Καθώς η επίθεση του νεοφιλελευθερισμού στις κοινωνίες της Γης γίνεται μέρα με την ημέρα και πιο εντατική το Κενό Δίκτυο καλεί τους φίλους του να μελετήσουν τον πυρήνα της ιστορίας και της σκέψης του ιδεολογικού κινήματος που απειλεί με πλήρη εξαφάνιση την ζωή στον πλανήτη. Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του Ντέιβιντ Χάρβεϊ “Νεοφιλελευθερισμός – Παρελθόν και
Παρόν” ο Σ.Κοντογιάννης από το τροτσκιστικό περιοδικό “Σοσιαλισμός από τα Κάτω” έκανε μια ενδελεχή αναδρομή στην ανάδυση του νεο-φιλελευθερισμού. Χωρίς να ταυτιζόμαστε ιδεολογικά, θεωρούμε την ανάγνωση του κειμένου και την μελέτη της νεο-φιλελέυθερης ιδεολογίας ουσιαστικώς απαραίτητη για την κατανόηση των κινήσεων της κυριαρχίας στην εποχή μας.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο νεοφιλελευθερισμός, ένα περιθωριακό
μέχρι εκείνη τη στιγμή ακαδημαϊκό ρεύμα που είχε γεννηθεί στο τέλος
του Β’Παγκόσμιου Πόλεμου, κατέκτησε, κυριολεκτικά, τον πλανήτη. Η
“νεοφιλελεύθερη επανάσταση” ξεκίνησε σχεδόν ταυτόχρονα από τρία
διαφορετικά σημεία -από τις ΗΠΑ του Τζίμι Κάρτερ, την Βρετανία της
Μάργκαρετ Θάτσερ και την Κίνα του Ντενγκ Σιαο-Πινγκ. Η στροφή ήταν
ραγδαία και κοσμογονική: “Οι μελλοντικοί ιστορικοί” γράφει ο Ντέιβιντ
Χάρβεϊ στο καινούργιο του βιβλίο “Νεοφιλελευθερισμός – Παρελθόν και
Παρόν” που κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα ελληνικά από τις εκδόσεις
Καστανιώτη, “πιθανώς να ανατρέχουν στα έτη 1978-1980 ως ένα επαναστατικό
σημείο καμπής στην κοινωνική και οικονομική ιστορία του κόσμου”.
Ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ είναι σήμερα καθηγητής Ανθρωπολογίας στο
Πανεπιστήμιο της Πόλης της Νέας Υόρκης. Στις εγκυκλοπαίδειες αναφέρεται
σαν ένας από τους μεγαλύτερους ακαδημαϊκούς γεωγράφους του κόσμου. Τα
βιβλία του όμως που τον έχουν κάνει διάσημο δεν έχουν σχέση ούτε με τον
ακαδημαϊσμό ούτε με την γεωγραφία: ο Χάρβεϊ είναι μαρξιστής. Στις
συνεντεύξεις του είναι ξεκάθαρος: η μοναδική ελπίδα για την ανθρωπότητα
είναι η επανάσταση και ο σοσιαλισμός.
Το βιβλίο ξεκινάει με μια ιστορική αναδρομή στην πορεία επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού.
Στις ΗΠΑ η στροφή ξεκίνησε από την Κεντρική Τράπεζα (FED). Το 1979,
ύστερα από μόλις 17 μήνες θητεία, ο Γουίλιαμ Μίλερ παραχώρησε την θέση
του στην κορυφή της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ (Federal Reserve Bank)
στον Πολ Βόλκερ. Οι ΗΠΑ υπέφεραν την εποχή εκείνη από υψηλό πληθωρισμό. Ο
Μίλερ, όμως, δεν ανησυχούσε -όπως δεν ανησυχούσαν και οι περισσότεροι
οικονομολόγοι της εποχής του. Σύμφωνα με τις κυρίαρχες θεωρίες της
εποχής ένας “μέτριος” πληθωρισμός ήταν αναγκαίος και για την ανάπτυξη
και για τον έλεγχο της ανεργίας. Και ο κίνδυνος να ξεφύγει από τα όρια
ήταν μικρός -ο πληθωρισμός ήταν σύμφωνα με τους οικονομολόγους
“αυτορυθμιζόμενος”. Ο Μίλερ προχώρησε σε μια σειρά από μειώσεις στα
αμερικανικά επιτόκια και μια πολιτική “εύκολου χρήματος” που δεν θα
έβαζε πρόσθετες πιέσεις στις δοκιμαζόμενες από τον απόηχο της
“πετρελαϊκής κρίσης” αμερικανικές επιχειρήσεις. Το αποτέλεσμα ήταν
καταστροφικό: μέσα σε 11 μήνες το αμερικανικό δολάριο είχε υποτιμηθεί
κατά 34% έναντι του γερμανικού Μάρκου και κατά 42% έναντι του Ιαπωνικού
Γιέν. Αντιμέτωπη με τον κίνδυνο μιας οικονομικής καταστροφής η κυβέρνηση
του Κάρτερ αναγκάστηκε να καταφύγει σε μια τεράστια επιχείρηση διάσωσης
του δολάριου που χρηματοδοτήθηκε από πωλήσεις χρυσού από τα
θησαυροφυλάκια, δημοπρασίες τίτλων του αμερικανικού δημοσίου και δάνεια
από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο! Τον Αυγουστο του 1979 ο Μίλερ
“εκπαραθυρώθηκε” από την Κεντρική Τράπεζα και η προεδρία πέρασε στον
Βόλκερ.
