“Η συνέχιση του εμφυλίου με άλλα μέσα” του Άκη Γαβριηλίδη

June 13, 2013












MEΡΟΣ Α’
Στη μνήμη του Γιάννη Κοντοθανάση

Πριν από 50 χρόνια, τελείωσε ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος.                                 Ή μήπως όχι;
Η πρόσφατη επέτειος και, δευτερευόντως, η διοργάνωση σχετικού επιστημονικού συνεδρίου προκάλεσαν μερικές κάπως απρόσμενες αντιδράσεις, οι οποίες υπήρξαν αρκετά αποκαλυπτικές για το πώς αντιλαμβάνεται και πώς διεξάγει η ελληνική αστική τάξη τον ασίγαστο πόλεμο που διαπερνά και συγκροτεί τον ελληνικό (όπως και κάθε άλλο) κοινωνικό σχηματισμό ακόμα και όταν δεν είναι άμεσα ορατός — ιδίως μάλιστα τότε. Οι αντιδράσεις αυτές θα έπρεπε να είναι ιδιαίτερα διδακτικές για την αριστερά, της οποίας ο ρόλος υποθέτω ότι συνεχίζει να είναι ρόλος αντιπάλου αυτής της τάξης. εξάλλου, ακόμη και αν δεν το θέλει, δεν μπορεί να διαλέξει να μην είναι, εφόσον η επιλογή έχει ήδη γίνει — και γίνεται καθημερινά — από τον αντίπαλο: παρά την μάλλον απογοητευτική εικόνα που εμφανίζει σήμερα από άποψη συγκρότησης, στρατηγικής και τακτικής, η αριστερά, ως ενεργεία ή δυνάμει εκφραστής και οργανωτής των συμφερόντων των υποτελών τάξεων, δεν παύει να αποτελεί τον διακηρυγμένο ή ανομολόγητο στόχο στις επιθέσεις των αστών ιδεολόγων.
Οι επιθέσεις αυτές είναι άκρως ενδιαφέρουσες διότι επιπλέον αποτελούν ειδικότερες εκδηλώσεις δύο πολύ ιδιόμορφων γενικών χαρακτηριστικών του ταξικού πολέμου στον καπιταλισμό:
α) ακριβώς επειδή ο πόλεμος (δηλαδή η ιστορία) δεν τελειώνει ποτέ, η νίκη μιας τάξης δεν μπορεί να είναι ποτέ οριστική, άρα και η πιο συντριπτική επικράτηση δεν μπορεί να παγιωθεί παρά μόνο με την επιδίωξη ακόμα πιο συντριπτικής επικράτησης. Όπως είχε δείξει ο πρώτος μεγάλος φιλόσοφος του κτητικού ατομικισμού, ο Τόμας Χομπς, για να διατηρήσει κανείς αυτά που κατακτά πρέπει να τα αυξήσει.
β) Εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων όξυνσης της σύγκρουσης, υπό “ομαλές” συνθήκες η κυρίαρχη τάξη προτιμά να μην δείχνει καν ότι κυριαρχεί. προτιμά δηλαδή να αποκρύπτει το γεγονός ότι λαμβάνει χώρα σύγκρουση και να εμφανίζει την κοινωνική της ηγεμονία ως κάτι φυσικό. Και αυτό διότι φυσικά η μονιμότερη εξουσία είναι εκείνη που κυβερνά τους ανθρώπους “έτσι ώστε αυτοί να πιστεύουν ότι δεν κυβερνώνται, αλλά ζουν σύμφωνα με τη δική τους ελεύθερη απόφαση” (Σπινόζα). Με άλλα λόγια, η πιο πλήρης νίκη είναι εκείνη στην οποία πείθεις το στρατόπεδο του ηττημένου ότι δεν ηττήθηκε, και ο πιο πλήρης τρόπος για να το επιτύχεις αυτό είναι να πείσεις ότι δεν υπάρχουν καν στρατόπεδα (διότι έτσι προφανώς απομακρύνεται η πιθανότητα να ανασυγκροτηθεί κάποτε το στρατόπεδο αυτό και να αντεπιτεθεί).
Όταν λοιπόν διαγράφεται στον ορίζοντα κάποια αμφισβήτηση της κυριαρχίας της, η άρχουσα τάξη επιδιώκει προφανώς να έχει αυτή το πάνω χέρι και, κυρίως, να το δείχνει κατά πειστικό τρόπο σε όποιον αμφιβάλλει. Όταν όμως η αμφισβήτηση αυτή δεν είναι τόσο άμεση, μια τέτοια επίδειξη πυγμής εμφανίζεται ως περιττή ή “αντιπαραγωγική” και ως βασικότερη αποστολή τής κυρίαρχης ιδεολογίας αναδεικνύεται τότε η αποσιώπηση και η διάψευση της ίδιας της εντύπωσης ότι διεξάγεται κοινωνική σύγκρουση.
Κατά μία έννοια, η ηγεμονία ήταν πάντα ζήτημα δοσολογίας. γι’ αυτό, η κυρίαρχη ιδεολογία, προκειμένου να εκπληρώνει αποτελεσματικά το ρόλο της, οφείλει πάντοτε να βρίσκει την κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα σε δύο καθήκοντα. Ο πρώτος της στόχος είναι μια απώθηση: οφείλει να εμπεδώνει την εντύπωση ότι ταξικοί αγώνες δεν διεξάγονται και ότι δεν είναι δυνατό ή σκόπιμο να διεξάγονται. ταυτόχρονα όμως πρέπει πάντα να υπενθυμίζει σε όλους ότι, αν δεν είναι διατεθειμένοι να πειστούν περί αυτού, πρόκειται να συντριβούν, και η συντριβή αυτή θα είναι δίκαιη — ή υπήρξε δίκαιη, εάν έλαβε χώρα κατά το παρελθόν.
Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι, στην τρέχουσα συγκυρία, η πεποίθηση αυτή έχει εμπεδωθεί. Μπορούμε όμως να δούμε και το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο: η εμπέδωσή της δεν είναι μοιραία, αλλά απαιτεί συνεχή προσπάθεια και εγρήγορση εκμέρους των κυρίαρχων τάξεων — δείγματα της οποίας αποτελούν ακριβώς οι πρόσφατοι ψυχροπολεμικοί λόγοι των εκπροσώπων τους. Πράγμα που συνδέεται με τη θεμελιώδη αντινομία του βασικού αυτού στόχου της αστικής πολιτικής, η οποία (αντινομία) συνιστά εδώ πλεονέκτημα αλλά, υπό άλλες συνθήκες, ίσως αναδειχθεί και το αδύνατο σημείο της: προκειμένου η πολιτική αυτή να πείσει ότι δεν διεξάγεται αγώνας, οφείλει να διεξαγάγει αγώνα (και, άρα, να διαψεύσει έμπρακτα τον ισχυρισμό της με την ίδια την πράξη τής διατύπωσής του).
Σε αυτό το πρώτο μέρος, θα προσπαθήσω να δείξω τι συμπεράσματα μπορούμε να συναγάγουμε από την (ιδεολογική) δράση των αντιπάλων μας — ή, πάντως, αυτών που μας αναγορεύουν οι ίδιοι ως αντιπάλους τους στον ασίγαστο αυτό πόλεμο. Στο δεύτερο μέρος, θα προσπαθήσω θα συνδυάσω τα συμπεράσματα αυτά με ορισμένα φαινόμενα τα οποία ανάγονται στην πάλη των κυριαρχούμενων τάξεων, για την οποία εξίσου συχνά, αν όχι συχνότερα, λέγεται — ενίοτε και με απογοήτευση — ότι δεν διεξάγεται (πλέον).
Ο εμφύλιος «δεν άρχισε» 
“Αποκάλυψε στους ανθρώπους την πολεμική άνευ πολέμου, που καταργεί τον πόλεμο χωρίς να τον αναπαράγει. Είναι όμως πολεμική”.
(Από παρωδία αυτοβιογραφικού σημειώματος στο εξώφυλλο του δίσκου Ο ξαναπές του Νικόλα Άσιμου)
Ειδικότερη συνέπεια των προηγούμενων παρατηρήσεων είναι ότι η αστική σκέψη, σε όλες της τις εκφάνσεις, από την πιο χυδαία ως την πιο ακαδημαϊκή, πολέμησε λυσσαλέα τη σύλληψη της ιστορίας ως πάλης των τάξεων. (Και κάνοντας αυτό  σε ένα δεύτερο επίπεδο την επιβεβαίωσε, όπως μόλις προηγουμένως είδαμε). Για λόγους απλούστευσης, θα επιλέξουμε εδώ δύο ενδεικτικά παραδείγματα από την πρόσφατη εμφυλιοπολεμική φιλολογία, ένα αντιστοίχως από κάθε κατηγορία των ανωτέρω εκφάνσεων.
Ο πρώην πρωθυπουργός κ. Γεώργιος Ράλλης, σε άρθρο του στην Καθημερινή [1] , ισχυρίστηκε ότι ο όρος “εμφύλιος πόλεμος” είναι ακατάλληλος και κακώς χρησιμοποιείται για να περιγράψει όσα συνέβησαν στο διάστημα 1945-49, διότι στην Ελλάδα δεν έλαβε χώρα εμφύλιος πόλεμος αλλά απλώς κομμουνιστική ανταρσία εκ μέρους ολιγάριθμων ομάδων, οι οποίες κινήθηκαν για να ανατρέψουν την έννομη τάξη. η τελευταία λοιπόν αμύνθηκε με κάθε μέσο, ως είχε δικαίωμα, και ορθώς τους τιμώρησε για την απόπειρά τους αυτή. Συμπληρωματικά, και στο ίδιο πνεύμα, ένας άλλος παλαίμαχος δεξιός πολιτικός, ο κ. Γεράσιμος Αποστολάτος, με επιστολή του στην ίδια εφημερίδα σύντομα μετά, εμπλούτισε τη σχετική επιχειρηματολογία ισχυριζόμενος μεταξύ άλλων ότι το όλο πρόβλημα προκάλεσε μία δραξ εγκληματιών η οποία μάλιστα ήταν ξενοκίνητη, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι τα όπλα της προέρχονταν από το εξωτερικό.
Θα πρέπει να καταβάλει κανείς αρκετή προσπάθεια για να ξεπεράσει την αποστροφή που προκαλεί αυτό το απερίγραπτο μείγμα εμπάθειαςκαι ανοησίαςπου κυριαρχεί σε λόγους όπως οι παραπάνω. Στο πρώτο αυτό παράδειγμα που συγκροτούν οι αντιδράσεις των “πρακτικών” αστών πολιτικών, αυτό που αιφνιδιάζει είναι η κραυγαλέα αδιαφορία τους για την έλλειψη στοιχειώδους λογικής συνοχής. Ιδίως το κείμενο του κ. Αποστολάτου αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του σφάλματος που στην τυπική λογική αποκαλείται non sequitur: ακόμη δηλαδή και αν δεχθούμε ως αληθή όλα ανεξαιρέτως όσα ισχυρίζεται, αυτό δεν αποδεικνύει απαραίτητα την ορθότητα του (προβαλλομένου ως) συμπεράσματος. Ο χαρακτηρισμός ενός πολέμου ως εμφυλίου προφανώς δεν εξαρτάται από την προέλευση του οπλισμού των μαχητών, αλλά των ίδιων των μαχητών. Το επιχείρημα περί “κατάλυσης της έννομης τάξης” όχι μόνο δεν αποκλείει έναν τέτοιο χαρακτηρισμό αλλά, αντιθέτως, τον ενισχύει: πραγματικά, θα ήταν δύσκολο να φανταστούμε διεξαγωγή εμφυλίου πολέμου σύμφωνα με τους κανόνες της νομιμότητας.
Το επιχείρημα περί “περιορισμένου αριθμού” των ανταρτών είναι παραδεκτό από τυπική-λογική άποψη, από ουσιαστική όμως έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση όχι μόνο με την ιστορική πραγματικότητα, αλλά και με άλλους ισχυρισμούς των ίδιων των αρθρογράφων [2] . Αν επρόκειτο για ολιγάριθμες συμμορίες εγκληματιών, τότε πώς εξηγείται το γεγονός ότι, και μετά τη στρατιωτική συντριβή των συμμοριών αυτών, — για την οποία πάντως χρειάστηκαν πέντε χρόνια–, απαιτήθηκε επιπλέον η δημιουργία ενός κολοσσιαίου μηχανισμού καταστολής και διώξεων (“νόμιμης άμυνας της πολιτείας”, κατά το ανωτέρω σκεπτικό) που λειτούργησε ακατάπαυστα για τουλάχιστον τρεις δεκαετίες;
Πέρα όμως από το λογικό κενό κατά τη μετάβαση από τις προκείμενες στο συμπέρασμα, αυτό που φαίνεται προβληματικό στους κάπως νεότερους αναγνώστες είναι το ίδιο το συμπέρασμα. Πραγματικά, για όποιον είναι έστω και λίγο απομακρυσμένος χρονικά από αυτό τον κύκλο αντιπαράθεσης, αυτή η επιμονή στην πάση θυσία άρνηση του συγκεκριμένου όρου εμφανίζεται ακατανόητη. Παρά να προβαίνουμε σε παρόμοιες λογικές ακροβασίες, για τον σημερινό “κοινό νου” θα φαινόταν πολύ απλούστερο να παραδεχθούμε ότι, όταν σε μία χώρα σχηματίζονται δύο συγκροτημένοι στρατοί, αποτελούμενοι από δεκάδες χιλιάδες άνδρες (και γυναίκες) που κατάγονται όλοι ανεξαιρέτως από τη συγκεκριμένη χώρα, και οι στρατοί αυτοί διεξάγουν μακρόχρονες και πολύνεκρες πολεμικές επιχειρήσεις με επίδικο αντικείμενο την κατάκτηση της εξουσίας, τότε αυτό δεν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε αλλιώς παρά εμφύλιο πόλεμο. Στην παγκόσμια ιστορία υπήρξαν περιπτώσεις συγκρούσεων με μικρότερη κλίμακα, συντομότερη διάρκεια ή εμφανέστερη συμμετοχή μη ιθαγενών (π.χ. Ισπανία), οι οποίες προσδιορίζονται παγίως ως εμφύλιες χωρίς αυτό να προκαλεί ανάλογες διαμαρτυρίες.
Βέβαια, η λογική ανασκευή αυτών των στρουθοκαμηλισμών είναι μάλλον άσκοπη. Προκειμένου να βγάλουμε κάτι χρήσιμο από την ενασχόληση με αυτούς, θα πρέπει να αναρωτηθούμε ποιος υλικός λόγος ωθεί τους αξιότιμους αυτούς κυρίους (οι οποίοι οφείλουμε να υποθέσουμε ότι δεν είναι κατ’ αρχήν περισσότερο ή λιγότερο ανόητοι απ’ ό,τι εσείς κι εγώ) να μην εγκαταλείπουν αυτή την προφανώς αστήρικτη και αντιφατική θέση.
Ένα στοιχείο που θα έπρεπε τότε να πάρουμε υπόψη μας είναι η μεγάλη ηλικία των αρθρογράφων που προβάλλουν τέτοιες απόψεις. Όχι όμως για να τις προσπεράσουμε συγκαταβατικά ως γεροντική άνοια, αλλά ακριβώς αντίστροφα, για να τις πάρουμε απολύτως σοβαρά, παρά τις αδεξιότητές τους — ή ακριβώς εξαιτίας αυτών–, ως εκφράσεις ενός παλαιότερου “στρώματος” της συλλογικής μνήμης. Διότι η σκέψη αυτή μάς υπενθυμίζει ότι η λίγο-πολύ καθολική σήμερα αποδοχή του όρου “εμφύλιος πόλεμος” αποτελεί ένα σχετικά πρόσφατο γεγονός, ένα συμβιβασμό ο οποίος χρειάστηκε αρκετές προσπάθειες για να επιτευχθεί. Πρέπει να έχουμε δε υπόψη μας ότι, μετά από κάθε συμβιβασμό, τα “μέρη” αρχίζουν να κάνουν σκέψεις για την ανάκληση ή την αναδιαπραγμάτευσή του, μόλις κρίνουν ότι η θέση τους έχει ενισχυθεί αρκετά προς τούτο. Οι παλαίμαχοι εκπρόσωποι του πολιτικού προσωπικού τού (μετ)εμφυλιακού κράτους το επιχειρούν με τα νοητικά εργαλεία που τους είναι πρόχειρα. Τα εργαλεία όμως αυτά δεν είναι τα μόνα, όπως θα διαπιστώσουμε αμέσως με το δεύτερο παράδειγμα.



