Κείμενο της Ελευθεριακής Συνέλευσης Κενός Κύκλος (πολιτική διαδικασία της συλλογικότητας Κενό Δίκτυο) στα πλαίσια του προσυνεδριακού διαλόγου της Αναρχικής Ομοσπονδίας (1ο τακτικό πανελλαδικό συνέδριο- 19 & 20/5 στο Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός)
Προγραμματικές θέσεις για τον Ιμπεριαλισμό
«Στο μέρος που έφεραν ερήμωση λένε πως έφεραν ειρήνη»
Τακιτος, Αγρίκολας 30
Το ζήτημα του ιμπεριαλισμού έχει αναδυθεί τα τελευταία χρόνια ως ένα σημείο διαφοροποίησης και διαφωνίας εντός του αναρχικού χώρου. Χοντρικά υπάρχουν δυο τάσεις: η πρώτη τάση θεωρεί ότι η ιμπεριαλιστική δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλει να προτάσσεται ρητά η ρήξη με τον συγκεκριμένο θεσμό και, επομένως, η αντιιμπεριαλιστική διάσταση της ταξικής πάλης. Επίσης, υποστηρίζεται σθεναρά ότι αυτή η πολιτική στάση και στρατηγική είναι συμβατή με μια διεθνιστική και ταξική προοπτική. Η άλλη τάση ανταπαντά σε επίπεδο ανάλυσης ότι ο αντιιμπεριαλισμός εστιάζει στις διακρατικές σχέσεις αντί στη σχέση κεφάλαιο/εργασία και στις μορφές αναπαραγωγής του κεφαλαίου (αξία, χρήμα, εμπόρευμα). Έτσι, υποστηρίζεται ότι στο πολιτικό επίπεδο ο αντιιμπεριαλισμός υποβαθμίζει ανεπίτρεπτα το ταξικό περιεχόμενο του πολιτικού ανταγωνισμού, παρεκτρέποντας τον προς διαταξικές συμμαχίες και παλλαϊκές συσπειρώσεις, οι οποίες στο όνομα της εναντίωσης στον κοινό εξωτερικό εχθρό καταλήγουν να υποβιβάζουν τα ταξικά συμφέροντα των «από κάτω».
Δεν υπάρχει κανόνας που να λέει ότι όταν υπάρχουν δυο διαφορετικές προσεγγίσεις μια από τις δυο πρέπει να είναι και η σωστή. Σε κάθε περίπτωση, η όποια τοποθέτηση στο ζήτημα του αντιιμπεριαλισμού χρειάζεται μία θεωρητική ανάλυση του φαινομένου το οποίο τίθεται ως αντικείμενο εναντίωσης και αντίστασης, δηλαδή στον ιμπεριαλισμό. Προς μία τέτοια κατεύθυνση κριτικής κατανόησης προσφέρονται και οι ακόλουθες προγραμματικές θέσεις.
Ο ιμπεριαλισμός ως έννοια αναδύεται για να περιγράψει μία συγκεκριμένη περίοδο επέκτασης των Μεγάλων Δυνάμεων. Η περίοδος αυτή είθισται να τοποθετείται στον ύστερο 19ο αιώνα (γύρω στο 1870). Κατά πόσο το φαινόμενο σε αυτή του τη μορφή τελειώνει σταδιακά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ή συνεχίζεται παραμένει ζήτημα διαφωνίας. Εμείς θεωρούμε ότι οι κλασσικές μορφές ιμπεριαλισμού, σταδιακά υποχωρούν και αντικαθίστανται από μία νέα παγκόσμια αυτοκρατορική δομή. Τα χαρακτηριστικά της τελευταίας συνδέονται άμεσα με τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου, την κυριαρχία του χρηματοπιστωτισμού, την ισχυροποίηση και επέκταση των τεχνολογικών δικτύων και της υψηλής τεχνολογίας, οδηγώντας σε ένα πολύπλοκο μα παρόλα αυτά ομογενοποιημένο παγκόσμιο σύστημα κυριαρχίας με μια υπερεθνική, καστικού χαρακτήρα, ελίτ να λειτουργεί ως κυρίαρχη τάξη. Η τάση αυτή δεν είναι ούτε γραμμική ούτε ομοιογενής πόσο μάλλον ολοκληρωμένη. Αντιθέτως, εμπεριέχει ασυνέχειες και αντιφάσεις οι οποίες παράγουν τις συνθήκες αυτοαναίρεσης της. Σε αυτό το πλαίσιο, εμφανίζονται και κλιμακώνονται διακρατικοί ανταγωνισμοί που προσιδιάζουν στον πιο παραδοσιακό ιμπεριαλισμό, ένα γεγονός που πρέπει να μας κάνει συγκρατημένους στις περιοδολογήσεις μας.
