Δικτατορία , δημοκρατία και η εξέγερση του Πολυτεχνείου
Μισός αιώνας έχει σχεδόν περάσει από την εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 και την κατάρρευση του χουντικού καθεστώτος το 1974. Ενός καθεστώτος που επιβλήθηκε από τον ελληνικό στρατό, τον “προστάτη των συνόρων και του πολιτεύματος“, σε αγαστή συνεργασία με το συμμαχικό κράτος των ΗΠΑ και τμήμα του ντόπιου κεφαλαίου. Οι “προστάτες του έθνους” δεν δίστασαν να βάλουν μια ολόκληρη κοινωνία στον “γύψο” προκειμένου να την “προστατέψουν” από τον ίδιο της τον εαυτό. Η απόδοση της αποκλειστικής ευθύνης στις ΗΠΑ για την εγκαθίδρυση ενός χουντικού καθεστώτος στην Ελλάδα, ουσιαστικά αθωώνει το ελληνικό βαθύ κράτος και συσκοτίζει τις ευθύνες του ίδιου του κρατικού μηχανισμού και των διαχρονικών επιλογών του. Η κρατική προσπάθεια να παρουσιαστεί η εξέγερση του Πολυτεχνείου ως “γιορτή της Δημοκρατίας” θέλει να αποκρύψει τον κατασταλτικό ρόλο της μετεμφυλιακής δημοκρατίας κατά τις δεκαετίες που προηγήθηκαν της δικτατορίας (αλλά και διαχρονικά) και να την εκθειάσει ως το βέλτιστο δυνατό καθεστώς.
Κατά τη διάρκεια της επταετούς στρατιωτικής δικτατορίας εντάθηκαν και διευρύνθηκαν οι βασανισμοί αγωνιστ(ρι)ών, οι φυλακίσεις και οι εξορίες. Απαγορεύτηκαν καθολικά οι συγκεντρώσεις και οι συναθροίσεις, ενώ οι παρακολουθήσεις και η λογοκρισία κυριαρχούσαν σε όλους του τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Κυρίαρχο ιδεολογικό δόγμα υπήρξε ο εθνικισμός και η πατριαρχία που συμπυκνώθηκαν μέσα από τα τρίπτυχα `Ελλάς-ελλήνων-χριστιανών“ και “πατρίς-θρησκεία-οικογένεια“. Αποτέλεσμα της ασφυκτικής αυτής κατάστασης ήταν οι μειοψηφικές κοινωνικές αντιστάσεις καθ`όλη τη διάρκεια της επταετίας, να γιγαντωθούν μέχρι την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Μια εξέγερση που παρά τον αρχικά φοιτητικό χαρακτήρα της, πολύ γρήγορα πλαισιώθηκε και στηρίχτηκε αυθόρμητα από ευρύτερα κοινωνικά τμήματα των καταπιεσμένων. Ειδικά κομμάτια νεολαίας σε συνέχεια κινημάτων όπως του Μάη του `68 που δεν θέλησαν να ενσωματωθούν στις κυρίαρχες κοινωνικές νόρμες, οι οποίες επέβαλλαν το πώς θα ντύνονται, το πώς θα ζουν, το πώς και ποιο θα ερωτεύονται, το πώς θα ονειρεύονται, πλαισίωσαν και πρωτοστάτησαν στα οδοφράγματα και την κοινωνική ανυπακοή.
Οι καταλήψεις και οι διαδηλώσεις ενάντια στο καθεστώς της Χούντας στην Αθήνα αλλά και σε πόλεις της επαρχίας πυροδότησαν την εξέγερση. Τις ημέρες εκείνες στήθηκαν οδοφράγματα και διεξήχθησαν οδομαχίες. Στρατιώτες και αστυνομικοί έβαλαν με πραγματικά πυρά κατά αγωνιζόμενων στο χώρο γύρω από το Πολυτεχνείο, αλλά και στην υπόλοιπη Αθήνα με αποτέλεσμα τις δεκάδες κρατικές δολοφονίες. Η εξέγερση του Νοέμβρη ήταν η αρχή του τέλους της στρατιωτικής δικτατορίας οδηγώντας στην τελική της πτώση ένα χρόνο αργότερα. Καθοριστικό γεγονός υπήρξε το πραξικόπημα ενάντια στον Μακάριο οργανωμένο από το ελληνικό κράτος και τους κύπριους εθνικιστές και η στρατιωτική εισβολή του τουρκικού κράτους στο νησί.
