Μεγάλωσα στην επαρχιακή ελλάδα των 90s, έφηβος την περίοδο του πολέμου στο Ιράκ, του πρώτου τηλεοπτικού πολέμου. Μια μέρα στα 15 μου ειχα ξαπλώσει, έτοιμος να κοιμηθω με το MTV ανοιχτό, όταν διακόπηκε για πρώτη φορά το μουσικό πρόγραμμα για την ανακοίνωση του θανάτου του Kurt Cobain, μια στιγμή θρησκευτικής σημασίας για τους γύρω μου, ίσως και μια γενιά. Ζούσαμε με το MTV για οξυγόνο, σανίδα σωτηρίας μέσα στην ελληνική επαρχία. Κάθε παιδάκι των 90s που θα ρωτήσεις θα σου εξηγήσει την προσωπική του [αλλά που δεν απέχει και τόσο πολύ η μια απ’ την αλλη] αφήγηση για το πως είχε στο μυαλό του ένα database στο οποίο διαχώριζε με αρκετά ξεκάθαρες γραμμές την «καλή» από την «κακή» μουσική. Αυτή η συνθήκη διαχωρισμού που σήμερα ακούγεται αδιανόητα αφελής αποτελούσε όχι μόνο συνηθισμένη αφήγηση των εφήβων, αλλά [ακόμα χειρότερα] και των μεγάλων ξαδερφων τους [μας] που γράφαν τις κασσέτες με συλλογές, οι οποίοι με τη σειρά τους τα διάβαζαν σε περιοδικά. Μια evil αλυσίδα επιρροής για τον διαχωρισμό του καλού από το κακό. Με βάση τις διαφορές μεταξύ μουσικών προτιμήσεων βλέπουμε στα 90s ενδεχομένως και την τελευταία φάση διαχωρισμών των νέων σε clans: δε γίνεται να ανήκεις και στο ένα και στο άλλο. Και ενώ κάποια από αυτά είναι ως ένα σημείο κατανοητά ως προεφηβικές στρατηγικές που πάντα συναντούνταν σε υποκουλτούρες [πχ αν είσαι πάνκης δεν ακούς μέταλ κι ας έχουν αισθητικές επαφές κλπ], η ιδέα της καλής και της κακής μουσικής είναι ένας τελείως χωρίς ιδιαίτερο νόημα διαχωρισμός της δεκαετίας, μια προσπάθεια του 90s ελληνικού μουσικό/τεχνό/σινεφιλου κοινού να κοιτάξει πίσω στις προηγούμενες δεκαετίες και σε έναν πολιτισμό που δεν ήταν κατα βάση δικός του.
Έχει ενδιαφέρον πως ένα απο τα τερμς που άκουγε κανείς τότε ήταν το «δε μοιαζει/ακούγεται σαν ελληνικό» ως απόδειξη ποιότητας. Κάτι τέτοιο ενδεχομένως θα διασκεδάσει τους ανθέλληνες σήμερα και ναι η αλήθεια είναι πως όσα προβλήματα και να δει κανείς στη δεκαετία του 90 σίγουρα οι συζητήσεις δε φτάναν ποτέ σε τόσο ανατριχιαστικά εθνικιστικά σημεία όπως στα ποστ-2010 [με πιθανή εξαίρεση το μακεδονικό]. Σίγουρα υπάρχει μια ενδιαφέρουσα ανθελληνική χροιά στο να πιστεύεις πως αν κάτι δεν είναι ελληνικό θα είναι καλύτερο, όμως στη βάση το ζήτημα του καλού και κακού ήταν μια ξεκάθαρη προσπάθεια να δημιουργηθούν συνειδήσεις υψηλής και χαμηλής κουλτούρας. Κι αυτό δεν ήταν κάτι μόνο στη μουσική, αλλά σε όλη την καλλιτεχνική παραγωγή. Τα αστεράκια ποιότητας κινηματογραφικών ταινιών στο Αθηνόραμα είναι κάτι που θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία – ο αχρείος κριτικός του αθηνοράματος ποτέ δεν έβαζε 5 αστέρια σε τίποτα που δεν ήταν τουλαχιστον 40 χρόνια παλιό. [ελιτισμ 101 & νοσταλγία μπλιαχ]
Έτσι δημιουργείται κάπου εκεί η κουλτούρα του ‘εναλλακτικού’ τύπου, ενός ανθρώπου που στέκεται απέναντι/ενάντια στην ελληνικότητα, η οποία δεν τον ενδιαφέρει ή η αισθητική της οποιας ακόμα και τον προσβάλει. Μια στη βάση της αγορίστικη κουλτούρα, μέσα στην οποία σαφώς μπήκα, αλλά από την οποία ευτυχως θεε μου με έναν τρόπο βγήκα κάπως όταν έφυγα από την ελλάδα για την αγγλία για σπουδες.