Η ανάδυση ενός νέου όρου πάντα σχετίζεται με την εδραίωση της αντίληψης ότι συντελείται κάτι ιστορικά νέο, για το οποίο οι υπάρχουσες κατηγορίες δεν επαρκούν. Έτσι και η έννοια του ιμπεριαλισμού είχε σκοπό να αναδείξει τα κοινά στοιχεία της επεκτατικής πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων με παλιότερες μορφές επεκτατισμού αλλά συγχρόνως και να τις διαφοροποιήσει.
Τα κοινά στοιχεία αφορούν τόσο τις διαδικασίες πραγμάτωσης όσο και τη μορφή που παράγεται μέσα από αυτές. Όπως και κάθε άλλος τύπος επεκτατισμού ο ιμπεριαλισμός που αναδύεται τον ύστερο 19ο αιώνα αφορά διαδικασίες επέκτασης οι οποίες οδηγούν στην παγίωση δομών πολιτικής κυριαρχίας και οικονομικής εκμετάλλευσης. Με άλλα λόγια, έχουμε να κάνουμε με μία εκδοχή (ανα)παραγωγής διακοινωνικών σχέσεων υποτέλειας οι οποίες επιτρέπουν τη μεταφορά πλεονάσματος και την αξιοποίηση πλουτοπαραγωγικών πηγών και δυνάμεων προς όφελος ενός μητροπολιτικού κέντρου, δηλαδή της κυρίαρχης πολιτικής δύναμης. Σε αυτή του τη διάσταση ο ιμπεριαλισμός είναι τόσο παλιός όσο και οι αρχαίοι κατακτητές που διαβάζουμε στα ιστορικά βιβλία του σχολείου.
Το άλλο κοινό στοιχείο αφορά τη θέσπιση μίας Αυτοκρατορίας. Συχνά λησμονείται αυτό το γεγονός ή θεωρείται δευτερεύον. Όμως, για τους φορείς και τους δημιουργούς του ιμπεριαλισμού ήταν ουσιώδες. Η υιοθέτηση ιμπεριαλιστικών πολιτικών αφορούσε την ένταξη διαφορετικών λαών σε μία ενιαία έννομη τάξη. Μάλιστα, στη βάση αυτού του γεγονότος, οι αυτοκρατορίες της εποχής αξίωναν για τον εαυτό τους έναν εκπολιτιστικό χαρακτήρα άρα και έναν προοδευτικό ιστορικό ρόλο. Το ερώτημα φυσικά είναι κατά πόσο η οικοδόμηση μίας αυτοκρατορίας αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για να οριστεί μία διαδικασία επέκτασης «ιμπεριαλιστική». Η ετοιμολογία της λέξης συνομολογεί προς αυτήν την κατεύθυνση, τουλάχιστον υπό την έννοια ότι ο επέκταση, η κατάκτηση ή ο αποικισμός οδηγούν στη σύναψη και παγίωση δια-κοινωνικών σχέσεων πολιτικής υποτέλειας οι οποίες με τη σειρά τους τείνουν να προσλάβουν τη μορφή μίας δικαϊκής ολότητας. Με άλλα λόγια, ο ιμπεριαλισμός είναι μία υπερκωδικοποίηση οικονομικών, πολιτικών, επιθυμητικών και στρατιωτικών ροών σε μία ενιαία πολιτισμική ολότητα, της οποίας η πιο ανεπτυγμένη μορφή είναι η Αυτοκρατορία. Πολύ παραπάνω συνεπώς από ένα σύστημα εκμετάλλευσης ο ιμπεριαλισμός είναι μία δυναμική τάξη Κυριαρχίας και Δικαίου. Οι κατηγορίες αυτές έχουν τη δική τους οντολογική συνοχή και δεν μπορούν να αναχθούν στην εκμετάλλευση.. Σε αυτόν τον βαθμό, ο ιμπεριαλισμός δεν μπορεί να περιοριστεί σε μία θεωρία κυριαρχίας. Χρειάζεται και μία κριτική θεωρία δικαιοσύνης. Στην περίπτωση της υπό συγκρότηση Παγκόσμιας Αυτοκρατορίας αυτό διαφαίνεται στους διάφορους πολέμους και επεμβάσεις μετά το 1991, από τον πρώτο και τον δεύτερο πόλεμο του Ιράκ έως την επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία, που άντλησαν τη νομιμοποίηση τους μέσα από αναφορές στην καταστρατήγηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και στη διασάλευση της παγκόσμιας τάξης και του διεθνούς δικαίου. Από μία κριτική σκοπιά δεν αρκεί να στηλιτεύεται ο κίβδηλος χαρακτήρας αυτού του πολεμικού ανθρωπισμού. Χρειάζεται επίσης να κατανοηθεί το θεσμικό, δικαϊκό και ιδεολογικό πλαίσιο ανάδυσης του.