Ο ρεβανσισμός των νικητών 
Τις σκέψεις του περί εμφυλίου έκρινε σκόπιμο να μας κοινοποιήσει και ο Γ. Θ. Μαυρογορδάτος, από το Βήματης 24/10/99.
Στο κείμενό του, ο κ. καθηγητής τού Πανεπιστημίου Αθηνών, θέλοντας προφανώς να διατηρήσει μια στοιχειώδη σοβαρότητα, δεν τολμά να αμφισβητήσει το ίδιο το γεγονός ότι πάντως στην Ελλάδα έλαβε χώρα εμφύλιος πόλεμος. Αυτό που έρχεται να αμφισβητήσει, όμως, σε συμφωνία άλλωστε με τον τίτλο του άρθρου [3], είναι η “βαθύτατα ρομαντική” τάση “εξωραϊσμού των ηττημένων”. Η τάση αυτή φέρεται ότι καταλαμβάνει, ως μη όφειλε, τη συλλογική μνήμη μετά τη λήξη των εμφυλίων πολέμων, κατ’ εξαίρεση από τον κανόνα κατά τον οποίο “την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές” (η λέξη “ιστορία” με κεφαλαίο στο πρωτότυπο).
Ακόμη λοιπόν και αν απουσίαζαν από αυτό διατυπώσεις γεμάτες συμπόνια για τους δυστυχείς νικητές (οι οποίοι π.χ. “στο πεδίο του ρομαντισμού εύλογα μειονεκτούν” και βλέπουν να παραγνωρίζονται οι “δικές τους θυσίες”), θα ήταν προφανές ότι πρόκειται για ένα κείμενο το οποίο διακηρυγμένα αποσκοπεί να επανορθώσει την αδικία και να συμβάλει στην επάνοδο στον “κανόνα”, δηλαδή στη συγγραφή της ιστορίας σύμφωνα με την οπτική των νικητών.
Αυτό κατ’ αρχάς επιβεβαιώνει αυτό που είπαμε στην αρχή, ότι η άρχουσα τάξη τα θέλει μονά-ζυγά δικά της: ακόμη και όταν έχει τη συντριπτική στρατιωτική επικράτηση, δεν της αρκεί ούτε αυτό αλλά θέλει επιπλέον τη συμπάθεια για τις θυσίες στις οποίες αναγκάστηκε να υποβληθεί για να την επιτύχει. Και, κυρίως, θέλει να καταπνίξει κάθε στοιχείο συναισθηματικής ταύτισης — και, άρα, κάθε προοπτική έμπρακτης αλληλεγγύης — προς τους υφιστάμενους την καταστολή της.
Παραπέρα, όμως, μας παραπέμπει και σε ένα ζήτημα αρκετά διαφωτιστικό για τη λογική του κ. καθηγητή: όταν, με διακριτικό σαρκασμό και με πληθωρική χρήση των εισαγωγικών, διαπιστώνει ότι “οι ηττημένοι προβάλλουν ως ‘ήρωες’ και ‘μάρτυρες’ για μια ‘χαμένη υπόθεση'” ενώ “οι νικητές (…) κρίνονται στο πεδίο της απτής και πεζής πραγματικότητας που επέβαλαν χάρη στην επικράτησή τους”, δεν αναφέρει ποτέ ποιοι είναι αυτοίστους οποίους προβάλλουν έτσι οι μεν και από τους οποίους κρίνονται έτσι οι δε. Καθώς οι προτάσεις του είναι συστηματικά διατυπωμένες στη μέση και ποτέ στην ενεργητική φωνή, δεν εμφαίνεται πουθενά το υποκείμενο όλων αυτών των ενεργειών. Προ αυτής της απουσίας, το πλέον εύλογο θα ήταν να υποθέσουμε ότι αυτοί, περί των οποίων τίθεται ζήτημα αν θα ταυτισθούν με τους νικητές ή τους ηττημένους, είναι κάποιοι που δεν ανήκουν ούτε στους μεν ούτε στους δε, είναι κάποιοι παρατηρητές έξω από τη σύγκρουση. Είναι δηλαδή ουδέτεροι — όπως αρμόζει άλλωστε σε έναν επιστήμονα. Ή, πάντως, είναι ένα είδος “κοινής γνώμης” — ο ίδιος μιλά για τη συλλογική μνήμηλες και δεν ήταν ακριβώς η συλλογικότητα αυτή η οποία μοιράστηκε σε νικητές και ηττημένους.
Ήδη λοιπόν με τον τρόπο θέσης του ερωτήματος επιτυγχάνεται ένα πρώτο αποτέλεσμα αποστασιοποίησης, δημιουργείται μια “υγειονομική ζώνη” γύρω από το επίδικο αντικείμενο, καθότι εξ ορισμού οι συζητούντες σήμερα περί εμφυλίου σκηνοθετούνται ως διαιτητές σε μια διαμάχη κατ’ αρχήν ξένη και μακρινή προς αυτούς, ενώ πρόκειται για ακριβώς αυτούς που κατέστειλαν και κατεστάλησαν, ή τα παιδιά τους (όπως καληώρα ο κ. Γ. Ράλλης), τους φίλους και συντρόφους, τους διπλανούς τους.
Προκειμένου πάντως να πείσει για τη δική του τουλάχιστον ουδετερότητα, ο ιστορικός φροντίζει να πάρει όπως είπαμε κάποιες αποστάσεις. Φροντίζει λοιπόν να μη μιλάει ως άμεσο φερέφωνο της μιας παράταξης με τον χοντροκομμένο και αφελή τρόπο των πρακτικών αστών πολιτικών, αλλά π.χ. δεν παραλείπει να καταγγείλει το “καθεστώς διακρίσεων που εγκαθιδρύθηκε στην Ελλάδα σε βάρος των ηττημένων” για τη “μικροψυχία, αυθαιρεσία και ιδιοτέλεια” που το χαρακτήριζαν. Ταυτόχρονα, όμως, διακηρύσσει εν κατακλείδι ότι το “κρίσιμο ερώτημα”, το οποίο αποσιωπάται από τον επικρατήσαντα ρομαντισμό, είναι: “Τί συνέπειες θα είχε για τη χώρα μια ενδεχόμενη νίκη της πλευράς αυτής, δηλαδή του ΚΚΕ;”. Και σπεύδει ο ίδιος να υπονοήσει ότι οι συνέπειες αυτές θα ήταν χωρίς αμφιβολία καταστροφικές.
Στη μορφή και το περιεχόμενο της απάντησης αυτής θα επανέλθουμε κατωτέρω. Ωστόσο, το “κρίσιμο ερώτημα” που τίθεται έτσι όσον αφορά τη συνοχή τής επιχειρηματολογίας τού Μαυρογορδάτου είναι το εξής: όταν εκφράζει ανεπιφύλακτα την ικανοποίησή του για τη συγκεκριμένη έκβαση των πραγμάτων, ποια αξία έχει η αποδοκιμασία των μέσων με τα οποία επιτεύχθηκε αυτή; Φραστικά η καταγγελία μοιάζει οξύτατη, αλλά δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι αναφέρεται αποκλειστικά σε κάποια ψυχολογικά χαρακτηριστικά των νικητών και, έτσι, υπονοεί ότι, εάν αυτοί είχε τύχει να είναι πιο ανιδιοτελείς και μεγαλόψυχοι, (πράγμα που ήταν προφανώς στη διακριτική τους ευχέρεια), δεν θα είχε εγκαθιδρυθεί αυτό το “καθεστώς διακρίσεων”. Ωστόσο, όταν επιχειρούμε να ερμηνεύσουμε ένα ιστορικό φαινόμενο με βάση την αυθαιρεσία, απλώς ομολογούμε ότι είμαστε ανίκανοι — ή απρόθυμοι — να αναδείξουμε τις πραγματικές αιτίες του. Η “αυθαιρεσία” είναι ένας όρος χωρίς νόημα και δεν εξηγεί απολύτως τίποτε — πάντως σίγουρα όχι τον τρόπο διαμόρφωσης και λειτουργίας του συνόλου των ιδεολογικών και κατασταλτικών μηχανισμών ενός κράτους για πολλές δεκαετίες. Η λειτουργία αυτή δεν ήταν καθόλου “αυθαίρετη”, αλλά ήταν απολύτως αναγκαία, ήταν η προσήκουσα για την εξασφάλιση και αναπαραγωγή της ευκταίας κατά τον ιστορικό μας νίκης της συγκεκριμένης παράταξης. Το να διακηρύσσει κανείς ότι απορρίπτει την αιτία αλλά επιθυμεί το αποτέλεσμα είναι λογικά ανακόλουθο.
Καλό πάντως είναι να μην παραβλέπουμε και τον ακριβή χαρακτήρα αυτής της “απόρριψης” του καθεστώτος διώξεων εκμέρους του κ. καθηγητή: αυτό που τον ενοχλεί σε αυτό δεν είναι η ίδια η φύση του, αλλά απλώς η ποσοτική υπερβολή του, και αυτό διότι έτσι δημιουργήθηκε ο κίνδυνος — ο οποίος και φέρεται ότι επήλθε τελικά — να “λυγίσει το ραβδί απ’ την άλλη μεριά”. Αυτό που προσάπτεται στο εν λόγω καθεστώς δεν είναι η αντιδημοκρατικότητά του, αλλά είναι το ότι, λόγω της τόσης μικροψυχίας του, διευκόλυνε τη ρομαντική ανασκευή του παρελθόντος από την αριστερά. Ένας δε επιπλέον παράγοντας που “άνοιξε διάπλατα την πόρτα” για αυτή τη ρεβάνς των ηττημένων αναφέρεται ότι υπήρξε η “γελοιοποίηση” του καθεστώτος αυτού από τη δικτατορία — η οποία όμως, παρά τη γελοιότητά της, στα επτά έτη που διήρκεσε πρόλαβε να διενεργήσει αρκετές απολύτως “σοβαρές” συλλήψεις, εκτοπίσεις, βασανιστήρια και δολοφονίες.
Ο δεξιός ριζοσπαστισμός ως επιστήμη 
Βλέπουμε λοιπόν, με αυτές τις πρώτες αναφορές, ότι δεν λείπουν και εκείνοι οι οποίοι φιλοδοξούν να παράσχουν επιστημονική στήριξη σε αυτή την επιχείρηση ιστορικού αναθεωρητισμού.
Προκειμένου να εμφανιστεί ως πιο αποδεκτή και ελκυστική, η επιστημονικοφανής αυτή αναθεώρηση χρησιμοποιεί μια δοκιμασμένη τακτική τής αντιδραστικής σκέψης: επιδιώκει να φιλοτεχνήσει μια εικόνα “προοδευτικού κατεστημένου” και να παρουσιάσει τη δική της παρέμβαση ως “σπάσιμο της σιωπής”, ως το ριζικά νέο που ανατρέπει πεπαλαιωμένες νοοτροπίες.
Μέχρις εδώ, η επιχείρηση αυτή δεν συνιστά κάποια ελληνική ιδιαιτερότητα, εφόσον ανάλογες φωνές για την “ανάγκη επανεκτίμησης του παρελθόντος” έχουν αρχίσει να ακούγονται εδώ και μία περίπου δεκαετία σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη για σημαντικά κεφάλαια της πρόσφατης ιστορίας (αρχίζοντας από την οκτωβριανή επανάσταση, πιο πρόσφατα το ρόλο του ΚΚ Ιταλίας μετά τον πόλεμο κ.ο.κ.). Η τακτική αυτή εξάλλου χαρακτηρίζει την αντεπίθεση της δεξιάς όχι μόνο στο πεδίο των ιδεών, αλλά και στο συνολικό κοινωνικό επίπεδο: ο νεοφιλελευθερισμός μπόρεσε να συγκροτηθεί ως νικηφόρα πολιτική στρατηγική όταν εμφανίστηκε ως εκσυγχρονισμός ο οποίος έρχεται σε σύγκρουση με τα κεκτημένα των οπισθοδρομικών συντεχνιών.
Αυτό που χαρακτηρίζει μάλλον την ελληνική εκδοχή της είναι η σχετική αδυναμία της να πείσει, για λόγους που έχουν να κάνουν με την ιδιαίτερη προϊστορία του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Πράγματι, ο Μαυρογορδάτος, προσπαθώντας φιλότιμα να μεταφέρει αυτό το σχήμα στην ελληνική περίπτωση, προβάλλει τον ισχυρισμό ότι, για τον εμφύλιο, “ορθοδοξία” αποτελεί σήμερα η άποψη της αριστεράς, η οποία αποσιωπά και συσκοτίζει την αλήθεια. Αποσιωπά δηλαδή την “πρωτοφανή ωμότητα και συστηματικότητα της εαμικής τρομοκρατίας, χωρίς την οποία μένει ανεξήγητη τόσο η εξάπλωση των Ταγμάτων ασφαλείας όσο και η μεταγενέστερη αγριότητα των αντεκδικήσεων”. Ωστόσο, δύσκολα μπορεί να γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός ότι καλύπτεται από. .. συνωμοσία σιωπής μια άποψη που, μέχρι σχεδόν το 80, αποτελούσε όχι απλώς τον κυρίαρχο, αλλά τον μόνο επιτρεπτό, τον επίσημο κρατικό λόγο. Πιθανόν πιο πρόσφατα μια υλιστική προσέγγιση να γνώρισε μεγαλύτερη απήχηση μεταξύ των ιστορικών ή να εκδόθηκαν περισσότερα βιβλία που να διάκεινται ευνοϊκά προς τις ιδέες και την πρακτική της αριστεράς. είναι όμως προκλητικό να επιχειρεί κανείς να εξισώσει ένα κρατικό καθεστώς θεσμοποιημένης ανισότητας με τη σχετική διάδοση κάποιας ερμηνευτικής κατεύθυνσης στο χώρο της ακαδημαϊκής σκέψης. Ο κ. καθηγητής κάνει βέβαια ό,τι μπορεί, π.χ. χρησιμοποιώντας αμφίσημες διατυπώσεις που να διευκολύνουν μία προσπάθεια “συμψηφισμού”: “Ξαναγράφεται απλώς η ιστορία από τη σκοπιά των ηττημένων (…) Η αντίστροφα επιλεκτική μνήμη που συνεπάγεται αυτή η νέα ορθοδοξία (…)”. Πράγμα που, χωρίς να το λέει ρητά, αφήνει τεχνηέντως να νοηθεί: ε, δε βαριέσαι, και οι μεν μονομερείς, και οι δε αντίστροφα μονομερείς, λίγο πολύ το ίδιο ήτανε. Έτσι αποσιωπά και αυτός ότι η τάση αυτή, ακόμα και αν δεχτούμε ότι απέκτησε μια σχετική υπεροχή στο πεδίο των ιδεών, πάντως αν μη τι άλλο δεν έστησε δικαστήρια και δεν φυλάκισε ούτε εκτόπισε κανέναν που πρέσβευε τα αντίθετα.
Το πράγμα όμως αρχίζει να γίνεται πιο ενδιαφέρον, αν θέσουμε στο υπόψη κείμενο το ερώτημα: για ποιον ακριβώς λόγο καταγγέλλει αυτή τη μονομέρεια; ποιες αρνητικές συνέπειες της προσάπτει;
Η απάντηση που δίνει το ίδιο το κείμενο είναι διττή: τα αρνητικά εκ της νέας αυτής ορθοδοξίας είναι αφενός γνωσεολογικής τάξεως και, αφετέρου, πολιτικής (ή, ίσως, εθνικής– για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο περισσότερο σύμφωνο με το γράμμα του κειμένου). Σε αυτή την απάντηση, όμως, προτεραιότητα δίνεται σαφώς στην πρακτικήκαι όχι στην αλήθεια.
Το πώς και το γιατί θα το δούμε αμέσως.
Το επιστημολογικό εμπόδιο  
Ως συνοπτική έκφραση της δυσφορίας του κ. καθηγητή μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την τελευταία παράγραφο του άρθρου, στην οποία μάς δηλώνεται:
“Από όλες αυτές τις απόψεις δεν υπάρχουν ακόμη οι προϋποθέσεις για μια αποστασιοποιημένη και (κατά τούτο τουλάχιστον) επιστημονική συζήτηση για τον ελληνικό Εμφύλιο, παρά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την τυπική λήξη του”.
Επισημαίνεται λοιπόν ένα “έλλειμμα επιστημονικότητας” που προκαλείται από την έξαψη των (πολιτικών) παθών και την αναπαραγωγή της αντιπαλότητας, για την οποία ευθύνεται η νέα ορθοδοξία.
Εδώ το κείμενο παίζει το χαρτί της διάκρισης Λόγου/παθών, αντικειμενικότητας/ μεροληψίας, η οποία συνιστά ένα επιχείρημα εξαιρετικά οικείο στην παράδοση της ευρωπαϊκής σκέψης και συνοδεύει από τη γέννησή τους τις νεότερες επιστήμες — ιδίως τις κοινωνικές. (Με αυτό τον τρόπο — μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια — επιτυγχάνει και ένα μερικότερο αποτέλεσμα: υπονομεύει προκαταβολικά το κύρος τού συνεδρίου που επρόκειτο να διεξαχθεί λίγες μέρες μετά τη δημοσίευση του άρθρου, το οποίο έτσι διαβάλλεται εκ προοιμίου ως αμφίβολης επιστημονικότητας).
Ωστόσο, αξίζει να προσέξουμε το εξής: παρά την απόφανσή του ότι “δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις” για μια επιστημονική προσέγγιση της περιόδου εκείνης, ο Μαυρογορδάτος, σε όλη την (μικρή ούτως ή άλλως) έκταση του άρθρου, προβαίνει χωρίς κανένα ενδοιασμό σε απερίφραστες διατυπώσεις περί της ιστορικής αλήθειας, ιδίως προκειμένου να αναδείξει τη μονομέρεια και τις αποσιωπήσεις της αριστερής ορθοδοξίας. Σε συνδυασμό λοιπόν με το γεγονός αυτό, νομιμοποιούμαστε να συμπεράνουμε ότι ο “αγνωστικισμός” της τελευταίας αυτής παραγράφου δεν πρέπει να διαβαστεί ως: “κανείς δεν μπορείνα γνωρίσει την επιστημονική αλήθεια για τον εμφύλιο”, αλλά ως: “εσείςδεν μπορείτε να γνωρίσετε την επιστημονική αλήθεια για τον εμφύλιο, εγώ όμως μπορώ”. Αυτό εξάλλου συνάδει με την προσπάθειά του να εμφανιστεί ως ο φορέας ενός λόγου της ουδετερότηταςκαι όχι ως εκπρόσωπος μιας πλευράς της διαμάχης, όπως επισημάναμε παραπάνω — έστω και αν αυτούς τους τίτλους ουδετερότητας επιχειρεί να τους αποκτήσει με το φτηνό αντίτιμο μιας χλιαρής καταδίκης των “διαχειριστών” του μετεμφυλιακού κράτους για ιδιοτέλεια.
Ακόμη και αυτό όμως δεν αποτελεί από μόνο του πρόβλημα: στο κάτω κάτω, όποιος μιλάει,σύμφωνα με την ίδια τη σύμβαση που διέπει τον επιστημονικό λόγο, αναμένεται να πει την αλήθεια — και δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε κάποιον απλώς επειδή προβάλλει το δικό του λόγο ως αλήθεια και το λόγο των άλλων ως ψεύδη. Εν προκειμένω, όμως, ο ισχυρισμός αυτός προσκρούει σε έναν άλλο που εξίσου συνάγεται με βεβαιότητα από το κείμενο: ο Μαυρογορδάτος λέει ρητά ότι οι προϋποθέσεις για μια απροκατάληπτη προσέγγιση δεν υπάρχουν ακόμα.Ωστόσο, όλα ανεξαιρέτως τα συμπεράσματα τα οποία εμφανίζει ως “αλήθεια” στο άρθρο του, αποτελούσαν, όπως με άλλη αφορμή σημειώσαμε, αναπόσπαστα στοιχεία της επίσημης ιδεολογίας τού “κράτους των εθνικοφρόνων” τις δεκαετίες του 50, του 60 και του 70 [4] . Αν είναι έτσι, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό πώς τότε υπήρχαν οι προϋποθέσεις να γνωρίσει κανείς την αλήθεια, μολονότι είχε μεσολαβήσει πολύ μικρότερο διάστημα, και πώς αυτές εξέλιπαν στη συνέχεια. Ακόμη και αν δεχθούμε τον ισχυρισμό του ότι επιβλήθηκε μια νέα ορθοδοξία, δύσκολα μπορούμε να αποδώσουμε στην ορθοδοξία αυτή τόση μισαλλοδοξία και τόση ισχύ ώστε να μπορεί να συσκοτίσει αυτό που με διαύγεια είχαν καταφέρει να δουν οι διαφωτιστές τής Μακρονήσου.
Ας δούμε όμως και σε τι ακριβώς συνίσταται το επιστημολογικό εμπόδιο που φέρεται ότι θέτει η αριστερή μυθοποίηση στην ορθή κατανόηση της ιστορίας. Ο Μαυρογορδάτος τής προσάπτει ότι “συσκοτίζει εντελώς τα γεγονότα εμποδίζοντας την κατανόηση της διαπλοκής τους”. Αυτή όμως η βαρύγδουπη δήλωση πίστης στο μόνο σκοπό της ιστορικής έρευνας, δηλαδή την ανάλυση της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των φαινομένων, διαπιστώνουμε αμέσως ότι στην πράξη αντιστοιχεί όχι στην αιτιολόγηση, αλλά στη δικαιολόγησή τους. Το βασικό πρόβλημα με την αποσιώπηση της εαμικής τρομοκρατίας δεν είναι ότι μας εμποδίζει να νοήσουμε την αλληλεξάρτηση των γεγονότων, αλλά ότι έτσι μένει ανεξήγητη η μεταγενέστερη αγριότητα των αντεκδικήσεων. Όπερ σημαίνει, δέχομαι να αναγνωρίσω ότι έγιναν αγριότητες, αρκεί όμως να γίνει δεκτό ότι η “αιτιολογία” των αγριοτήτων ήταν άλλες αγριότητες που προηγήθηκαν και στις οποίες αυτές απαντούσαν [5] . Και η αιτία αυτών των άλλων αγριοτήτων; Περί αυτής ουδέν αναφέρεται. Ελλείψει ανάλογης “αιτιολόγησης”, η εξήγηση δεν μπορεί παρά να είναι ότι οι κομμουνιστές είναι γενικώς άγριοι και έχουν την τάση να σφάζουν. Η επιστημονική κατανόηση της διαπλοκής των φαινομένων, η οποία μας υποσχέθηκαν ότι θα ξεπροβάλει μόλις παραμερίσουμε τη ρομαντική συσκότιση της αριστεράς, ως δια μαγείας σταματάει στην επισήμανση ότι “στόχος του ΕΛΑΣ ήταν η εξόντωση”.
Αυτό, όμως, πρώτον δεν συνιστά καμία “διαπλοκή”, εφόσον δεν αναδεικνύει καμία αμφίδρομη σχέση των γεγονότων αλλά απλώς μια μονοσήμαντη μεταβατική αιτιότητα: ένα γεγονός παρήγαγε ένα άλλο γεγονός. Και, δεύτερον και κυριότερον, πρόκειται επιπλέον για μια τελική αιτιότητα: τα γεγονότα ερμηνεύονται μέσω στόχων. Το να πούμε ότι ο ΕΛΑΣ “σκόπευε” να εξοντώσει τα κυβερνητικά στρατεύματα, ακόμα και αν αυτό ευσταθεί, δεν συνιστά επιστημονική ερμηνεία του εμφυλίου, αλλά απλή ταυτολογία: σε έναν εμφύλιο, και σε έναν πόλεμο γενικά, “στόχος” κάθε στρατού είναι να εξοντώσει τον αντίπαλο στρατό. Για να μπορούμε να ισχυριστούμε ότι κάναμε τη δουλειά μας ως ιστορικοί, θα πρέπει να πάμε πέρα από αυτή την τελεολογία και να θέσουμε — ει δυνατόν δε να απαντήσουμε κιόλας — ερωτήματα όπως: γιατί αυτοί οι στρατοί είχαν αυτό το στόχο, γιατί τότε και όχι νωρίτερα ή αργότερα, κατά πόσο τον επέτυχαν ή όχι και γιατί κ.ο.κ. Ο αρθρογράφος όμως δεν σκέφτεται ως ιστορικός που αναζητά τα αίτια, αλλά ως εισαγγελέας που αναζητά την ευθύνη.
Ακόμα κι αυτός ο ρόλος πάντως είναι μια μόλις υποκρυπτόμενη μεταμφίεση. η “σκέψη” που παράγει δεν είναι παρά η σκέψη του παιδιού που το ρωτάει η δασκάλα: “γιατί τσακώνεστε;” και αυτό απαντά: “δε φταίω εγώ, εκείνος άρχισε πρώτος!”.
Επειδή όμως φαίνεται ότι και ο ίδιος διαισθάνεται πως όσα λέει δεν είναι ιδιαίτερα πειστικά, στο τέλος καταφεύγει όπως είπαμε στο ακαταμάχητο επιχείρημα: στο κάτω κάτω, τι θα θέλατε; για σκεφτείτε τι θα είχε γίνει αν είχε νικήσει η άλλη πλευρά!
Με αυτό τον τρόπο, κατ’ αρχάς πρέπει να διαπιστώσουμε ότι ο κ. καθηγητής εξέρχεται αμετάκλητα του χώρου της επιστημοσύνης — τον οποίο ωστόσο με τόση θέρμη υπερασπιζόταν μέχρι τώρα έναντι των ρομαντικών παραμορφώσεων. Διότι η ορθολογική γνώση τού παρελθόντος δεν συμβιβάζεται με την αναδρομική διόρθωσή του και την υποβολή υποθετικών ερωτημάτων. Για παρόμοια ερωτήματα δεν πρόκειται να μάθουμε ποτέ την απάντηση, όποιος δε ισχυρίζεται ότι τη γνωρίζει και, μάλιστα, ότι αυτή θα έπρεπε να είναιαυτονόητη σε όλους, δεν μπορεί ταυτόχρονα να αξιώνει να αναγνωρίζουμε το λόγο του ως επιστημονικό. Αυτό που κατ’ αρχήν μπορεί να διεκδικήσει καθολικότητα και αναγκαιότητα είναι η γνώση συμβάντων που πράγματι έλαβαν χώρα — ακόμη και τότε η καθολική αποδοχή είναι στην πράξη σπάνια. Η αναντίρρητη γνώση μιας υποθετικής εξέλιξης προσιδιάζει μόνο σε έναν λόγο ιδεολογικό, καθότι υποταγμένο στις ανάγκες ενός πρακτικού στόχου.
Εν προκειμένω, ο στόχος αυτός είναι επιπλέον απολογητικός: παράγει ένα λόγο που, όπως είδαμε, επιχειρεί να δικαιολογήσει και όχι να ερμηνεύσει τις πράξεις των ανθρώπων. Πέραν τούτου όμως είναι και κακός ως δικαιολογία. Στην ουσία λέει: η καταστολή των χρόνων 46-49 και των δεκαετιών που ακολούθησαν ήταν δικαιολογημένη, διότι σε αντίθετη περίπτωση η χώρα μας σήμερα θα είχε γίνει Αλβανία. Ωστόσο μία πράξη δεν μπορεί ούτε να ερμηνευθεί, ούτε να δικαιολογηθεί με βάση περιστατικά και εξελίξεις που οι πράττοντες δεν γνώριζαν. Επιπρόσθετα, ακόμη και αν τα γνώριζαν, θα αποτελούσε λογική και ηθική ανακολουθία να λέγαμε: προκειμένου να αποφύγουμε τη δημιουργία γκούλαγκ, ήταν θεμιτό να δημιουργήσουμε γκούλαγκ.
Η επαγγελία της αδύνατης συμφιλίωσης 
Αυτό μάς οδηγεί στο δεύτερο, και κυριότερο, στοιχείο της “ορθοδοξίας” αυτής για το οποίο ενίσταται ο Μαυρογορδάτος. Η “στρατευμένη επιστήμη” του κατά βάθος έρχεται να υπηρετήσει εθνικούς σκοπούς: η προσπάθειά της να εμφανιστεί ως ρηξικέλευθη καταγγελία μιας παγιωμένης παραπλανητικής εντύπωσης η οποία επιβλήθηκε εντέχνως και δολίως έχει ως κύριο στόχο να αρνηθεί στην άποψη των ηττημένων το δικαίωμα να αναγνωριστεί ως έκφραση της εθνικής συμφιλίωσης. “Παρά τη σχετική συνθηματολογία, δεν πρόκειται ουσιαστικά για μια νέα οπτική ‘εθνικής συμφιλίωσης'” [6] , διαπιστώνει το κείμενό μας.
Από αυτή την άποψη, το κείμενο του Γ.Θ.Μ. ανήκει στην κατηγορία των επιτελεστικών αποφάνσεων, όπως λέγονται στη γλωσσολογία, ή απλούστερα των “αυτοεκπληρούμενων προφητειών”. Η διατύπωση “δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για αποστασιοποιημένη επιστημονική συζήτηση” είδαμε ότι σήμαινε: είσαστε μονομερείς και γι’ αυτό εγώδεν έχω την ψυχραιμία να συζητήσω μαζί σας. Στο πολιτικό (/εθνικό) επίπεδο, αυτό αντιστοιχεί σε: δεν υπάρχουν προϋποθέσεις για εθνική συμφιλίωση, γιατί απλούστατα τις αναιρώ εγώ– αρνούμενος να συμφιλιωθώ μαζί σας.
Για να μην αφήσει αμφιβολίες για τη μνησικακία του, ο θιασώτης της αποστασιοποίησης μας προσφέρει στην προτελευταία παράγραφο ακόμη ένα απλόχερο δείγμα πατροπαράδοτης αντιδραστικής σκέψης. Προσφεύγοντας στις υπηρεσίες και της ψυχολογίας, ο κ. καθηγητής αποφαίνεται ότι η ρομαντική ρεβάνς των ηττημένων “υπηρετεί κάποιες ψυχικές και πολιτικές ανάγκες”. Ποιες είναι αυτές; Ότι προσφέρει διάφορα “άλλοθι” (όπως θα έπρεπε να αναμένουμε ότι θα αποκαλύψει μια εισαγγελικού τύπου έρευνα).
Το πρώτο άλλοθι αποτελεί παραλλαγή ενός παραδοσιακού θέματος από το οπλοστάσιο της δεξιάς επιχειρηματολογίας: το ότι όσοι τοποθετούνται δημόσια και παλεύουν υπέρ της προώθησης των λαϊκών συμφερόντων είναι υποκριτές, διότι στην πραγματικότητα είναι οι ίδιοι προνομιούχοι ή, ενδεχομένως, “τα πιάνουν”. Η επωδός αυτή χρησιμοποιείται σε διάφορες παραλλαγές και από ποικίλα χείλη, κάθε φορά που υπάρχει κάποια άξια λόγου κοινωνική κινητοποίηση (πρβλ. “ρετιρέ”, “συντεχνίες” κ.ο.κ.) με στόχο να μειώσει τον ενθουσιασμό της και να ενσπείρει δυσπιστία, υποβάλλοντας την ιδέα ότι οι εμφανιζόμενοι ως αγωνιστές είναι ψεύτες και άρα οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να τους έχουν εμπιστοσύνη (ούτε όμως και να τους αντικαταστήσουν με άλλους οι οποίοι να εμφορούνται από γνήσια αγωνιστικούς προσανατολισμούς, εννοείται).