Ο 90s εναλλακτικός τύπος έχει σίγουρα κάποια καλά, η κριτική στην ελληνικότητα που ανέφερα παραπάνω δεν είναι αμελητέα [αν και δεν είναι και πάντα γενικότερη πολιτική κριτική], όπως και η σημασία που φαίνεται να βάζει στη δημιουργια και τέχνη σε μια γενικά φιλισταία ελληνική κοινωνία είναι χρήσιμη σαν αντιπαράθεση στην καταπίεση της μαζικής τηλεόρασης κλπ. Όμως στη βάση του ο εναλλακτικός είναι ένας μοντερνιστής που πιστεύει σε υψηλη και χαμηλή κουλτούρα με όλες τις προβληματικές που αυτό κουβαλάει. Μεγάλωσα λοιπον και εγω και όλες οι συνομήλικες φιλινάδες μου με την παραίσθηση πως τα 80s ήταν κάτι μικρής δημιουργικής σημασίας, κάτι επιφανειακό, χωρίς ιδιαίτερο περιεχόμενο. Η βασική κριτική στα 80s από τα 90s γίνεται με τη χρήση ενός όρου που συνεχίζει να χρησιμοποιεί προβληματικά η εξυπναδίστικη ελληνική κοινωνία της ‘ποιοτικής τέχνης’, το kitsch [το trash σαν όρος έρχεται λίγο αργότερα, το camp δεν το παρακολουθει η ελληνικη κοινωνία καθόλου]. ‘Τα 80s δεν μας ενδιαφέρουν’ δηλώναν τα 90s διοτι παραήταν κιτς, εννοώντας ‘επιφανειακά, χωρίς ουσιαστική αξία’. Μου πήρε πολλά χρόνια να καταλάβω πως τα 80s τουλάχιστον ως τα μέσα της δεκαετίας αποτελούν στην πραγματικότητα την τελευταία προέκταση του αβαν-γκαρντ πρότζεκτ των 60s. Αλλά πέρα από αυτο, τί ήταν αυτό που ενοχλούσε τα σοβαρά αγόρια των 90s στα 80s? Τα 90s, το απόλυτο success story ευρωπαικής ευημερίας, βρίσκουν τους δημιουργούς να παράγουν όχι αμειγώς πολιτικά έργα, αλλά κείμενα με υπαρξιακό βάρος ενώ το κοινό από τη μεριά του έχει την [ψευδ]αίσθηση πως μπορεί να κρίνει την υπόλοιπη ιστορία από κάποιου είδους ψηλό βαθρο. Το υπαρξιακό βάθρο των 90s όμως εθελοτυφλούσε [στην καλύτερη] για το ποι@ έχει την άνεση να είναι υπαρξιστής, από ταξικής και έμφυλης άποψης. Αυτή η στροφή σε έναν υποτιθέμενα αντικειμενικό ανθρωπιστικό υπαρξισμό έχει ως αποτέλεσμα να τυποποιηθεί εξαιρετικά η αισθητική και να φτάσουμε τελικά στη μετριοκρατία που λέγεται U2, Πυξ Λαξ, ελληνικό σινεμά των 90s κλπ. Οι performative ευκαιρίες που ανοίγονται στα 60s (bowie klp) και φτάνουν στο ζενίθ τους με τη μόδα των 80s [androgynous cyborgs] κατατροπώνονται στα 90s, μια νέα σοβαρότητα επικρατεί, μια νέα dress/act-down συνθήκη [στην ελλάδα και σε συνδυασμό με την έλλειψη riot grrrl κινήσεων] καταλήγει τελικά στο να επωφελείται μια ετεροκανονικοαγοριστικότητα.