Ο Βόλκερ ανήγαγε τον έλεγχο του πληθωρισμού σε μοναδικό, πρακτικά,
στόχο της Κεντρικής Τράπεζας. Η πολιτική του εύκολου χρήματος
εγκαταλείφθηκε μέσα σε μία νύχτα: τα επιτόκια απογειώθηκαν (τον Ιούλιο
του 1981 έφτασε στο 20%) και τα δάνεια άρχισαν να δίνονται με το
σταγονόμετρο σπρώχνοντας χιλιάδες μικρές ή μεγάλες επιχειρήσεις στο
κλείσιμο και την χρεωκοπία. Η οικονομία βυθίστηκε σε μια βαθειά ύφεση
και η ανεργία έφτασε σε επίπεδα που είχε να δεί από την δεκαετία του
1930.
Την ίδια πάνω-κάτω εποχή στην Βρετανία η Μάργκαρετ Θάτσερ, η ηγέτης
του Συντηρητικού Κόμματος (Τόρις) διαδεχόταν την κυβέρνηση των Εργατικών
στην εξουσία. Η Βρετανία μαστιζόταν την δεκαετία του 1970 όπως και οι
ΗΠΑ και οι περισσότερες χώρες της Δύσης από τον “στασιμοπληθωρισμό” -από
τον πρωτόγνωρο την εποχή εκείνη συνδυασμό οικονομικής ύφεσης από την
μια και ραγδαίας ανόδου των τιμών από την άλλη. Η Θάτσερ επέβαλε ένα
άγριο πρόγραμμα “συμπίεσης της οικονομίας” με ασφυκτικούς ελέγχους στις
δαπάνες του προϋπολογισμού, δραστικό περιορισμό στην κυκλοφορία του
χρήματος και επιθετικό άνοιγμα της οικονομίας στον διεθνή ανταγωνισμό.
Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό: η Κοινή Ωφέλεια διαλύθηκε, η βρετανική
βιομηχανία χτυπήθηκε από ένα κύμα χρεωκοπιών -τα ιστορικά χαλυβουργία
του Σέφιλντ έκλεισαν, το ίδιο και τα ναυπηγεία της Γλασκόβης- και η
ανεργία τινάχτηκε στα ύψη. Η πολιτική αυτή έφερε την Θάτσερ σε μετωπική
σύγκρουση με τα συνδικάτα -που σε αντίθεση με τις ΗΠΑ ήταν πολύ δυνατά
στην Βρετανία. Το 1984 οι ανθρακωρύχοι, αντιμέτωποι με την απειλή της
ιδιωτικοποίησης και των κλεισιμάτων, κατέβηκαν σε μια απεργία που
κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο. Το τσάκισμα της απεργίας αυτής και η
διάλυση, πρακτικά, ενός από τα πιο ισχυρά συνδικάτα της Βρετανίας χάρισε
στην Θάτσερ τον “τίτλο” της σιδηράς κυρίας.
Το 1976 ο Μάο Τσε Τούνγκ πέθανε και η εξουσία πέρασε, ύστερα από
διάφορες περιπέτειες στον “κρυφό οπαδό του καπιταλισμού” (σύμφωνα με τον
Μάο) Ντενγκ Σιάο-Πινγκ. Τον Δεκέμβρη του 1978 ο Ντενγκ ανήγγειλε ένα
πρόγραμμα οικονομικών μεταρρυθμίσεων που περιλάμβανε μέτρα για την
“απελευθέρωση της ατομικής και τοπικής (οικονομικής) πρωτοβουλίας” και
ένα σύστημα κοστολόγησης των προϊόντων και των υπηρεσιών με “τιμές της
αγοράς”. Ταυτόχρονα η Κίνα άνοιξε τα σύνορά της (κάτω από αυστηρή
κρατική επιτήρηση βέβαια) όχι μόνο στο διεθνές εμπόριο αλλά και στις
εισροές κεφαλαίων και τις ξένες επενδύσεις. Ο βασικός λόγος, βέβαια, που
έσπρωξε την κινεζική ηγεσία στις μεταρρυθμίσεις της αγοράς δεν ήταν η
“κρυφή αγάπη” του Ντενγκ για την καπιταλισμό αλλά τα πιεστικά προβλήματα
που είχε κληρονομήσει από την εποχή του Μάο: την πολιτική αστάθεια από
την μια και την οικονομική στασιμότητα από την άλλη -μια στασιμότητα που
γινόταν, χάρη στην ραγδαία ανάπτυξη των χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας
και ιδιαίτερα της Ταϊβάν, για την άρχουσα τάξη της Κίνας ολόενα και πιο
πιεστική και επικίνδυνη.
