Περισσότεροι απο 50.000 άνθρωποι στην Αθήνα και πολλές χιλιάδες σε όλες τις άλλες πόλεις της χώρας διαδήλωσαν ενάντια στον νέο ασφαλιστικό νόμο στις 4/2/2016. Με αφορμή αυτή την ημέρα δράσεων το Κενό Δίκτυο καταθέτει μια ευρύτερη ανάλυση για τους κοινωνικούς αγώνες της εποχής μας.
More than 50.000 people in Athens and many thousands in all other cities of Greece demondtrated in 4/2/2016 against the new Social Insurance law. Void Network offers here an analysis of the social struggles of our times in Greece
KENO ΔΙΚΤΥΟ:
Περί Ασφαλιστικού και αγώνων
« Όταν από την κορυφή του κράτους τούς παίζουνε βιολί, τι άλλο να περιμένει κανείς,
παρά να χορεύουν όσοι βρίσκονται από κάτω»;
– Καρλ Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη
Η πορεία της 4ης Φεβρουαρίου είχε αν η μη άλλο την αίσθηση του οικείου, αφού όλοι έκαναν αυτό που είθισται να κάνουν, από τους «ειρηνικούς διαδηλωτές» μέχρι όσους και όσες κατέβηκαν να συγκρουστούν. Λαμβάνοντας υπόψη ότι υπήρξε μια περίοδος όπου οι κινητοποιήσεις είχαν αποκτήσει κάτι από τη δύναμη του ανοίκειου και του ενδεχόμενου, η εικόνα θα μπορούσε να κριθεί απογοητευτική ή και συμπτωματική της αμηχανίας μας• αφού δεν πήγαμε μπροστά, γυρίσαμε στα ειωθότα. Ακριβώς όμως επειδή οι αγώνες έχουν ιστορικότητα και μιλάμε για κύκλους αγώνα, το θέαμα της τελευταίας πορείας όχι μόνο δεν πρέπει να εκπλήσσει αλλά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ενθαρρυντικό. Όχι επειδή αποτελεί απαραίτητα αφετηρία «ταξικής αντεπίθεσης», αλλά επειδή ο μαζικός της χαρακτήρας δείχνει ότι ο κόσμος αρχίζει πάλι να μπαίνει σε μια λογική κινητοποίησης, ανοίγοντας ρωγμές στη μοιρολατρία που καλλιεργεί η κυβέρνηση, η οποία θέλει να εμφανίζει τον εαυτό της ως το μόνο ανάχωμα μπροστά σε έναν ακόμα πιο σκληρό και συντηρητικό νεοφιλελευθερισμό. Αν μπουν στην εξίσωση και άλλες ροές αγώνα -με προεξέχουσα αυτή των αγροτών, η οποία όντως μπορεί να μπλοκάρει την ομαλή αναπαραγωγή του κεφαλαίου- τότε δημιουργείται ένα μίγμα εν δυνάμει εκρηκτικό. Εκρηκτικό όμως σημαίνει άραγε και «προοδευτικό», «ριζοσπαστικό» ή ακόμα περισσότερο «επαναστατικό»;
Η διάρρηξη της συναίνεσης της ήττας στην οποία βασίζεται η κυβέρνηση από την υπογραφή του τρίτου μνημονίου και μετά, είναι προφανώς απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε αλλαγή προς όφελος των υποτελών τάξεων. Από την άλλη όμως, ενάντια σε ένα φαντασιακό που αρκεί να βλέπει μάζες στους δρόμους και συγκρούσεις για να αγαλλιάζει, πρέπει να αναλύονται κριτικά και τα συγκεκριμένα περιεχόμενα των αγώνων, τα συμφέροντα, οι επιθυμίες, τα επίδικα που κουβαλάνε όπως και η εγγραφή τους στην κρατούσα κατάσταση.