Μέσα σ αυτό, εγώ και κάποι@ αλλ@ που δε χωρούσαμε ακριβως στις κατηγορίες μάθαμε να ζούμε ανάμεσα στις χαραμάδες, κάποιες φορές με δυο πόδια σε δυο μέρη ως λίγο προδότες, κάποιες φορές πηγαίνοντας πιο πολύ από τη μια μεριά απ’ ό,τι την άλλη, αφήνοντας τις υβριδικές δυνατότητες και πτυχές του εαυτού μας να κοιμούνται μέχρι μια άλλη στιγμή.
Η άλλη στιγμή αυτή έρχεται στα 00s όπου εμφανίζεται η ιδέα του [retro]kitsch ως ενός είδους guilty pleasure. Κάτι σαν ακαδημαϊκό τερτίπι στην αρχή, οι εραστές του κιτς θεωρούν πως μπορούν να μπαίνουν και να βγαίνουν μέσα απ’ αυτό όπως και όποτε θέλουν, να το κοιτάνε από πάνω και να το «θαυμάζουν γι αυτό που είναι», φλερτάροντας δηλαδή με έναν τρόπο με το ποπ, το «κακό», μόνο όμως μέσα από μια ασφαλή δικλίδα του μοντερνιστικού πρότζεκτ της υψηλής τέχνης. Άτομα σαν αυτά μπορεί κανείς να θυμηθεί διάφορα: είναι άτομα που οργανώναν τσακωνειάδες, αλλά στο σπίτι προτιμούσαν τους Led Zeppelin και τον Τζιμ Τζάρμους. Κάποιοι απ αυτούς απαντούνται σήμερα γύρω από την ελληνική stand-up comedy σκηνή. Φυσικά η πρώτη αυτή ρετροκιτς φάση των early-00s ενέχει όχι μόνο ταξικά ζητήματα, αλλά είναι υπεύθυνη και για μερικά απερίγραπτα ανόητα υποκείμενα. Παρ’ όλ’ αυτά στρατηγικά ήταν μια σημαντική στιγμή αφού για πρώτη φορά βρέθηκαν τόσο απομακρυσμένες αισθητικές στους ίδιους χώρους.
Αρκετά πιο ενδιαφέρουσα είναι η συνέχεια στα late-00s/10s όταν με τις νέες συνθήκες επικοινωνίας και την κίνηση της πληροφορίας μέσω youtube κλπ, οι σκληρές ταυτότητες αρχίζουν να φθίνουν τελείως, τα ipad αντικαθιστούν τα walkman/diskman (από την ίδια την τεχνολογία λοιπόν υπάρχει υβριδική συνθήκη) και μέσα τους μπορείς να βρεις όλων των ειδών τις συνυπάρξεις. Η ποπ έχει ήδη πλησιάσει την ‘υψηλή κουλτούρα’ (η Bjork είναι η πρώτη ποπ καλλιτέχνις στην ιστορία που θα παίξει στο Royal Opera House), το βορειοευρωπαϊκό avant-garde έχει ήδη αγκαλιάσει την ποπ (ο Jerry Springer γίνεται όπερα) και κάπως σαν να φαίνεται πως οι μοντερνιστικοί διαχωρισμοί του Adorno καταρρέουν χωρίς επιστροφή. Οι συμπράξεις αυτές αργούν στην Ελλάδα που είναι περισσότερο συντηρητική, θα πάρει καμια δεκαριά χρόνια μετα το Jerry Springer the opera στο Σάκη Ρουβά να εμφανιστεί στην Επίδαυρο, αλλά το μικρόβιο των υβριδικών ταυτοτήτων μπαίνει σιγα-σιγα στα μυαλά των τεχνομουσικόφιλων. Έτσι αρχίζουν και πέφτουν οι πόλοι καλού και κακού και δε χρησιμοποιούνται τόσο ως αναφορά, ενώ άλλα polarities όπως το βαρετό-μη βαρετό [καταστασιακοι-συναντουν-add-generation] αρχίζουν να παίρνουν μεγαλύτερη σημασία. Η κατανάλωση του ποπ/τρας και της υψηλής τέχνης, βέβαια, δεν παύει να έχει ταξικό χαρακτήρα με κάποια υποκείμενα να έχουν πρόσβαση σαφώς σε κάποια πράγματα πολύ πιο έυκολα απ’ ό,τι σε άλλα, όμως τουλάχιστον οι όροι έχουν αλλάξει.
