Η Επανάσταση στην Ντίσνεϋλαντ, του Ευγένιου Αρανίτση

December 12, 2010



























Η γαλλική κυβέρνηση ανανέωσε τη σύμβαση με την εταιρεία Ντίσνεϋ έναντι 2.000.000.000 ευρώ. Η εταιρεία υποσχέθηκε, για το προσεχές μέλλον, τη δημιουργία 70.000 θέσεων εργασίας.

Οι εφημερίδες
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, η εταιρεία Ντίσνεϊ πρόβαλλε την εικόνα ενός οργανισμού μεταξύ των πολλών που είχαν αναλάβει τη δυναμική υποστήριξη της πρώιμης μεταπολεμικής ευφορίας του αμερικανικού ονείρου. Το όνειρο είχε κιόλας διανύσει τη φάση της παιδικής του ηλικίας, ιδιαίτερα δελεαστική εν προκειμένω για όσους είχαν στερηθεί τη δική τους, και περνούσε θριαμβευτικά κάτω απ’ τις χολιγουντιανές αψίδες μιας φανταχτερά σκηνοθετημένης εφηβείας, μέσα σε καταιγίδες από χαρτοπόλεμο και ποπ κορν. Ενηλικιωνόταν εξελισσόμενο σε φρουρό του εθνικού ύπνου.
Το όνειρο μιλούσε για όλα εκείνα τα πλεονεκτήματα που ο παλαιός κόσμος δεν είχε καν διανοηθεί, νεανικά πάρτι, παγωτατζίδικα, ροκ εν ρολ, ντράιβ ιν και βενζινάδικα που λειτουργούσαν με σύστημα σελφ σέρβις, λαβυρίνθους από φώτα νέον, φτηνά σπορ αμάξια, υπέροχες οικιακές συσκευές κατάλληλες να φέρουν τη δημοκρατία στην κουζίνα, τάπητες γκαζόν, κηδείες με αποτέφρωση, εντυπωσιακές εκρήξεις πολύχρωμου πλαστικού, καθώς και την υπόσχεση μιας απέραντης ευκολίας στο να παράγεις ομοιώματα όταν το πρωτότυπο θα έπαυε να αντέχει την εφήμερη κριτική των Μέσων, οπότε θα σου ζητιόταν να το εξαφανίσεις απ’ το προσκήνιο και να αποφύγεις, εφεξής, πάση θυσία, οιαδήποτε αναφορά σ’ αυτό. Το εθνικό προϊόν ήταν το ίδιο το μέλλον σε συσκευασία ενεστώτα μίας χρήσεως και ο καθένας απ’ τους πλασιέ που χτυπούσαν την πόρτα συστηνόταν ως ο άνθρωπος που θα σου πουλούσε ένα μικρό μερίδιο αυτού του μέλλοντος, μισοτιμής. Αρχισε λοιπόν να τίθεται το θέμα τού αν θα προλάβαινες να αγοράσεις, αν θα προλάβαινες να ενημερωθείς, αν θα προλάβαινες να ενηλικιωθείς και να γεράσεις. Αν θα προλάβαινες να παρακάμψεις το αίνιγμα του θανάτου, είτε δικού σου, είτε των άλλων, είτε του πολιτισμού και των αξιών, διότι οι αξίες είχαν προσβληθεί κι αυτές από τον πυρετό της δοσοληψίας και κανείς δεν θυμόταν τι αντιπροσώπευαν.
Τότε, σε όλους τους τομείς, περιλαμβανομένης της πολιτικής, ο πλασιέ καθιερώθηκε σαν ο κήρυκας του καινούριου Ευαγγελίου, αυτός που δεν μπορούσες παρά να καλωσορίσεις γιατί σε διαβεβαίωνε ότι ο χρόνος που θα κέρδιζες αν βιαζόσουν να κατακτήσεις τα πράγματα προτού τα κατανοήσεις, θα πιστωνόταν και θα σε περίμενε σ’ έναν παράδεισο ολοκληρωτικής άγνοιας. Ο παράδεισος ήταν αβαθής και ευμετάβλητος σαν την τηλεθέαση. Η σωτηρία του μέσου ανθρώπου εξαρτιόταν, θετικά, απ’ την αστάθεια των κριτηρίων του, απ’ την προθυμία του να συναινέσει στην υπόθεση ότι όλα είναι προς αντικατάστασιν. Πουθενά δεν έβρισκες το παραδοσιακό, βραδυκίνητο και σεβάσμιο πάθος για την ερμηνεία που θα θεράπευε ή θα μυθοποιούσε τους ίσκιους και τα κενά της ιστορικής μνήμης, ενώ ο διαθέσιμος φωτισμός αναμνήσεων που κρίνονταν ασύμφορες αποδεικνυόταν όλο και πιο στοιχειώδης. Βαθμιαία, το κεντρικό αίτημα της κοινωνίας ευθυγραμμιζόταν με τη λήθη και η λήθη καλούνταν τώρα να δημιουργήσει τα δικά της ομοιώματα και να τα διανείμει με δόσεις, χωρίς προκαταβολή, λες και όλες οι διεκδικούμενες προκαταβολές είχαν ήδη εξοφληθεί συμβολικά με την ακατονόμαστη φρίκη του πολέμου. Απέναντι στις αποτρόπαιες υποψίες για την πιθανή σχέση που συνέδεε την εμπειρία ενός συνολικά βιομηχανοποιημένου κόσμου με την επόμενη γενοκτονία στο επόμενο Αουσβιτς, δεν στεκόταν παρά ο Ελβις με τους γοφούς του και μια κιθάρα.
