“Luisa Peterson στην Πανόρμου” | Σίσσυ Δουτσίου

March 2, 2017

Γνώρισα ένα κορίτσι εχθές, την Luisa Peterson έκλαιγε εχθές το βράδυ και μου είπε:

“Από εσένα είναι κρυμμένο κάθε βράδυ
για εσένα που είναι δικό μου και χάνεται κάθε πρωί”

Δεν καταλαβαίνω της λέω και συνεχίζει:

για εσένα – για όλες τις βόλτες που δεν πήγαμε μαζί
για όλα αυτά τα ευγενή δέντρα
τα τυρκουάζ φυλλώματα
που δεν κοιτάξαμε μαζί
όλες αυτές οι βόλτες όλα αυτά τα πρωινά που ήθελα πάντα να είμαστε μαζί
και τελικά νοιώθω τόσο πολύ μόνη μου
νοιώθω τόσο πολύ μόνη μου
ήθελα μαζί να κοιτάμε αυτά τα σύννεφα απόψε,
Δεν θέλω να γράψω κανένα ποίημα ερωτικής απογοήτευσης
δεν θέλω να γράψω κανένα ποίημα για όλη αυτή τη
λύπη που εξαπλώνεται μέσα μου σαν καρκίνος
δεν θέλω να γράψω κανένα ποίημα με τίτλο Δράμα ή Πόνος
δεν θέλω να γράψω ένα ποίημα επειδή οι ρόγες μου άρχισαν να οικτίρουν το χάδι σου.
Ρε, υπάρχουνε πολλοί άνθρωποι που είναι μόνοι τους
υπάρχουν κάποιοι μεγάλοι εξηντάρηδες με σφιγμένες τις γροθιές τους
που περπατάνε μέσα σε πεζόδρομους στην Αθήνα
από αυτούς τους γνωστούς πεζόδρομους που είναι γκρι και πορτοκαλί
και είναι σταθμευμένα πολλά μηχανάκια δίτροχα
από αυτούς τους πεζόδρομους που κρέμονται τα air-condition
στους εξωτερικούς τοίχους των ισογείων
αυτά τα ισόγεια στην Αττική, ξέρεις
αυτά τα ισόγεια που είναι δίπλα στα μπλε προποτζίδικα
και δίπλα στα μεσιτικά γραφεία
δίπλα στις κομμώσεις – τις γνωστές κομμώσεις
Βούλα, Βάσω, Νίκος, Billy
και απέναντι είναι η εθνική τράπεζα
την έχουν σφραγίσει πλέον τόσο καλά
και έχει χρονοκαθυστέρηση το χρηματοκιβώτιο
έξω από την εθνική τράπεζα περιμένουν
Σύριοι, Έλληνες, Αφγανοί, Νιγεριανοί
δεν ξέρω τι κρατάνε στο χέρι τους
ένα ορθογώνιο με κίτρινο χρώμα
πλαστικό χρήμα – δεν θέλω τίποτα
προσπαθώ να βρω ένα καφενείο να πιω ένα ελληνικό καφέ με 30 λεπτά
ναι 30 λεπτά διαθέτω
ξέρεις από αυτά τα καφενεία που παλιά πούλαγαν καραμέλες με 2 δραχμές
και τσίχλες με 2 δραχμές
όχι δεν νοσταλγώ ηλίθιε καμία δραχμή, καμία αγγλική λίρα, καμία ουγγιά, καμία λίβρα, καμία μονάδα μέτρησης βάρους ή μάζας
αλλά θέλω αυτά τα καφενεία που ήτανε δίπλα από κάτι μικρά μπακάλικα
μπορούσαν όλοι να πιούνε ένα καφέ ή ένα γλυκό του κουταλιού, μια μαστίχα
ξέρεις από αυτά τα μουσκεμένα απογεύματα στην Αττική
από αυτά τα σταυροδρόμια που αλλάζουν χρώματα συνέχεια
πράσινο, πορτοκαλί, κόκκινο
αυτά τα πορτοκαλί λεωφορεία
κτελ νομός αττικής
στεναχωριέμαι όταν τα βλέπω