Σ’ αυτό το σημείο θα αναφερθώ στους έλληνες κουηρς πηγαίνοντας λίγο πίσω χρονικά. Η ιστορία του ελληνικού κουηρ είναι μικρή, αν και η ιδέα ενός εναλλακτικού lgbt κινήματος έσκαγε σε διάφορες φάσεις από δω κι απο κει, ένα κίνημα κοντινό άλλοτε σε φεμινιστικές κινήσεις, άλλοτε με αντιεξουσιαστές, αλλά ακόμα πιο συχνό μέσα από αναγνώσματα περιοδικής φύσης. Το ελληνικό κουήρ όπως εννοείται σαν σκηνή κάπως σήμερα ξεκινάει κάπου στα μέσα των 00s, με διάφορες μικροομάδες να σχηματίζονται δειλά, συχνά κοντινές σε αναρχικούς χώρους. Η ελληνική αναρχία βρίσκεται στην αισθητική όχι πολύ μακρυά από το μοντέλο του εναλλακτικού που περιέγραψα παραπάνω, όμως στην πιο πανκ κάπως μορφή του, πραγμα που ίσως σώζει κάπως τα πράγματα λογω του diy ethos, αλλα και με τις υπόλοιπες προβληματικές του πανκ (μάτσο κλπ). Η ιδέα του ποστ-πανκ ως κίνηση/ύφος δεν υπήρξε ποτέ στην ελλάδα, ένας χώρος δηλαδεί που να διέπεται από την επαναστατική δύναμη του πανκ, αλλά να έχει χώρο για γυναίκες και κουήρς και μη επικρατούσες ταυτότητες, να θεωρεί την δημιουργία ευκαιρία για νέες πειραματικές γλώσσες κλπ. Το ελληνικό αναρχοπάνκ είναι κοντινότερο σε γενικές γραμμές στο αμερικάνικο hardcore, με άλλα λόγια είναι λίγο καγκουρέ. Μέσα σ’ αυτή τη συνθήκη, οι κουηρς αρχικά ασφυκτιούν κάπως αισθητικά και φέρνουν αρκετά επιθετικά την ποπ στην πιο μέηνστρημ μορφή της ως υστερικό όπλο απέναντι στις νηφάλιες [?] αρενωπότητες. Μέσα στις καταλήψεις, στα κουηρ πάρτυ παίζεται η ποπ ως camp κριτική στο άγριο αντρικο performativity της αναρχίας. Σιγά σιγά εμφανίζονται και αναρχοποπ υβρίδια, όπως ο Alex C, που γίνεται σε γενικές γραμμές αποδεκτός από τους αναρχικούς συντρόφους, αν όχι με αισθητικά κριτήρια, τότε λόγω της κινηματικής του παρουσίας.
