“Το όνειδος που αυτοαποκαλείται σκηνή σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα” του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου

October 17, 2013

Για τους αμύητους, η καλλιτεχνική σεζόν στην Ελλάδα
εγκαινιάζεται κάθε χρονιά γύρω στον Σεπτέμβριο, εν μέσω της
σκανδαλώδους ατμόσφαιρας του άτυπου φεστιβάλ σύγχρονης τέχνης Remap. Σε
διάφορους ιδιωτικούς και δημόσιους χώρους του Μεταξουργείου και του
Κεραμεικού εκτίθενται έργα από διεθνείς καλλιτέχνες, ενώ στα
παρασκήνια παίζεται ένα περίπλοκο παιχνίδι εκκαθάρισης και ανάπλασης
της περιοχής για λογαριασμό εργολάβου-επενδυτή και άλλων.

Πυκνοκατοικημένη από μετανάστες η γειτονιά, βρίθει από ζωή, η οποία
όμως δεν είναι της αρεσκείας σε διάφορους ρατσιστές και αυτόκλητες
ταγούς της ηθικής, που έχουν ανοίξει τα τελευταία χρόνια εκεί τις
γκαλερί τους.

Με στόχο να ανέβουν σε αξία τα ακίνητα, κάτι που θα ωφελήσει και
εκείνες, ομολογούν ανερυθρίαστα πως συνεργάζονται με την αστυνομία ώστε
να «ξεβρομίσει ο τόπος από τα πρεζόνια, τους μετανάστες και τις
πόρνες».

Μεταφέροντας στην περιοχή του Κεραμεικού την λογική εθνοκάθαρσης και
μίσους που διέσπειρε η Χρυσαυγίτικη επιτροπή κατοίκων του Αγίου
Παντελεήμονα, που είχε σαν αρχηγό την αχαρακτήριστη Σκορδέλη, οι
ηγετικές μορφές του Remap εξευτελίζουν κάθε ευγένεια και πνευματικότητα
πρέπει να έχει η έννοια της τέχνης, κάτι που φυσικά δεν τιμάει καθόλου
ούτε τους καλλιτέχνες που απερίσκεπτα εκθέτουν σε αυτές τις αίθουσες
και συμμετέχουν σε τέτοιες εκδηλώσεις.

Το αμφιλεγόμενο Remap όμως δεν είναι παρά τα προεόρτια μιας ακόμα
πιο προκλητικής εκδήλωσης, της πολύ μεγαλύτερης σε έκταση και επιρροή
Αθηναϊκής Μπιενάλε, που φέτος βρίσκεται στην 4η συνεχή χρονιά της, όπως
κάθε φθινόπωρο.

Στην περίπτωση της Μπιενάλε η Γκεμπελική διαχείριση της σύγχρονης
τέχνης και η ξεδιάντροπη συναλλαγή με το κράτος είναι εξόφθαλμη.

Χρηματοδοτημένη από τα ΕΣΠΑ, και με την υποστήριξη των υπουργείων
της φασιστικής κυβέρνησης Σαμαρά, η δίμηνης διάρκειας αυτή εκδήλωση
περιλαμβάνει ό,τι είδους δραστηριότητες μπορείτε να φανταστείτε.

Με μια δόση μαύρου χιούμορ και πολύ θράσος, φέτος διοργανώθηκε στο
παλιό Χρηματιστήριο της Σοφοκλέους, και το πρόγραμμα φέτος είχε μέχρι
και συνέδριο οικονομικής θεωρίας και φιλοσοφίας, με ομιλίες από
διεθνείς αστέρες της καπιταλιστικής ψευδο-επιστήμης.

Ακόμα πιο ενδεικτικά της χοντροκοπιάς, ο τίτλος της Μπιενάλε είναι
«Αγορά», επιχειρώντας ένα σύνηθες για την ακροδεξιά λογικό άλμα:
αρχαιοελληνικές έννοιες επικαλούνται για να εξαγνίσουν σύγχρονα αίσχη.

Δεν φαίνεται να ενοχλεί κανέναν η ηθική σύγκρουση που προκύπτει από
την τέχνη που παράγεται υπό την αιγίδα ενός επικίνδυνου δολοφονικού
καθεστώτος.

