεύμα δεν έχει να προσφέρει τίποτε πέρα από την ιδέα της «συνυπευθυνότητας» στην ανατροφή — δηλαδή την ίση συμμετοχή των πατεράδων στις ευθύνες και τις υποχρεώσεις της ανατροφής. Πού είναι τα πιο ριζοσπαστικά οράματα;
Δεν λέω ότι τα παιδιά χρειάζονται τη μητέρα, τον πατέρα ή τον βιολογικό τους κηδεμόνα — αλλά χρειάζονται ενήλικες που να επιτρέπουν και να επιμελούνται την ανάπτυξη ασφαλών και σταθερών δεσμών.
Όπως υπενθυμίζει η Nuria Alabao, «στον σοσιαλισμό του 19ου αιώνα που συνδεόταν με το εργατικό κίνημα, και αργότερα στη δεκαετία του ’70, ο ταξικός φεμινισμός απαιτούσε κοινωνικοποίηση της κοινωνικής αναπαραγωγής: λαϊκά συσσίτια, παιδικοί σταθμοί 24 ωρών, ή πειραματικές δομές φροντίδας και ανατροφής έξω και πέρα από τις δομές του κράτους». Ωστόσο, ακόμη και αυτές οι προτάσεις δεν αμφισβητούν σε βάθος τον ίδιο τον θεσμό της οικογένειας. Είναι προτάσεις επικεντρωμένες κυρίως στο να επιτρέψουν στις γυναίκες να μπουν στην αγορά εργασίας. Στην ουσία, παραμένουν ενήλικο-κεντρικές. Και με βάση τα απογοητευτικά στοιχεία για τις ικανότητες των γονέων σήμερα να δημιουργούν ασφαλείς και σταθερούς δεσμούς, φοβάμαι ότι αυτές οι προτάσεις θα μπορούσαν ακόμη και να χειροτερέψουν την κατάσταση των παιδιών, εάν διατηρηθεί το μοντέλο της πυρηνικής οικογένειας. Με αυτό, δε θέλω να πω πως τα παιδιά χρειάζονται τους βιολογικούς τους γονείς, αλλά ότι χρειάζονται ενήλικες που να μπορούν να προσφέρουν σταθερό και ασφαλή δεσμό.

Ίσως, λοιπόν, να βοηθήσει αν «αποκεντρώσουμε» τους βιολογικούς γονείς, αν σκεφτούμε τη φροντίδα και την ανατροφή σε πλαίσιο κοινότητας, φυλής, ή δικτύου· μια κοινότητα ενηλίκων που είναι παρούσα και ενεργή στη ζωή των παιδιών. Το αφρικανικό ρητό «χρειάζεται ένα χωριό για να μεγαλώσει ένα παιδί», μας δείχνει ακριβώς αυτή την κατεύθυνση. Τα παιδιά χρειάζονται πολλαπλές σταθερές και ασφαλείς σχέσεις με ενήλικες — πέρα από τους γονείς. Ένα «χωριό».
Υπάρχουν κάποιες έρευνες σχετικά με τις εμπειρίες παιδιών που μεγαλώνουν σε συναινετικά μη μονογαμικά οικογενειακά πλαίσια. Σύμφωνα με την Elisabeth Sheff, «η παρουσία περισσότερων των δύο ενηλίκων στον οικογενειακό περίγυρο προσφέρει στα παιδιά πολλά πλεονεκτήματα, όπως περισσότερη προσοχή, φροντίδα και χρόνο από σημαντικά ενήλικα πρόσωπα, περισσότερα δώρα σε ειδικές περιστάσεις, και έκθεση σε μεγαλύτερο αριθμό θετικών προτύπων. Επιπλέον, τους δίνει τη δυνατότητα να διαμορφώσουν οικογενειακούς δεσμούς με άλλα παιδιά πέρα από τη βιογενετική συγγένεια και να αποκτήσουν περισσότερα αδέρφια».
