Ποίηση από τον 21ο Αιώνα- 59 Σύγχρονοι Έλληνες Ποιητές

March 21, 2019

To Κενό Δίκτυο, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης 2019, παρουσιάζει μια ενδελεχή ανθολόγηση 59 ποιητών από την σύγχρονη Ελλάδα. Όπως συνήθως σε αντίστοιχες απόπειρες είναι αδύνατο η παρούσα συλλογή να καλύψει το εύρος της ποιητικής δημιουργίας στην εποχή μας. Ζητάμε συγνώμη από όσες και όσους έμειναν εκτός αυτής της ανθολόγησης και ειδικά τους νεώτερους ποιητές και ποιήτριες που δυστυχώς δεν έχουν πέσει ακόμα στην αντίληψη μας. Το αρχείο Ποίησης στην ιστοσελίδα της συλλογικότητας μας ανανεώνεται συχνά και είναι πάντα ανοιχτό ώστε να φιλοξενεί νέες φωνές. Μπορείτε να επικοινωνήσετε για συμμετοχή στέλνοντας ποιήματα σας στο email: voidinternational@gmail.com

Η παρούσα ανθολογία φέρνει κοντά κατά κύριο λόγο δημιουργούς που έχουν δημοσιεύσει πρόσφατα ποιητικές συλλογές, έχουν εμφανιστεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και πήραν μέρος στα φεστιβάλ ποίησης που οργάνωσε το Κενό Δίκτυο τα τελευταία χρόνια. Αναζητώντας στο διαδίκτυο και τα βιβλιοπωλεία τα ονόματα των ποιητών αυτής της ανθολόγησης μπορείτε εύκολα να ανακαλύψετε υπέροχες ποιητικές συλλογές, περιοδικά και πειραματικές εκδόσεις,  ανεξάρτητες, αυτοοργανωμένες εκδοτικές απόπειρες και σπουδαίους νέους εκδοτικούς οίκους με αγάπη και φροντίδα προς την νέα ποίηση.

Δεν υπάρχει κάποιο ειδικό λογοτεχνικό ύφος που να συνδέει αυτούς τους δημιουργούς, υπάρχει όμως μια αντικαθεστωτική στάση και μια πηγαία, αυθόρμητη αγωνία για τα κοινωνικά και υπαρξιακά αδιέξοδα που βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος στον Δυτικό κόσμο σήμερα. Εν αντιθέσει με την κυρίαρχη «ελληνικότητα» που χαρακτήριζε τους ποιητές αυτής της χώρας σε παλιότερες εποχές, αυτή είναι μια ποίηση εμπνευσμένη κατά  κύριο λόγο από εμπειρίες και βιώματα που μοιραζόμαστε με ανθρώπους από όλο τον κόσμο και γραμμένη ώστε να επικοινωνεί με τις αγωνίες και τις ελπίδες των ανθρώπων παντού. Φυσικά, αυτό είναι ένα πρόταγμα που μπορεί να γίνει εφικτό μόνο με την μετάφραση και την δημοσίευση αυτής της ποίησης σε διάφορες γλώσσες, έργο που απαιτεί την βοήθεια όλων μας και απαιτεί την ενεργή δράση των ίδιων των ποιητών προς αυτή την κατεύθυνση.

Είναι επίσης φανερό πως δεν υπάρχει κάποιο έκδηλο  ιδεολογικό ή πολιτικό πλαίσιο που να ενώνει αυτούς τους ποιητές. Υπάρχει όμως μια υπόγεια εναντίωση, ένας υπόκωφος θόρυβος που διαπερνά τις λέξεις και φέρνει στην επιφάνεια τα βιώματα από την εποχή της κρίσης, τους κοινωνικούς  αγώνες της εποχής μας, τις μεγάλες διαδηλώσεις και την απομόνωση σε προσωπικά αδιέξοδα. Μια σύγχρονη έκφραση απέχθειας για τα ρατσιστικά και σεξιστικά καθημερινά φαινόμενα, την εργασιακή εκμετάλλευση, την καταναγκαστική επιβίωση σε συνθήκες διαρκούς αγωνίας και άγχους, για ένα παρελθόν που στέκεται σαν ταφόπλακα στο στέρνο μας και ένα μέλλον που φαντάζει πιο αβέβαιο από ποτέ.

Υπάρχει μια απελπισμένη ανάγκη για ελευθερία και αγάπη που ενώνει αυτούς τους ποιητές και τις ποιήτριες, μια κραυγή που μένει τελικά ανέκφραστη ακόμα και όταν σελίδες ολόκληρες γεμίζουν προσπαθώντας να την περιγράψουμε, ένα κάλεσμα για ατομική και κοινωνική χειραφέτηση που μένει ανοιχτό σαν πληγή, σαν πιθανότητα, σαν ανέλπιδη πράξη. Άλλωστε όποιος δεν ελπίζει τίποτα δεν έχει και τίποτα να φοβηθεί- όλες οι δυνατότητες πρέπει να δοκιμαστούν, όλες οι διαδρομές προς την ελευθερία πρέπει να εξερευνηθούν- και η ποίηση μπορεί σίγουρα να μας βοηθήσει σε αυτή την εξερεύνηση.

Κενό Δίκτυο [Θεωρία, Συναίσθηση, Εφήμερες Τέχνες]   

https://voidnetwork.gr  

ΠΡΟΪΟΝ- Δημήτρης Γκιούλος

Να μεταδίδεται ο πόλεμος σε λάηβ στρίμινγκ στο γιουτιούμπ
να συνηθίσεις τη φρίκη
αύριο θα ‘ρθει κι εδώ
πάλι σε στρίμινγκ θα κοιτάς, πόλεις, κτίρια, ανθρώπους να πέφτουν
ήδη πέφτουν κι ας μην ακούστηκε κάποιο σάλπισμα
(Τα τείχη μέσα μας είναι)
σε θάλασσες μολυβένιες
σε δρόμους χωρίς σήμανση
-πραγματικότητες σεσημασμένες-
σε αίθουσες δικαστηρίου
σ’ αεροδρόμια με φτερά εισιτήρια.
Και να είσαι σχολιαστής.
Να είσαι κυνηγός.
Θεριστής.
Αιχμηρός σαν ξυράφι
αποτελεσματικός σαν βόμβα
τα πάντα θωρών σαν drone.
Κι η φρίκη, προϊόν.
Σαν να είναι σειρά στο νετφλιξ
σαν να είναι αγώνας στο ΝΒΑ.
Μέχρι να ρθει εδώ.
Να γίνεις εσύ η πόλη
το κτίριο
ο άνθρωπος που θα πέφτει
Προπονημένος στη φρίκη
η βουτιά σου με δέκα θα βαθμολογηθεί.

Κάπως έτσι, από το 2017

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ – Τόνια Κοσμαδάκη

Να βάλω ένα πλυντήριο
ή να φτιάξω μια κρεμάλα;

Κάποιος χτυπάει για φυλλάδια, είπε ο σκύλος
Φταίει που είμαστε πρώτοι
στα κουδούνια
Ας μαγειρέψουμε λοιπόν
Αφού κανείς δεν τρώει
Καλώς
Τέτοια αποτυχία γιορτάζεται με καφέ

Μια μέλισσα μπήκε από το ΄να αυτί της
και βγήκε απ΄ τ΄ άλλο
Ήταν συγκινητικό

Μάζεψε τις σπασμένες ρίζες
που οχυρώνονταν στις γωνίες
τάχα κρυφά, εδώ και χρόνια
και ησύχασε
απ΄ έξω
Κάποια στιγμή ήθελε
να κάνει ένα σεμινάριο ευτυχίας
αλλά δεν συμπληρώθηκαν τα άτομα, ποτέ
Δυστυχώς, είπε το τραπέζι
Που πάνω του, έκαναν έρωτα την Πέμπτη
το κώνειο και το πετιμέζι
Τα βροχερά καλοκαίρια, τα πουλιά κρύβονται
κάτω απ΄τις γέφυρες της Εθνικής.
Στα μάτια τους, αντανακλά ο τρόμος της πείνας.

ΕΚΑΒΗ- Σίσσυ Δουτσίου

«όλοι εν τέλει είναι δούλοι στην τύχην και στην στερρὰν ἀνάγκην» Ευριπίδης

Ο πόλεμος έγινε όργανο στο ανθρώπινο σώμα.

Τα παλάτια της Τροίας λεηλατήθηκαν
σαν φίδια άλλαξαν δέρμα οι κυράδες.
Ωμές.
Αδίστακτες.
Το σώμα θα ταφεί.
Κανείς δεν θα πετάξει τους ξένους,
τους φίλους ή τους συγγενείς
μέσα στη θάλασσα.

Έτσι μοιάζει ο πόλεμος Εκάβη.

Τρομαγμένα αστέρια σκέπασαν με πάχνη τα ποτάμια.
Η ερημιά της πόλης έθαψε τα παιδιά της στο αίμα.
Οι ανθισμένοι κήποι σύστησαν τον τρόμο στους εφήβους.
Τα τριαντάφυλλα δίστασαν να θαυμάσουν το χάραμα και
τα πέτρινα σπίτια εγκαταλείφθηκαν από τα χελιδόνια.

Αυτός είναι ο πόλεμος Εκάβη,
μην διακινδυνεύεις τη ζωή σου
θα τυφλώσουμε τον άκαρδο τύραννο,
τον πατριάρχη, τον βασιλιά, τον αυτοκράτορα.

Οι παρθένες έθαψαν τις αρετές τους.
Ανήμποροι γερασμένοι άντρες χάθηκαν στις γωνίες των δρόμων.
Οι τραυματισμένοι ήρωες χλόμιασαν σαν αλεπούδες
κάτω από τα ρούχα της μάνας τους.

Αυτό είναι ο πόλεμος Εκάβη,
μην στεναχωρείσαι
θα επιτεθείς στη Χώρα των Κυκλώπων.

Τα βρέφη κοίταξαν τα δάκρυα των άταφων μονομάχων.
Αδέσποτα σκυλιά μάζεψαν τις
τελευταίες νυχτοπεταλούδες της πόλης.

Φυλακές δεν υπήρχαν.
Στρατός δεν υπήρχε – μόνο
το όραμα της διαμαρτυρίας και αυτός ο περίφημος χορός.
Η τρέλα αντιλαλούσε ανάμεσα στα δάχτυλα της.

Ο πόλεμος έγινε όργανο στο ανθρώπινο σώμα.

Οι εχθροί αφάνισαν τα καλοκαίρια.
Οι μισθοφόροι πυροβολούσαν ασταμάτητα
το φως των γιορτών.
Ο λαός προσευχόταν κρυφά σε παραιτημένους στάβλους.
Οι λεγεώνες των άλλων ίππευαν ταύρους
και αετούς πάνω από τα κεφάλια μας.

Το χρυσό εξερράγην στα χέρια των βασιλιάδων.
Μην ανησυχείς, Εκάβη μου
θα εκδικηθείς για το χαμό του γιού σου.

Ο πόλεμος έγινε όργανο του ανθρώπινου σώματος.
Η Πολυξένη παραδόθηκε στους θεούς.
Εκάβη μου, μπορείς να μην αγαπήσεις την πατρίδα σου
– βάρβαροι στη θέση των βαρβάρων –
Τα έθιμα ομολόγησαν την μυρωδιά της γης
περιέγραψαν την ηρωική ευγένεια
του παλιού κόσμου.

Σκορπίστηκαν σκελετοί βασιλιάδων
στις γυμνές αποθήκες των σκλάβων –
ένα πρωί που η στρίγγλα συνείδηση
αρνιόταν να το πιστέψει.

Η σιωπή αγκάλιασε τα παιδιά.
Φόνος εν ψυχρώ. Η πόλη θρηνεί τις έξι κόρες αυτού του κόσμου:
την Αγαθοεργία
την Προσήλωση
την Υπομονή και τη Διαύγεια
την Ηθική και
την Σοφία.

Η πόλη θρηνεί για σένα Εκάβη.

ΓΛΑΣΚΩΒΗ μέρος ΙΙ – Θάνος Γώγος

Το να κρατιέσαι στο κάτι είναι πιο σίγουρο
απ’ το να πιστεύεις στο τίποτα;
Τι γελοία ερώτηση.
Αποχαιρετώ την πατρίδα
Τόσο σύντομα /ναι (Σσσσς!)
Εχεμύθεια η προτροπή.
Εσείς άλλωστε γνωρίζετε καλύτερα από μένα την
αναγκαιότητα της ολοκλήρωσης και σε σας θα μι­λήσω
Η διαδικασία σεπτή μέχρι την ιερά λήξη
Ευτυχία
ή αλλιώς τι;
Η ανηδονία είναι αυτή που με σφίγγει πλέον κλειστά
Τι απελπισία!
Τι απελπισία πραγματική.
Μα… η παραδοχή μιας απελπισίας και πιότερο
η αγαλλίαση μαζί θα καλέσουν σύντομα τις χίλιες
α­πίθανες έκρυθμες καταστάσεις
πρόδρομες μιας
κάθαρσης
απαραίτητης βάσης
ενός τρισευτυχισμένου μελλοντικού βίου…
Ας γκρινιάξουν για την απώλεια εκείνοι που
η αισθαντικότητα καθορίζει την ευτυχία τους.
Εμάς, η αφή, μας επιφύλαξε το ξετύλιγμα της κορ­δέλας της έκπληξης.
Δεν μας περιέβαλε η φύση και η γαλούχηση με ροζ υμένες
παρά με
τη
βαναυσότητα
μιας ωμής κρίσης.
Αν και… οφείλω να ομολογήσω πως κάποτε…
Υπήρξαμε κι εμείς αριθμοί
Και πράξεις σύνθετες
Μα αφαιρεθήκαμε ξανά και ξανά
Δεν άργησε η μέρα που μείναμε χωρίς πρόσημο.

Πραγματευόμασταν τις τύχες των ερωτευμένων
κραδαίνοντάς τες
«Μηδέν επί τρία
Μηδέν»
«Μηδέν επί μείον δώδεκα
Μηδέν»

Τι γέλιο τι ζωές!
Αν ο έρωτας περνά από το στομάχι
Η ηδονή σίγουρα περνά από τον διεστραμμένο νου.

Δεν έχει πια κανένα νόημα να περιμένω.
Η σχέση μας ας μετεωρίζεται στις δρασκελιές
αναμνήσεων και επιλεκτικών αμνησιών.
Καμιά προτροπή δεν θα λάβετε πια
Παρά μόνο εικόνες
Εικόνες συνοδευμένες από μια αίσθηση
Την αίσθηση της θηλιάς στο λαιμό
Την ερεθιστική για εσάς αίσθηση.

Με καταστρέφετε δεσποινίς! Νέος είμαι
Κινδυνεύει η λογοτεχνική μου σταδιοδρομία θα φύγω λοιπόν.
Προτού όμως εγκαταλείψω για άλλη μια φορά αυτό τον τόπο
Οφείλω να σας παρουσιάσω μια όαση που ανακάλυψα.
Μια πηγή στην ασφυξία αναβλύζει ανάσες καθαρές
και εκβάλλει τα διοξείδια.
Την ονόμασα αίξυφσα εκθεμελιώνοντας τη δόξα ενός
νεκρού εδωδιμοπώλη.

UPPER PATH  – Σωτήρης Πάστακας

στον Νίκο Λέκκα
Γυρεύω το μνήμα μου και δεν το βρίσκω,
Θεέ μου,
πενήντα χρόνια σε προσκαλώ να με πάρεις
κι εσύ δεν απαντάς στις προσευχές μου.
Έλα, οδήγησέ με στα υψηλά
και τα πρόσχαρα.
δεν έχω πού να γείρω το κεφάλι μου
να κλάψω.
Έλα οδήγησέ με στο υψηλότερο μονοπάτι,
στον ώμο σου να γείρω και να κλάψω.
Επειδή πολλοί ευχήθηκαν να πεθάνω,
κι εγώ απ’ την πλευρά μου
επιθύμησα τον θάνατο αναρίθμητων άλλων.
Το μνήμα μου γυρεύω και δεν το βρίσκω.

Κύριε,
είναι νόμος αφού εγώ δεν σκότωσα,
κάποιος να με σκοτώσει.
Να με προλάβει
κάπου εκεί στην Ελευθερίου Βενιζέλου,
υπό τους ήχους των ελληνάδικων
χιπ χοπ, εδώ σκότωσαν ολόκληρο ροκ
– τι τους είναι να φάνε τον Παστάκα;

Τον τάφο μου
δείξε με Κύριε, εν τη ευσπλαχνία σου,
να αποθέσω πρώτος εγώ
το ακάνθινο στεφάνι,
από όλους τους ομότεχνους
τους τεθλιμμένους συγγενείς
τους απαρηγόρητους φίλους,
πριν λάχει και τους πω
πόσο ωραίος είναι ο θάνατος
και ο νεκρός ευγνώμων.