Ωστόσο, η απόπειρα μεταφοράς τού θέματος αυτού στο πεδίο της ιστορικής γνώσης καταλήγει σε λογική τερατογένεση. Αντιγράφω επί λέξει:
“Η ρομαντική ‘ρεβάνς’ των ηττημένων στο επίπεδο της συλλογικής μνήμης λειτουργεί ως σαγηνευτικό άλλοθι για όσους απολαμβάνουν την πεζή, πεζότατη ευμάρεια που τους εξασφάλισε η επικράτηση των νικητών”.
Πρόκειται για μια σκέψη πραγματικά αξιοπερίεργη, η οποία, αν αποδεχθούμε τις λογικές (;) της προϋποθέσεις και επιδιώξουμε να τις προεκτείνουμε προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, μας οδηγεί αργά ή γρήγορα σε αδιέξοδο. Κατ’ αρχάς, πώς είναι δυνατό η ρεβάνς των ηττημένωννα καλύπτει ψυχικές ανάγκες που προκύπτουν από την επικράτηση των νικητών; Ποίων είναι οι ψυχικές αυτές ανάγκες, των μεν ή των δε; Τα δύο αυτά συλλογικά υποκείμενα υπάρχουν στις δύο άκρες της φράσης, στη δε μέση υπάρχει ένας τρίτος όρος: “όσοι απολαμβάνουν”. Δεν είναι σαφές αν αυτοί αποτελούν υποκατηγορία κάποιας εκ των δύο άλλων ή μια τρίτη, ανεξάρτητη. Θα επρόκειτο άραγε τότε για την “κοινή γνώμη”, τα “μεσαία στρώματα”, τους διανοούμενους; Άγνωστο. Εάν όμως αυτοί οι απολαμβάνοντες ανήκουν στους “ουδέτερους” ή, κατά μείζονα λόγο, στους νικητές, τότε γιατί χρειάζονται άλλοθι προκειμένου να απολαμβάνουν; Και, κυρίως, γιατί ως τέτοιο άλλοθι να επιλέξουν ειδικά τη μυθολογία των ηττημένων(δηλαδή τη συμπάθεια προς αυτούς και την αναδρομική δικαίωσή τους); Το να δίνεις δίκαιο σε κάποιους που ηττήθηκαν δεν σε βοηθάει ιδιαίτερα να απολαύσεις τους καρπούς της ήττας τους — μάλλον το αντίθετο. Προς ένα τέτοιο σκοπό, πολύ πιο ευεργετικά αποτελέσματα θα είχε η ακριβώς αντίθετη κρίση: ότι οι ηττημένοι ήταν σφαγείς και τρομοκράτες και, άρα, δικαίως τους σφάξαμε και τους τρομοκρατήσαμε κι εμείς. Αν όλοι σήμερα ξεπεράσουμε τις τυχόν αμφιβολίες μας για το “ποιος έπρεπε να νικήσει”, όπως μας καλεί ο κ. Γ.Θ.Μ., τότε με αυτότο άλλοθι θα είμαστε πολύ περισσότερο σε θέση να απολαύσουμε ανενόχλητοι τους καρπούς της νίκης μας (τους). Ίσως μάλιστα βρούμε και το θάρρος να ζητήσουμε την αποκατάσταση της μνήμης και των θυσιών των νικητών στην αχάριστη συλλογική μνήμη.
Η μόνη υπόθεση που θα μπορούσε να διασώσει αυτό το ψυχολογι(στι)κό σενάριο θα ήταν ότι η νέα ορθοδοξία προκύπτει από τις ψυχικές ανάγκες όχι των πεπεισμένων νικητών ή των ταλαντευόμενων, αλλά εκείνων που ανήκαν στο στρατόπεδο των ηττημένων. Όχι όμως όλων, αλλά όσων εξ αυτώνάλλαξαν στρατόπεδο. (Όσοι ήταν και παρέμειναν ηττημένοι δεν έχουν κανένα λόγο να ψάχνουν άλλοθι για την απόλαυσή τους, διότι απλούστατα δεν απόλαυσαν τίποτα).
Ωστόσο, και αυτή η υπόθεση είναι τελείως απίθανη και δεν έχει καμία αξία ως ερμηνεία του φαινομένου. Αν κάποιοι αισθάνονταν ότι “πρόδωσαν τους συντρόφους τους” (ή “τα ιδανικά τους”), ίσως να είχαν όντως την τάση να προβαίνουν σε παραχωρήσεις στο πεδίο της σκέψης και να αναφέρονται ευνοϊκά σε αυτούς για να απαλλαγούν από τις ενοχές τους. Φαίνεται όμως ελάχιστα αληθοφανές να υποθέσουμε ότι ο μόνος τρόπος για να επιτύχουν αυτή την ψυχική γαλήνη ήταν να “ξαναγράψουν ολόκληρη την Ιστορία από τη σκοπιά των ηττημένων”, δηλαδή να πειστούν ότι π.χ. τα Δεκεμβριανά ήταν αντίσταση κατά των Άγγλων, να συσκοτίσουν την εαμική τρομοκρατία κ.ο.κ. Ακόμη λιγότερο πιστευτό φαίνεται ότι αυτή η καθ’ υπόθεσιν ολιγομελής ομάδα, αφού πρώτα οικοδόμησε μια ολόκληρη θεωρία, μπόρεσε μετά να την επιβάλει σε όλους τους υπολοίπους σε τέτοιο βαθμό ώστε αυτή να αναδειχθεί σε νέα ορθοδοξία που να καταπνίγει τις αντίθετες απόψεις. Αν τα μέλη της χρειάζονταν — και μπορούσαν — να πειστούν και να πείσουν και τους υπολοίπους για κάτι που, πάλι κατά την υπόθεση, είναι ψευδές, τότε αυτό αν μη τι άλλο θα τους είχε ήδη κοστίσει την ψυχική τους ηρεμία.
Πιθανόν να αποδώσαμε εδώ σε έναν ισχυρισμό περισσότερη σημασία απ’ όση ίσως απέδιδε ο ίδιος ο αρθρογράφος, αλλά η ανάλυση μιας παραδειγματικής περίπτωσης μπορεί να ισχύσει και για όλες τις ανάλογες και, επομένως, να μας δείξει ότι παρόμοιοι ισχυρισμοί, που επαναλαμβάνονται, μεταξύ άλλων από τις στήλες “έγκυρων εφημερίδων της νικήτριας παράταξης”, και σιγά-σιγά συγκροτούν το πεδίο του αυτονόητου, της αυθόρμητης πρακτικής ή/και θεωρητικής ιδεολογίας μας, είναι πραγματικά σαθροί και δεν αντέχουν σε στοιχειώδη λογική βάσανο.
Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους, παραλείπω την ενασχόληση με τη δεύτερη από τις “ψυχικές ανάγκες” στις οποίες αποδίδει το άρθρο την επικράτηση της ρομαντικής ορθοδοξίας: το ότι “προσφέρει άλλοθι για την απουσία ηρωισμών και θυσιών σε πιο πρόσφατες εποχές”(!), και έρχομαι στην τρίτη.Η ανάγκη αυτή προφανώς εμπίπτει στις πολιτικές και όχι στις ψυχικές, κατά την κατάταξη του Γ.Θ.Μ., και έτσι τα λόγια του εδώ αρχίζουν να αποκτούν περισσότερη ουσία και να εγκαταλείπουν το έδαφος του ψυχολογισμού. Ο ρόλος λοιπόν της αριστερής μυθοποίησης είναι επίσης να “προσφέρει άλλοθι σε μια κομματική ηγεσία που εννοεί να παραμένει αμετανόητη” (η υπογράμμιση δική μου).
Απέναντι σε αυτή την προτελευταία παράγραφο, μπορούμε κι εμείς να ακολουθήσουμε το δρόμο που μας υπέδειξε το άρθρο και να σκεφτούμε με τη σειρά μας ότι αυτή που όντως εκπληρώνει μία καθόλου αμελητέα ψυχική και πολιτική λειτουργία δεν είναι η υποτιθέμενη “ρεβάνς των ηττημένων”, αλλά η θεωρία περί της ύπαρξής της. Πράγματι, η θεωρία αυτή επιτρέπει στους νικητές να συνεχίσουν τον αγώνα ώστε να παγιώσουν και να διευρύνουν τη νίκη τους, καθότι τους δίνει ένα θαυμάσιο άλλοθι να συνεχίσουν να ζητάνε δηλώσεις μετανοίας από τους αμετανόητους ηττημένους.
Από αυτή τη συγκεκριμένη άποψη, νομίζω ότι μπορούμε τουλάχιστον σε ένα πράγμα να συμφωνήσουμε απόλυτα με τον αποστασιοποιημένο αναλυτή. Όπως ήδη ανέφερα, το άρθρο τελειώνει με τη διαπίστωση ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια συζήτηση για τον εμφύλιο “παρά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την τυπική λήξη του”. Προτείνω λοιπόν να πάρουμε κατά γράμμα αυτή τη λεξούλα που ξεφεύγει από το έρκος των οδόντων τού κ. καθηγητή: τυπική, και την ομολογία που αυτή περιέχει, και να αντλήσουμε από αυτήν το αναπόδραστο συμπέρασμα: ο εμφύλιος δεν έχει λήξει πραγματικά, αλλά συνεχίζεται με άλλα μέσα.
Ένα από αυτά τα μέσα είναι και η τοποθέτηση του Γ.Θ.Μ., η οποία έχει ανάγκη (όχι βεβαίως “ψυχική”) να εμφανίζεται ως επιστημονική και αμερόληπτη ακριβώς για να μπορεί να διεξάγει από καλύτερες θέσεις τον ιδεολογικό της αγώνα. δηλαδή να προσπαθεί να συμπήξει και να οργανώσει κατά τον καλύτερο τρόπο το ένα εκ των δύο στρατοπέδων. Ότι αυτός είναι ο στόχος του γίνεται πιο εύκολα αντιληπτό σε μερικά “περιφερειακά” σημεία του λόγου του, όπως π.χ. εκεί που τραβάει το αυτί στις “έγκυρες εφημερίδες της νικήτριας παράταξης που υπήρξαν άλλοτε πιστοί θεματοφύλακες της ιστορικής της μνήμης” [7], οι οποίες “συμπαρασύρονται” από τη ρομαντική εξιδανίκευση της ηττημένης παράταξης και κατά τούτο εγκαταλείπουν τη θέση τους στη μάχη.
Αυτή η επιχείρηση αντεπίθεσης της αστικής ιδεολογίας και της ανάκτησης ενός χώρου από τον οποίο είχε σχετικά υποχωρήσει τα τελευταία χρόνια πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι τελικά αποτυγχάνει: θέτει στον εαυτό της το καθήκον να συμβιβάσει τόσες αντιφατικές απαιτήσεις, που τελικά δεν τα καταφέρνει απόλυτα — τουλάχιστον από την άποψη της λογικής συνοχής. Πρέπει όμως να έχουμε πάντα υπόψη μας ότι η κοινωνική διάδοση κάποιων ιδεών δεν είναι πάντοτε συνάρτηση της θεωρητικής τους συνοχής. (Μάλλον το αντίστροφο συμβαίνει: το ποιες ιδέες μάς φαίνονται εύλογες και πειστικές είναι κοινωνικά καθορισμένο).
Από αυτή την άποψη, είναι εξαιρετικά χρήσιμο να ασχοληθούμε με αυτή την προσπάθεια και να δούμε γιατί ακριβώς αποτυγχάνει. Διότι το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένη, τα συστατικά της, έστω και αν δεν “δένουν” απολύτως σε αυτή την υπερβολικά φιλόδοξη συνταγή, είναι πάντως τα ίδια υλικά που διαθέτει το “μενού” της αστικής ιδεολογίας και που μας σερβίρονται καθημερινά σε διαφορετικούς, και ενδεχομένως πιο εύπεπτους, συνδυασμούς. Ως εκ τούτου, κείμενα σαν κι αυτό αποτελούν “εργαστήρια” για νέες συνθέσεις, οι οποίες δοκιμάζονται και, ανάλογα με την αντίσταση που θα συναντήσουν, ίσως επανέλθουν στο μέλλον από πιο κεντρική θέση στο εσωτερικό της. Σε τελευταία ανάλυση, η δυσκολία ενός τέτοιου λόγου να γίνει πειστικός δεν οφείλεται σε εσφαλμένη τακτική, αλλά σε μία εγγενή, αντικειμενική δυσκολία που θέτει η ιστορική συγκυρία.
Η ιδιαίτερη διαμόρφωση των τελευταίων δεκαετιών της ελληνικής ιστορίας αποτελεί μια πρώτη ύλη που θέτει ως ένα βαθμό αλληλοσυγκρουόμενες απαιτήσεις στην επεξεργασία της με όρους της κυρίαρχης ιδεολογίας. έτσι, η τελευταία, ακόμα και σήμερα, δεν έχει καταφέρει να διευθετήσει το υλικό αυτό στο εσωτερικό μιας εκδοχής των γεγονότων που να είναι έστω σχετικά συνεκτική και πλήρης και, ταυτόχρονα, να μην θέτει σε κίνδυνο το βασικό πλαίσιο παραδοχών της αστικής κοσμοαντίληψης.
Όπως ανέφερα στην αρχή, το ενδεχόμενο ένοπλης ταξικής σύγκρουσης (=αμφισβήτησης της κυριαρχίας της) αποτελεί ένα στοιχείο απολύτως ανυπόφορογια την κοσμοαντίληψη αυτή, ένα στοιχείο για το οποίο δεν διαθέτει μακροπρόθεσμα κάποια υποδοχή που να το χωράει και να μπορεί να το εισπράξει νοητικά. Το σενάριο στο οποίο κάθε αστική ιδεολογία οφείλει να προσαρμόζει τις ιδιαίτερες περιστάσεις του κοινωνικού σχηματισμού στον οποίο δρα, και το οποίο οφείλει αυτή να προσφέρει στα υποκείμενά του ως μοντέλο ανάγνωσης της πραγματικότητας, βασίζεται στο τρίπτυχο ατομικισμός/εθνικισμός/νομικισμός [8] : όλοι εμείς είμαστε άτομα και επιδιώκουμε ο καθένας το ιδιωτικό συμφέρον του, αλλά έχουμε και κοινά συμφέροντα, εφόσον ανήκουμε σε ένα ενιαίο έθνος. Πιθανόν να έχουμε διαφορές μεταξύ μας, ακόμα και συγκρούσεις, αλλά αυτές, πρώτον τις έχουμε μόνο ως άτομα προς άλλα άτομα και, δεύτερον (ακριβώς γι’ αυτό), τις ρυθμίζει το δίκαιο, δηλαδή η καταναγκαστική παρέμβαση του κράτους, το οποίο νομιμοποιείται προς τούτο επειδή ακριβώς εκφράζει το έθνος και οφείλει να επιβάλλει τα ενιαία συμφέροντά του.
Το γεγονός ότι δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων, επί έτη, έδρασαν συλλογικά, στην αρχή εκτός της νομιμότητας και του κράτους και, στη συνέχεια, εναντίον τους, και συγκρούστηκαν με άλλους ανθρώπους του ιδίου έθνους, όπως είναι προφανές διαψεύδει έμπρακτα μία προς μία όλες τις ανωτέρω βασικές παραδοχές και, άρα, θέτει ένα πρόβλημα ανεπίλυτο για τον ορίζοντα της συγκεκριμένης προβληματικής — μία “χαίνουσα πληγή”, όπως θα έλεγε ο κ. Ράλλης. Γι’ αυτό η πρώτη της αντίδραση ήταν η απώθηση, η προσπάθεια να αρνηθεί το γεγονός ότι συνέβη.
Η άρνηση αυτή επιχειρήθηκε βέβαια και πάλι με τα ίδια αυτά νοητικά εργαλεία. Για να μην αναγνωρίσει το σκανδαλώδες γεγονός ότι Έλληνες στράφηκαν κατά άλλων Ελλήνων, η άρχουσα τάξη σε πρώτη φάση επιστράτευσε αφενός την περίφημη θεωρία περί ξενοκίνητων Εαμοβουλγάρων, αφετέρου δε την υλική καταστολή — δηλαδή τον κολασμό εξατομικευμένων παραβατών του ποινικού δικαίου.
Τα μέσα αυτά όμως είναι μακροπρόθεσμα απρόσφορα. Και αυτό διότι η αστική ηγεμονία δεν έχει απλώς ως καθήκον να εξασφαλίζει τη νομικοπολιτική κυριαρχία, την υλική επιβολή της, αλλά συνίσταται πρωτίστως στην παραγωγική διάπλαση των υποκειμένων κατά έναν τρόπο που να μπορούν να αποδίδουν. Με άλλη διατύπωση, η εξουσία, ακόμα και η πιο “μαχητική” [9], έχει και αυτή ανάγκη αυτούς επί των οποίων ασκείται και δεν κατατείνει απλώς να τους συντρίψει και να τους εκμηδενίσει (τουλάχιστον όχι όλους, τουλάχιστον όχι πάντα).
Γι’ αυτούς τους λόγους, και όχι επειδή ξεπέρασε τη μικροψυχία της ή λόγω της γελοιοποίησης της δικτατορίας, η ελληνική άρχουσα τάξη επιδίωξε πράγματι, μόλις της δόθηκε η ευκαιρία, να μετακινηθεί προς μια νέα, λιγότερο ασφυκτική ισορροπία των ίδιων ανωτέρω στοιχείων. Πρόκειται για αυτό που, στο λεξιλόγιό της (μας), είδαμε να καταγράφεται ως “εθνική συμφιλίωση”. Το 74 συνιστά όντως μια τομή, μία μεταβολή στην ισορροπία αυτή – στην ισορροπία “μνήμης και λήθης”, όπως το διατύπωσε εύστοχα ο Διονύσης Καψάλης σε ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενό του [10] .
Η νέα αυτή ισορροπία προβλέπει την άρση της απόλυτης λογοκρισίας για την ύπαρξη του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, μόνο όμως καθόσον αφορά τη δράση του κατά τη διάρκεια της κατοχής — η οποία μάλιστα λίγα χρόνια αργότερα επρόκειτο να “αναγνωριστεί” ως “εθνική αντίσταση”. Αντίθετα, η δυσανεξία εξακολουθεί να καλύπτει οποιαδήποτε αναφορά στην ένοπλη σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων – με τη σημαντική όμως αλλαγή ότι τώρα έχει πλέον βρεθεί ένα ανεκτό όνομα με το οποίο να προσδιορίζεται στην εθνική αφήγηση. Ο όρος λοιπόν “εμφύλιος”, που καθιερώνεται ακριβώς τότε, επιτρέπει την αναγνώριση του γεγονότος ότι έλαβε χώρα σύγκρουση, αλλά ταυτόχρονα υποβάλλει την ιδέα ότι η σύγκρουση αυτή έλαβε χώρα εντός μιας “φυλής”, δηλαδή μιας ομάδας ανθρώπων που κατά τα λοιπά, υπό “κανονικές” συνθήκες, ζουν — και οφείλουν να ζουν — μαζί.
Κατά το πρώτο σκέλος του, ο όρος αυτός όπως είδαμε προκαλεί ακόμα τις διαμαρτυρίες ορισμένων τάσεων της κυρίαρχης ιδεολογίας. Οι τάσεις αυτές βέβαια υπό τις παρούσες συνθήκες δεν είναι πιθανό να αναδειχθούν σε πλειοψηφικές εκδοχές, διότι το κέρδος που προκύπτει από το δεύτερο σκέλος για την αναπαραγωγή των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων κρίνεται σημαντικότερο. Δεν “βλάπτει” όμως η ύπαρξή τους, διότι υπενθυμίζει, σε όποιον θα είχε τη διάθεση να το ξεχάσει, ότι πρόκειται για παραχώρηση, και για να αποθαρρύνει — ή να ισοσταθμίζει — τυχόν πιέσεις για αναθεώρηση του συμβιβασμού προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Το ίδιο διάστημα εξάλλου αρχίζουν να γνωρίζουν διάδοση και απόψεις του τύπου ότι από τον εμφύλιο “δεν υπάρχουν νικητές και νικημένοι” (προφανώς οι τόσοι νεκροί, τραυματίες, φυλακισμένοι και εξόριστοι και, από την άλλη, η ιλιγγιώδης άνοδος της κερδοφορίας τού ελληνικού κεφαλαίου ήταν πλάσματα της φαντασίας, χωρίς πραγματική ύπαρξη). Δεν πρέπει επίσης να παραβλέπουμε το μεγαλοφυές πραγματικά εύρημα που συνιστά, συμπληρωματικά προς τα παραπάνω, η διατύπωση πως “η διχόνοια αποτελεί δυστυχώς εθνικό ελάττωμα των Ελλήνων”. Ένα ελάττωμα του οποίου η ύπαρξη, χάρη στις άοκνες προσπάθειες του συνεργασθέντος πρόσφατα με το ΚΚΕ κ. Ζουράρι (Ζουράρεως;), πρέπει να θεωρείται ως αποδεδειγμένη από αρχαιοτάτων χρόνων – τουλάχιστον από την εποχή του πελοποννησιακού πολέμου, αν όχι εκείνου της Τροίας. Με αυτό το αριστούργημα της σοφιστικής τέχνης, περιστατικά τα οποία διαψεύδουν το αξίωμα περί εθνικής ενότητας και ομοιογένειας καθίσταται δυνατό να μετατραπούν σε αποδείξεις του ακριβώς αντιθέτου.
Με όλες αυτές τις λύσεις, παρατηρούμε ότι διασώζεται το αδιαπραγμάτευτο στοιχείο της αστικής ιδεολογίας που εντοπίσαμε προηγουμένως: για τις εξελίξεις φταίνε οι (κακές) επιλογές κάποιων προσώπων (ατομικισμός) και η παρακίνηση κάποιων συλλογικών υποκειμένων που κείνται εκτός της “χωρικής μας μήτρας” (εθνικισμός). Και, βεβαίως, το όλο σχήμα καλείται να απαντήσει σε μια κυρίαρχη νομική/ηθικολογική διερώτηση: ποιος φταίει;.Αυτή η τελευταία ακριβώς μαρτυρεί — και εξασφαλίζει — ότι η ενδοεθνική σύγκρουση περνά πλέον στη συλλογική συνείδηση ως κάτι εξαιρετικό, ως μια εκτροπή από την ομαλή πορεία των πραγμάτων για την οποία οφείλουμε να βρούμε έναν φταίχτη (σε αντίθεση π.χ. με τα εργατικά ή ακόμα και με τα αυτοκινητιστικά “ατυχήματα”, τα οποία απλώς καταγράφονται με ένα πνεύμα ρουτίνας, ομαλότητας, παρόλο που και σε αυτά κάποιοι Έλληνες χάνουν με βίαιο τρόπο τη ζωή τους λόγω πράξεων ή παραλείψεων άλλων Ελλήνων).
Με αυτή τη νέα αφηγηματική κατασκευή, το αποτέλεσμα ήταν ότι τα γεγονότα της δεκαετίας του 40 επιτράπηκε πλέον να καταστούν αντικείμενο του λόγου, υπό τον όρο όμως να αποσπαστούν από τις πραγματικές αιτίες τους. ουσιαστικά να αποσπαστούν από οποιαδήποτε αιτία. “Για τις τρέχουσες ανάγκες του συλλογικού υποκειμένου θα αρκούσαν στο εξής, ως εξηγητικό σχήμα, τα διαβόητα ‘λάθη της ηγεσίας’ κι εκείνες οι ευλογημένες ‘ξένες δυνάμεις'” (Καψάλης, ό.π.).
Η επίκληση βέβαια των λαθών, της ηγεσίας ή όποιου άλλου, είναι προφανώς ανίκανη να ερμηνεύσει οτιδήποτε. Η έννοια (ή, μάλλον, η μη-έννοια) του “λάθους”, πέρα από τον ατομικισμό της, είναι καθαρά τελεολογική και, κατά τούτο, απολύτως ετερόνομη: δηλώνει απλώς ότι μια πρακτική αφίσταται από μια άλλη η οποία προϋποτίθεται ως ορθή, χωρίς όμως κατά τα λοιπά να μας μαθαίνει οτιδήποτε για τη φύση είτε της μιας, είτε της άλλης. Η επιλογή όμως της συγκεκριμένης “εξήγησης” έγινε προφανώς με κριτήριο την πρακτική και όχι την αλήθεια: αν, για κάποιο λόγο, προέκυπτε ότι η εντός ή εκτός εισαγωγικών εθνική συμφιλίωση εξυπηρετείται καλύτερα από τη θεωρία πως για τον εμφύλιο “φταίγανε” οι γιαπωνέζοι ή οι εξωγήινοι, τότε χωρίς αμφιβολία θα είχε διαμορφωθεί μια σχετική θεωρία η οποία δεν αποκλείεται να μας φαινόταν σήμερα ως αυτονόητη. Ειδικά ο όρος “λάθη” πάντως είναι πραγματικά ανεκτίμητης σημασίας για να επιτύχει το απαιτούμενο μείγμα μνήμης/λήθης. Προκειμένου να εξηγήσω το γιατί, ας μου επιτραπεί εδώ να παραθέσω αυτούσια μια αριστουργηματική στην απλότητά της διατύπωση, η οποία μοιάζει να βγήκε απ’ τις σελίδες της “Γενεαλογίας της Ηθικής” του Νίτσε:
“Η χρησιμοποιηση της λεξης ‘λαθος’ δεν ειναι καθολου τυχαια. Η χρησιμοτητα-της βρισκεται στο οτι ειναι λεξη ασαφης και διφορουμενη.
Για να φερουμε ενα παραδειγμα, αν ενας ληστης δεν προσεξει το αυτοκινητο της αστυνομιας που ειναι παρκαρισμενο κοντα στο σπιτι που παει να ληστεψει και τον πιασουν, τοτε οι αλλοι ληστες θα πουν οτι εκανε λαθος, εννοωντας φυσικα οτι επρεπε να προσεξει το αυτοκινητο της αστυνομιας και να δρασει αναλογα για να μη συλληφθει, ενω ο δικαστης που θα τον δικασει θα πει οτι εκανε λαθος (παραστρατημα) με την “ηθικη” εννοια της λεξης, εννοωντας οτι η ληστεια ειναι αδικη πραξη και δεν πρεπει να γινεται, ασχετα με την επιτυχια ή την αποτυχια της.
Ετσι η λεξη μπορει να χρησιμοποιειται ταυτοχρονα με την εννοια του πολιτικου λαθους τακτικης και με την εννοια του ηθικου λαθους, του αδικου, χωρις να προσδιοριζεται ποια απ’ τις δυο εννοιες (ή ισως καποιος συνδιασμος τους) ισχυει, δημιουργωντας μια πολυ βολικη συγχιση” [11] .
Όποιες κι αν ήταν πάντως οι μέθοδοι με τις οποίες κατασκευάστηκε η νέα αυτή κυρίαρχη αφήγηση, η ουσία είναι ότι με την επιβολή της δόθηκε ως ένα βαθμό στις λαϊκές τάξεις το δικαίωμα να σκέφτονται τους αγώνες τους και να μιλούν γι’ αυτούς. μόνο όμως υπό τον απαράβατο όρο να τους σκέφτονται και να τους περιγράφουν όχι ως ταξικούς αλλά ως εθνικούς αγώνες.
Η πολιτική ως επικοινωνία και ως πόλεμος 
“Κάθε μαχόμενος σχηματισμός μοιάζει με το νερό, αφού, όπως αυτό αποφεύγει τα υψώματα και κατευθύνεται στα χαμηλά σημεία του εδάφους, έτσι και ο στρατός αποφεύγει τη δύναμη και χτυπάει την αδυναμία” Sun Tzu, Η τέχνη του πολέμου
Η καθιέρωση λοιπόν του ενοχλητικού για τον κ. Ράλλη όρου “εμφύλιος”, αποτελεί ένδειξη — και εργαλείο — μιας συνολικότερης μεταβολής, αντάλλαγμα σε ένα νέο “κοινωνικό συμβόλαιο”.
Η παγίωση της μεταβολής αυτής είχε ένα πολύ σημαντικό αποτέλεσμα για τη μετέπειτα εξέλιξη των ταξικών αγώνων στην Ελλάδα: με την επιβεβλημένη αποσιώπηση των ετών 49-75 και με τη νέα “ισορροπία μνήμης/λήθης” της μεταπολίτευσης, το συνδυασμένο μήνυμα που έλαβαν οι εργαζόμενες τάξεις ήταν ότι οι ταξικοί αγώνες δεν γίνονται ανεκτοί, αλλά αντιμετωπίζουν άγρια καταστολή, ενώ οι εθνικοί είναι άξιοι τιμών και επαίνων.
Αυτό που εγκαθιδρύθηκε για τους παρελθόντες αγώνες, δεν μπορεί παρά να επεκταθεί και να καταλάβει αυτόματα και τους μελλοντικούς. Κατά τον Σουν Τζου, κάθε μαχόμενος σχηματισμός ενστικτωδώς αποφεύγει το ισχυρό σημείο του αντιπάλου, αυτό για το οποίο ο τελευταίος έχει δείξει ότι προτίθεται να αγωνιστεί ανυποχώρητα με κάθε μέσο, και στρέφεται προς τα χαμηλότερα σημεία του εδάφους που του προσφέρονται ως διέξοδος. Έτσι, με μία αυθόρμητη αίσθηση της στρατηγικής, ο μαχόμενος σχηματισμός που συγκροτούν, έστω και εν αγνοία τους, οι υποτελείς τάξεις, αφομοίωσε το δίδαγμα ότι όταν θέτει ένα αίτημα ως ταξικό πρέπει να αναμένει ισχυρή αντίδραση, ενώ όταν το διατυπώνει ως “εθνικό συμφέρον” — ή έστω ως σύμφωνο με το εθνικό συμφέρον –, η διεκδίκησή του έχει περισσότερες πιθανότητες να γίνει ανεκτή.
Η εξέλιξη αυτή θεωρώ ότι αποτέλεσε και αποτελεί ένα γεγονός απολύτως καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση των εξελίξεων στον νεοελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Είναι ο “ελλείπων κρίκος”, χωρίς τον οποίο οι κινήσεις των μαζών τα τελευταία δέκα τουλάχιστον χρόνια στην Ελλάδα, θα φαίνονταν — όπως πράγματι φαίνονται σε πολλούς — ανορθολογικές και ακατανόητες.
Αφού λοιπόν εκθέσαμε εν συντομία, στο παρόν κείμενο, την “πολεμική άνευ πολέμου” των κυρίαρχων τάξεων, μένει να εξετάσουμε πώς αυτή η ιδεολογική “άνιση ανταλλαγή” επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται και διεξάγουν με τη σειρά τους τον ασίγαστο πόλεμο οι υποτελείς τάξεις. Αυτό θα επιχειρηθεί στο επόμενο τεύχος.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΕΡΟΥΣ Α’