Δημοκρατική νομιμότητα και «η συνέχεια του κράτους»
Όταν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου ξεκινούν, τα κόμματα της αριστεράς προσπάθησαν να εμποδίσουν την κατάληψη. Αργότερα καταδικάζουν, αφού πρέπει να αποδείξουν ότι είναι πιστά σε μια προοπτική ομαλής μετάβασης στην δημοκρατία ( πχ ανακοινώσεις ΚΚΕ εσωτερικού και του ΚΚΕ με το περιβόητο φύλλο Νο 8 της Πανσπουδαστικής Γενάρης-Φλεβάρης του `74) . Μετέπειτα, επιχειρούν να αγιοποιήσουν την εξέγερση του Πολυτεχνείου και να την καταστήσουν ιδιοκτησία τους. Πράγμα που την έφερε σε συχνή σύγκρουση με τον αναρχικό χώρο και την ανυπότακτη νεολαία {Πολυτεχνείο `80 (Κουμής, Κανελλοπούλου),`85 (Καλτεζάς),`95,`98) που προσπάθησε και προσπαθεί, να διατηρήσει ζωντανό τον αντικρατικό χαρακτήρα της. Από τότε έως και σήμερα και ειδικά σε προεκλογικές περιόδους, η αριστερά όποτε ασκείται έντονη καταστολή από κάποια κυβέρνηση την κατηγορεί πως διολισθαίνει προς ένα χουντικό καθεστώς. Φυσικά με αυτό τον τρόπο, ξεπλένουν την δημοκρατία παρουσιάζοντάς την ως ένα «δίκαιο και ανεκτικό πολίτευμα», στην όποια υποτίθεται πως δεν χωράει η καταστολή. Όταν η δημοκρατία επανήλθε το 1974 το σύνολο σχεδόν των πρωταγωνιστών αλλά και των βασανιστών της Χούντας αθωώθηκαν και ο κρατικός μηχανισμός στο σύνολό του παρέμεινε άθικτος. Τα πρόσωπα του κρατικού μηχανισμού δεν άλλαξαν, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά ότι το κράτος έχει συνέχεια, ανεξαρτήτως κυβέρνησης ή ακόμα και πολιτεύματος.
Αυτή η συνέχεια του κρατικού μηχανισμού φάνηκε και στην περίοδο αποκατάστασης της δημοκρατίας. Στη μεταπολίτευση όλες οι κυβερνήσεις, δεξιές κεντρώες και αριστερές, αναπαρήγαγαν τον κόσμο της εκμετάλλευσης και καταπίεσης, της πατριαρχίας, του ρατσισμού, του μιλιταρισμού και ενέτειναν τη καταστολή όσων αγωνίζονται. Επιτέθηκαν στο άσυλο, αναδιάρθρωσαν με επιθετικούς όρους τα πανεπιστήμια, και υποστήριξαν την είσοδο των μπάτσων σε αυτά. Έστρωσαν τον δρόμο, ώστε σήμερα το κτήριο Γκίνη να είναι σφραγισμένο και απρόσιτο σε όσους/ες δεν ανήκουν στην ακαδημαϊκή κοινότητα και με τρέχοντα σχέδια για την άμεση μουσειοποίηση του. Όλα αυτά είναι εφικτά με την προστασία ενός στρατού από μπάτσους να επιτηρούν όλη τη περιοχή των Εξαρχείων .