Ψάχνω τον τάφο μου
και δεν τον βρίσκω,
στο τριάρι μου στη Νέα Σμύρνη,
στις ράγες του Τραμ,
στα υπερυψωμένα σίδερα
της Λεωφόρου Συγγρού,
στις διαβάσεις πεζών της παραλιακής,
στις αφύλακτες του ΟΣΕ,
στο μονόζυγο του αλκοόλ,
στα ακροβατικά της καύσης
του τσιγάρου,
σαν άλλος αναστενάρης πάνω στην καύτρα του
κάνε με φως
Κύριε.
Λαμπάδιασέ με.

ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΙ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ ΓΙΑ ΝΑ ΖΗΣΩ ΠΟΥ ΝΑ ΜΗΝ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΙΑ- Τάσος Σαγρής

Bαδίζω με μικρά αργά βήματα
και όμως χιλιάδες στιγμές περνάνε σε κάθε μου βήμα

Κοιτάζω με μάτια ξεκάθαρα την κάθε ημέρα
και όμως χιλιάδες χρόνια τελειώνουνε σε κάθε ξημέρωμα

Χρειάζομαι ένα τόπο για να ζήσω που να μην έχει σημαία
Να μην χρειάζεται εχθρούς για να έχει ιστορία
Να μην χρειάζεται θρησκεία για να πιστέψει
Να μην χρειάζεται φιλοσοφία για να σκεφτεί
Να μην έχει επιστήμη για να επιβιώσει
Να μην έχει πλούτο να επιδείξει
και κυβερνήτες να διατηρεί

Χρειάζομαι ένα τόπο για να ζήσω
αλλά δεν θέλω να μου ανήκει κανένας τόπος.
Χρειάζομαι ένα κόσμο για να κατοικήσω,
μια σκιά για να βαδίσω στην άκρη της,
έναν ορίζοντα για να βρω τον δρόμο της επιστροφής,
ένα σπίτι για να μοιραστώ και να αναθρέψω τα παιδιά και τα όνειρα
και να υπερασπιστώ τον έρωτα από την φθορά του χρόνου

Χρειάζομαι μια φωνή για να μου ψιθυρίσει μύθους, παραμύθια,
τραγούδια και δράματα,
να παρηγορηθώ
για όλα αυτά που είδα παντού σε αυτό τον κόσμο
και μου άφησαν πικρή γεύση στο στόμα
και μοναξιά στο σώμα και μια απογοήτευση
που με τυλίγει συχνά και με κάνει να θέλω να φύγω,
να φύγω μακριά από εδώ
και ας ξέρω πια
πως δεν υπάρχει κανένας τόπος πουθενά για να κρυφτώ,
πουθενά να κρατηθώ, πουθενά να αρπαχτώ
πουθενά να ξεχαστώ.

Δεν υπάρχει ούτε μια μέρα, ούτε ένα τόπος, ούτε ένα βήμα, ούτε μια στιγμή
για να κρυφτώ
Χιλιάδες χρόνια περνάνε σε κάθε μου βήμα.
Κάθε στιγμή είναι η τελευταία μου ευκαιρία.
Πρέπει να βρω τον τρόπο να διαπεράσω το πέπλο της απέραντης θλίψης,
της απέραντης άγνοιας, της απέραντης νύχτας του κόσμου…
Αυτός ο κόσμος δεν έχει ούτε ένα σημείο να κρατηθώ επάνω του
Όλα περνάνε σαν αστραπές, σαν αντικατοπτρισμοί, σαν φευγαλέες αντανακλάσεις,

Πρέπει κάτι να κάνω
για να απελευθερωθώ από όσα με κρατούν φυλακισμένο,
αναίσθητο, καθηλωμένο στην επανάληψη
και την συνήθεια και την υπακοή…

Κατοικώ σε ένα ψέμα,
τρέφομαι με αυταπάτες και πίνω το δηλητήριο της εγωπάθειας
για να είμαι ανταγωνιστικός απέναντι σε αυτούς που με περιτριγυρίζουν…

Δεν υπάρχει τίποτα σε αυτό τον κόσμο που να είναι δικό μου
και εγώ δεν ανήκω σε αυτό τον τόπο…
Αυτός ο τόπος…
μου είναι ξένος,
δεν είναι δικός μου, τίποτα εδώ δεν θυμίζει αυτό που θέλω να είμαι…
Εγώ είμαι ξένος σε αυτό τον τόπο..
Αυτός ο τόπος μου είναι ξένος…

Δεν υπάρχει κανένας τρόπος για να κρυφτώ,
δεν υπάρχει ούτε μια γωνία σε αυτό τον κόσμο για να χτίσω τις ελπίδες μου…
Αυτός ο κόσμος φλέγεται
πυρακτωμένος από θόρυβο, πλαστές επιθυμίες και επιτακτικές ανάγκες.
Μικρά, απειροελάχιστα σημεία του κόσμου
περικλείουν εκατομμύρια ουρλιαχτά και το αίμα και τη φρίκη
και τον θάνατο χιλιάδων ανθρώπων,
απειράριθμες συμπυκνωμένες χωρο-χρονικές ασυνέχειες
περιλαμβάνουν την εξαθλίωση και τα δάκρυα
και την απόγνωση εκατομμυρίων στιγμών…

Αυτός ο κόσμος είναι μια παγίδα, το σώμα μου έχει γίνει ο χάρτης του κόσμου,
η ιστορία μου είναι η ιστορία μιας παγίδας, τα όνειρα μου είναι τυλιγμένα με αυταπάτες,
οι φόβοι μου και οι αναστολές μου με κρατούν φυλακισμένο σε μια φυλακή
που έχτισα εγώ ο ίδιος για τον εαυτό μου, για να κρυφτώ, να κρυφτώ…

Τώρα όμως ξέρω
πως δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο
ένα σημείο που να μπορώ να κρυφτώ από τον εαυτό μου…
Δεν υπάρχει ούτε ένα σημείο σε αυτό τον κόσμο για να δραπετεύσω από τον εαυτό μου…

Χρειάζομαι ένα τόπο για να ζήσω που να μην έχει σημαία

Πρέπει να βρω τον τρόπο να απελευθερωθώ… Συνεχίζω να βαδίζω…

Βαδίζω με βήματα αργά.. και όμως, χιλιάδες βήματα γίνονται σε κάθε μου βήμα

Ο ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ – Πελαγία Φυτοπούλου

καμιά φορά ο καλλιτέχνης
χρειάζεται ένα ψέμα
για να πει την αλήθεια
γιατί του το στερείς;
καμιά φορά θέλει το καμάρι
να ρέει άφθονο στα μάτια σου
μα εσύ ποτέ σου δεν δακρύζεις
καμιά φορά περιμένει να του ανοίξεις
την καρδιά, να την αρπάξεις
αν γίνεται να την ξηλώσεις
ακόμα και να τη βασανίσεις
δεν θυμώνει
καμιά φορά βλέπει τα χέρια σου
να πλησιάζουν και έξαλλος
παραφρονεί, σχεδόν
παραληρεί από ευτυχία
του κλείνεις το στόμα
γκρεμίζεται
και μαζί του τα ποιήματα
που τόσα χρόνια έχτιζε
για σένα
κοκαλάκι κοκαλάκι
καμιά φορά ο καλλιτέχνης χρειάζεται τον θάνατο
μα δεν υπολόγισε πως θα ’σουνα μπροστά
καμιά φορά άφηνέ τον να πεθαίνει μόνος
γίνεται παιδί, ματώνει καλύτερα

ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ – Πόππη Δέλτα

Θα σε περιμένω στη γωνία, Τοσίτσα και Πατησίων
θα φοράω μαύρα, όπως πάντα.
Δεν θα έχω κινητό μαζί μου.
Στείλε τις γάτες στη μάνα μου και κανα δυό πράγματα μας
για να μας θυμάται.
Μην πάρεις τίποτα μαζί σου,
να φορέσεις και εσύ μαύρα, στα έχω κρεμάσει στη πόρτα του δωματίου.
Την πόρτα μην την κλειδώσεις και τα κλειδιά άφησε τα επάνω της.
Άφησε και εσύ το κινητό σου.
Θα βρεθούμε στις 9:00.
Θα είναι η πρώτη μας συνάντηση ελεύθεροι.
Μην λησμονήσεις τίποτα και μην κοιτάξεις πίσω σου.
Μην φοβάσαι, θα είμαστε πάντα,
εγώ και εσύ.
Αυτή τη φορά,
χωρίς δεσμά, χωρίς πρέπει.
Θα σε περιμένω στη γωνία, Τοσίτσα και Πατησίων.
Θα φοράω μαύρα, όπως πάντα.
Θα περπατήσουμε όλη την Αθήνα,
μέσα σε αυτά τα ερωτικά της φώτα,
ελεύθεροι.
Δεν θα χρειαστεί να ξανηζήσουμε πνιγμένοι και παγιδευμένοι
με την σκέψη μας στο αύριο.
Ο θάνατος έτσι και αλλιώς παραμονεύει.
Όλα είναι εφήμερα,
όλης μας η ζωη είναι μια στιγμή, ένα πέρασμα από εδώ.
Μην σε τρομάζει τίποτα, θα είμαστε πάντα,
εγώ και εσύ.
Δεν θα πνίγουμε πια τους λυγμούς μας στο μαξιλάρι,
θα είμαστε έξω
και θα σκοτώνουμε αυτούς που δολοφονούν.
Τώρα πια θα φωνάζουμε,
θα βλέπουμε με τα ίδια μας τα μάτια, δεν θα υπάρχει τοίχος,
θα ζούμε μέσα στην ωμή και βίαιη αλήθεια.
Θα σε περιμένω στη γωνία, Τοσίτσα και Πατησίων,
θα φοράω μαύρα, όπως πάντα.
Όχι, δεν θα αποξενωθούμε,
πάντα θα υπάρχει η κατάλληλη, η πιο ερωτική, η πιο ρομαντική στιγμή
– μέσα στις φωτιές -μέσα στους καπνούς -μέσα στις φωνές
πάντα θα υπάρχει η στιγμή
που θα ερωτευόμαστε ξανά από την αρχή,
που θα φιλιόμαστε και ο κόσμος θα βουβαίνει.
Όχι, εμείς δεν θα είμαστε φονιάδες,
φονιάδες είναι αυτοί,
που δηλητηριάζουν κάθε μέρα
τον ουρανό που κοιτάμε,
τα παιδιά που γεννάμε.
Εμείς, θα σκοτώνουμε όλους αυτούς τους φονιάδες.
Εμείς, θα σώσουμε,
τον ουρανό,
τα παιδιά.
Μην τρομάζεις, θα είμαστε πάντα,
εγώ και εσύ.
Εσύ θα σκάβεις τους λάκκους τους
και εγώ θα τους σκοτώνω -εξ’ επαφής-
να βλέπω τον τρόμο στα σιχαμένα μάτια τους,
τον τρόμο που τόσους αιώνες σπέρνουν.
Θα σε περιμένω στη γωνία, Τοσίτσα και Πατησίων,
στις 9:00
θα φοράω μαύρα, όπως πάντα.
Η πρώτης μας νύχτα για την υπόλοιπη ζωη μας,
ελεύθεροι.

ΘΕΛΩ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΜΑΖΙ ΖΑΝ ΛΥΚ ΓΚΟΝΤΑΡ – Νεφέλη Βουτσινά – Πετσιμέρη

Μου μιλάς
Μου λες όμορφα λόγια
Δεν πολυακούω όμως τι λες
Η φωνή σου με κανει να παραλύω από επιθυμία
Είσαι ο πιο ερωτικός άντρας του κόσμου
Θέλω να καταπιώ ένα ένα τα κουμπιά
από το πουκάμισο σου
Να γευτώ όλο το ουίσκι από τα χείλη σου

Και μετά να μου διαβάσεις ποίηση

Κι αν μέχρι τώρα ήμουν νησί
που ξεγελούσε γλυκά τα αρσενικά που ναυαγούσαν στις ακτές μου
Καλώ εσένα να με λεηλατήσεις
Να κυριαρχήσεις

να με καταστρέψεις
Να πιείς τους χυμούς
των δέντρων μου ως την τελευταία σταγόνα
Η δική σου Κίρκη θα γίνω
θα σου παραδώσω μαζί με το σώμα μου
όλη τη μαγεία

Θα ξυπνήσεις ένα πρωί και θα βρεις
ένα εισιτήριο δίπλα στο κουτάκι του καφέ
Σε καλώ στο Παρίσι
Θα κλεινόμαστε όλη μέρα στο δωμάτιο
Θα γαμιόμαστε
θα τρώμε γαλλικά τυριά και κρουασάν συνοδεία κόκκινου κρασιού
Θα βλέπουμε Γκοντάρ
Θα κάνουμε διάλλειμα για να δούμε το Σηκουάνα, τη Μονμάρτη
και τα γκέτο της μεταποικιοκρατίας

Είσαι ο πιο ερωτικός άντρας του κόσμου

Πες μου
Θα έχουμε πάντα το Παρίσι;

ΧΩΡΙΣ ΑΙΜΑ – Λευτέρης Βασιλόπουλος

Ι.

Πριν διαβάσω στις κινήσεις σου όσα έκρυβες, πριν κοιτάξω μες στις φλέβες σου και τις βρω άδειες, πριν με κάνεις να ξεχάσω τα παιδικά παιχνίδια – πρόλαβες και χάραξες με τα δάχτυλα μια προσμονή ανοιχτών στιγμών, πάνω από κάθε εκατοστό μνήμης όπου οι φαντασιώσεις δηλώνουνε πια την πρωτοκαθεδρία τους: η άπειρη μοναξιά μου μεταμορφώνει παρελθοντικά αιτήματα σε ακολουθίες επιθυμίας, απαγγέλει ακόμα και στους οριστικά πνιγμένους

Μετά απʼ τον ενθουσιασμό για κάποια, ακολουθεί εξέγερση έναντι όσων απογοητεύσεων φανερώθηκαν αρχικά με φιλικό προσωπείο (σκέψη καθαίρεσης αυτού του ίδιου Χρόνου!) – μετά από τον έρωτά μας, μου απομένει λίγη απελπισία, αντίβαρο στη δική σου χαρά: η ζυγαριά έχει φτιαχτεί από πληγές και πάλι πληγές, άλλες τις κοιτάζεις και κλαίς, άλλες τις δείχνεις με υπερηφάνεια – όποιος γνωρίζει /ύστερες καταστάσεις/ θα σου μιλήσει για μια τέτοια συντριβή

-«παρʼόλʼαυτά, αν θές, στο δωμάτιο Εφτά, κάτω απʼ τη δεξιά πτέρυγα του καταστρώματος, η Ιζαμπέλ κάνει πολύ ωραίο ποδόλουτρο, ισάξιο με οργασμό χιλίων αγελάδων»

[κάποιος Φίλος πάντοτε σώζει, όσα λόγια χάσεις, σε μια στιγμή, καθώς βράχια που αγκαλιάζει ένα κύμα, θυμίζοντάς σου: στην ανακάλυψη στεριάς, όμορφες θάλασσες βρίσκουμε οι ναυαγοί, για να μας πάρουνε μακριά]

ΙΙ.

Μίλησα στον φίλο για το κάψιμο (της ζήλιας). Και με ρώτησε : «όπως οι γυναίκες μετατρέπονται σε πόρνες κάποιου υποκόμη της Βρετάνης, γευματίζοντας γλώσσες μοσχαριού, και πίνουνε μπορντό;» Ναι, απάντησα : όπως χαράσσονται απʼ τα δάχτυλα των δικών μας, ανέγγιχτων, πόθων.

Τα ονόματά μας διαγραφήκανε μαζί : παραδόθηκε σε έμμονες γοητείες, «σκλάβα των αισθήσεων και της λύτρωσης επί χρήμασι – οι στεφανωμένες της πλεξούδες, μέσα στο παίγνιο, από λεβέντες νέου-τύπου»

Την μυούσα : περίμενα να μου απαντήσουν οι ματιές της : μην προβάλλεις πάνω μου είδωλα ηδονής! – τουλάχιστον εμείς οι δύο γνωρίζουμε ότι τίποτα-δεν-έχει-τελειώσει: ποιό όνειρο ψηφιακό θʼ αναπαραστήσει επάξια τέτοια εξίσωση αρσενικού και θηλυκού; φτάνοντας, σήμερα, ποιό νήμα διαχωρισμού, χωρίς απόσταση για να καλύψουμε;

ΙΙΙ.