Και στις τρεις περιπτώσεις αυτό που πυροδότησε την στροφή προς τον
“μονεταρισμό” (την πολιτική της ρύθμισης της οικονομίας μέσα από τον
έλεγχο της προσφοράς χρήματος) και την επιστροφή στον “άγριο”
προπολεμικό καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς ήταν πολύ περισσότερο η
ανάγκη, τα πιεστικά ελλείμματα, η υποτίμηση του νομίσματος, ο ασφυκτικός
ανταγωνισμός, και πολύ λιγότερο ένα συγκροτημένο σχέδιο οικονομικής και
κοινωνικής ανάπτυξης. Μέσα σε λίγα μόνο χρόνια όμως ο
“νεοφιλελευθερισμός” -ένα δόγμα που υποστήριζε ότι αυτός ακριβώς ο
άγριος καπιταλισμός της αγοράς είναι ο μόνος που μπορεί να εξασφαλίσει
τις “αξίες του πολιτισμού”- έγινε κυρίαρχος από τη μια μέχρι την άλλη
άκρη του πλανήτη.
Ο “νεοφιλελευθερισμός” δεν είναι απλά και μόνο ένα οικονομικό
πρόγραμμα διαχείρισης του καπιταλισμού. Το 1947 μια ομάδα ακαδημαϊκών
που είχε συσπειρωθεί γύρω από τον αυστριακό φιλόσοφο Φρίντριχ φον Χάγιεκ
και τον αμερικανό οικονομολόγο Μίλτον Φρίντμαν ίδρυσε στο Μον Περλέν,
μια λουτρόπολη της Ελβετίας, την “Εταιρία Μον Περλέν”.
“Οι κεντρικές αξίες του πολιτισμού κινδυνεύουν”, έγραφε η ιδρυτική
της διακήρυξη. “Η θέση του ατόμου και της αυτοπροαίρετης ομάδας σταδιακά
υπονομεύεται από την επέκταση της αυθαίρετης εξουσίας. Ακόμα και το πιο
πολύτιμο απόκτημα του Δυτικού Ανθρώπου, η ελευθερία της σκέψης και της
έκφρασης, απειλείται…
Η ομάδα πρεσβεύει ότι αυτές οι εξελίξεις υποδαυλίστηκαν από την
ανάπτυξη μιας άποψης για την ιστορία η οποία αρνείται όλα τα απόλυτα
ηθικά κριτήρια και από την ανάπτυξη θεωριών που αμφισβητούν το επιθυμητό
του κράτους δικαίου. Πρεσβεύει περαιτέρω ότι υποδαυλίστηκαν από την
υποχώρηση της πίστης στην ατομική ιδιοκτησία και την ανταγωνιστική
αγορά. Διότι χωρίς τη διάχυτη δύναμη και πρωτοβουλία που σχετίζονται με
αυτούς τους θεσμούς είναι δύσκολο να φανταστούμε μια κοινωνία στην οποία
μπορεί να διατηρηθεί πραγματικά η ελευθερία”.
Η Εταιρία δεν αμφισβητούσε ούτε λεπτό τις “αξίες” του Ψυχρού Πολέμου.
Αλλά αυτά που απειλούσαν τον πολιτισμό, κατά την γνώμη τους, δεν ήταν
απλά και μόνο ο φασισμός ή ο κομμουνισμός αλλά το ίδιο το κράτος που
περιόριζε τις ατομικές ελευθερίες. Μόνο που η έννοια του “ατόμου” έπρεπε
να επεκταθεί, κατά την γνώμη τους, έτσι ώστε να περιλαμβάνει και τις
“αυτοπροαίρετες ομάδες” -τις επιχειρήσεις δηλαδή.