Ενώ όμως το appropriation της ποπ έχει έναν αντι-μάτσο κριτικό χαρακτήρα μέσα στις καταλήψεις, έξω, στο σκληρό μέηνστρημ ερχεται μια ρετρο-μανια απο πολυ κακες μεριες, από τα ίδια τα εναλλακτικά υποκείμενα που αναφέρθηκα παραπάνω, μια επανοικοιοποίηση των 80s (και 90s εως ενα σημείο), με αναγωγή χαρακτήρων οπως ο Τσακωνας σε “Bill Murray της ελλαδας” και άλλα τέτοια ωραία. Παρατηρείται εδώ μια ενδιαφερουσα στροφη των ελλήνων στο κομματι του πως πλησιάζουμε ένα ρετρο παρελθόν. Από κει που έχουμε συνηθίσει ως στάνταρ κριτική των 80s από τους κάγκουρες ως ‘αδερφίστικα’, τώρα ακούμε το αναπάντεχο “80s ρε! μονο τοτε γραφονταν ωραια κομματια, να ‘ουμε”. Αυτό που έχει συμβεί είναι πως οι 25αρηδες ματσο των 90s εχουν γινει 45αρηδες μπαρμπάδες που θυμούνται το παρελθόν. Κάπου εκεί η ελληνική κοινωνία ξεπερνάει τον εαυτό της διότι στο πλαίσιο μιας μανίας με το παρελθόν [κατα τη γνώμη μου εθνικιστικής στη βάση της] βάζει ακόμα και τη ματσίλα της σε δεύτερη θέση. Η ελληνική σχέση με το χετερο-camp ήταν ανέκαθεν περίπλοκη. Τα λικνίσματα στο σκυλάδικο, άλλωστε, στα μάτια ενός εξωτερικού παρατηρητή αποτελούν μια αρκετά camp επιτέλεση, ο alpha-ανδρισμός της οποίας κρέμεται διαρκώς από μια λεπτότατη κλωστή που εξισορροπεί ανελέητες αντιφάσεις [όπως και ο ορισμός της ελληνικότητας γενικότερα]. Όμως ενώ το οθωμανικό camp είναι μια επιτρεπτή συνθήκη για τον ελληναρα, το ευρωπαϊκό ήταν πάντα κατακριτέο. Στα mid/late-00s η θύμιση των 80ς ως κάτι μαλθακό αλλάζει ή τουλάχιστον φθίνει για να επικρατήσει κάτι άλλο. Με λίγα λόγια, Boy George vs PASOK σημειώσατε 2.
Η ρετρομανία του εναλλακτοκάγκουρα που ποστάρει τα «20 καλύτερα παιχνίδια» των 80s στο youtube και που αποφασίζει να πάει σε ένα πάρτυ ασχέτως περιεχομένου διότι το πόστερ είχε την Ροζίτα Σώκου (real story) δεν είναι τίποτ’ άλλο από μια κρυπτο [ή φανερο]εθνικιστική νοσταλγία για μια εποχή ευημερίας στη χώρα. Τα παιχνίδια των 80s που άνθρωποι της ίδιας ηλικίας θυμούνται είναι μια ενοτική εθνική αφήγηση για τις χρυσές πασοκικές μέρες που η ελλάδα “ζούσε καλά” οτιδήποτε αυτό σημαίνει [με λιγότερη επιρροή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λιγότερους μετανάστες κλπ], και – ultimately – ώντας περίσσότερο Ελλάδα. Για τον έλληνα κουηρ και ally τα πράγματα στενεύουν κάπως με τη σκύλλα του σοβαρού σκυθρωπου μοντερνιστικού εναλλακτικού από τη μια και τη χάρυβδη του αναγεννημένου ρετρολαϊκιστή από την άλλη. Σε μια τέτοια παγίδα θεωρώ πως πέφτει το τελευταίο αυτοκόλλητο των AntifaNegative, μιας από τις λίγες ενδιαφέρουσες συλλογικότητες του ευρύτερου αυτόνομου χώρου. https://antifa-ngt.espivblogs.net/f…