Το γεγονός ότι η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος που προωθεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι μέρος των «συμφωνηθέντων» με τους δανειστές, υποδεικνύει ότι δεν μιλάμε για ένα μεμονωμένο φαινόμενο αλλά για ένα κομμάτι της αναδιάρθρωσης που συντελείται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα δια μέσω των διαβόητων Μνημονίων. Προτού ριχτεί όμως όλο το ανάθεμα στη «Τρόικα» καλό θα ήταν να θυμηθούμε ότι η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού προς την κατεύθυνση που παίρνει -τουλάχιστον όσο αφορά τις βασικές συντεταγμένες- αποτελεί μακροχρόνιο ζητούμενο, που έβγαινε από τα συρτάρια μόνο και μόνο για να ξαναμπεί λόγω των κοινωνικών αντιδράσεων και του πολιτικού κόστους που θα είχε. Αυτό το γεγονός μας επιτρέπει να εγγράψουμε με τη σειρά τους τις πολιτικές των τελευταίων ετών στη γενικότερη αναδιάρθρωση του καπιταλιστικού συστήματος που έχει συνδεθεί με την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού.
Η υιοθέτηση μιας μακρό-ιστορικής οπτικής, δεν σημαίνει ότι το Μνημόνιο είναι απλά μια δικαιολογία και ότι τα μέτρα που περνάνε είναι «μία από τα ίδια». Η κρίση –ως κρίση υπερσυσσώρευσης, ως κρίση αναπαραγωγής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, ως κρίσης της νεοφιλελεύθερης κυβερνησιμότητας- είναι πραγματική και έθεσε το ζήτημα της αναδιάρθρωσης με έναν επιτακτικό τρόπο. Η λογική όμως που διέπει τα μέτρα που υλοποιούν την αναδιάρθρωση δεν είναι καινούργια αλλά εντείνει μια υπάρχουσα ορθολογικότητα που αφορά κάτι πολύ περισσότερο από ένα δόγμα μη-παρέμβασης του κράτους στην αγορά. Κινούμενη προς μια εμπέδωση του ανταγωνισμού, της (οικονομικής) αξίας και της επιχειρηματικότητας σε όλη την έκταση της κοινωνικής ζωής, η νεοφιλελεύθερη ορθολογικότητα βάζει στο στόχαστρο της την ίδια την έννοια των συλλογικών δικαιωμάτων που ενσωμάτωνε το κοινωνικό κράτος.
Φυσικά το κοινωνικό κράτος όπως παρήχθη ιστορικά είναι αρκετά αντιφατικό για να θεωρηθεί ένας θρίαμβος των πληβείων (ή από την άλλη ένα κόλπο «των αφεντικών» ή μια αυτοματοποιημένη λειτουργία αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης). Πιο πειστικό είναι να προσεγγίζουμε το κοινωνικό κράτος -όπως ευρύτερα τις διάφορες μορφές κοινωνικής ασφάλισης που προηγήθηκαν αυτού- ως πεδίο συνάντησης ροών από τα κάτω και από τα πάνω εντός ενός δεδομένου δίκαιο-οικονομικού καθεστώτος. Ακόμα και έτσι το προκείμενο δεν αλλάζει: στις διάφορες εκφάνσεις του, όπως αυτή της κοινωνικής ασφάλισης, το μεταπολεμικό κοινωνικό κράτος διεπόταν –έστω και μερικώς- από την αξίωση ότι η αξιοπρεπής ζωή είναι συλλογικό δικαίωμα που δεν εξαρτάται καθαυτό από την ατομική επίδοση στην αγορά ή από τους «νόμους» της τελευταίας. Αν λοιπόν ισχύει ότι εφόσον εντασσόταν στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής το ασφαλιστικό σύστημα γινόταν λειτουργικό και στην αναπαραγωγή του, εξίσου ισχύει ότι έκανε τη τελευταία για ένα σημαντικό κομμάτι των από κάτω όχι απλά ανεκτή αλλά ικανοποιητική. Είναι τουλάχιστον υπερβολικό από αυτή τη σκοπιά να απαξιώνουμε αφ’ υψηλού ως «ξεροκόκαλα» τις κατακτήσεις των κινημάτων του παρελθόντος. Αν στη τελική ο κόσμος θέλει να υπερασπιστεί «τα κεκτημένα» είναι γιατί αυτά είναι και πραγματικά και σημαντικά.