Το 1947, όμως, οι απόψεις αυτές ήταν ακόμα και μέσα στον ακαδημαϊκό
κόσμο τελείως περιθωριακές. Η εμπειρία των δεκαετιών του 1930 και του
1940 -με το Κράχ στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, την κατάρρευση της
παγκόσμιας οικονομίας, την άνοδο του φασισμού στην Γερμανία και τον Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο- είχε καλλιεργήσει μια συνείδηση που έδινε κεντρική
σημασία στην κοινωνία -στην κοινωνική δικαιοσύνη, ελευθερία και
αλληλεγγύη- και όχι στο άτομο. Στο οικονομικό επίπεδο κυριαρχούσαν οι
απόψεις της κρατικής παρέμβασης του Τζον Μέυναρντ Κέυνς, οι απόψεις που
έλεγαν ότι η παρέμβαση του κράτους θα μπορούσε να σώσει τον καπιταλισμό
από τις αντιφάσεις του -από τους κύκλους της ύφεσης και της ανάπτυξης,
την υψηλή ανεργία και τις καταστροφικές κρίσεις. Η ιδέα μιας επιστροφής
στις πολιτικές που οδήγησαν στο Κράχ του 1929 έμοιαζαν με καθαρή τρέλα
στα μυαλά της συντριπτικής πλειοψηφίας των οικονομολόγων.
Η “Εταιρία Μον Περλέν”, όμως, βρήκε -όπως ήταν φυσικό- ισχυρούς
φίλους και προστάτες μέσα στον κόσμο των επιχειρήσεων. Χάρη σε αυτούς οι
ιδέες της κατάφεραν να βρούν δίοδο όχι μόνο στα πανεπιστήμια (το πιο
γνωστό παράδειγμα είναι η διαβόητη Σχολή του Σικάγου) αλλά και στα μέσα
μαζικής ενημέρωσης. Αυτό που έφερε τον νεοφιλελευθερισμό στο προσκήνιο
υποτίθεται ότι ήταν η ύφεση της δεκαετίας του 1970, με τον
στασιμοπληθωρισμό, το πετρελαϊκό “σόκ” και την μαζική ανεργία. Στην
πραγματικότητα ο νεοφιλευθερισμός απλά και μόνο αξιοποίησε αυτή την
κρίση για να επιβληθεί -με τον ίδιο περίπου τρόπο που ο Μπους αξιοποίησε
την 11 Σεπτέμβρη για να νομιμοποιήσει τα σχέδιά του για τον “πόλεμο
κατά της τρομοκρατίας”.
Ο νεοφιλευθερισμός αυτοπαρουσιάστηκε σαν ένα δόγμα που είχε στην
σημαία του τις “αξίες του πολιτισμού” και την προάσπιση της “ατομικής
ελευθερίας” από τις απειλές της “αυθαίρετης εξουσίας”. Το ντεμπούτο του,
όμως, στην εξουσία το έκανε το 1975 στη Χιλή, στην “αυλή” του στρατηγού
Πινοσέτ -του δικτάτορα που είχε ανατρέψει με ένα αιματηρό πραξικόπημα
δυο χρόνια πριν την σοσιαλιστική κυβέρνηση του Σαλβατόρ Αλιέντε. Ο
Πινοσέτ παρέδωσε κυριολεκτικά την οικονομική διαχείριση σε μια ομάδα
οικονομολόγων που είχε εκπαιδευτεί στην Σχολή του Σικάγου -και αυτοί
δέχτηκαν την αποστολή με ενθουσιασμό. Η κρατική περιουσία, με εξαίρεση
τον κρίσιμο, για την Χιλή, κλάδο του χαλκού, παραδόθηκε με συνοπτικές
διαδικασίες στους ιδιώτες. Τα σύνορα της χώρας άνοιξαν για το ξένο
κεφάλαιο και το κράτος εγγυήθηκε τον ελεύθερο επαναπατρισμό των κερδών
από τις επενδύσεις των ξένων επιχειρήσεων στην Χιλή. Ακόμα και η
κοινωνική ασφάλιση (κάτι που τώρα προσπαθούν οι κυβερνήσεις στην Δύση)
παραδόθηκε μέσα σε μια νύχτα στην ιδιωτική πρωτοβουλία.
Στην αρχή το “πείραμα” στέφθηκε από μεγάλη επιτυχία. Τα οφέλη,
φυσικά, αυτής της επιτυχίας κατέληξαν αποκλειστικά και μόνο στα χέρια
της άρχουσας τάξης. Με τις οργανώσεις των εργατών κατεστραμμένες και την
κοινωνική πρόνοια διαλυμένη οι εργάτες και οι φτωχοί τα έφερναν με
μεγάλη δυσκολία πέρα. Οι καπιταλιστές, όμως, πανηγύριζαν. Αλλά η ευφορία
δεν κράτησε. Το 1982 η οικονομία της Χιλής άρχισε να αντιμετωπίζει
σοβαρά προβλήματα -τόσο μεγάλα που ανάγκασαν τα οικονομικά επιτελεία να
νερώσουν τις νεοφιλελεύθερες συνταγές τους.