Το δίκτυο φροντίδας δεν χρειάζεται να περιορίζεται στους ερωτικούς δεσμούς των γονιών· σκεφτόμαστε δίκτυα σχεσιακής αναρχίας, δίκτυα που αποκεντρώνουν την αγάπη και το ζευγάρι.

Μια άλλη πρόσφατη έρευνα με παιδιά αναφέρει: «Τα παιδιά που ζουν με πολυγονεϊκές οικογένειες συνήθως βλέπουν τους ερωτικούς συντρόφους των γονιών τους ως πρόσωπα αναφοράς και στήριξης, κάτι που ενισχύει την ανάπτυξη μιας θετικής εικόνας αυτών των ενηλίκων στο παιδί. Πολλά παιδιά εξέφρασαν την αγάπη τους για τους/τις συντρόφους των γονιών τους τονίζοντας πώς αυτά τα ενήλικα πρόσωπα τα φρόντιζαν και τα υποστήριζαν, συναισθηματικά και υλικά. Αυτό συνδέεται με μελέτες που έχουν γίνει σε γονείς που ασκούν συναινετική μη μονογαμία, οι οποίοι περιέγραψαν τους εξωσυζυγικούς ερωτικούς τους συντρόφους ως υποστηρικτικούς, στοργικούς και κατανοητικούς — όχι μόνο για τους ίδιους, αλλά και για τα παιδιά τους». Αν το σκεφτούμε πέρα από αυτό, στο πλαίσιο της έννοιας του «χωριού» ή της κοινότητας, το δίκτυο ανατροφής δεν χρειάζεται να περιορίζεται στους ερωτικούς-συναισθηματικούς δεσμούς των γονιών. Σκέφτομαι δίκτυα σχεσιακής αναρχίας, δίκτυα που αποκεντρώνουν την αγάπη και το ζευγάρι (ή τα ζευγάρια).
Φυσικά, τίποτα από όλα αυτά δεν είναι απλή υπόθεση. Όπως λένε οι Myriam Rodríguez del Real και Javier Correa Román σε ένα άρθρο τους στο El Salto, «το βασικό ζήτημα είναι να κατανοήσουμε ότι για να μπει το ζευγάρι στο κέντρο, η φιλία έχει αδειάσει από υλικό περιεχόμενο. Οι κοινωνίες συγκροτούν συστήματα συγγένειας και εγγύτητας που καθορίζουν ποιοι δεσμοί αναγνωρίζονται και ποιοι μένουν στο περιθώριο. Το ετεροφυλοφιλικό μονογαμικό ζευγάρι συγκροτεί το κέντρο αυτών των συστημάτων, και οι υπόλοιπες σχέσεις (συμπεριλαμβανομένης και της φιλίας) ανασχηματίζονται σε σχέση με αυτό». Και προσθέτουν: «Επομένως, δεν έχει τόσο να κάνει με το να “δώσουμε περισσότερη σημασία στους φίλους”, όσο με το να απορρίψουμε τις τρέχουσες δομές τόσο του ζευγαριού όσο και της φιλίας ώστε να δημιουργήσουμε νέες μορφές σχέσεων. Χρειαζόμαστε έναν “αποπροσανατολισμό” (desorientar)… των κανονιστικών εννοιών της αγάπης για να μπορέσουμε να φανταστούμε άλλες μορφές σχεσιακής συνύπαρξης και συγκατοίκησης. Μόνο στον βαθμό που σκεφτόμαστε νέες μορφές φιλίας, παύει το ζευγάρι να έχει νόημα ως το απόλυτο οργανωτικό κέντρο της ζωής μας».