Σε μια περίοδο γενικευμένης κρατικής-καπιταλιστικής κρίσης και με τον πόλεμο στην Ουκρανία να φέρνει ένα ντόμινο εξελίξεων, τα έθνη – κράτη και το κεφάλαιο ανά τον κόσμο θωρακίζονται. Παράλληλα, εντείνεται η ληστρική επίθεση των αφεντικών στις ζωές μας και η εργασιακή εκμετάλλευση. Βασικά αγαθά γίνονται δυσπρόσιτα για μεγάλα κομμάτια των από τα κάτω και απειλούμαστε από την ένταση της φτώχειας και της εξαθλίωσης, λόγω της ενεργειακής κρίσης στο χειμώνα που έρχεται. Με πρόσχημα την καταπολέμηση της πανδημίας covid-19, επιταχύνθηκε η ψήφιση νομοσχεδίων ώστε να ενισχυθούν τα συμφέροντα των αφεντικών και επιβλήθηκαν περιορισμοί και απαγορεύσεις κυκλοφορίας. Παράλληλα, εντάθηκε η προσπάθεια από την εξουσία επιβολής «κοινωνικής ειρήνης» με μπάτσους να καταστέλλουν αγώνες, να ελέγχουν αν παραβιάστηκαν οι απαγορεύσεις και να τιμωρούν τους παραβάτ(ρι)ες. Το κράτος για να προστατευτεί από μια συνολική πολιτική αμφισβήτηση και κοινωνική εξέγερση χρησιμοποιεί τα ψίχουλα επιδομάτων ως καρότο και ταυτόχρονα επιτίθεται άγρια μέσω των κατασταλτικών μηχανισμών του σε όλο το φάσμα της καθημερινότητάς μας. Σε αυτήν την καθημερινότητα η βία της πατριαρχίας όχι μόνο δεν απουσιάζει αλλά είναι αναπόσπαστο κομμάτι της. Τα περιστατικά γυναικοκτονιών και έμφυλης βίας, με πιο πρόσφατα τον βιασμός της 19χρονης στο α.τ. ομόνοιας και η μαστροπεία του 12χρονου κοριτσιού, κάθε άλλο παρά μεμονωμένα είναι, συμπυκνώνοντας τη σαπίλα του πατριαρχικού κόσμου στον οποίο ζούμε. Του εξουσιαστικού κόσμου που παράγει ανισότητες, συγκαλύπτει, ξεπλένει βιαστές και διαιωνίζει την φτώχεια, την έμφυλη βία και την καταπίεση.
Ο στρατός, ο πιο βίαιος μηχανισμός του κράτους και πρωταγωνιστής στην επιβολή της δικτατορίας, τα τελευταία χρόνια έχει ισχυροποιηθεί ιδιαίτερα. Εν μέσω πολεμικών συρράξεων και με την απειλή ξεσπάσματος νέων μένει έξω από κάθε κριτική, ως ο προστάτης της κοινωνίας και αφήνεται ανενόχλητος να παράγει την λατρεία της βίας, της εξουσίας, την πατριαρχία, τον ρατσισμό. Ισχυροποιείται υλικά με μια εκρηκτική αύξηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων και με την αναβάθμιση της ισχύος, τόσο των ξένων όσο και των ντόπιων στρατιωτικών βάσεων. Ταυτόχρονα, μπροστά στον εξωτερικό και εσωτερικό εχθρό ο στρατός παρουσιάζεται ως εγγυητής της διασφάλισης της ειρήνης και του αστικού δημοκρατικού πολιτεύματος. O στρατός επιχειρείται να εμφανιστεί ως σωτήρας της κοινωνίας για να ξεπλυθεί ο δολοφονικός του ρόλος η άμεση και έμμεση συμμετοχή του σε διακρατικούς πολέμους στις δολοφονίες μεταναστ(ρι)ών στον Έβρο και στο Αιγαίο. Διεθνώς, ο ρόλος του στρατού αναβαθμίζεται και βγαίνει στο δρόμο ενισχύοντας ή και υποκαθιστώντας την αστυνομία, με ποικίλα προσχήματα (απειλή τρομοκρατικών χτυπημάτων, πανδημία Covid19, βίαιη απομάκρυνση μεταναστ(ρι)ών από τα σύνορα, σαν απεργοσπαστικός μηχανισμός κλπ). Στον ελλαδικό χώρο η παρουσία του στρατού στο δρόμο είναι περιορισμένη, στρατιωτικοποιούνται ακόμα περισσότερο όμως, τα σώματα ασφαλείας.