Ούτε υπαινίσσεται κανείς ότι η κυβέρνηση Σαμαρά αυτοσυντηρείται με
μαζικές ανθρωποθυσίες που γίνονται υπέρ της εντελώς διαφορετικής, και
απάνθρωπης, έννοιας που έχει σήμερα η κατ’ ευφημισμό «ελεύθερη» αγορά.

Σύμφωνα με τους προκλητικά ιδεαλιστές, αν όχι εσκεμμένα σολιψιστές
διοργανωτές της Μπιενάλε, η «Αγορά», είναι ένας χώρος όπου γεννιούνται
και αλληλεπιδρούν ιδέες και εικόνες, αδιαφορώντας ποιοι είναι εκείνοι
που τις υποστηρίζουν, λες και η οποιοσδήποτε δημόσια δραστηριότητα
μπορεί να αποτελεί νησίδα αποκομμένη από τα περιρρέοντα συμφραζόμενα
της.

Ποια Αμυγδαλέζα, ποια Κόρινθος, ποια Λέσβος, ποιες αυτοκτονίες, ποιοι
άνεργοι, ποιο πραξικόπημα, ποιος Ναζισμός, εδώ διασκεδάζουμε
δημιουργικά και κυρίως χωρίς να δαγκώνουμε το χέρι που μας ταΐζει, μας
λένε.

Υπεράνω κριτικής λοιπόν, εφ’ όσον ο ευρύτερος κοινωνικός περίγυρος
δεν είναι ιδιαίτερα οξυδερκής και επιστρατεύοντας ως
εθελοντές-πεζικάριους ένα αχαρακτήριστο κοπάδι χρήσιμων ηλίθιων που
ελπίζει στ’ αποφάγια τους, η σκηνή της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα
έχει καταντήσει να είναι μια ακόμα δεξαμενή ακροδεξιάς σκέψης, δράσης
και νεο-Ναζιστικής προπαγάνδας.

Η μέχρι πρότινος σχετικά σιωπηλή και αμέτοχη αυτή κάστα σχετικά
λόγιων μεσοαστών δεν θα μπορούσε να παραμείνει ανεπηρέαστη από τον
μεθοδικό εκφασισμό κάθε πτυχής της κοινωνικής πραγματικότητας στην χώρα
μας.

Εσχάτως και αναπόφευκτα λοιπόν, βρίσκεται και αυτή στο στόχαστρο των
ολοένα και πιο πολυάσχολων επιτήδειων που στελεχώνουν την επιχείρηση
διάδοσης και επιβολής του περίφημου «δόγματος του σοκ» και της
προπαγάνδας που ναρκώνει τα θύματα του.

Οι καλοθελητές αυτοί εμφανίζονται προφασιζόμενοι διάφορες
νεφελώδεις και μη-ελέγξιμες επαγγελματικές ιδιότητες, κοινός
παρονομαστής των οποίων είναι ο παρασιτισμός ως αυτοσκοπός και η
υποκειμενικότητα ως αυταξία.

Σε περίπτωση που φιλοδοξείτε να μετέχετε αυτών των
πολιτικοκοινωνικών ραδιουργιών που προελαύνουν ενδυόμενες
ψευδοκαλλιτεχνικό προσωπείο, πρέπει να δείξετε το πιο πρόθυμο,
εξυπηρετικό και πειθήνιο πρόσωπο σας, αφού οι θέσεις στον
εκσυγχρονισμένο ήλιο της τέχνης ως μηχανισμού διαχείρισης συνείδησης
και φορέας εξουσιαστικής προπαγάνδας είναι αυστηρά περιορισμένες.

Τα οφίτσια και τα μπόνους προορίζονται μόνο για όσους είναι, πάνω
απ’ όλα, χρήσιμοι στον αγώνα που μαίνεται για όσο το δυνατόν πιο
ελεγχόμενη κατασκευή εικονικής κανονικότητας για λογαριασμό της ακραία
παρακμιακής, αυταρχικής και ιδιοτελούς Ελληνικής άρχουσας τάξης.