Υπό αυτή την έννοια, η υπεράσπιση ή και ανάκτηση κάποιων βασικών κατακτήσεων είναι αδιαπραγμάτευτη ως αφετηρία κάθε πολιτικής παρουσίας στους αγώνες. Αλλά συγχρόνως υποδεικνύει τις αντιφάσεις, τα προβλήματα και τα όρια που οι αγώνες για το ασφαλιστικό θα συναντήσουν. Εφόσον μιλάμε για υπεράσπιση ενός υπάρχοντος συστήματος, η επιθυμία που κινητοποιεί τους ανθρώπους που κατεβαίνουν στον δρόμο προσλαμβάνει έναν αμυντικό χαρακτήρα. Αυτό παράγει μια διαφοροποίηση σε σχέση με τους αγώνες που κάποτε συντέλεσαν στη θεσμοποίηση του κοινωνικού κράτους, οι οποίοι εκ των πραγμάτων κοίταγαν μπροστά. Το πολιτικό συμπέρασμα είναι σαφές: σε έναν πρώτο βαθμό, κάθε επαναστατικό πρόταγμα είναι εξωτερικό προς τους τρέχοντες αγώνες ενάντια στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Φυσικά, σε οποιαδήποτε συγκυρία μια επανάσταση θα έχει έναν χαρακτήρα τομής του ιστορικού συνεχούς. Η διαφορά έγκειται στο πως εγγράφεται η επαναστατική προοπτική σε έναν ευρύτερο ιστορικό ορίζοντα. Στους υπό εξέλιξη αγώνες, η επανάσταση δεν τίθεται στην ημερήσια διάταξη ως η ριζοσπαστική εναλλακτική στην προοπτική της σταδιακής μεταρρύθμισης, καθώς η ίδια η μεταρρύθμιση αφορά ροές που πηγάζουν από τα πάνω ως επιθετική αναδιάρθρωση και όχι από τα κάτω ως προοδευτική διαδικασία μετασχηματισμού.
Το ζήτημα όμως δεν αφορά πρωτίστως την προοπτική της επανάστασης αλλά τη μορφή και το περιεχόμενο των αγώνων. Εφόσον το νομοσχέδιο που προετοιμάζεται βάλλει διάφορες κοινωνικές ομάδες και στρώματα, οι κινητοποιήσεις παίρνουν αναπόφευκτα έναν μαζικό, λαϊκό, χαρακτήρα. Ο «λαός» όμως είναι μια μη-συνεκτική, ετερογενής, κατηγορία, που ενοποιεί ένα πλήθος διαφορετικών και ενδεχομένως ανταγωνιστικών μεταξύ τους συμφερόντων και προσδοκιών. Αυτό εντείνεται από τον αμυντικό χαρακτήρα των αγώνων, οι οποίοι ως αγώνες διατήρησης δεν υποδεικνύουν λαούς που δεν υπάρχουν ακόμα αλλά υπερασπίζουν τα υπάρχοντα συμφέροντα, άρα και ενδεχομένως τα προνόμια, των κοινωνικών ομάδων που συνθέτουν τον ελληνικό λαό. Ειδικά στην Ελλάδα, (που δεν είναι δα και στο 1940 ή Λατινική Αμερική ώστε ο λαός να έχει κατεξοχήν πληβειακό χαρακτήρα) το κοινωνικό κράτος παρήχθη υπό τεμαχισμένη μορφή μέσα από την ισχυροποίηση πελατειακών δομών και τη δημιουργία κοινωνικών καστών. Έτσι, η εναντίωση στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση ισορροπεί μεταξύ του λαϊκού και του συντεχνιακού, κάτι που κάνει κάποιες διεκδικήσεις να μην αφορούν δικαιώματα που απαιτούνται από τις αγωνιζόμενες ομάδες να γενικευτούν αλλά ιδιαίτερες ρυθμίσεις που εύκολα μπορούν να εμφανιστούν ως προνόμια. Αυτό κάνει προφανώς τους αγώνες ανοιχτούς σε δεδομένες κομματικές διαμεσολαβήσεις. Αλλά την ίδια στιγμή, το γεγονός ότι τα συντεχνιακά αιτήματα ενώνονται μόνο σε ένα εθνικό πεδίο ως επιμέρους λαϊκά αιτήματα, μαζί με το γεγονός ότι η ασφαλιστική μεταρρύθμιση διαμεσολαβείται και επιβάλλεται από διεθνείς θεσμούς εξουσίας, κάνει τους αγώνες έκθετους στο φαντασιακό μιας εθνικής κοινότητας που προστατεύει τα μέλη της. Κάπου εκεί επικυρώνεται και το έθνος-κράτος πατέρας, που τώρα στερεί την απόλαυση που μας οφείλει.