Σήμερα ο νεοφιλελευθερισμός έχει γίνει η νέα, αδιαμφισβήτητη
ορθοδοξία: ακόμα και τα σοσιαλιδημοκρατικά κόμματα που παλιά ορκίζονταν
στον Κέυνς και την “ανάπτυξη με κέντρο το κράτος” έχουν προσαρμοστεί.
Στην πραγματικότητα, όμως, τα αποτελέσματα της εφαρμογής των
νεοφιλελεύθερων συνταγών στην παγκόσμια οικονομία καθόλου δεν
δικαιολογούν αυτή την κυριαρχία. Οι επιδόσεις του νεοφιλελευθερισμού
είναι στην καλύτερη περίπτωση πενιχρές: τη δεκαετία του 1960 η παγκόσμια
οικονομική μεγέθυνση έτρεχε με ρυθμούς 3.5% τον χρόνο. Την δεκαετία του
1970, την εποχή της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης και του
στασιμοπληθωρισμού, έπεσε στο 2.4%. Τη δεκαετία του 1980, την δεκαετία
που ο νεοφιλελευθερισμός έκανε το ντεμπούτο του, έπεσε στο 1.4%. Τη
δεκαετία του 1990 στο 1.1%. Και τώρα, στη νέα χιλιετία, μετά βίας
αγγίζει το 1%.
Πού οφείλει, λοιπόν, ο νεοφιλελευθερισμός αυτή του την καθολική
αποδοχή; Η απάντηση είναι πολύ απλή: πίσω από τις ωραίες εικόνες για τις
“αξίες του πολιτισμού” και την “ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης”
δεν κρύβεται παρά ένα σχέδιο που έχει σαν μοναδικούς στόχους την
“επανεδραίωση των συνθηκών της καπιταλιστικής συσσώρευσης” από την μια
και την “παλινόρθωση της δύναμης των οικονομικών ελίτ” από την άλλη.
Στην πραγματικότητα η υιοθέτηση του νεοφιλελευθερισμού υπαγορεύτηκε
από δυο ταυτόχρονες κρίσεις που χτύπησαν τον καπιταλισμό την δεκαετία
του 1970: την οικονομική ύφεση από την μια, μιά κλασσική οικονομική
κρίση σαν αυτές που είχε προβλέψει ο Μαρξ πριν από έναν αιώνα που τα
οικονομικά επιτελεία προσπάθησαν να εξωραϊσουν ονομάζοντάς την
“πετρελαϊκή” και την κοινωνική εξέγερση -την κληρονομιά του Μάη του ’68-
από την άλλη.
Ταυτόχρονα, όμως, οι καπιταλιστές με την έφοδο του νεοφιλελευθερισμού
προσπάθησαν να αναστρέψουν ολόκληρη την πορεία που είχε πάρει ο
καπιταλισμός από την εποχή του Β’Παγκοσμίου Πολέμου. Με άλλα λόγια να
πισωγυρίσουν όλα όσα είχαν κατακτήσει με σκληρούς αγώνες στις δεκαετίες
του 1950, του 1960 και του 1970 οι εργάτες: την κοινωνική πρόνοια, την
δημόσια υγεία και εκπαίδευση, τις φτηνές συγκοινωνίες, την μονιμότητα
της απασχόλησης, τα συνδικαλιστικά δικαιώματα κλπ.
Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στα εισοδήματα του πλουσιότερου 1%
του πληθυσμού στις διάφορες εποχές για να καταλάβει κανείς τι σήμαιναν
για τις άρχουσες τάξεις αυτές οι κατακτήσεις: στην προπολεμική εποχή
στις ΗΠΑ κατέληγε στις τσέπες του πλουσιότερου 1% του πληθυσμού το 16%
του συνολικού παραγόμενου εισοδήματος. Τις δεκαετίες του 1950, ‘60 και
‘70 το ποσοστό αυτό έπεσε στο μισό -στο 8%. Η επέλαση του
νεοφιλελευθερισμού στις επόμενες δεκαετίες αποκατέστησε τα νούμερα αυτά
στα “ιστορικά” τους, σχεδόν, επίπεδα: στο 15%.
Η επίθεση στο οργανωμένο εργατικό κίνημα και το κοινωνικό κράτος ήταν
παντού ένα από τα κεντρικά στοιχεία της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης. Η
Θάτσερ στην Βρετανία ξεκίνησε την καριέρα της με την μετωπική σύγκρουση
με τους ανθρακωρύχους. Ύστερα επιτέθηκε στην κοινωνική πρόνοια
-αφήνοντας τους δήμους, που ήταν υπεύθυνοι για τα περισσότερα κοινωνικά
προγράμματα, χωρίς λεφτά. Όταν προσπάθησαν μερικοί δήμαρχοι να
υποκαταστήσουν την κρατική χρηματοδότηση με πρόσθετους δημοτικούς φόρους
ιδιοκτησίας η Θάτσερ πέρασε νόμο που απαγόρευε, ουσιαστικά, την
δημοτική φορολογία. Το δημοτικό συμβούλιο του Λίβερπουλ αγνόησε την
απαγόρευση: η Θάτσερ τους έσυρε στα δικαστήρια και τους έκλεισε στην
φυλακή.
