“Είμαστε οι προάγγελοι του χάους.” Γιώργος Μακρής: Αφιέρωμα εις μνήμην του ποιητή της Αβύσσου

May 2, 2013





















Εμείς οι Λίγοι
Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι τρελοί της γης

με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.



Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές και οι τραγικοί ερωτευμένοι.



Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες το αίμα μας


κι ολούθε μας κυνηγά το δράμα του άπειρου.

Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.
Εμείς ερωτευτήκαμε την ουσία του είναι μας
και σ΄ όλους μας τους έρωτες αυτήν αγαπούμε
Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι και οι μεγάλοι αρνητές.
Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο όλο και δεν είμαστε τίποτα απ’ αυτόν
τον κόσμο.
Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά και οι νύχτες μας ένα πέλαγο.
Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.
Είμαστε οι προάγγελοι του χάους.

(1950)

Όπως αναφέρει ο συγγραφέας και φίλος του Λεωνίδας Χρηστάκης στο βιβλίο του «η ιστορία της αλητείας»  (εκδόσεις Στύγα), ο Γιώργος Μακρής «…γεννήθηκε στην Αθήνα το 1923 από καταπιεστικούς γονείς, μοναχογιός. Ο πατέρας του ήταν δικαστικός με εξουσιαστικές ροπές, δίκαζε ακόμη και στο σπίτι του. Μετά από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα που συνέβη όταν ήταν έξι χρονών, ο Γιώργος Μακρής παραμένει χωλός σε όλη του τη ζωή και βαδίζει με δυσκολία… γράφτηκε στην Νομική Αθηνών αλλά δεν φοίτησε ποτέ… μαθαίνει Γαλλικά και Αγγλικά και διαβάζει μετά μανίας όλους τους συγγραφείς της εποχής εκείνης (Σαρτρ κ.λπ.) στην γλώσσα τους. Ζει σχεδόν μόνος από το 1948. Δεν ενδιαφέρεται για τίποτα και περιφέρει το σαρκίο του από καφενείο σε καφενείο και από στέκι σε στέκι, ξοδεύοντας άσκοπα τα χρήματα της μητέρας του και μετά μένοντας απένταρος για εβδομάδες… Ήταν λιγομίλητος και με πολύ χιούμορ. Πάντα με ένα βιβλίο ή ξένο περιοδικό στο χέρι, αραγμένος στις καρέκλες των ζαχαροπλαστείων ή των καφενείων της πλατείας Κολωνακίου διάβαζε… υπήρξαν περιπτώσεις που την έστηνε σε μια καρέκλα καφενείου και δεν σηκωνόταν ούτε μετά από εικοσιτέσσερις ώρες. Το ίδιο γινόταν στο δωμάτιο που έμενε… Έγραφε κείμενα δικά του, μετέφραζε και αλληλογραφούσε με φίλους και γνωστούς. Τα γραπτά του ακουμπούσαν τις υπαρξιακές φιλοσοφίες της μεταπολεμικής εποχής. Τα ποιήματα του, γιατί κυρίως ποιήματα έγραφε, αντανακλούσαν τις περισσότερες φορές τις ψυχικές και συναισθηματικές καταστάσεις.Οι μεταφράσεις πλησίαζαν περισσότερο τις φιλοσοφικές του διαθέσεις. Οι ολοκληρωμένες ήσαν τρεις. Του Άλντους Χάξλεϋ, του Οκτάβιο Παζ και του Ζαν Μιρό….»
Περί θανάτου
Ω! η αρχή και το τέλος του ανθρώπινου σπόρου                                      καταργώντας μέσα μου την έννοια της φυλής                                              και του καιρού (αν εξαιρέσεις τα των ενδυμασιών).                                    Έτσι πεθαίνοντας εγώ με διάφορους τρόπους                                           όταν εκάστοτε έρχεται το πλήρωμα του χρόνου                                         στην Παλαιστίνη από βαθιά γεράματα όταν                                              ήμουνα ανάμεσα στους πρόδρομους του νέου φωτός                                      στο Βύρτσμπουργκ μεσήλικας αστός                                                       πεθαίνοντας από επιδημία γρίππης                                                   κρατώντας ένα αντίτυπο αγίας γραφής και το κερί μου                                  και στην Κορέα κίτρινος καλλιεργητής ρυζιού                                             από πανούκλα σε φρικτή αποσύνθεση                                                     κουβάλησα τον αέναο τούτο σπόρο μέσα μου                                          όπως ένας καρπός που κλείνει στο κέντρο                                                   το κουκούτσι του.                                                                                  Μα πόσες ποικιλίες θανάτου έχω διαβεί!                                                   Πέθανα άπειρες φορές από ασιτία                                                  μορφάζοντας ξαπλωμένος στο λιθόστρωτο                                         πέφτοντας από τ’ άλογο στις εκστρατείες των βασιλιάδων.                          Στην εξιλαστική πυρά της Λισσαβώνας                                                   φορώντας ένα san-benito πένθιμο                                                     εβραίος τεσσαρακονταετής την ηλικία.                                                      Στo στήθος και στο μέτωπό μου                                                                  έχουν ανθίσει πορφυρά λουλούδια του θανάτου                                          όταν εγώ πεταλωτής, δάσκαλος ή και επιπλοποιός                                      πολέμησα για να δοξάσω την πατρίδα μου.                                               Έxω πεθάνει στο Παρίσι από σύφιλη                                                         και στο κανάλι της Αμβέρσας δολοφονημένος.                                             Από δυστύχημα τυχαίο σ’ όλες τις γωνιές της γης                                       (ενώ περίεργοι κυττούν απ’ τους εξώστες).                                                 Ω! xιλιάδες απρόσωποί μου θάνατοι                                                     θάνατοι του φορέα του ανθρώπινου σπόρου,                                             που κουβαλώ ωσάν μικρόβιο μέσα μου                                                Έντομο ασήμαντο εγώ, είδος ανωφελούς κώνωπος.
Φεβρουάριος 1943
ΔΙΑΒΑΣΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΜΑΚΡΗ ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΝΔΕΙΞΗ “ΔΙΑΒΑΣΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ”:






Ο  «Σύνδεσμος Αισθητικών Σαμποτέρ Αρχαιοτήτων»

Το 1944 ο Μακρής συντάσσει τη περίφημη προκήρυξη του «Σ.Α.Σ.Α. να ανατινάξουμε την ακρόπολη !». Στόχος του «ΣΑΣΑ», σύμφωνα με την προκήρυξη, ήταν η ανατίναξη αρχαίων μνημείων και η προπαγάνδα εναντίον τους. Ως πρώτη καταστροφή ορίστηκε η ανατίναξη του Παρθενώνα, ο οποίος, όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στην προκήρυξη, «μας έχει κυριολεκτικά πνίξει».
Η επιχειρηματολογία του Μακρή αποδεικνύεται διορατική: η τουριστική βιομηχανία που συνεπάγεται «υποτέλεια» και αισθητική ευτέλεια, ο διάχυτος υλισμός, η ακυρωμένη πολιτική χειραφέτηση, η επιδείνωση του αστικού περιβάλλοντος (ζητήματα επίκαιρα και  σήμερα να διαιωνίζονται μετά από κάθε “μετά” εμφύλιος, δικτατορία και τώρα οικονομική κρίση)». Στο πλαίσιο αυτών των καταστάσεων και μέσα στην πολεμική ατμόσφαιρα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εντάσσεται και η πρωτοπόρα, ανατρεπτική θέση της ομάδας στην οποία συμμετείχε η οποία καταγράφεται στη λεγόμενη Προκήρυξη. Σύμφωνα με την Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου φίλη του Μακρή, η προκήρυξη αυτή δεν έχει τον χαρακτήρα μανιφέστου, αλλά θα μπορούσε ωστόσο να συσχετιστεί με ανάλογα κείμενα των καλλιτεχνικών πρωτοποριών της Ευρώπης του μεσοπολέμου και ειδικότερα με το πρώτο φουτουριστικό μανιφέστο του 1909. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να τη θεωρήσει ως εκδήλωση με στόχο το πάντρεμα τέχνης-δράσης, μέσα από μια πρωτόγνωρη ανατρεπτικότητα προτάσσει την καταστροφή των αρχαίων μνημείων της Ακρόπολης των Αθηνών. Και όχι τυχαία. Η Ακρόπολη ήδη από τότε, και πολύ περισσότερο με την πάροδο του χρόνου, αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν της εκμετάλλευσης είτε στο επίπεδο των κατά καιρούς προγονολατρών, είτε σαν έμβλημα των αντίπαλων εμφυλιακών παρατάξεων της εποχής, οι οποίες κατέβαιναν με σύνθημα: «μέσα από τους καπνούς και τα χαλάσματα θα χτίσουμε νέους Παρθενώνες», είτε εκ μέρους της χυδαίας τουριστικής πλημμύρας , εκείνων που θαύμαζαν την ακρόπολη με μάτι απλώς τουριστικό, κενό από κάθε αυθεντικό αίσθημα. Τότε μάλιστα (1944), με τον ναζιστικό αγκυλωτό σταυρό  να κυματίζει επάνω της, υπογραμμιζόταν επώδυνα, όχι μόνο η κατάρρευση ολόκληρου του συστήματος αξιών του δυτικού πολιτισμού, αλλά και η πλαστότητά τους.
Η προκήρυξη αυτή θεωρείται και όχι άδικα το πρώτο ανατρεπτικό νεανικό καλλιτεχνικό μανιφέστο στην Ελλάδα. Ένα κείμενο αντάξιο των κειμένων των Ντανταϊστών των αρχών του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, των μετέπειτα καταστασιακών, αλλά και της Punk υποκουλτούρας του τέλους του ’70:
Σ.Α.Σ.Α. να ανατινάξουμε την ακρόπολη !
ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ Αριθ. 1

