Οι Nalyssa Green, Le Page, Jackie Farrow, LogOut και Zoe Lian τραγουδούν για το πιο ωραίο ακροατήριο στο σαλόνι της αίθουσας Σινιόσογλου.
Οι καλικάτζαροι των Χριστουγέννων είναι κάτι μποέμ παιδιά που άφησαν τα τρίγωνα στο σπίτι, πήρανε παραμάσχαλα κιθάρες και φυσαρμόνικες και κίνησαν να τραγουδήσουν στις γιαγιάδες τους, το «Sliver» των Nirvana [“Granma take me home…”]. Σε μια επίσκεψή τους στο Γηροκομείο Αθηνών, συνοδευμένη από πολλά μελομακάρονα, αμήχανα χαμόγελα, ανέλπιστους χορούς και χρυσές καρδιές κάτω από ρόμπες πλουμιστές, η ομάδα του ough! βρήκε το πνεύμα των Χριστουγέννων.
Στην αίθουσα Σινιόσογλου με τους λαδί καναπέδες, την plasma τηλεόραση που έπαιζε ΕΤ1 και τα τραπέζια με το μάρμαρο, οι γηραιές κυρίες του ιδρύματος είχαν πιάσει θέση από νωρίς. Άλλες φορώντας τα «καλά» τους, άλλες πιο casual, με ρόμπα-παντόφλα, ολιγομίλητες και σκεφτικές, μας περίμεναν υπομονετικά. Στην είσοδο μας υποδέχτηκε ο Γρηγόρης. Μεγαλόσωμος και κουτσός απ’ το ένα πόδι, ο γκρίζος γάτος της κυρά-Λένης μας οδήγησε πρώτα στο δωμάτιό της. Εκεί μια μικροκαμωμένη γιαγιά, μάς εξήγησε «εγώ τα φροντίζω όλα, δυο σκυλιά, πέντε γατιά. Εδώ μέσα, βέβαια, κύρης είναι ο Γρηγόρης. Μέσα δεν τον πολυθέλουν, έχει καταστρέψει όλες τις πολυθρόνες με τα νύχια του». Μετά χαμηλώνοντας την φωνή μας εξηγεί ότι πρόσφατα χτύπησε και δεν μπορεί να μετακινείται πολύ. Αρχίζει να γελάει καθώς μας διηγείται το πέσιμό της. Πιάνει τα πλευρά της, την πονούν από το γέλιο. «Το τράνταγμα…», εξηγεί.
Φτάνουν τα όργανα και οι ηλικιωμένες αρχίζουν το σούσουρο. «Ωραίο παιδί αυτός», «Καλέ δες, έφεραν και ακορντεόν», «Αυτή τι φοράει»; Ο Jackie Farrow ξεκινάει το τραγούδι και εκείνες σωπαίνουν ξαφνικά να αφουγκραστούν τα εγγλέζικα. Ποδαράκια στο ρυθμό, παλαμάκια, ενθαρρύνουν οι συνοδοί, ενθαρρύνουμε και εμείς. Ανεβαίνει ο Τόνι από τους Le Page και τους εξηγεί ότι το τραγούδι του μιλά για την κοπέλα του που πάντα αργεί στα ραντεβού, ακούς να λένε «Αααα, μάλιστα», γελάκια υπονοούν ότι οι μακαρίτες οι σύζυγοι είχαν φάει στήσιμο και αυτοί, κι ας μην είχαν τότε κινητά. Και αρχίζουν τον χορό. Εμείς προσεγγίζουμε τις πιο ασάλευτες. «Ωραίος ο νεαρός, ε γιαγιά»; «Ίδιος ο αδερφός μου είναι. Έπαιζε και αυτός κιθάρα, νεαρός», χαίρομαι εγώ ρωτάω «αλήθεια, είναι εδώ, να παίξει και αυτός», και αφουγκράζομαι κάτι σαν «όχι είναι στην Αυστραλία και είναι κατάκοιτος και έχω να τον δω είκοσι χρόνια…» και εκεί παρατώ την προσπάθεια. Την σκυτάλη παίρνει η Nalyssa που τους θυμίζει τις παλιές ερμηνεύτριες, εκείνες με την φωνή αερικού και να σου το «Ταγκό της Αθήνας» και «Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά» πάνω στην μελωδία της Nalyssa.
Ακούμε και άλλες ιστορίες. Για χωριά που άφησαν και νοσταλγούν, για πεσίματα, σπασίματα, που τις κατέστησαν ανίκανες να αυτοεξυπηρετούνται, για τα παιδιά, τα εγγόνια, ταξίδια στην Βραζιλία και τις ειδήσεις, που τις τρομάζουν [πόσα μπότοξ έκανε πια, αυτή η Τρέμη;]. Χαρτιά δεν παίζουν, μου λένε. Τηλεόραση βλέπουν, που έχει καταντήσει αηδία και μόνο τα Τούρκικα αξίζουν. Τις ρωτώ για τα φλερτ, τους «αγαπητικούς» τους από τα διπλανά κτίρια. Οι περισσότερες κάνουν τις αθώες περιστερές «πάει εμάς ο καιρός μας, τώρα είναι δική σας η σειρά», μου λένε, αλλά δεν πείθομαι. Μου έχει εκμυστηρευτεί η δημοσιογράφος του γηροκομείου [τι; Δεν έχει υπόψη τα “χαρούμενα γηρατειά”;] για εκείνους που έρχονται από διπλανά κτίρια και τις βλέπουν, που περπατούν χέρι-χέρι, και δεν μπορούν να κρυφτούν. Μου δείχνουν τις φιλενάδες τους, ακούω άπειρα ονόματα, δεν συγκρατώ, στο background ο LogOut αποπειράται να τραγουδήσει ελληνικά, χάριν της περίστασης. Την μπάντα δένει η Zoe Lian, τραγουδούν όλοι μαζί, λένε και κάλαντα. Τραγουδούν οι γιαγιάδες, στον δικό τους ρυθμό τα λόγια, με αποτέλεσμα την πιο γλυκιά ξεκούρδιστη ορχήστρα.