[1]  Με τίτλο Πενήντα χρόνια από τη λήξη του “εμφυλίου”(29/9/99).



[2]  Για να το πούμε αλλιώς, εξαρτάται τι ακριβώς εννοεί κανείς με τον όρο “περιορισμένος”. Κατά τα λεγόμενα του ίδιου του Ράλλη, ο οποίος παραθέτει εδώ τον Π. Κανελλόπουλο, το 1946-49 “δεν ήταν πλέον στα βουνά παρά μόνο όσοι ανήκαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα” (η υπογράμμιση δική μου) και αυτοί “δεν μπορεί να ήταν παραπάνω (sic) από το 15-20% του ελληνικού λαού”! Δηλαδή ο ίδιος παραδέχεται ότι, επί τέσσερα χρόνια, το 20% του συνολικού πληθυσμού μιας χώρας μάχονταν ένοπλα κατά του τακτικού στρατού της χώρας αυτής (για τον οποίο δεν αναφέρει αντιστοίχως ποιο ποσοστό επί τοις εκατό αποτελούσε σε σχέση με τον “ελληνικό λαό”), ενώ παλαιότερα ο αριθμός αυτός ήταν σαφώς μεγαλύτερος – όπως μαρτυρά η χρήση του όρου “πλέον”. Κατόπιν τούτου, δεν ξέρω ποιο ποσοστό πρέπει να πάρει τα όπλα για να στέρξει ο κ. πρώην πρωθυπουργός να παραδεχθεί ότι πρόκειται περί εμφυλίου.
[3]  Ο οποίος είναι Η “ρεβάνς” των ηττημένων.Τα εισαγωγικά στη λέξη “ρεβάνς” δεν ξέρω αν οφείλονται απλώς στην ξενική προέλευσή της ή υπονοούν ότι πρόκειται εδώ για κάτι που απλώς εμφανίζεται ως ρεβάνς αλλά, κατά το συγγραφέα, δεν είναι ή δεν θα έπρεπε να είναι.
[4]  Ενδεικτικά: “Παρουσιάζονται π.χ. τα Δεκεμβριανά ως αντίσταση κατά των Άγγλων, ενώ στόχος του ΕΛΑΣ ήταν αποκλειστικά η εξόντωση των ελληνικών κυβερνητικών δυνάμεων (…) Παραβλέπεται ποια πλευρά πήρε την πρωτοβουλία για τους ‘τρεις γύρους’ της εμφύλιας σύγκρουσης, χωρίς μάλιστα να διαθέτει την υποστήριξη της πλειοψηφίας (…)” κ.ο.κ.
[5]  Η ίδια παραχώρηση και η ίδια “αντισταθμιστική λογική” απαντά και στο κείμενο του Ράλλη: “Για να είμαστε δίκαιοι, δεν πρέπει να παρασιωπούμε ορισμένες ασφαλώς καταδικαστέες ενέργειες, στις οποίες προέβαιναν φανατισμένα στοιχεία της άκρας δεξιάς. (…) Προσέφεραν κάκιστες υπηρεσίες στον τόπο και στην παράταξη, εξάπτοντας το φανατισμό και αναρριπίζοντας το μίσος, μεταβαλλόμενοι ταυτόχρονα σε ακούσιους στρατολόγους του κομμουνισμού. Από την άλλη μεριά, όμως, δεν πρέπει να λησμονούμε την τραγωδία των Δεκεμβριανών, αθώα θύματα της οποίας – στενοί συγγενείς (γονείς, αδέλφια) ορισμένων δεξιών – είχαν δημιουργήσει χαίνουσες ακόμη τότε πληγές. Απότοκες αυτών των νωπών πληγών ήταν οι δεξιές ακρότητες”.
[6]  Η φράση “εθνική συμφιλίωση” και τις δύο φορές που εμφανίζεται στο άρθρο είναι επίσης σε εισαγωγικά, πράγμα που γεννά μια αβεβαιότητα ως προς το τι ακριβώς δημιουργεί πρόβλημα στον αρθρογράφο: απορρίπτει την ίδια τη δυνατότητα ή τη σκοπιμότητα της εθνικής συμφιλίωσης ως τέτοια, ή είναι απλώς κατά αυτής της εμφανιζόμενης ως “νέας” οπτικής της – άρα ενδεχομένως υπέρ κάποιας παλαιάς;
[7]  Επειδή τα περιθωριακά σημεία ενός λόγου συχνά αποκαλύπτουν περισσότερα γι’ αυτόν απ’ ό,τι τα κεντρικά, επισημαίνω επίσης ότι η φράση αυτή αποκαλύπτει ένα ακόμα στοιχείο το οποίο ίσως δεν θα αναγνώριζε ως δική του θέση ο Γ.Θ.Μ. με αυτή τη διατύπωση: ότι η “ιστορική (ή συλλογική) μνήμη”, στην οποία με τόση έγνια αναφέρεται, δεν είναι ενιαία. καθεμιά από τις δύο παρατάξεις που συγκρούστηκαν έχει τη δική της μνήμη και τους θεματοφύλακές της. Δεν υπάρχει δηλαδή μια αυθύπαρκτη εθνική μνήμη, αλλά δύο ταξικές μνήμες οι οποίες ανταγωνίζονται για το ποια θα επιβληθεί (και ως εκ τούτου θα αναδειχθεί ως εθνική εκ των υστέρων). Περί αυτού ίσως πούμε περισσότερα στο δεύτερο μέρος του παρόντος κειμένου.
[8]  Πρόκειται δηλαδή για το τρίπτυχο μέσα απ’ το οποίο υλοποιείται κάθε φορά η διπλή διαδικασία εξατομίκευσης και ομογενοποίησης που προσιδιάζει στον σύγχρονο καπιταλισμό, όπως την ανέλυσε ο Ν. Πουλαντζάς (βλ. Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, Θεμέλιο, Αθήνα 1982, σ. 89 κ. επ.).
[9]  Σύμφωνα με τη διατύπωση που χρησιμοποίησε και ο Δημήτρης Μπελαντής (βλ. Θέσεις τ. 53 και 54).
[10]  Η άνιση ανταλλαγή, Αυγή 31.10.99.
[11]  Χωρίς όνομα συγγραφέα, ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ και τα διεθνιστικά καθήκοντα των ελληνοκύπριων επαναστατών, 2η έκδοση, εκδόσεις “Εργατική Δημοκρατία”, Αθήνα-Λευκωσία, Μάης 1989, σ. 35-36. Διατηρείται η ορθογραφία και το ατονικό σύστημα του πρωτοτύπου.