Η επιβίωση της τελευταίας εξαρτάται άμεσα από το κατά πόσον είναι
ικανή να πείσει τους υποτελείς της ότι παραμένει αρκετά ισχυρή ώστε να
παράγει και να επιβάλλει ηγεμονικό λόγο που μονοπωλεί την δημόσια
συζήτηση και καλλιεργεί εντυπώσεις θεσμικής ευρωστίας.

Θα προτιμηθούν λοιπόν εκείνοι που γνωρίζουν καλά πως να κολακεύουν
πειστικά τις εγωπαθείς ιδιοτέλειες και να τρέφουν τις ναρκισσευόμενες
μωροφιλοδοξίες όσων επιχειρούν να πλουτίσουν από την αναδιαμόρφωση του
ρόλου της τέχνης από πράξη άρνησης της κοινά αποδεκτής πραγματικότητας
σε θεαματική διασκέδαση και πολιτικό αντιπερισπασμό.

Αυτοί, μεταξύ άλλων είναι:

Αριβίστες που υποδύονται τους επιμελητές εκθέσεων. Οι παράμετροι των
όποιων επιλογών τους ορίζονται αποκλειστικά από το κατά πόσον αυτές
υποστηρίζουν την συβαριτική ηδονοθηρία του κοσμοπολίτικου τρόπου ζωής
τους, που είναι και το μοναδικό αληθινό κίνητρο κάθε δραστηριότητας
τους.

Υπεύθυνοι πάσης φύσης εκδηλώσεων που επικαλούνται ευλαβικά την τέχνη
ως άλλοθι ενώ ο μοναδικός στόχος των διοργανώσεων τους είναι οι
απολαβές που θα έχει η οικονομική, επαγγελματική και κοινωνική τους
εμβέλεια από τις διασυνδέσεις που προκύπτουν μέσω της κάθε επιλογής
τους.

Τεχνοκριτικοί των οποίων οι χρησμοί και γνώμες υπηρετούν την
επισημοποίηση και τον καθαγιασμό των αξιών του χρηματιστηρίου της
τέχνης που λειτουργεί για λογαριασμό των ιδρυμάτων και των επενδυτών
που αισχροκερδούν από αυτό. Περιττό να προσθέσει κανείς ότι αυτοί οι
δήθεν ειδήμονες συντηρούνται, αν όχι ζουν μεγαλοπρεπώς, από την
υστερόβουλη γενναιοδωρία των συλλεκτών που ευλογούν με τα έμμεσα
πληρωμένα κείμενα τους.

Αμέτρητα μέλη διοικητικών συμβουλίων, αναρίθμητοι διευθύνοντες
σύμβουλοι, άπειροι διοικητικοί υπάλληλοι. Αυτοί, φλύαροι διπλωμάτες με
ιδιοτελείς σκοπιμότητες, σταδιοδρομούν ως γητευτές κρατικών
επιχορηγήσεων και κυνηγοί ιδιωτικών κονδυλίων. Αυτό το οξύμωρο είδος
καλλιτεχνίζοντα γραφειοκράτη ανεξέλεγκτα να αγορεύει, συνεδριάζει,
τελεσιδικεί και κατακυρώνει. Ετσιθελικά επιβάλλει πρόσωπα, θέσεις, ισχύ
και κύρος, των οποίων η μοναδική εγγύηση σοβαρότητας είναι το κέρδος
που αποφέρουν για τα συμφέροντα που υπηρετεί, είτε αυτά είναι
προσωπικά, είτε πρόκειται για εκείνα που εκπροσωπεί ως διαπλεκόμενος
διάφορων φορέων.

Τελευταίοι και καταϊδρωμένοι πλέον είναι οι συχνά αστείοι
μικρομεσαίοι μαγαζάτορες που επιμένουν να αυτό -φαντασιώνονται ως
γκαλερίστες, δηλαδή να απαιτούν σέβας και αίγλη που αξίζει κάποιος
αφοσιωμένος υποστηρικτής καλλιτεχνών και ρευμάτων έκφρασης, ενώ δεν
είναι τίποτε άλλο από μεταπράτες έργων τέχνης. Δεν έχουν καμία άλλη
σχέση με την τέχνη πέραν του χυδαιότερου εμπορίου αυτής και των
γλίσχρων δημοσίων σχέσεων που απαιτεί ο ρόλος του διαμεσολαβητή.