Το αυτοκόλλητο που επανοικειοποιείται τίτλο 80s ελληνικής trash ταινίας, αν και έχει πιστεύω ως στόχο του να κάνει ένα αντιμάτσο χιούμορ, πράγμα που ήδη είναι περισσότερο απ ́ότι συνήθως συναντάει κανεις στην αθηναϊκή αναρχία, με κάνει να σκέφτομαι: μπορει πραγματικά να γίνει ντερουρναμεντ σ’ αυτο το σλογκαν? Και αν ναι, τότε πως? Για να δουλέψει η καταστασιακή στρατηγική, τότε πρεπει να χρησιμοποιηθεί ένα κείμενο στο οποιο να πηγαινει κοντρα η καινούρια εκδοχή, δηλαδη κάτι το οποιο λερώνεται/τσαλακώνεται από την επέμβαση. Στην περιπτωση αυτή, όμως, το σλόγκαν απλα παίρνει προαγωγη απο ενός ειδους χουλιγκανισμό (αυτό των 80s λυκείων) σε εναν αλλο (αυτό της αναρχίας του 2015). [Θα μπορούσα να σημειώσω εδώ πως έτσι κι αλλιώς εχω σοβαρες ενστασεις για το πως το ντετουρναμεντ μπορει να δουλεψει στον κοσμο του φεησμπουκ, όπου πρωτοείδα το σλόγκαν αλλά ας μην το ανοίξω και αυτό, είναι θέμα για άλλη συζήτηση.] Στην εικόνα λοιπον δεν υπαρχει αρκετη αποσταση μεταξύ των δυο συνθηκών χουλιγκανισμού, δεν έχουμε δυο πράγματα που έρχονται σε διαλεκτική πάλη. Μήπως προκειται για υπερταυτιση, τον ορισμό που θέτει ο Ζίζεκ για projects όπως οι Laibach, όπου τα όρια μεταξύ ιδεολογικής ταύτισης και ειρωνείας είναι επίτηδες δυσδιάκριτα? Ο τροπος ομως με τον οποιο αισθητικά έχει στηθεί το αυτοκόλλητο δεν ειναι σαν να ταυτίζεται με το πραγματικο trash, αντιθέτως εχει μια μετα-banksy-ian αναρχο-design τοποθέτηση αρκετά μοντέρνα, λες και βγαλμενη απο τις καταληψεις της Βερνης και της Ζυρίχης. Το οπτικο λογοπαιγνιο με την τσάντα και τη ρόδα κλεινει το ματι σε ενα ελαφρο queer art of failure [αφού παίρνει σχεδόν σεφερλικές διαστάσεις], αλλα το αποτελεσμα και πάλι ειναι μια μεταμονετρνα σαλατα που παιζει επικυνδυνα με αναφορές και αναρωτιέμαι τελικα μήπως αυτό το αυτοκόλλητο στους δρόμους στηριζει άθελα του τη ρετροκαγκούρικη αφηγηση.
Και σκέφτομαι εδώ τί να είναι αυτό που να κάνει μια ομάδα τόσο διαυγή στο κομμάτι της κριτικης της εθνικής ταυτότητας όπως οι αντιφα να αναπαράγει μια αισθητική αναφορά κοινή με όλους τους εναλλακτικούς πατριδολάτρεις, χωρίς ούτε καν να δημιουργεί μια αρκετά καλιαρντη βερσιον της [που και πάλι δεν είμαι σίγουρος πως θα αρκούσε, προσωπικά θεωρώ το 80s trash καμένο χαρτι πολιτικά για κάποιον καιρο]?
Νομίζω πως η ανάγκη για αμεσότητα και μια ελαφρώς ντεμπορική [κατά τη γνώμη μου όχι καίρια για την ελληνική κοινωνία] κριτική στην τέχνη ως κάτι αποκομένο από την μαζική κουλτούρα έχουν φέρει μια κάποια ισοπέδωση που μπορεί να οδηγήσει σε προβληματικές στρατηγικές. Γιατί να αποτελεί η ενθύμιση και η αναφορά σε κάτι άλλο τον τρόπο ενδυνάμωσής μας? Όπως ξέρουμε η ιστορία γράφεται πάντα από τους δυνατούς, επομένως η ενθύμιση της ποπ κουλτούρας θα είναι αναπάντεχα καταπιεστική. Ίσως απέναντι στη αφήγηση της ενθύμισης να παρατάξουμε το queer forgetting, όπως το θέτει @ halberstam στο “Queer Art of Failure”. Για κάθε αγορίστικη ανάμνηση εμείς παρατάσσουμε μια κούηρ λησμονιά.
