Περί Λαϊκισμού (ή Δύο εκλογές και πολλές κηδείες )- Κενό Δίκτυο

June 19, 2017

Οι ταινίες των αδερφών Coen εκτείνονται σε διάφορα κινηματογραφικά είδη, από ανάλαφρες κωμωδίες μέχρι βίαια νέο-νουάρ: Μόνο Αίμα, Φάργκο, Μεγάλος Λεμπόφσκι, Ω αδερφέ που είσαι;, Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί, Καυτό απόρρητο, Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατουςΑληθινό θράσος, Χαίρε Καίσαρα. Μέσα όμως σε αυτό το πλούσιο κινηματογραφικό σύμπαν υπάρχουν κάποιες σταθερές θεματικές. Πρώτον, ότι οι ήρωες των ταινιών συνήθως είναι χαρακτήρες που εμπλέκονται σε καταστάσεις που τους ξεπερνάνε. Εξίσου σημαντικά, στις ταινίες τους υπονομεύεται η (κλασική στον κινηματογράφο) ιδέα ενός βαθύτερου μηνύματος, της«αληθούς γνώσης» που, ερχόμενη στο τέλος του δράματος, ελευθερώνει και λυτρώνει. Αν οι ήρωες δεν μαθαίνουν τίποτα, είναι όχι μόνο επειδή είναι αφελείς, αλλά επειδή δεν υπάρχει κανένα μάθημα εξ αρχής. Ίσως αυτό είναι τελικά και το μήνυμα των ταινιών, το οποίο δεν έρχεται σαν διδακτικός λόγος, παρά εντυπώνεται σαν «αίσθηση» (affect). Επίσης, σημαίνουσα θέση στην εξέλιξη της πλοκής έχει ο θάνατος, είτε λαμβάνει χώρα εντός είτε εκτός οθόνης. Ελάχιστα ηρωικός και μνημειώδης, ο θάνατος είναι απλά το βίαιο συμβάν που επικυρώνει το γεγονός ότι η αλήθεια βρίσκεται όχι πίσω ή πάνω από τα γεγονότα, όσο στην επιφάνεια τους, στις κοινωνικές σχέσεις που οι άνθρωποι εμπλέκονται και που αφελώς θεωρούν ότι μπορεί να ξεπεράσουν.

Οι σκέψεις αυτές για το έργο των αδερφών Coen μου ήρθαν συνειρμικά ενώ ξεκίναγα να γράψω ένα κείμενο για το διαβόητο φαινόμενο του «λαϊκισμού», ο οποίος, μετά από την τρομοκρατία, μοιάζει να είναι η μεγαλύτερη απειλή για τον φιλελεύθερο μας κόσμο ή έτσι τουλάχιστον λένε εν χορώ πολιτικοί, δημοσιογράφοι και παντός είδους αναλυτές. Αρχικά, αφορμή για το άρθρο ήταν η εκλογική αναμέτρηση στη Γαλλία, όπου ο λαϊκιστικός μπαμπούλας εμφανίστηκε με το ακροδεξιό του προσωπείο, το πιο άσχημο, συνεπώς και το πιο εύκολο να συσπειρώσει εναντίον του τις λοιπές «δημοκρατικές δυνάμεις». Όπερ και εγένετο. Η αστική δημοκρατία βρήκε στο πρόσωπο του Emanuel Macron το νέο φωτεινό της ιππότη και μία αγαλλίαση πλημμύρησε τα κανάλια, τις εφημερίδες και τα social media, συνοδευόμενη από διάφορους πανηγυρικούς, οι οποίοι θα ήταν αστείοι αν δεν ήταν τόσο εκνευριστικό να ακούγονται διθύραμβοι περί δημοκρατίας από ανθρώπους που εμπιστεύονται ελάχιστα έως καθόλου την πολιτική ωριμότητα και κρίση του «δήμου» και που φρίττουν στην ιδέα μιας ουσιαστικής λαϊκής κυριαρχίας.