Όλοι οι προαναφερθέντες μακράν απέχουν από το ιερό λειτούργημα που
καλούνται να υπηρετήσουν, δηλαδή να είναι αρωγοί της μέθεξης του
κοινού με την επαναστατική ουσία της αληθινής τέχνης. Η άρρηκτη σχέση
τους με την κεφαλαιοκρατία που τους χρηματοδοτεί αποκλείει την πίστη
και την αφοσίωση στην ριζοσπαστική προοπτική που αξιωματικά διεκδικεί
κάθε υπερβατική δημιουργία.

Η στοχοπροσήλωση τους περιορίζεται στο να απεργάζονται άοκνα την
πρόσδεση κάθε σημαίνουσας δημόσιας δραστηριότητας και πνευματικής
έκφρασης στο ισοπεδωτικό άρμα του εταιρικού, τραπεζικού και κρατικού
νεοφιλελεύθερου ολοκληρωτισμού.

Είναι εξοπλισμένοι με πομπώδεις τίτλους μεταπτυχιακών περγαμηνών,
που δεν σηματοδοτούν τίποτε άλλο από τα οικονομικά προνόμια που
επέτρεψαν την απόκτηση τους, ενώ υπνωτίζουν πανεύκολα εκείνους που
διακατέχονται από συμπλέγματα κατωτερότητας απέναντι στις ακαδημαϊκές
διακρίσεις.

Είναι καλοδεχούμενοι ως ερμηνευτές και υποτακτικοί των επιθυμιών της
καθεστηκυίας τάξης λόγω της έγκριτης προϋπηρεσίας τους ως αναρριχητικά
φυτά της εκάστοτε ιδρυματικής, πανεπιστημιακής, εταιρικής ή κρατικής
ιεραρχίας, που τους εξέθρεψε.

Είναι υπερδραστήριοι όπως κάθε καλά εκπαιδευμένος μισθοφόρος.

Σκοπός τους, είτε το αποδέχονται, είτε όχι, είναι η επιστράτευση της
τέχνης υπέρ του νεο-φασιστικού οράματος της παγκοσμιοποιημένης
πλουτοκρατικής τυραννίας.

Καθήκοντα τους είναι οι παραδοσιακές υπηρεσίες που προσφέρουν οι
αργυρώνητοι προπαγανδιστές κάθε τυραννικού καθεστώτος –
παραπληροφόρηση, αντιπερισπασμό, κατασκευή εικονικής κανονικότητας.

Ο πυρήνας αυτών στελεχώνεται από μια ομάδα αδίστακτων απατεώνων που
είναι άριστα εκπαιδευμένοι στις επικερδείς μηχανορραφίες, έχοντας
εξασκηθεί στην διαχείριση εταιρικών κονδυλίων και κρατικών
επιχορηγήσεων.

Ιδιαίτερα δημοφιλής μέθοδος απορρόφησης κεφαλαίων είναι εκείνη που
διεξάγεται μέσω μη-κυβερνητικών οργανώσεων, ενώ εξίσου αγαπητά είναι τα
κοινωφελή ιδιωτικά ιδρύματα, τα οποία διοικούνται με αδιαφανείς
διαδικασίες από πρόσωπα που παραμένουν ανεξέλεγκτα από το κοινό, και
φυσικά διακηρύσσουν ως λόγο ύπαρξης τα κοινά οφέλη που προκύπτουν από
την ενασχόληση με την τέχνη και το πνευματικό της απαύγασμα.

Οι οργανισμοί αυτοί συνήθως είναι αμοιβαία κοινωφελείς συμπράξεις
μεταξύ πλουτοκρατών και κράτους, δηλαδή συστηματοποιημένοι μηχανισμοί
που εκπροσωπούν ξεκάθαρα τα συμφέροντα της καθεστηκυίας τάξης.
Υποστηρίζοντας τους με κάθε τρόπο η μεσαία τάξη όχι μόνο συντηρεί το
εξουσιαστικό προσωπείο της ως εντολοδόχος και εκτελεστής αλλά επίσης
κερδοφορεί από τον έλεγχο των αφηγήσεων εκείνων που της χαρίζουν
πολιτισμικό κύρος και διανοητική υπεροχή, απαραίτητες και οι δύο ώστε
να συντηρείται η φαινομενική αίγλη, ο λόγος ύπαρξης των μεσοαστών.