Είναι σημαντικό να θέσουμε σ’ αυτό το σημείο πως μια καίρια διαφορά των κουηρς από τον υπόλοιπο αναρχοαυτόνομο χώρο ειναι πως δίπλα στο κοινά αποδεκτό ρέτρο, οι κουηρς έχουν αγάπη και για το contemporary pop. Αυτο ισως θα μπορούσε να τίθεται ως μια τοποθέτηση ακριβώς αντίθετη με την παραπάνω [το παρόν ενάντια στο παρελθόν], αφου το ποπ αποτελεί μια συνδεση με μια διεθνη κοινοτητα απο την οποια το κουηρ παιρνει γραμμη [drag race κλπ], μια σύνδεση που εν δυνάμει μπορεί να επιφέρει και όμορφα ανθελληνικά αποτελέσματα παγκοσμιοποίησης. Όμως και παλι εδώ υπαρχει μια μελαγχολική απόσταση παρά την ταυτοχρονία, έχουμε την απόσταση μεταξύ του δέκτη και του παραλήπτη, απόσταση που ειναι απαραίτητη για το καπιταλιστικο κομματι της ποπ να δουλεψει. Το ελληνικό κουηρ περναει στη φαση της επανοικοιοποίησης και μιμησης ενος κυριαρχου μεταμοντέρνου προτάγματος. Αφηνει [καλώς] πίσω του το φαντασμα της “υψηλης κουλτούρας” και ταυτιζεται με [κάποιες φορες και αναλυει] την ποπ. Πως ομως ξερουμε πως το κουηρ δεν εξομοιώνεται σε μια ετερο/ομο αισθητική κανονικότητα?
Για την ελληνικη πραγματικοτητα, μια ουσιαστικη επιρροη του drag race θα μπορουσε να ειναι φοβερα μετασχηματιστική. Όμως στην πράξη αυτα που στο λονδινο θα ήταν underground punk drag shows, στο παρισι voguing competitions της μαύρης κουηρ κοινότητας και σε άλλα μέρη στον κόσμο διαφόρων ειδών underground συνθηκες, στην αθηνα αποτελουν θεματα συζητησης [μας έφαγε ο λογοκεντρισμός!], μαζώξεις σε μεσοαστικά σπίτια “για να δουμε Ru Paul στον προτζέκτορα” και ποστ σε ιντερνετικά θεωρητικά αναγνώσματα (Καμμένα Σουτιέν κλπ). Κι έτσι όχι μόνο δεν υπάρχει ουσιαστική συνδιαμόρφωση της αισθητικής [μεσω fan cultures κλπ], αλλά χάνεται και ένας πολύ ενδιαφέρον πιθανός διάλογος, ένα αθηναϊκό queer art of failure, ένα drag non-glamorous, αντιφατικό, κακοφτιαγμένο, τραυματισμένο από την κοινωνία στην οποία απευθύνεται. Η εικόνα που ανέβασα στο ποστ είναι από την ομάδα Τριτοτέταρτες, μια ομάδα που κατα τη γνώμη μου κατακερματίζει τα στεγανά του drag culture και συνθλίβει σε πολλαπλά επίπεδα την ελληνικότητα. Μέσα από το πρότζεκτ των Τριτοτέταρτες, η ιστορικότητα του drag, στοιχεία κουηρ ουτοπίας και κριτικές ματιές στον ελληνικό βούρκο δημιουργούν ένα υπερ-αντι-θέαμα [ίσως] muñozικων διαστάσεων.
Με την πρόσφατη απογαλάκτιση του ελληνικού κουηρ από τους αναρχικούς χώρους και μετά από μια χρονιά με μερικές από τις πιο καίριες ρήξεις στο mainstream lgbt κίνημα, το κουήρ καλείται να δημιουργήσει τις δικές του αφηγήσεις. Είναι όμως ένα κεφάλι χωρίς σώμα [όργανα χωρίς σώμα?]: έχει σκεφτεί πολύ τί είναι αυτά που θέλει, χωρίς όμως να τα κάνει, έχει οριοθετήσει το τί το στενοχωρεί χωρίς όμως να κάνει φόκους σε τί το καυλώνει, έχει μιλήσει πολύ, αλλά έχει χορέψει, τραγουδήσει και γαμηθεί λίγο.