Έναν κήπο να υποδεχθώ χειμώνα – ζητώ υπερβολές, μόνο ελάχιστες ρωγμές στον καθρέφτη της ζωής : απʼ όπου θα ξεγλιστρήσω, όπως πρώτα διαυγής, ξωτικό παλιών παραμυθιών, ευγενής, ακόμα και προς όσους με κυνήγησαν ως εδώ: «έχοντας στηρίξει κάθε μου γνώση σε κόκκους άμμου».

ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΝΟ – Κατερίνα Ζησάκη

δεν έχω ούτε μια φωτογραφία σου
που να λέει πώς ήσουν πριν να γεννηθείς
υπήρχες;
δεν υπήρχες;
σ’ ονειρεύτηκε η μάνα σου ή σ’ έκλεψε
από έναν κόσμο που όλα
ήταν καλύτερα: τα κορίτσια πράσινα
τα χωράφια μέλι
κι οι άντρες νοσταλγοί
μιας θηλυκής μαγείας
εξανθρωπίζονταν

βρήκες κόσμο αντίστροφα με τις ρόδες
τρακάρισες γιατρό κι έπαψες να πηγαίνεις
έκτοτε στάση: ζεις – γερνάς – πεθαίνεις
ακίνητος ανάμεσα σ’ ακίνητους ανάμεσα σε πόνο
κι ούτε μια φωτογραφία σου δεν έχω
που να λέει πώς ήσουν πριν να γεννηθείς
και πως υπήρχες
έτσι ώστε να βεβαίωνα
πως καταλήξαμε εδώ
από μιας μάνας κλέψιμο
κατά λάθος
και μόνο

THE ONE MILLION DOLLAR QUESTION- Νίκος Ζιάκας

Κάθε φορά που με ρωτάς πού μένω δεν έχω τί να σου απαντήσω. Μέτρα τέσσερα βήματα και λίγο πριν πιάσεις τα κάγκελα δες πού φτάνει το πέμπτο.
Αγάπησα τα υπόγεια γιατί τα μπαλκόνια σου δίνουν την επιλογή να πηδήξεις κι εγώ ήθελα μόνο να δω τί έχει πιο κάτω.
Αν με ρωτάς τί είναι ευτυχία θα σου πω να μην έχεις τίποτα δικό σου και να μη σε νοιάζει, όπως η ανηψιά μου παρατάει το ποδήλατό της κάπου στην πλατεία κι όταν της λένε να πάει να το φέρει, γιατί θα της το πάρουν, απαντά “Μετά. Τώρα μαζεύω με το Νίκο κουκουνάρια”.
Αν με ρωτήσεις τί είναι δικαιοσύνη θα σου πω να διαβάσεις την απολογία του Μιχαηλίδη, που του φτάνει μια σφαίρα στο κεφάλι.
Μου αφήνεις μικρά ραβασάκια κάτω από την πόρτα που όλο την ίδια φράση έχουν “Κι ο έρωτας ; Κι ο έρωτας ; “.
Ο έρωτας είναι η απόσταση ενός γαλαξία από τον άλλον, όση κι ο χρόνος που ξόδεψα για να φτάσω από τον αφαλό μέχρι την κλειτορίδα της,
μαθαίνοντας τί γεύση έχει η πρώτη βροχή του φθινοπώρου.
Αν με ρωτάς πού θα βρεις την ποίηση βάλε το αυτί σου πάνω στις ράγες του ηλεκτρικού κι όταν φτάσει το τρένο μην τραβήξεις το κεφάλι.
Τότε καταλαβαίνεις πως δεν χρειάζεται καμιά προσοχή μεταξύ κενού και αποβάθρας.
Αν με ρωτάς ποιους φίλους να κρατήσεις θα σου πω τους άθεους που πίστεψαν σ’ εσένα
κι αν θες να μάθεις την αγάπη κοίτα τα μάτια της μάνας σου πριν να σε ξεχάσει.
Αν με ρωτάς ποιον δρόμο να πάρεις…Γάμα το, δεν έχει σημασία, γιατί μια μέρα ξημέρωσε Κυριακή, εγώ την είχα για Ψυχοσάββατο και το πιο όμορφο πράγμα που άκουσα ήταν του Γιάννη που μου ‘γραφε “Μια αγκαλιά. Μια αγκαλιά που ν’ αγκαλιάζει” κι αν με ρωτάς τί είναι η ζωή, την μπερδεύω πολλές φορές με κάποιο κορίτσι που στο τέλος ποτέ δεν θυμάμαι κι όχι δεν έχω πιει απόψε, ούτε κονιάκ ούτε τσιγαριλίκια, ούτε καν μουσική δεν έχω, μόνο τέσσερα κεριά κι αν τέλος με ρωτήσεις τί είναι ο άνθρωπος…Χα!
Τράβα απλώς το καζανάκι.

ΔΩΜΑΤΙΟ 9- Γιάννη Ραουζαίος

Ακόμα κι αν δεν είναι έτσι,
εγώ θα προσπαθήσω
θα κόψω τις λογοκρισίες
ανταλλάσοντάς τες
με σήματα καπνού
θα βάψω τους τοίχους των
κυκλαδίτικων εκκλησιών
κόκκινους
ώστε να μην χρειάζεται
να περιμένουν το ηλιοβασίλεμα
ίσως δε
να σου ζητήσω και μια χάρη
(Να κρατήσεις για πάντα στο
χέρι την πέτρα με το πρόσωπο
της Κάλι που σου χάρισα)

θα θελήσω ύστερα να πριμοδοτήσω
τη νιότη των γλάρων
να σταυρωθώ χαρούμενος
ένα εκατομμύριο φορές
χωρίς να νοιάζομαι
για το ποιος είναι ο σταυρός
κάθε φορά

Να ψάλλω το ΑΥΜ ΜΑΝΕ ΠΑΤΜΕ ΟΥΜ
καθώς θα κοιτάζω
τις κορυφές των Ιμαλαϊων
Να χαζέψω τα πορτοκαλοκοκκόκινα
χρώματα
του πιο όμορφου ηλιοβασιλέματος
που αυτή η ενσάρκωση μου χάρισε
Εκείνου πάνω στα αλμυρά νερένια
γκριζομπλέ βράχια

Να γνωρίσω συνάμα πως τα
συννεφένια πούπουλα
αυτού του ηλιακού άνθους
θα’χουν αρχή, ακμή και τέλος

Να το γνωρίζω
Να το γνωρίζω
Να το γνωρίζω
Να το γνωρίζω
Να το γνωρίζω
Να το γνωρίζω
Να το γνωρίζω
Να το γνωρίζω
Να το γνωρίζω
Να το γνωρίζω…
από την αρχή,
η σκέψη όμως αυτή να μη με θλίβει

Ήρθες
Μένεις- Διατηρείσαι
Φεύγεις

Μια νέα ομορφιά
εγώ περιμένω,
τη ΓΕΝΝΗΣΗ
στον άχρονο πυρήνα

Πάντως,
ποθώ κι αυτό είναι σίγουρο

Άλλωστε αν δεν ήταν
έτσι
γιατί να βρίσκομαι
εδώ;

ΡΟΗ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΙΤΕΙΑ ΤΟΥ “ΟΧΙ” – Σωτήρης Λυκουργιώτης

Εκεί που φυτρώσαμε
ήταν σπαρμένο με νάρκες
οι στρατηγοί που διέταξαν «έφοδο»
αποδείχθηκαν σκιάχτρα
σε κάθε μας βήμα
το πόδι πιο βαθιά
βουτούσε στη λάσπη

Κι ας φώναζαν οι σαλτιμπάγκοι —εμπρός,
το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω—
οι εκβολές είχαν ήδη παραδοθεί στην παρωδία

Λίμνη θα γινόταν ύστερα η πλατεία
και τα νερά της βρώμικα
από τον ευτροφισμό

……

Εδώ
εγκλωβισμένοι στο ακανθώδες Τώρα
εδώ και τώρα
θα πούμε το δικό μας ΌΧΙ
(όχι σαν αυτό του Μεταξά)
αλλά αυτή την ήρεμη άρνηση
του Μπάρτλεμπυ του γραφιά

αυτό το οριστικό
το αμετάκλητο
το ανειρήνευτο
το αστράτευτο
το ευγενές

«σάλτα και γαμήσου…»

TRILLO DEL DIAVOLO- Σταμάτης Πολενάκης

Και αν ο διάβολος σας χτυπήσει ξαφνικά την πόρτα στη μέση μιας βροχερής νύχτας να του ανοίξετε χωρίς κανένα δισταγμό αμέσως, θα έχει έρθει απλώς για να σας παίξει στο βιολί μια υπέροχη σονάτα (αρέσκεται ο διάβολος σε τέτοιου είδους επισκέψεις) έτσι ακριβώς (μια παρόμοια νύχτα) παρουσιάστηκε στον συνθέτη Τζουζέπε Ταρτίνι, αν και δεν ήμουν παρών σ’ εκείνη τη συνάντηση μπορώ με ευκολία να την αναπλάσω, κάπως έτσι λοιπόν θα πρέπει να ακούστηκαν τα τελευταία αποχαιρετιστήρια λόγια του διαβόλου προς τον μουσικό:

Δωρεάν στην προσφέρω αυτή τη σονάτα και ούτε την ψυχή σου απαιτώ ούτε τίποτα, το μόνο που ζήτησα είναι η μουσική, ανίσχυρο τέχνασμα για να ξεγελάω λιγάκι το χρόνο σ’ αυτήν εδώ την κόλαση που όλοι βρισκόμαστε.

Ο ΑΓΩΝ ΜΟΥ- Έλλη Γρίβα

Σαλια, φιλια, υγρα, στεγνα, εξαλλα, αποτομα, τεντωμενα, ηλεκτρισμενα, σιωπηλα, κρεμασμενα στις λεξεις, ετοιμορροπα, απελπισμενα, βαθια, παλια, νεα,    εν-οργανα, χωρις γραμματα, με σημεια στιξης, χωρις, με παυσεις, τελειες, θαυμαστικα, ερωτηματικα, αποσιω-ποιητικα, ανεξαντλητα, μακροσυρτα, στις ακρες, γεματα, με δοντια, χωρις, ανησυχα, εκρηκτικα, πυροτεχνηματα, με ανοιχτα χερια, με κλειστα ματια, με ανοιχτα ματια, ανοιχτα χερια, ανοιχτα ολα, με ποδια, με δαχτυλα, αναμεσα, χωρις, με, πανω, κατω, αναμαλιασμενα, διπλωμενα, ανοιχτα παραθυρα, χαλια, το πατωμα γυριζει, ερχομαι, φευγω, ξεκιναω, κοκκινο, τα δαχτυλα, στο στομα, το στομα, εσυ, εγω, τα μπλε, τα τακουνια, το τικ-τακ, οι γουνες, τα γελια, το πορτοκαλι τασακι, το πρασινο, το κιτρινο που δεν χωραμε, που ξεχειλιζουμε, αφριζουμε, ειμαστε θαλασσα, που απλωνομαστε, ο χρονος, η νυχτα, οι αλλοι, η μερα, το fb, οι ωρες, τα bars, οι μουσικες, τα ποιηματα, ο Ανδρεας Εμπειρικος μου αλλαξε τη ζωη, οι αναστεναγμοι, οι φρασεις, το δερμα, η αφη, οι εγκοπες, πατουσακια σε καλτσες, οι μυρωδιες, μαυρα στενα, οι νεες λεξεις, οι ζωγραφιες, γραφεις το Ναι πανω μου και στα-Ζω, ο Ρομαντισμος, ο Νιτσε, οι Μεταρομαντικοι, τα κινηματα, οι Muse, Εμεις, το πατωμα αεροδιαδρομος, οι γραμμες, ο αερας, η ζεστη, τα πινελα, οι καφεδες με εξακοσιες ζαχαρες, τα στριφτα, οι μπυρες, η βοτκα, τα κρικερ, εχω ντορο, κοκκινα, κιτρινα, πρασινα, μπλε, φιλιομαστε ανεξιτλα, αχορταγα, οριστικα, ω! Ναι!, all around, ο χορος με, χωρις, με, χωρις, με χωρις, μια, δυο, τρεις, ολες οι φορες χωρις ανασα με χερια, με ανασα, με στομα, με ματια, χερια, ποτηρια, αυτοκολλητο μπλε, 6.20, 5.30, 6, το κουλουρι, το ταχυδρομειο, στο πατωμα, το μπαλκονι υποχωρει, οι σταθερες μετακινουνται, καρεκλες τεχνης, κουνιστες, τσουλιστες, λουνα-παρκ, προσεχε τον Θρονο μη χτυπησεις, η Γαλαζια Περιοδος + η γαλαζια κουζινα, το τανγκο στον παγκο, κοψε! το περβαζι του κρεβατιου, μια Ανοιξη μες το Φθινοπωρο, ακουω τα φυλλα να πεφτουν, φιλα με, φιλα με, φιλα με, τα μαχαιρια, Ρωμαιος + Ιουλιετα, ειχα ντυθει μικρη, λες να μου μεινε, τα γελια, στις ακρες των ματιων, οι ομελετες, Kandinsky, Dali + Ολα Τα Παιδια, o Charles στη γωνια, ο Kerouac πιο περα, ανυπομονω, ηχος, ρολογια, μαγειρευω Ολες Τις Λεξεις, ολα τα χρωματα, ολους τους τονους, τους πορους μας, νυχια, μεσα, εξω, παντου, γλωσσα, αυτια, μικρες εκρηξεις, εγκοπες πανω σου, κουμπωνω, εκτροχιασμοι, απομακρυνσεις, χορευω για σενα, με εσενα μεσα μου, χωρις κανονα + μ ολα τα οργανα να βαρανε εξαλλα, ανυποφορα, υβριστικα, ξεφρενα, κλεινω τις κουρτινες, ανοιγω το στομα, βυθιζομαστε, στροβιλος, η κιθαρα στριγγλιζει, φωναζουμε, Βλεπω Μεσα Σου, Ορμας Πανω Μου, Το Κοκκινο, Το Κοκκινο, Το Κοκκινο, Το Μερος.
ΕΙ-ΝΑΙ/
Η.
ΑΡΕΝΑ/

ΕΜΕΙΣ.

ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ- Ορέστης Μπατάκης

Στερημένα χρώματα απύθμενης σιωπής
Ο κόσμος είναι ένα ραγισμένο γυαλί
Οι καρδιές μας, χαμένες σταγόνες
με νεκρές ηλιαχτίδες σκεπασμένες

Κι οι στίχοι μας
άστρα που πέφτουν
στάλες αίμα
σε ολόλευκα χαρτιά

Οι στίχοι μας!
είναι κραυγές που ελευθερώνουν
είναι δάκρυα στα μάτια

Οι στίχοι μας
είναι αναρχία και ζωή

…βροχή και φωτιά…

…σκόνη αστρική…

ΟΣΑ ΚΛΕΙΔΙΑ ΕΧΕΙ Ο ΑΣΤΕΓΟΣ- Γεωργία Τρούλη

Ένα πιάνο ανοιχτό. Καρότσι που άστεγος έχει συλλέξει
Αντικείμενα, σκουπίδια, ήχοι. Παραμορφωμένες νότες.
Τα τοποθετεί χειρουργικά στα σημεία. Απόχρωση. Εξακρίβωση.
Μια δόση παράνοιας. Παιχνίδι που ξέχασε σε ηλικία που δεν θα μπορούσε να θυμηθεί.
Σ’ ένα λινό πουγκί βάζει τα πιο μικρά. Αυτά  που κανείς δεν βλέπει
Ένα ρεσώ  τσαλακωμένο, κουτί από τροφή βρεφική, το όργανο για επίκληση βροχής.
Το τενεκεδένιο ταμπούρλο, ένα μεταλλόφωνο, δύο πιρούνια μαγειρικής
Μια μικρή αγωνία για ύπνο κι ελάχιστη φαντασίωση
Η μουσική έρχεται από μια σπηλιά. Έχει επίστρωση. Ξύλο κι ελεφαντόδοντο.
Χάσκει. Ανοιγοκλείνει σαν αιδοίο σε οργασμό. Φτάνει σε μια τονικότητα
Χωρίς προηγούμενο. Βάζει μονωτική ταινία στα πλήκτρα.
Δεν ξεχνάει ποτέ από πού ξεκίνησε. Πόσο διένυσε δρόμο ανυπόφορο και σχεδόν παγωμένο.
Μελωδία σε συχνότητα κατεδάφισης. Σταδιακά. Έτσι δομήθηκε
Η δεξιοτεχνία του Parmeggiani κάποτε του φάνηκε ασυνεχής. Δεν είχε καμιά διαφωνία με την διαφωνία και τις ιδιότροπες κλίμακες.
Συχνά οι συχνότητες σχημάτιζαν έννοια. Έπειτα χανόταν. Κατηφορίζει εδώ και δεκαετίες νερού με το πιάνο και όλα τα συμπράγκαλα.
Κοιμάται μέσα σε αυτά, τα τραβολογά με σκοινί ορειβάτη τη μέρα. Το βράδυ όλα τα κλειδιά τα πετάει στις γάτες.
Είναι άστεγος κάμποσα λεπτά, γλιστράει μέσα στους δρόμους και τα στενά μιας πόλης που γδέρνει όσους μένουν άγρυπνοι.
Τους αλλάζει το δέρμα, το πέλμα, το βλέμμα.
Τίποτα δεν έχει να εφεύρει παρά μόνο μια επιπλέον νότα χωρίς κλειδί.
Ξεκινάει με μονωτική φιλοδοξία και χωρίς αντίστιξη.
Θα ακολουθήσει διαδρομή και μελωδία μέχρι να ξημερώσει.
Το λινό πουγκί έχει ραμμένο στα έσω πλευρά δύο αναμνήσεις, Αυτές κουβαλάει.
Αυτές παραμένουν  ακέραιες, συμπαγείς και χωρίς αλλοιώσεις.
Όμως κάθε οχτώμιση μέρες  αδειάζει τα παιχνίδια, τα κύμβαλα , τα σκουπίδια και συλλέγει άλλα.
Μερικά είναι διαβρωμένα από τα σάλια και τα χέρια όσων προηγήθηκαν.
Η χρησιμότητα και η ανάγκη βαδίζουν παράλληλα, λέει. Η μουσική το ίδιο.
Όλα τα σκουπίδια σχεδόν τρελαμένα από τον ήχο που έβγαλαν όταν πετάχτηκαν και κανείς άστεγος δεν ήταν εκεί να τα συλλέξει.
Και τώρα απαιτούν μελωδία, ξεδίπλωμα.
Είχαν γίνει ήδη είδη πολυτελείας σε μια εποχή που το μόνο που πρέπει να κουβαλά ο κανένας  είναι το δέρμα του.

ΠΡΑΣΙΝΗ ΠΕΤΡΑ ΙΝΔΙΑΣ- Γιώργος Γιαννόπουλος

Στη Μαρίκα

Ώρες μετά που πέθανε ο πατέρας
τον έφεραν κάτω
ντυμένο σε κοστούμι ριγέ
σιωπηλό και αυστηρό,
όπως απαιτούσε η στιγμή.

Ήταν ξαπλωμένος στο πάτωμα
με τα φρύδια του άγρια και ανήσυχα
σαν σαύρα που ταράζει η ανθρώπινη παρουσία.

Και μόνον του νεκροθάφτη ο άξεστος τρόπος
-μιαν απόπειρα να τον ξυρίσει με πλαστικό bic
μαρτυρούσε για τη σοβαρότητα της ζωής.

Όπως η πράσινη πέτρα Ινδίας
που απ’ τις θάλασσες έφτασε εδώ
κι έγινε επένδυση κλίμακας
εξόριστου για θάνατο εξ αμελείας
μηχανικού.

Κι από το έργο του
άγγελος έπεσε
ξανά
με το κεφάλι στο δάπεδο
διαφεύγοντας
τώρα
τον θάνατο.

Αντίθετα με τον γεννήτορά του
που η ψυχή του
έγινε
πράσινη πέτρα Ινδίας.

ΜΕΣ’ ΑΠ’ ΤΟΥΣ ΦΑΚΟΥΣ ΤΩΝ ΜΑΤΙΩΝ ΜΟΥ, ΧΡΥΣΟΨΑΡΑ ΚΟΙΤΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΟΦΘΑΛΜΙΑΤΡΟ- Larry Cool

Οἱ ἄνθρωποι κόβουν σάρκες ἀπ᾽ το σῶμα τους,
και τίς πετοῦν ψηλά γελῶντας
Ἀνοίγουν μαῦρα στόματα στόν οὐρανό καί τίς καταβροχθίζουν.

Μέ γυάλινους κυνόδοντες ἡ νύχτα,
κατακρεουργεῖ πανικόβλητα πλήθη
Ἀλλόφρων ἡ ἀγάπη μου τρέχει μέ φλεγόμενα μαλλιά
πυρπολεῖ τούς ἀνέμους, λαμπαδιάζουν οἱ οὐρανοί
Ἐπιστρέφει ἀργά  μ᾽ ἕνα τσεκούρι στά δόντια
Κρατῶντας τήν ἄκρη σέρνει τήν θάλασσα πίσω της
«Θά σκεπαζόμαστε τά βράδια τοῦ καλοκαιριοῦ» λέει
Ἔξαλλος τραβῶ τά συρτάρια τοῦ κορμιοῦ της
ἀδειάζω στό πάτωμα τίς ἀπιστίες της.

Ξημερώνει χωρίς οὐρανὸ
Κάτ᾽ ἀπ᾽ τὸ τεράστιο μάτι τοῦ θεοῦ ἀσφυκτιοῦμε
Γλούτς! τοῦ σφηνώνω τὸν πέλεκυν
Τυφλός μ᾽ ἁπλωμένα χέρια μ᾽ ἀναζητεῖ στό πλῆθος.

ΑΥΤΟΝΟΜΟΙ, ΑΥΤΟΜΟΝΟΙ ΚΙ ΑΥΤΟΜΟΛΟΙ- Νόπη Φουντουκίδου

Ποιητές…
ας ξεθάψουμε από συρτάρια

χυλόπιτες, κενά, αδιέξοδα,
χάρτινες ρινικές αλλεργίες,
μπούκλες, πολυσύλλαβες λέξεις,
αγαμία, βαθιά πολύ βαθιά νοήματα και ιλαρά,
η μαμά μου δεν μ’ αγαπάει και ο μπαμπάς μου δεν μ’ αγόρασε ποδήλατο,
βροχή, αστραπόβροντα, ηλίαση,
θάλασσα, πολύ θάλασσα ακόμη περισσότερη θάλασσα
και λίγο κρασί λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου ου ου ου
επανάσταση, ναρκισσισμούς και καριοφίλια,
ματαιώσεις, φόβους και διάρροιες,
αγάπες με σπέρμα, αγάπες χωρίς σπέρμα
λογοκλοπές επιτυχείς και θλιβερές,
αυθεντίες, ζόμπι έννοιες και πρόωρη τριχόπτωση,
Βιάγκρα, κυτταρίτιδα και μπουκ-ιν στην αθανασία,
κλάψα, ναφθαλίνη κι αυτισμούς,
μυξούλες, καφέδες χωρίς καϊμάκι, αλκοολισμούς
αιμορροΐδες, κρυφούς έρωτες και σπανακόπιτες
ποδολαγνίες, γαστροοισοφαγικές παλινδρομήσεις και μελισσούλες
καράβια που φύγαν, καράβια που πάτε;
αυνανισμούς με θείες ξαδέρφες ξαδέρφους
αίματα, ρολόγια, σκύλους κι απορρίμματα
μπήχτες, μύστες και τελωνειακούς,
νεράιδες, χρυσόψαρα, κολπίτιδες,
ρακένδυτους, παρένδυτους και κεφτεδάκια
Παρίσια, ποδάγρα, καπρίτσια
ροζ άχλες, βρεγμένα χώματα κι αρχαίο κάλος

κι ας ταΐσουμε τα πεινασμένα πνεύματα
που δεν θα ξεράσουνε ποτέ
το γάλα που βύζαξαν
από το διπολικό βυζί Δημουλίδου – Δημουλά.
Δεν θα χορτάσουνε ποτέ.

ΜΕΤΡΙΑ ΠΟΙΗΣΗ- Ζαχαρίας Στουφής

Από τότε που διορίστηκα ταξιθέτρια του χάους
δεν προλαβαίνω να ασχοληθώ καθόλου με την ποίηση.
Εσείς όμως, οι νεο-μυημένοι στη γραφή
και εσείς οι ακούραστοι διώκτες της σιωπής
είναι καιρός, νομίζω, να γράψετε τα αδιάβαστα ποιήματα.
Δεν θα τα τραγουδήσουν οι γενιές που δεν θα ’ρθουν
θα παραμείνουν σε βιβλία κλειστά όταν
οι σαβάνες θα πολιορκούν τα τσιμέντα.
Στο ενδεχόμενο ενός οριστικού τέλους
να γίνετε οι πιο μάταιοι προφήτες
(αφού κανένας δεν θα υπάρχει για να σας δικαιώσει)
γράφτε την ατραγούδιστη και ύστερη κατάσταση
του τέλους.

ΣΤΟ ΚΕΝΟ- Πυράκανθος

Πάρε σουγιά και φέρμαρε μου όλες τις πίκρες
νύχτες που μέθυσα για να πνίξω τις φρίκες
μα έμαθαν να κολυμπούν κι ανάσκελα εν τέλει με βρήκες
κοίτα πως το κουφάρι μου ξεβράζει η θάλασσα κάθε μου νύχτα
και τι να πεις;
μια έκφανση ζωής χωρίς να ζεις
κείτομαι καταγής. κοίτα με για να δεις
πόσο αρραγής είναι η θλίψη με τη μανία μου
και τι να πω;
που τα βράδια σε μισώ και τα πρωινά σε αγαπώ.
τα χάνω. το εννοώ.
κάθε χθες σε αγαπώ.
κάθε σήμερα σε μισώ.
Ι γενιά ντρόγκια και ποιήματα
οι φίλοι μας γίνανε ντρόγκες
και οι ντρόγκες μας γίνανε φίλοι μας.
Ι γενιά ντρόγκια και ποιήματα
έρωτες φίλοι ντρόγκες εν τέλει τίποτα

Αναπνοές στο κενό
Μέρες στο κενό
Μέχρι αύριο φτάνει το μέλλον μου
και μέχρι χθες το παρόν μου
σήμερα στο κενό

Ωραία βράδια ρε…
Μισές αναπνοές μέσα σε πλαστικές σακούλες
κι άλλα
άνθρωποι, φώτα γυρνάνε σαν σβούρες
τα πέλματα μας νότες απάνω στις παρτιτούρες των δρόμων
στις σκούρες στρουκτούρες των δρόμων
στις κουμπούρες των χρόνων
μυαλά ξυράφια βρίσκουνε φλέβες
μας κυνηγάν οι ενοχές, ο εαυτός μας και οι χειροπέδες
τις δύσκολες μέρες να έχεις το νου σου στα μάτια
πως να ζωγραφίσω το κενό δίχως χρώματα;
ψάχνουν οι μπάτσοι για δακτυλικά αποτυπώματα
άστους τα μάτια είναι τα μόνα αποτυπώματα αφού αποτυπώνουν ότι δεν λένε τα στόματα

Ι γενιά ντρόγκια και ποιήματα
οι φίλοι μας γίνανε ντρόγκες
και οι ντρόγκες μας γίνανε φίλοι μας.
Ι γενιά ντρόγκια και ποιήματα
έρωτες φίλοι ντρόγκες εν τελει τίποτα

Αναπνοές στο κενό
Μέρες στο κενό
Μέχρι αύριο φτάνει το μέλλον μου
και μέχρι χθες το παρόν μου
σήμερα στο κενό

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΟΥ ΜΟΥ ΕΡΩΤΑ- Μαριβή Γαζέτα

Συμπτωματολογία
του δικού μου έρωτα.

Κοίταξε
απλά έτυχε
να είσαι εσύ
απλά
ταιριάζεις τόσο στα μέτρα μου
το χρώμα του δέρματος σου
και η υφή του
η φωνή σου
και αυτό το βλέμμα
που με ειρωνεύεται
λατρεύω την ειρωνεία
πραγματικά
με αφοπλίζει
ξέρεις τι
με καυλώνει
έτυχε να είσαι εσύ
και έχω πλέξει μια εμμονή
στα μέτρα σου
έλα να
στη φορέσω
με όλες τις καταστροφές
κεντημένες απάνω
με όλα τα αναίσχυντα
ναί, μια αφορμή έψαχνα
και τη βρήκα
και μια μορφή
εσύ
που δεν ξέρεις τίποτα
πραγματικά ομορφιά μου
δεν ξέρω αν πρέπει
να κολακευτείς
ή να τρομάξεις
με την εμμονή μου
δεν λέει τα καλύτερα για σένα
ας μην με γάμαγες
με τα μάτια ανοιχτά
τώρα βρήκα
ένα τόπο
να στοιχειώσω
και όχι πως αυτό θα ταράξει
τον ύπνο σου
αλίμονο
είσαι τόσο προστατευμένος
παρόλα αυτά
αγάπη
τα έχω όλα
ύπο έλεγχο
δεν χάνω τον έλεγχο
για αυτό
δεν χάνεις τη χυδαία
γοητεία σου
εγώ είμαι εδώ
και φροντίζω για αυτό
μόνο φρόντισε
μην γίνεις ποτέ
αληθινός
προτιμώ να γράφω για σένα
παρά να σε αγαπώ
ή ό,τι δεν ξέρω
να έρχεσαι που και που
να μου σφίγγεις
το λαιμό
και ύστερα
να εξαφανίζεσαι
για να γράφω καμιά
μαλακία
για να δικαιολογώ
τη θλίψη μου
και τη λύσσα μου
για να λέω
είμαι ερωτευμένη
μόνο μέσα στο κεφάλι μου
και να φτιάχνω φανταστικούς διαλόγους
που απευθύνομαι σε εσένα
είσαι ό,τι πρέπει
η τέλεια αφορμή
για να ξεπεράσω τα όρια
πέρα από τα όρια που ξέρω
πόση δύναμη
κρύβει
το θύμα
αυτό το υποκείμενο
το μαζοχιστικό
που τίποτα
δεν το φτάνει
δεν το πονάει κάτω από το δέρμα
καταλαβαίνεις εσύ
το ξέρω
για αυτό μου δίνεις
ότι σου περισσεύει
και ό,τι δεν μου δίνεις
αν το έδινες
πάλι θα στο έφτυνα
στα μούτρα
τη στιγμή
που θα μου μιλούσες
λίγο
σαν άνθρωπος.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΘΥΜΗΘΗΚΕ- Δήμητρα Αγγέλου

Η γυναίκα θυμήθηκε
Η νύχτα τη σταμάτησε
Την έβαλε στο αμάξι
Πήγανε στην άκρη της θάλασσας

Η γυναίκα πλησίασε
Τον χρόνο που κατάπινε κύματα
Γονάτισε
Το νερό έγλειφε το εσωτερικό των μηρών της
Θυμήθηκε το σώμα του άντρα

Βύθισε τις παλάμες της
Έσκυψε
Γυναίκα τετράποδο
Στην άκρη της θάλασσας

Η νύχτα έβαφε τα νύχια της κόκκινα
Καθισμένη στις άκρες των βράχων

Το σώμα του άντρα το έβλεπε
Ξαπλωμένο στο βυθό, ανάσκελα
Συσπάστηκε
Άνοιξε το στόμα
Κι άδειασε στο νερό τα παιδιά της
Ξέσκισε τους ομφάλιους λώρους με τα δόντια της

Η νύχτα στις άκρες των βράχων
Κόκκινη

Η γυναίκα γέμισε την κοιλιά της πέτρες
Σύρθηκε μες την θάλασσα
Θυμήθηκε το σώμα του άντρα
Η γυναίκα θυμήθηκε

Είμαι ο ύπνος του δάσους
Το ελάχιστο των ονείρων του
Οι ματωμένοι ίσκιοι
Το θρόισμα των σιωπών
Το παγωμένο έλατο
Με τα τρελαμένα του φωτάκια
Καρφωμένο στον αφαλό

Δεν ήξερα τι να το κάνω το δάσος
Μέχρι που το θέλησα
Καμένο

Φύσα τις πυγολαμπίδες
Να σβήσουμε

ΓΛΥΚΙΑ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ- Παυλίνα Μάρβιν

Δυνατή βροχή και νύχτα.
Άδειος δρόμος. Θα μπορούσε να ήταν η Καλλιδρομίου.
Αυτός, τρέχει βιαστικός, με καμπαρντίνα καμηλό και μυτερά παπούτσια.
Σκοτάδι και βρέχει.
Φτάνει σε τηλεφωνικό θάλαμο. Κλείνεται μέσα. Οι βροντές δυναμώνουν.
Σχηματίζει τον αριθμό. Χτυπάει. Χτυπάει πολλές φορές.
-Που είσαι ρε σκρόφα;
Στην άλλη γραμμή, η φωνή μου:
-Είμαι στο Χαϊδάρι τώρα, φοράω τα βαφτιστικά μου.
Και πράγματι: Εγώ μωρό, γύρω στα τρία ίσως, με το βαφτιστικό μου φόρεμα, λευκά καλτσάκια και καπελάκι ασορτί. Βρίσκομαι σε κάποιο παλιό νεοκλασσικό σπίτι, ψηλοτάβανο. Στο σαλόνι του σπιτιού. Δερμάτινο σαλόνι τύπου Τσέστερφιλντ.
Κάθομαι πάνω σε κάποιο κομοδίνο με τα ποδαράκια να κρέμονται και να κουνιούνται χαριτωμένα. Μιλάω από ένα πράσινο τηλέφωνο παλαιού τύπου, αυτά με το περιστρεφόμενο καντράν. Δεν φαίνεται να βρίσκεται κάποιος άλλος στο σπίτι.
Αυτός, σωπαίνει. Μόνο η βροχή.
Πάλι η φωνή μου:
-Μη με πάρεις ξανά. Έλα αν θες.
Κατεβάζω το ακουστικό. Το βλέμμα, πάντοτε στραμμένο στις ψευδοροφές.
Από μέσα ακούγεται το ρώσικο βαλς του Σοστακόβιτς.