θυμάμαι τη Σαρωνίδα και την Ανάβυσσο και εκείνη τη μικρή παραλία
που είχαμε πάει οι δύο μας όταν σε είχα πρωτογνωρίσει
στενοχωριέμαι
ένα ξανθό κορίτσι προχωράει μπροστά μου
φοράει μικρά κόκκινα γυαλιστερά μποτάκια προχωρεί γρήγορα
βιάζεται και αυτό
προχωράει μπροστά από το σινεμά
το σινεμά στην παλιά γειτονιά μου,
τώρα έχει κλείσει
δεν παίζει ταινίες πια
θα ήθελα πολύ να καταλαμβάναμε αυτό το σινεμά και να παίζαμε ταινίες κανονικά
9 με 11, όχι δεν θέλω ξενύχτι, ούτε μεγάλες εκδηλώσεις που να κρατάνε μέχρι το ξημέρωμα
9 με 11 δεν πειράζει
ας λειτουργούσε το σινεμά όπως λειτουργούσε παλιά αλλά
να το είχαμε εμείς και να διαλέγαμε εμείς τις ταινίες.
Φτάνω στο σταθμό Λαρίσης, άλλο ένα δημόσιο κτήριο
οι ράγες λέει των ελληνικών τρένων δεν πουλήθηκαν – πουλήθηκαν μόνο τα βαγόνια
ο αέρας είναι πολύ πηχτός σήμερα
και αυτή η ηχορύπανση
επιδιορθώσεις ρούχων 6951478845
ξέρεις
τώρα μπορούμε να πηγαίνουμε πάλι να ράβουμε τα ρούχα μας όπως παλιά
δεν χρειάζεται κάποιο καινούργιο μπουφάν ή κάποιο καινούργιο παντελόνι
επιτέλους
μπορούμε να φτιάξουμε κάτι από την αρχή δεν χρειάζεται
να το πετάξουμε για πάντα ή να πάρουμε καινούργιο.
Υπάρχουν ακόμα πιο δυστυχισμένοι άνθρωποι από εμάς
από τη χώρα μας και από άλλες χώρες και σε άλλες χώρες –
κάθε άνθρωπος κρύβει τη δική του δυστυχία, τη δική του χαρμολύπη
χρώματα και χρωμοσυνθέσεις
θα ήθελα να αγοράσω πολλά εργαλεία, θα ήθελα να φτιάξω την ταράτσα μου
τον κήπο, την βεράντα που δεν έχω να τη γεμίσω με γλάστρες,
να βάψω τους τοίχους του σπιτιού μου
θα ήθελα
αυτά τα πολωνέζικα μπακάλικα που είναι μονάχα ράφια και φτηνά αλλαντικά
έχει έρθει το Πάσχα και ακόμα κρέμονται τα χριστουγεννιάτικα λαμπάκια
στη ταμειακή μηχανή
αυτό το πολωνέζικο μπακάλικο με τα μπαγιάτικα σαλάμια και τα ξινισμένα τυριά
δεν ξέρω
αλλά δεν μου αρέσουν καθόλου τα βαλκάνια , ούτε η Ευρώπη
δεν ξέρω
μου αρέσει μόνο εκεί που έζησα όταν ήμουνα παιδί
πριν μεγαλώσω
πολλές φορές σκέφτομαι ότι θα ήμασταν πιο ευτυχισμένοι αν δεν θέλαμε τίποτα,
αν δεν θέλουμε να αγοράσουμε τίποτα
να είμαστε ικανοποιημένοι με τα λίγα αυτά που φοράμε
με τα λίγα αυτά που έχουμε
τότε δεν θα ήμασταν ευτυχισμένοι;
Δεν ξέρω
πάντως όσο μεγαλώνει μια γυναίκα
καταλαβαίνει πως οι άντρες μπορεί να τη βιάσουν εύκολα
ακόμα και αν αυτή το θέλει
ξέρεις όταν αποχαιρετιζόμαστε και είναι να σε δω σε 1 – 2 ώρες
στενοχωριέμαι
και μετά κλαίω στο απέναντι πεζοδρόμιο.

