Στην ταινία Salon Kitty του Τίντο Μπρας υπάρχει μια σκηνή όπου ο αξιωματικός των SS (συνδυασμός τέλειου Αρείου και David Bowie εποχής Ziggy Stardust) εξηγεί στη νεαρή πόρνη με ποιον τρόπο επικράτησαν οι ναζιστές στην προπολεμική Γερμανία. Δεν θυμάμαι επακριβώς τα λόγια του, αλλά η ουσία τους είναι «Κατεβάσαμε έναν ολόκληρο λαό στο επίπεδό μας».
Ίσως η μεταφορά να ακούγεται κάπως υπερβολική, αλλά το καθεστώς που εγκαθίδρυσε η κυρίαρχη τάση στα ελληνικά ΜΜΕ από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 μέχρι το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα δεν απείχε πολύ από την πολιτιστική δικτατορία. Και, όσο τραβηγμένο κι αν ακούγεται επίσης, ο λόγος των φορέων της αναπαρήγαγε ανάλογη ισοπέδωση και σκληρότητα.
Όχι τόσο επειδή βασικός του στόχος ήταν η δημιουργία ενός καταναλωτικού χώρου ξεκομμένου από την πραγματική ανάγκη –συνθήκη απαραίτητη για την επέκταση των τότε αναδυόμενων τομέων της αγοράς–, όσο επειδή στη διαδικασία αυτή εκμεταλλεύτηκε με τρόπο τολμηρό, κερδοφόρο και εν τέλει αποτελεσματικό τις αντιφάσεις που προέκυψαν από τη συνάντηση ενστίκτων που επιζούσαν στις πλέον σκοτεινές γωνιές του συλλογικού νου με τις πιο ελκυστικές υποσχέσεις της διαφήμισης: το σεξ και τη συμμετοχή σε μια προνομιούχο ελίτ, μέσω της υιοθέτησης των εξωτερικών χαρακτηριστικών της καθημερινότητάς της.
Δεν υπήρξε αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο, αλλά είναι εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο κυριάρχησε στην Ελλάδα. Οι διατυπώσεις του υπήρξαν ένα μείγμα αυτιστικής υπερηφάνειας, θράσους και επιθετικότητας που αξίωναν να εκλαμβάνονται ως αυταπόδεικτες λόγω της δήθεν ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας και μεταχειρίστηκαν μια σχιζοφρενική όσο και αποδοτική προσέγγιση: Αφενός, πρόβαλλαν και στηλίτευαν την «υστέρηση» του «Έλληνα» απέναντι στις κοινωνίες άλλων δυτικών χωρών και αφετέρου, πρότειναν –ή μάλλον έβγαζαν στον πάγκο για πούλημα– την ασφαλέστερη μέθοδο για την υπέρβασή της, που δεν ήταν άλλη από την παράδοσή του στην ξέφρενη ταραντέλα της υπερκατανάλωσης και της νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας, στην οποία ούτως ή άλλως παράδερνε και η υπόλοιπη Ευρώπη.
Ο λόγος του εμφανίστηκε σαν αντίδοτο στην κούραση από τον «βαρύ», «ξύλινο» κομματικό λόγο της μεταπολίτευσης, όταν η επανάληψη είχε στερήσει από νόημα τις λέξεις που σημάδεψαν τις όποιες συλλογικές αναζητήσεις – αλλά η νοοτροπία του απέκτησε υπόσταση και ταυτότητα παραπλήσια του πιο φασιστικού της παραγώγου, του «αυριανισμού», φροντίζοντας για τη διάχυση του ύφους του σε ραδιόφωνα, περιοδικά και τηλεοπτικές εκπομπές. Παρά την «ελαφρότητα» και την ηδονοθηρία που τον χαρακτήριζε, υιοθέτησε την ίδια τραμπούκικη αυτοπεποίθηση, γιατί οι φορείς του γνώριζαν ότι η συγκεκριμένη διαδικασία μετάβασης είχε τις πλάτες του κράτους και του εγχώριου κεφαλαίου. Υπέθαλψε και στηρίχτηκε στη φρενίτιδα της κατανάλωσης που ευνοούσε τους οικονομικούς δείκτες της «ισχυρής» Ελλάδας, όπου οι διακοπές αποτελούσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τις τράπεζες. Την ίδια ώρα, τα τηλεοπτικά ΜΜΕ λειτουργούσαν σαν εμπροσθοφυλακή για την επιβολή των επιλογών των δύο παραπάνω πόλων, όπως και μιας εικονικής «κανονικότητας», κληρονομιά από τη χούντα που ανέκαθεν επιδείκνυε μηδενική ανοχή όταν γνώριζε αμφισβήτηση. Αυτή είναι η Ελλάδα, και σε όποιον αρέσει. Αν γυρίσουμε στις περασμένες δεκαετίες και θυμηθούμε τις κραυγές των σχολιαστών –από τις ουσιαστικά παραχωρημένες από το κράτος τηλεοπτικές συχνότητες– κατά των ξυλοκοπούμενων «κωλόπαιδων των Εξαρχείων» και την κατανόησή τους απέναντι στη δράση των τότε «αγανακτισμένων πολιτών», μπορούμε να δούμε να προβάλλονται δυσοίωνα flash-forward, σκηνές από τα χρόνια που ακολούθησαν: η εθνική δυστοπία των Ολυμπιακών Αγώνων, η δολοφονία ενός παιδιού σε έναν πεζόδρομο της ίδιας γειτονιάς το 2008 και οι σημερινές επιθέσεις κατά των μεταναστών.