Αν μια ταξική σκοπιά σε αυτό το πλαίσιο είναι απαραίτητη, η επίκληση μιας αφηρημένης ταξικής ενότητας δεν βοηθά, πόσο μάλλον εφόσον οι διαφοροποιήσεις και η συντεχνιακή λογική αφορούν τα ίδια τα εργατικά στρώματα και πατάνε σε μια πολύ υλική βάση. Αν λοιπόν πρέπει να τρυπήσουμε την κρούστα του λαού δεν είναι για να ανακαλύψουμε μια ενιαία και συμπαγή εργατική τάξη η οποία περιμένει να ανακαλύψει και αυτή τον εαυτό της. Αντιθέτως, έχει πολύ μεγαλύτερο νόημα να ανιχνευθούν οι κοινωνικές δυνάμεις και φιγούρες που ακόμα και αν υπερασπίζουν κεκτημένα κουβαλάνε μια γενικεύσιμη χειραφετική δυναμική. Επιπλέον, στο βαθμό που δεν μιλάμε για μια ακαδημαϊκή θεωρητική διαδικασία αλλά για ένα εγχείρημα που συνδέεται με μια ορισμένη πολιτική παρουσία, αυτή η ανίχνευση δεν μπορεί παρά να γίνεται με όρους συνάντησης. Αυτό σημαίνει ότι -παρόλο που σε συγκεκριμένες κινητοποιήσεις όχι μόνο δεν έχουν θέση δυνάμεις αντικαπιταλιστικές, αναρχικές ή κομμουνιστικές, αλλά πρέπει και να τις προσεγγίζουν εχθρικά- η συνολική απουσία και αποχή από τους τρέχοντες αγώνες του ασφαλιστικού δεν ενδείκνυται ως τακτική. Επίσης σημαίνει να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε με όρους μιας αντικειμενικής ταυτότητας συμφερόντων που αρκεί να αυτό-οργανωθεί για να κάνει περιττή την ανάγκη εύρεσης κοινών τόπων και πολιτικών διαμεσολαβήσεων.
Η όποια ριζοσπαστικοποίηση και η όποια ταξική «αφύπνιση», οι όποιες αποκλίσεις και οι όποιες συναρμόσεις, οι όποιες διαδικασίες μετασχηματισμού, θα παραχθούν μέσα από τους αγώνες όπως είναι και όχι όπως θα θέλαμε να είναι. Αυτό πέρα από το να απαιτεί μια λιγότερο απαξιωτική στάση στον λαϊκό χαρακτήρα ενός αγώνα μας επαναφέρει στην αφετηρία του κειμένου• δεν μπορούμε να μιλάμε και να δρούμε λες και ο προηγούμενος κύκλος αγώνων δεν υπήρξε, λες και οι διάφορες διεκδικήσεις –είτε έπαιρναν έναν ειρηνικό είτε ένα συγκρουσιακό ή και εξεγερσιακό χαρακτήρα- δεν βρήκαν μπροστά τους τον τοίχο που όρθωσε ένα ντόπιο και διεθνές κατεστημένο αποφασισμένο να κάνει του δικό του άλμα εμπρός. Το θέμα προφανώς αφορά αλλά δεν εξαντλείται στο συσχετισμό δύναμης. Η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση, ανεξαρτήτως των διαφόρων εκφάνσεων της, λειτουργεί σε ένα επίπεδο ολότητας, ως συνεκτική κρατική πολιτική. Μια παγίδα εδώ είναι να μπουν οι αγώνες σε μια λογική (συν)διαχείρισης του κράτους, άρα και ενός δίκαιου επιμερισμού «των βαρών». Ως κοινωνικά αιτήματα, η αξιοπρεπής σύνταξη, η επαρκής κοινωνική ασφάλιση για όλους κλπ. πρέπει να τίθενται ως αδιαπραγμάτευτα, ανεξάρτητα του τρόπου εκφοράς τους, δηλαδή αν αναπαρίστανται ως συλλογικές ανάγκες ή ως συλλογικά δικαιώματα. Η άλλη περίπτωση εξάρτησης των αιτημάτων αυτών στις ανάγκες της εθνικής οικονομίας, τα υποτάσσει κατά το μάλλον ή το ήττον στη λογική της αξίας, της ανταποδοτικότητας και των αγορών. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αυτή η εξάρτηση δεν υφίσταται ως υλική πραγματικότητα ή ότι αυτή η λογική δεν πρυτανεύει και δεν επιβάλλεται από δεδομένους θεσμούς εξουσίας υπό τη μορφή μιας συνολικής ορθολογικότητας και κυβερνησιμότητας. Το να επιμένουμε σε μια «εργατίστικη» λογική συνδικαλιστικής διεκδίκησης, όσο μαχητική και αν είναι αυτή, είναι να αγνοούμε ότι οι όποιες γενικευμένες εργατικές διεκδικήσεις προϋποθέτουν στην παρούσα συγκυρία μια συνολικότερη πολιτική αλλαγή κατεύθυνσης, είτε αυτή εν τέλει είναι ρεφορμιστικού είτε επαναστατικού χαρακτήρα.