Ταυτόχρονα βλέπουμε την άνοδο ακροδεξιών και φασιστικών μορφωμάτων και την ένταση του εθνικιστικού και πολεμικού παροξυσμού. Σε εγχώριο επίπεδο, η νομική καταδίκη των εθνικιστών-νεοναζί της Χρυσής Αυγής δεν πρέπει με κανένα τρόπο να δημιουργεί εφησυχασμό. Το κράτος και η δημοκρατία μέσω της καταδίκης των νεοναζί επιχείρησαν αφενός να συσκοτίσουν και να αποκρύψουν τη διαχρονική σχέση και συνδιαλλαγή μεταξύ τους, αφετέρου να εμφανιστούν ως θεματοφύλακες του υπάρχοντος πολιτεύματος και της πολιτικής ΄ομαλότητας΄. Ο φασισμός παράγεται από το κράτος, το κεφάλαιο και την πατριαρχία και γεννιέται σε συνθήκες δημοκρατίας. Είναι οι ίδιοι αυτοί θεσμοί και ιδεολογήματα που αν νιώσουν ότι η εξουσία τους απειλείται τον τροφοδοτούν και τον ενισχύουν. Ο φασισμός δεν νικιέται στις αίθουσες των δικαστηρίων. Ο αγώνας εναντίον του οφείλει να στρέφεται ενάντια στην πραγματική του ρίζα, ενάντια στο κράτος, το κεφάλαιο, την πατριαρχία και το σύνολο του εξουσιαστικού κόσμου.
Η οργή των καταπιεσμένων και των εκμεταλλευομένων και το όραμα για έναν καλύτερο κόσμο, δεν καταπνίγεται ούτε καταστέλλεται. Τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν τον Νοέμβριο του ’73 χαρακτηρίζονται από τους κυρίαρχους ως η απαρχή της αποκατάστασης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, διαστρεβλώνοντας την πραγματική τους σημασία και τον εξεγερτικό τους χαρακτήρα. Για εμάς η εξέγερση του Νοέμβρη με τα πηγαία αντικρατικά χαρακτηριστικά της, είναι κοινωνική παρακαταθήκη για μελλοντικούς αγώνες. Ως αναρχικοί, αναρχικές κι αναρχικά, ούτε γιορτάζουμε, ούτε έχουμε ανάγκη από ήρωες. Μέλημά μας είναι η διάσωση της εξεγερσιακής και κινηματικής μνήμης, η άντληση γνώσης κι έμπνευσης από αυτήν για τις μελλοντικές εξεγέρσεις, για την κοινωνική επανάσταση.
Κάλεσμα στην πορεία της 17 Νοέμβρη- Πέμπτη 17/11 στις 15.00 στην πλατεία Κλαυθμώνος
Ενάντια σε κράτος καπιταλισμό και πατριαρχία
Αγώνας ενάντια στον υπάρχοντα κόσμο χωρίς καμία υποταγή κι ανάθεση σε κάθε πτυχή της ζωής μας
Αντικρατικός αγώνας και εξέγερση στο εδώ και στο τώρα
Αγωνιζόμαστε για μια κοινωνία ελευθερίας, ισότητας, κοινωνικής αλληλεγγύης, για την Αναρχία
_______
Ανοιχτή Συνέλευση Αναρχικών για την Πορεία της 17 Νοέμβρη 2022