ΜΕΡΟΣ Β’
στη μνήμη του Τάσου Ναούμ
Στο προηγούμενο τεύχος, μετά από μια εκτενή αναφορά στις προσπάθειες της νεοελληνικής αστικής ιδεολογίας να επεξεργαστεί νοητικά τα γεγονότα της δεκαετίας του 40, είχα καταλήξει ότι στις προσπάθειες αυτές μπορούμε να εντοπίσουμε μία περιοδολόγηση με βάση το συμβατικό όριο του 1974· με το συμβιβασμό της περιόδου εκείνης σημειώνεται μια σχετική μεταβολή στον τρόπο οργάνωσης της αστικής ηγεμονίας στην Ελλάδα. Κλείνοντας, είχα υποστηρίξει επιγραμματικά ότι η εξέλιξη αυτή “αποτέλεσε και αποτελεί ένα γεγονός απολύτως καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση των εξελίξεων στον νεοελληνικό κοινωνικό σχηματισμό”.
Στο παρόν δεύτερο μέρος θα αναφερθώ κάπως εκτενέστερα στη συγκεκριμένη εξέλιξη και θα εξηγήσω πώς θεωρώ ότι μετέβαλε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται και διεξάγουν τους αγώνες τους οι κυριαρχούμενες τάξεις [1] .
1. Οι ταξικοί αγώνες στην Ελλάδα
Πριν από χρόνια, μια φίλη μού είχε διηγηθεί γελώντας την εξής ιστορία: η κόρη της, όταν ήταν τριών χρονών, είχε κάνει μια αταξία. Ήρθε λοιπόν και της είπε, “μαμά, το αρκουδάκι μου έκανε αυτή την αταξία, κι εγώ το μάλωσα πολύ, γιατί είναι πολύ κακό αυτό που έκανε και δεν πρέπει, έτσι δεν είναι μαμά;”. Η φίλη μου τότε απάντησε: ναι, παιδί μου, ήταν πολύ κακό το αρκουδάκι σου, και να ξέρει ότι αν το ξανακάνει, θα τιμωρηθεί.
Συμμετέχοντας έτσι στη σκηνοθεσία του παιδιού και προεκτείνοντάς την, (κάνοντας δηλαδή ένα συμβιβασμό), η μητέρα απέφυγε το ταπεινωτικό – για εκείνο – αποτέλεσμα της τιμωρίας και, ταυτόχρονα, διατήρησε το “παιδαγωγικό” ως ένα βαθμό, ως το βαθμό που ήταν κρίσιμος – και χρήσιμος – για αυτήν.
Πριν από πολύ περισσότερα χρόνια, οι υποτελείς τάξεις στην Ελλάδα έκαναν μία πολύ σοβαρή αταξία, τη σοβαρότερη που υπάρχει: επιχείρησαν να πάψουν να είναι υποτελείς, και αυτό το έκαναν μέσω ένοπλης εξέγερσης.
Αυτό έγινε προφανώς με αντιφάσεις, παλινωδίες, με τρόπο ενίοτε άνισο και συγκεχυμένο, αλλά οι ανατροπές πάντοτε έτσι γίνονται – ή επιχειρούνται.
Η εξέγερση αυτή συνετρίβη στρατιωτικά και, στη συνέχεια, αστυνομικά.
Τόσο η ένοπλη εξέγερση, όσο και η συντριβή της, αποτελούν αντικείμενα απολύτως αδύνατο να γίνουν ανεκτά για μια “ομαλή” αστική ιδεολογία η οποία καλείται να “κάνει το μαγαζί να δουλέψει”, δηλαδή να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμα την αναπαραγωγή των κεφαλαιοκρατικών κοινωνικών σχέσεων. Για λόγους που συνδέονται με την ιδιαίτερη φύση αυτών των σχέσεων, στις καπιταλιστικές κοινωνίες η άμεση καταστολή δεν είναι (υπό “κανονικές” συνθήκες) υλικά παρούσα στην ίδια την παραγωγική διαδικασία, δεν μετέχει στην ίδια την απόσπαση της υπερεργασίας. Η καπιταλιστική εξουσία, όπως έδειξε ιδίως ο Μισέλ Φουκώ, δεν είναι καθαρή άρνηση, καταστολή, αλλά κυρίως ενδιαφέρεται να διαπλάσει κατά ένα ορισμένο τρόπο τα υποκείμενα και να επιτύχει μία συγκεκριμένη συμπεριφορά από αυτά [2] .
Λόγω αυτού του πρωτοφανούς συμβάντος που έλαβε χώρα στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, το καθήκον της νεοελληνικής αστικής ιδεολογίας έγινε ιδιαίτερα δύσκολο. Προκειμένου να επιτευχθεί στην περίπτωσή μας αυτή η απαιτούμενη συμπεριφορά, προκειμένου δηλαδή οι φορείς της παραγωγής να οδηγηθούν, και να οδηγούνται κάθε μέρα, να ενεργούν αυθόρμητα όσα απαιτούνται για την απρόσκοπτη λειτουργία των κεφαλαιοκρατικών κοινωνικών σχέσεων, απαιτείται να πειστούν ότι αυτός ο τρόπος ενέργειας είναι αυτονόητος, ότι αυτές οι σχέσεις είναι αιώνιες και φυσικές. Αυτό όμως δεν γίνεται εύκολα πιστευτό όταν η καθημερινή εμπειρία των φορέων αυτών τους υπενθυμίζει ότι οι εν λόγω σχέσεις δεν λειτουργούν από μόνες τους αλλά απαιτούν στρατοδικεία, εξορίες, βασανισμούς, φόνους για μεγάλο αριθμό από αυτούς και γενικευμένη αστυνόμευση για τους υπολοίπους.
Επειδή λοιπόν το μετεμφυλιακό κράτος ήταν τελείως ανίκανο να επεξεργαστεί νοητικά όσα συνέβησαν και να τα εντάξει σε ένα στοιχειωδώς αποδεκτό αφηγηματικό σχήμα, απλούστατα τα απώθησε.Επί εικοσιπέντε χρόνια, οι υποτελείς τάξεις στην Ελλάδα υποχρεώθηκαν να ξεχάσουν ό,τι έκαναν ή/και να μάθουν να ντρέπονται γι’ αυτό, να μετανοήσουν- και να το δηλώσουν εγγράφως. Από το 49 μέχρι και τη δικτατορία, η σκέψη και η ομιλία για την εξέγερση και την ενδοεθνική σύγκρουση αντιμετωπιζόταν με μια και μόνο μέθοδο: απαγόρευση, υπό την απειλή άγριας καταστολής ή, στην καλύτερη περίπτωση, κοινωνικής και επαγγελματικής απομόνωσης.
Το 74, όπως είχα αναφέρει και στο πρώτο μέρος, είναι σαν να βρέθηκε ένα “αρκουδάκι”, ένα εξωτερικό αντικείμενο μέσω του οποίου να είναι δυνατό να μετατεθεί η ένταση μεταξύ των “πάνω” και των “κάτω”. Η υποχρέωση αποσιώπησης αίρεται μερικά· ο συμβιβασμός προβλέπει ότι η δράση του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ δεν θα αποτελεί πλέον ταμπού και αντικείμενο πλήρους αποσιώπησης, μόνο όμως καθόσον εισπράττεται ως εθνική αντίσταση(και δη, κατά προτίμηση, αντίσταση κατά “των Γερμανών” ή “του ξένου εισβολέα” και όχι κατά του ναζισμού). Καθόσον δηλαδή δεν υπενθυμίζει την κοινωνική σύγκρουση, δεν επαναφέρει στο συνειδητό τον ανυπόφορο, κι ωστόσο αναπότρεπτο, διχασμό τού (εθνικού) υποκειμένου. Οι λαϊκές τάξεις αποκτούν πλέον το δικαίωμα να σκέφτονται τους αγώνες τους και να μιλούν γι’ αυτούς, μόνο όμως υπό τον απαράβατο όρο να τους σκέφτονται και να τους περιγράφουν όχι ως ταξικούς αλλά ως εθνικούς αγώνες.
Από αυτά τα πενήντα χρόνια, επομένως, το πρώτο μισό ήταν αφιερωμένο στη συστηματική και βίαιη αποσιώπηση των ενδοεθνικών συγκρούσεων, ενώ το δεύτερο στην εξίσου συστηματική μεταμφίεση ενός μέρους τους σε εθνικούς αγώνες και στην αποδοχή τους ως τέτοιων.
Το πολύ σημαντικό αποτέλεσμα για τη μετέπειτα εξέλιξη της ταξικής πάλης στην Ελλάδα ήταν το εξής: ότι οι υποτελείς τάξεις, τόσο από την πρώτη εξέλιξη όσο και από τη δεύτερη, ή μάλλον από το συνδυασμό τους, συνήγαγαν το δίδαγμα ότι οι διεκδικήσεις και οι αγώνες τους, όταν εμφανίζονται ως αντεθνικοί ή, έστω, ως ενδοεθνικοί, πρόκειται να αντιμετωπίσουν αδυσώπητη καταστολή· όταν όμως διατυπώνονται ως αιτήματα που προωθούν το εθνικό συμφέρον ή που συμβιβάζονται με αυτό, έχουν περισσότερες πιθανότητες να γίνουν αποδεκτά.
Ο Διονύσης Καψάλης, σε κείμενό του το οποίο παρέθεσα και στο πρώτο μέρος [3] , χαρακτηρίζει την εναρκτήρια πράξη αυτής της νέας, μετά το 74 φάσης ως “άνιση συμβολική ανταλλαγή”.
Εδώ έκρινα προτιμότερο τον όρο “ταξικός συμβιβασμός”. Αν χρησιμοποιήσουμε αυτό τον όρο, όχι όμως με την ηθικολογική έννοια της ανεπίτρεπτης δειλίας ή του “ξεπουλήματος” αλλά με την υλιστική έννοια της αντικειμενικής συμπύκνωσης ενός συσχετισμού κοινωνικών δυνάμεων, νομίζω ότι θα μπορούσαμε να “συμβάλουμε στη διάνοιξη ενός δρόμου για τη σωστή τοποθέτηση των προβλημάτων” [4] . Ενός δρόμου που φράσσεται από αυτή την έστω τροποποιημένη απώθηση, η οποία εξακολουθεί να καλύπτει την προηγούμενη ιστορία των αγώνων των υποτελών τάξεων.
Με τη διευθέτηση που επιτεύχθηκε το 74, είναι γενικώς παραδεκτό ότι “το τραύμα του εμφυλίου έχει επουλωθεί” κατά ιδανικό τρόπο. Ο ίδιος ο Καψάλης ομολογεί ότι αυτή η “αποστείρωση” της αντίστασης “από τις κοινωνικές και πολιτικές εμπλοκές της” παρουσιάζεται “περίπου αναπόφευκτη”· “κανείς μας δεν βλέπει πώς αλλιώς θα μπορούσε να είχε διευθετηθεί το ζήτημα” [5] . Έτσι, σήμερα, όταν μιλάμε και δρούμε για όλα όσα εμφανίζονται στην ημερήσια διάταξη των κοινωνικοπολιτικών αγώνων ως κρίσιμα ζητήματα, η ένοπλη ταξική σύγκρουση της δεκαετίας του 40 δεν φαίνεται να έχει κάποια θέση σε αυτή τη συζήτηση και να την επηρεάζει· είναι σαν να συνέβη σε άλλη χώρα [6] . Στο παρόν κείμενο θα υποστηρίξω ότι, παρ’ όλα αυτά, η έκβαση της εν λόγω σύγκρουσης και η έστω “διορθωμένη” ανάμνησή της είναι αυτό που, μένοντας άρρητο, παράγει όλους τους άλλους λόγους περί της νεοελληνικής πολιτικής και τους δίνει το νόημά τους. Με άλλη διατύπωση, υπήρξε η “εξαιρετική στιγμή” η οποία καθόρισε την μετέπειτα “κανονικότητα” – και την καθορίζει ακόμα και σήμερα, εφόσον το πλαίσιο που έθεσε δεν έχει μέχρι στιγμής αναιρεθεί ή αντικατασταθεί από κάποιο νεότερο.
2. Μια μικρή φιλοσοφική παρέκβαση
Ο προηγούμενος ισχυρισμός εγείρει ένα πολύ ενδιαφέρον φιλοσοφικό πρόβλημα, στο οποίο δεν μπορώ να αναφερθώ εδώ εκτενώς. Υπό τη μορφή μιας φιλοσοφικής (δηλαδή πολιτικής) θέσης, η οποία ως γνωστόν δεν αποδεικνύεται – με την επιστημονική έννοια του όρου – αλλά εξαγγέλλεται δογματικά [7] , θα περιοριστώ να υποστηρίξω τα εξής:
Οριακά, υπάρχουν δύο τρόποι για να σκέφτεται κανείς: αφενός με βάση τον κανόνα και, αφετέρου, με βάση την εξαίρεση.
Κάθε φιλοσοφική θέση μπορεί να χαρακτηρισθεί ορθή (juste) ή μη ορθή [8] . Ως ορθήλοιπόν θα χαρακτηρίσω τη δεύτερη προσέγγιση: η αλήθεια δεν βρίσκεται ποτέ “κάπου στη μέση”, κατά το κοινώς λεγόμενο· γόνιμη σκέψη είναι μόνο η σκέψη που σκέπτεται στα άκρα. Όχι από εκκεντρικότητα ή για τη γοητεία της πρόκλησης, αλλά γιατί αυτή είναι η πρόσφορη μέθοδος να γνωρίσουμε οτιδήποτε. Στα μαθηματικά, προκειμένου να εξαγάγουμε το μέσο όρο, πρέπει να γνωρίζουμε τους ακραίους όρους. Το αντίστροφο δεν ισχύει: εάν γνωρίζουμε μόνο το μέσο όρο, από αυτόν δεν μπορούμε να συναγάγουμε τις κατ’ ιδίαν περιπτώσεις. Αλλά γνώση άξια του ονόματός της είναι μόνο η γνώση των κατ’ ιδίαν πραγμάτων και όχι των γενικοτήτων.
Για να επαναδιατυπώσω λοιπόν την ανωτέρω αναπόδεικτη φιλοσοφική θέση: εάν βασιστούμε νοητικά στην έκτακτηστιγμή, στο όριο, μόνο τότε μπορούμε να κατανοήσουμε επαρκώς την “ομαλότητα” [9] . Αντίθετα, εάν ξεκινήσουμε από την ομαλότητα, θα παραμείνουμε μέχρι τέλους σε αυτήν, διότι απλούστατα δεν μπορούμε να μεταβούμε πουθενά αλλού, και θα την αναπαράγουμε ταυτολογικά. Για (αυτό που ορίζεται ως) το “έκτακτο” δεν θα έχουμε τίποτε αξιόλογο να πούμε, πέρα από ηθικολογίες όπως π.χ. οι παρακάτω:
“Εδώ ακριβώς είναι η βαρεία πλάνη του Φρόϋντ. “Ο Φρόϋντ, ψυχίατρος ων, απέβλεπε κατ’ εξοχήν εις την ψυχοσύνθεσιν των νευρωτικών ατόμων της πελατείας του, την οποίαν έκαμε μέτρον και κριτήριον της ψυχοσυνθέσεως των υγιών. Το παθολογικόν όμως δεν δύναται να μας δώση το μέτρον του υγιούς, διότι ακριβώς εξηφανίσθησαν από τούτου βασικά γνωρίσματα του τελευταίου” (Κ. Σπετσιέρη, “Η ψυχική ζωή του ανθρώπου”, 1960, σελ. 47). Εις το σημείον αυτό ας ενθυμηθώμεν την σοφήν ρήσιν του Αριστοτέλους: “Δει σκοπείν εν τοις κατά φύσιν έχουσι μάλλον το φύσει και μη το εν τοις διεφθαρμένοις”. Αν θέλης, με άλλα λόγια, να βγάλης από μίαν έρευναν σωστά συμπεράσματα, πρέπει να στηρίζεσαι και να εξετάζης άτομα φυσιολογικά και υγιή και όχι άρρωστα. Και όπως πολύ ορθώς παρετηρήθη, η συχνά παρατηρουμένη αυτοκτονία φροϋδικών ιατρών μαρτυρεί, ότι αυτοί είναι άκρως νευρωτικοί και μολαταύτα επαγγέλλονται τον θεραπευτήν ψυχικών ταραχών. Αλλ’ αυτά ακριβώς είναι τα αποτελέσματα της υλιστικής θεωρίας” [10] .
Όντως, αυτά είναι τα αποτελέσματα της υλιστικής θεωρίας: εννοώ, όχι βεβαίως η αυτοκτονία των φροϋδικών ιατρών, αλλά ακριβώς η προσπάθεια κατανόησης του “φυσιολογικού” με βάση το “παθολογικό”. Το οποίο τότε αποκαλύπτεται ότι δεν είναι καθόλου ” παθολογικό”, αλλά είναι φτιαγμένο με τα ίδια ακριβώς υλικά, εγγράφεται στην ίδια αιτιώδη αλυσίδα με το “υγιές”. Αντιθέτως, τα αποτελέσματα της ιδεαλιστικής θεωρίας είναι ότι δεν μπορεί να σκεφτεί παρά μόνο το “συγκεκριμένο πραγματικό” το οποίο αναγορεύει σε “υγιές”, ενώ ό,τι αφίσταται απ’ αυτό δεν μπορεί να το κάνει απολύτως τίποτε, παρά μόνο να το εξαποστείλει εις το πυρ το εξώτερον, στο χώρο του ασύλληπτου και του παρεκκλίνοντος – ομολογώντας έτσι την αδυναμία της να το ερμηνεύσει.
Η καλύτερη απόδειξη προς τούτο είναι ακριβώς η φράση του κ. Σπετσιέρη που παραθέτει ο αρχιμανδρίτης: “διότι ακριβώς εξηφανίσθησαν από τούτου [του παθολογικού] βασικά γνωρίσματα του τελευταίου” [του υγιούς]. Αυτό μας δείχνει ότι ο ιδεαλισμός είναι η σκέψη της αρνητικότητας: το “παθολογικό” είναι αυτό που προκύπτει αν από το υγιές “αφαιρεθεί” ένα ποσό πραγματικότητας. Ακόμη όμως κι αν δεχθούμε ότι είναι έτσι, αυτή η αριστοτελικής καταγωγής σύλληψη της ουσίας των πραγμάτων με βάση το σκοπό τους αδυνατεί ή αδιαφορεί να εξηγήσει πώς, πότε και γιατί είναι δυνατό να “αφαιρούνται” γνωρίσματα από αυτό που ορίζει ως σκοπό-ουσία, ως “ομαλό”. Το μόνο που μπορεί να πει είναι ότι τα γνωρίσματα αυτά “εξηφανίσθησαν”. Πώς όμως εξηφανίσθησαν; Πού πήγαν; Αντιθέτως, μια υλιστική-αντιτελεολογική προσέγγιση ενδιαφέρεται να εξετάσει την “ανωμαλία” ως λειτουργία του ίδιου αιτιώδους μηχανισμού που παράγει και την ομαλότητα και να την ερμηνεύσει όχι με βάση μια απουσία, αλλά με βάση τη θετική παρουσία και λειτουργία κάποιων δυνάμεων οι οποίες είναι κατά τη φύση τους οι ίδιες με αυτές, από τις οποίες παράγεται (αυτό που μας φαίνεται ως) η ομαλότητα.
Για την ιδεαλιστική-ηθικιστική προσέγγιση, η “εξαίρεση” συνιστά μια “ελλειμματική πραγματικότητα” και, οριακά, μια μη-πραγματικότητα, με την έννοια ότι δεν αποτελεί μέρος τού Είναι άξιο προς μελέτη. Κατά τούτο, η προσέγγιση αυτή εισάγει ένα ρήγμακαι, μάλιστα, μία ιεραρχική διαβάθμισηστους κόλπους τού Είναι, το οποίο έτσι χωρίζεται σε φαινόμενα υψηλά και καταπεπτωκότα, άξια και λιγότερο άξια. Οι υλιστικές θεωρίες μελετούν τα πράγματα ως δυνάμεις, δηλαδή τα εξετάζουν από τη σκοπιά της παραγωγικής τους δύναμης, η οποία εκδηλώνεται ομοιότροπα στο σύνολο των φαινομένων. Μελετώντας κατ’ αυτό τον τρόπο τις “εξαιρέσεις” διαπιστώνουν ότι, κατ’ ακριβολογία, δεν είναι καν “εξαιρέσεις”,αλλά ισάριθμες εκδηλώσεις μιας άλλης κανονικότητας. Από την οριακή περίπτωση δεν έχουν “εξαφανισθεί” οι νοητικά κρίσιμοι καθορισμοί, αλλ’ αντιθέτως εκεί ακριβώς είναι περισσότερο παρόντες· σε αυτήν εκδηλώνονται με μεγαλύτερη καθαρότητα οι ορίζουσες που πάντως είναι παρούσες και στην “κανονικότητα”.
Για να γίνει κατανοητή η σύνδεση της φιλοσοφικής αυτής παρέκβασης με το θέμα μας, θα προσέθετα εδώ ότι την ηθικολογική-κανονιστική προσέγγιση μας προσφέρει ακριβώς η κυρίαρχη ιδεολογία για να σκεφτούμε (ή μάλλον, για να μησκεφτούμε) την ένοπλη ταξική σύγκρουση της δεκαετίας του 40. Η σύγκρουση αυτή έχει καταγραφεί ως κάτι το τερατώδες, ως μια “άγρια ανωμαλία”, η οποία ήρθε απ’ το πουθενά και εξαφανίστηκε πάλι στο πουθενά·  οφείλεται στα λάθη της ηγεσίας και στην παρακίνηση των ξένων, οπότε, μόλις εξέλιπαν τα στοιχεία αυτά, η ιστορία ξανάρχισε από εκεί που βρισκόταν πριν ανοίξει η παρένθεση. Για την υλιστική προσέγγιση της ιστορίας, όμως, στις ταξικές κοινωνίες (δηλαδή σε όλες τις κοινωνίες) η ενδοεθνική-κοινωνική σύγκρουση δεν είναι το έκτακτο, αλλά το “ομαλό”.Η τέτοια σύγκρουση βεβαίως διεξάγεται ενίοτε και ένοπλα, αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο· η ένοπλη αναμέτρηση είναι απλώς μία εκδήλωση, η πιο ακραία, της κοινωνικής πόλωσης, η οποία πάντως είναι μονίμως παρούσα και καθορίζει εξίσου, αν και κατά διαφορετικούς τρόπους, την “ειρηνική” διαβίωση [11] . 
3. “Διφορούμενες” ή ανταγωνιστικές ταυτότητες;
Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι, μεταπολεμικά, στην Ελλάδα η ταξική σύγκρουση δεν εξέλιπε ούτε “εθνικοποιήθηκε”· οι πολιτικές εξελίξεις στο νεοελληνικό κοινωνικό σχηματισμό εξακολουθούν σε τελευταία ανάλυση να καθορίζονται από αυτήν στον ίδιο βαθμό με προηγουμένως. Απλώς ο καθορισμός αυτός λειτουργεί τρόπον τινά ως μια “μετωνυμική αιτιότητα”· για να διαβάσουμε τα αποτελέσματά του, ικανή και αναγκαία προϋπόθεση είναι να έχουμε υπόψη μας αυτή την τροποποίηση του λεξιλογίου που του επιβλήθηκε υποχρεωτικά.
Όπως είχα αναφέρει στο πρώτο μέρος, η απαγόρευση της αναφοράς στην κοινωνική διάσταση της σύγκρουσης της δεκαετίας του 40 (και, κατ’ επέκταση, κάθε άλλης σύγκρουσης) λειτουργεί ως ένα “εμπόδιο” που παρεμβλήθηκε στη ροή του μαχόμενου σχηματισμού των υποτελών τάξεων και την ανάγκασε να διοχετευθεί σε άλλη κατεύθυνση. Διαπιστώνοντας ότι οι κυρίαρχες τάξεις δέσμευσαν το κύριο μέρος των δυνάμεών τους, δηλαδή το σύνολο σχεδόν των ιδεολογικών και κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους, στην πάση θυσία υπεράσπιση της εθνικής ιδεολογίας, οι κυριαρχούμενες τάξεις αναγκάστηκαν να στραφούν προς “τα χαμηλότερα σημεία του εδάφους” και να εγκαταλείψουν εκείνα, για τα οποία ο αντίπαλος έχει δείξει ότι προτίθεται να αγωνιστεί ανυποχώρητα με κάθε μέσο[12] . Ήδη όμως αυτή η διατύπωση δείχνει ότι το ίδιο το εν λόγω εμπόδιοαποτελεί μέρος της σύγκρουσηςκαι δεν είναι κάτι εξωτερικό ως προς αυτήν, το οποίο θα είχε μονομερώς τη δύναμη να την περιορίσει ή, πολύ περισσότερο, να την εξαλείψει. Αποτελεί ένα όπλο, μία στρατηγική κίνηση την οποία έθεσε σε λειτουργία ο ένας εκ των δύο αντιμαχόμενων σχηματισμών. Ως τέτοιο, υπόκειται, όσον αφορά τη δραστικότητά του, στο συγκεκριμένο καθορισμό του συσχετισμού των δυνάμεων: τα αποτελέσματά του θα εξαρτηθούν από τη συνάντηση και την αναμέτρησή του με εξωτερικές και αντίθετες προς αυτό δυνάμεις.
Για να προτρέξω λίγο, η τελευταία παρατήρηση θα μας οδηγούσε σε ένα συμπέρασμα που εκ πρώτης όψεως ίσως ακούγεται ως παραδοξολογία: το “εθνικό στοιχείο” δεν είναι ευρύτερο, αλλά στενότερο από το ταξικό. Βεβαίως, μεταξύ των δύο “φαντασιακών κοινοτήτων”, το έθνος είναι εκείνη που εμφανίζεται ως η αριθμητικά πολυπληθέστερη. Ωστόσο, το αν η πρακτική που θεωρείται κάθε φορά ότι επιβάλλεται από το εθνικό συμφέρον ακολουθείται πραγματικά, ή μάλλον, ακόμη περισσότερο, το ποια πρακτικήθα κριθεί κάθε φορά ότι επιβάλλεται από το εθνικό συμφέρον, εξαρτάται από τον κοινωνικό ανταγωνισμό – ο οποίος αναδεικνύεται έτσι σε λογικά προηγούμενη και βασικότερη έννοια.
Στο ζήτημα αυτό θα επανέλθω στη συνέχεια. Προς το παρόν θα προσπαθήσω, σε πρώτη φάση, να φωτίσω τη θέση που υποστήριξα στην προηγούμενη ενότητα μέσω μιας αντιδιαστολής. Ίσως έγινε ήδη αισθητό σε ποια γραμμή σκέψης αντιπαρατίθεται κυρίως η παραπάνω τοποθέτηση:
Από το 1989 και μετά γνώρισε και στην Ελλάδα διάδοση ένας τύπος λόγου κριτικού προς την έως τώρα πρακτική της αριστεράς (ή αυτοκριτικού, στο βαθμό που εκφερόταν από τέως ή εν ενεργεία αριστερούς) που είχε ως μόνιμη επωδό ότι η αριστερά, με την τάση της να τονίζει μονομερώς την ταξική διάσταση των πραγμάτων, “παραμέλησε το εθνικό”. Αυτό φέρεται ότι της στέρησε απήχηση, διότι καλώς ή κακώς οι λαοί εξακολουθούν να αποδίδουν μεγάλη σημασία στο στοιχείο της εθνικής καταγωγής, ενώ η ταξική ένταξη φαίνεται να καθορίζει λιγότερο τη συγκρότηση των συλλογικών ταυτοτήτων – όπως μαρτυρούν και οι εξελίξεις στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Ως αποτέλεσμα υποστηρίζεται ότι στη μεν θεωρία τής αριστεράς προέκυψε ένα κενό, ένα “τυφλό σημείο” [13], στην δε πρακτική της ο χώρος των “εθνικών θεμάτων” καταλήφθηκε στις συντηρητικές δυνάμεις, οι οποίες και άντλησαν μόνες αυτές το σχετικό πολιτικό όφελος [14] .
Αν όμως τα όσα ισχυρίστηκα μέχρι τώρα ευσταθούν, μας υποβάλλουν το συμπέρασμα ότι, τουλάχιστο για την περίπτωση της Ελλάδας, η διάγνωση αυτή δεν ισχύει. Και αυτό για δύο λόγους:
α) διότι μας υπενθυμίζουν ότι “το εθνικό” δεν είναι μία ποσότητα ήδη συνεστημένη και αυθύπαρκτη, μία ανεξάρτητη μεταβλητή την οποία να πρέπει – ή να μπορούμε – να “προσθέσουμε” εκ των έξω σε μία “μη (επαρκώς) εθνική” ανάλυση ή/και πρακτική. Στην Ελλάδα πολύ καθαρότερα απ’ ό,τι αλλού είναι φανερό ότι το “έθνος” αποτελεί συστατική διάσταση της κοινωνικής σύγκρουσης, εφόσον υπήρξε ένα ιδεολογικό όπλο – το κατεξοχήν ιδεολογικό όπλο – για τη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ των μελών τού έθνους, δια της διεξαγωγής “ταξικών εκκαθαρίσεων”.
Εν μέρει συνέπεια του προηγουμένου είναι ότι,
β) η “επιμονή” τής εθνικής διάστασης κατά τον ορισμό της συλλογικής ταυτότητας και η ιστορική αντοχή της δεν είναι ένα φυσικό φαινόμενο, αλλά το (πάντοτε εύθραυστο) προϊόν επίμονης και επίπονης προσπάθειας, για την επίτευξη του οποίου χρειάστηκε και χρειάζεται ακόμα να λειτουργούν ακατάπαυστα όλοι οι κατασταλτικοί και ιδεολογικοί μηχανισμοί του νεοελληνικού κράτους.
Αυτό είναι πάντα χρήσιμο να το υπενθυμίζουμε, διότι στο προαναφερθέν σενάριο, το οποίο διακινούν κυρίως οι θεωρητικοί απολογητές της νεοορθοδοξίας και του “αντι-ιμπεριαλιστικού” εθνικισμού, το εθνικό αίσθημα εμφανίζεται ως μια αυθόρμητη τάση της “λαϊκής ψυχής” η οποία τρόπον τινα εκφράζει αδιαμεσολάβητα το βαθύτερο είναι της και δεν παύει να αναβλύζει, παρά την βολονταριστική προσπάθεια της αριστεράς να το υποβαθμίσει και να υποκαταστήσει στη θέση του μία ουτοπική ή “θεωρητική” αντίληψη περί τάξεων. Ένα τέτοιο σενάριο πιθανόν να εύρισκε κάποια στοιχεία αληθοφάνειας στην εμπειρική πραγματικότητα προκειμένου για τη Ρωσία ή την πρώην Γιουγκοσλαβία. Στην Ελλάδα όμως απαιτεί μεγάλη δόση εθελοτυφλίας για να μη δει κανείς ότι, ακριβώς αντίστροφα, το εθνικό αίσθημα ενσταλάχθηκε στις μάζες με μία συστηματική και βίαιη παιδαγωγική προκειμένου να εκτοπίσει την αυθόρμητη τάση κοινωνικής εξέγερσης. Όποιος απευθύνει εκκλήσεις στην ελληνική αριστερά να “γίνει πιο εθνική”, καλό είναι να θυμάται ότι ακριβώς την ίδια έκκληση απηύθυναν σε δεκάδες χιλιάδες Έλληνες κομμουνιστές οι βασανιστές τους σε διάφορα ευαγή ιδρύματα ανά τις νήσους του Αιγαίου.
4. To έθνος και η αριστερά: κάποια “ιστορικά” (case studies)
Είναι όμως ενδιαφέρον να αξιολογήσουμε, στο φως της εδώ υποστηριζόμενης θέσης, ορισμένα επιχειρήματα που επικαλείται προς απόδειξη το σκεπτικό αυτό περί της “παραμέλησης του εθνικού” ως αιτίας για την υποχώρηση των ιδεών της αριστεράς.
* Υποστηρίζεται λοιπόν συναφώς ότι, όποτε η αριστερά “ασχολήθηκε με τα εθνικά θέματα”, σημείωσε κέρδη και είδε την απήχησή της να αυξάνεται, όπως για παράδειγμα κατά τη γερμανική κατοχήκαι κατά τη δεκαετία του 50 με το Κυπριακό.
Ως προς το πρώτο παράδειγμα από τη νεοελληνική ιστορία, θα είχα να απαντήσω το εξής:
Κατά το διάστημα 41-43, η αριστερά άρχισε να προβάλλει ως “εθνική δύναμη” στο βαθμό που άρχισε να οργανώνει τις μάζες σε αντιναζιστική κατεύθυνση· αυτό, δε, ήταν σε θέση να το επιτύχει επειδή, στη συγκεκριμένη συγκυρία, οι αστικές πολιτικές δυνάμεις συνέβη να εξαφανιστούν από το προσκήνιο και το ΚΚΕ ήταν η μόνη συγκροτημένη οργάνωση με πείρα άσκησης πολιτικής – και μάλιστα στην παρανομία. Η αριστερά δεν απέκτησε απήχηση επειδή έγινε “πιο εθνική” και μετρίασε την “ταξικότητά” της, δηλαδή την αυτόνομη επιδίωξη των προσίδιων σε αυτή στόχων, αλλά ακριβώς το αντίστροφο συνέβη: αναδείχθηκε περισσότερο ικανή να διεκδικήσει την οργάνωση (των σχέσεων στο εσωτερικό) του έθνους επειδήμπόρεσε να στρατεύσει περισσότερο κόσμο στην επιδίωξη των δικών της στόχων. Αν ισχυριστούμε ότι οι έλληνες κομμουνιστές το διάστημα αυτό έγιναν εθνικά πιο ευαίσθητοι και προσανατόλισαν την πολιτική τους με κριτήριο την εθνική ένταξη, τότε θα μας ήταν τελείως ακατανόητο πώς, λίγα μόνο χρόνια αργότερα, διεξήγαγαν με σφοδρότητα πενταετή πόλεμο εναντίον ανθρώπων που είχαν την ίδια εθνική ένταξη με αυτούς.
Όσο για την προβολή του κυπριακού, με την οποία η αριστερά βγήκε από την απομόνωσή της τη δεκαετία του 50, πρέπει να λάβει κανείς υπόψη του ότι το κυπριακό, ειδικά όπως το έθεσε τότε η ελλαδική αριστερά, δεν ήταν “εθνικό θέμα” με την έννοια που δίνουμε συνήθως στον όρο, αλλά ήταν το πιο ταξικό θέμα που μπορούσαν να εγείρουν οι έλληνες αριστεροί χωρίς να κινδυνεύουν με βιολογική ή κοινωνική εξόντωση. Η ελληνική αριστερά δεν ζήτησε να καταληφθεί η Βόρειος Ήπειρος ή η Μακεδονία ή να συσταθεί συμβούλιο απόδημου ελληνισμού, αλλά οργάνωσε διαδηλώσεις στηνΑθήναμε το σύνθημα “έξω οι Άγγλοι από την Κύπρο”. Όταν δεν έχει περάσει ούτε μία δεκαετία από τότε που η ελληνική αστική τάξη συνέτριψε στρατιωτικά το ένοπλο αριστερό κίνημα με τη βοήθεια, ακριβώς, των Άγγλων, είναι προφανές ότι το σύνθημα αυτό αποτελεί ένα κωδικοποιημένο μήνυμα το οποίο εγγράφεται στην ενδοελληνικήαντιπαράθεση και δεν αφορά τις “διεθνείς σχέσεις”[15] . Το μήνυμα αυτό είναι συνταγμένο σε μια γλώσσα, την οποία ο αντίπαλος είναι εκ των πραγμάτων, δηλαδή εκ της προϊστορίας του και των διακηρύξεών του, υποχρεωμένος να σεβαστεί – αν δεν θέλει να εκτεθεί ως ασυνεπής και έτσι να εκχωρήσει άλλα τμήματα του ιδεολογικού εδάφους· έτσι, με τη χρήση της γλώσσας αυτής, η αριστερά καθίσταται ικανή να αποκαθιστά μια επικοινωνία με τα λαϊκά στρώματα και να τα οργανώνει σε μία κατεύθυνση αντιιμπεριαλιστική-αντικαπιταλιστική, χωρίς να μπορεί εύκολα να στιγματιστεί ως εθνοπροδοτική.
Με άλλα λόγια, το κυπριακό, ή πάντως οι μαζικές κινητοποιήσεις για το κυπριακό στην Ελλάδα τη δεκαετία του 50, ήταν ένα εργαλείο με το οποίο ο μαχόμενος σχηματισμός των υποτελών τάξεων προσπάθησε να ανακτήσει μέρος του εδάφους που είχε χάσει προηγουμένως στον κοινωνικό πόλεμο.
Ας δοκιμάσουμε όμως την ισχύ της προσέγγισης αυτής και σε πιο πρόσφατα φαινόμενα.
* Τον τελευταίο μόνο χρόνο, η ελληνική κοινωνία συγκλονίστηκε επανειλημμένα από εξαιρετικά φορτισμένες διαδηλώσεις και αντιδράσεις με αφορμές τη σύλληψη του Οτζαλάν και τις εξελίξεις στα Βαλκάνια. Κάπως παλαιότερα εξάλλου υπήρξαν οι ογκώδεις συγκεντρώσεις για το μακεδονικό.
Η επιλογή του αντικειμένου και η εκ πρώτης όψεως δυσανάλογη σφοδρότητα των αντιδράσεων αυτών προκαλούν κάποια έκπληξη και αμηχανία· έχουμε εδώ την τυπική δομή ενός συμπτώματος (με την ψυχαναλυτική κυριολεξία): πρόκειται για μια συμπεριφορά ανορθολογική, η οποία κατά τα λοιπά δεν φαίνεται να εντάσσεται στο γενικό πλάνο της ζωής μας και να “κολλάει” με όλα αυτά που συνειδητά σκεφτόμαστε και λέμε για τον εαυτό μας και τις επιθυμίες μας. Πρόκειται επίσης για μια συμπεριφορά συγκεχυμένη, στην οποία φαίνεται να συνυπάρχουν περισσότερες τάσεις ετερογενείς μεταξύ τους.
Είναι ενδεικτικό ότι ο τρόπος με τον οποίο βιώσαμε τα παραπάνω φαινόμενα και μιλήσαμε γι’ αυτά δημιουργεί (τουλάχιστον σ’ εμένα) μια αίσθηση ημιτελούς και μετατοπισμένου λόγου, ακόμη και όταν πρόκειται για το λόγο προσώπων που πρωταγωνίστησαν. Γενικά, υπάρχει η τάση να θεωρούνται αυθόρμητα (ιδίως τα δύο πρώτα, ενίοτε και το τρίτο) ως φαινόμενα της ίδιας τάξεως· προκύπτει όμως μια απορία όταν έρχεται η ώρα να πούμε ποια ακριβώς είναι αυτή η τάξη. Αυτή η διαφοροποίηση των αντιδράσεων που σημειώθηκαν στην Ελλάδα από όλες τις άλλες χώρες, άλλοτε αποδίδεται με υπερηφάνια στην ιδιαιτερότητα της ελληνικής ψυχής και στην τάση της να αντιστέκεται πάντα στις άνομες βουλές των ισχυρών της γης, ενώ άλλοτε στηλιτεύεται ως εθνικο-λαϊκιστικός αρχαϊσμός και ως παράγοντας διεθνούς απομόνωσης της χώρας μας.
Αν αγνοήσουμε το αξιολογικό περιεχόμενο των δύο τύπων αποφάνσεων, θα δούμε ότι αυτές δεν παράγουν καμία γνώση για την ουσία και την προέλευση του φαινομένου, αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, απλώς το περιγράφουν. (Στη χειρότερη το ανατροφοδοτούν, διότι και οι δύο λαμβάνουν ως δεδομένη, και εμπεδώνουν ακόμα περισσότερο, τη λογική προϋπόθεση του εθνικισμού, δηλαδή την αντίληψη περί ιδιαιτερότητας και μοναδικότητας των Ελλήνων έναντι των μη Ελλήνων – ασχέτως αν την κρίνουν θετική ή αρνητική).
Ο εντοπισμός μιας μοναδικότητας στις αντιδράσεις του ελληνικού λαού δεν είναι φυσικά ανακριβής· μόνο που αυτή αποτελεί εκδήλωση του προβλήματος και όχι λύση. Δεν είναι δηλαδή σφάλμα, αλλά είναι όπως είπα σύμπτωμα – και ως τέτοιο υποδεικνύει (και, ταυτόχρονα, αποκρύπτει) την κατεύθυνση στην οποία θα πρέπει να αναζητήσουμε αυτή τη λύση. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην οποία σημειώθηκαν τέτοιες αντιδράσεις επειδή η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην οποία διεξήχθη ένοπλη ταξική σύγκρουση που τερματίστηκε με αυτό το συγκεκριμένο τρόπο και, στη συνέχεια, καταγράφηκε στην επίσημη συλλογική μνήμη/λήθη με αυτό το συγκεκριμένο τρόπο. Ο εκκωφαντικός θόρυβος των, εντός ή εκτός εισαγωγικών, εθνικολαϊκών εκδηλώσεων διαμαρτυρίας είναι απολύτως αντίστοιχος προς την (αρχικά απόλυτη και, εν συνεχεία, σχετική) σιωπή που επιβλήθηκε για τη σύγκρουση αυτή· σε αυτόν βρίσκει διέξοδο το δυναμικό που μπλοκαρίστηκε από την εγκαθίδρυση της απώθησης.
Αποτελεί λ.χ. κοινή διαπίστωση ότι οι διαμαρτυρίες μετά τη σύλληψη του Οτζαλάνχαρακτηρίζονταν από ασυνήθιστα έντονη συγκινησιακή φόρτιση. Από πού άραγε έρχεταιαυτή η φόρτιση; Προσωπικά, σε όσα γράφηκαν δεν είδα καμία στοιχειωδώς ικανοποιητική εξήγηση – εκτός αν θεωρήσουμε ως τέτοια τις γνωστές κενολογίες ότι “ο Έλληνας αντιδρά πάντοτε συναισθηματικά” κ.ο.κ. Η δε επίκληση της παράδοσης του  ελλληνικού λαού να συμπαρίσταται στα απελευθερωτικά κινήματα ή γενικά στους διωκόμενους και καταφρονεμένους είναι αν μη τι άλλο ανεπαρκής: αν αυτό ίσχυε απόλυτα, τότε θα έπρεπε να είχαν σημειωθεί αντίστοιχες εκδηλώσεις συμπαράστασης προς το ανατολικό Τιμόρ ή την Τσετσενία – πράγμα που ουδόλως συνέβη.
Ελλείψει καλύτερης εξήγησης, θα πρότεινα να δοκιμάσουμε την εξής. Ας ξεκινήσουμε από τα πιο απλά και ας σκεφτούμε: τί είναι ο Οτζαλάν; Είναι ο ηγέτης ενός ένοπλου ανταρτικού κινήματος μαρξιστικής έμπνευσης που αγωνίζεται στα βουνά της χώρας του ενάντια σε ένα αυταρχικό στρατοκρατικό καθεστώς, ο οποίος συνελήφθη χάρη σε μία – πραγματική ή εικαζόμενη, μικρή σημασία έχει εν προκειμένω – συνεργασία της ελληνικής κυβέρνησης και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Σας θυμίζει τίποτα; Πάντως εγώ τείνω να σκεφτώ ότι, αν οι υποτελείς τάξεις διαδηλώνουν με σφοδρότητα και απαιτούν “λευτεριά στον Οτζαλάν”, αυτό αποτελεί έναν – ελάχιστα μεταμφιεσμένο, εξάλλου – τρόπο να φωνάξουν ετεροχρονισμένα αυτό που δεν είχαν μπορέσει, υπό την απειλή βιολογικής εξόντωσης, να φωνάξουν κάποτε στο παρελθόν: “λευτεριά στον Άρη Βελουχιώτη”. Η ματαιωμένη αγανάκτηση από την καταστολή τού ένοπλου αγώνα στην Ελλάδα μετατίθεται και επενδύεται σε ένα αντικείμενο εξωτερικό, για το οποίο η εθνικιστική ιδεολογία δεν μπορεί να φέρει αντιρρήσεις. Πάντως όμως εκφράζεται, και η βιαιότητα της έκφρασης αυτής οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι στο αντικείμενο αυτό βρίσκει τη μοναδική του διέξοδο ένα συσσωρευμένο υλικό που κατά τα λοιπά καλύπτεται από υποχρέωση πλήρους αποσιώπησης [16] .
*Ανάλογα ισχύουν ως προς την αντίδραση του ελληνικού λαού στη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας.
Ως προς αυτήν, στο χώρο της διεθνιστικής ριζοσπαστικής αριστεράς συχνά επισημάνθηκε η άκριτη ταύτιση με τους Σέρβους, η “ασυνέπεια” που συνιστά η ανόμοια αντιμετώπιση όμοιων καταστάσεων (π.χ. αδιαφορία για τους Κοσοβάρους) κ.ο.κ. Οι επισημάνσεις αυτές είναι ορθές, αλλά, αν ισχύουν τα παραπάνω, δεν είναι πιθανό να έχουν – όπως και δεν είχαν, εξάλλου – μεγάλη επίδραση, γιατί επενεργούν επί του συμπτώματος. Προσωπικά συμμερίζομαι την απογοήτευση για την φαινομενική ταύτιση μεγάλων τμημάτων των ελλήνων εργαζομένων με καθεστώτα εθνικιστικά και αντισοσιαλιστικά. Ωστόσο, όταν η στάση κάποιου παραμένει αναλλοίωτη ακόμη και αφού τον έχουμε “πληροφορήσει” για τα στοιχεία που θα (έπρεπε να) καταδεικνύουν την ανακολουθία της, πρέπει να σκεφτούμε ότι η στάση αυτή οφείλεται σε κάποια βαθύτερα υλικά αίτια. Τέτοιο αίτιο δεν μπορεί παρά να είναι η ετεροχρονισμένη προβολή της ελληνικής περίπτωσης στη γιουγκοσλαβική και η φαντασιακή της επανάληψη/διόρθωση.
Ας διαβάσουμε, και ας πάρουμε κατά γράμμα, μία από τις εξηγήσεις που δόθηκαν για τη συμπάθεια προς τους Σέρβους, η οποία δεν χρειάζεται παρά ένα ακόμα, πολύ μικρό άλλωστε, βήμα για να αποκρυπτογραφηθεί: οι δύο λαοί έχουν “κοινούς αγώνες”. Ποιοι είναι αυτοί οι κοινοί αγώνες; Είναι η ένοπλη αντίσταση στο ναζισμό υπό την καθοδήγηση κομμουνιστικών κομμάτων, η οποία στη συνέχεια μετασχηματίστηκε σε αγώνα για κατάληψη της εξουσίας στο εσωτερικό τού κάθε κράτους· τα στοιχεία αυτά χαρακτηρίζουν και τις δύο χώρες, και μόνο αυτές τόσο έντονα σε σχέση με τα υπόλοιπα Βαλκάνια. Στη Γιουγκοσλαβία, ο αγώνας αυτός στέφθηκε με επιτυχία, ενώ στην Ελλάδα ηττήθηκε, μεταξύ άλλων με παρέμβαση των Η.Π.Α. Όταν λοιπόν οι υποτελείς τάξεις εκφράζουν τόσο έντονη αντίθεση σε αυτό που δίνει από πολλές απόψεις την εντύπωση – έστω εσφαλμένη – ότι αναπαράγει το ίδιο σενάριο, δηλαδή στην τωρινή επέμβαση των Η.Π.Α. στα Βαλκάνια, δεν μπορούμε να μη σκεφτούμε ότι αυτό είναι ο μόνος τρόπος που έχουν για να ξαναμιλήσουν για τη συντριβή της δικής τους εξέγερσης, χωρίς να κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν αντεθνικά στοιχεία και να κατασταλούν ως τέτοια.
Δεν πρέπει επίσης να παραβλέψουμε την επίμονη αναφορά όλων σχεδόν των ελληνικών εντύπων στον καταχθόνιο ρόλο που φέρεται ότι έπαιξε η Γερμανία στη γιουγκοσλαβική τραγωδία.
Υπό την επιφύλαξη της ούτως ή άλλως ελλιπούς πληροφόρησης που έχουμε, προσωπικά τείνω να μην θεωρώ ιδιαίτερα καθοριστικό το ρόλο αυτό· οφείλουμε να είμαστε τουλάχιστον δύσπιστοι απέναντι σε παρόμοιες θεωρίες (συνομωσίας) που ερμηνεύουν τις εξελίξεις αποκλειστικά μέσω επεμβάσεων των “ξένων κέντρων”, των “ισχυρών της Δύσης” κ.ο.κ. Ασχέτως τούτου, όμως, είναι απολύτως επιβεβαιωτικό τής εδώ υποστηριζόμενης ερμηνείας όχι το γεγονός ότι η Γερμανία αναμίχθηκε, αλλά το γεγονός ότι οι περισσότεροι Έλληνες σκέφθηκαν ότι η Γερμανία αναμίχθηκε. Για την κατανόηση ενός ψυχικού και/ή ιδεολογικού συμπτώματος, κρίσιμη δεν είναι η ανάδειξη της αναλήθειάς του, αλλά η ανάδειξη των όρων που οδηγούν το υποκείμενο σε αυτή τη συγκεκριμένη πεποίθηση – οι οποίοι θα ήταν παρόντες ακόμη και αν αυτή τύχαινε να είναι αληθής. Εν προκειμένω, η επίμονη ανάδυση του “ρόλου της Γερμανίας” στους σχετικούς λόγους αποτελεί ένα κρίσιμο ελλείπον στοιχείο για να ανασυντεθεί επακριβώς η σκηνοθεσία του παραλληλισμού: από τη μεριά των “καλών” τοποθετείται μία μικρή και υπερήφανη χώρα των Βαλκανίων υπό την καθοδήγηση ενός σοσιαλιστικού κόμματος, ενώ από τη μεριά των κακών οι παρεμβατικοί ξένοι και δη, κατά χρονολογική σειρά, οι Γερμανοί και εν συνεχεία οι Αμερικανοί.
Θα παρατηρούσα επίσης ότι, κατά μία έννοια, αντίστοιχο ρόλο έπαιξε η επίμονη αναφορά στην ορθόδοξη θρησκεία: η αναφορά αυτή, για τις υποτελείς τάξεις, ήταν όχι η αιτιολόγηση, αλλά η εκλογίκευση της ταυτοποίησής τους με τον “αντιστεκόμενο σερβικό λαό”. Κατά τα προηγούμενα, ο “αποκατεστημένος” λόγος των υποτελών τάξεων θα ήταν: συμπαραστεκόμαστε στους Σέρβους επειδή σε αυτούς βλέπουμε αυτό που κάναμε εμείς πριν πενήντα χρόνια. Επειδή όμως η δημόσια αναφορά στο πραγματικό [17] συνδετικό στοιχείο μεταξύ των δύο περιπτώσεων έχει λογοκριθεί, επιστρατεύεται κι εδώ ένα υποκατάστατο στοιχείο το οποίο να είναι αφενός αποδεκτό για την κυρίαρχη ιδεολογία και, αφετέρου, ικανό να υποβάλει το συνειρμό της συσχέτισης.
Περιττό βέβαια να προσθέσουμε ότι και αυτό το σύμπτωμα ταυτόχρονα φανερώνεικαι αποκρύπτειτην πραγματική (=φαντασιακή) σύνδεση. Ή, με άλλα λόγια, ότι η υποκατάσταση αυτή, λόγω ακριβώς του διφυούς χαρακτήρα της, ευνοεί την προσπάθεια των κυρίαρχων τάξεων να παρέμβουν σε αυτή την “επιστροφή του απωθημένου” και να την εμποδίσουν.
* Ένα ακόμα παράδειγμα, τέλος, είναι οι πλέον πρόσφατες κινητοποιήσεις κατά της επίσκεψης Κλίντον. Εδώ είναι νομίζω πιο εύκολο να γίνει δεκτό ότι πρόκειται για έκφραση ενός αυθόρμητου λαϊκού αντικαπιταλισμού, ο οποίος, για τους λόγους που εξηγήσαμε, μεταφράζεται σε ένα λεξιλόγιο εθνικό. Σε αυτή την έκφραση είναι επίσης ευδιάκριτες οι δύο συνιστώσες τις οποίες έχουμε εντοπίσει, δηλαδή η καταγωγή του πρωτογενούς υλικού από το πλέγμα ιδεών του εμφυλίου και η δευτερογενής επεξεργασία του με βάση την υποχρέωση υποκατάστασης της ταξικής από την εθνική διάσταση. Ως προς το πρώτο στοιχείο, αρκετές φορές λεγόταν σχεδόν φανερά ότι η έντονη φόρτιση που δημιουργεί η παρουσία του προέδρου των Η.Π.Α. οφείλεται στην ενεργή ανάμιξη της χώρας αυτής στις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες. Το δεύτερο όμως στοιχείο εκδηλώνεται στο γεγονός ότι η ανάμιξη αυτή δεν περιγράφεται ως μεροληπτική συμμετοχή του αμερικανικού κράτους στην ενδοελληνική κοινωνική αντιπαράθεση υπέρ μιας εκ των δύο πλευρών, όπως πράγματι ήταν, αλλά ως προσπάθεια να επιβληθούν τα “αμερικανικά συμφέροντα” ως τέτοια επί των “ελληνικών”, τα οποία εκλαμβάνονται ως ενιαία και αδιαφοροποίητα.
5. Η “απούσα αιτία”
Για να συνοψίσω, λοιπόν, θεωρώ ότι, αν δεν πάρουμε υπόψη τη διεξαγωγή τής ένοπλης ταξικής σύγκρουσης της δεκαετίας του 40, την έκβασή της και τη συγκεκριμένη εγγραφή/διαγραφή της στη συλλογική μνήμη, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε όχι μόνο τα συγκεκριμένα γεγονότα της πρόσφατης επικαιρότητας, αλλά σχεδόν όλη την εξέλιξη του νεοελληνικού σχηματισμού τις τελευταίες δεκαετίες. Με αυτήν, τα πράγματα νομίζω ότι εντάσσονται σε μια πολύ πιο εξηγήσιμη προοπτική.
Αν αυτό που προσπαθούν να εκφράσουν οι εργαζόμενες τάξεις το δούμε από την οπτική της προϊστορίας τους, το διαβάσουμε στα συμφραζόμενά του, ίσως καταφέρουμε να διακρίνουμε το κύριο από το δευτερεύον, αυτό που είναι το μήνυμα και αυτό που αποτελεί απλώς τον κώδικα στον οποίο συντάχθηκε. Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι ο συγκεχυμένος και εκ πρώτης όψεως ανορθολογικός χαρακτήρας των μαζικών κινητοποιήσεων των τελευταίων χρόνων μπορεί να κατανοηθεί λογικά αν σκεφθούμε τις κινητοποιήσεις αυτές ως μία συγχώνευση δύο αντίθετων τάσεων. Σε αυτές εκδηλώνεται κατ’ αρχάς η ενστικτώδης και ημι-συνειδητή προσπάθεια των λαϊκών μαζών να ξαναθυμηθούν και να ξαναθυμίσουν την αντικαπιταλιστική τους εξέγερση και την καταστολή της. Και, παράλληλα, να δηλώσουν ότι η υποχώρησή τους είναι ως εδώ. να προειδοποιήσουν ότι πρόκειται να αντιταχθούν στην τυχόν επανάληψη της καταστολής και να υπενθυμίσουν στους νικητές πού βρίσκεται το σημείο ισορροπίας του συσχετισμού δυνάμεων. Ταυτόχρονα, όμως, εκδηλώνεται και η προσπάθεια των κυρίαρχων τάξεων να παρέμβουν σε αυτή την ανάκληση του λογοκριμένου υλικού ώστε να το διατηρήσουν ανενεργό ή να το διοχετεύσουν σε κατευθύνσεις ανώδυνες ή και επωφελείς για αυτές [18] . Οι δύο αυτές τάσεις θέτουν σε τελευταία ανάλυση τα λογικά όρια μέσα στα οποία μπορούμε να νοήσουμε τις κινήσεις των μαζών στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια [19] .
Σε όλες αυτές τις κινήσεις, θεωρώ ότι οι διεθνείς εξελίξεις δεν υπήρξαν γενεσιουργός αιτία, αλλά απλώς το εξωτερικό αντικείμενο στο οποίο επενδύθηκε ένα ήδη υπάρχον υλικό σχετικό με διεργασίες εσωτερικές στο νεοελληνικό κράτος. Κατά διαφορετικό τρόπο το καθένα, τα περιστατικά αυτά αποτέλεσαν ένα πεδίο στο οποίο τόσο οι κυρίαρχες, όσο και οι κυριαρχούμενες τάξεις συνέχισαν την προσπάθειά τους να διαχειριστούν και να τιθασεύσουν την ανάμνηση της ένοπλης ταξικής σύγκρουσης της δεκαετίας του 40, τον ασίγαστο αγώνα τους για το ποια θα καταφέρει να επιβάλει μια ερμηνεία περισσότερο σύμφωνη με τα δικά της συμφέροντα για τους εκκρεμείς ακόμα λογαριασμούς τής σύγκρουσης αυτής που εν μέρει μόνο διευθετήθηκαν με το συμβιβασμό τού 74.
Για την προσφορότητα κάποιας ερμηνευτικής προσέγγισης, μια ένδειξη μεταξύ άλλων μπορεί να αποτελεί το κατά πόσο είναι σε θέση να συνδέει και να ερμηνεύει φαινόμενα που διαφορετικά έμοιαζαν “ξεκάρφωτα” και ανεξήγητα. Εν προκειμένω, νομίζω ότι η ανάγνωση αυτή μπορεί να “κολλήσει” μεταξύ τους μερικά κομμάτια από το παζλ:
Όπως ανέφερα στην αρχή, στη δημόσια ομιλία μας η ένοπλη εξέγερση της δεκαετίας του 40 είναι σαν να μην υπάρχει. Έχουμε δηλαδή ένα συμβάν, και μάλιστα από τα πιο έντονα που μπορεί να συμβούν στην ιστορία ενός κοινωνικού σχηματισμού, το οποίο μοιάζει να μην έχει αφήσει ίχνη στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε έκτοτε την πολιτική πραγματικότητα στην Ελλάδα.
Από την άλλη, στην “ψυχοπαθολογία της καθημερινής (πολιτικής) ζωής” μας έχουμε μια σειρά εκδηλώσεων, τις οποίες δεν μπορούμε να εντάξουμε απόλυτα στα σχήματα που χρησιμοποιούμε για να αποδώσουμε την πραγματικότητα αυτή.
Με την επισήμανση ότι οι εκδηλώσεις αυτές αποτελούν την αναπλήρωση (δηλαδή την εκ νέου πλήρωση) του κενού που αφήνει η σιωπή τής λογοκρισίας – ή αυτο-λογοκρισίας – κάθε σκέψης και κάθε λόγου σχετικά με το πλέγμα του εμφυλίου, αποκαθίσταται η σύνδεση ανάμεσα σε εκείνη την “αιτία χωρίς αποτέλεσμα” και σε αυτό το “αποτέλεσμα χωρίς αιτία” [20] .
Πάντως, προσωπικά δεν έχω δει πουθενά αλλού κάποια ικανοποιητικότερη εξήγηση για τις περυσινές εκρήξεις της αγανάκτησης του πλήθους. Εκτός και αν θεωρήσουμε ως τέτοια την επίκληση της Τουρκοκρατίας, του Βυζαντίου ή των βαλκανικών πολέμων. Κι ωστόσο, και αυτοί ακόμα οι συνειρμοί, μολονότι δεν απαντούν στο ερώτημα, εμμέσως υποδεικνύουν την κατεύθυνση όπου πρέπει να αναζητηθεί η απάντηση, καθότι παραπέμπουν στο παρελθόν – μολονότι βέβαια στο απώτερο [21] . Αντιθέτως, αν καταγράψουμε τις αντιδράσεις αυτές με περιγραφικούς χαρακτηρισμούς όπως “μαζική υστερία” ή “αμυντικός εθνικισμός” [22], δεν κάνουμε ούτε καν αυτό: απλώς τις ερμηνεύουμε ως πλάνες, ως αδυναμίες – και έτσι το μόνο που φέρνουμε στο φως είναι η δική μας αδυναμία να τις νοήσουμε και ο τρόπος με τον οποίο συγκροτείται η δική μας φαντασία. Ακόμη περισσότερο: με βάση την ανάγνωση των αντιδράσεων αυτών ως διεκδίκησης του δικαιώματος των λαϊκών μαζών να ξαναμιλήσουν, έστω αλληγορικά, για την ως τώρα απωθημένη σύγκρουση, μπορούμε να κατανοήσουμε πολύ καλύτερα τα ίδια τα αισθήματα περιφρόνησης (αλλά και, κατά βάθος, φόβου) απέναντι στις εκδηλώσεις αυτές, τα οποία αποτυπώνονται στους ανωτέρω χαρακτηρισμούς των εκσυγχρονιστών αστών διανοουμένων.
Επίσης όμως, και κυρίως, μπορούμε να κατανοήσουμε ένα από τα βασικά στοιχεία των κινητοποιήσεων που προκάλεσαν την προαναφερθείσα αμηχανία: το ότι σε αυτές μετείχαν πολλές ετερόκλητες  πολιτικές δυνάμεις, από την άκρα αριστερά μέχρι την άκρα δεξιά. Εάν, κατά τα ανωτέρω, το μήνυμα είχε ένα διφυή χαρακτήρα, ήταν μια ενότητα αντιθέτων, τότε ο καθένας μπορούσε χωρίς πρόβλημα να κρατήσει από αυτό ό,τι τον βόλευε· οι μεν αναγνωρίστηκαν κυρίως στο εθνικό στοιχείο τής διατύπωσης, ενώ οι δε στο υπονοούμενο ταξικό περιεχόμενό της.