Ο σφετερισμός της τέχνης από το μεγάλο κεφάλαιο και το προσωπικό του
είναι μόνο ένα από τα μέτωπο μιας πολυεπίπεδης εκστρατείας ταξικής
πολεμικής. Αυτή συμπεριλαμβάνει διάφορους μηχανισμούς παραγωγής
θεάματος, ο καθένας εκ των οποίων είναι κατάλληλα σχεδιασμένος για το
μορφωτικό επίπεδο της κοινωνικής τάξης στην οποία απευθύνεται. Έτσι, για
το προλεταριάτο υπάρχει το ποδόσφαιρο και οι ζωές των επωνύμων, για
την εργατική τάξη η πολιτική τηλεοπτική προπαγάνδα και τα ελαφρά
θεάματα, ενώ για την μεσαία τάξη μένει η τέχνη. Η άρχουσα τάξη έχει ως
θέαμα την ίδια την εξουσία της.

Η μεσαία τάξη, απειλούμενη σήμερα με αφανισμό ή αποκλεισμό από τα
αφεντικά της, αποπειράται να υποτάξει κάθε παραγωγή πολιτισμικής
σημασίας στην τεχνητή αφήγηση της «έκτακτης ανάγκης».

Η «κρίση ως καθεστώς» παραμένει η κυρίαρχη ερμηνευτική προσέγγιση
της σύγχρονης πολιτικοκοινωνικής πραγματικότητας, και δη της Ελληνικής.
Η επιμονή στον αέναο συναγερμό προ ενός ολέθρου που επαπειλείται δεν
εξυπηρετεί τίποτε άλλο από την συντήρηση της τρομολαγνείας που εγγυάται
την μακροημέρευση του ολιγαρχικού καπιταλισμού. Οποιαδήποτε άλλη
ανάγνωση της κατάστασης θεωρείται επικίνδυνη, συνομωσιολογική ή
χίμαιρα.

Η σύγχρονη τέχνη είναι ο ιδανικός παραμορφωτικός καθρέφτης κάθε
εναλλακτικότητας , μιας και η φύση της είναι σιβυλλική, ασύδοτη, και όχι
απαραίτητα εξηγήσιμη ή κατανοητή.

Ακόμα πιο ενδιαφέρον για την άρχουσα τάξη είναι το γεγονός ότι στην
τέχνη όλα επιτρέπονται, εκτός απ’ την αλήθεια, η οποία προϋπάρχει του
καλλιτέχνη και εφ’ όσον αναπαρασταθεί από εκείνον, παύει να είναι
αλήθεια, αλλά θέαμα. Φακός πολυεδρικών αντανακλάσεων, η τέχνη είναι το
ιδανικό οικοσύστημα παραγωγής υποκειμενικότητας για την κοινωνία του
θεάματος, μιας και η αναστολή της δυσπιστίας, και άρα η απώλεια
συνείδησης είναι ουσιαστική για την μέθεξη με ένα έργο τέχνης. Στον
χώρο της τέχνης βρίσκουν καταφύγιο οι αρνητές της κοινά αποδεκτής
πραγματικότητας και οι κατασκευαστές μιας άλλης αντίληψης. Είναι
κρίσιμο οι καλλιτεχνικές προτάσεις να μην απειλούν το status quo, και
ως έργα, δηλαδή όχι πολιτική, οι ιδέες είναι απόλυτα ακίνδυνες.

Με Δούρειο Ίππο λοιπόν την τέχνη επιτυγχάνονται από τους
διαχειριστές της μια σειρά από ύπουλες εκλογικεύσεις, εκτυλίσσονται
ασκήσεις διαμόρφωσης κοινής γνώμης και ποδηγετείται η όποια αντίδραση
στην εξουσία .

Ταυτόχρονα, επιβάλλεται ως αυτονόητη ανάγκη η ιδεολογική βασιλεία
των τραπεζοπιστωτικών ιδρυμάτων και του κράτους, μέσω των ζωτικής
σημασίας χορηγιών.