Σε μια ομιλία για την κατάργηση της οικογένειας στη Σεβίλλη πριν δύο χρόνια, μιλώντας για εναλλακτικές μορφές οικογένειας, η Nuria Alabao έκανε λόγο για τη δημιουργία σχέσεων με αμοιβαία δέσμευση (ώστε να μπορεί να αναληφθεί η φροντίδα), και ότι αυτού του τύπου οι σχέσεις χρειάζονται χρόνο για να χτιστούν. Αυτή η δέσμευση ήδη υπάρχει στην οικογένεια σήμερα, και αμφιβάλλω αν οδηγεί σε ουσιαστική φροντίδα — ούτε για τα παιδιά, ούτε για τους ενήλικες ή τους ηλικιωμένους. Για μένα, η φροντίδα από υποχρέωση δεν είναι φροντίδα· είναι θυσία. Και σήμερα, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, είναι οι γυναίκες που κάνουν αυτή τη θυσία για να φροντίσουν τους γονείς ή άλλους συγγενείς τους.
Προσωπικά, σκέφτομαι περισσότερο τη δέσμευση: δηλαδή, να δεσμεύομαι εθελοντικά σε μια σχέση (οποιουδήποτε είδους), χωρίς να απαιτείται ανταποδοτικότητα. Είναι περισσότερο ζήτημα εμπιστοσύνης στο δίκτυο (της σχεσιακής αναρχίας, της κοινότητάς μου), ότι όταν χρειαστώ φροντίδα ή στήριξη, θα υπάρχει κάποιο πρόσωπο —ή και περισσότερα— που θα μπορεί να την προσφέρει· και δεν χρειάζεται να είναι το ίδιο ή τα ίδια άτομα που είχαν υποστηριχθεί προηγουμένως από εμένα. Αισθάνομαι πως αυτό είναι κάτι που ήδη προσπαθούμε να εφαρμόσουμε στο δίκτυό μου.
Το Hil Malatino, στο βιβλίο του Cuidados trans (Bellaterra, 2021), δίνει έναν μινιμαλιστικό ορισμό της κοινότητας: άνθρωποι που ξαναπλέκουν. Και όταν ανατρέχω στην εμπειρία των τελευταίων εννέα χρόνων μου, στην προσπάθεια να αντιμετωπίσω τα οικογενειακά μου τραύματα, ήταν πράγματι ένα συνεχές ξαναπλέξιμο των δικτύων μου. Κάποιοι άνθρωποι αποχώρησαν, άλλοι ήρθαν. Ίσως πρέπει να εγκαταλείψουμε την ιδέα ενός σταθερού και παντοτινού δικτύου αμοιβαίας υποστήριξης, που αναλαμβάνει τη φροντίδα — συναισθηματική, οικονομική, ανατροφής, όταν είμαστε άρρωστοι — λειτουργίες που σήμερα (συχνά ανεπαρκώς) αναλαμβάνει η οικογένεια.
Και αντί για αυτό, να εμπιστευτούμε τα δίκτυά μας: εύθραυστα, ρευστά, πάντα σε επανασύνθεση — αλλά ικανά να μας συμπαρασταθούν όταν τα χρειαζόμαστε. Δεν ξέρω. Εγώ ακόμα φοβάμαι. Αλλά, ταυτόχρονα, τα δίκτυά μου με έχουν στηρίξει τα τελευταία χρόνια και συνεχίζουν να το κάνουν.
Πώς φέρνουμε τις εμπειρίες μας από τα δίκτυα αμοιβαίας υποστήριξης στο επίκεντρο της κοινωνίας;
Πώς αλλάζουμε τις φαντασιακές μας εικόνες, ώστε να μπορούμε να εμπιστευτούμε αυτά τα δίκτυα; Πώς μπορούμε να τα ενδυναμώσουμε;
Δεν έχω τις απαντήσεις. Πιστεύω ότι πρόκειται για μια διαδικασία που χτίζεται περπατώντας και δοκιμάζοντας. Αυτό είναι μόνο η αρχή. Και για μένα, το να χτίζουμε εναλλακτικές απέναντι στην οικογένεια — νέες δομές αμοιβαίας υποστήριξης και φροντίδας — είναι ζήτημα επιβίωσης.
Έχω επιβιώσει από την οικογένειά μου και έχω φτάσει ως εδώ χάρη σε αυτά τα προσωπικά μου δίκτυα.
____
Πηγή στα Αγγλικά: Freedom Press