6. Περί της συγκρότησης και της “υγείας” των συλλογικών υποκειμένων
Κατά τα προηγούμενα, οι μείζονες λαϊκές κινητοποιήσεις που σημειώθηκαν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια φέρουν το ίχνος αυτής της “κοινωνικής παιδαγωγικής”, σημαδεύονται από τη σφραγίδα της στρατιωτικής και, εν συνεχεία, αστυνομικής συντριβής ενός κινήματος που καταγράφηκε ως “αντεθνικό” και κατεστάλη ως τέτοιο – και, προφανώς, από το φόβο επανάληψης αυτής της συντριβής.
Το δίδαγμα της παιδαγωγικής αυτής εξάλλου δείχνει να το έχει αφομοιώσει και η οργανωμένη αριστερά – για να μην πω ότι πολλές φορές δείχνει να έχει αφομοιωθεί απ’ αυτό.
Με την τελευταία διατύπωση υπαινίσσομαι το εξής: στην εξέλιξη που περιέγραψα σημειώθηκε ένα βήμα ακόμα πιο πέρα, το οποίο υπάρχει κίνδυνος να δημιουργήσει – αν δεν έχει ήδη δημιουργήσει – μια ανεπανόρθωτη πλέον σύγχυση στον πολιτικό λόγο στην Ελλάδα. Αφού παγιώθηκε το μήνυμα ότι η αναφορά στους αγώνες των υποτελών τάξεων “δεν είναι πια ντροπή”, αρκεί οι αγώνες αυτοί να αποσυνδεθούν από το “κοινωνικόν μας ζήτημα” και να περιγράφονται αποκλειστικά ως εθνικοί, αυτό είχε μεταξύ άλλων ένα πολύ σημαντικό αποτέλεσμα: ότι η διεκδίκηση της δικαιοσύνης, η καταπολέμηση της ανισότητας, νοείται πλέον ως ζήτημα που αφορά όχι τις σχέσεις που επικρατούν στο εσωτερικό τού ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, αλλά τις σχέσεις τού εσωτερικού με το εξωτερικό. Συνειδητά ή ασυνείδητα, ένα φορτίο ψυχικής ενέργειας το οποίο είχε δεσμευθεί στην “τάση του κομμουνισμού” μεταφέρθηκε πλέον και επενδύθηκε στην πατρίδα· πρωτίστως σε αυτήν ανατέθηκε φαντασιακά το καθήκον να διεξάγει τον αγώνα κατά των ισχυρών και των εκμεταλλευτών (της). Η ανεπτυγμένη αίσθηση αγωνιστικής διεκδίκησης της ισότητας και της δικαιοσύνης βαθμιαία και επίπονα υποκαταστάθηκε από μια επαγρύπνηση μήπως παραβλαφθούν τα “εθνικά μας δίκαια”, τα οποία δεν αναγνωρίζει η αχάριστη ανθρωπότητα [23] .
Δεν ξέρω πόσο δόκιμο θα ήταν να μιλήσουμε εν προκειμένω για “ταυτοποίηση”, αλλά οι αριστεροί και οι αριστερές φαίνεται ότι μετέφεραν και ανέθεσαν σε ένα νέο υποκείμενο το εξεγερσιακό τους δυναμικό. Μολονότι διατηρείται εν πολλοίς το σχήμα μιας συλλογικότητας η οποία κινητοποιείται αγωνιστικά για να βελτιώσει τη θέση της και να μην επιτρέψει να την εκμεταλλεύονται, στο ρόλο αυτής της συλλογικότητας το έθνοςυποκαθιστά ολοένα και περισσότερο την τάξη. Οι σημειολογικές διαφοροποιήσεις δεν λείπουν (π.χ. προτιμώνται όροι όπως “για το καλό του τόπου [και του λαού]”, “το συμφέρον της χώρας μας” κ.ο.κ.). Ωστόσο, επί της ουσίας, ως υποκείμενο του αγώνα άρχισε να αναγορεύεται η “μικρή Ελλάδα”, ακόμη και όταν αυτή ελάχιστα διατεθειμένη φαινόταν να αναγνωρίσει και να αναλάβει έναν τέτοιο αγώνα ως δικό της [24] .
Πέρα από τη φρασεολογία, η οποία υπόκειται σε πιο αυστηρό λογικό έλεγχο και ενίοτε επιλέγεται προσεκτικά για λόγους τακτικής, πιο αξιόπιστη ένδειξη αποτελεί η άμεση, ανεπεξέργαστη αντίδραση προς συγκεκριμένα φορτισμένα γεγονότα όσο είναι ακόμα πρόσφατα. Από αυτή την άποψη, δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη του πόσο βαθιά έχει προχωρήσει η ταύτιση των ελλήνων αριστερών με το ελληνικό έθνος-κράτος από την αντίδρασή τους στην υπόθεση Οτζαλάν. Και, ειδικότερα, από τη δημόσια αυτομαστίγωση εκπροσώπων και της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς (αλλά και οργανώσεων της ένοπλης πάλης!) για τις ενέργειες του ελληνικού κράτους – και δη των μυστικών του υπηρεσιών, με τις οποίες τουλάχιστον κάποια αντιπαλότητα θα ‘πρεπε να τους έχει μείνει [25] .
Η ομόθυμη διακήρυξη ότι “αισθανόμαστε ντροπή” για την παράδοση του Οτζαλάν στις τουρκικές αρχές δείχνει και τον αμφίδρομο χαρακτήρα αυτής της ταυτοποίησης: κατ’ αρχάς, οι έλληνες αριστεροί δέχονται ότι οι ενοχές της πατρίδας τους – εν προκειμένω, μάλιστα, οι ενοχές από τη λειτουργία των κατασταλτικών μηχανισμών του ελληνικού κράτους – αντανακλούν αυτονόητα σε αυτούς και είναι πρόθυμοι να τις μοιραστούν μαζί της· ακόμη περισσότερο, όμως, αυτό είναι δυνατό μόνον επειδή προηγουμένως της έχουν αναθέσει το δικό τους ρόλο και της έχουν μεταβιβάσει φαντασιακά τη δική τους καθηκοντολογία. Διότι η συμπαράσταση στον Οτζαλάν αποτελούσε – στο βαθμό που αποτελούσε – καθήκον της αριστεράς, και πάντως όχι του ελληνικού αστικού κράτους. Η αντίδραση των Ελλήνων αριστερών προς το κράτος τους δεν ήταν αντίδραση αντιπάλου, αλλά συνεταίρου – ή έστω αντισυμβαλλομένου: “μα, πώς είναι δυνατό να το έκανες αυτό; αφού μου είχες υποσχεθεί. ..”. Η αριστερά αντέδρασε ως να ήταν “η Ελλάδα”, ακριβώς επειδή ανέμενε από την “Ελλάδα” να ενεργήσει ως να ήταν η αριστερά – πράγμα όμως που αυτή ουδέποτε είχε ισχυριστεί. Οπότε, όποιος καταλήφθηκε από ένα αίσθημα προδοσίας καλό θα είναι να αναρωτηθεί γιατί.
Στην εκτενή φιλολογία που αναπτύχθηκε το διάστημα εκείνο, πολλοί υποστήριξαν ότι η ελληνική κυβέρνηση έπαιξε προδοτικό ρόλο. Άλλοι αντέτειναν ότι απλώς ενήργησε με προχειρότητα ή, έστω, ότι ανέχθηκε τη δράση ανεξέλεγκτων μηχανισμών, με αποτέλεσμα να κατηγορηθούν ότι “υπερασπίζονται την “χαμένη τιμή” της εκσυγχρονιστικής κυβέρνησης” [26] . Σήμερα, πάντως, οι “έγκυρες εφημερίδες της νικήτριας παράταξης” δεν έχουν κανένα πρόβλημα, μόλις καταλάγιασε κάπως ο θόρυβος, να μας πουν κατάμουτρα ότι: “Έναν χρόνο μετά, με τους σεισμούς και το Ελσίνκι να έχουν μεσολαβήσει, είναι κάποιοι που υποστηρίζουν ότι η “υπόθεση Οτζαλάν” ήταν τελικά ό,τι καλύτερο συνέβη το τελευταίο έτος για την κυβέρνηση Σημίτη. Ορισμένοι εξ αυτών, τότε ­ την 16η Φεβρουαρίου του περυσινού έτους ­ έλεγαν ότι ο Οτζαλάν “ρίχνει την κυβέρνηση”” [27] . Με άλλα λόγια, το τί θα κριθεί αποτυχία και τί επιτυχία για το ελληνικό κράτος εξαρτάται από τη δική του στοχοθεσία, δηλαδή την εμπέδωση και την αναπαραγωγή των κεφαλαιοκρατικών κοινωνικών σχέσεων, και όχι φυσικά από τις επιθυμίες της αριστεράς. Με βάση το κριτήριο αυτό, οι ενέργειες των οργάνων τού εν λόγω κράτους στην υπόθεση Οτζαλάν συνιστούν συνεπή εφαρμογή της λογικής την οποία υπηρετεί. Οι θεωρίες τόσο περί “ενδοτισμού σε πιέσεις ξένων κέντρων” όσο και περί “ασύγγνωστης αδεξιότητας” είναι αυτές που υπερασπίζονται την χαμένη τιμή του ελληνικού κράτους· διότι το κατηγορούν ότι απλώς παρεξέκλινε του σκοπού του, ο οποίος πάντως δεν αμφισβητείται ότι είναι να φροντίζει για το καλό (όλων) των υπηκόων του.
Εν πάση περιπτώσει, μετά από αυτή την “ταυτοποίηση” του μέρους με το όλο, το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα, στην Ελλάδα, ως μόνο δυνατό υποκείμενο της πολιτικής εκλαμβάνεται αδιαφοροποίητα το “έθνος”, ο “ελληνικός λαός”. Είναι χαρακτηριστικό ότι οποτεδήποτε κάποιος χρησιμοποιεί την προσωπική αντωνυμία στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο χωρίς άλλο προσδιορισμό, αυτό γίνεται αυτονόητα αντιληπτό ότι αφορά το έθνος.
Είναι αλήθεια ότι, με αυτό τον τρόπο, οι εργαζόμενες τάξεις, μη μπορώντας, για υλικούς λόγους, να ανατρέψουν την ασφυκτική κυριαρχία της ιδεολογίας του εθνικού συμφέροντος, επιδίωξαν και, κατά καιρούς, επέτυχαν ως ένα βαθμό να τροποποιήσουν το περιεχόμενο αυτού του συμφέροντος. Κάθε ταξικός συμβιβασμός είναι μια συναλλαγή: αποδεχόμενες να παρουσιάζουν τον αγώνα τους όχι ως αγώνα κάποιων Ελλήνων κατά κάποιων άλλων Ελλήνων, όπως στην πραγματικότητα (θα πρέπει να) είναι, αλλά ως αγώνα υπέρ των δικαιωμάτων της αδικημένης Ελλάδας, οι εργαζόμενες τάξεις μετασχηματίστηκαν αλλά και, ως ένα βαθμό, μετασχημάτισαν τον καθορισμό αυτών των “δικαίων”. Για να το εκφράσω με τη γλώσσα της τυπικής λογικής: λόγω της αντιμεταθετικής ιδιότητας που χαρακτηρίζει κάθε σχέση ταυτότητας, η προβολή και η γενική αποδοχή της θέσης ότι “οι αγώνες ήταν (είναι) εθνικοί”, μπορεί να ανοίξει το δρόμο για την αμοιβαία μετάθεση μεταξύ του υποκειμένου και του κατηγορουμένου, η οποία τότε θα έδινε τη διατύπωση ότι “το έθνος είναι αγωνιστικό”.
Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι η φαντασιακή “αντιμετάθεση ρόλων”, η εμπέδωση αυτού του εθνικού εμείς,δημιούργησε έναν ιδεολογικό χυλό, στον οποίο είναι δυνατό να αναγνωριστούν όλοι εν μέρει – ή σε διαφορετικούς βαθμούς κάθε φορά – και κανένας εν όλω ή μονίμως.
Αυτός ο χυλός, αυτή η “προοδευτική κοινή γνώμη” είναι γεγονός ότι εμμέσως δεσμεύει και την κυβέρνηση, εφόσον π.χ. καθιστά δυνατή την αποδοκιμασία της στάσης της προς τον Οτζαλάν ή της συνεργασίας της με τον ιμπεριαλισμό.
Το πόσο η συγκρότηση αυτού του “εμείς” μπορεί υπό ορισμένες συνθήκες να δεσμεύει την κυρίαρχη ιδεολογία, μπορεί να γίνει αντιληπτό με ένα παράδειγμα. Ο διεθνής αναλυτής της ΕλευθεροτυπίαςΜιχάλης Μορώνης, σε ανάλυσή του της 22/11/1999 (με τον χαρακτηριστικό τίτλο “Tα σχέδια του Kλίντον και τα συμφέροντά μας”), στηλιτεύει και αυτός, ως καλός εκσυγχρονιστής, τις οχλοκρατικές εκδηλώσεις που έλαβαν χώρα στην Αθήνα με την εξής διατύπωση:  
“καταφύγαμεσε απαράδεκτες ακρότητες προκειμένου να εκφράσουμε την αντίθεσή μαςστους σχεδιασμούς της Ουάσιγκτον”.
Αυτή η κατά τα λοιπά απολύτως κοινότοπη φράση έχει κάτι που θα έπρεπε να μας κάνει να αναπηδήσουμε: ο ομιλών χρησιμοποιεί το πρώτο πληθυντικό για να αναφερθεί σε μία ενέργεια, στην οποία ο ίδιος όχι μόνο δεν συμμετείχε, αλλά ήταν και σαφώς αντίθετος, όπως προκύπτει από την ίδια αυτή φράση [28] .
Αρκεί η συγκεκριμένη “παράπλευρη απώλεια” της κυρίαρχης ιδεολογίας ώστε να θεωρήσουμε ικανοποιητική για μας αυτή τη στρέβλωση του νοήματος των λέξεων; Όχι τίποτε άλλο, αλλά, όπως είδαμε (Καψάλης, ό.π. υποσημ. 3), ένας από τους λόγους για τους οποίους η “άνιση ανταλλαγή” και η αποδοχή του εθνικού πλαισίου κρίθηκε αναπόφευκτη για τον “ελληνικό λαό” (ή τον “ελληνικό πολιτισμό”) ήταν η διατήρηση της “υγείας” τους. Τί είδους υγεία είναι όμως αυτή που αναγκάζει τα άτομα να λένε “εμείς” όταν θέλουν να πουν “εσείς”, να αποδίδουν στον εαυτό τους μια πράξη την οποία στην πραγματικότητα έκαναν άλλοι και την οποία οι ίδιοι θεωρούν απαράδεκτη; Εμένα μάλλον για παράνοια μου φαίνεται [29] .
Είναι κοντόφθαλμο να πιστέψουμε ότι αυτή η κατάσταση, στην οποία άλλα λέμε και άλλα εννοούμε – ή, ακόμα χειρότερα, στην οποία λέμε όλοι τα ίδια αλλά ο καθένας εννοεί άλλα – μπορεί να ευνοήσει τον αγώνα της αριστεράς. Αντίθετα, η αδιαμαρτύρητη χρησιμοποίηση αυτού του “χυλού” βραχυκυκλώνει τις κινήσεις της και την εμπλέκει αξεδιάλυτα στη σύγχυση σε βαθμό τέτοιο, που την παρεμποδίζει να υπάρξει καν ως αυτόνομο πολιτικό υποκείμενο.
Στο προηγούμενο παράδειγμα είδαμε βέβαια ότι, από κάποιες απόψεις, το ιδεολογικό προσωπικό της αστικής τάξης βρίσκεται υποχρεωμένο να απολογείται σε αυτό τον “μέσο όρο” του πρώτου πληθυντικού προσώπου και να καταβάλλει ένα αντίτιμο προκειμένου να διατυπώσει το πολιτικό του πρόγραμμα. Έτσι δεν μπορεί να μιλήσει απερίφραστα, αλλά μόνο μέσα από “παρακαμπτήριες” οι οποίες συνεπάγονται αναγκαστικά μια απώλεια νοήματος και συνοχής. Πράγματι, αφού κάποιος αποδεχθεί ως αδιαπραγμάτευτο αξίωμα ότι “εμείς” (δηλαδή όλοι όσοι έχουν ελληνική εθνική καταγωγή) έχουμε (-ουν) ενιαία συμφέροντα και ότι αυτά επιδιώκει και πρέπει να επιδιώκει το ελληνικό κράτος, δεν έχει κανένα τρόπο να εξηγήσει γιατί άραγε κάποιοι εξ “ημών” κατέφυγαν σε απαράδεκτες ακρότητες ενώ άλλοι όχι. Και, γενικότερα, δεν μπορεί να κατανοήσει την απόκλιση των πολιτικών αντιλήψεων και συμπεριφορών – παρά μόνο θεωρώντας τις ως “παθολογικές” κατά το πρότυπο του αρχιμανδρίτη Δημόπουλου:
“Aντί, όμως, οι ηγέτες μας να εξηγήσουν ευθαρσώς στο λαό ότι έτσι εξυπηρετούνται καλύτερα τα συμφέροντά μας, προσπαθούσαν δήθεν να εξισορροπήσουν την πολιτική τους. Kατέφευγαν σε επιζήμιες κινήσεις που κολάκευαν το εγώ μας, αφού εμείς μόνο γνωρίζουμε τα Bαλκάνια, αναθέρμαιναν μύθους όπως αυτόν του Mόσκοβου και του ορθόδοξου τόξου και υποδαύλιζαν τη μαζοχιστική μας διάθεση ότι όλοι μάς κατατρέχουν” [30] .
Πέρα από τα μετριότατα ελληνικά της, η “ερμηνεία” αυτή χωλαίνει κυρίως κατά το ότι μεταθέτει απλώς το πρόβλημα χωρίς καθόλου να μετασχηματίζει τους όρους του. Διότι, αν τα “συμφέροντά μας” εξυπηρετούνται από μια συγκεκριμένη πολιτική, πώς είναι δυνατό το “εγώ μας” να κολακεύεται από μία άλλη σε βαθμό που οι ηγέτες “μας” να φοβούνται ακόμα και να υποστηρίξουν δημοσίως την πρώτη; Ποιος και γιατί θα προτιμούσε να εγκαταλειφθεί στην “μαζοχιστική του διάθεση” αν ήταν τόσο οφθαλμοφανές ποιο είναι το συμφέρον του και πώς μπορεί να το επιτύχει; Άρα, προφανώς άλλοι κρύβονται κάθε φορά πίσω από αυτά τα διαδοχικά “μας”.Αλλά η αδιαφοροποίητη χρήση του πρώτου πληθυντικού μάς στερεί οποιαδήποτε δυνατότητα να αναλύσουμε εξειδικευμένα ποιοι και γιατί και καθιστά το λόγο μας ανέξοδη θεολογία περί των αδυναμιών και της άγνοιας των ανθρώπων [31] .
Όσο όμως θετικές και αν είναι για την αριστερά, αυτές οι αντιστάσεις και οι δυσκολίες στις οποίες προσκρούει ο λόγος της κυρίαρχης ιδεολογίας δεν οφείλονται στην ίδια την κατασκευή  και την ύπαρξη του συλλογικού υποκειμένου, αλλά στο πόσο έντονα έχει αποτυπωθεί σε αυτό η παρουσία της αριστεράς. Δεν πρέπει να παίρνουμε τον ίδιο το “χυλό” ως συνώνυμο της πολιτικής μας· η πολιτική μας είναι απλώς μία συνιστώσα του, και αυτήν οφείλουμε να αποσαφηνίσουμε, να αυτονομήσουμε και να ενισχύσουμε όσο μπορούμε.
Τη θέση αυτή θα αναπτύξω στην επόμενη ενότητα.
7. Είναι το έθνος “αντικειμενικά προοδευτικό”;
Από αρκετές πλευρές επαναλαμβάνονται σήμερα διατυπώσεις του τύπου: “έννοιες όπως κοινωνία, λαός, έθνος[…] δεν είναι μονόπλευρα δημιουργήματα του κεφαλαίου, ούτε απλά εργαλεία της κυριαρχίας του ούτε απατηλά ιδεολογικά προπετάσματα” [32] . Αυτή η αρνητική διατύπωση, όμως, με την οποία λίγοι θα ήταν διατεθειμένοι να διαφωνήσουν, μένει να δούμε σε ποια ακριβώς θετικήδιατύπωση αντιστοιχεί. Ιδίως στην αυθόρμητη πρακτική τής αριστεράς, αυτό το “σχήμα λιτότητας” συχνά συνοδεύεται από τη ρητή ή υπονοούμενη συμπλήρωση ότι τελικά το έθνος δεν είναι τόσο κακό όσο νομίζαμε, αν όχι ότι είναι “αντικειμενικά καλό” – εν όψει ακριβώς της “παγκοσμιοποίησης”, στην οποία φέρεται ότι μπορεί να αποτελέσει ανάχωμα.
Έτσι, η πολιτική πρακτική της αριστεράς – και όχι μόνο της κοινοβουλευτικής – δείχνει να ευθυγραμμίζεται προς μια έμπρακτη εκλαΐκευση της θεωρητικής παρέμβασης του Πουλαντζά, δηλαδή προς την άποψη ότι το έθνος “δεν αποτελεί όργανο της αστικής τάξης, αλλά εξασφαλίζει και λαϊκά συμφέροντα”.
Σύμφωνα με όσα υποστηρίχθηκαν εδώ, η συγκεκριμένη θέση και, ακόμα περισσότερο, οι πρακτικές συνεπαγωγές της αποτελούν μια εκλεκτιστικήδεξιά ανάγνωση του Πουλαντζά – για τον οποίο, όπως άλλωστε σημειώνει ορθά το παρατεθέν κείμενο, οι συγκεκριμένες έννοιες “συνιστούν πεδία κοινωνικών ανταγωνισμών” (Βεργόπουλος, ό.π.). Αν είναι έτσι, όμως, το έθνος “εξασφαλίζει και λαϊκά συμφέροντα” όχι καθόσον είναι “έθνος”, αλλά καθόσον ενισχύεται ο αυτόνομος αγώνας των λαϊκών τάξεων στο εσωτερικό του έθνους. Το έθνος-κράτος συμπυκνώνει έναν ταξικό συσχετισμό δυνάμεων· το αν, και σε ποιο βαθμό, η συμπύκνωση αυτή θα είναι ευνοϊκή για τα συμφέροντα των υποτελών τάξεων, προφανώς εξαρτάται αποκλειστικά από τη διεξαγωγή αυτόνομων αγώνων εκμέρους των τάξεων αυτών και την αποτελεσματικότητά τους – και όχι από την απλή ύπαρξη του εθνικοκρατικού πλαισίου στο οποίο θα καταγραφούν αυτοί οι αγώνες. Πράγμα που καταδεικνύεται από το γεγονός ότι, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και στη Βόρεια Αμερική, οι εργαζόμενες τάξεις είδαν να κατοχυρώνονται περισσότερα δικαιώματά τους χονδρικά το διάστημα 60-80, δηλαδή ένα διάστημα ανάπτυξης εντονότερων λαϊκών αγώνων, ενώ τόσο πριν όσο και μετά η κατοχύρωση αυτή ήταν και είναι σαφώς μικρότερη, παρότι το έθνος-κράτος υπήρχε ήδη τότε ή υπάρχει ακόμα τώρα.
Γενικεύοντας λοιπόν την προηγούμενη παρατήρηση σχετικά με την άνοδο της απήχησης του ΚΚΕ κατά τη διάρκεια της κατοχής (βλ. ενότητα 4), θα έλεγα ότι η αιτιώδης συνάφεια που επισημαίνεται είναι η ακριβώς αντίστροφη: δεν είναι ότι η αριστερά ή οι εργαζόμενες τάξεις κερδίζουν απήχηση όταν ή επειδή”υπερασπίζονται το έθνος (τους)”· ακριβώς αντίστροφα, η αριστερά αρχίζει να γίνεται πιο “εθνική” (=να τυγχάνει ευρύτερης αποδοχής, να οικοδομεί ταξικές συμμαχίες) όταν οι αυτόνομοι αγώνες της τείνουν να γίνουν νικηφόροι και να εκτοπίζουν τον καθορισμό του εθνικού συμφέροντος με βάση το ιδιοτελές συμφέρον της αστικής τάξης και των συμμάχων της. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσαμε επίσης να πούμε ότι “το έθνος γίνεται πιο αριστερό”.
Από κει και πέρα, αν κάποιος ισχυριστεί ότι, σε μια δεδομένη συγκυρία και για συγκεκριμένους λόγους, η συμπόρευση – ή η μη άμεση αντιπαράθεση – με την εθνική ιδεολογία μπορεί να ευνοεί τον αγώνα των εργαζόμενων τάξεων, αυτό είναι κάτι προς συζήτηση· οι μαρξιστές, και η αριστερά γενικά, δεν έχουν a priori λόγους να την αποκλείουν κατ’ αρχήν ως τακτικό μέσο. Το αν αυτό συμβαίνει, όμως, αποτελεί φυσικά ζήτημα συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης, δηλαδή πρέπει να αποδεικνύεται ad hoc και όχι να αναγορεύεται σε αφηρημένη αρχή.
Με αυτή την έννοια, δεν θα μπορούσαμε λογικά να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο, υπό ορισμένες συνθήκες, η έκφραση “εθνικό συμφέρον” να καταλήξει να έχει ένα περιεχόμενο “προοδευτικό”, ευνοϊκό για την κατεύθυνση των αγώνων των υποτελών τάξεων. Αυτό όμως μπορεί μόνο να προκύψει ως αποτέλεσμα των αγώνων αυτών και όχι να αποτελέσει εργαλείο που να υποβοηθήσει την αποτελεσματική τους έκβαση. Διότι, σύμφωνα με την υπόθεση (και, εν προκειμένω, με την πραγματικότητα), η αριστερά είναι αδύναμη, και της υποδεικνύεται μία “ένεση” εθνικών θεμάτων ακριβώς προκειμένου να ξεπεράσει την αδυναμία της. Αν όμως η αριστερά είναι αδύναμη, δεν υπάρχεικανείς άλλος έξω απ’ αυτήνπου να προσδώσει το όποιο προοδευτικό περιεχόμενο σε αυτά τα “θέματα” [33] · έτσι, μια τέτοια ένεση μάλλον θα αποδειχθεί ευθανασία και όχι θεραπεία.
8. Υπάρχει το εθνικό συμφέρον;
Το πιο αιφνιδιαστικό και, θα τολμούσα να πω, γοητευτικό στοιχείο που αναδεικνύει μια τέτοια ανάγνωση της κίνησης των μαζών τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, είναι ότι αυτή η “πρωταρχικότητα του εθνικού”, που φαινομενικά έχει εμπεδωθεί και έχει απολύτως εκτοπίσει την ανάμνηση της ένοπλης ταξικής σύγκρουσης, είναι μόνο μερική και επιφανειακή. Στον έμπρακτο λόγο των μαζών, η  απαίτηση εθνικής ομοιογένειας υπάρχει κυρίως ως πλαίσιο· το υλικό με το οποίο “γεμίζει” το πλαίσιο αυτό έρχεται από αλλού.
Πράγματι, όπως είδαμε, ουδείς σήμερα διανοείται να αμφισβητήσει ότι κάθε πολιτικό αίτημα μπορεί και πρέπει να διατυπώνεται με εθνικούς όρους, ή ότι ύψιστο κριτήριο για τις δημόσιες αποφάσεις, μπροστά στο οποίο κάθε άλλη θεώρηση υποχωρεί, είναι το εθνικό συμφέρον. Ωστόσο, ακριβώς γι’ αυτό, η ίδια η έννοια του εθνικού συμφέροντος δεν μπορεί από μόνη της να προσδιορίσει αδιαμεσολάβητα το περιεχόμενο μιας πολιτικής: όταν κάποιος, για τον οποίο κατά τα λοιπά δεν ξέρουμε τίποτε, μας λέει “εγώ πρεσβεύω ότι πρέπει να γίνει αυτό που συμφέρει το έθνος”, από αυτό και μόνο δεν μπορούμε να καταλάβουμε τί πραγματικά επιθυμεί. Τη φράση αυτή τη λένε όλα τα πολιτικά υποκείμενα, μόνο που το καθένα αμέσως μετά προσθέτει: “το οποίο είναι. ..”. Και το πραγματικό περιεχόμενο της πολιτικής βρίσκεται ακριβώς σε αυτά τα αποσιωπητικά, στη συνέχεια της φράσης, η οποία πληρούται κατά διαφορετικό τρόπο για τον καθένα. Για να μείνουμε στα παραδείγματα που χρησιμοποιήσαμε, κατά την επίσκεψη του Κλίντον το ΚΚΕ ζητούσε επίμονα να μην έρθει ο Κλίντον διότι η επίσκεψή του είναι αντίθετη με το εθνικό συμφέρον, ενώ η κυβέρνηση και το ιδεολογικό προσωπικό της με εξίσου απόλυτη πεποίθηση υποστήριζαν ότι πρέπει να έρθει διότι αυτό επιβάλλει το εθνικό συμφέρον. Εν τοιαύτη περιπτώσει, όμως, τί είδους συμφέρον είναι αυτό που σε μια συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να υποστηριχθεί ότι επιβάλλει μία πρακτική και ταυτόχρονα την ακριβώς αντίθετή της;
Η ομοφωνία αυτή επομένως είναι ως ένα βαθμό πλαστή ή, μάλλον, είναι απλώς φραστική και συγκαλύπτει συχνά μία διαφωνία ως προς την ουσία των ζητημάτων: όλοι διακηρύσσουν, ενίοτε μάλιστα το πιστεύουν κιόλας, ότι δεν επιδιώκουν τίποτε άλλο παρά το εθνικό συμφέρον, ενώ στην ουσία επιδιώκουν διαφορετικά πράγματα ο καθένας.
Αυτό λοιπόν μας οδηγεί να σκεφτούμε ότι, αν οι λαϊκές τάξεις υιοθέτησαν, εξ ανάγκης, το εθνικό λεξιλόγιο και έμαθαν να διατυπώνουν σε αυτό τους αγώνες και τις κινητοποιήσεις τους, ωστόσο το περιεχόμενο των κινητοποιήσεων αυτών εξακολουθεί να καθορίζεται σε τελευταία ανάλυση από τη δυναμική τής κοινωνικής πόλωσης. Για να παραφράσουμε τον Σπινόζα, οι τάξεις δεν άρχισαν να “τείνουν περισσότερο” προς το εθνικό, αλλά απλώς άρχισαν να ονομάζουν εθνικό αυτό προς το οποίο ούτως ή άλλως τείνουν.
Την ανωτέρω ιδέα ας μου επιτραπεί να το διατυπώσω με μία ευρύτερη, απλούστερη και, ίσως, πιο προκλητική φράση: το εθνικό συμφέρον δεν υπάρχει.
Με άλλα λόγια, η εθνική ένταξη κάποιου ατόμου δεν μπορεί να παραγάγει αδιαμεσολάβητα και από μόνη της μία πολιτική· διότι αν μπορούσε, τότε όλα τα μέλη του ίδιου έθνους θα έπρεπε να αναγνωρίζονται αμέσως σε αυτή την πολιτική και να συμφωνούν. Και μόνο το γεγονός ότι υπάρχουν αποκλίνουσες, και μάλιστα αντίθετες, απόψεις περί του ποιο είναι το εθνικό συμφέρον, δείχνει ότι οι απόψεις αυτές δεν συνάγονται από μια εθνική θεώρηση και μόνο απ’ αυτή. Η έκφραση “εθνικό συμφέρον” μπορεί να δεχθεί, και έχει όντως δεχθεί κατά καιρούς, ποικίλα διαφορετικά περιεχόμενα: μόνο στη διάρκεια της τελευταίας τριακονταετίας, στην Ελλάδα ύψιστο εθνικό συμφέρον θεωρήθηκε κατά καιρούς η συντριβή του κομμουνισμού, η αποκατάσταση της δημοκρατίας και η συμφιλίωση [34], η αυτοδύναμη ανάπτυξη του τόπου, η ματαίωση της αναγνώρισης κράτους με το όνομα Μακεδονία, η εγκατάσταση των S-300 στην Κύπρο, η ένταξη στην ΟΝΕ. .. Οφείλει άραγε η αριστερά να “ασχοληθεί” με όλα αυτά τα “εθνικά θέματα” και να τα συμμεριστεί ως στόχους; Υποθέτω πως όχι. Εάν όμως όχι, πρέπει να επιλέξουμε με ποια “εθνικά” θα ασχοληθούμε και με ποια δεν θα ασχοληθούμε – και για να επιλέξουμε, μας χρειάζεται μια βαθμίδα αξιολόγησης εξωτερική προς το εθνικό και, κατά τεκμήριο, ανώτερη. Με αυτό και μόνο παραδεχόμαστε ότι το “εθνικό” είναι δευτερογενής έννοια, δεν μπορεί να καθορίσει από μόνο του ένα περιεχόμενο πολιτικής – ή πάντως της δικής μας πολιτικής-, αλλά υπόκειται άρρητα σε μία άλλη ιεράρχηση. Το μόνο που λέω είναι ότι αυτό το άρρητο είναι καιρός να το καταστήσουμε ρητό.
Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, διευκρινίζω ότι η διατύπωση “το εθνικό συμφέρον δεν υπάρχει” δεν έχει εδώ καμία σχέση με την εργαλειακή αντίληψη κατά την οποία “το έθνος είναι μια υπερδομή” (ή “ένα ιδεολόγημα” με τη θετικιστική έννοια του όρου, δηλαδή μία σατανική επινόηση για την εξαπάτηση των ανθρώπων), η οποία αναφέρθηκε και στην προηγούμενη ενότητα. Το έθνος-κράτος, εδώ και πολύ καιρό, αποτελεί την αποκλειστική μορφή θεσμικής οργάνωσης των κοινωνικών σχηματισμών στους οποίους κυριαρχεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, και κατά τούτο έχει απολύτως υλική ύπαρξη. Η μορφή έθνος αποτελεί ένα πλαίσιο πολιτικής, και μάλιστα ένα αστικόπλαίσιο πολιτικής. Αυτό δεν σημαίνει πως, οτιδήποτε έχει σχέση με το έθνος, είναι “αστικό” άρα απορριπτέο. σίγουρα όμως σημαίνει ότι το έθνος αποτελεί απλώς το έδαφος στο οποίο διεξάγεται η μάχη(και το οποίο επίσης διαμορφώνεται με τη σειρά του από την ίδια τη μάχη). Δεν μπορεί πάντως να προσδιορίσει από μόνο του ένα στόχο, ένα επίδικο αντικείμενο της αντιπαράθεσης, και πολύ λιγότερο βέβαια να προσδιορίσει το ίδιο το υποκείμενο (ένα εκ των υποκειμένων) της αντιπαράθεσης.
Αν πούμε ότι ένας πολιτικός στόχος “αποτελεί εθνικό συμφέρον”, δεν λέμε κατ’ αρχήν κάτι (ή, τουλάχιστον, δεν λέμε τα πάντα) για τη φύση αυτού του στόχου, αλλά απλώς λέμε ότι ο στόχος αυτός, σύμφωνα με την εξέλιξη των ιδεολογικών αγώνων σε έναν κοινωνικό σχηματισμό, αναδείχθηκε σε καθολικής αποδοχής ώστε να τον συμμερίζεται το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος ενός έθνους.
Αυτό μας οδηγεί να αναδιατυπώσουμε την προαναφερθείσα προκλητική διατύπωση ως εξής: δεν υπάρχει εθνικό συμφέρον πέρα απ’ αυτό που, μέσα από έντονους ή, συχνότερα, μέσα από “σιωπηλούς” (αλλά όχι γι’ αυτό λιγότερο δραστικούς) ιδεολογικούς αγώνες, κατορθώνει να επιβληθεί ως τέτοιο.
9. Η (όχι και τόσο) αυθόρμητη κατεύθυνση των φαινομένων
Πού καταλήγουν όμως πρακτικά οι προηγούμενες παρατηρήσεις; Μήπως τελικά έχουν “καθαρά θεωρητική”, όπως συνήθως λέγεται, χρησιμότητα;
Οι συνεπαγωγές τής εδώ προτεινόμενης θεώρησης για την πρακτική δυστυχώς – ή ίσως ευτυχώς – δεν είναι μονοσήμαντες και δεν μπορεί να περιληφθούν σε μία συνταγή. Διότι από αυτήν προκύπτει ακριβώς ότι η “αυθόρμητη κατεύθυνση των φαινομένων” [35] είναι μια συμπύκνωση αντιτιθέμενων τάσεων, οπότε σε αυτήν θα πρέπει να διακρίνουμε επάλληλα ετερογενή στρώματα μνήμης, αναγόμενα σε διαφορετικές στιγμές του παρελθόντος, τα οποία όμως στη συγχρονία εμφανίζονται να συνυπάρχουν – και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς.
Ισχυρίστηκα ότι οι μαζικές αντιδράσεις που προκλήθηκαν στην Ελλάδα αποτελούν, σε τελευταία ανάλυση, έκφραση της υλικής τάσης αντικαπιταλιστικής εξέγερσης που παράγεται σε κάθε κεφαλαιοκρατικό κοινωνικό σχηματισμό. Μόνο που η έκφραση αυτή είναι τεθλασμένη, διατυπωμένη σε μια γλώσσα που δεν είναι η δική της αλλά την υιοθετεί για λόγους εξωτερικούς ως προς αυτή: επειδή της επιβλήθηκε μέσα από μια πρωτοφανή σε ένταση και διάρκεια καταστολή και, στη συνέχεια, μέσα από τη διοχέτευση και τη μεταμφίεση – ή, πάντως, την υποταγή – κάθε κοινωνικής διεκδίκησης στο σχήμα της εθνικήςδιεκδίκησης.
Η διαπίστωση αυτής της μετατόπισης θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αποθαρρυντική, από την άποψη ότι ένα δυναμικό αμφισβήτησης εκτρέπεται από τον ταξικό στόχο του· θα μπορούσαμε όμως και να δούμε το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο: δι’ αυτής συνειδητοποιούμε ότι πάντως υπάρχειένα τέτοιο δυναμικό, και μάλιστα ότι είναι παρόν σε εκδηλώσεις τις οποίες εκ πρώτης όψεως θα είχαμε την τάση να αγνοήσουμε ή και να καταδικάσουμε.