Εξασφαλίζεται η αθώωση της πλουτοκρατικής κουλτούρας και η στέψη της
ως κυρίαρχη, αφού η διακίνηση κεφαλαίων και οι επενδύσεις αναπόδραστα
υπαγορεύουν την φόρμα, το περιεχόμενο και το μήνυμα της πολιτισμικής
έκφρασης.

Τέλος, παρέχεται πολλαπλών μορφών κοινωνική καταξίωση, κάτι που
απαιτεί η μεσαία τάξη ώστε να ξεχωρίζει υπεροπτικά από την εργατική και
το προλεταριάτο, αν όχι πια οικονομικά, μιας και η εξαθλίωση των
μεσαίων στρωμάτων είναι πια δεδομένη, τουλάχιστον υφολογικά και
επαγγελματικά, για λόγους δηλαδή πνευματικού κύρους και ιδεολογικής
πρωθιεραρχίας.

Μια νέα, θρασύδειλη τάξη πραγμάτων λοιπόν φιλοδοξεί να επιβάλλει ως
μέθοδο παραγωγής κυρίαρχου πολιτισμού την συστημική πειθαρχεία στην
κοσμοθεωρία της οποίας η αξιακή δομή είναι ταυτόχρονα ανταποδοτική προς
την κρατική εύνοια αλλά και δελεαστική προς τον ιδιώτη επενδυτή.

Οι ιδιώτες από τη μια, αν και συχνά παίζουν καταλυτικό και θετικό
ρόλο στην εξέλιξη της τέχνης, ακόμα συχνότερα επηρεάζουν αυθαίρετα και
με ιδιοτέλεια τα πράγματα της τέχνης, προκαλώντας ανισορροπίες και
επιβάλλοντας την προσωπική τους αισθητική ως δημόσια.

Το κράτος από την άλλη, σίγουρα την συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία
στην Ελλάδα, αν όχι ανέκαθεν, είναι ένα διεστραμμένο μόρφωμα του οποίου
η συνταγματική νομιμότητα αμφισβητείται από κάθε είδους
αντιφρονούντες, όλων των κοινωνικό-μορφωτικών επιπέδων, ακόμα και από
έγκριτους συνταγματολόγους. Άρα, η οποιαδήποτε μορφή συνεργασίας με
αυτό το κράτος, αυτή τη κυβέρνηση είναι συνενοχή με ένα πραξικοπηματικό
καθεστώς, ενώ η οποιαδήποτε συναλλαγή της τέχνης με ιδιώτες είναι
υπόλογη στον χαρακτήρα και ήθος αυτών, αλλά σίγουρα όχι στην κοινωνία
που διαμορφώνουν.

Previous Story

Spain’s Micro-Utopias: The 15M Movement and its Prototypes

Next Story

Ας τελειώνουμε πια με τις ιστορίες για «μπαμπούλες και τσιγγάνους» της Αντιρατσιστικής Πρωτοβουλίας Θεσσαλονίκης


Latest from Local movement

Η Αναρχία είναι Αγάπη! – Carne Ross

Αγωνιζόμαστε για την ομορφιά των ανθρώπων που συμβιώνουν με αγάπη, σεβασμό και ισότητα- για όλα αυτά που δεν αγοράζονται και δεν πωλούνται.

Μετα-αποικιοκρατία: Το παράδειγμα της Παλαιστίνης και η σφαγή στην Γάζα

ΑΝΑΛΥΣΗ του ανεξάρτητου ερευνητή και συγγραφέα, Πάνου Δράκου, αρθρογράφος της αναρχικής ενημερωτικής ιστοσελίδας Alerta. Το κείμενο παρουσιάστηκε στα πλαίσια της εκδήλωσης Διαστάσεις της Αποικιοκρατίας

Τι συμβαίνει στην Γαλλία;- Initiative Grecque

Το κείμενο αναδεικνύει τις ελλείψεις της αριστεράς και του αναρχικού χώρου για κοινωνική δικτύωση και πολιτική γείωση αλλά και τη σημασία του αντιρατσιστικού και
Go toTop