Έχοντας κοινή αισθητική και κοσμοθεωρητική άποψη, πως η καταστροφή κι η θνητότητα της μορφής των όντων περιλαμβάνονται στο περίγραμμα της ολοκλήρωσης της ζωής.
Έχοντας βάλει σκοπό μας την καταστροφή του Παρθενώνος, μ’ απώτερο σκοπό την παράδοσή του στην ουσιαστική αιωνιότητα, που δεν είναι παρά η χωρίς επίγνωση ροή κι η πλούσια σε πιθανότητες αυτόματη μετασκευή της ύλης, που κακώς ονομάζουμε ‘χαμό’.
Αντιπαθώντας τη χρονική και ιστορική κατοχύρωση της Ακρόπολης, σαν κάτι ανήκουστο και ξένο προς τη ζωή.
Νιώθοντας απαραίτητη την ανάγκη της αιωνιότητας στην τέχνη, μόνο κατά τη διάρκεια της ώρας της δημιουργίας.
Καταλαβαίνοντας τον Φειδία, που έδωσε μεν στο έργο χρονοϊστορική υπόσταση, χωρίς όμως να είναι τίποτα παραπάνω στα πλαίσια της υποστασιακής αιωνιότητας, για την οποία δεν υπάρχει χρονική διάρκεια και που γι’ αυτήν ένα δευτερόλεπτο δεν έχει διαφορά από τρία δισεκατομμύρια αιώνες, χάρη στις βουλητικές της ιδιότητες και στη δυναμική της χροιά, που μόνο στ’ άτομα νοούνται και κανέναν δε νοιάζει ο αριθμός των ατόμων αυτών.
Μισώντας τον Εθνικό Τουρισμό και τις εφιαλτικές- φολκλόρ αρθρογραφίες γι’ αυτόν.
Νομίζοντας πως κάνουμε μια ανώτερη καλλιτεχνικά πράξη, όντας σίγουροι πως όλη η γελοία και ψεύτικη επιβίωση όχι μόνο δε συγκρίνονται, έστω και μειονεκτώντας, μ’ ένα λεπτό ενεργητικής δράσης κι απόλαυσης, αλλά και καλλιτεχνικά είναι βλαβερή, προετοιμάζοντας ερασιτέχνες περιηγητές και ευνούχους.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ
Να θέσουμε ως σκοπό μας την ανατίναξη αρχαίων μνημείων και την προπαγάνδα κατά αυτών.
Πρώτη καταστροφή ορίζεται η ανατίναξη του Παρθενώνα, που μας έχει κυριολεκτικά πνίξει.
Η προκήρυξη αυτή δεν αποσκοπεί παρά να δώσει ένα μέτρο απ’ το σκοπό μας. Είναι ένα βλήμα που ξεκινάει με λίγες πιθανότητες για στόχο τους πολλούς, μα δεν που επιζητάει παρά ελάχιστους.
Γιώργος Βασιλείου Μακρής
Γενικός Διοργανωτής της ΣΑΣΑ (Σύνδεσμος Αισθητικών Σαμποτέρ Αρχαιοτήτων).Νοέμβριος 1944

Για τον Μακρή η τέχνη και η σκέψη ήταν ριψοκίνδυνη υπόθεση και κυρίως διαφορετικότητα, απόσταση από τον μέσο όρο. Αυτό ήταν το «μεγάλο λάθος» του, έλεγαν κάποιοι: Η διαφορά που είχε με την εποχή του. Ο Γιώργος Μακρής δεν ήταν παιδί της εποχής του, δεν ήταν η εποχή του, απλώς δαπανήθηκε μέσα της.

“Δαπανήθηκα στις λόχμες/ μες στην επιθυμία να μυρίσω δυνατά/
έτσι που να ξεκαθαριστεί το αμάρτημα./ …
Πότε θα μαζέψω τον εαυτό μου κομματάκι-κομματάκι;”
(1944)


Ο Γιώργος Μακρής, ο ποιητής που πήδησε από την ταράτσα στα 45 του, το 1968, έχοντας ως τότε δημοσιεύσει μόνο ένα κείμενο με την υπογραφή του, στο πρώτο τεύχος του περιοδικού ΠΑΛΙ το 1964: μια μετάφραση του ποιήματος Πέτρα του Ήλιου του Octavio Paz. Είχε γράψει και το Προοίμιο στο ίδιο τεύχος του ΠΑΛΙ, αλλά είχε αρνηθεί να το υπογράψει και αυτό. 