Σε ένα αφηρημένο επίπεδο, οι ανωτέρω παρατηρήσεις υπενθυμίζουν ότι η συμπεριφορά των μαζών, ακόμη και όταν μας φαίνεται (ίσως δικαίως) ασυνάρτητη, είναι αιτιακά καθορισμένη· είναι αρθρωμένη σαν μια γλώσσα – αλλά μια γλώσσα κωδικοποιημένη. Για να την ερμηνεύσουμε και, ενδεχομένως, να την “αλλάξουμε” – πράγμα που σημαίνει, να αλλάξουμε τους εαυτούς μας- πρέπει να λάβουμε υπόψη τις αποσιωπήσεις, τα εμπόδια, τα τυφλά σημεία που επιβλήθηκαν στην πορεία αυτού του ποταμού που συνιστά ο μαχόμενος σχηματισμός των εργαζόμενων τάξεων.
Για να μείνουμε στα συγκεκριμένα παραδείγματα, υποστήριξα ότι η Γιουγκοσλαβία ή το Κουρδιστάν δεν αποτελούσαν την αιτία των αντιδράσεων, αλλά απλώς την οθόνη στην οποία προβλήθηκαν πράγματα που αλλιώς δεν είχαν διέξοδο να εκφραστούν. Ως εκ τούτου, όσες φορές και αν επαναλάβουμε προς τον κόσμο ότι αντιδρά με δύο μέτρα και δύο σταθμά, όσο και αν αποκαλύψουμε τις – υπαρκτές – απεχθείς πτυχές τής πολιτείας τού Μιλόσεβιτς ή τις προβληματικές πτυχές τής πολιτείας τού Οτζαλάν, η συμπεριφορά αυτή δεν θα μεταβληθεί – παρά μόνο ίσως οριακά. Πάντως το δυναμικό που επενδύεται σε αυτήν και την παράγει θα έχει παραμείνει άθικτο, αύριο δε ίσως επενδυθεί σε κάποιο άλλο αντικείμενο, προκαλώντας νέες σπαζοκεφαλιές.
Το λιγότερο πάντως που μπορούμε να κάνουμε ως αριστεροί (-ές), αν μας ενδιαφέρει να έχουμε κάποια άξια λόγου λαβή και ικανότητα επίδρασης στην πραγματικότητα, είναι να προσπαθούμε να ξεκαθαρίσουμε στο μυαλό μας από πού έρχεται και πού πηγαίνει κάθε ένα από τα ετερόκλητα στοιχεία του λόγου μας. Διότι επί του παρόντος δεν πιστεύω να υπάρχουν σοβαρές αντιρρήσεις ότι κατά (και σχετικά με) τις κινητοποιήσεις αυτές μιλήσαμε ως επί το πλείστον χύμα, φύρδην μίγδην· εκφέραμε έναν λόγο που δεν ήταν σε θέση να χαράξει ικανοποιητικά διαχωριστικές γραμμές, αλλά σε αυτόν μπορούσαν να αναγνωριστούν ενίοτε και κοινωνικές ή πολιτικές δυνάμεις που θεωρούμε αντίπαλες, ενώ δεν μπορούσαν να αναγνωριστούν πάντοτε αυτές που θέλουμε για σύμμαχες.
Ας αρχίσουμε λοιπόν από την υπαρκτή πρακτική της αριστεράς και ας δούμε αν η ερμηνευτική γραμμή που ακολουθούμε εδώ μας βοηθά να αξιολογήσουμε την – ούτως ή άλλως αμφίθυμη – στάση της αριστεράς απέναντι σε αυτό το κίνημα που δεν πολυκαταλαβαίναμε από πού ερχόταν. Όπως είναι γνωστό, το μεν ΚΚΕ “επιβιβάστηκε” στην κίνηση του πλήθους και επεδίωξε – με επιτυχία – να εμφανιστεί ως ο αυθεντικός εκφραστής του, ο δε Συνασπισμός το αντιμετώπισε με μόλις υποκρυπτόμενη δυσπιστία και, ενίοτε, περιφρόνηση – αλλά και συνέπλευσε απρόθυμα με αυτό για να μη μείνει απ’ έξω, με αρνητικές συνέπειες για την αξιοπιστία του. Στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά υπήρξαν φωνές που επισήμαναν και επέκριναν τις εθνικιστικές πλευρές του αυθόρμητου λόγου των μαζών. Και ορθώς. Το θέμα όμως είναι, από κει και μετά τί κάνουμε; Αν η τελευταία μας κουβέντα είναι ότι δυστυχώς ο εθνικισμός έχει διαποτίσει τις εργαζόμενες τάξεις, τότε το μόνο που μένει είναι είτε να τις “διαφωτίσουμε” ώστε να αποβάλουν τον εθνικισμό τους, είτε να πάμε σπίτια μας και να περιμένουμε να τους περάσει.
Αν, αντίθετα, εκκινήσουμε από μια υλιστική προσέγγιση της ιδεολογίας, οφείλουμε να σκεφτούμε σοβαρά τους λόγους, για τους οποίους ο λόγος (discourse) των μαζών φαίνεται συγκεχυμένος και να προσπαθήσουμε να τους απομακρύνουμε. Ο λόγος αυτός φαίνεται να λέει ταυτόχρονα λιγότερα και περισσότερα απ’ όσα πραγματικά εννοεί (έστω και αν δεν το ξέρει ότι τα εννοεί). Η μόνη έξοδος που βλέπω από αυτό το σχήμα όπου έχουμε εγκλωβιστεί είναι να ενσωματώσουμε στον κολοβό αυτό λόγο εκείνο που, ενώ ανήκει στην ουσία του, έχει λογοκριθεί.
Ας μου επιτραπεί να το εκφράσω τελείως σχηματικά. Ως αστική ηγεμονίαμπορεί να οριστεί η γενικευμένη αποδοχή του ακόλουθου συλλογισμού (Α): “στα πολιτικά πράγματα πρέπει να ακολουθείται το εθνικό συμφέρον, και εθνικό συμφέρον είναι να γίνει το φκαι το χ” (όπου φ και χ= ό,τι συμφέρει την αστική τάξη και τους συμμάχους της). Ο αντίλογος (Β) σε αυτή την απόφανση τις περισσότερες φορές συνίσταται στην αποδοχή τής μείζονος πρότασης και την τροποίηση της ελάσσονος: “στα πολιτικά πράγματα πρέπει να ακολουθείται το εθνικό συμφέρον, και εθνικό συμφέρον είναι να γίνει το ψκαι το ζ” (όπου ψκαι ζ= ό,τι εξυπηρετεί [εν μέρει και] τα συμφέροντα των λαϊκών τάξεων).
Αυτό συνιστά αναμφίβολα μια απάντηση, αλλά συνιστά την αδύναμη απάντηση. Ισχυρίστηκα ότι, παρά την καθολική επικράτηση του εθνικού λεξιλογίου, η ταξική τάση είναι πάντα παρούσα και, σε τελευταία ανάλυση, είναι αυτή που παράγει τις σημαντικότερες κινήσεις των μαζών στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια – είναι αυτή που καθορίζει πότε και πώς θα ενεργοποιήσουν οι λαϊκές τάξεις το λεξιλόγιο αυτό για να διατυπώσουν κάποιο αίτημα. Αν είναι έτσι, τότε γιατί να μην εγκαταλείπαμετο πατριωτικό λεξιλόγιο; Το άγχος να πείθουμε πάντα (ποιον άραγε;) ότι κατά βάθος αυτό που ζητάμε είναι προς το συμφέρον της πατρίδας υπονομεύει το λόγο μας και περιορίζει τις κινήσεις μας, έστω και αν βραχυπρόθεσμα δείχνει να προσπορίζει κάποια κέρδη.
Στην περίπτωση αυτή, λοιπόν, θα λέγαμε (Γ): “στα πολιτικά πράγματα είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να ακολουθείται το εθνικό συμφέρον, διότι δεν υπάρχει ενιαίο εθνικό συμφέρον αλλά μόνο αντιτιθέμενα ταξικά συμφέροντα. Εμείς επιδιώκουμε να γίνει το ψ,το ζ και το ω, επειδή αυτό απορρέει από τα συμφέροντα των εργαζόμενων τάξεων. Όποιος τα συμμερίζεται, ας το επιδιώξει μαζί μας· όποιος δεν τα συμμερίζεται, ας μας πείσει ότι τα συμφέροντα των εργαζόμενων τάξεων δεν είναι καλό να επιδιώκονται, ή ότι δεν επιβάλλουν αυτό αλλά κάτι άλλο” [36] .
Ας δούμε πώς θα μπορούσε να συγκεκριμενοποιηθεί η διαφορά αυτή σε ένα υπαρκτό παράδειγμα από την πρακτική. Ο Ευτύχης Μπιτσάκης κλείνει το προαναφερθέν κείμενό του (ΝΕΑ, 21-1-00) με την ακόλουθη φράση. “Συμπέρασμα: Οι κυβερνήσεις μαςάσκησαν και ασκούν πολιτική με γνώμονα τα ταξικά και κομματικά συμφέροντα, τα οποία βαφτίζονται εθνικά”. Πολύ σωστά· αφού λοιπόν είναι έτσι, υπάρχουν δύο λύσεις: α) να θεωρήσουμε το γεγονός αυτό ως “παρέκκλιση” και να καταγγείλουμε τις κυβερνήσεις μας, και τα ταξικά συμφέροντα που αυτές εξυπηρετούν και οργανώνουν, εν ονόματι του “γνήσιου” εθνικού συμφέροντος· β) να παραδεχτούμε ότι αυτό συμβαίνει αναγκαίακαι να ασκήσουμε πολιτική με γνώμονα τα (δικά μας) ταξικά συμφέροντα καθαυτά, χωρίς να θεωρούμε, όπως “οι κυβερνήσεις μας”, ότι πρέπει να δίνουμε διαρκώς εξετάσεις για να πείσουμε ότι είναι εθνικά.
Όποιος παρακολούθησε την μέχρι τώρα ανάλυση, θα έχει βεβαίως υποθέσει ότι, κατ’ αυτήν, προτιμότερη για την αριστερά είναι η δεύτερη επιλογή. Όποιος όμως επιπλέον τη συμμερίστηκε, θα πρέπει να έχει ήδη οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι η δεύτερη δεν είναι απλώς η προτιμότερη, αλλά η μόνη επιλογή. Διότι ακόμη και αν η αριστερά επιλέξει την πρώτη, τότε θα πρέπει και πάλι να πείσει τους υπολοίπους ότι αυτό που η ίδια ορίζει ως εθνικό συμφέρον είναι “πιο γνήσιο” από αυτό που έχει γενικώς επιβληθεί ως εθνικό ενώ κατά βάθος είναι ταξικό. Και πώς μπορεί να το επιτύχει αυτό; Πώς αλλιώς, παρά διεξάγοντας ταξικούς αγώνες – δηλαδή κάνοντας τη δεύτερη επιλογή.
Ας πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα: σε πρώτο επίπεδο, η αριστερά έχει κάθε λόγο να χαίρεται όταν βγαίνουν πλήθη στο δρόμο και φωνάζουν “λευτεριά στον Οτζαλάν”, αντιπαρατιθέμενα προς την κυβέρνηση. Ωστόσο, εφόσον δεν ξεκαθαρίζει τις πιθανές συγχύσεις, αυτό δεν μπορεί παρά να δημιουργήσει τετελεσμένα ιδεολογικά γεγονότα που μακροπρόθεσμα θα της επιβάλλουν αντικρουόμενες απαιτήσεις και θα την καθηλώνουν σε απραξία. Διότι κάποιος που κραυγάζει το ανωτέρω σύνθημα, είναι δυνατό να συντάσσεται με (τουλάχιστον) δύο διαφορετικά σκεπτικά:
α) ο Οτζαλάν είναι ένας μαρξιστής-λενινιστής που αγωνίζεται για την ανατροπή της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης· εγώ συμμερίζομαι αυτό το στόχο και, γι’ αυτό, καταδικάζω τις ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης.
β) Το εθνικό συμφέρον της Ελλάδας τής επιβάλλει να πολεμά την Τουρκία· εάν μάλιστα βρει κάποιους τρίτους που να την πολεμούν αυτοί στη θέση της, τόσο το καλύτερο, οφείλει να τους ενισχύει. Εν προκειμένω δεν τους ενίσχυσε και, γι’ αυτό, καταδικάζω τις ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης.
Στοιχειώδες χρέος μας θα ήταν να ξεκαθαρίσουμε αν εμείς βασιζόμαστε στο πρώτο ή στο δεύτερο[37] . Εάν σε κάτι ενδιάμεσο ή ως ένα βαθμό στο ένα και κατά τα λοιπά στο άλλο, πάλι θα έπρεπε να φέρουμε στο φως τη διάσταση και να εξηγήσουμε σε ποιον ακριβώς βαθμό, για ποιο λόγο και με ποια ιεράρχηση. Το ότι δεν το κάνουμε σημαίνει είτε ότι δεν ξέρουμε οι ίδιοι τί μας γίνεται, είτε ότι αφήνουμε να πλανάται η αμφισημία για να ψαρεύουμε στα θολά νερά – για να μπορούμε π.χ. να ψηφοθηρούμε συμμαχώντας με την κα. .. Λιάνα Κανέλλη.
Αυτή η κουτοπόνηρη τακτική, όμως, πέρα από το ότι είναι αναποτελεσματική από καθαρά πολιτική άποψη, είναι και βαθύτατα προσβλητική για τις μάζες, τις οποίες υποτίθεται ότι θέλει να οργανώσει σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Γιατί είναι σαν να υπονοεί ότι πρώταθα δελεάσουμε τους ανθρώπους με τον “πατριωτισμό” και μετά, αφού τους προσελκύσουμε, θα τους σερβίρουμε το “γνήσιο” περιεχόμενο του λόγου μας. Όταν όμως κάποιος υποτιμά τόσο τη νοημοσύνη των εργαζομένων, σύντομα ανακαλύπτει ότι η πραγματικότητα είναι πιο πονηρή απ’ αυτόν και ότι αυτό το “μετά” δεν έρχεται ποτέ: όσοι έρθουν κοντά σου επειδή τους έπεισες ότι είσαι πατριώτης, το πιθανότερο είναι ότι θα σου επιβάλουν αυτοί τη θεώρησή τους για σένα και όχι το αντίστροφο.
Αν όμως αυτή η προσέγγιση του ΚΚΕ είναι απλός καιροσκοπισμός, υπάρχουν ανάλογα φαινόμενα διγλωσσίας που δείχνουν ότι η “διπλή απαίτηση” να συνδυάζουμε το πολιτικά τερπνόν μετά του εθνικώς ωφελίμου έχει εγκατασταθεί σε βαθμό σχιζοφρένειας. Όταν κάποιος (-α) διατυπώνει ανενδοίαστα τον ισχυρισμό ότι “ο τουρκικός λαός είναι καθυστερημένος” και, μία εβδομάδα μετά, όταν συναντήσει αντιρρήσεις, δικαιολογείται λέγοντας ότι “η άρχουσα τάξη του τον κρατάει καθυστερημένο” [38], αυτό δείχνει απλώς ότι δεν έχει καν συνειδητοποιήσει τη σύγκρουση μεταξύ των δυο αντιφατικών απαιτήσεων που προσπαθεί να ικανοποιήσει [39] .
10. Σημειώσεις για μια στρατηγική
Για να επαναδιατυπώσουμε το πρόβλημα με τους όρους τού Σουν-Τζου, η κίνηση του μαχόμενου σχηματισμού των αρχουσών τάξεων να επιτρέψει την έξοδο των αρνητικών συναισθημάτων των υποτελών τάξεων από το απόλυτο σκοτάδι της συλλογικής λογοκρισίας (με την ψυχική ή/και με την καθαρά διοικητική έννοια του όρου) άνοιξε μια “οδό διαφυγής” [40] . Μέσα απ’ αυτήν εκτονώθηκε και μετριάστηκε η αγανάκτηση και, άρα, η διάθεση ανταπόδοσης που είχαν τα περικυκλωμένα στρατεύματα του (εσωτερικού) εχθρού.
Αν μείνουμε πιστοί στην προσέγγιση και τις υποδείξεις του κινέζου θεωρητικού της στρατηγικής, το καθήκον μας θα ήτανε να προσπαθήσουμε να “κλείσουμε τη δίοδο έτσι ώστε οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες μας να έχουν τη θέληση να αγωνιστούν μέχρι θανάτου” [41] . Ο θάνατος, όμως, έστω και ο ηρωικός, δεν είναι πάντα η καλύτερη λύση. Σε αντίθεση με τον κατά κυριολεξία, τον με στενή έννοια πόλεμο, στον κοινωνικό πόλεμο οι στρατιώτες που είμαστε όλοι μας αγωνίζονται ούτως ή άλλως μέχρι θανάτου, διότι απλούστατα δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς: εφόσον ζουν, είναι ήδη “περικυκλωμένοι” και δεν μπορούν παρά να αγωνίζονται για να διατηρήσουν το είναι τους [42] . Γι’ αυτό, στον κοινωνικό πόλεμο καμία ισορροπία δεν είναι τελειωτική· κάθε συμπύκνωση του συσχετισμού δυνάμεων αποτελεί πλαίσιο για νέους αγώνες.
Σε αυτό το πνεύμα, θα άξιζε να προσέξουμε το εξής:
Η συγκεκριμένη οδός διαφυγής συνίστατο όπως είπαμε στο ότι δόθηκε στις υποτελείς τάξεις το δικαίωμα να μιλάνε για τους αγώνες και τις θυσίες τους (έστω και προς σχετική δυσφορία ορισμένων διαχειριστών της διανοητικής εξουσίας/γνώσης, όπως είδαμε στο προηγούμενο τεύχος). Να μιλάνε όμως με μια ομιλία “μεταφρασμένη” που δεν ανταποκρίνεται επακριβώς στην εμπειρία την οποία καλείται να μεταφέρει, αλλά πρέπει να προβάλλεται σε μία άλλη οθόνη – την οθόνη των “αγώνων για την εθνική απελευθέρωση”. Με τη στρατηγική αυτή κίνηση επιτεύχθηκε μία αριστουργηματική – ταυτόχρονα όμως λεπτή – ισορροπία, η οποία επέτρεπε στα αρνητικά αισθήματα του πλήθους, δηλαδή στην αγωνιστικότητα του αντίπαλου (δυνάμει) στρατοπέδου, να διοχετευθεί προς μια κατεύθυνση όχι απλώς λιγότερο επικίνδυνη αλλά και, μακροπρόθεσμα, επωφελή για τη στρατηγική τού άρχοντος συνασπισμού.
Η ισορροπία αυτή φαίνεται σήμερα σταθερή. Ωστόσο, αν όσα υποστήριξα ευσταθούν, η ισορροπία δεν εξαφανίζειτις λαϊκές αντιστάσεις αλλά απλώς τους δίδει ένα άλλο (φαντασιακό) αντικείμενο. Και μετά την επιβολή της, η ταξική σύγκρουση συνεχίζεται· η παραγωγική δύναμη του πλήθους βρίσκει τον τρόπο να μορφοποιηθεί και να δηλώσει την παρουσία της όπως μπορεί. Φραστικά κανείς δεν αμφισβητεί ότι ο εμφύλιος ήταν κακό πράγμα, ένα “λάθος” που πρέπει να ξεχαστεί, αλλά στην έμπρακτη ομιλία των μαζών η παραδοχή αυτή συνοδεύεται (και, ενίοτε, υπονομεύεται) από ένα υλικό που έρχεται από αλλού [43] . Οπότε, προκειμένου η ομιλία αυτή να μην έχει τη δομή του συμπτώματος, της μετάθεσης, πρέπει να πάμε σε αυτό το αλλού, στην άλλη σκηνή, και όχι στην κυριολεκτική διατύπωση.
Π.χ.: οι δυνάμεις της αριστεράς δεν λένε “είμαστε κατά των Η.Π.Α. διότι τη δεκαετία του 40 συνέβαλαν στην καταστολή τής ένοπλης εξέγερσης και μας εμπόδισαν να καταλάβουμε την εξουσία” ή “διότι σήμερα αποτελούν το κατεξοχήν σύμβολο του παγκόσμιου καπιταλισμού”, αλλά λένε: είμαστε κατά των Η.Π.Α. διότι η στάση τους ευνοεί την Τουρκία και είναι αντίθετη με τις παραδόσεις του ελληνισμού [44] . Όμως, παρά να τα λέμε στην πεθερά για να τα ακούσει η νύφη, νομίζω ότι πιο απλό – και πιο καίριο – θα ήταν να τα πούμε κατευθείαν στη νύφη.
Κάτι τέτοιο π.χ. πρακτικά θα σήμαινε ότι η αριστερά δεν έπρεπε βέβαια να αρνηθεί την αξία των διαδηλώσεων αυτών, αλλά να προσπαθήσει να αναδείξει ότι, αντί να γίνονται εναντίον του Κλίντον, θα ήταν προτιμότερο να γίνουν εναντίον του Σημίτη. Και όταν λέω “του Σημίτη” δεν εννοώ βέβαια του Σημίτη ως “πράκτορα” ή ως “προδότη των εθνικών συμφερόντων”, αλλά του Σημίτη ως γνήσιου εκπροσώπου των συμφερόντων της ελληνικής αστικής τάξης τα οποία έχουν επιβληθεί ως εθνικά, και τα οποία είναι αντίθετα προς τα δικά μας. O Σημίτης όμως είναι διαρκώς στην Ελλάδα, δεν μας επισκέπτεται ποτέ, και έτσι δεν προσέχουμε την παρουσία του.
* Σε πρώτη φάση, λοιπόν, καλούμαστε να μεταφράσουμε τον μετωνυμικό λόγο των εργαζόμενων τάξεων στο κυριολεκτικό, ταξικό περιεχόμενό του – ή, ορθότερα, να τον “απομεταφράσουμε”, να ξαναβρούμε το χαμένο πρωτότυπο.
Πιο μακροπρόθεσμα, όμως, αν θέλουμε να ελέγξουμε την πηγή που τις (μας) οδηγεί να μιλάνε (-με) μετωνυμικά, να “φωτίσουμε τις αιτίες που μας αφήνουνε μισούς”, θεωρώ ότι είναι επείγουσα ανάγκη να ξανασκεφτούμε και να ξαναμιλήσουμε για τον “εμφύλιο” [45] . Η αριστερά δεν έχει κανένα λόγο να παριστάνει ότι δεν συνέβη. Aπαραίτητη προϋπόθεση για να κάνει έστω και ένα βήμα παραπέρα είναι να πάψει να ντρέπεται για το παρελθόν της, να συμφιλιωθεί και να επανασυνδεθεί με τους ταξικούς της αγώνες, να τους διεκδικήσει ευθαρσώς ως τέτοιους αντί να προσπαθεί να τους μεταμφιέσει σε εθνικούς· αν δεν το κάνει, ο λόγος της αναπόφευκτα θα ακούγεται αντιφατικός και αναποφάσιστος, ανίκανος να εμπνεύσει, να πείσει και να καταστεί πλειοψηφικός, η δε πράξη της θα παραλύει.
Με αυτό δεν εννοώ να αποδυθεί σε μία περιπτωσιολογική απολογητική προσπάθεια, ανάλογη με εκείνη των οργανικών διανοουμένων τού ελληνικού εθνικού αστικού κράτους, για να “δικαιώσει” τις ενέργειες της “ηττημένης παράταξης”, να αποδείξει ότι “φταίγανε” οι ταγματασφαλίτες ή οι άγγλοι γιατί αυτοί έκαναν την αρχή κ.λπ. Ας ξεκινήσουμε από κάτι πιο βασικό: από την παραδοχή ότι κανείς δεν “φταίει”, ότι δεν υπάρχειτίποτε να δικαιολογηθείκαι ότι κανείς δεν έκανε την αρχή, διότι απλούστατα αρχή δεν υπάρχει- με την έννοια της ιδρυτικής πράξης ενός υποκειμένου· πάντα υπάρχει κάτι πριν. Όπως λέει και η πρώτη φράση ενός από τα θεμελιωτικά κείμενα της αριστεράς όπως την ξέραμε κατά το τέλος του 19ου και καθ’ όλο τον 20ό αιώνα, η ιστορία όλων των γνωστών κοινωνιών είναι ιστορία ταξικών αγώνων. Η διεξαγωγή των αγώνων αυτών δεν αποτελεί εκτροπή ή δυσάρεστη παρένθεση που να πρέπει να ξεχάσουμε (ή να βρούμε έναν υπαίτιο να την αποδώσουμε), αλλά συμβαίνει αναγκαία – και συμβαίνει πάντα. Σύμφωνα με μία άλλη γνωστή φράση, αποτελεί μια διαδικασία χωρίς υποκείμενο και χωρίς τέλος (=σκοπό). Και, αν είναι έτσι, δεν εναπόκειται καν σ’ εμάς – ούτε σε κανέναν άλλο – να αποφασίσουμε αν θα διεξαχθούν ή όχι αγώνες· σ’ εμάς μένει να δούμε πώς ακριβώς διεξάγονται κάθε φορά, ποια είναι τα επίδικα αντικείμενά τους και πώς θα μετάσχουμε εμείς σε αυτούς ώστε να τους καταστήσουμε αποτελεσματικότερους.
Πριν από μισόν αιώνα, οι εργαζόμενες τάξεις στην Ελλάδα πήραν τα όπλα και αγωνίστηκαν ενάντια στην καπιταλιστική νομιμότητα, με τον τρόπο που έκριναν τότε καλύτερο. Ο αγώνας αυτός συνεπάχθηκε βέβαια οδύνη και φρίκη, πολλοί άνθρωποι έχασαν βίαια τη ζωή, την αρτιμέλεια, την αυτοεκτίμηση, την ηρεμία τους. Ωστόσο, ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, η διεξαγωγή του δεν μπορεί να αναχθεί σε ένα λάθος· εάν κατά τον αγώνα αυτό έγιναν “λάθη” με την έννοια των ενεργειών που παρέβλαψαν την επιτυχία του, οφείλουμε να διδαχτούμε απ’ αυτά για να μην τα ξανακάνουμε. Ως προς την αρχή της, η εξέγερση ήταν μια ενέργεια εγγεγραμμένη σε μία καθηκοντολογία την οποία αναγνωρίζουμε κι εμείς σήμερα ως δική μας και διεκδικούμε: δεν μετανιώνουμε· σκοπεύουμε να το ξανακάνουμε μόλις μπορέσουμε. Ακόμα καλύτερα: το κάνουμε ήδη. Αυτοσχέδια, με τους στρεβλούς τρόπους που μας είναι διαθέσιμοι. Για να το κάνουμε καλύτερα, ας προσπαθήσουμε να απαλλαγούμε από την “εθνική καθήλωση”, ας αφήσουμε στην άκρη την απαίτηση οι αγώνες μας να είναι για το καλό του έθνους· δεν έχουμε να χάσουμε παρά τις αυταπάτες μας. Δεν έχουμε κανένα λόγο να τρομοκρατούμαστε και να ψάχνουμε για δικαιολογίες όταν μας λένε ότι ενεργούμε αντεθνικά. Ο αγώνας μας, για να είναι αυτόνομος, δηλαδή για να υπάρχει πραγματικά, πρέπει να είναι αντικαπιταλιστικός· ο στόχος αυτός δεν είναι, ως τέτοιος, ούτε εθνικός ούτε αντεθνικός και πάντως ό,τι απ’ τα δύο και να είναι αυτό δεν αποτελεί λόγο να μην τον αναλαμβάνουμε.
Κάπως έτσι θα μπορούσε να είναι ο αποκατεστημένος λόγος των εργαζόμενων τάξεων, που τώρα εκφράζεται με μεταθέσεις και συμπυκνώσεις μέσα από μια δράση που θεωρείται ως απολύτως “νόμιμη”  (ακόμη και όταν παραβιάζει το ποινικό δίκαιο).
Πόσο πιθανό είναι να υπάρξει, στην ελληνική πολιτική σκηνή, ένα υποκείμενο το οποίο να χρησιμοποιήσει έναν τέτοιο λόγο για να περιγράψει τον εαυτό του και τους στόχους του; Ελάχιστα. Ωστόσο, αυτή η “διατύπωση-όριο” αν μη τι άλλο μας επιτρέπει να ξεχωρίσουμε τί στο λόγο μας είναι δικό μας και τί μας επιβάλλεται από εξωτερικούς προς εμάς καταναγκασμούς. Χωρίς μια σαφή γνώση ως προς το τί ανάγεται στην ουσία μας, δηλαδή στη δύναμή μας, και τί σε μια υποχώρησή της και σε μια απολογητική-αμυντική διάθεση απέναντι σε κάτι ξένο, δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι κάποτε η δύναμη αυτή θα αυξηθεί: θα παραμένουμε έρμαια της δράσης των εξωτερικών αιτίων, και ο λόγος μας θα παραμένει ένα συνονθύλευμα που θα λέει τα πάντα και τίποτα – ή θα παραμένει “διαμαρτυρία”, δηλαδή μια μόνιμη γκρίνα που δεν θα ξέρει τί της φταίει. Αν δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε την ανάγκη, τουλάχιστον ας μην την κάνουμε φιλοτιμία: ας τη διατηρήσουμε ανάγκη, ώστε να μην εγκαταλείψουμε την προσπάθεια να την αντιπαλέψουμε μόλις μας δοθεί η ευκαιρία. Εάν κάτι τέτοιο “δεν μπορεί να γίνει σήμερα”, τουλάχιστον ας έχουμε συνείδηση ότι αυτό αποτελεί αδυναμία και όχι δική μας επιλογή – ας μην εσωτερικεύουμε και ας μην αναγορεύουμε σε δική μας αξία αυτό που υιοθετήσαμε κάποτε υπό την απειλή εξοριών, βασανισμών και εκτελέσεων. Αν δεν συνειδητοποιήσουμε το αποτέλεσμα της ήττας μας, αλλά το βαφτίσουμε δική μας επιδίωξη για να ξεγελάμε τους εαυτούς μας ή/και τους άλλους, δεν έχουμε ελπίδα να νικήσουμε πραγματικά ποτέ.
Ακόμα, αυτή η απόλυτη διατύπωση μας επιτρέπει να καταλάβουμε σαφέστερα τί ακριβώς καθιστά δύσκολο να διατυπωθεί ένας τέτοιος λόγος στο πολιτικό προσκήνιο όπως έχει τώρα. Το να ζητάμε τη διεξαγωγή αυτόνομων ταξικών αντικαπιταλιστικών αγώνων ακούγεται σήμερα ως κάτι ουτοπικό, παράταιρο· ένα τέτοιο έργο φαίνεται αδιανόητο να το αναλάβουν και να το πραγματοποιήσουν με τις μικρές τους δυνάμεις τα υπαρκτά κόμματα της ελληνικής αριστεράς. Ωστόσο, αν ισχύει η ανάγνωση που προτείνω, η εργασία που απαιτείται προς τούτο τροποποιείται ελαφρά· δεν ξέρω αν γίνεται ευκολότερη ή δυσκολότερη, αλλά γίνεται ποιοτικά διαφορετική.
Η δυσκολία δεν ανάγεται σε μια “απροθυμία” και σε μια έλλειψη διαθεσιμότητας και αγωνιστικότητας εκμέρους των υποτελών τάξεων· εάν ήταν έτσι, δεν θα είχαμε τρόπο – αλλά ούτε και λόγο – να πείσουμε κάποιον να αγωνιστεί για να αλλάξει την πραγματικότητα εφόσον αυτός είναι έστω σχετικά ικανοποιημένος με αυτή ή θεωρεί ότι η παρούσα διευθέτηση συνεπάγεται γι’ αυτόν περισσότερα θετικά παρά αρνητικά. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει: η δυσφορία και, ενίοτε, η αγωνιστικότητα είναι εδώ, μπροστά στα μάτια μας. Απαιτείται όμως να τη στρέψουμε εκεί που πρέπει. Εάν το επίπεδο συγκρότησης και δραστικότητας του μαχόμενου σχηματισμού των υποτελών τάξεων είναι χαμηλό, αυτό δεν οφείλεται σε μια απουσία, αλλά στην παρουσία μιας δύναμης με αντίθετη προς αυτόν φορά. Το πρόβλημα δεν είναι ότι του “λείπει” κάτι (π.χ. το “όραμα μιας καλύτερης κοινωνίας” ή οι “εναλλακτικές προτάσεις”)· οι ιδέες και τα οράματα δεν υπήρξαν ποτέ αιτίατων αγώνων, αλλά αποτέλεσμά τους. Η ηττοπάθειά μας είναι ένα αρνητικό πάθος, δηλαδή μια συγκεχυμένη ιδέα που αποτελεί ένδειξη της επενέργειας των εξωτερικών αιτίων και παραλύει τη δύναμη του σώματός μας να δρα [46] .
Εν τοιαύτη περιπτώσει, το ζητούμενο δεν θα ήταν να “μπολιάσουμε”, κατά το κοινώς λεγόμενο, τους ανθρώπους με κάποια φαεινή ιδέα που επινοήσαμε εμείς και που αυτοί στερούνται, να τους προσφέρουμε ένα “σχέδιο” προς εφαρμογή ώστε να ξέρουν τί πρέπει να κάνουν, αλλά απλώς (απλώς, τρόπος του λέγειν) να τους δείξουμε τί κάνουν (-ουμε) ήδη,ώστε να το κάνουν καλύτερα.
Η αριστερά πρέπει επιτέλους να πάψει να ασχολείται με το έθνος. Όχι επειδή αυτό δεν είναι του γούστου μας, βολονταριστικά, ή επειδή δεν συμφωνεί με μια θεωρία την οποία πρεσβεύουμε για λόγους αρχής, αλλά επειδή οι μάζες δεν ασχολούνται με αυτό.Το χρησιμοποιούνγια να διατυπώσουν μία φόρτιση και ένα δυναμικό που έρχεται από αλλού. Tο έθνος, μολονότι είναι έννοια αποκλεισμού, αποτελεί πρωτίστως εργαλείο οργάνωσης του εσωτερικούχώρου και όσων αυτός εγκλείει· η επίκληση του εθνικού συμφέροντος αποτελεί ένα μέσο με το οποίο επιδιώκεται η εγκαθίδρυση, η διατήρηση ή η ανατροπή ορισμένων σχέσεων μεταξύ αυτών που ανήκουνστο έθνος και όχι τόσο μεταξύ αυτών και των αλλοεθνών.
Π.χ. όσοι συμμετείχαν στις “πατριωτικές” διαδηλώσεις του περασμένου χρόνου υποστηρίζοντας ότι η επίσκεψη του Κλίντον είναι αντίθετη με το συμφέρον του έθνους, συγκρούστηκαν, με πρωτοφανή μαχητικότητα, με την κυβέρνηση και τις δυνάμεις ασφαλείας – δηλαδή με ανθρώπους που ανήκαν στο ίδιο έθνος με αυτούς και, άρα, θεωρητικά, θα έπρεπε εξίσου να επιθυμούν το συμφέρον του [47] . Αυτό που λέω λοιπόν είναι το εξής: παρά να συγκρούεται ο οικοδόμος με τα ΜΑΤ διαδηλώνοντας κατά της συμμετοχής στο ΝΑΤΟ και του “μειοδότη Σημίτη” και την επομένη να πηγαίνει να δουλέψει – εάν έχει δουλειά – για πενταροδεκάρες, κατηγορώντας τους Αλβανούς για την ανεργία, ας συγκρουστεί με τα ΜΑΤ για τους σωστούς λόγους από κοινού με τους Αλβανούς.
Οι αγώνες δηλαδή των υποτελών – όπως εξάλλου και των κυρίαρχων – τάξεων, χρησιμοποιούν την εθνική φρασεολογία για να διεξάγουν έναν ενδοεθνικόαγώνα. Ο οποίος όμως, προκειμένου για τις πρώτες, σύντομα προσκρούει σε απορίες και ανακολουθίες. Αν αφαιρέσουμε το στοιχείο της διατύπωσης στον εθνικιστικό κώδικα, όλα φαίνονται πιο πλήρη και πιο συνεκτικά.
Αν είναι έτσι, αυτό που μας χρειάζεται για μια τέτοια εργασία ίσως να μην αντιστοιχεί καν στο υποκείμενο “πολιτικό κόμμα” με τη μορφή που το γνωρίζουμε, μια μορφή προερχόμενη από την παράδοση που παίρνω εδώ την πρωτοβουλία να προσδιορίσω ως διαφωτιστική-μπολσεβίκικη.Στην παράδοση αυτή, ζητούμενο είναι η καθοδήγηση των μαζών προς την απελευθέρωσή τους εκ μέρους μιας (δια)φωτισμένης πρωτοπορίας· η πολιτική συλλαμβάνεται με όρους παιδαγωγικής, με τους όρους μιας εκ των έξω εισαγωγής της γνώσης στις μάζες (οι οποίες την στερούνται). Εν προκειμένω, όμως, δεν πρόκειται για καμία εισαγωγή αλλά μάλλον για εξαγωγή – και, ταυτόχρονα, παραγωγή: το ζητούμενο δεν είναι να διδάξουμε στους ανθρώπους κάτι που εμείς ξέρουμε και αυτοί όχι, αλλά να βγάλουμε από μέσα τους (μας) και να τους κάνουμε να δουν κάτι που “ξέρουν χωρίς να το ξέρουν”.
Αυτή όμως η εργασία της “γνώσης των αρνητικών παθών” και της μετατροπής τους σε θετικά δεν είναι πλέον ζήτημα γλωσσικής ή ψυχικής ανάλυσης, έστω και “ομαδικής”, αλλά θέτει το πρόβλημα της διαμόρφωσης μιας πολιτικής για τον “υλισμό του αστάθμητου” [48] , δηλαδή μιας δημοκρατικής πολιτικής – με τη σπινοζική έννοια [49] . Kαι αυτό είναι ένα πρόβλημα τεράστιο, που δεν μπορεί να επιλυθεί στο παρόν κείμενο· ίσως μάλιστα να μην μπορεί να επιλυθεί σε κανένα κείμενο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΕΡΟΥΣ Β’