Αν η επέκταση προς χάριν πλουτισμού και δύναμης και η δόμηση μίας Αυτοκρατορίας συνδέουν τον νεωτερικό ιμπεριαλισμό με παλιότερες μορφές επεκτατισμού, από τα διάφορα Imperium της αρχαιότητας μέχρι και τις αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες της πρώιμης νεωτερικότητας, το στοιχείο που διαφοροποιεί τον νέο αυτό τύπο επέκτασης είναι αναμφίβολα ο καπιταλισμός. Στο εμπειρικό επίπεδο η διαπίστωση αυτή είναι κοινός τόπος, τουλάχιστον στις πιο κριτικές πολιτικές και θεωρητικές τάσεις. Το θέμα είναι πώς η ιστορική αυτή σχέση θεωρητικοποιείται.
Στις κλασσικές μαρξιστικές αναλύσεις ο ιμπεριαλισμός ορίζεται ως μια ιστορική φάση του καπιταλισμού, σχετιζόμενη ως τέτοια με τους νόμους κίνησης του κεφαλαίου. Συγκεκριμένα, έχουμε ιμπεριαλισμό όταν ο καπιταλισμός έχει αρχίσει να παράγει μονοπώλια και συγκεκριμένα όταν το χρηματιστικό κεφάλαιο, μέσα από τη σύζευξη τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου, έχει αρχίσει να κυριαρχεί. Στον πυρήνα της η προοπτική αυτή περιέχει τη θέση ότι ο καπιταλισμός των Μεγάλων Δυνάμεων αναπτύσσεται μέσα από την εκμετάλλευση περιφερειακών κρατών, τα οποία συνεπώς διατηρούνται βίαια σε μία κατάσταση υποτέλειας, εξάρτησης και καθυστέρησης. Νοηματοδοτώντας τη βία και εκμετάλλευση που οι αποικίες υφίσταντο κατά τρόπο που ανοιγόταν και ένας εναλλακτικός ορίζοντας, αυτός μίας αυτοδύναμης ανάπτυξης και ενός ανεξάρτητου εκσυγχρονισμού, η κλασική μαρξιστική θεωρία κατάφερε να γίνει πανίσχυρο πολιτικό όπλο και να εμπνεύσει τους αγώνες των μαζών στον Τρίτο Κόσμο.
Παρόλες τις αναμφίβολες πολιτικές αρετές της, η παραδοσιακή μαρξιστική ανάλυση έχει υποστεί πολλές κριτικές. Η βασική κριτική αφορά τον πραγματολογικά αβάσιμο χαρακτήρα της. Παραδείγματος χάρη έχει υποδειχθεί ότι στην Ιαπωνία ο ιμπεριαλισμός ξεκινά χωρίς να υπάρχουν οι προϋποθέσεις που η κλασική μαρξιστική προοπτική θέτει όσον αφορά το επίπεδο κεφαλαιακής συσσώρευσης. Ο ιαπωνικός ιμπεριαλισμός τοποθετείται στα ξεκινήματα του καπιταλισμού ως προϋπόθεση για την ανάπτυξη του, όχι ως έκφραση της ωρίμανσης του. Μάλιστα, μπορεί να θεωρηθεί ότι κατά ανάλογο τρόπο ο επεκτατισμός και η αποικιοκρατία του 17ου αιώνα (τα οποία από κάποιους ιστορικούς θεωρούνται η πρώτη φάση της εποχής του κλασικού ιμπεριαλισμού) αποτελούν προϋπόθεση ακόμα και για τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό, καθώς χωρίς αυτά δεν θα είχε υπάρξει επαρκής πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου ικανή να οδηγήσει στην ανάδυση ενός κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Εφόσον τα οικονομικά κίνητρα δεν επαρκούν ως επεξηγηματικά εργαλεία, τονίζονται και άλλοι παράγοντες που κινητοποιούν ιμπεριαλιστικές πολιτικές, όπως ο πολιτικός ανταγωνισμός και ο εθνικισμός.