Ο νεοφιλελευθερισμός όμως ήταν ταυτόχρονα και μια επίθεση, οργανωμένη
από τα πλούσια και ισχυρά κράτη, ενάντια στις φτωχότερες χώρες του
πλανήτη. Ο Ρόναλντ Ρήγκαν που διαδέχτηκε τον Κάρτερ στην αμερικανική
προεδρία του 1980 χρησιμοποίησε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και
την Παγκόσμια Τράπεζα (ΠΤ) -δυο οργανισμούς που είχαν την υπογραφή του
Κέυνς και τους οποίους οι νεοφιλελεύθεροι αντιμετώπιζαν μέχρι τότε με
καχυποψία- για να εξαπλώσει τα δόγματα του νεοφιλελεύθερισμού (και να
ανοίξει τις αγορές τους στην αμερικανική βιομηχανία) σε ολόκληρο τον
κόσμο. Η ιδιωτικοποίηση της οικονομίας, η διάλυση της κοινωνικής
πρόνοιας και το άνοιγμα της οικονομίας στην παγκόσμια αγορά έγινε από
εδώ και πέρα αναγκαία συνθήκη αν ήθελε μια χώρα να χρησιμοποιήσει τους
πόρους του ΔΝΤ για να ξεφύγει από μια κρίση.
Τη δεκαετία του 1980 και του 1990 τα προγράμματα “δομικής
προσαρμογής” του ΔΝΤ και της ΠΤ έσπρωξαν δεκάδες χώρες της Λατινικής
Αμερικής, της Ασίας και της Αφρικής στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων της
αγοράς.
Φυσικά σχεδόν πουθενά δεν έγινε αυτό χωρίς την στήριξη της ίδιας της
άρχουσας τάξης των χωρών αυτών -που έβλεπαν και αυτές τον
νεοφιλελευθερισμό σαν μια λύση για την εξασφάλιση της δικής τους
κυριαρχίας και των δικών τους προνομίων. Το πιο χαρακτηριστικό
παράδειγμα είναι το Μεξικό: οι νεοφιλελεύθερες συνταγές του ΔΝΤ έσπρωξαν
δυο φορές την οικονομία του Μεξικού στο χείλος της καταστροφής ενώ
ταυτόχρονα βύθισαν εκατομμύρια φτωχούς ακόμα πιο βαθειά στην ανέχεια. Οι
δισεκατομμυριούχοι του Μεξικό, όμως, βρίσκονται στις πρώτες θέσεις στις
λίστες του περιοδικού Φορμπς.
“Στα μέσα της δεκαετίας του 1990”, γράφει ο Χάρβεϊ, “όλα αυτά τα
στοιχεία συνενώθηκαν στην αποκαλούμενη ‘Συναίνεση της Ουάσιγκτον’. Το
μοντέλο του νεοφιλελευθερισμού των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου
ορίστηκε ως η απάντηση στα παγκόσμια προβλήματα. Ασκήθηκε μεγάλη πίεση
στην Ιαπωνία και την Ευρώπη (ας μην αναφερθούμε στο πόσο μεγάλη πίεση
ασκήθηκε στον υπόλοιπο κόσμο) για να ακολουθήσουν τον νεοφιλελεύθερο
δρόμο… Η συγκρότηση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου αποτέλεσε το
ζενίθ αυτής της θεσμικής ώθησης”.
Καθόλου τυχαία, την ίδια εποχή, η χώρες της ΕΟΚ υπογράφουν την
συνθήκη του Μάαστριχτ ενώ η μια μετά την άλλη οι χώρες της Βόρειας
Αμερικής υπογράφουν τις διαβόητες συνθήκες της NAFTA (Βορειοαμερικανική
Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών). Πρόκειται ακριβώς για όλους αυτούς τους
οργανισμούς και τις συμφωνίες που πυροδότησαν την εξέγερση των
Ζαπατίστας του Μεξικού τον Γενάρη του 1994 και επρόκειτο, λίγα μόνο
χρόνια αργότερα, να μπούνε στο στόχαστρο του αντικαπιταλιστικού
κινήματος, που γεννήθηκε στο Σιάτλ, την Πράγα και την Γένοβα στο γύρισμα
του αιώνα.