[1] Μερικές από τις ιδέες που εκφράζονται αμέσως παρακάτω έχουν εκτεθεί σε συνοπτική μορφή και σε δύο άρθρα στην εφημερίδα Εποχή, 19.12.99 και 27.2.2000.



[2] Βλ. π.χ. Επιτήρηση και τιμωρία – η γέννηση της φυλακής,Ράππα, Αθήνα 1989, σ. 227 επ.
[3] Αυγή, 31.10.99.
[4] Πρβλ. L.Althusser, Philosophie et philisophie spontaneι des savants,Maspero, Paris 1974, σελ. 24 (These 12).
[5] Και αυτό διότι, “όπως το διατύπωσε, σε χρόνο ανύποπτο, ο Νίτσε, “το μη ιστορικό και το ιστορικό είναι εξίσου αναγκαία για την υγεία ενός ανθρώπου, ενός λαού ή ενός πολιτισμού”. Εν ολίγοις, πρέπει να ξεχνάμε για να ζήσουμε· και τα συλλογικά υποκείμενα επιδίδονται κάποτε στο είδος εκείνο ενεργητικής επιλησμονής που τους επιτρέπει να επιβιώσουν, όπως ακριβώς και τα άτομα” (Καψάλης, ibid).
[6] Αναφέρομαι στη συλλογική αντιπαράθεση για το ζήτημα της εξουσίας. Οι επιπτώσεις της ένοπλης σύγκρουσης στη ζωή των ανθρώπων ενίοτε εισέρχονται – με προσοχή – στο δημόσιο λόγο· μερικοί μάλιστα απ’ αυτούς τους ανθρώπους πήραν και συντάξεις για τις ταλαιπωρίες τους. Αλλά και εδώ η αποδοχή αυτή γίνεται με τους όρους της διοικητικής πρακτικής, που είναι οι όροι τής καπιταλιστικής εξατομίκευσης/ομογενοποίησης· η σύνταξη αυτή συνδέει ένα άτομο με το κράτος “του” και το εγκαλεί ως υποκείμενο.
Επίσης εισέρχονται ως ιστορική αφήγηση, στο πλαίσιο της οποίας γίνεται π.χ. ανεκτό να αναφωνήσουν οι ατομικοί πρωταγωνιστές των τότε γεγονότων: “Περασάμε πολλές μπόρες, κορίτσι μου …” (για να δανειστώ τον τίτλο του πρόσφατου βιβλίου της Ρίκης βαν Μπουσχότεν, Πλέθρον, Αθήνα 1998). Και οι μαρτυρίες αυτές όμως “γκετοποιούνται” και, για την κυρίαρχη ιδεολογία, καταγράφονται απλώς ως μια αναφορά σε πράγματα μισοξεχασμένα, που δεν αφορούν κανέναν άλλο πέρα από τους παλαίμαχους αυτούς αγωνιστές και τη γενιά τους που σε λίγο θα σβήσει.
Η αντιμετώπιση αυτή αποτυπώνεται με το χαρακτηριστικότερο τρόπο στην παρουσίαση του πρώτου τεύχους του περιοδικού “Αρχειοτάξιο” των ΑΣΚΙ (Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας) από τη στήλη βιβλίου τής “Εποχής” (30.1.00 – δηλαδή μισό χρόνο μετά την κυκλοφορία του). Εκεί, με ένα ύφος μεταμοντερνίζουσας αποστασιοποίησης, η έκδοση σχολιάζεται ως εξής: “Πάντοτε συστηματικοί οι αριστεροί, πόσο μάλλον όταν τυχαίνει να είναι και επιστήμονες. Πρόκειται για ένα περιοδικό ειδικού ενδιαφέροντος, απευθυνόμενο σε ιστορικούς και λοιπούς παρεμφερείς επιστήμονες, ωστόσο εισέτι πολύτιμο και για ένα ευρύτερο κοινό ηλικιωμένων, άντε και μεσηλίκων, που θεωρούν ότι τους αφορούν όσα συνέβησαν στα βουνά και τις άλλοτε ποτέ Ανατολικές Χώρες πριν κάποιες δεκαετίες”!. Εκτός από τον απαράδεκτα ειρωνικό και σχεδόν προσβλητικό τόνο, πρέπει κυρίως να προσέξουμε ότι μια παρουσίαση όπως αυτή επιτυγχάνει το ποθούμενο αποτέλεσμα “υγειονομικής απομόνωσης” της ενοχλητικής ανάμνησης καλύτερα από οποιαδήποτε δεξιά πολεμική. Αν ο βασικός στόχος της αστικής ιδεολογίας είναι να πείσει ότι η ένοπλη ταξική σύγκρουση δεν αφορά το εμείς, το εδώκαι το τώρα, η ανωτέρω πρόταση τα επιτυγχάνει και τα τρία με ένα σμπάρο: τα γεγονότα αφορούν άλλους(τους “ηλικιωμένους”, άντε και κάτι άλλους μυστήριους που ποιος ξέρει τί μύγα τους τσίμπησε) και έλαβαν χώρα “πριν κάποιες δεκαετίες” (για να εξατμιστούν αμέσως μετά), όχι όμως στην πολιτεία (μας) αλλά σε κάποιους μη-τόπους: στα “βουνά”, στις “άλλοτε ποτέ Ανατολικές Χώρες”.
Άμα έχεις τέτοιους αριστερούς…
[7] L.Althusser, Philosophie et philisophie spontanιe des savants,σελ. 13-14 (These 1).
[8] Ό. π., Thθse 2.
[9] Επ’ αυτού βλ. μερικές ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις στο: Μπ. Ανθόπουλου, “Η θεωρία του παρτιζάνου και ο Carl Schmitt”, Θέσειςτ. 10, σελ. 91 (υποσημ. 22).
[10] Αρχιμ. Γεωργίου Ι. Δημοπούλου, ιεροκήρυκος, Γερές ρίζες (το γενετήσιον ένστικτον), έκδοσις αδελφότητος θεολόγων “ο Σωτήρ”, Αθήναι, Ιούνιος 1989, σ. 23.
[11] Τα εισαγωγικά στη λέξη “ειρηνική” υπαινίσσονται το εξής: ότι “μία πολιτεία, της οποίας οι υπήκοοι δεν ξεσηκώνονται να πάρουν τα όπλα επειδή είναι τρομοκρατημένοι από το φόβο, δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι ειρηνική· είναι απλώς μια πολιτεία χωρίς πόλεμο. Γιατί ειρήνη δεν είναι η στέρηση του πολέμου, αλλά μια αρετή που πηγάζει από τη δύναμη της ψυχής” (Σπινόζα, Πολιτική Πραγματεία, κεφ. 5, παρ. 4).
[12] Και αυτό διότι “το νερό στη φυσική του ροή τρέχει μακριά από τις ψηλές θέσεις και επιταχύνει προς τα κάτω. Έτσι στον πόλεμο, ο δρόμος είναι να αποφεύγεις ό,τι είναι ισχυρό και να προσβάλλεις ό,τι είναι αδύνατο” (Sun Zu, Η τέχνη του πολέμου, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 45 – κεφ. 6, σημεία 29 και 30).
[13] Τη διατύπωση αυτή χρησιμοποίησε ο Ετιέν Μπαλιμπάρ σε προφορική εισήγησή του στο Espace Marx της Θεσσαλονίκης στις 2.10.99.
[14] Ενδεικτικά, την άποψη αυτή αναπαράγει αυτούσια π.χ. ο Ευτύχης Μπιτσάκης, σε ένα πρόσφατο κείμενο που κατά τα λοιπά εμφανίζεται ως αριστερή, και δη μαρξιστικής έμπνευσης, προσέγγιση των ελληνοτουρκικών σχέσεων (“Εθνικισμός και ενδοτισμός”, ΤΑ ΝΕΑ 21-1-00): “οι μεν ελληνικές κυβερνήσεις στήριξαν τον ένοπλο αγώνα του φασίστα Γρίβα, που με τα εγκλήματά του συνέβαλε στο να αναπτυχθεί μίσος ανάμεσα στις δύο κοινότητες, το δε ΑΚΕΛ άφησε την πρωτοβουλία στους “εθνικόφρονες”, αερολογώντας για μαζικούς αγώνεςκ.λπ., κ.λπ.” (η υπογράμμιση δική μου, τα εισαγωγικά στη λέξη “εθνικόφρονες” στο πρωτότυπο).
[15] Οι διαδηλώσεις δηλαδή αυτές είχαν προφανώς την έννοια: “Δεν ξεχνάμε ότι οι Άγγλοι εδώ μας έσφαξαν· τουλάχιστο στην Κύπρο επιθυμούμε να ηττηθούν”. Αυτήθα αποτελούσε μια “ρεβάνς των ηττημένων”, αλληγορική μεν αλλά πολύ πιο πραγματική απ’ ό,τι η “ρομαντική εξιδανίκευση της ιστορίας” που καταγγέλλει ο κ. Γ. Θ. Μαυρογορδάτος στο ομότιτλο κείμενό του στο οποίο αναφέρθηκα εκτενώς στο πρώτο μέρος (βλ. το αφιέρωμα του Βήματοςστον εμφύλιο, 24/10/99, το οποίο κυκλοφόρησε ήδη και σε αυτόνομο τόμο). Πρόκειται για μια εκδίκηση σε έναν άλλοχώρομε την κυριολεκτική, γεωγραφική έννοια και όχι με την ιδεατή.
[16] Σε έναν σύντομο διάλογο που είχε διεξαχθεί (και) από τις στήλες τής Εποχήςτο διάστημα αμέσως μετά τη σύλληψη του Κούρδου ηγέτη, ο Β. Κουνέλης κατήγγειλε τότε και αυτός τους χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης και την καλούσε να θυμηθεί ότι “διαθέτουμε μεγαλύτερη παράδοση αρματωλών [sic] και κλεφτών παρά οργανωμένου κράτους” (φύλλο τής 28/2). Προσωπικά είχα ειρωνευτεί εν θερμώ την έκκληση αυτή (βλ. Εποχή 4.4.99, in fine). Σήμερα εξακολουθώ να την θεωρώ άστοχη, αλλά η αστοχία της αυτή, αν διαβαστεί υπό το φως της εδώ εκτιθέμενης προσέγγισης, προσλαμβάνει ένα χαρακτήρα “ενδιάμεσου συμπτώματος” με τη στενή φροϋδική κυριολεξία. Όταν κάποιος λέει: “πρέπει να θυμηθούμε”, μπορούμε να αναμένουμε ότι θα ανακαλύψουμε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα αν ακολουθήσουμε την υπόδειξή του. Τί μας λέει εν προκειμένω αυτή η έκκληση; Αυτό που θα ήθελε να πει είναι “πρέπει να θυμηθούμε ότι έχουμε μία παράδοση καπετάνιων”. Επειδή όμως η αναφορά στον ΕΛΑΣ είναι λογοκριμένη, η φράση παραλείπει τις “κακές λέξεις” και τις υποκαθιστά με ό,τι πλησιέστερο νοηματικά προς αυτές μπορεί να βρει στο χώρο του επιτρεπτού, δηλαδή των εθνικών αγώνων. Αν δε ήμουν σίγουρος ότι η γραφή “αρματωλών” (αντί του ορθού  “αρματολών”) οφείλεται στον συντάκτη του κειμένου και όχι στον (στην) δακτυλογράφο, θα προσέθετα ότι το συγκεκριμένο ολίσθημα της πένας υποδηλώνει πως εδώ υπάρχει η αίσθηση μιας παράβασης, μιας αμαρτίας.
Εν τοιαύτη περιπτώσει, μήπως είναι καιρός να ανασύρουμε στο συνειδητό μας την πεποίθηση πως ό,τι δεν είναι εθνικό είναι αμαρτωλό και να προσπαθήσουμε να απαλλαγούμε από αυτή; Περί αυτού βλ. προς το τέλος του παρόντος κειμένου.
[17] Δηλαδή το φαντασιακόσυνδετικό στοιχείο, το οποίο όμως δεν είναι γι’ αυτό λιγότερο πραγματικό.
[18] Η προσπάθεια αυτή των κυρίαρχων τάξεων ήταν σαφώς η κυρίαρχη πλευρά της αντίθεσης προκειμένου για το τρίτο φαινόμενο με επίσης ευδιάκριτο καθορισμό από το “σύμπλεγμα του εμφυλίου” και την ετεροχρονισμένη νοητική επανάληψή του, δηλαδή τη “μακεδονική υστερία” των αρχών της δεκαετίας του 90. Αυτό γίνεται φανερό αν σκεφτούμε ότι, μεταπολεμικά, ως απόδειξη της αντεθνικής στάσης του ΚΚΕ προβλήθηκε η ανοχή του στην προσπάθεια απόσπασης της Μακεδονίας από την ελληνική επικράτεια· η πλειοδοσία λοιπόν στην υπεράσπιση του προαιώνια ελληνικού ονόματος Μακεδονία μπορεί να λειτουργήσει ως αποενοχοποίηση από την εν λόγω κατηγορία.
[19] Είναι βεβαίως ευνόητο ότι εδώ εντοπίζονται απλώς οι βασικότεροι καθορισμοί οι οποίοι επενεργούν σε τελευταία ανάλυση. Στην εμπειρική πραγματικότητα, οι δύο αυτές τάσεις δεν εκφράζονται σχεδόν ποτέ με απόλυτη καθαρότητα αλλά κατά κανόνα βρίσκονται ανάμικτες μεταξύ τους – ή ενδεχομένως και με άλλα ιδεολογικά θέματα που παράγονται από διαφορετικές πρακτικές στο εσωτερικό του κοινωνικού σχηματισμού.
[20] Υπό τον όρο “σιωπή” περιλαμβάνω βεβαίως και όλες εκείνες τις αγορεύσεις που αναπτύσσονται μόνο και μόνο για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να σιωπούμε, να μην ανακαλέσουμε – ή να μεταθέσουμε, να μεταμφιέσουμε, να αποδυναμώσουμε – αυτό το φορτίο που πρέπει πάση θυσία να παραμείνει παραδομένο στην απώθηση.
[21] Το αντιφατικό είναι ότι οι ερμηνείες αυτές προβάλλονται τη ίδια στιγμή που ο εμφύλιος απορρίπτεται ως εξήγηση διότι “ανήκει στο παρελθόν” (αφορά μόνο τους μεσήλικες και πάνω, σύμφωνα με την αναφορά της υποσημ. 5) και δεν είναι λογικό να ασκεί επίδραση μετά από τόσα χρόνια.
Είναι αλήθεια βέβαια ότι από τότε που έλαβε χώρα ο εμφύλιος πέρασε πολύς καιρός, αλλά ο καιρός σε κάνει να ξεχάσεις μόνο εάν πενθήσεις και επεξεργαστείς το φορτίο της ανάμνησης. Όταν ένα πλέγμα ιδεών τεθεί απλώς στο ψυγείο, βραχυπρόθεσμα μεν μπλοκάρεται η επίδρασή του, μακροπρόθεσμα όμως το περιεχόμενο διατηρείται αυτούσιο (ακριβώς επειδή έχει “παγώσει”) και ξαναβγαίνει στο προσκήνιο με την πρώτη ευκαιρία.
[22] Σύμφωνα με τη διατύπωση που εισήγαγε ο κ. Νίκος Μουζέλης και υιοθέτησε και ο κ. Γεώργιος Παπανδρέου (ή το αντίστροφο). Βλ. Το Βήμα,13.6.99 και 5.9.99.
[23] Η εξέλιξη αυτή πρέπει επίσης να συνδυαστεί με όσα σημειώθηκαν προηγουμένως σχετικά με τις κινητοποιήσεις για το μακεδονικό (σημ. 18) και τον καθορισμό τους από το “πλέγμα του εμφυλίου”. Καθώς και, γενικότερα, με όλες τις αντιδράσεις που προξενούν οι κατά καιρούς αναφορές του διεθνούς τύπου στην Ελλάδα, την ιστορία της, αρχαία ή νεότερη, την ορθοδοξία κ.ο.κ. – με πιο πρόσφατη την κωμικοτραγική σταυροφορία κατά του ενδεχομένου ίδρυσης “Μουσείου της Ευρώπης” στις Βρυξέλλες.
[24] Πρβλ.: “Τι έπρεπε να επιδιώξουν συνεπώς οι κυπριακές οργανώσεις και οι ελληνικές κυβερνήσεις για την επίτευξη της Ένωσης; Κοινό αγώνα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων απέναντι στον ξένο κατακτητή – αποικιοκράτη. Αντίθετα με αυτήν τη μόνη πολιτική συναδέλφωσης και αγώνα, οι μεν ελληνικές κυβερνήσεις στήριξαν τον ένοπλο αγώνα του φασίστα Γρίβα. ..” κ.ο.κ. (Μπιτσάκης, ό.π.· η υπογράμμιση δική μου). Γιατί όμως έπρεπεάραγε το ελληνικό κράτος να επιδιώξει “κοινό αγώνα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων”; Ο αντιιμπεριαλιστικός διεθνισμός αποτελεί ως γνωστόν καθήκον της αριστεράς, το οποίο ακόμη και αυτή σπανίως εκπληρώνει – και σίγουρα όχι των “ελληνικών κυβερνήσεων”.
[25] Περί αυτού μαρτυρεί το σύνολο σχεδόν των δημοσιευμάτων του ελληνικού προοδευτικού τύπου το διάστημα εκείνο. Πρβλ. και Άγγελου Ελεφάντη, “Ο Οτσαλάν κι εμείς” (Αυγή, “Ενθέματα”, 21.2.99 και εν συνεχεία Πολίτηςτ. 61): “Δεν έχει παρά να ρίξει κανείς μια ματιά γύρω του, να ακούσει τις κουβέντες του κόσμου στα καφενεία ή στο δρόμο για να διαπιστώσει αμέσως ότι ο κάθε Έλληνας αυτή τη στιγμή αισθάνεται ντροπιασμένος”. Η “Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη” ένιωσε επίσης την ανάγκη να εκφράσει “τη βαθιά της θλίψη για τη σύλληψη του λαοπρόβλητου ηγέτη του κούρδικου λαού […] που γίνεται μεγαλύτερηαπό τον προδοτικό ρόλο που έπαιξε η κυβέρνηση Σημίτη σ’ αυτήν”. Βλ. την προκήρυξή της στην Ελευθεροτυπία, 16.3.99, η οποία (προκήρυξη) καταλήγει ότι “το σημερινό ελληνικό κράτος δεν μπορεί να λειτουργήσει στοιχειωδώς,. .. έχει καταρρεύσει” (!) και προεξοφλεί ότι ο Σημίτης είναι “καμένο χαρτί” που “θα το στύψουν μέχρις εσχάτων πριν το πετάξουν στα σκουπίδια”. Δεν ήταν εξάλλου η μόνη· βλ. π.χ. Ν. Βούτση, “Το λυκόφως του Σημίτη”, Εποχή21.2.99, καθώς και – σχεδόν – το σύνολο των σχετικών κειμένων εκείνου και του επόμενου φύλλου της εφημερίδας.
[26] Βλ. Δ. Μπελαντή-Β. Κουνέλη, “Μια αποτρόπαιη πολιτική σύμπραξη”, Εποχή14.3.99. Πάντως ο Δ. Μπελαντής, σε κείμενο που είχε υπογράψει μόνος του (“”Ευρωπαϊσμός” και κουρδικό ζήτημα, Εποχή, 28.2.99) παρατηρούσε πολύ εύστοχα: “το επιχείρημα ότι η κυβέρνηση ή είναι “προδοτική” ή δεν παρέδωσε τον Οτσαλάν, είναι μανιχαϊστικό και διπλά άτυχο γιατί η κυβέρνηση μπορεί να παρέδωσε τον Οτσαλάν όχι γιατί είναι “προδότης” αλλά γιατί η ίδια η έννοια του “εθνικού κρατικού συμφέροντος” έχει αλλάξει και έχει μετατοπισθεί, δεν βρίσκεται στις βραχονησίδες ή στο Κυπριακό αλλά στις αξίες του Χρηματιστηρίου Αθηνών”, χωρίς όμως να προεκτείνει περισσότερο αυτή τη σκέψη.
[27] Ειρήνης Δ. Καρανασοπούλου, “Από τον Οτζαλάν στο Ελσίνκι”, ΤΑ ΝΕΑ 12-02-2000. Η υπογράμμιση δική μου.
Με κάθε επιβεβλημένη μετριοφροσύνη, ας μου επιτραπεί να υπενθυμίσω ότι προσωπικά ήμουν ο μόνος, απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζω, που είχε τότε υποστηρίξει δημόσια την άποψη ότι “η υπόθεση Οτσαλάν όχι μόνο δεν συνιστά “φιάσκο” ή “ναυάγιο” για το ελληνικό κράτος, αλλά αποτελεί τη μεγαλύτερη επιτυχία που θα μπορούσε να φανταστεί” (Εποχή, 28.2.99).
[28] Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τη διατύπωση ανάλογων παρατηρήσεων εκμέρους του οργανικού διανοούμενου του σημιτισμού κ. Ν. Μουζέλη (“Το αληθινό πρόσωπο του παρανοϊκού εθνικισμού”, Βήμα 13/6/99): “ο παρανοϊκός τρόπος με τον οποίο λειτουργούμε…” “ο Οτσαλάν έγινε αδελφικός μαςφίλος… ” κ.ο.κ.
[29] Για να μείνω στη συγκεκριμένη διατύπωση του αποσπάσματος του Καψάλη, κατά την οποία “τα συλλογικά υποκείμενα επιδίδονται κάποτε στο είδος εκείνο ενεργητικής επιλησμονής που τους επιτρέπει να επιβιώσουν, όπως ακριβώς και τα άτομα”, θα παρατηρούσα ότι η λειτουργία τόσο της μνήμης, όσο και της υγείας προκειμένου για τα “συλλογικά υποκείμενα”, ή πάντως για τα έθνη, δεν είναι “όπως ακριβώς και τα άτομα”. Διότι “η φύση δεν δημιουργεί έθνη, αλλά άτομα” (Σπινόζα, Θεολογικο-πολιτική Πραγματεία, 17ο κεφ. in fine). Τί είναι καλό για την υγεία ενός ατόμουείναι κάτι που μπορεί να προκύψει με (σχετική) ασφάλεια από την ιατρική και τη βιολογία. Αλλά η υγεία “ενός λαού ή ενός πολιτισμού” είναι επίδικο αντικείμενο της πολιτικής διαμάχης· διότι δεν καλούνται όλοι κατά τον ίδιο τρόπο να επιλησμονήσουν, η δε “επιβίωση” που προκύπτει από τη λήθη δεν έχει τα ίδια αποτελέσματα επί όλων των μελών του συλλογικού υποκειμένου. Αυτό λοιπόν που επέβαλε την “ενεργητική επιλησμονή” δεν ήταν η “υγεία (ή η επιβίωση) του συλλογικού υποκειμένου” έτσι γενικά, αλλά η ανάγκη πειθαρχικής διάπλασης των μελών του ώστε να πράττουν λίγο-πολύ αυθόρμητα όσα επιβάλλει η διατήρηση του συγκεκριμένου τρόπου κοινωνικής οργάνωσης, ο οποίος αναγορεύθηκε σε κυρίαρχο ορισμό τής “υγείας”.
[30] Μορώνης, ό.π. Είναι εντυπωσιακό ότι σε αυτές τις πέντε γραμμές απαντά επτά (7) φορές το πρώτο πληθυντικό της προσωπικής ή της κτητικής αντωνυμίας.
[31] Στο ίδιο άρθρο υποστηρίζεται π.χ. ότι “η κυβέρνηση του K. Mητσοτάκη δεν μπορούσε προφανώς να κατανοήσει το απλό, ότι η ειρήνη και η σταθερότητα εξυπηρετούν τα συμφέροντά μας”. Το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση εξακολουθούσε να μην κατανοεί αυτό το “απλό” ακόμη και αφού της το εξήγησε ο κ. Μορώνης, δεν φαίνεται να δημιουργεί κανένα πρόβλημα για τον αναλυτή μας. Αντιθέτως, φαίνεται ότι τον διευκολύνει διότι έτσι δικαιώνεται και καθίσταται ακόμα πιο αναγκαία η ύπαρξή του· μπορεί να επανέρχεται επ’ άπειρον για να το εξηγεί ολοένα και λεπτομερέστερα, χωρίς να φοβάται ότι κάποτε η υπόδειξή του θα υλοποιηθεί και, έτσι, θα καταστεί περιττή.
[32] Κ. Βεργόπουλος, “Η παγκοσμιοποίηση και ο Νίκος Πουλαντζάς”, Πολίτηςτ. 70 (Νοέμβριος 99). Η υπογράμμιση δική μου, τα εισαγωγικά στο πρωτότυπο.
[33] Και πρόσφατα δείχθηκε, κατά τρόπο νομίζω πειστικό, ότι “τα περίφημα Qεθνικά θέματαf, όταν εμφανίζονται με αυτή τη μορφή, με αυτήν ακριβώς τη διόλου αθώα γλωσσική διατύπωση (τη μη μεταφράσιμη σε οποιαδήποτε άλλη ευρέως γνωστή γλώσσα, πλην, ίσως, εκείνη της γαλλικής άκρας Δεξιάς του τέλους του 19ου αι.), όταν, εν άλλοις λόγοις, δεν ονομάζονται με το πραγματικό τους όνομα, […] είναι, εξ ορισμού, ζητήματα εσωτερικής πρωτίστως πολιτικής, τα οποία έχουν άμεση σχέση με τη διεκδίκηση ή τη διατήρηση της εξουσίας” (Γ. Γιαννουλόπουλος, “Η ευγενής μας τύφλωσις …”. Εξωτερική πολιτική και “εθνικά θέματα” από την ήττα του 1897 έως τη μικρασιατική καταστροφή, Αθήνα, Βιβλιόραμα 1999· η υπογράμμιση και τα εισαγωγικά στο πρωτότυπο).
[34] Εν προκειμένω είναι ενδιαφέρον να θυμηθούμε ότι όταν, στις αρχές της δεκαετίας του 80, “αναγνωρίστηκε η εθνική αντίσταση”, η κοινοβουλευτική ομάδα της Ν.Δ. – η οποία εκπροσωπούσε σχεδόν το 40% του “έθνους” – αποχώρησε από την αίθουσα! Είναι ομολογουμένως πολύ περίεργη η περίπτωση ενός έθνους που τσακώνεται για το αν και πώς θα “συμφιλιωθεί”.
[35] Για να δανειστώ μια έκφραση που αποτελεί τον τίτλο βιβλίου του Ηλία Ιωακείμογλου (εκδ. Αξιός, Θεσσαλονίκη χ.χρ.).
[36] Αξίζει επίσης να προσέξουμε ότι η “αδύναμη” απάντηση (Β), εξίσου όσο και η εξουσιαστική απόφανση (Α), βασίζεται σε ένα πρέπει· η ισχυρή απάντηση (Γ) βασίζεται σε αυτό που είναι δυνατόναφενός και επιθυμητό αφετέρου.
[37] Ένας πάντως απ’ αυτούς που ξεκαθάρισε – μάλλον άθελά του – ότι βασίζεται στο δεύτερο ήταν, παραδόξως, ο Άγγελος Ελεφάντης. Η διαπίστωση αυτή ίσως να μην εναρμονίζεται με την εικόνα που έχουμε οι περισσότεροι για το συγκεκριμένο αρθρογράφο – ούτε με την εικόνα που έχει ο ίδιος για τον εαυτό του. Ας διαβάσουμε όμως τί ακριβώς λέει στο “Ο Οτσαλάν κι εμείς” (Πολίτηςτ. 61). Στην αρχή του κειμένου θέτει το ερώτημα: “Τον έδωσε, τελικά, τον Αμπντουλάχ Οτσαλάν στην Τουρκία η ελληνική κυβέρνηση; […] Αυτό είναι το βασανιστικό ερώτημα που απασχολεί την ελληνική κοινή γνώμη”. Και απαντά ο ίδιος πως σίγουρα όχι, διότι “η πολιτική ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δεν είναι πράκτορες ούτε Κουίσλιγκ. Μπορεί να κατέχεται από τις πιο αλλοπρόσαλλες ιδεολογίες, αλλά εθνοπροδότεςκαι μίσθαρνα των Αμερικανών δεν είναι” (οι υπογραμμίσεις δικές μου). Γιατί όμως εθνο-προδότες; Η υποψία που διατυπώθηκε ήταν μήπως η κυβέρνηση πρόδωσε τονΟτζαλάν- ο οποίος, απ’ όσο γνωρίζω, δεν ανήκει στο ελληνικό έθνος. Ασχέτως λοιπόν αν τελικά απαντά αρνητικά, με τον τρόπο που θέτει το ερώτημα ο αρθρογράφος δέχεται ότι όποιος προδίδει τον Οτζαλάν, προδίδει το έθνος – δηλαδή προσυπογράφει το σκεπτικό β) ανωτέρω. Εν τοιαύτη περιπτώσει, αρχίζει να γίνεται λιγότερο ευδιάκριτη η διαφοροποίησή του από το “κόμμα του πολέμου” που ο ίδιος αναγορεύει σε “εσωτερικό εχθρό”, τον οποίο μάλιστα πρέπει να “φροντίσει να ξεδοντιάσει” ο μη εθνοπροδότης πρωθυπουργός.
[38] Βλ. Εποχή 14 και 21.11.99.
[39] Όχι τίποτε άλλο, αλλά, αν μία από τις αποδείξεις της “καθυστέρησης” του τουρκικού λαού είναι ότι κάποτε “τούρκοι αριστεροί συνδικαλιστές, σε συνέδριο στη Σουηδία, αρνήθηκαν να τοποθετηθούν για το Κυπριακό”, τότε τα συμπεράσματα που θα βγάζαμε με τα ίδια κριτήρια για το επίπεδο ανάπτυξης του ελληνικούλαού δεν θα ήταν πολύ κολακευτικότερα. ..
[40] Κατ’ εφαρμογή της υπόδειξης του Sun Zu (ό.π., κεφ. 7, σημείο 36): “Όταν περικυκλώνετε ένα στράτευμα, αφήστε ελεύθερη μία διέξοδο”.
[41] Τη διατύπωση αυτή χρησιμοποιεί ο Ηλίας Ιωακείμογλου, “Για τη στρατηγική του αντικαπιταλιστικού κινήματος” (Μέρος Α’, Θέσεις τ. 39 σ. 62), αποδίδοντάς τη στον Sun Zu, χωρίς πάντως να προσθέτει κάποια πιο συγκεκριμένη παραπομπή.
[42] Με άλλα λόγια, δεν είναι καν στο χέρι μας να αποφασίσουμε αν θα ρισκάρουμε, αν θα βάλουμε το στοίχημα ή όχι, γιατί απλούστατα απ’ τη στιγμή που ζούμε, έχουμε ήδη στοιχηματίσει. “Il faut parier; cela n’est pas volontaire, vous Ates d?j/ embarqu?”, όπως θα έλεγε ο Πασκάλ (Pens?es, έκδ. Brunschvicg, Paris, Hachette 1904, τόμος ΙΙ, σελ. 146).
[43] Και εδώ επίσης θα παρατηρούσα ότι αυτό συνιστά μια “εκδίκηση των ηττημένων” πολύ σημαντικότερη από την κατά Μαυρογορδάτο “ρομαντική απολογία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ” (βλ. προηγουμένως, σημ. 13). Το ποια ιστορική ερμηνεία θα κυριαρχήσει για τον εμφύλιο δεν τίθεται σήμερα ως επίδικο αντικείμενο· ως προς αυτήν, οι αφηγήσεις έχουν ως επί το πλείστον προσαρμοστεί, εκούσες άκουσες, στο nationally correct. Πρβλ.:
“Και κάνει έτσι και βγάζει κάτι χαρτιά και μου λέει υπόγραψε ότι αποκηρύσσεις. Υπογράφω κι εγώ ότι αποκηρύσσω (…). Υπέγραψα καμιά 400.000 τόμους αποκηρύσσω! Αποκηρύσσω τη Μόσχα, αποκηρύσσω τα Τίρανα και κόντρα αποκηρύσσω. Και βέβαια μήπως και τα διάβασα τι λέγανε, τις ηλιθιότητες αυτές που γράφανε; Τρίχες κατσαρές.
Ήμουν βέβαια στον πόλεμο κι εγώ γραμμένος στο ΕΑΜ, αλλά η διαφορά είναι πως εγώ δεν έλαβα μέρος αργότερα που καπελώθηκε απ’ το σφυροδρέπανο. Ήμουνα μέλος του μόνο στην Αντίσταση κατά των Γερμανών, αλλά παρτίδα με τα κομμουνιστικά δεν είχα καμία.
Εγώ ήμουν Έλλην υπήκοος και υπάκουγα στους ελληνικούς νόμους και όχι βέβαια στους νόμους αυτωνών” (Ιωάννας Κλειάσιου, Και η βρόχα έπιπτε. .. στρέιτ θρου. Γιώργος Ζαμπέτας, βίος & πολιτεία, Ντέφι, Αθήνα 1997, σελ. 107).
Μετά από δεκαετίες νουθεσιών, λοιπόν, οι λαϊκές τάξεις έχουν πλέον μάθει το μάθημά τους. Η πραγματική τους “σκέψη” όμως εκδηλώνεται έμπρακτα αλλού. Eξάλλου, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι, μέσα στο ίδιο το ανωτέρω κείμενο, παρεμβάλλεται στην αφήγηση ένα σχόλιο του ομιλητή που αναφέρεται στη χρονική στιγμή που αυτή συντελείται (1990, εποχή συγκυβέρνησης Ν.Δ. – ενιαίου Συνασπισμού, δηλαδή νέων θριάμβων της “εθνικής συμφιλίωσης”), το οποίο έχει ως εξής:
“Κι ήρθε η μέρα που αγκαλιαστήκανε μαζί και δεν θυμόντουσαν τί είχανε πει και τι είχανε κάνει. .. Όξω ρε. .. όλοι τους όξω!”.
Αυτή η δεύτερη έκρηξη δεν φαίνεται να συμφωνεί και πολύ με την ανεπιφύλακτη αποκήρυξη και τη δήλωση υπακοής “στους ελληνικούς νόμους και μόνο” που βρίσκουμε λίγες σειρές προηγουμένως. Εάν ο ομιλητής είχε αποδεχθεί πλήρως την ανάγκη εθνικής ενότητας, τότε λογικά θα όφειλε να εκφράσει όχι την αγανάκτηση, αλλά την ικανοποίησή του για κάθε εξέλιξη που συμβάλλει σε αυτή.
[44] Τις ημέρες της επίσκεψης του Κλίντον, ο Ριζοσπάστηςπαρέθετε στο πρωτοσέλιδό του ένα απόσπασμα από ποίημα (ο χαρακτηρισμός ανήκει στην ίδια την εφημερίδα) του Δ. Ραβάνη – Ρεντή, το οποίο είχε επί λέξει ως εξής: “Τούτη τη γης τη λέν’ Ελλάδα, εξοχότατε,/ξέρουμε τις σκοτούρες πόχετε γι’ αυτήν/και την αγάπη που της τρέφετε – σπολλάτη σας -/μα εμείς λιγάκι χαμπαρίζουμε από τέτοια πράματα./Λαός – βλέπεις – αγράμματος και κακομαθημένος/από δασκάλους σαν το Μακρυγιάννη/και σαν το γέρο του Μοριά,/που μας εμάθανε φερσίματα σ’ οχτρούς μας/μ’ έναν κατάλογο καλής συμπεριφοράς/που συνοψίζεται σ’ αυτές τις λέξεις:/- Φωτιά και τσεκούρι!”! (7 Νοέμβρη 1999· το πρώτο θαυμαστικό στο πρωτότυπο, το δεύτερο δικό μου). Η απλή αντίθεση προς τον “πλανητάρχη” είναι άραγε τόσο σημαντική αξία για τους έλληνες κομμουνιστές, ώστε να τους κάνει να αγνοούν την πρωτοφανή χυδαιότητα αυτών των στίχων, η οποία παραπέμπει ευθέως στο αισθητικό (ή μάλλον, στο αντιαισθητικό) οπλοστάσιο του ακροδεξιού λαϊκισμού;
[45] Και μια πρώτη κίνηση ακριβώς θα ήταν αυτά τα εισαγωγικά στη λέξη “εμφύλιος” – τα οποία βεβαίως τίθενται για τους αντίστροφους από τον κ. Ράλλη λόγους. Πράγματι, μια επιλογή προτιμότερη και πιο σύμφωνη με τις εννοιολογήσεις της αριστεράς θα ήταν οι όροι ένοπλη εξέγερση και αντεπανάσταση.
Μπορεί αυτό να αποτελέσει ένα καθήκον της αριστεράς; Και ναι και όχι. Οι κοινωνικοί αγώνες συχνά είναι αγώνες για τη σημασία λέξεων (Λένιν), αλλά πάλι “ποτέ κανείς δεν θα είχε να κερδίσει κάτι με το να αλλάξει τη σημασία μιας λέξης, ενώ πολλές φορές θα είχε αν άλλαζε το νόημα ενός κειμένου” (Σπινόζα, Θεολογικο-πολιτική Πραγματεία, κεφ. 7). Το αν αποδεχόμαστε έναν όρο ή αν παλεύουμε για να τον αλλάξουμε αποτελεί και ζήτημα στάθμισης του συσχετισμού δυνάμεων, δηλαδή υπόκειται σε μια αξιολόγηση κοινωνική και όχι αυστηρά γλωσσική.
[46] Σπινόζα, Ηθική, “γενικός ορισμός των παθών” στο τέλος του Γ΄ μέρους.
[47] Στο πρώτο μέρος είχα αναφερθεί στο μεγαλοφυές σόφισμα κατά το οποίο η “διχόνοια” μετατρέπεται σε “αιώνιο χαρακτηριστικό των Ελλήνων” και, έτσι, σε απόδειξη της ενότητάς τους. Επειδή η πραγματικότητα καμιά έχει καμιά φορά εξαιρετική αίσθηση της ειρωνίας, μπορούμε εδώ να παρατηρήσουμε και το ακριβώς αντίστροφο φαινόμενο: η επίκληση του πατριωτισμού μετατράπηκε σε μέσο ενδοεθνικής σύγκρουσης.
[48] Ακολουθώ εδώ την απόδοση του Άγγελου Ελεφάντη για το γαλλικό όρο matιrialisme alιatoire που χρησιμοποιούσε ο Αλτουσέρ προς το τέλος της ζωής του.
[49] “Στο Σπινόζα, δεν υπάρχει τάξη της γλώσσας, άρα ούτε θεραπεία με τη φροϋδική έννοια· υπάρχει όμως, στη συνολική τάξη της γνώσης, μία ενεργός δυναμική τής επικοινωνίας, εξαιτίας της οποίας δε σκεφτόμαστε ποτέ τελείως μόνοι, αλλά αναγκαία μαζί με άλλους και, μακροπρόθεσμα, με όλους τους άλλους. Με αυτή την έννοια, ίσως υπάρχει στο Σπινόζα αυτό που απουσιάζει άλλωστε από τον Φρόιντ: όχι μόνο μια θεωρία του πολιτικού, αλλά μία ενσωμάτωση του πολιτικού στις νοητικές διαδικασίες της χειραφέτησης” (Pierre Macherey, Note sur le rapport de Spinoza ΰ Freud, in: Avec Spinoza, PUF, Paris 1992).

πηγή: Περιοδικό Θέσεις
http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=695&Itemid=29
το κείμενο κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις ΚΨΜ

Previous Story

INTERNATIONAL CALL-OUT FROM GREECE: The Days of Our Enslavement are Ending! / ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΛΕΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: Οι Μέρες της Σκλαβιάς Μας Είναι Μετρημένες !

Next Story

“REPORT Message from the Riots in Brasil” from Void Network / Rio De Janeiro section


Latest from Local movement

Go toTop