     Τα ΓΡΑΠΤΑ του Γιώργου Μακρή, που κυκλοφόρησαν το 1986 από την Εστία, επιμελήθηκε ο ποιητής Ε. Χ. Γονατάς. Το 90% απ’ αυτά βρέθηκαν και διασώθηκαν από τον φίλο του Μακρή Άγγελο Καράκαλο και παραδόθηκαν στον Γονατά μέσα σ’ ένα τσουβάλι. Σε αρκετούς ο Μακρής ήταν γνωστός από το ποίημα του Σαχτούρη Έζησα Κοντά (μνήμη Γιώργου Μακρή) από τη συλλογή 
Το Σκεύος (1971) που εισάγει στα ΓΡΑΠΤΑ:


“Έζησα κοντά στους ζωντανούς ανθρώπους
κι αγάπησα τους ζωντανούς ανθρώπους
όμως η καρδιά μου ήταν πιο κοντά
στους άγριους άρρωστους με τα φτερά
στους μεγάλους απεριόριστους τρελλούς
κι ακόμα στους θαυμάσια πεθαμένους.”

     
     Από τα ΓΡΑΠΤΑ του, το πιο πολύ διαβασμένο υποθέτουμε πως είναι η Προκή-ρυξη αρ.1 του ΣΑΣΑ (Σύνδεσμος Αισθητικών Σαμποτέρ Αρχαιοτήτων) για την ανατίναξη της Ακρόπολης (εδώ στην εφημερίδα δρόμου του Ηρακλείου Άπατρις – σχετικό αφιέρωμα και στο HappyFew από τον Δημήτρη Γιαννακόπουλο). 

“Μη σε νοιάζει, θα κατέβω αμέσως” λέγεται ότι απάντησε στον θυρωρό του που τον ρώτησε πού πηγαίνει όταν ανέβαινε στην ταράτσα απεριόριστος, κιόλας με φτερά, για τον θαυμάσιο θάνατο. 

Το ποίημα για τον διαρρήκτη Βούρβαχη το έγραψε μαζί με τους φίλους Νάνο Βαλαωρίτη και Πάνο Κουτρουμπούση. Στο Μέγα Λαϊκό (μαζί με την πρώτη εκτέλεση του Σακαφλιά του Τσιτσάνη) έχει δημοσιευθεί όπως περιέχεται στα ΓΡΑΠΤΑ, χωρίς δηλαδή τα κομμάτια των άλλων δύο που βρίσκονται χωριστά στις σημειώσεις. Πιο κάτω, ο ΘΡΗΝΟΣ στο σύνολό του, με τα αρχικά των συντελεστών στα δεξιά του τελευταίου στίχου κάθε κομματιού:



ΘΡΗΝΟΣ 
για τον διαρρήκτη Κώστα Βούρβαχη


Δεν πρόλαβε
πριν γίνουν δυο
τα εκατομμύρια· τον σκότωσαν στον ξεροπόταμο
κι έτσι
δεν θα κατηφορίσει μ’ ένα άσπρο Triumph στην
κεντρικότερη λεωφόρο 
του Rio de Janeiro
δεν θα κατέβει στο ξενοδοχείο Montana 
rue Saint-Benoît 
υπέρκομψος και νευρικός                                                 ΓΜ
στα κόλπα,
με φουλάρι,
ωραία κοκτέιλ σε φίνα ρεσόρτ
φοινικιές στους κήπους
σταυρωτά πόδια 
στα μεγάλα καφέ των βουλεβάρδων…
…αφού κι ως τώρα, 
πριν το φίνις του ξεροπόταμου,
στα μπουζούκια τα κορίτσια
τον είχαν όλο “έλα”
και “όπα-όπα”                                                                   ΠΚ
όμως αυτός γουστάριζε ντύσιμο James Bond
και είχε άλλη όψη των πραγμάτων.
Αυστρία – Semmering – Gstadt
Εξωτερική Μογγολία – Μεξικό – Περού
ήταν στο πρόγραμμά του από παιδί.
Θα προτιμούσε εξερευνητής, κατάσκοπος
και σε μυστηριώδη κόλπα εν γένει
ίσως και διπλωμάτης· κι ο πατέρας
του ξυπνούσ’ εκείνη τη στιγμή του ονείρου 
τη μάνα του, να σφάξει έναν κόκορα και 
να 
γεμίσει κρασί
το κανάτι γιατί είχε έρθει με το φίλο του 
τραγουδώντας τον “Σακαφιά στα Σάλωνα στα
δυο στενά που τον σκοτώσανε”
κι η μάνα του ξυπόλυτη στις πλάκες με το μαχαίρι
τρεις η ώρα το πρωί.                                                        ΓΜ


Λοιπόν, έτσι εξηγείται
και η κατοχή
του “αναισθητικού” πιστολιού
όπως και όλα τα άλλα
εξηγούνται. 
Και στο τέλος ο “λυπημένος νέος”
τινάχτηκε στα ξεροπόταμα
χωρίς να συμπληρωθεί
το κόλπο 
και να σκορπιστούν γύρω-γύρω
οι θησαυροί
σ’ όλους αυτούς τους τόπους
και να πέφτουν τα τσιπς
ελεύθερα στις τσόχες.                                                      ΠΚ    