Ο νεοφιλελευθερισμός κατάφερε, μέσα στις τρεις περίπου δεκαετίες που
βρίσκεται στην εξουσία, να κάνει τους φτωχούς φτωχότερους και τους
πλούσιους πολύ πλουσιότερους. Οι επιθέσεις στο εργατικό κίνημα “έσωσαν”
τους καπιταλιστές από το κίνημα του Μάη του 1968 και περιόρισαν παντού
την δύναμη των συνδικάτων. Αλλά δεν κατάφεραν να γλυτώσουν τον
καπιταλισμό από τα προβλήματά του.
Σε οικονομικό επίπεδο ο πλανήτης έχει συσσωρεύσει και πάλι τρομαχτικά
προβλήματα. Η αμερικανική οικονομία μαστίζεται από τεράστια ελλείμματα,
από συνεχείς κρίσεις στο ισοζύγιο πληρωμών και ραγδαία υποτίμηση του
δολαρίου. “Είναι αδιανόητο αλλά όχι αδύνατο” γράφει ο Χάρβεϊ “να γίνουν
οι ΗΠΑ μέσα σε μια νύχτα σαν την Αργεντινή του 2001”. Οι συνέπειες από
μια τέτοια χρεωκοπία θα ήταν ασύλληπτες, όχι μόνο για τις ΗΠΑ αλλά και
για ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία -που ελάχιστα απέχει από αυτή την
κατάσταση. Η Κίνα, για παράδειγμα, η νέα ανερχόμενη οικονομική
υπερδύναμη του πλανήτη κάθεται κυριολεκτικά πάνω σε ένα τραπεζικό
σύστημα που είναι έτοιμο να λυγίσει κάτω από το βάρος των “κακών”, “μη
εξυπηρετουμένων” χρεών.
Η αμερικανική άρχουσα τάξη προσπαθεί να βρει διέξοδο από αυτή την
κρίση παίζοντας το ισχυρό της χαρτί -τα όπλα. Η αντίσταση στα σοκάκια
της Βαγδάτης και της Καμπούλ, όμως, έχουν κάνει αυτό το ατού να μοιάζει
τώρα με κουρελόχαρτο. Αυτή η αποτυχία απειλεί τώρα να κουρελιάσει και
την δεύτερη “επιτυχία” του νεοφιλελευθερισμού -την πάταξη του κινήματος
του Μάη του ’68. Παντού σε ολόκληρο τον κόσμο οι άρχουσες τάξεις
βρίσκονται αντιμέτωπες με νέες εκρήξεις του κινήματος και κάθε αποτυχία
-είτε στο μέτωπο του πολέμου, είτε στο μέτωπο της οικονομίας-
μετατρέπεται σε ένα νέο εφαλτήριο για την εξάπλωσή του.
Ο νεοφιλελευθερισμός μοιάζει να έχει κλείσει πιά τον κύκλο της ζωής
του. Το πρόβλημα για τα αφεντικά είναι ότι δεν έχουν ιδέα με τι να τον
αντικαταστήσουν. Η μοναδική “στρατηγική” που τους έχει απομείνει είναι ο
“νεοσυντηρητισμός” -η γυμνή επίθεση στο εργατικό κίνημα -μπας και
αποσπάσουν μερικά ακόμα “προνόμια” που θα τους εξασφαλίσουν ότι θα
μείνουν στον αφρό για μερικά χρόνια ακόμα. “Η τρέχουσα πολιτική”, γράφει
ο Χάρβεϊ, “φαίνεται να βασίζεται, στην καλύτερη περίπτωση στην αρχή
Μικόμπερ (ήρωας του Ντίκενς), δηλαδή στην αρχή της αθεράπευτης
αισιοδοξίας ότι τελικά όλα θα πάνε καλά. Στο κάτω κάτω οι επικεφαλής
πολλών αμερικανικών εταιρειών κατάφεραν να ζουν στον φανταστικό τους
κόσμο, ενώ σωριάζονταν σε ερείπια μπροστά στα μάτια τους φαινομενικά
άτρωτες επιχειρήσεις όπως η Enron. Αυτό θα μπορούσε να είναι το μέλλον
της Αμερικής… Η φαντασιοκοπία του Λευκού Οίκου και τα ωραιοποιημένα
μηνύματα της Ντάουνινγκ Στρίτ πρέπει να αποκρουστούν, εάν θέλουμε να
βρούμε κάποια διέξοδο από την σημερινή αδιέξοδο κατάσταση.”