Μετά από μία ώρα τραγούδι, η pop κομπανία σταματάει τα τραγούδια και χωρίς μουσική πια, το πλήθος αρχίζει να διαλύεται. Δύο κυρίες, οι πιο ζωηρές, μας προσκαλούν στο δωμάτιό τους και μας ανοίγουν μία κρεβατοκάμαρα παιδική, που μας κάνει την καρδιά να λιώσει. Σε κάθε εκατοστό Disney κουκλάκια, χριστοπαναγίες σε καδράκια, φτηνά μπιμπελό, χρώματα και τα δυο τους πρόσωπα με ένα χαμόγελο που εξαφάνιζε κάθε ρυτίδα ηλικίας. Η μια τους, παίρνει αγκαλιά τον Matsuko, τον λούτρινο σκύλο της και μου εξηγεί «Αυτό είναι το Matsuko μου, το είχα μαζί μου στην κλινική», και κάνει μια οριζόντια κίνηση πάνω από την κοιλιά της, σαν πριόνι. Και να σου γέλια και χαρές και πανικός στο δωμάτιο από τα μπιμπλίκια που τραγουδούν όλα μαζί. Πιο δίπλα η κυρά-Ειρήνη μας προϋπαντεί στο δικό της δωμάτιο. «Περάστε, περάστε, στο παλατάκι μας»! Εδώ, περισσότερες φωτογραφίες, η ίδια νέα και μεγαλύτερη, συγγενείς, ανίψια και ο αδερφός με το μουστάκι. Μας ζητά να βγάλουμε όλοι μαζί φωτογραφίες με την μηχανή της και μας δείχνει με περηφάνια κάθε γωνιά του δωματίου.
Στο μεταξύ, μας μιλά ο κοινωνικός λειτουργός [άνθρωπος με πλούσια ψυχικά αποθέματα που δίνει αμέριστη αγάπη στις κυρίες του ιδρύματος]. «Το γηροκομείο φιλοξενεί περίπου 230 άτομα. Έχουμε σοβαρό πρόβλημα χρηματοδότησης λόγω κρίσης αλλά προσπαθούμε σκληρά. Ο οίκος ευγηρίας μας, είναι διαφανής και πολύ ανοιχτός στο κοινό. Μπορείς να έρθεις και να δεις όλους τους κοιτώνες, χωρίς πρόβλημα. Οι ηλικιωμένοι πάνε τις εκδρομές τους, το θέατρό τους, δύο φορές το μήνα. Γίνονται εκδηλώσεις, έρχονται σχολεία, καλλιτέχνες [καθόμαστε στο πιάνο, γίνεται χαμός] υπάρχει μία ζωντανή κίνηση. Εκείνοι που έχουν δυνατότητα να μετακινούνται και διανοητικά είναι ικανοί, μπορούν να πηγαίνουν σε όλη την έκταση του συγκροτήματος και του κήπου χωρίς πρόβλημα. Είναι ένας κήπος υπέροχος, μία φύση που σε κάνει να ξεχνάς προβλήματα. Όταν έρχεσαι εδώ πέρα, πρέπει να ξεχνάς τα προβλήματα που έχεις. Πρέπει να γεμίζεις αγάπη, προκειμένου να την προσφέρεις σε αυτούς τους ανθρώπους για τους οποίους είσαι οικογένεια. Η ζωή μας έχει αποδείξει ότι ο άνθρωπος μετά από μία ηλικία, δεν μπορεί να μένει μόνος του. Είναι καλό λοιπόν, να παραδίδουμε τους γηραιότερους που δεν μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν σε τέτοια ειδικά κέντρα, αρκεί μόνο να είμαστε κοντά και να τους επισκεπτόμαστε τακτικά».
Φεύγουμε, τις αφήνουμε να πάρουν το μεσημεριανό τους. Τις αφήνουμε στα δωμάτιά τους, στην δική τους καθημερινότητα, στις αναμνήσεις τους, που διακριτικά αναμοχλεύσαμε. Το Γηροκομείο Αθηνών ήταν το μόνο που μας δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη και άνοιξε ευχαρίστως τις πόρτες του. Έξω ο καιρός ανοιξιάτικος μας υπενθυμίζει πώς οι ομορφότερες στιγμές, είναι φευγαλέες, χωρίς ίχνη ανάμνησης. Και ότι οι μνήμες μας, εκείνες οι φωτογραφίες μας στα κάδρα, στο facebook, είναι αυτές που θα μας συνοδεύουν μια ζωή και θα μας δίνουν δύναμη όταν αδύναμοι θα αφηνόμαστε στην προσφορά των άλλων.
“Mεγαλύτερη Φροντίδα και Αγάπη μας,
σε αυτό που πρόκηται σύντομα να χαθεί!…”
κενό δίκτυο
πηγή : περιοδικό OUGH
φωτογραφίες : Manteau Stam