Οι τρελοί δεν κάνουν διακοπές το καλοκαίρι
λιώνουν μονάχα ακίνητοι καταμεσής
στην πίσσα της ασφάλτου που ζέχνει
λιώνουν βλέποντας τους λύκους να τρέχουν κατά πάνω τους
μετά μαζεύουν το σιτάρι από τα πάρκα
βρίζονται με τους περαστικούς
και τα βράδια αλυχτάνε
-για τα κοράκια που θα έρθουν για το πτώμα τους-
αλλά εμείς δεν τους ακούμε
παρά μονάχα στο γέμισμα του φεγγαριού τον Αύγουστο
και τότε τους μπερδεύουμε όμως
με τις τυπικές εκδηλώσεις του Υπουργείου Πολιτισμού
οι τρελοί δεν έχουνε φωνή για τα δικά μας αυτιά
οι κουφοί δεν τους ακούνε.
Οι εραστές δεν πάνε διακοπές
δεν υπάρχει τέτοια ανάγκη
μόνο σταθμεύουν παράνομα στις μέσες ώρες της νύχτας
ελπίζοντας
μην τους πετύχουν
των κεφαλιών οι κυνηγοί
που φυλακίζουν τους ανέμους
και σταυρώνουν τις γυναίκες
πριν από αυτό λοιπόν
ερωμένοι κι ερωμένες
ακροβατούν
πεταμένοι στον απόπατο της πόλης
ουρλιάζοντας ο ένας μέσα στον άλλο
από πόθο
από φόβο
από συνήθεια της γύμνιας
και χάνονται με το πέρας του θέρους
απ’ της ταράτσες των ματιών.
Οι κλόουν δεν κάνουν διακοπές
δε βρίσκουνε το λόγο
να αφήσουν το κοινό τους άναυδο
από παλιάτσους και τυχάρπαστους
απλώς
όταν η δουλειά τελειώνει
και το τσίρκο μαζεύει την τέντα του
στέκονται με την καραμούζα τους ακίνητοι
κι ενώ πολύ θέλουνε
ν’ απευθύνουν στους θεατές τους
ένα σάλιο από μέσα τους
το καταπίνουν τελικά
δεν έχουν σχέσεις καλές με τον ουρανίσκο και τη γλώσσα
έπειτα καταριούνται τη στιγμή που δε γίναν μάγοι ή ακροβάτες
και τελειώνουν το ντεμακιγιάζ τους το πρωί
ένα άγνωστο πρόσωπο τους περιμένει.