Λίγο μετά τις γαλλικές εκλογές προκηρύχτηκαν και εκλογές στη Μεγάλη Βρετανία  και ο μπαμπούλας του λαϊκισμού ετοιμάστηκε να φορέσει – για την ακρίβεια να του φορέσουν – τον κόκκινο χιτώνα του. Το πρόβλημα σε αυτήν την περίπτωση είναι ότι η εκλεκτή του διεθνούς κεφαλαίου και του Βρετανικού ντόπιου κατεστημένου, η Theresa May, είχε αναλάβει να διαχειριστεί μία επιλογή, το Brexit, που αποτέλεσε θρίαμβο του (δεξιού) λαϊκισμού και την οποία η ίδια δεν στήριζε αφού είχε συνταχθεί με την επίσημη γραμμή του Cameron και των Tories (του Συντηρητικού κόμματος). Συγχρόνως, η πολιτική καμπάνια του Jeremy Corbyn ήταν αρκετά προσεκτική ώστε να μη αποξενώσει τα φιλοευρωπαϊκά μεσαία στρώματα των αστικών κέντρων. Έτσι, η πολιτική αντιπαράθεση δεν μπορούσε να οροθετηθεί εύκολα γύρω από την έννοια-σκιάχτρο του λαϊκισμού. Από την άλλη, η ενορχηστρωμένη επίθεση που δέχτηκε από τα μεγάλα media ο Corbyn, ήταν ανάλογη των επιθέσεων στον λαϊκισμό. Ο ηγέτης των Εργατικών κατηγορήθηκε ότι υπόσχεται λύσεις που δεν μπορεί να ικανοποιήσει,ότι απειλεί την «ελεύθερη οικονομία» επαναφέροντας αποτυχημένες πολιτικές του παρελθόντος (εθνικοποίηση βασικών τομέων της οικονομίας, φορολόγηση πλούτου κ.λπ.), ότι ψάχνει εύκολους ενόχους για οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που χρίζουν ριζικών διαρθρώσεων, όπως φυσικά αυτές ορίζονται από τους «ειδικούς» των αγορών. Εξ ου και το παράδοξο, στη Βρετανία η εκλογή της May να αποτελείνίκη τόσο του κατεστημένου όσο και του «λαϊκισμού», ενώ συγχρόνως τον Corbyn τον ψήφισαν σε σημαντικό βαθμό κοινωνικάστρώματα, ειδικά τμήματα της νέας μεσαίας τάξης των αστικών κέντρων, που στη Γαλλία ψήφισαν Macron και που θεωρείται ότι είναι ενάντια στον «λαϊκισμό».

Οι δύο εκλογές στη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία δεν μας κάνανε σοφότερους, επιβεβαίωσαν την πολιτική σύγχυση που επικρατεί. Τα μεσαία και μορφωμένα στρώματα ταυτίζονται σε σημαντικό βαθμό με το ευρωπαϊκό όραμα (αφού άλλωστε το ζουν με πρακτικούς όρους) και επιθυμούν σταθερότητα αλλά συγχρόνως αρκετοί εξ αυτών έλκονται από ιδέες κοινωνικής δικαιοσύνης και εκδημοκρατισμού ή ακόμα, ειδικά οι πιο νέοι, από ριζοσπαστικές ιδέες αλλαγής και εξέγερσης. Από την άλλη, τα κατώτερα ντόπια στρώματα έλκονται από τις σειρήνες της εθνικής κυριαρχίας και της εθνικής παραγωγικής ανασυγκρότησης, αφού οι δύο αυτοί όροι συμβολίζουν την υπόσχεση προφύλαξης/βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου αλλά και την προσδοκία για αξιοπρέπεια και έλεγχο επί των όρων της ζωής. Ενώ δεν είναι απαραίτητα ρατσιστές ή εθνικιστές οι εν λόγω κοινωνικές τάξεις γίνονται έτσι ευάλωτοι σε εθνικιστικές αφηγήσεις και τείνουν να διάκεινται εχθρικά προς το πολυεθνικό προλεταριάτο, το οποίο είναι αποκλεισμένο από το εκλογικό παιχνίδι και εν γένει από τη δημόσια σφαίρα. Αν κάποτε αναπαρίσταται στον δημόσιο λόγο είναι μόνο σαν εγκληματίας ή σαν θύμα, ποτέ σαν πολιτικό υποκείμενο.

Στην καρδιά αυτής της περίπλοκης πολιτικής συνθήκης, υπάρχει ένα παράδοξο ή πιο διαλεκτικά μια αντίφαση, η οποία δεν έχει μόνο πολιτικές όψεις, αφού αφορά τη γενικότερη οικονομία της επιθυμίας: η προοδευτική μεσαία τάξη είναι συγχρόνως βαθιά συντηρητική, ενώ τα κατώτερα στρώματα επενδύουν σε παραδοσιακές ιδέες και νέο-αρχαϊσμούς αλλά συγχρόνως φέρουν ένα έκδηλο ριζοσπαστικό πλεόνασμα.