Δεν θέλω να μπαίνεις μέσα σε ένα λεωφορείο να μου φωνάζεις “έλα” να μην
προλαβαίνω να ανέβω και εσύ απλά να με κοιτάζεις
εκείνα τα μάτια σου , τα μικρά μάτια σου
όταν τα βλέπω για τελευταία στιγμή
πόσο με στεναχωρούν
στενοχωριέμαι όταν κοιτάζω τα μάτια σου
γιατί δεν θέλω να υπάρξει αυτή η τελευταία φορά
που να κοιτάξω τα μάτια σου
σε αγαπώ τόσο πολύ
πως είναι δυνατόν αυτή η ζωή να είναι πόνος
μα πως είναι δυνατόν ο έρωτας να είναι πόνος
μα πως είναι δυνατόν να σε αγαπώ και να πονάω
δεν ξέρω
δεν ξέρω
είναι χειμώνας και το ηλιοβασίλεμα ήρθε πιο νωρίς
θέλω να είναι γιορτές κάθε μέρα
όταν τελειώνουν οι γιορτές με πιάνει φρίκη
γιορτάσαμε τελειώσαμε
επιστροφή στη κανονικότητα
τυπολατρεία, ορθοδοξία, κομφορμισμός, ευπρέπεια
και δεν θέλω να μεθύσω – δεν με νοιάζει
θέλω να ήμαστε απλά όλοι μαζί και να παίζουμε
να μην χρειάζεται να ξυπνήσουμε νωρίς
να μην χρειάζεται να κάνουμε οτιδήποτε για να βγάλουμε χρήματα σήμερα.
Έλα όμως και εσύ μια φορά
να πάμε μια βόλτα στη θάλασσα και να με ακούσεις
να σε ακούσω
ίσως μιλάω πολύ για τον εαυτό μου
σου λέω πάλι τις ίδιες και τις ίδιες ιστορίες
όταν ήμουν μικρή που μου αρέσει να παίζω εφτάπετρο
σου λέω συνέχεια τις ιστορίες που με έκαναν και ξεχώριζα από τα άλλα παιδιά
μπορούμε όμως να μείνουμε σιωπηλοί
να πάμε μια βόλτα στη θάλασσα
δεν ξέρω
εκεί κοντά στο ακρωτήρι
δεν ξέρω έτσι δεν το λένε;
Eκεί που κρύβεται ο ναός της Αφροδίτης, εσύ μου το έχει πει
εκεί θέλω να πάμε.
Έλα και εσύ να με πάρεις μια βόλτα μαζί
και να μη σκεφτόμαστε τίποτα άλλο παρά μόνο αυτή τη βόλτα.
Να ντυθώ και εσύ να με περιμένεις κάπου και να έρθω
δεν μου λείπει που δεν είμαι ερωτευμένη όπως όταν σε πρωτογνώρισα
μου λείπει περισσότερο η φιλία μεταξύ μας
γίναμε υπάλληλοι στην ερωτική μας ζωή
η φιλία μου λείπει
και δεν θέλω να είμαι φίλη σου όπως παλιά
κάτι καινούργιο κάτι νέο.
Ωχ πάλι τα αυτοκίνητα γέμισαν το δρόμο
πουλιούνται κρέατα ελληνικά χαραγμένα σε ένα φορτηγό επάνω του
δίπλα από την κεντρική δημοτική βιβλιοθήκη στοιβάζονται χαρταετοί
και κανένα παιδί δεν θέλει να τους αγοράσει
καμία μάνα δεν μαζεύει λεφτά να αγοράσει χαρταετό στην κόρη της.
Ο ουρανός γέμισε με αυτά τα τεράστια καλώδια
γραμμές τραμ, γραμμές τηλεφώνου, ηλεκτρικές κολώνες της ΔΕΗ
δεν μπορείς να δεις τον ουρανό πια καθαρά
πρέπει να φύγεις από την πρωτεύουσα πολύ μακριά.
Ζώα – ρομπότ και ζώα
με θλίβει που υπάρχουν όνειρα
σε ένα μπορυρδέλο
έτοιμα για γαμήσι
……..
δεν θέλω πάλι
δεν θέλω πάλι να γράψω ένα ποίημα για ένα άντρα και μια γυναίκα
τεστοστερόνη.
Τις υπόγειες διαβάσεις τις πλένουν με ξινισμένες χλωρίνες
πεντακάθαρες αλλά βρωμάνε
αυτά τα νέον τα φώτα
αυτό είναι που λένε το ψυχρό φως της πρωτεύουσας
τελειώνει ο χρόνος
θα συναντήσω την αδερφή μου επιτέλους
θα καπνίσω ένα τσιγάρα , θα πιω λίγη κόκα κόλα
40 ολόκληρα λεπτά
Πανόρμου
ακαδημία Πλάτωνος.

Η Σίσσυ Δουτσίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980.Έχει σπουδάσει Αστροφυσική και Θέατρο. Είναι ηθοποιός και ποιήτρια. Είναι Ιδρυτικό μέλος του +Ινστιτούτου [Πειραματικών Τεχνών] και συμμετέχει στην πολιτιστική ομάδα Κενό Δίκτυο. [http://ecstaticpoetrysemeli.blogspot.com]

Previous Story

“Τελευταίος Σταθμός το Χώμα” | Πόππη Δέλτα

Next Story

Η δίκη των δοσίλογων: Η ρίζα της ελληνικής διχόνοιας (και των δεινών που ακολούθησαν) Συζήτηση με τον ιστορικό Δημήτρη Κουσουρή


Latest from Poetry

Go toTop