“Λεβιάθαν” – Σίσσυ Δουτσίου

July 8, 2016

Η θάλασσα μαύρη

ένας πυκνός άγνωστος βυθός.

Βαθιά τα κύματα

οι αφροί λυσσασμένοι

οι μόνοι επιζώντες από τη μανία του Λεβιάθαν.

Σκοτεινή

Τρομακτική

Δυνατή

Η γαλήνη που στα βάθη της υπάρχει

το πέρασμα για τον Άδη –

δεν χρειάζεται να δώσεις μπρούτζινα κέρματα

ο τρόμος απέναντι στο σκοτεινό άπειρο

αρκεί –

δε χρειάζεται οι συγγενείς σου να ταΐσουν τον θάνατο

κάτω από τη γλώσσα σου τίποτα.

Ο Αχέρων λυπάται

Ο Κωκυτός θρηνεί

Ο  Φλεγέθων εκρήγνυται

Η Λήθη λησμονεί

και ο Στυξ μισεί

Ζωές δεμένες

αλλού

σε μέρη που δεν έχεις φανταστεί

πειρατές

εργοτάξια

ναυτικοί

Ανάσες ανδρών αλυσοδεμένες σε βαριές άγκυρες

γδέρνοντας σαλάχια και κόκκινα ψάρια

για να παραδώσουν γεμάτο φορτίο στα τελωνεία

παρασκευάσματα καλλυντικών και γυναικείων αξεσουάρ.

Οι τελευταίες ανάσες θηλαστικών

τραβηγμένα τα μάτια τους από το μεταλλικό δίχτυ

πλαστικά χρωματιστά χέρια

ξεκοιλιάζουν υδρόβια κοπάδια.

Ίσα που προλαβαίνουν να καπνίσουν

Θυμωμένη η θάλασσα

Ο τύραννος 

και ο απελευθερωτής μαζί

της γης

Βιομηχανικός θόρυβος

και οι κραυγές του ατλαντικού

ένα βουητό

και ένας τραχύς άγνωστος

Λεβιάθαν

Οι λεπτομέρειες ζαλίζουν

Μια magenta με τη φωτεινότητα χαμηλωμένη

μείων 35 τοις εκατό

Κάθε όργανο στη θέση του

για το δικό του απαγχονισμό

για τη δική του υποθαλάσσια δολοφονία

αλυσίδες, γάντζοι, σωλήνες.

Ένα φορτίο

αίμα

αίμα από φύκια και

ξεραμένα εξωτικά κοχύλια

ζαρωμένοι αστερίες που δακρύζουν γοερά

και συρρικνωμένα κοράλλια –

ρυτιδιασμένες μνήμες ενός βυθού

Πλαστικά γάντια μπλε

θυμίζουν το χρώμα της αυγής

στοιβάζουν την ομορφιά σε πορτοκαλί πλαστικούς κάδους

«…ένα ενθύμιο από την Πορτογαλία μαμά… πάρε μου αυτό τον ιππόκαμπο… είναι τόσο ωραίο…»

νεκρό…

Άνθρωποι σαν μηχανές

κανένα συναίσθημα

παγωμένα μάτια

κρύο

ένας αέρας

που είναι αρκετός

να σκέφτεσαι μόνο την πείνα

το κρασί

τα τσιγάρα

ένα ωραίο παχύ μουνί να γαμήσεις

επαναληπτικές κινήσεις

η επανάληψη σκοτώνει την ευαισθησία

η επανάληψη

κυνικές λέξεις

και απλή επιβίωση

Μια καταπακτή που ξερνάει αίμα

και κομμάτια από άχρηστο θαλασσινό κρέας

24 μοίρες και 15 λεπτά βόρειο γεωγραφικό πλάτος

76 μοίρες και 0 λεπτά  δυτικό γεωγραφικό μήκος

μόνοι

στον ωκεανό

Μέρη του πλοίου

σχήματα επιτραπέζια

ορθογώνια, τετράγωνα και πολύγωνα

με σχισμές

το βαρύ αλατισμένο νερό της θάλασσας

να διαπερνάει

να γεμίζει

να αδειάζει

να ταρακουνάει

όταν γεμίζουν τα σχήματα

τα σκουριασμένα σχήματα

με ετοιμοθάνατους

η θάλασσα

τους ξεπλένει

τους δροσίζει

μέχρι να πεθάνουν από ασφυξία

ένα φορτίο γεμάτο πτώματα

κοινή ήτανε η μοίρα τους

να σταματήσουν

να τρέχουν ασύλληπτα μέσα στο βυθό

το άπειρο

και η φυλακή

το άγνωστο και

ο θάνατος

η ζωή

και

η βιομηχανική επανάσταση

Ανοιγμένα τα στόματα τους

τα λέπια τους

είναι και αυτά τρομοκρατημένα

αλήθεια

ο αφανισμός της ζωής δεν τρομάζει μόνο τους ανθρώπους

κάθε κίνηση με τη σειρά της

όλα προγραμματισμένα

Ένας τεράστιος Λεβιάθαν

φτιαγμένος στην Αμερική

ένα σιδερένιο κήτος που επιπλέει

και είναι δολοφόνος, ζωή,

μοναξιά

θλιμμένα βλέμματα μεταξύ τους

πολύ θόρυβος

εκκωφαντικό το σύρσιμο

της άγκυρας

Πως να γυρίσουν πίσω αυτοί οι άνθρωποι;

Η Σίσσυ Δουτσίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980.Έχει σπουδάσει Αστροφυσική και Θέατρο. Είναι ηθοποιός και ποιήτρια. Είναι Ιδρυτικό μέλος του +Ινστιτούτου [Πειραματικών Τεχνών] και συμμετέχει στην πολιτιστική ομάδα Κενό Δίκτυο. [http://ecstaticpoetrysemeli.blogspot.com]

Previous Story

“Άτιτλο 1” – Μαριβή Γαζέτα

Next Story

“Νεκρή” – Πόππη Δέλτα


Latest from Poetry

Go toTop