Το ερώτημα που προκύπτει είναι αυτόματα είναι εάν υπάρχει κάποια εναλλακτική λύση;
Το πρώτο πράγμα που χρειάζεται να κάνουμε, γράφει ο Χάρβεϊ, είναι να
ξαναανακαλύψουμε την έννοια της τάξης και του ταξικού αγώνα. “Ολα αυτά
λάμβαναν χώρα στις δεκαετίες που οι οργανώσεις της εργατικής τάξης
παρήκμαζαν και πολλοί προοδευτικοί πείθονταν όλο και περισσότερο ότι η
τάξη ήταν μια ανούσια ή τουλάχιστον προ πολλού ξεπερασμένη κατηγορία. Ως
προς αυτό φαίνεται ότι… παγιδεύτηκαν στον νεοφιλελεύθερο τρόπο
σκέψης, εφ’ όσον ένας από τους πρωταρχικούς μύθους του
νεοφιλελευθερισμού είναι ότι η τάξη αποτελεί πλασματική κατηγορία που
υπάρχει μόνο στη φαντασία των σοσιαλιστών και των κρυπτο-κομμουνιστών.
Συνεπώς το πρώτο μάθημα που πρέπει να διδαχτούμε είναι ότι εάν αυτό
μοιάζει με ταξικό αγώνα και ενεργεί σαν ταξικός πόλεμος, τότε πρέπει να
το κατονομάσουμε, χωρίς να ντρεπόμαστε για αυτό που είναι.”
Ο Χάρβεϊ υποστηρίζει με πάθος όλα τα κινήματα που έχουν ξεσπάσει
ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό και τον πόλεμο “ενάντια στην τρομοκρατία”
του Μπους. Η εναλλακτική λύση βρίσκεται στα χέρια τους. Πόσο μακριά
μπορούν να φτάσουν τα σημερινά κινήματα; Στο βιβλίο του, ο Χάρβεϊ, είναι
εξαιρετικά μετριοπαθής. “Ο κόσμος έχει τη δυνατότητα να απορρίψει την
ιμπεριαλιστική πρόθεση και να διαθλάσει μέσα στην καρδιά του
νεοφιλελεύθερου και νεοσυντηρητικού καπιταλισμού ένα εντελώς διαφορετικό
σύνολο αξιών: της ανοικτής δημοκρατίας που είναι αφοσιωμένη στο
επίτευγμα της κοινωνικής ισότητας με οικονομική, πολιτική και
πολιτισμική δικαιοσύνη”.
Ο κόσμος έχει, σίγουρα πολύ-πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες: όπως έγραφε
ο Μαρξ, “έχει να κερδίσει έναν κόσμο ολόκληρο”. Ο ίδιος ο Χάρβεϊ, όταν
ρωτήθηκε πρόσφατα τι θα ήθελε σαν δώρο για τα γενέθλιά του απάντησε “την
επανάσταση”. Στο βιβλίο του δεν φτάνει τόσο μακριά. Αλλά αυτό ούτε
χιλιοστό δεν μειώνει την αξία του.
πηγή: http://www.socialismfrombelow.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=179:i65&Itemid=35
Για περισσότερη εμβάθυνση στο θέμα καλούμε επίσης τους φίλους μας να μελετήσουν μια ομιλία του διακεκριμένου Καθηγητή Γεωγραφίας, (City University of
New York,Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας) Ντέιβιντ Χάρβεϊ στην Αθήνα (στο
παρκάκι της Τσαμαδού 10, Εξάρχεια), με θέμα “Οι πολιτικές επιπτώσεις
της καπιταλιστικής κρίσης: Ο Νεοφιλελευθερισμός ενάντια στη Δημοκρατία”.
Ο
Ντέιβιντ Χάρβεϊ είναι επίτιμος καθηγητής Ανθρωπολογίας στο μεταπτυχιακό
πρόγραμμα του City University of New York, όπου διδάσκει από το 2001.
Πριν από αυτό, διετέλεσε καθηγητής Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο Johns
Hopkins και στην Οξφόρδη. Το βιβλίο του Η συνθήκη του μεταμοντερνισμού
χαρακτηρίστηκε από τον Independent ως ένα από τα πενήντα κορυφαία
θεωρητικά βιβλία που γράφτηκαν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και εντεύθεν.
Ανάμεσα στα πρόσφατα βιβλία του περιλαμβάνονται: Ο νέος ιμπεριαλισμός
(Εκδόσεις Καστανιώτη, 2006), Νεοφιλελευθερισμός (Ιστορία και παρόν)
(Εκδόσεις Καστανιώτη, 2007), Οδηγός ανάγνωσης για το «Κεφάλαιο» του Μαρξ
και Παρίσι: πρωτεύουσα του μοντερνισμού. Τις διαλέξεις του για το
Κεφάλαιο του Μαρξ έχουν κατεβάσει εκατοντάδες χιλιάδες χρήστες από τα
μέσα του 2008, οπότε ανέβηκαν στο site του City University. Βραβεύτηκε
με το μετάλλιο ευεργέτη από τη Βασιλική Γεωγραφική Εταιρία το 1995, και
το 2007 εξελέγη μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών.
Είναι ο γεωγράφος που μνημονεύεται περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο
στον κόσμο.