Ηταν αυτό ειδικά το σοκ του πολέμου που είχε παραμείνει ελάχιστα συνειδητοποιημένο απ’ την παράλυτη μεσαία τάξη, άπαξ και η φρενίτιδα των εξελίξεων διακόπηκε απότομα απ’ τον οικουμενικό κρότο της Βόμβας στην άλλη όχθη του Ειρηνικού. Ενα πελώριο περίσσευμα θανάτου, ένα ανυπολόγιστο απόθεμα τρόμου δεν είχε συνειδητοποιηθεί ποτέ, αλλά παρέμενε, ιζηματικά, στο συλλογικό φαντασιακό, σαν τραχύ, αποσιωπημένο, εφιαλτικό μόρφωμα που θα ανατοκιζόταν αθόρυβα μέχρις ότου επιστρέψει για να εκδικηθεί τα εκατομμύρια των πολιτών οι οποίοι είχαν παρασυρθεί να κλείσουν τα μάτια μπροστά στους ιλίγγους της Ιστορίας δίχως να γίνουν πιο στοχαστικοί, δίχως να γίνουν πιο ευαίσθητοι στα συμπεράσματα και περισσότερο ανοιχτοί στις ανάγκες του ψυχισμού για περισυλλογή. Let it go, όπως έλεγαν!
Στον ορίζοντα του κοινωνικού θεάματος, το μέγεθος αυτής της προσποίησης αποκαλύφθηκε εν μέρει στην κλειστοφοβική ατμόσφαιρα των φιλμ νουάρ ή, πιο ρεαλιστικά, στη δολοφονία του Κένεντυ, όμως η αλήθεια είναι ότι δεν της έλειπε εξαρχής η ανυποχώρητη επιθυμία, δεδηλωμένη εξάλλου, να οργανωθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση, εκεί όπου το κόστος επαναδιοχετεύεται, σαν στιγμιαίο όφελος, σ’ ένα μέτωπο χαζοχαρούμενης αφασίας και ανέμελου ξεσηκωμού των καταναλωτών. Στον ήρεμο πανικό τους, οι καταναλωτές εξεγείρονταν ενάντια στο παλαιομοδίτικο άγχος των εξελίξεων και υπέρ της μοντέρνας εκείνης έλλειψης θάρρους που όριζε τον θάνατο σαν ταμπού και ευθυνόταν για την επ’ άπειρον αναβολή της αναγνώρισης του πόνου ο οποίος είχε κληρονομηθεί απ’ τις λεγεώνες των σκοτωμένων του πολέμου. Οσο θάρρος κι αν είχαν δείξει οι Αμερικανοί στα πεδία των μαχών της Ευρώπης, άλλο τόσο τους έλειπε ώστε να εξετάσουν τις αιτίες της κακοδαιμονίας και να πενθήσουν τ’ αποτελέσματά της με μια ειλικρίνεια που θα εμπόδιζε την επάνοδο φαντασμάτων.
Πανηγυρίζοντας αυτή την τόσο χαρακτηριστικά αμερικανική ρηχότητα της ζωής, το κοινό, κατ’ ουσίαν, αντιδρούσε ανακλαστικά ενάντια στους φόβους για τις επερχόμενες μάστιγες, με πρώτη τη μόλυνση του αέρα απ’ τους ρύπους των εργοστασίων και τον ηθικά καρκινογόνο φθορισμό του μάρκετινγκ και των τηλεοράσεων. Οι φόβοι διασκεδάστηκαν με τη γεύση της κόκα κόλας και μ’ αυτό που η σημερινή γενιά των εξηντάρηδων αναπολεί σαν μια ατμόσφαιρα σωτήριας επιπολαιότητας, εντελώς εκτός τόπου και χρόνου, με πρωταγωνιστές τον Μίκυ, τον Γκούφη και τους υπόλοιπους, μέχρι τα μάπετ του Πολέμου των άστρων και τα καμώματα του νεώτερου Μπους. Διότι ο Τζορτζ ήταν τεχνίτης στο να παριστάνει τον αφελή όταν τον πλησίαζαν δημοσιογράφοι κι έτσι εκείνο που μας έλεγε, στην πραγματικότητα, ήταν ότι, ξέρετε, αφού η κοινή γνώμη, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, κι όχι λιγότερο εξαιτίας τους, αρνείται να πάρει τον εαυτό της στα σοβαρά, ο Λευκός Οίκος θα δεχόταν ευχαρίστως ν’ ανοίξει υποκατάστημα στην Ντίσνεϋλαντ. Τα υπόλοιπα, στο επόμενο ή: Πώς ο Ντίσνεϋ ήρθε στη Γαλλία, το προπύργιο του παλαιού κόσμου, ως μορφωτικός ακόλουθος.


To άθρο δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία 
http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=26/09/2010&s=parado3a


Διαβάστε εδώ το 2ο Μέρος του άρθρου 
http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=03/10/2010&s=parado3a


και εδώ το 3ο Μέρος του άρθρου:
http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=10/10/2010&s=parado3a

Επίσης αρχείο από άρθρα του Ευγένιου Αρανίτση μπορείτε να βρείτε εδώ:
http://aranitsis.blogspot.com/

Previous Story

Georgia Sagri – One [ Opening and Performance, 11 December, 8-10pm]

Next Story

Riot, Si Se Puede by Lilprole / Complete Report from the people’s struggles in Arizona U.S.A.


Latest from Local movement

Go toTop