Κι ήταν τυχερός έτσι που πέρασε τα σύνορα- Βάλια Τσιριγώτη

April 10, 2018

Κι ήταν τυχερός έτσι που πέρασε τα σύνορα χωρίς μια σφαίρα για ενθύμιο στο πόδι. Παλιά μετρούσαν πέσος, τώρα 8 δολλάρια την ημέρα. Στην Ενσενάδα κουβαλούσαν τους εργάτες πεσμένους μέσα στις καρότσες, μοιάζαν από ψηλά λαμπάδες ανάμεσα σε τσιμέντα και μπάζα και πλαστικά. Στον γεωκτήμονα τον πήγε ένας κοντός μαυριδερός για 20 δολλάρια, σύνολο 2,5 μεροκάματα δηλαδή υπό τον ήλιο. Ήταν καλός του λέγαν ο γαιοκτήμονας, τα στάχυα γυάλιζαν πάνω στο χρυσό ρολόι κι όταν τον είδε του είπε ότι ήξερε, 8 δολλάρια τη μέρα.
“Αφεντικό, είναι λίγα. Δώσε κάτι ακόμα”. Γέλασε εκείνος, γυάλιζε το γέλιο απ’το ρολόι. Στα κάνω 10 του είπε, σε περιμένω το πρωί.
Τη νύχτα γαργαλιόταν με τα στάχυα. Το βασάνισε λίγο. Σηκώθηκε νωρίτερα από όλους, χτύπησε στο τροχόσπιτο, ακούστηκε ήχος ηλεκτρονικός αηδονιού απ’την Ιαπωνία, βγήκε ο κτηματίας με το σώβρακο, νύχτα ακόμα. Αφεντικό το σκέφτηκα, του είπε. Δεν μπορώ να σου στερήσω 2 ολόκληρα δολλάρια
Καλή τύχη. Και χάθηκε στο δρόμο που αστράφτουν τα ορυχεία.

***
Στη Θήβα έφτασε απ’το Πακιστάν. Κορίτσι πραμα, έγινε μαύρη σαν το ηφαίστειο. Την πήγαν στα χωράφια με τα κρεμμύδια. Στις 29 μερες του είπε ” Αφεντικό, είναι λίγα τα λεφτά. “Της είπε ” Άντε και ένα σάντουιτς από μένα την ημέρα”. Σηκώθηκε νωρίς,ήταν ακόμα νύχτα. Μάζεψε τις φουρκέτες της. Έκλεψε δυο κρεμμύδια στις τσέπες. Φώναξε ” Δεν μπορώ τέτοιο κακό να σε εβρει αφεντικό. Να σου στερήσω εγώ ένα σάντουιτς;”.
Έτρεξε. Ήταν 19 χρόνων. Φαντάστηκε πως πέταξε τα ρούχα της, ότι την χαιδευαν τα στάχυα, έγινε θαύμα. Γύρισαν οι ισημερινοί, η καρδιά της γης συντονίστηκε με την ώρα που χτυπάει στο Μεξικό.
Κι ήταν ο κόσμος ένα ζιζάνιο που έγλειφε τα πόδια της.
Κι ήταν κι οι δυο τους σώματα που “και το φτερωτό χορτάρι παρασέρνει μακριά καθώς ο άνεμος εκπνέει”

 

Βάλια Τσιριγώτη

Previous Story

Τοπίο σε γραπτή δήλωση- Lynn Melnick

Next Story

ChemSex: Αναζητώντας τη «χημεία» στον έρωτα


Latest from Poetry

Go toTop