Άλλωστε ως πλασιέ δεν έζησε
Με αδιάκοπο παράπονο
πως δεν μπορούσε να πληρώσει
το νοίκι – δραχμές 400 – 
ενώ στο δωμάτιό του
ήτανε κρυμμένη μια μικρή
περιουσία, μα
κυρίως τα γάντια του τα άσπρα
η γνώση του για ψεύτικα διαμαντικά
το γούστο του για έργα τέχνης·
δίπλα στις εικόνες ίσως
κανένας Τσαρούχης κανένας
Εγγονόπουλος, κι έτσι
τελικά, το συμπιεσμένο όνειρό του
έσκασε σαν λάστιχο αυτοκινήτου
ντεραπάροντας στην άσφαλτο
μια μέρα βροχερή
πέφτοντας τ’ αυτοκίνητο
επάνω σ’ ένα δέντρο – και το δέντρο ήταν αυτός.              ΝΒ



Έτσι λοιπόν αρχίσανε οι μπούκες 
με τ’ όνειρο μιας γενναιοδωρίας προσεχούς.
Γιατί το ορόσημο της λεβεντιάς
και
της 
άνεσης
λεγόταν 2.000.000.
Έτσι το σκέφτηκε: Δεν ήθελε να νοικοκυρευτεί
μετά, ούτε κατάστημα ν’ ανοίξει
ήθελε όμως να γνωρίσει κάποτε
τον Charles Mingus, ή τον Kenny Clarke
και να την φουμάρουνε παρέα σε 
ένα μόρτικο studio, rue de l’ Ancienne Comédie
ή στους 52 δρόμους

ήθελε να γνωρίσει τον Genet
ήθελε ίσως να γράψει ένα πολύ μυστήριο 
βιβλίο στο Saint-Paul de Vence
ή στο Urbino (που το ‘χε δει τότε που
δούλεψε στο καμιόνι-ψυγείο της
Perrugia σαν σωφέρ) μακριά από την οδό Μαυρομιχάλη.  ΓΜ

Και συνάμα σκέφτηκε:
να φτιάξει μια στολή 
σαν στρατιωτική αλεξιπτωτιστού
γεμάτη με τρανζίστορ μηχανήματα
για κάθε σκοπό
από ραδιοφωνάκι
μέχρι ακτίνες θανάτου
γεμάτη με καλώδια και εξαρτήματα,
μέχρι και προωθητήρες τζετ
στις μπότες, 
και μ’ αυτά τα ρούχα να εργάζεται.
Να εμφανίζεται τιμωρός 
και να χάνεται αόρατος, 
αήττητος απ’ τη χωροφυλακή
και τους αστυφύλακες, 
περιφρονητής και ολύμπιος. 
Ώσπου να τα ‘φτιαχνε δυο 
τα εκατομμύρια και μετά
να το ‘ριχνε στα “γούστα”.                                                ΠΚ    
Περί αυτού επρόκειτο δηλαδή. 
Πλην όμως, αν εξαιρέσει κανείς
κάμποσους δίσκους από Μάρκο Βαμβακάρη
μέχρι Eric Dolphy και McLean και Pergolesi
προς το παρόν
τίποτ’ ακόμα: το ’66 θα γινόντουσαν δυο τα
εκατομμύρια. Κι αυτός θα έμπαινε στα είκοσι οχτώ
κι ήταν καιρός ν’ αρχίσουν τα ωραία.
Αλλά στον ξεροπόταμο της Φιλοθέης
η μπερέτα εκπυρσοκρότησε 
και ο σφαγμένος κόκορας λάλησε για τελευταία
φορά
τρεις η ώρα το πρωί, ενώ ο πατέρας του
τραγουδούσε τον Σακαφιά
κι η μάνα του ξυπόλυτη τον ξεπουπούλιζε
ενώ η Ursula Andress μισόγυμνη
χαμογελούσε από το Playboy, Via Veneto
τρεις η ώρα το πρωί!                                                        ΓΜ



Είπαν για αυτόν:


Ο Γιώργος Μακρής υπήρξε στη ζωή του ένας δανδής. Περιφρονούσε τα πεπατημένα. Προκαλούσε την καταστροφή. Είχε μια μεγαλοπρέπεια, που λίγοι άνθρωποι την έχουν. Έπαιρνε τη ζωή του στα σοβαρά. Ενώ άλλοι την υποτιμάνε επίτηδες για να επιζήσουν. Για τον έναν ήταν ο ξενύχτης που τριγύριζε σε απίθανα μέρη, ο νoμαδικός περιπλανώμενος, για άλλον ήταν ο τσίφτης, ο διανοούμενος φιλόσοφος, ο περιπατητικός, για έναν τρίτο ήταν ο σύντροφος ο πολυδιαβασμένος, γι’ άλλους η γοητεία, το πνεύμα του.  ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ
* Ακόμα και για τον ύπνο, προτιμούσε τα σπίτια των αμέτρητων φίλων του, μ’ όποιους τύχαινε να ‘χει ξενυχτήσει αποβραδίς. Τι έκανε στα καφενεία μόνος του, ή μάλλον με την ψευδαίσθηση ότι δεν είναι μόνος; Μα – διάβαζε.                   ΚΩΣΤΑΣ ΤΑΧΤΣΗΣ
* Την 31η Ιανουαρίου 1968 αυτοκτόνησε, πέφτοντας από την ταράστα της πολυκατοικίας όπου έμενε, ένας από τους πιο πνευματικούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει στην ζωή μου. Λεγόταν Γιώργος Μακρής. Τό όνομά του σήμερα, μπορεί να είναι εντελώς άγνωστο στους πιο πολλούς. Χωρίς να το θεωρώ υπερβολή, νομίζω πως μπορώ να ισχυριστώ, πώς υπήρξε ο πιο προχωρημένος, ο πιο πρωτοποριακός διανοούμενος που είχαμε στην Ελλάδα. Θ.Δ.ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ


Γιώργος Β. Μακρής:                                                                                   …Ονειρευόμουν τον παράδεισο,                                                                     όπου δεν καταφέρνουμε να βρεθούμε, από βλακεία μας
Μέσα στο στήθος ένα αίσθημα ανακούφισης, που μου θυμίζει κάτι σαν καραμέλες μέντας και οδοντόκρεμες. Κι ένα πνεύμα σκωπτικό και κάπως σκληρό, αλλά δίκαιο, ευγνώμον, «που ήδη γνωρίζει», που σχεδόν κυμαίνεται ανάμεσα στη σκληρότητα και την τρυφερότητα. Είναι ένα αγαθό, μεγάλο κορίτσι. Θα πάμε μαζί για μπάνιο. Στα τραπεζάκια του «Ζώναρ’ς» φλυαρούμε ώρες ατέλειωτες.
Η Ζοζέτ μου έγραψε, ρωτώντας με, αν διατηρώ γι’ αυτήν αισθήματα φιλίας, επειδή έχω καιρό να της γράψω, κι αν θα ‘θελα να συνεχιστεί η σχέση μας, ή μήπως θα προτιμούσα ν’ αρχίσει να με ξεχνάει. Της απαντώ, πως δεν έπαψα να την αγαπώ — και το πιστεύω. Πως δε θα ‘θελα να χωρίσουμε, αλλά να ξορκίσω «το ξένο σώμα που την αλλοτριώνει», με άλλα λόγια τη συμβατικότητα και την παρανόηση. Ωστόσο αναρωτιέμαι, μήπως εκείνη είναι που νιώθει από την πλευρά της μια τέτοια ανάγκη. Προσθέτω στο γράμμα μου πως, σε μια τέτοια περίπτωση, δε θα ‘θελα εγώ να την εμποδίσω, και πως είναι εντελώς ελεύθερη να αποφασίσει. Και πως εγώ πάντως, έχω πάρει την απόφαση να μη δημιουργήσω άλλον ερωτικό δεσμό, να μην έχω παρά εφήμερες σχέσεις, ακόμη κι αν μπω σε πειρασμό, ωσότου αυτός ο προβληματικός έρωτας να φανερώσει το αληθινό του πρόσωπο.
Στην Αθήνα η Ζοζέτ με κούρασε πολύ, αλλά:
1. Ελπίζω μια μέρα να καταλάβει.
2. Δεν θέλω να της επιβάλω εγώ αυτή την αναμονή.
3. Σιχαίνομαι τις τυπικές μονογαμικές σχέσεις και την πλαστή τους ταύτιση με τον έρωτα.
4. Θα ήθελα να διακόψει εκείνη από μόνη της, αν το θέλει, δίχως να μου το ζητήσει πλαγίως, αν, στο μεταξύ, δημιουργήσει μιαν άλλη σχέση, πιο ουσιαστική.
5. Κι όμως την αγαπώ, υπάρχει ακόμα μέσα μου όλη εκείνη η δευτερογενής επιθυμία, που γεννήθηκε μετά το πρώτο μας πλησίασμα. Όλ’ αυτά δημιουργούν μια περίπλοκη, και αναμφισβήτητα τραυματική κατάσταση, κι ιδιαίτερα για κείνην, που δεν έχει και λίγα προβλήματα. Βέβαια, δεν ταυτίζεται τελικά με την πρώτη μου εικόνα, στην οποία συνεχίζω να ‘ μαι προσηλωμένος (στο όνειρο μάλλον, παρά στην πραγματικότητα, όπως διαμορφώθηκε). Ωστόσο θα την καταλάβαινα, αν με ξέχναγε’ κι ακόμη, αν είχε άλλες σχέσεις, εφήμερες. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, το αντιμετωπίζω σχεδόν με τρυφερότητα, κι όχι επειδή είμαι διεστραμμένος. Αν όμως κάνει μια επένδυνση σε άλλον, και μείνει κοντά μου από συνήθεια (αλλοτρίωση), ή από φόβο μη με πληγώσει, όχι’ τότε θα φύγω. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα προτιμούσα να φύγει εκείνη. Ένα άλλο μαρτύριο: καταλαβαίνει άραγε τι εννοώ, όταν λέω πως την αγαπώ; Έχω πάντα μεγάλη δυσπιστία στα τυποποιημένα φερσίματά της, όσο κι αν η ένδειξη ότι πέρασε τη μεγάλη δοκιμασία, την προβάλλει συνεχώς στα μάτια μου σαν το ΠΡΟΣΩΠΟ ΠΟΥ… [σημ: κενό στο χερόγραφο]
[….] Πειρασμός να της γράψω ότι, ναι, πρέπει ν’ αρχίσει να ξεχνάει ό,τι έγινε, με την αίσθηση ότι ίσως έτσι να λυτρωθεί από ένα βάρος, καθώς άλλωστε κι εγώ (;).
Η γυναίκα που οραματίστηκα στην κάμαρη της Μαδουρής, μπορεί να είναι απαράλλαχτη η Ζοζέτ. Όμως δεν είναι. Δεν είναι καμιά. Από τη Ζοζέτ έχει την τάση του συνεχούς παιχνιδιού, κατάρα και ευλογία. Από τις άλλες, την τρυφερότητα που νιώθω γι’ αυτές, και τη λύπη μου που είμαι ένας άνθρωπος αποσπασματικός, χαμένος στο επουσιώδες, εντελώς ανίκανος για το ουσιώδες, και που τις κομματιάζει κι αυτές.
Γιατί συχνά, θέλοντας να μείνουμε πιστοί σ’ ένα δράμα, καταλήγουμε να κολλάμε σε ασημαντότητες.
Όχι, τίποτε απ’ όλα αυτά δε σκέφτηκα στην ψηλοτάβανη κάμαρη της Μαδουρής. Η νύχτα κι οι ψιθυρισμοί των δέντρων έμπαιναν από τα ορθάνοιχτα παράθυρα, και μια ταχύρροη ουσία, που όλα τα εμπεριείχε —σαν εγγεγραμμένα— παρακαλούσε να βγει από τα όρια του πραγματικού, να ενωθεί και να συμφιλιωθεί με το σύμπαν, όπως κάνει ο σαμάνος από την κορυφή του δέντρου για την ψυχή του αρρώστου. Τότε, η κενή θέση θα πρέπει να ‘ταν η θέση μιας γυναίκας που να συνοψίζει όλους τους τύπους των γυναικών, η θέση της οποιασδήποτε γυναίκας-συντρόφου, μες στη μαγεία και την αγωνία του κόσμου. Θα λυπόμουν που δεν ήρθε η Μαρία, θ’ αγαπούσα τη Ζιζέλ, θα εξιχνίαζα το αίνιγμα της Ζοζέτ, που την αγαπώ (χωρίς αίνιγμα). Η Μαρία πρέπει να χορέψει στο μπαλέτο σε τρεις μέρες, μα κι αν δεν είχε αυτή την υποχρέωση, πάλι δεν θα ‘ρχόταν μετά τον καβγά μας. Όταν εκείνη ήθελε να ‘ρθεί, βρήκα κάποιο πρόσχημα ν’ αναβάλω το ταξίδι στο «νησί», που υποτίθεται πως συμβολίζει άλλο πράγμα, κλπ.
Μα ποιος νομίζεις πώς είσαι; Και γιατί;
Οι βάτραχοι και τα τριζόνια, η σκάλα που τρίζει, κάτι γαβγίσματα μακρινά δώσαν τη μόνη απάντηση που αξίζει.
Αποκοιμήθηκα ξεκαρδισμένος στα γέλια, ξέροντας πως είμαι γελοίος, κι ωστόσο ευχαριστημένος με την κατάσταση αυτή. Αν η Μαρία βρισκόταν εδώ, θα ποθούσα το μελαχρινό καί λυγερό κορμί της• το νυχτερινό σπίτι θα γέμιζε από τις ερωτικές κραυγές μας.
Ακόμα και τη Μαρία (χμ!) θα την αγαπούσα, μέσα στην αγάπη μου για το σύμπαν, τόσο που να μην αγαπώ άλλην καμιά.
Κοιμήθηκα βαθιά, ολομόναχος, κι ονειρευόμουν τον παράδεισο, όπου δεν καταφέρνουμε να βρεθούμε, από βλακεία μας.
Ξαναβουτάω στη θάλασσα στις έξι το πρωί, ακριβώς την ώρα που ανατέλλει ο ήλιος. Ξεπλένομαι απ’ όλα μέσα στο ΟΛΟΝ, και υπόσχομαι να είμαι ευτυχής… [1963;]