Πιστευω πως εχουμε φτασει στο σημειο που οφειλουμε να εφευρουμε συνθετικες δημιουργικες γλωσσες, να κουηρεψουμε τις φορμες της επικοινωνιας μας. Η ιδεα του ‘ποιοτικου’ και του ‘υψηλου’ μας φαίνεται γελοία, αλλα και το ποπ δε μας φτανει κάπως, παραειναι μακρυα απο τα σωματα μας, σώματα που δε χωράνε όλα στις μέηνστρημ γραμμές έτσι κι αλλιώς και δε γουστάρουν άλλο να απολογούνται. Έχουμε ηδη αποξενωθεί απο την σκληρή αναρχοκαταστασιακή γραμμή, γιατι έχουμε σχεση αγάπης-κ-μίσους με το θέαμα [yes, we enjoy our symptoms] και δεν πιστεύουμε και πολυ στη δυνατότητα του ντετουρναμεντ. Το ελληνικό παρόν σαπίλα και το παρελθόν ρετρο αναμνηση ακομα πιο αηδια. Κι ομως εμεις θελουμε να μιλησουμε για τα σωματα μας και για τις (γ)καβλες μας και να φτιάξουμε και να συνβρεθούμε σε εικόνες και σε ήχους και σε λέξεις. Και πως θα το κάνουμε αυτο? Καπως οπως χτιζουμε την επιθυμία μας: μέσα και έξω από το μεηνστρημ, χρησιμοποιώντας μερικά, πετώντας άλλα, κλέβοντας ιδέες από κάποια, καταστρέφοντας αλλα, γελώντας με καποια, μη παίρνοντας υπ’ οψη μας αλλα, τραυματισμένες απο καποια, αγαπώντας άλλα και κοιτώντας παντα μεσα μας, η καθε μια ξεχωριστα στην εαυτή της για την προσωπικη της αφηγηση που δεν ειναι ακριβώς ποτε ιδια με καποια άλλη. Φερνοντας κοντά τις εσωτερικες μας αντιφασεις μπορουμε να φτιαξουμε τις δικες μας κουηρ αισθητικές, να γίνουμε οι ίδιες ένα κολλάζ, άλλωστε το κολλάζ είναι κατά τ@ Halberstam το απόλυτο queer μέσο: butch sopranos, bdsm teletubbies, σερραίοι περφορμανς αρτιστς, barwoman ναυπηγές, χοντρές τσελίστριες, ζηλιάρες πολυάμορυ ποιήτριες, παραδοσιακές μαγείρισσες με ποδιες σόνικ γιουθ, σεξομανή πτηνά, χεβιμέταλ crossdressers, kinky συλλέκτες γραμματοσήμων, ανώμαλοι και ανώμαλες κάθε είδους με τις περίεργες αντιφατικές ιστορίες τους. Κάποιοι θα μας πουν μεταμοντέρνους στο πέρασμά τους, πως είμαστε ένα mish-mash επιρροών και ίσως μας πουν και χίπστερς, ομως αυτές είμαστε και αυτές τις συνδυαστικές αναγκες έχουμε. Και γνωρίζοντας πως φέρνουμε στο τραπέζι όλες μας τις εσωτερικές αντιφάσεις, ελπίζουμε πως θα αποτελέσουμε ένα επικοινωνιακο αβαν-γκαρντ. Όχι αβαν απ’ την προβληματικη μοντερνιστική σκοπιά του υψηλού και εκλεπιτσμένου, αλλά απ την πολεμική σκοπιά αυτής που δοκιμάζει να εκτεθει. Γιατί με το να εκθέτουμε τους δικούς μας ταυτοτικούς συνδυασμούς, γράφονται και ανοίγουν διαφορετικες ιστορίες και βιώματα που μπορουν να μας πανε καπου αλλου, καπου που δε βρεθηκαμε πιο πριν. Και μπορούμε να φέρουμε τις ιστορίες μας κοντά να κάνουν και παρέα – όσο γίνεται.
κείμενο: AMADEUS SACERPULLUS