Ο λαϊκισμός αναδύεται μέσα σε αυτές τις αντιφάσεις και τα παράδοξα, ως μία από τις ενεργές τους διαμεσολαβήσεις. Τα διάφορα λαϊκίστικά πολιτικά μορφώματα αξιώνουν να εκπροσωπήσουν όλες αυτές τις κοινωνικές φιγούρες που αποκλείονται και προλεταριοποιούνται. Την ίδια στιγμή, η έννοια του λαϊκισμού χρησιμοποιείται από τον κυρίαρχο λόγο ως μορφή διαχείρισης των κοινωνικών εντάσεων και της πολιτικής κρίσης που έχει προκύψει. Επί της ουσίας, η λειτουργία της έννοιας είναι ανάλογή αυτής που επιτελεί η διαβόητη έννοια των «δύο άκρων»: επιχειρεί να απονομιμοποιήσει οτιδήποτε ξεφεύγει από την νεοφιλελεύθερη Ορθοδοξία που ο δικομματικός  μονοκομματισμός του «κέντρου» για χρόνια εκπροσωπούσε. Αυτό δεν σημαίνει ότι η έννοια στερείται αναλυτικής, κριτικής και πολιτική αξίας. Πρέπει όμως να προβληματίζει ιδιαίτερα το γεγονός ότι πλέον αρκεί να ψελλίσεις κάτι για δημόσιες επενδύσεις, αναδιανομή πλούτου ή μεγαλύτερη πρόσβαση στα κέντρα εξουσίας ώστε να πέσει πάνω σου το ανάθεμα του«λαϊκισμού». Ίσως πρέπει να ακολουθήσουμε την προτροπή του Wittgenstein, «να αποσύρουμε τη λέξη από την γλώσσα, να τη στείλουμε στο καθαριστήριο, και μετά να την επαναφέρουμε στην κυκλοφορία».[1]

Κάπου εδώ επιστρέφουμε στους αδερφούς Coen. Σε μια πρώτη προσέγγιση θα μπορούσαμε να ταυτίσουμε τους λαϊκιστές πολιτικούς (είτε αποδέχονται τον όρο είτε αυτός τους επισυνάπτεται ως κατηγορία) με Κοενικούς ήρωες, αφού όπως οι τελευταίοι φιλοδοξούν να πετύχουν περισσότερα από αυτά που μπορούν και, όταν έρθει η ώρα, κάνουν λιγότερα από αυτά που φιλοδοξούσαν. Από αυτήν την σκοπιά, η πραγματική πανωλεθρία του λαϊκισμού δεν είναι η εκλογική ήττα, όπως συνέβη στη Γαλλία, αλλά η εκλογική νίκη, όπως συνέβη στην Ελλάδα. Ίσως ο λαϊκίστικός πολιτικός λόγος είναι νικηφόρος μόνο όταν δεν κερδίζει στις εκλογές, καθώς τότε δεν χρειάζεται να εφαρμόσει το πρόγραμμα του. Σε μια τέτοια περίπτωση ο Corbyn θα έπρεπε να νιώθει πολύ πιο ευτυχής από τον Τσίπρα, καθώς μπορεί να συνεχίζει να υπόσχεται ότι μπορεί να υπάρξει βαθύς κοινωνικοπολιτικός μετασχηματισμός και την ίδια στιγμή συνέχεια του κράτους.

Σταματώντας εδώ όμως θα μέναμε σε μια επιφανειακή ανάγνωση. Ή για την ακρίβεια, θα πέφταμε στην παγίδα ότι ο λαϊκισμός θρέφεται από αυταπάτες οι οποίες για να διαλυθούν αρκεί να φανερωθεί η αλήθεια που βρίσκεται πίσω τους, το «πραγματικό νόημα» των γεγονότων. Κάτι τέτοιο απλά θα μας έδενε στην «αλήθεια των αγορών», που είναι ελάχιστα βαθύτερη ή πιο πραγματική από αυτήν του λαϊκισμού. Η αλήθεια του λαϊκισμού και η αλήθεια της αγοράς βρίσκεται στην επιφάνεια των γεγονότων, στην κωμικοτραγική και βίαιη κοινοτοπία τους. Όχι τυχαία, όπως στο Κοενικό σύμπαν, είναι ο εκτός οθόνης θάνατος που έρχεται για να φωτίσει σημαντικές πτυχές του δράματος που λέγεται «άνοδος του λαϊκισμού». Ακριβολογώντας, μια σειρά θανάτων: ο θάνατος του Κωσταντίνου Μητσοτάκη και κατόπιν ο θάνατος των ενοίκων του πύργου εργατικών κατοικιών Grenfell Tower στην Αγγλία.