Γιώργος Β. Μακρής (1920-1968)*  Το αυτοβιογραφικό κείμενο, που είναι γραμμένο στα γαλλικά και έχει μεταφρασθεί από τον Ε.Χ. Γονατά, είναι από το κεφάλαιο: Σκέψεις – Φύλλα ημερολογίου, του βιβλίου “Γραπτά Γιώργου Β. Μακρή” εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1986 * οι φωτογραφίες είναι από το ίδιο βιβλίο

Φθινόπωρο

Είμαστε τα κορίτσια που κουράστηκαν
Να γελούν και να αμύνονται.
Είμαστε οι ρίζες των δέντρων που ξάπλωσαν
Ο αέρας που κουνούσε πάνω τους τα φύλλα
Άδειοι στρατώνες οι ψυχές μας, μυρίζουν
Το φθινόπωρο περ’ απ’ το δάσος.
Η βροχή μυρίζει, τα φύλλα μυρίζουν
Η γη μυρίζει.
Οι νέοι άνθρωποι φεύγουν
Τα παραθυρόφυλλα κλείνουν.
Μπαίνουν τα γυναικεία ποδήλατα
Στην αποθήκη,
Το άλλο καλοκαίρι θα ευθυμήσουμε.
Είμαστε οι άνθρωποι που έμειναν
Είναι κι αυτό κάτι.
Τι μαρτυρική ψυχή ζει το καλοκαίρι!
Ποιος δεν το ευχήθηκε να γίνει αστραπή.
Φέτο ασχοληθήκαμε με το τι θα πει
Να χτύπας γροθιά στο μαχαίρι.
Φέτο ανακαλύψαμε ένα νέο χέρι
Μπήκαμε στο σχήμα του με μια προσευχή.
Το χαμένο νόημα που ‘ χει η βροχή
Η ψυχή μας έμαθε να ξέρει.


Γιώργος B. Μακρής:



 …Πεθαίνοντας εγώ με διάφορους τρόπους





Άλλοτε

κι ας ήταν τ’ όνειρο πικρό
σαν το σπασμένο γέλιο στον κήπο
και σαν το κυνηγητό των άγριων παιδιών
και σαν την πρόσοψη που χάνεται
γλιστράει και δεν έχεις πού να κρατηθείς.

Θα ήθελα να ζήσω τη ζωή για τη ζωή
άλλοτε
στην ίδια νύχτα με το φεγγάρι και με τη λεμονάδα
κι ας ήταν τα φώτα πικρά
σαν τα κόκκινα σκουλαρίκια σου όταν φεύγεις
ή όταν φεύγω.

Θα ήθελα νά πεθάνω το θάνατο για το θάνατο
άλλοτε
φωνάζοντας τα μαύρα κύματα και χτυπώντας τη σημαία
κι ας ήταν το σκοτάδι πικρό σαν τσάι
και σαν σπασμένη λόγxη
σαν μάσκα αδειανή και σαν πνιγμένο πουλί.

Τώρα
τη νύxτα αυτή δεν μπορώ να μιλήσω
για επιθυμίες.
Όταν κοιμάμαι ιδρώνω και βλέπω να περνάει
μια σεβαστή κυρία κρατώντας ένα πηρούνι
έναν εσταυρωμένο, ένα μανιτάρι και λέει:
«Εγώ ειμί», και γελάει για να φοβηθώ.
Τη νύxτα αυτή περπατάω με το στόμα ανοιχτό.

Ο θάνατος στην κάθε ώρα της ζωής
και συ στην κάθε ώρα του θανάτου.
Αχ! κάποια μέρα θά ‘ρθει που τα κόκκινα σκουλαρίκια
ποτισμένα στα άνοστα φώτα που ρουφάν το άνοστο σκοτάδι
θά ‘ναι για μένα άνοστα άνοστα άνοστα
σαν το τίποτα…

Το άρθρο αυτό αποτελεί μια δημιουργική συραφή από το Κενό Δίκτυο 
άρθρων που υπάρχουν στο internet για τον Γ.Μακρή

Ευχαριστούμε ιδιαιτέρως τους εξής:
Previous Story

Russian Art Anarchists explain themselves from prison / Banksy’s new favourite group Voina (WAR)

Next Story

To ΝΕΟ ΜΕΓΑΛΟ ΞΕΠΟΥΛΗΜΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ!: O επόμενος γύρος του κρατικού real estate


Latest from Local movement

Η Αναρχία είναι Αγάπη! – Carne Ross

Αγωνιζόμαστε για την ομορφιά των ανθρώπων που συμβιώνουν με αγάπη, σεβασμό και ισότητα- για όλα αυτά που δεν αγοράζονται και δεν πωλούνται.
Go toTop