ΑΡΚΕΤΑ- Θάνος Κόης (Lost Bodies)

Τι διάβασα προχθές στις μικρές αγγελίες;
Έχουν λέει ανοίξει λάκκους και μας περιμένουνε;
Τι λέτε ρε μαλάκες… τι λέτε ρε…
Θα περιπλανηθούμε σαν τον πολεμοχαρή τον τρίτο
ανάμεσα από τους πύργους των πολυεθνικών,
ανάμεσα από τα κρυστάλλινα κτίρια των διαφημιστικών
και των ασφαλιστικών,
θα τους τραβήξουμε να τους βγάλουμε μέσα από τα γραφεία τους,
και να τους πούμε:
Αρκετά ρε μαλάκες με τη κονόμα και τις μαλακίες σας μας γαμήσατε.
Αρκετά ρε μαλάκες αρκετά…

Έτσι να τους τραβήξουμε να τους βγάλουμε μέσα από τα meetings
για να τους δείξουμε πόσο υπέροχα καίγονται τα πολυτελέστατα
αυτοκίνητα τους στα οδοφράγματα και να τους πούμε:
Αρκετά ρε μαλάκες με τη κονόμα και τις μαλακίες σας μας γαμήσατε.
Αρκετά ρε μαλάκες αρκετά…

Νισάφι πια!!!!!!!

ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΣΕΝΑ- Γιάννης Ζελιαναίος

Αυτό το ποίημα είναι για σένα
που τρελαίνεσαι πριν πέσεις στο κρεβάτι
και μουρμουράει η γυναίκα σου για τους απλήρωτους λογαριασμούς
και τρελαίνεται η μάνα σου για τις αδιόρθωτες συμπεριφορές σου
και σου μιλάνε οι φίλοι σου για τις ακάθαρτες σιωπές.
Αυτό το ποίημα είναι για ‘κείνους που μαύρισαν τα χέρια τους
και πίνουν ούζα στου καφενείου την πληρωμή,
που σταυρώνονται στους πάγκους για τρεις κι εξήντα
και τους γαμούν οι τράγοι της πολιτικής,
τα κωλόπαιδα με τις σιδερωμένες γραβάτες.
Αυτό το ποίημα είναι γι’ αυτούς που δεν καταλαβαίνουν
τους γραφιάδες των free press
‘κείνους που λέν’ τι όμορφα είναι τα βράδια της πόλης
γιατί ποτέ δεν άνοιξαν φάκελο με λογαριασμό
γιατί η μάνα ξεσκάτιζε τα βρακιά τους απ’ τα ερασιτεχνικά μεθύσια
και ο πατέρας φρόντιζε τα πλυμένα τους αρχίδια.
Αυτό το ποίημα είναι για τους μαλάκες ποιητές
που νόμιζαν πως τα λόγια είναι δυο ποτάμια.
Που δε ρόζιασαν ποτέ τους τις παλάμες
και γίνανε το λουρί ενός ατάλαντου.
Για τα Παρίσια τους
και τις αγύμναστες κωλοτρυπίδες τους
για τους μπαμπάδες στρατηγούς τους
και τις γιαγιάδες νταβατζήδες τους
για τα ποτά των 10 ευρώ τους στα μπαρ της γελοιότητας
για το βυζί της μάνας τους που έγινε εικονοστάσι
και τα ημερωμένα μεσημεριάτικα πρωινά τους
που δεν υπήρχε ποτέ το ξυπνητήρι.
Αυτό το ποίημα είναι για
τους πενηντάρηδες οικοδόμους
που πίνουν ό,τι βρουν μπροστά τους
μονάχα για να σταματήσουν τα χρόνια
και τις γυναίκες τους που μετράν τις δεκάρες στα μπακάλικα της γειτονιάς
μην τυχόν και φάνε ξύλο το βράδυ.
Αυτό το ποίημα είναι για τους χαρτογιακάδες
που έπιασαν τον παπά απ’ τα αρχίδια
και τους παπάδες που έγιναν αρχίδια.
Αυτό το ποίημα είναι για τούτη την πόλη
που δεν κατάλαβε ποτέ από που της ήρθε
και βολεύεται με τα ίδια σκατά
εδώ και κάποιες δεκαετίες
και θα βολεύεται για χρόνια ακόμη.
Καθώς οι σκύλες θα γαβγίζουν τα βράδια
οι μπεκρήδες θα μετράνε ατυχία
και τ’ αποτσίγαρα θα χορεύουν κλακέτες
πάνω στον ίδιο ρυθμό του θανάτου.

ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΕΣ- Λεξ

Χαλασμένα ασανσέρ και τοίχοι από χαρτί
Κουτσομπόλες διαχειρίστριες, ρουφιάνοι θυρωροί
Τρωκτικά μ’ ακουστικά ακούν τις συνομιλίες
Μας χαζεύουν οι εξωγήινοι μέσα από το κουτί
Χαλασμένα ασανσέρ και τοίχοι από χαρτί
2 νύχτες πριν ληστέψανε τον νταλαβερτζή
Τώρα ποιος φτιάχνει τον απέναντι που θέλει να πιει
Τι ‘ναι ο θάνατος αγόρι μου μπροστά στην ντροπή
Ακούω το τάβλι των ανέργων, την φωνή των παιδιών
Τα καταπιεσμένα βογγητά των νοικοκυριών
Έχω για θέα μια εκκλησία και τις ουρές των πιστών
Και ιδρώνω για ν’ αρπάξω την πηγή των κακών
Εκεί έξω, έξω, έξω από ‘δω
Σιγά μην κλείσω συμφωνία με τον εξ’ από ‘δώ
Εγώ δε θέλω μεροκάματο, εγώ θέλω να rapάρω
Να μάθω που τα κρύβουνε να πάω να τους τα πάρω
Το rap μου είναι γκάνι, στο στόμα μου η κάννη
Εκλεκτό ντουμάνι, για όποιον τ’ απολαμβάνει
Το αγόρι με το φράχτη το ‘χω κάνει με μελάνι
Το ‘δαν οι Μοϊκάνοι, λέν’ ο μάγκας τι κάνει;
Πατεράδες που ερωτεύονται πίσω απ’ το λιμάνι
Ποιος πληρώνει διατροφές, θέλουν τη νέα Mercedes
Επιστρέφουν σουρωμένοι και ρωτάν πόσο κάνει;
Τη γυναίκα τους πριν βάλει το παιδί τους για νάνι

Όσο για μένα είμαι εντάξει, μα ό,τι έχω δε φτάνει
Η επιτυχία της αποτυχίας μ’ έχει τρελάνει
Δεν ήμουν μάγκας ποτέ, καμιά φορά είμ’ αλάνι
Φυσάω τον καπνό στοχεύοντας το ταβάνι
Κουτσομπόλες διαχειρίστριες, ρουφιάνοι θυρωροί
Τρωκτικά μ’ ακουστικά ακούν τις συνομιλίες
Μας χαζεύουν οι εξωγήινοι μέσα από το κουτί
Κανένας ασφαλής μέσα στις πολυκατοικίες

Θέλουν να δώσω μια συνέντευξη να μάθουν τι μου αρέσει
Πόσα έχω αρπάξει και για πόσα έχω δουλέψει
Πόσο ψηλός είναι ο ψηλός, γιατί μ’ άφησ’ η έτσι
Μπας και καταλάβουνε το πώς rapάρω έτσι
Στο ισόγειο ο φοιτητής ακούει ωραία μουσική
Μιλάει τη γλώσσα των μπλεγμένων μα φοβάται πολύ
Μου λέει γάμησε τους rappers, μίλα για τη ζωή
Όροφο προς όροφο, γραμμή προς γραμμή
Ωραία, ρευματοκλοπές, υποτροπές, λογαριασμοί
Ανεργία, αφραγκία, μπάτσοι, Χρυσή Αυγή
Μεροκάματα του τρόμου, εξώσεις, πλειστηριασμοί
Και η γειτόνισσα να λέει πως γίναμε γραφικοί
Μην ρωτάς άμα το ζω, αδερφούλη το ζω
Με τσιγάρα και σφυρίχτρα λίγο πριν το σεισμό
Ζουν μεταλλαγμένα όντα κάτω απ’ τον ουρανό
Φόρα αγάπη μου το κράνος πριν τον βομβαρδισμό
Ο γέρος από τον 6ο λέει πως είμαστε όλοι άρρωστοι
Γέρο βγάζουμε χειμώνα στην Ελλάδα, είμαστε άνθρωποι
Τη σάπιζες στο ξύλο κάθε μέρα με τη ζώνη σου
Λυπάμαι που δε σου ‘γραψε η ξενιτεμένη κόρη σου
Από δίπλα έχω ένα μπάτσο που όλο στραβοκοιτάει
Το μετανάστη απ’ τον 5ο κι ας του χαμογελάει
Ο από κάτω είναι εντάξει, βλέπει και δεν μιλάει
Μα κρατάει το κορίτσι ενώ δεν το αγαπάει

Όσο για μένα είμαι εντάξει, μα ό,τι έχω δε φτάνει
Η επιτυχία της αποτυχίας μ’ έχει τρελάνει
Δεν ήμουν μάγκας ποτέ, καμιά φορά είμαι αλάνι
Φυσάω τον καπνό στοχεύοντας το ταβάνι
Κουτσομπόλες διαχειρίστριες, ρουφιάνοι θυρωροί
Τρωκτικά μ’ ακουστικά ακούν τις συνομιλίες
Μας χαζεύουν οι εξωγήινοι μέσα από το κουτί
Κανένας ασφαλής μέσα στις πολυκατοικίες

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΝΟΣ ΕΡΓΑΤΗ- Jazra Khaleed

Σκουντουφλάνε στον ίσκιο τους
και βράζουν τους καημούς τους
σε τσουκάλια.
Είναι άνθρωποι, μια πιθαμή κοντύτεροι απ’ την αλήθεια,
έχουν πρησμένη την κοιλιά και τροχισμένη τη γλώσσα.
Το πρωί κλωτσάνε σα σκυλιά,
το βράδυ σκορπίζουν σα βελόνες˙
στρώνουν χάμω τα πετσιά τους,
στοιβάζουν τις συμφορές τους,
τις μετράνε πόντο πόντο,
ύστερα τις λησμονούνε.
Ένα αλφαβητάρι κρύβουν κάτω απ’ το μαξιλάρι
για να μην τους βρει ο θάνατος.

Στο στήθος μου ψάχνουν για σφαίρες˙
βρίσκουν μία, χτυπάνε τις καμπάνες,
βρίσκουν δύο, λύνονται στα γέλια,
βρίσκουν τρεις, διαπράττουν το τέλειο έγκλημα.
Το σώμα μου ξηλώνουν λες και ψάχνουν για ζεστασιά˙
μ’ αγκαλιάζουν, όχι από αγάπη αλλά από πείνα.
Είναι τόσοι πολλοί! Είναι τόσες πολλές!
Σιωπηλοί ξενυχτάνε τα θεωρητικά τους ερείπια.

Μακάρια η γυναίκα που τα χείλη της έσκασε το κρύο,
γιατί αυτή θα μας πει πώς γεννιέται το φιλί.
Μακάριος ο άντρας που δουλεύει στα ναυπηγεία,
γιατί αυτός θα μας κληροδοτήσει τις θάλασσες,
γιατί αυτός θα μας πει παραμύθια για τις τρικυμίες.
Μακάρια αυτή που δεν κουβαλάει βαλίτσες,
γιατί αυτή θα μας κρατήσει απ’ το χέρι.
Μακάριος αυτός που έπεσε γιατί σκόνταψε σε μια πέτρα,
αυτή που σκουπίζει τα δάκρυά της μέσα στο πλήθος,
αυτός που έκοψε ένα δάχτυλο στη μηχανή,
γιατί αυτές θα μας φέρουν νερό και κρασί.
Μακάριος ο φούρναρης, μακάρια η μαγείρισσα,
γιατί αυτές θα ταΐσουν τα παιδιά μας.
Μακάρια η μοδίστρα, μακάρια η ράφτρα,
γιατί αυτές θα ζεστάνουν τα κορμιά μας.
Μακάρια η κλέφτρα, μακάριος ο ληστής,
γιατί αυτές θα μοιράσουν δίκαια τον χρόνο.
Μακάρια η γυναίκα που κάνει ορθογραφικά λάθη,
γιατί αυτή θα επινοήσει τη νέα γραμματική.
Μακάρια η ποιήτρια που διαβάζει Καίσαρα Βαλιέχο,
γιατί αυτή θα γράψει ανθρωπινά ποιήματα.

Κοίτα με, σκόνταψα ξανά ανάμεσα σε ανθρώπους,
έστυψα τις γροθιές μου στον θάνατο ενός εργάτη.

ΧΡΟΝΟΣ- Τάσος Τζωρτάτος (Lokatola kollectiva)

Ξόδεψα με ένα φάντασμα
και έναν τυφλό άγιο
την επιθυμία των θεών,
τα πηγάδια και το λαχάνιασμα.
Ξόδεψα τις λέξεις
σε περιβραχιόνια, βάρδιες, βαρύτητα
και απέμειναν κάτι σπασμένα δάκρυα μέσα μου
που δεν τα διακρίνω πια από τη σκόνη
και έναν τυφλό άγιο.

Μοναδικές μου σημαίες
που με προσμένουν
είναι η τελευταία ανάσα μου
για να τις σκορπίσω και αυτές
γιορτάζοντας το ταξίδι.

Τι να τους κάνεις τους νυσταγμένους αυλοκόλακες,
που θα σε αποχαιρετίσουν στο λιμάνι;
Κάποιοι τριγύρω θα ζητιανεύουν προσδοκίες, αρχαία κέρματα
αγάπη αξόδευτη ή απερίσκεπτη.
Θα ριχτείς στις υποσχέσεις της στιγμής και τη βοή
Μια κλειδαριά τότε θα αντικρίσεις
Αυτό θα είναι το ανάστημα
Έτσι ήταν η θάλασσα.

Περπάτησα μέχρι εδώ μόνο για να δω τη θάλασσα,
για να ακούσω αυτή τη μουσική από τα σάπια μεγάφωνα.

Διαθλώ το χρόνο
Γίνομαι ακίνητος.

Κοιταζόταν με ένα αργό βλέμμα στον καθρέπτη
που το είδωλο φτάνει, πάλι για άλλη μια φορά
λίγο πιο αργά
μές το δωμάτιο
Πόσο κρατάει ένα βλέμμα;

Σύνορα να θροΐζουν υπνοφόρα
Συμπτώματα ομορφιάς, ασθενοφόρα σύννεφα
να μας μεταφέρουν στα επείγοντα περιστατικά του ουρανού.