Ο θάνατος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, όχι φυσικά σαν βιολογικό γεγονός αλλά σαν κοινωνικό συμβάν που περιλαμβάνει και τις αντιδράσεις που ακολούθησαν, κατέδειξε ουσιώδη στοιχεία της κυρίαρχης αφήγησης, που κατηγορεί για λαϊκισμό όσους τολμούν και αμφισβητούν τις κυρίαρχες πολιτικές. Η δήλωση ότι «αν ο Μητσοτάκης παρέμενε πρωθυπουργός η Ελλάδα (sic) θα ήταν τώρα σε καλύτερη κατάσταση», στις διάφορες παραλλαγές της, συμπυκνώνει το (νέο)φιλελεύθερο credo και τον τρόπο που γίνονται ανεκτά στο επίπεδο της ψυχικής οικονομίας και του φαντασιακού τα μέτρα λιτότητας από όσους τα στηρίζουν. Ο λαϊκισμός είναι η μνησίκακη έκφραση των ανάξιων, όλων αυτών που η αγορά μέσα στη δικαιοσύνη και τη σοφία της τιμωρεί.  Η τιμωρία είναι κυρίως ο αποκλεισμός από τα αγαθά της αγοράς, αλλά ενίοτε και ο θάνατος. Το να είσαι ανάξιος σημαίνει να ζεις και σε κτίρια που παίρνουν εύκολα φωτιά. Οι θεοί της αγοράς είναι σκληροί, σαν τα παγανιστικά είδωλα που μνημόνευε ο Marx, και γιορτάζουν την πρόοδο πίνοντας νέκταρ στα κρανία των νεκρών.[2]

Ο θάνατος του πρώην πρωθυπουργού Κωσταντίνου Μητσοτάκη και των φτωχών ενοίκων του πύργου εργατικών κατοικιών  Grenfell μας υπενθύμισαν επίσης αυτό που ο Francois Chatelet ορθώς υπογραμμίζει ως μια άλλη βασική διδαχή του Marx: «ο άνθρωπος δεν πεθαίνει επειδή είναι θνητός, πεθαίνει επειδή δεν τρώει αρκετά ή επειδή τον σκοτώνουν».[3] Αντιστρόφως ανάλογα, ένας άνθρωπος ζει πολύ επειδή έτρωγε αρκετά και ήξερε πάντα να διαλέγει το στρατόπεδο των νικητών. Για αυτό και τώρα οι νικητές τον τιμάνε ως προφήτη τους.

Η θνητότητα είναι σκάνδαλο επειδή είναι κοινότοπη. Αυτό που κάνει έναν θάνατο σημαντικό και/ή τραγικό είναι η πολιτική του διάσταση, ότι δεν έφυγε μόνο μία ζωή αλλά μία ζωή που κρίνεται υπό το φως της δικαιοσύνης. Ο Μητσοτάκης ενσωμάτωνε μία αντίληψη δικαιοσύνης η οποία δεν σταματά να πετά στο περιθώριο όποιον θεωρεί ανάξιο. Και στο περιθώριο οι άνθρωποι γίνονται πιο θνητοί από άλλους. Από αυτήν τη σκοπιά, όλοι αυτοί οι εκτός κεντρικού πλάνου θάνατοι των απλών καθημερινών ανθρώπων παντού γύρω μας, σίγουρα μας βοηθούν να κατανοήσουμε πολύ καλύτερα τα αίτια της ανόδου του λαϊκισμού απ’ ότι περισπούδαστες αναλύσεις ειδικών που ανακυκλώνουν αφόρητες κοινοτοπίες λέγοντας και επιβάλλοντας επί της ουσίας διαρκώς το ίδιο πράγμα: «there is no alternative- δεν υπάρχει άλλος τρόπος».

 

[1] L. Wittgenstein, Πολιτισμός και Αξίες, Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα, 2000, σ.67.

[2] Karl Marx, “The Future Results of British Rule in India», Selected Works 1, Λονδίνο:Lawrence and Wishart, σ.324.

[3] Παρατίθεται στο Gilles Deleuze και Claire Parnet, Dialogues II, ΝέαΥόρκη: Columbia University Press, σ,156

 

ΚΕΙΜΕΝΟ:
Γιώργος Σωτηρόπουλος (Δρ. Πολιτικών Επιστημών, εκπαιδευτικός) μέλος της συλλογικότητας  ΚΕΝΟ ΔΙΚΤΥΟ
https://voidnetwork.gr

Previous Story

Σημειώσεις για τις ταραχές στο Μενίδι- Βαγιάν (αναρχική εφημερίδα Άπατρις)

Next Story

Ένα βρεγμένο οριγκάμι – Νίκος Le Fou


Latest from Events

Διαστάσεις της Αποικιοκρατίας | 6 Ομιλίες & Συζήτηση- ΤΡ. 18/6 – Εξάρχεια

Διαστάσεις της ΑποικιοκρατίαςΑποικιοκρατία και Καπιταλιστική Νεωτερικότητα: Μεταξύ Παρελθόντος και Μέλλοντος ΤΡΙΤΗ 18/6/2024 ΏΡΑ έναρξης 19.00 Αυτοδιαχειριζόμενο Παρκάκι ΤΣΑΜΑΔΟΥ 10- Εξάρχεια Σε πείσμα των φιλελεύθερων
Go toTop