Εξορίζοντας κάθε συλλογική διεκδίκηση στα ξερονήσια του παρωχημένου και υποβαθμίζοντας εκ προοιμίου κάθε καλλιτεχνική απόπειρα που δεν στόχευε στην άμεση εμπορευματική εξαργύρωση (για παράδειγμα, «γκρουπάκια», σπανίως συγκροτήματα), φρόντισε να καταστήσει εξαρχής σαφείς τις πολιτιστικές του αναφορές. Για τους μάγκες που έγραφαν στα lifestyle έντυπα, η Νέα Υόρκη στα ’70s δεν ήταν το κατακλυσμικό punk rock του CBGBs αλλά τα ντίσκο ξεφτίδια του Studio 54. Ο Σάκης Ρουβάς ανακηρύχθηκε ο Έλληνας Elvis Presley και η Άννα Βίσση βαφτίστηκε η απόλυτη (;!) Ελληνίδα σταρ σε διεθνές επίπεδο, ενώ ήταν απλώς δημοφιλείς εγχώριοι εκπρόσωποι του παμβαλκανικού μουσικού υβρίδιου που συνδυάζει παραδοσιακά τοπικά μοτίβα με electro pop στοιχεία και ονομάζεται στη Σερβία turbo-folk, στη Ρουμανία manele και στη Βουλγαρία chalga. Το κλίμα παρέπεμπε περισσότερο στη δικτατορία των κουμπουροφόρων ολιγαρχών της πρώην ΕΣΣΔ και λιγότερο στο Χόλιγουντ, όπως ήταν το ποθούμενο.
Όμως οι διαστρεβλώσεις ήταν εξαρχής τόσο κραυγαλέες, που έθεσαν με σαφήνεια τις διαχωριστικές γραμμές. Απέτρεψαν την όσμωση της πραγματικής μουσικής των νέων με το lifestyle. Άλλωστε οι πιο επιδραστικοί εκπρόσωποί της τη δεκαετία του 1990 –συγκροτήματα όπως οι Τρύπες, οι Στέρεο Νόβα και οι Active Member– τοποθετήθηκαν ξεκάθαρα στον αντίποδα αυτού του πανηγυριού του τίποτα, διαπαιδαγωγώντας πολλά παιδιά με το ήθος και την υπερηφάνεια που προϋποθέτει η πίστη στην αντίληψη ότι οι αξίες σου δεν είναι απαραίτητο να συμβαδίζουν με την ανυπαρξία αξιών των άλλων.
Γιατί ήταν πραγματικά εξωφρενικός ο τρόπος με τον οποίο η εικόνα ακύρωνε κάθε περιεχόμενο, τοποθετώντας τα πάντα σε ένα πλαίσιο που τα καθιστούσε εξωπραγματικά. Οι αναφορές συγκρούονταν σαν συντρίμμια παρασυρμένα από έναν σημειολογικό τυφώνα: Κυρίες με πορνικές αμφιέσεις σε λειτουργίες της ορθόδοξης λατρείας, νεαροί με τατουάζ που σταυροκοπιούνται περνώντας έξω από εκκλησίες, κολλαριστοί τσοπεράδες με επταψήφιους τραπεζικούς λογαριασμούς∙ ό,τι να ’ναι. Επιπλέον, μια ερωτική εικονογραφία για ξελιγωμένους, κρεμασμένη στα περίπτερα που μέχρι τις αρχές του ’80 έκρυβαν τον Καζανόβα πίσω από τα γαριδάκια για να μη φαίνεται, και ένας μανιακός εγκλεισμός της γυναικείας φύσης στα υγρά υπόγεια της ψυχαναγκαστικής ανδρικής υπερσεξουαλικότητας. Ένας άνδρας σκέφτεται το σεξ κάθε τρία δέκατα του δευτερολέπτου. Κατά τα άλλα, το θέατρο της σκληρότητας: Ανθρώπινος πόνος σε κοινή θέα, ευάλωτα άτομα υπό πανεθνική διαπόμπευση, «τρελοί του χωριού» που μετά τη γελοιοποίηση στο καφενείο είχαν μόνο γυάλινα σπίτια να κρυφτούν. Απεριόριστος θαυμασμός για τους ματσωμένους, χείλη τεντωμένα από το νυστέρι και την υπερένταση που εκφέρουν το κτητικό «μου», εκβιάζοντας μια ανύπαρκτη εγγύτητα.
Ήταν πολύ άσχημο τριπάκι και τώρα που η αγορά που το κινούσε στέγνωσε από χρήμα, το Ιnternet του στέρησε το μονοπώλιο της εικόνας και οι αξιοθρήνητοι εκπρόσωποί του μοιάζουν με πρώην υπουργούς –μικροί, αλαφιασμένοι, όχι λιγότερο εύθραυστοι από τα παιδιά που φυλακίζονται αυτοβούλως στα σπίτια του Big Brother–, νιώθεις περίεργα όταν μιλάς για όλα αυτά. Αναρωτιέσαι αν κάτι τέτοιο έχει πια νόημα. Σκέφτεσαι πως θα μπορούσε να είναι ένα κακό όνειρο που οδήγησε σε ένα ακόμα πιο οδυνηρό ξύπνημα: Ότι τελικά είχε να κάνει με τον χρόνο, τον χαμένο χρόνο που όλοι αναζητούν και είναι τόσο πολύτιμος που ορισμένοι πιστεύουν ότι μπορεί να γίνει κομμάτια και να πουληθεί, όχι μόνο κενός από εμπειρία, αλλά και έτοιμος να γεμίσει με προσοδοφόρο σκουπιδαριό. Μόνο που, όπως αποδείχθηκε, αυτό το άδειο σακί ήταν τελικά το πιο βαρύ απ’ όλα.
Ο Αλέξης Καλοφωλιάς είναι μουσικός και μεταφραστής.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Κοντεινερ # 17 :
http://www.konteiner.gr/magazine