Ανίατο ηλιοβασίλεμα εντός του ανθρώπου
Πόσο κρατάει ένα όνειρο;

Και εσύ μητέρα κολλημένη στον ουρανίσκο
Γεύση από μάτια, στήθος, μεταμορφώσεις σαν πίνακα του Munch ένα πρωινό στο Όσλο
Κάποτε θα διαδοθεί
η όσφρηση και η αφή
Πόσο κρατάει ένα βλέμμα;

Κάντε υπομονή σύντροφοι.
Η γεύση θα μεταφερθεί στα μάτια
και θα ακούμε τις φωνές στο σκοτάδι
Πόσο κρατάει ένα βλέμμα;

[α] – Στάθης Ιντζές

Η Αρχαία Ουγκαρίτ ήταν ο περίφημος
«Λευκός Λιμήν» της φοινικικής ακμής.
Σημειωτέον ότι στην Ουγκαρίτ
υπήρχε αληθινή αποικία Μυκηναίων.
(Γεωργίου Σ. Αλεξιάδου, Το δίκαιον της Αρχαίας Σπάρτης, 1987)

Η μια πλάι στην άλλη
οι τριήρεις,
δέκα χιλιάδες σκλάβοι στα κουπιά,
τα αλμυρίκια
να λυγάνε σύγκορμα.

Δεκαεπτά μερόνυχτα
δίχως ανέμους,
η πρόβλεψη του μάντεως ήτο
αληθεστάτη
κι η μυκηναϊκή Σπάρτη
έ
π
ε
σ
ε
κι η αναπόληση των Λυκουργίδων
ήτανε θέμα ημερών.
«Τούτος ο τόπος θα σωθεί
μονάχα απ’ τους γεωμέτρες»
είπε ο Αρχιερεύς
και διέταξε το στράτευμα
«οργώσατε και αναστήσατε
τα χτήματα εις την Κοιλάδα του Ευρώτα
και αι ωδαί του Θάλητος
να σας εσυντροφεύουν».

«Κι εσύ αφρήτορα» μου λέει
«να στείλεις τα μαντάτα,
να μάθει όλη η Ουγκαρίτ,
απ’ άκρη σ’ άκρη,
πως νίκησαν οι Φοίνικες
και πως θα πέσει σπάθη
σ’ όσους λυμαίνονται
τα πορφυρά εδάφη».

Κι εξέδωσε
δ ι ά γ γ ε λ μ α
εν Λακεδαίμονα
να διοικείται σύσσωμη
κατά τον Μπιλαλάμα,
«και ν ‘ αποδίδετε τιμές
με ανθρωποθυσίες
για να μην πάσχει
από δεινά το στράτευμα
κι η γη από αμπέλια».

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΤΟΝ ΙΔΙΟ – Ζ. Δ. Αϊναλής

Είμαι μια πόρτα που δεν οδηγεί πουθενά
ένα τυφλό παράθυρο
μι’ ανύπαρκτη διάσταση.

Η ρωγμή στο ετοιμόρροπο τείχος.

Είμαι εκείνη η πόλη που κρύβω μέσα μου
γκρίζα και σκοτεινή
που κατοικώ από παιδί

[τα σύννεφα μαζεύονται
και πυκνώνουν
φυσάει βοριάς και βρέχει
έρημες λεωφόροι
οι δρόμοι νεκροί
τα βήματά μου αντηχούν στα σοκάκια
σιωπή]

είμαι μια πόλη δίχως κατοίκους
νεκρή.

Είμαι το πρόσημο μιας χειρονομίας
χωρίς αντίκρισμα
ένας ανελκυστήρας εκτός λειτουργίας
σε κάποια ουρανομήκη οικοδομή.

Είμαι μια περιστρεφόμενη πόρτα που περιστρέφεται γύρω απ’ τον εαυτό της
εγκλωβίζοντας όποιον τολμά και εισέρχεται
σε μια ατέρμονη λούπα.

Είμαι ένα τυφλό παράθυρο που κοιτάζει τον εαυτό του
τραυματίζοντας θανάσιμα με το γυλιό της όρασης
μια συνείδηση τούβλα.

Είμαι μια πόλη δίχως κατοίκους που κατοικεί τον εαυτό της
πηδώντας τον άνεμο που τη διέρχεται
ζητώντας ταυτότητα

[τους δρόμους σαρώνοντας
μικρό παιδί περπατώντας
στον ουρανό σκοτεινιάζοντας
τα σύννεφα κι
άλλο
δίνη
τα χέρια στο στόμα χωνί
καμία φωνή
και μεγαλώνει
συνέχεια
μεγαλώνει το παιδί
δεν αλλάζει
η πόλη
περιπλανιέται
τα χρόνια περνούν
ο χρόνος όχι]

Είμαι η κυλιόμενη σκάλα στα έρημα Mall που καταπίνει τον εαυτό της
και τον ξερνά απ’ την άλλη μουγκρίζοντας
είμαι ο χρόνος που δεν έχω
η συνείδηση του μέλλοντος που στερούμαι
είμαι ο χρόνος μέσα στον χρόνο
η φωνή πίσω από τη φωνή μου.

Είμαι μια πόρτα που δεν οδηγεί πουθενά
περνάς από μέσα κι εξαφανίζεσαι χωρίς κανένα ίχνος
περιφέρεσαι σε κάποια ανύπαρκτη διάσταση
και χάνεσαι – είμαι
το μάταιο θυρόφυλλο στο βάθος κάποιου κήπου
ΜΙΑ    ΓΑΜΗΜΕΝΗ        ΑΠΑΙΣΙΑ    ΑΧΡΗΣΤΕΜΕΝΗ        ΠΟΡΤΑ
σφηνωμένη σ’ έναν ετοιμόρροπο τοίχο
που δεν οδηγεί πουθενά
περνάς από μέσα κι εξαφανίζεσαι χωρίς κανένα ίχνος
όπως εξαφανίζεται η ρωγμή στο τείχος
διανοίγοντας ανίδωτους δρόμους στη ραχοκοκαλιά της πέτρας.

Είμαι μια πόρτα που δεν οδηγεί πουθενά
μια πόρτα για τα χαμένα παιδιά.

ΚΑΙΡΟΣ ΓΙΑ ΗΡΩΙΝΗ – Νίκη Ανδρικοπούλου

Ονειρεύομαι ένα γαλήνιο τέλος, γλυκιά μου.
Μια γεύση τελεσίδικη που δεν έχω γλείψει
ποτέ πάνω στα χείλη.
Όταν ο ήλιος δύει, θέλω να πεθάνω.
Κάθε σούρουπο της κάθε μέρας
και της κάθε νύχτας,
θέλω να πεθάνω.
Είμαι γυμνή μπροστά στον πόνο, γλυκιά μου.
Κρυώνω.
Σκαρφαλώνω ένα αρχαίο παγόβουνο
στο τέλος του κόσμου.
Θέλω να πάω πίσω
στο πριν γεννηθώ.
Τα βάναυσο χέρι μου
να σταματήσει να χτυπάει
το μυαλό μου.
Κρυώνω.
Σοφιστικέ ρούχα πωλούνται για ιδέες, γλυκιά μου.
Οι άνθρωποι λένε ότι είμαι όμορφη,
λίγο τρελή στο μάτι—
εγώ βλέπω τον εαυτό μου
σαν απαίσιο ψάρι.
Ζω πίσω απʼτα θαυμαστικά σημεία τους, γλυκιά μου.
Δεν μπορώ να κρατήσω τη φωνή μου όρθια,
πέφτω στα γόνατα,
μιλάω στο χάος.
Οι άνθρωποι απαντάνε στερεοφωνικά,
λένε όλοι πως μʼαγαπάνε.
Ζητάω να μάθω τα αληθινά τους ονόματα.
Η ψευδό-δημοκρατία μας χωρίζει, γλυκιά μου.
Συρρικνώνουμε τις καρδιές
κι υψώνουμε τα εγώ μας.
Κάτι στοιχειωμένες στιγμές
στον ύπνο μου
μας σκοτώνω όλους.
Αλλά εσύ θα με λυπηθείς, γλυκιά μου.
Θα φροντίσεις
να σκοτεινιάσω τʼόνειρο,
ακίνητη— θα με πας στο τίποτα.
Κανείς δεν θα πιστέψει πως εγώ.

ΒΛΩΜΟΣ – Βάσω Χριστοδούλου

Στα μεσημέρια σου τα νηστικά
προσφέρομαι συκώτι πιωμένο.
Μ’ ένα άνοιγμα του στόματος
θα φας και θα πιεις.
Δε θα με μασάς ώρα,
δεν έχω ίνες μήτε λίπη.
Είμαι από κείνες που τους λείπει
αυτό το κάτι που κολλάει στα δόντια
και έλκει τη γλώσσα
μέχρι να ερεθιστεί, να σπυριάσει.
Θα με καταπιείς γουλιά
και θα βρεθώ στη θαλπωρή του στομαχιού σου,
κατάμονη,
διαβάζω για κηδείες και μνημόσυνα
— προχτές που ‘φαγες εφημερίδα με λεμόνι–
Όταν νυχτώσει, θα με αποβάλεις
ξένο σώμα, το περιττό που δε χωνεύτηκε,
μια ακαθαρσία.
Στα χέρια σου κρατάς τις αγγελίες
κι ο αέρας μυρίζει λεμόνι που μόλις κόπηκε.

ΝΕΟΙ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, 2017 μ.χ. – Μάνος Τσίζεκ

Δουλέψανε σκληρά κι απόψε, είναι
γεγονός. Πήρανε ύστερα τα στενά της
Αθήνας, βράδυ, και η μυρωδιά του
αλκοόλ τους οδήγησε σε ένα μπαράκι,
όπου συνομήλικοί τους απολαμβάνανε
τη συντροφιά ο ένας του άλλου, σε
πείσμα των καιρών, κι ας μην
βγαίνει ο μήνας, γιατί αν χάσουνε
κι αυτή τούτη την έξοδο, χαθήκανε.

Στη Λεωφόρο Βασιλίσσης Αμαλίας,
εν τω μεταξύ, μπορούσε καθαρά
κάποιος να διακρίνει τις ουλές του
εμφυλίου πάνω στα κτίρια ―
Δεκέμβρης τότε, Δεκέμβρης και τώρα.

Αντίθετα, στην πλατεία Συντάγματος,
όλο το αίμα είχε ξεπλυθεί.
Τόσο αυτό που χύθηκε
από γκλοπ Ματατζή τον Ιούνη του
’11, και τον Απρίλη του ’12, όσο

και το αίμα
που χύθηκε
από αυτοχειρία.

Τους νεκρούς μας, δεν τους τιμούμε.

ΚΙ’ ΕΙΠΕΝ Ο ΜΑΡΞ – Θεόδωρος Μπασιάκος

Κι’ είπεν ο Μαρξ:
Ν’ αλλάξουμε τον κόσμο
Κι’ είπεν ο Ρεμπώ:
Ν’ αλλάξουμε την ζωή.
Κι’ είπεν ο Λένιν:
Χτες ήταν νωρίς αύριο θάναι αργά
Κι’ είπαν οι χίπηδες στα Μάταλα:
Σήμερα είναι η ζωή το αύριο δεν έρχεται ποτέ
Κι’ είπεν ο Καζαντζίδης
– και ξανάπεν κι’ ο Πουλικάκος -:
Υ π ά ρ χ ω !
Κι’ είπεν ο Σίμος ο Υπαρξιστής:
Η κατάστασις είναι κρίσιμος αλλά όχι απελπιστική
Κι’ είπεν επίσης ο αυτός:
Εάν απελπισθείς μην απελπίζεσαι.

– Αυτοί οι παλιοί ξέραν τί λέγαν, να τους ακούτε τους παλιούς!

ΠΑΙΔΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ- Κατερίνα Ηλιοπούλου

Είδες πώς φώτισε το πρόσωπό του
Με 50 λεπτά μόνον
Η αυθεντική χαρά μετουσίωσε τη φτώχεια του
Σε καθαρό φως
Είναι παιδικός άνθρωπος; ρώτησε το κορίτσι
Ναι, παιδί μου, οι παιδικοί άνθρωποι
Δε ναρκισσεύονται, δεν κομπάζουν
Δεν υποκρίνονται, δεν αρέσκονται στα παίγνια
Απλά ξεχνιόνται στην παρατήρηση
Των ανθρώπων που ξυπνούν αξημέρωτα
Και κρέμονται από χειρολαβές
Που εκμηδενίζονται σε μάζες
Που γιορτάζουν και πενθούν
Οι παιδικοί άνθρωποι έχουν έκπληκτα μάτια
Γιατί τα θαύματα δεν συμβαίνουν
Χωρίς μαθητευόμενους μάγους
Οι παιδικοί άνθρωποι διαλύονται
Μέσα στους άλλους
Χωρίς να φοβούνται μη χάσουν την υπόστασή τους
Σαν τις σταγόνες στις μεγάλες θάλασσες
Αυτός άλλωστε, είναι ο προορισμός τους

ΣΧΕΔΟΝ ΜΠΟΝΤΛΑΙΡΙΚΟ ή Όρια Άνοιξης ΙΙ – Γιώργος Αλισάνογλου

Αύριο κάποιοι άλλοι θα είσαστε
Μέσα από τα αξεδιάλυτα μυστήρια
Του χρόνου
Όταν θα πορεύεστε
Στα δροσερά απόκρυφα
Τυχαίων προσφορών
Καρφώνοντας σημαίες μελανές
Στων νεκρών τα μπερδεμένα σκέλια
Τότε θ’ αναφωνήσετε:
Ω! Τι ομορφιά!
Και θα ’ναι το αιώνιο κρίνο
Που θα σας τρώει με φιλιά
Λίγο λίγο
Και τότε η ζωή σας
Θα αποκτήσει φόντο και ορίζοντα
Και τότε η ζωή σας
Θα θρονιαστεί σε πλαίσια πολυτελή
Και τότε η Τέχνη σας θα μιμείται
Έναν θάνατο επαίτη
Που κουτσαίνοντας
Ανάμεσα στα μάτια σας
Θα σφηνωθεί
Θα τυφλωθείτε από Τέχνη
Αλίμονο!
Θα τυφλωθείτε!
Κι έτσι θα μοιάζει το καινούργιο σας
Πορτραίτο
Γιατί αύριο θα πρέπει να ζήσετε
(Έστω τυφλοί)
Ψηλαφώντας αυτή την θαμπή υποψία
Αιωνιότητας και Άνοιξης
Γιατί αύριο θα πρέπει να μιλήσετε
Αύριο θα πρέπει να πείτε για τον
Άγγελο της Ποίησης
Αν τύχει και συναντήσετε ποτέ
Μια τέτοια πολυτέλεια!

ΟΥΡΕΙΝ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΩΣ – Άγγελος  Ήβος

Δεν πρόκειται
να κατουρήσω ποίηση δημόσια
ποτέ ξανά.
Στις τουαλέτες των ανδρών
κομπλάρω απ’ τους διπλανούς μου
που ψωλικά ξερνούν
αγία Κάϊζερ
αγία Φιξ
και άγια Μακφάρλαντ
χαχανίζοντας.
Στων γυναικών δεν μπαίνω.
Ούτε λόγος…
Ντρέπομαι
να ουρώ ανάμεσά τους.
Κι άλλωστε κει
μυρίζει ούρσους με αμμωνία,
μυρίζει
«χάνομαι, Μπάμπη, δίχως σου»
και μπόλικα,
μπόλικα βρωμερά χαρτιά.
Θα κατουρώ μονάχα στίχους
πάνω σε λάστιχα μισλέν
κλεμπέρ και φάιρστόουν
όπως οι σκύλοι.
Θα τρέχω στους δρόμους
πάνω σε ξένους τροχούς
μέχρις που η μυρουδιά μου να χαθεί
στην άσφαλτο
ή μέχρις
-ξανά, όπως αρμόζει σε σκυλιά-
να με πατήσει
η ίδια μου η ζωή
και να με λιώσει.

ΕΞΑΡΧΕΙΑ 80 – Δημήτρης Τρωαδίτης

Σαντέ σκέτα χωμένα
στο στρατιωτικό αμπέχονο
κι οι ευαισθησίες παντιέρες
σε τσιφτετέλι και ρέγγε
στην πλατεία των ολόφωτων
γυμνασμάτων του μέλλοντος
τα μαλλιά κι οι γενειάδες
σημαίες χωρίς κατάρτια
ξομπλιαστές στ’ αστραποβρόχια
της εκάστοτε κρατικής καταστολής
κι οι νυχτερινές κεραίες
να λικνίζονται σε ουζερί
και ταβέρνες ανά το χώρο
με τον μαύρο ποιητή απ’ το Σουδάν
στην πρωτεύουσα της αναλγησίας
όλοι υποψιασμένοι
για τούτο και για τ’ άλλο
τα περασμένα και τα παρόντα
και τα μελλούμενα να ’ρθούν
προφητικά παρελαύνοντας
απ’ της καρδιάς το πύρωμα
και τις βεβαιότητες της ιδεολογίας
σαν την ανατολή και τη δύση
που είναι σίγουρες
σε όποιο τόπο και χρόνο…

ΔΡΟΜΟΣ ΑΠΟ ΓΑΛΑ – Στέργια Κάββαλου

μερικά λεπτά έμεινε στα χέρια μου το μπουκέτο.
μετά το βάλαμε στο κάθισμα του αυτοκινήτου
και το φέραμε στο σπίτι.