Κανείς δεν περιμένει, ούτε χρειάζεται, «Το Πρόγραμμα» για να αμφισβητήσει, να αγωνιστεί, να δράσει, να παράγει γραμμές φυγής. Αλλά υπάρχουν οριακές στιγμές όπου οι αγώνες ανοίγουν το φάσμα μιας μεγάλης αλλαγής. Σε αυτές τις στιγμές-όρια για να συνεχίζει να ρέει και να ριζοσπαστικοποιείται η επιθυμία προς τα μπρος πρέπει να μπορεί να επενδύσει σε κάτι, για το οποίο τα υποκείμενα που αγωνίζονται αν ερωτηθούν να πουν ότι παλεύουν. Από αυτή τη σκοπιά, δεν πρέπει να υποτιμάται η απουσία εναλλακτικής πειστικής αφήγησης ή η ανεπαρκή επεξεργασία καίριων πρακτικών ζητημάτων που θα θέτονταν (πχ.) σε ενδεχόμενο εξόδου από την ευρωζώνη, ένα αρκετά πιθανό σενάριο άλλωστε αν το ασφαλιστικό μπλοκαριστεί επιτυχώς από τους αγώνες. Ακόμα λοιπόν και αν γίνει δεκτό ότι αυτή τη στιγμή οι αγώνες από τα κάτω (οφείλουν πρωτίστως να) διανοίγουν κενά, ένας πολιτικός προβληματισμός πρέπει εξίσου να προσπαθεί να δει πέρα από αυτά.
Στο διάστημα που ακολουθεί οι αγώνες θα τεστάρουν και πάλι τις δυνατότητες και τα όρια τους, μαζί με τις αντοχές μιας κυβέρνησης χωρίς οργανικούς δεσμούς ούτε με τους πάνω ούτε με τους κάτω. Την ίδια στιγμή, οι αγώνες θα βρουν πάλι διλήμματα που, άσχετα αν από μια ταξική ή επαναστατική σκοπιά θα φαίνονται ψευδή ή όχι, θα έχουν πραγματικές επιπτώσεις.
Ας μην κρατάμε μεγάλο καλάθι. Μέχρι σήμερα, η πρόσδεση στο υπάρχον, η συνείδηση απώλειας ορισμένων μη-αμελητέων προνομίων, –όπως πρόσβαση σε μια διευρυμένη αγορά αγαθών και εργασίας- ο φόβος του αβέβαιου και μιας άτακτης κατάρρευσης, η έλλειψη μιας εναλλακτικής μεγάλης αφήγησης, έκαναν τα κινήματα σε καίριες στιγμές να αποδεχτούν την ήττα τους.
Έχουμε ήδη φτάσει στο Τρίτο Μνημόνιο και μετράμε… Θα επαναληφθεί άραγε το ίδιο σενάριο και με την ασφαλιστική μεταρρύθμιση; Πιθανόν, αλλά αυτό μένει να επικυρωθεί πρακτικά, και αντί να αναμένουμε το ενδεχόμενο μοιρολατρικά πρέπει να δούμε πως μπορεί να παρεμποδιστεί. Όπως και οφείλουμε να μην παραδώσουμε τους αγώνες ενάντια στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση στο εθνικιστικό-δεξιό μπλοκ που κινητοποιείται και σιγά-σιγά συναρμόζεται. Το τι μέλει γενέσθαι θα κριθεί (και) στους δρόμους.
Κείμενο: Ελευθεριακή Συνέλευση Κενός Κύκλος
ΚΕΝΟ ΔΙΚΤΥΟ
[Θεωρία, Ουτοπία, Συναίσθηση, Εφήμερες Τέχνες]
http://voidnetwork.blogspot.com