*

δανείστηκα ένα βάζο από τους πάνω.
έδειχνε ωραίο στο τραπεζάκι του σαλονιού
μέχρι που έκανες τις συστάσεις.
το κόκκινο είσαι εσύ, το λίγο κίτρινο μέσα του εγώ.
το κίτρινο είμαι εγώ, το πολύ κόκκινο μέσα του εσύ.
το ροζ είναι το μωρό που θα έρθει.
γύρω από τα τρία άνθη κάτι πρασινάδες.
αυτές δεν είπες τι σημαίνουν.

*

τι άλλο να είναι από τον φυσικό χώρο
που τώρα, κάποτε και πάντα
θα χωρίζει τον έναν από τον άλλον
ακόμα κι αν το μπουκέτο είναι μονάχα ένα.

ΚΟΝΤΡΑ – Βασίλης Καμπούρης

Ένας παππούς σκυφτός και ζαρωμένος
σαν αυτό που λέμε γεροντάκι
στάθηκε στη γωνιά του δρόμου κάποιου κεντρικού και Τάκι
Κοίταξε ψηλά στην καταπράσινη βεράντα κι αναστέναξε
Τι τρέχει ρε λεβέντη ; του ‘φτυσε ο περαστικός
γιατί βαρυγκωμάς ; η γκόμενα σου πέταξε;
Μια κατα τ’ αλλα τσαχπίνα που ‘χει το μαγαζί με τα κουλούρια
είπε κάτι για τους οργανισμούς και τις συντάξεις
ο ταχυδρόμος πως δεν υπάρχει ευθύνη
δεν ήταν ακόμη η ώρα
στην τράπεζα μπαίνουν πια οι συντάξεις
ο μπάτσος που ‘τυχε κοντά
ειρωνεύτηκε οικτρά
μ΄αυτό το άθλιο ύφος “θα διατάξεις”
για κάτι προβλήματα αδιοράτως χοληφόρα…
Εκείνος αντίθετα είπε για τη βουκαμβίλια
πως ήταν φουντωτή πολύ
κι αν κι όμορφη θα βγάλει δηλητήριο
αγκάθια
και δεν θ’ αφήνει τα πουλιά να στέκονται μπροστά απ’ το τζάμι
Μέχρι να τα πει όλα αυτά με την αδύναμη φωνή του
κι αφού κάποιο δράμα δεν συμμετείχε στην ιστορία
κανείς δεν κάθισε ν΄ακούσει
Εγω όμως κάθισα

ΚΑΝΤΙΝΑ – Γιώργος Πρεβεδουράκης

1.

Κάθε πρωί
το ίδιο λατομείο
βαθειά την ευτυχία σκάβοντας
ν’ αναληφθεί η λάσπη

2.

Πιες
ακόμα
λίγο κρασί
να κατεβεί ο δράκος

3.

Νύχτα ο ευκάλυπτος αναρρώνει
από την χρόνια εμμονή σου
για μεταφυσική

4.

Στο στέκι αυτό μας ξόδεψαν οι Κυριακές
ψιλά εμείς στην τσέπη του χρόνου

5.

Βάζει παγάκια στο κρασί
σαν κάποιο απόκρυφο συμβιβασμό
να μοντερνίζει

6.

Οι φαντάροι κάνουν γόπινγκ
κι οι μοναχοί ενθυμείν

7.

«Μετά την ανηφόρα, αριστερά»
πάντα να λες στους οδηγούς
σαν σε ρωτούν στο δρόμο

8.

Νυν και αεί ναυαγοί
εις τους αιώνες των ημιόνων

9.

Στα όρθια πίνεις το κρασί
στο γόνατο τον χρόνο
απελπίσου μποέμικη ψυχή
απελπίσου

10.

Πιότερο επιθυμώ να πιω παρά να πω
και μες στην μπύρα πάλι, ξεκουράζομαι απ’ το ουίσκι

11.

Κρίμα και κύμα του καημού
παρηγοριά δε βρήκαμε
από τις παρηχήσεις

THE ABSURD PROJECT [Sample #1- Ο KANONIΣΜΟΣ] – Παναγιώτης Παπαδόπουλος

O κανονισμός του τμήματος κανονιστικής συμμόρφωσης των
ρυθμιστικών κανόνων του σχεδιασμού της διαίρεσης του
σχεδιασμού των πολεοδομικών κανονισμών της προβλεπόμενης
κανονιστικής συμμόρφωσης σχεδιασμού απέτυχε […]
Στη φιλοσοφία, «το Παράλογο» αναφέρεται στη σύγκρουση μεταξύ
α) της ανθρώπινης τάσης να αναζητά μια εγγενή αξία και νόημα στη ζωή
και β) της ανθρώπινης ανικανότητας να βρει κάποιο. Σ’ αυτό το πλαίσιο
παράλογο δε σημαίνει «λογικά αδύνατο», αλλά μάλλον «ανθρωπίνως
αδύνατο». (Silentio, Johannes de, Fear and Trembling)

ΩΚΕΑΝΟΣ – ΔορίαιΧμος

Φορώ στο βλέμμα μου
τη θλίψη των πυγολαμπίδων
Στους ώμους μου το μπαλωμένο σακάκι
του σακάτη και κουτσαίνω
Τα κόκκαλα μου δανεικά απ’τα σφαγεία
Στις τσέπες μου
μισοφαγωμένα απωθημένα μιας περασμένης Κυριακής
Ανοίγω το στόμα μα δε βγαίνει φωνή
Αλλά εκατοντάδες σπουργίτια
που είχαν βρει καταφύγιο
στους ουρανούς που σου ψιθύρισα
Στους τοίχους μου σχηματίζονται κοράλλια
Η θάλασσα καλύπτει την πόλη το ξημέρωμα
Όταν ο ήχος φτάνει αργά στα αυτιά σου
όλα είναι σα κύμα
Κρατώ στο χέρι μου
τ’ άλλο μου χέρι
όλα είναι κύμα
μα το άλλο μου χέρι
σαμποτάρει τα δικά σου
ωστικό
Βγάζει ένα δίκανο και σημαδεύει
τα πουλιά
Δεν είμαι αυτός που νόμιζα
μισή ολόκληρη ζωή
έχω άλλη τόση
να τιθασεύσω τους ανέμους
Ακου το σφύριγμα
που κάνει η σιωπή
δεν είναι αγάπη μου
οι Κυριακές για απωθημένα
ξέφυγαν όλα να κουρνιάσουν
στα μαλλιά σου
Ούτως ή άλλως δεν όπλισα ποτέ
απόδραση εκ προμελέτης
απεφάνθη ο ουρανός
Ο τρελός συμφώνησε
Ο σακάτης χόρεψε
μη με φοβάσαι
καταφτανει ωκεανός.

Ο ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ ΧΑΝΕΤΑΙ ΠΑΝΤΑ ΠΡΩΤΟΣ  – Γιάννης Στίγκας

Γιατί και η ποίηση επαιτεία είναι
αλλά στο τέλος

Ι.

Μπορώ να σας μιλάω απλά
μπορώ και με βελόνες

Γνωρίζω που γεννούν τ¢ αβγά τους οι υλακές

                 όλα στο στήθος σύρριζα
 
αν αγαπήσεις τους γκρεμούς
σε βγάζουν συντομότερα
και μην ακούς τις κατακόκκινες μηλιές
και μην ακούς τις παλαβές πυξίδες
πως θα χαθείς
και πως η Παναγιά
φραγγέλει τους επαίτες

Αφού σου το ¢πε και στον ύπνο σου:

«Αυτούς που ορθώσαν όνειρο
παντός καιρού κι ανόθευτο

Αυτούς που ανοίξανε τα σκέλια τους
στο φως

κυρίως

αυτούς που φεγγαρώθηκαν

εγώ θα τους βυζάξω»
 
ΙΙ.

Εδώ που φτάσαμε
λιγνεύει ο αέρας

Πρέπει να μάθεις να αναπνέεις
όπως το ποίημα

ειδάλλως γύρνα πίσω

και μη γελάς

αυτή η γειτνίαση με το τίποτα
θα μας φάει

ΒΑΒΕΛ – Γιώργος Λίλλης

Η ερημωμένη πόλη κυοφορεί τα ακατέργαστα υλικά
του ναού του φωτός. Οι δύο φρουροί ποταμοί στενεύουν
και με τα γαλάζια τους άμφια εμποδίζουν τους εισβολείς.
Ποιος είναι όλος αυτός ο κόσμος που δεν σε αναγνωρίζει;
Που σε αναγκάζει να υποδυθείς τον προσκυνημένο;
Τα ανοιχτά παράθυρα φέρνουν στις όχθες σου
τη φωνή της αγαπημένης, εκείνης που κοιμήθηκε
με τον χείμαρρο και άντεξε, που στάθηκε όρθια απέναντι
στην υπερηφάνεια, κοιτώντας την κατάματα
που έσμιξε τη σιωπή της με τη νύχτα
και τη σκόρπισε πάνω στα λευκά σου σεντόνια.
Εδώ οι εξερευνητές των αόρατων χρωμάτων
η διάφανη ανάσα, το λουλούδι της σάρκας
τα γόνιμα σκαλοπάτια τ΄ ουρανού
ο χορός της γραφής στο τοίχο
όταν δεσμεύεται ανταποκρίσεις από το άγνωστο.
Να γίνεις αυτός που πάλεψε και βγήκε νικητής.
Που έπεσε και σηκώθηκε ξανά.

ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΙ ΑΓΡΙΑ ΟΜΟΡΦΙΑ ΑΧΡΟΝΩΝ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΩΝ- Margot

Χρειάζομαι άγρια ομορφιά άχρονων δευτερολέπτων. κουράστηκα να συναναστρέφομαι με ανασφαλείς πιθήκους. αυτή η πραγματικότητα δεν μπορεί να φτάσει τις ταινίες. και οι ταινίες δεν μπορούν να φτάσουν τους οραματισμούς μου. η ποίηση δεν είναι δεσμός, είναι απελευθέρωση. θέλω να καταβροχθήσω το σύμπαν. αυτή η γενιά αποτελείται από θλιβερά μωρά που επαναστατούν με εφήμερες σχέσεις ενάντια στην πλήξη. δεν ανήκω εδώ. κανείς δεν μπορεί να κοιτάξει κατάματα το κτήνος, κανείς δεν μπορεί να σωπάσει από μεγαλείο. κάνουν έρωτα για να βολέψουν πρόσκαιρα κάπου τις μικροσκοπικές ψυχές τους. πάνε κάπου που να μην κάνει κρύο. περιφέρονται σαν κρέατα κι απλώνονται σαν λίπασμα. έχω ανάγκη μικρές φωνές από τον πυρετό του ύπνου να με δαμάζουν, να με ηδονίζουν, να με συνεπέρνουν. δεν έχω ανάγκη κανένα πλάσμα να ακουμπήσω τη νιότη μου. ο νιχιλισμός είναι το φυσικό επακόλουθο του κενού σώματος. όσο κι αν είμαι μισάνθρωπος δεν μπορώ να αποδεχτώ την αηδεία που μου προσφέρουν. προτιμώ να τραγουδήσω απ’ το να ξεράσω. κι ας μην τραγουδώ για κανέναν. να μιλώ για τους ανθρώπους στο κεφάλι μου, για την χαμένη ομορφιά για την υπέροχη αναπηρία να ζεις σ’ ένα μέρος όπου όλα σε ωθούν στην απάθεια. ο έρωτας έγινε φόβος, έγινε πολυθρόνα να απαγγιάζουμε για να μην γλύψουμε το πάτωμα. δεν θέλω τους δεσμούς σας θέλω να γλύφουμε το πάτωμα. να τραγουδάμε στο κενό, να ανασαίνουμε τα βρύα, να κολλάμε στα μνημία σαν βδελυρά όργια, να χτυπάμε τα πρόσωπα με όλο μας το μαρασμό, να αφουγκραζόμαστε τον ήχο των θηρίων όταν θυλάζουν, να σερνόμαστε γυμνοί στα διάπλατα στόματα της τρέλας, μα όχι αυτό, όχι αυτή την ατέρμωνη επιβίωση. αν είναι να ζούμε έτσι γιατί να επιβιώσουμε, ο θάνατος είναι πιο γόνιμος, αλλά ποιός τώρα πια τολμά να τον πάρει σοβαρά; φθίνετε και φθίνω κι εγώ μαζί σας ακόμα, με χέρια τρυπημένα απ’ το σφαγείο της κυρας αρρώστιας, με τη μετάνοια του παράλογου. όσο ακόμη ανήκω στην ποίηση θα χαράζω με το ξεφλουδισμένο κορμί μου, με το αγαπημένο μαχαίρι μου τη σήψη σας. όσο ακόμα δεν έχω παραδωθεί στη μνήμη του τίποτα θα σας χλευάζω και θα αναζητώ μάταια ένα σκληρό χάδι στο κενό. οι άνθρωποι με ηδόνισαν με τη βλακεία τους και η οργασμική παρακμή τους με θρέφει. νιώθω πιο όμορφη από ποτέ στο μισοφωτισμένο κελί μου. νιώθω έναν οργασμό να ξεκινά απ’ τα πέλματά μου και να σφαδάζει στο στήθος μου. η ώρες μου είναι ατελείωτες και τόσο ελάχιστες. χρειάζομαι την απληστία της τέχνης, την αφόρητη ορμή σας χωρίς έλεος. κανείς πια δεν έχει τίποτε να χάσει. κι όταν σταματώ να φοβάμαι σταματώ να υποφέρω. είμαστε μέσα σ’ ένα πελώριο φλεγόμενο παραμύθι. χρειάζομαι τις στιγμές που μπορούμε να καούμε. οι άνθρωποι είναι για να καιγόμαστε μαζί. η μοναξιά είναι για να συνθέτουμε ιστορίες στη στάχτη. η φωνή των ανθρώπων που αναζητώ στα πυρετικά μου οράματα είναι το πιο λυτρωτικό νανούρισμα για να καταφέρνω να κοιμάμαι τις νύχτες. η ανάγκη
χρειάζομαι
άγρια ομορφιά άχρονων δευτερολέπτων.
όχι εγκόσμιους ναρκωτικούς δεσμούς.

  • υ.γ. επαναπροσδιορίστε τη διαστροφή
    είναι διαστημική τροφή
    όχι ψυχιατρικό νόσημα.

ΩΡΙΜΑΝΣΗ- Ιωάννα Γαϊτανάρου

Kι αν τα λουλούδια μυρίζουν, τι έγινε;
Η μυρωδιά τους δε μπορεί να αλλάξει τίποτα στη ζωή μου.

Κι ας επιμένει η βροχή να με προκαλεί με την οσμή του χώματος,
συνεχίζει να μπαίνει στις μπότες μου και να μου βρέχει τα πόδια.

Κι αν ο λόγος μου είναι ασύμμετρος και η σκέψη κακόβουλη,
δε με νοιάζει και ούτε σας αφορά.

Η μέρα μου
δεν είναι η πρόκληση που θα με ξυπνήσει,
όσο και αν προσπαθείτε να με κάνετε μηχανοκίνητη,
σαν αντίτιμο σ’ αυτά που τάχα σας οφείλω.

Αργοπεθαίνω και κάθε μέρα σκοτώνομαι.
Σκοτώνομαι στα μπαρ με ουσίες και στα σχολεία με δηλητηριασμένες θεωρίες
και κάθε βράδυ στο σπίτι μου, σκοτώνω το ανυπόταχτο μυαλό μου.

Κι αν υπάρχει και αυτό το άλλο που το λένε καρδιά, η δική μου έχει σβήσει,
ξεχασμένη και άταφη, κάπου στα είκοσι μου χρόνια.

Άδεια κουφάρια που περιφέρονται μοιάζουν όλοι γύρω μου,
που ξέχασαν και αυτοί, να φορέσουν τα εσώψυχά τους το πρωί
πριν βγουν απ’ το σπίτι.

Και εγώ πιο άδεια απ’ όλους μου φαίνομαι, δε μου αρέσω
κι όμως καταναλώνω τις μέρες μου μέχρι να μου τελειώσουν.

Κοροϊδεύω τον εαυτό μου, λέγοντας πως δεν ελπίζω σε τίποτα
και πάλι με ξεγελώ, πιστεύοντας, πως ίσως να ελπίζω σε κάτι.

Οι ηλικίες λένε έρχονται και φεύγουν.
Κάποτε ήμασταν παιδιά, έπειτα έφηβοι και άλλοτε νέοι.
Και όποιος επιλέξει να μείνει εκεί, παλινδρομεί ή είναι ανώριμος.

Βιαία σπρωχνόμαστε σε μια ωρίμανση, που ποτέ κανείς δε ρωτήθηκε αν την ήθελε
και στριμωχνόμαστε στις γενιές, γιατί πρέπει να έρθουν κι οι επόμενοι.

Αυτοί που θα ζήσουν τα ίδια με μας και ίσως χειρότερα.
Αυτοί που θα αναρωτηθούν το ίδιο με μας και ίσως λιγότερο.
Αυτοί που τώρα στο βλέμμα τους έχουν ό,τι πιο πολύτιμο,
την αθωότητα.

4 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΡΑΜΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ- Χρήστος Μαθιουδάκης

[1]

Πλατεία Εξαρχείων
Απομονώνομαι εδώ
παρότι οι τρελοί 
δεν με αφήνουν
Οι έντονές τους χειρονομίες με ενεργοποιούν
Οι τσάμπα τσαμπουκάδες
των πότηδων
Ένας νομίζω είναι ασφαλίτης
Παίρνω αντιβίωση
Δεν θα πιω. Πίνω. Δεν θα πιω
Πίνω
Το έδαφος μου ανήκει
Καθώς μετακινώ τις πέτρες 
Και κόβω τους λαιμούς των τρελών
Οι φωνές τους λένε να φύγω
Οι φωνές που μου λέγαν
να περιμένω
Οι φωνές της γειτονιάς μου
Τα λόγια κάτω απ’ το χαλί τους
Που νικάνε το χαρούμενο 
φιλί μου
Στο μέτωπό τους
Τους χαιρετώ ως ηττημένος
Τα παιδιά μου
Οι φρίκες μου όλες μέσα τους
Πόσο τις ξέρω
Πόσο τις αγαπώ
Ξερνώ την ελπίδα να επιστρέψουν
Μαζί τους κι εγώ
Να φύγω
Ένα έμψυχο πτώμα
Μια σάρκινη πίσσα
Να φύγω
Στα καταφύγιά τους
Στα παλιά μου λημέρια
Όλα ανάμεσα στις σκιές
ενός ήλιου καταπληκτικού
Στα αγόρια του έρωτα
Κατάχαμα στη μέση 
της πλατείας.

[2]

Πλατεία Εξαρχείων
Έλα πιο κοντά
μου λέει ο Θόδωρας
Τι πιο κοντά του λέω
Να κλείσει η τρύπα, μου λέει
Σήμερα μόνο μια φωτιά
Ο καιρός ζέστανε
Κλείνουν οι τρύπες ρε, του λέω
Μόνο μπαλώνονται 
ε;
Μόνο μπαλώνονται.

[3]

Πλατεία Εξαρχείων
Ο Θόδωρας έπεσε στην πρέζα ξανά
Δεν είναι αυτό μου λέει, έχω γνώθι εαυτόν
Ο Αποστόλης βαριέται
Ενώ ο Κώστας σταμάτησε ν’ ακούει φωνές
Γιατί ρε μαλάκα τα μπούμπλε στην κάλτσα; 
δώσ’ τα μου να τα πετάξω
Και πώς θα κοιμηθώ ρε Χρήστο;
Πώς θα κοιμηθώ;
Χιλιάδες ψυχές, στρίβω τσιγάρο, ματώνουν
Ίδιες μαζί μου, συντροφεύουν την τρέλα
Πουθενά δε ζουν, δε μαζεύουν κομμάτια, 
μα αναγνωρίζουν
Έπειτα αποδέχονται
Ύστερα αγαπούν
Μετά πεθαίνουν
Πήγα να κατουρήσω
Ο Κώστας άσπρισε
Ο Θόδωρας προσκύνησε
Ο Αποστόλης έφερνε κύκλους 
γύρω απ’ το κορμί του
Είμαστε κάτι…
Το παίζουμε κάποιοι…
Ενώ δεν είμαστε τίποτα.

[4]

Μας μάθανε να γράφουμε
Όλα καθαρά γραμματάκια
στη σειρά
α βου γου δου
Τιμωρία
Έπειτα μικρές λεξούλες
Πάντα ήταν ο τρόπος που τις προφέρεις
Αργότερα περιγραφή συναισθημάτων
Στρογγυλοποίηση του τετραγώνου
Μεγαλώνουμε σκοντάφτοντας
σε συναρτήσεις λογικές
Ωραιοποιώ κι αρέσκομαι
Γελάω, φοβάμαι να τσαλακωθώ
Κι αρχίζω να διαβάζω θεωρίες
Χρειάζεται να εξω-στραφώ
προς κάθε κατεύθυνση
Χρειάζομαι να ανήκω
Να επικοινωνώ με τον θεό σάρκα
Την υλοποίηση της εξιδανίκευσης
Της ιδέας
Τον υλοψυχισμό των πραγμάτων
Την ανθρώπινη πιστότητα
των λέξεων.

Α Μ Π Ε Ρ Λ Ο Υ Δ Α Χ Α Μ Ι Ν (απόσπασμα)- Σαμσών Ρακάς

αχ ένας πόλεμος να γινότανε
ένας πόλεμος για μια γελοία αιτία
ας πούμε επειδή ο κρεοπώλης στη γωνία έγινε χορτοφάγος

ένας πόλεμος να γινότανε
επειδή χώρισε ο Πέτρος τη Μαρία

δε με νοιάζει εμένα η αιτία
ούτε για την ωραία Ελένη έχω έγνοια

ένας πόλεμος να γινότανε έστω με μισθοφόρους
μήπως και σ’ αντίκριζα στα καταφύγια
-γράψτε και τον Αρχίλοχο για εαυτό τώρα που το θυμήθηκα-

να κοιταζόμασταν
να γνώριζα το χρώμα των ματιών σου

(ό,τι κινείται
κι είναι κίτρινο στην πόλη
κάπου μας πάει
το ταξί
το σχολικό
το ασθενοφόρο
το ιπτάμενο λιβάδι στα μάτια σου

μη σταματάς να με κοιτάς
θα πέσω)

ΒΟΛΙΑ (αποσπάσματα)- Μιχάλης Παπαντωνόπουλος

 

ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΑΝΘΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ
– Κόρη μου, πῶς να τραυλίσω ἕναν χειμώνα δυάρι
μόνο χάπια· μόνο μίσος κι αὐτό σπασμένο
Ὁ γέρος μοῦ σπάζει καρτέλα: δέν ξέρει πῶς
’δρωνει κρόταϕος ἡ μέρα στήν πρώτη παρα –
ϕορά
καί πιάνει τήν τρέλα ἀπό τόν σπόνδυλο
– Δέν εἶμαι ἄγγελος κι ἡ γλώσσα μου κρατάει σκοτάδια
Κάποτε γαβγίζω ψώρα ὡς τό κόκαλο τήν
ἐξουσία τῆς οὐρᾶς του
κι ἔξι-ὀκτώ παίζουμε νευρικά με τα ξυράϕια
τοῦ συστήματος

Δέν εἶναι πώς ξοδεύουμε ϕλέβα στίς δομές
Τήν Πέμπτη τρῶμε 500 μιλιγκράμ μέ τά
βραστά λαχανικά μας
Καί λέμε κίνδυνο αὐτό τό ζωντανό σκουλήκιΚι ὁ Βόλια κραύγασε στή συνέλευση: «Ποτέ οἱ Ἕλλη –
νες δέν ταυτίστηκαν μέ τό κράτος»
Καί στά Χαυτεῖα οἱ «δικοί τους» ἄσκησαν τήν κατα-
σταλτική
ἱεραρχία ϕύλακα καί πολίτη σέ ἀριστεριστές,
ἀνένταχτους καί συμπαθοῦντες τοῦ κινήματος.

Τσάκισες μ’ αὐτή τήν ἱστορία.

 

ΜΙΑ ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΝΙΟ ΜΟΥ- Σταύρος Καμπάδαης

Παλιά στα καράβια
σε κάθε λιμάνι
έστελνα πορτρέτο
στην καλή μου
και από άλλο πλανόδιο
να μην ξεχνιόμαστε
Μετά όταν με ’πιασαν
και μπαινόβγαινα,
η καλύτερη φωτογραφία μου
ήταν αυτή της σύλληψης
Να φαίνεται πως ήμουν στα άγρια
Να αποτυπώνεται όλη η  αλήθεια
Όχι κάτι άλλο από αυτό στην εικόνα
Τώρα στο τέλος
η προσωπογραφία
το πορτρέτο μου
όταν χρειαστεί
κάπου να μπεί
θα είναι
μια ακτινογραφία
από το κρανίο μου.

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΔΙΑΔΗΛΩΣΗ- Αντώνης-Βασίλης Κούκιος

Λαχανιασμένος Άγιος Βασίλης
τριγυρνά στα χαλάσματα μιας βομβαδισμένης πόλης
από την Αφρική ως την Ασία και απ’ την Ευρώπη ως την Αμερική
μας φορτώνουν με λάθη,
κάποιοι ‘κονομάνε στις πλάτες μας.
Θαύμασε τις νέες σου αλυσίδες
ρολόι, αυτοκινητό, κινητό
γκόμενες, γκόμενοι, μπλαζέ φάση σε πλαστικές καρέκλες
σαν διαφήμηση για ενα καλύτερο αύριο.

απ’ το 1984 του Οργούελ, στον Μεγαλό Αδελφό
διασημότητα ενος λεπτού και ύστέρα αυτοκτόνα
πολύς θυμός, πολύ οργή
γεννηθήκαμε να ζήσουμε σαν δούλοι
σε σπίτια-κουτιά, ομοιόρφα, τακτοποιημένα
καθαρά σε βρώμικες γειτονιές
ωραία χρώματα, επωνυμα
πνίξε την φτώχεια σου σε μαλακό 4θέσιο καναπε
φτιαγμένος απο χεράκια που δεν πρόλάβαν να γίνουν 15

Δίχως βάρος στις σκέψεις
τηλερομάντσα και συνταγες γλυκών σαν φωτογραφίες περιοδικών
χαμόγελα μιας οδοντόπαστας
νοικια με δανεικα, ζωες με δανεικά
στους κλέφτες των ζωων μας
υποσχονται!!!!…..
Υποσχόνται;
χαρουμενα πρόσωπα, σε ολοπράσινο γκαζόν
καρό πετσέτες στο μπανιο, έτσι τοχει το περιοδικό
ίδια όψη, σε άλλη κάτοψη
νέα κατσαρόλα και στο ψυγείο νερο βρώμικο
κουτιά φτειαγμένα με πόνο

μην πουλάς την ψυχή σου, κοίτα την ψυχή σου
ενωμένοι σαν γροθιά, η γεωγραφική διαδήλωση
μας κουβαλάει στο παγκόσμιο, κύμα της απόδράσης

ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 2 Η ΩΡΑ ΤΟ ΒΡΑΔΥ- Ιώ Αρματά

Αποφάσισα να μελετήσω τη σταγόνα
πως πέφτει, πως σχηματίζει το κεφάλι της
πως εξανεμίζεται ή αποπειράται
την αυτοχειρία.
Αυτό που παρατήρησα είναι ότι όλες οι σταγόνες
ανεξαρτήτως διαμέτρου, όγκου, σχήματος
μοριακού ή ψυχικού βάρους
είναι ίδιες
ακολουθούν μια αλληλουχία ενσάρκωσης
στο χείλος του νιπτήρα
περί των ¾ του δευτερολέπτου
και ότι αυτός που τελικά αλλάζει
είναι ο ωκεανός.

ΕΣΕΙΣ ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ- Γιάννης Τσιτσίμης

Ω, εσείς οι εραστές
οι φωτεινοί, οι ευγενικοί
που λούζεστε με τα κρίνα της βροχής
μέσα στο σκοτάδι
που είστε το σκοτάδι
και το πέπλο που βαδίζει επάνω του η νυχτιά.
Ω, εσείς οι εραστές οι πιο τρανοί,
οι τόσο μόνοι
που ζείτε στην ανάσα
που είστε η ανάσα
που είστε ο άλλος
ο βαθιά μέσα σας βυθισμένος  άλλος
που αλλάζετε τις εποχές με δάκρυα στα μάτια
που είστε τα μάτια
κι η ίδια η όραση που ο Θεός κοιτά τον κόσμο.
Ω, εσείς οι εραστές οι πονεμένοι
που γερνάτε ολότελα μαζί
που είστε το γήρας
που είστε ο χρόνος ο ανείπωτος
και το αλάτι που καρπίζει ευωδιές
και μυρωδιές και σύννεφα
τούτο της μάνας γης το αλάτι είστε
εσείς οι εραστές
οι ταπεινοί, οι μόνοι,
οι θλιμμένοι στο πέρασμα του τρένου
που σφυρίζει και σας αφήνει πίσω του
για πάντα
μέσα στο πάντα
και στο πάντοτε.
Ω, εσείς οι εραστές
που καπηλεύεστε την αιωνιότητα
και ζείτε μαύρες μέρες στο βυθό με τα κοράλλια
και αγαπιέστε
και αγαπιέστε ξανά και ξανά και ξανά
κι έπειτα πεθαίνετε
φύλλα που σας σκόρπισε ο άνεμος
στο  χώμα σαπισμένα
στο χώμα πια θαμμένα
γιατί εσείς είστε το χώμα
που θαμμένοι κείτονται
τόσων εραστών οι αγάπες
και η τέφρα
και η στάχτη
και η  παγωμένη λαβα
και ο άδειος έρωτας
που μέσα στα κορμιά σας έζησε και χάθηκε
εσείς είστε ο έρωτας
που μας γνέφει
και μας τραγουδά και μας μεθάει.
Ω, εσείς εραστές
μια ανάσα το φεγγάρι.

ΜΕΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ- Σταύρος Σταυρόπουλος

Δεν πρόφτασα να ζήσω
Αλλά τουλάχιστον

Θα προλάβω να πεθάνω ζωντανός
Όχι νεκρός

Πάντα μπορούσα
Να ξεχωρίζω

Απ’ το σχολείο ακόμα
–Μικρός σαν πετραδάκι–
Τους ζωντανούς από τους νεκρούς

Άλλωστε εγώ

Πάντα την αγαπούσα
Την ζωή

Μέχρι θανάτου

 

ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ-  Φραντζέσκα Άβερμπαχ

Όποιος είναι γιος της βροχής και καταβροχθίζει ανέμους
να μας πει προς τα πού τείνει ο καιρός και πως εξισώνονται τα δέντρα

στο ύψος και στο βάθος τους

εκτός εάν
τόσο αυτιστικά δεν νοείτε την ύπαρξη
Όσο κι αν με πονέσετε θα κάνω τον κύκλο μου,
με περίστροφο θα κολυμπώ στην άνοιξη
αλλά πάλι θα σας πω

πως χάσκω ποικιλόμορφα στους γίγαντες
και πως αντέχω τους καιρούς της Ιουλιέτας
και χαχανίζω

εγώ θα σας πω πως
γονατίζω σε χιλιάδες πέτρες

κατάματα να με βλέπουν

και άμα πεθάνει κανείς χειμώνα από επιλογή
θα πω πως δεν ήταν οπλισμένος
αν διάβαζες τον Πύργο ή την Αμερική
τότε θα ήθελες να διαφύγεις ταχύτατα.

Θέλοντας να πω: υπάρχουν οι νεκροί
αλλά και εκείνοι που ξεκρέμασαν τη θλίψη τους

και ζούνε νικημένοι.

Previous Story

LUNG fanzine Fest-FR.29/3- Bokomolech- Sigmatropic- Tasos Sagris+Whodoes- Sister- Adolf Plays the Jazz

Next Story

How Capitalism Torched the Planet by Imploding Into Fascism- by Umair Haque


Latest from Events

Διαστάσεις της Αποικιοκρατίας | 6 Ομιλίες & Συζήτηση- ΤΡ. 18/6 – Εξάρχεια

Διαστάσεις της ΑποικιοκρατίαςΑποικιοκρατία και Καπιταλιστική Νεωτερικότητα: Μεταξύ Παρελθόντος και Μέλλοντος ΤΡΙΤΗ 18/6/2024 ΏΡΑ έναρξης 19.00 Αυτοδιαχειριζόμενο Παρκάκι ΤΣΑΜΑΔΟΥ 10- Εξάρχεια Σε πείσμα των φιλελεύθερων
Go toTop