Αρκετές από τις κριτικές αυτές έχουν βάση. Η υποβάθμιση όμως της ιστορικής σύνδεσης του σύγχρονου ιμπεριαλισμού με τον καπιταλισμό εμποδίζει τη θεωρητική του αποσαφήνιση, η οποία οφείλει να ενσωματώσει τα διαφοροποιητικά στοιχεία του σύγχρονου ιμπεριαλισμού σε σχέση με παλιότερες μορφές επεκτατισμού και αυτοκρατορίας. Ο καπιταλισμός αποτελεί κινητήριο δύναμη του σύγχρονου ιμπεριαλισμού υπό την έννοια ότι η εγγενής τάση του κεφαλαίου προς διεύρυνση του πεδίου λειτουργίας του, ωθεί τα καπιταλιστικά κράτη να επεκταθούν πολιτικά, όχι μόνο ως προϋπόθεση οικονομικής μεγέθυνσης αλλά και πολιτικής δύναμης. Με απλά λόγια, στη νεωτερική περίοδο δεν νοείτο Μεγάλη Δύναμη που να μην είναι συγχρόνως ισχυρή βιομηχανική οικονομία. Έπεται ότι ακόμα και τα πολιτικά κίνητρα πίσω από τον ιμπεριαλιστικό επεκτατισμό εντάσσονται στο διεθνές γεωπολιτικό πλαίσιο του καπιταλισμού. Για αυτό στη σύγχρονη εποχή ένα κράτος είναι ιμπεριαλιστικό στη βάση της θέσης που κατέχει εντός του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος (το οποίο άλλωστε οι ιμπεριαλιστικές πολιτικές βοηθούν να παγιωθεί). Για αυτόν τον λόγο επίσης, ακόμα και στην κλασική του φάση ο σύγχρονος ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός δεν έχει ως μόνο ή κύριο επίδικο του τον εδαφικό ανταγωνισμό αλλά την θέση στην παγκόσμια αγορά.
Υπό αυτήν την έννοια, η κατανόηση του σύγχρονου ιμπεριαλισμού χρειάζεται, χωρίς να ανάγεται σε αυτή, μία θεωρία κεφαλαίου. Αρκεί να μην κατανοούμε το τελευταίο με στενούς οικονομίστικους όρους, ως διαδικασία απόσπασης υπεραξίας. Το κεφάλαιο δεν δομεί μόνο μία οικονομία εμπορευμάτων δια των οποίων παράγει κέρδος έτσι ώστε να μπορεί να αυτό-αυξάνεται. Συγχρόνως, δομεί και μία οικονομία επιθυμίας η οποία, φτάνοντας στο επίπεδο πραγμάτωσης που μπορεί να ονομαστεί Θέαμα (μια διαμεσολαβημένη από εικόνες και ρόλους καθημερινότητα που καθορίζονται από το Κεφάλαιο), κατακερματίζει και συγχρόνως ομογενοποιεί τα υποκείμενα που αναπαράγουν την καπιταλιστική μηχανή. Ο ιμπεριαλισμός έχει και αυτός μία τέτοια διάσταση. Είναι μία επιθυμητική-μηχανή επέκτασης η οποία ανάμεσα σε όλα τα άλλα επιτρέπει την άμβλυνση των εσωτερικών κοινωνικών εντάσεων δια της ενσωμάτωσης τους στον ενιαίο κώδικα της αυτοκρατορίας. Σήμερα αυτό συντελείται σε μεγάλο βαθμό και με την προβολή από τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και τα media, παλαιά και νέα, προτύπων ζωής σύμφωνης με το γενικότερο πολιτισμικό πρόταγμα της Παγκόσμιας Αυτοκρατορικής. Δομής. Ένα από τα κλειδιά συνεπώς που ξεπερνούν τις παλαιές μαρξιστικές αλλά και αναρχικών τάσεων αναλύσεις κλασσικού τύπου είναι να εννοήσουμε τον καπιταλισμό ως κάτι παραπάνω από ένα σύστημα παραγωγής, ως έναν Πολιτισμό. Η ιμπεριαλιστική συγκρότηση αλλά και σύγκρουση λαμβάνουν χώρα εντός της ιστορικής πορείας του καπιταλιστικού πολιτισμού προς την Παγκόσμια Ολοκλήρωση (και ίσως και ακόμα παραπέρα, καθώς δεν υπάρχει κάτι που να περιορίζει λογικά και οντολογικά τον καπιταλισμό στον πλανήτη Γη, τα όποια όρια είναι ιστορικά).
Εξίσου σημαντικά δεν σημαίνει ότι κάθε κράτος που είναι καπιταλιστικό είναι και ιμπεριαλιστικό. Κάτι τέτοιο ισχύει μόνο σε ένα πολύ αφηρημένο επίπεδο, δηλαδή ότι κάθε πολιτικά συγκροτημένη καπιταλιστική δομή έχει μία τάση επέκτασης, καθώς το κεφάλαιο ως διαδικασία δεν μπορεί να περιοριστεί σε συγκεκριμένες επικράτειες. Ιστορικά, όμως, για να αναπτυχθεί ο ιμπεριαλισμός υπάρχουν πολλές προϋποθέσεις, πολιτικές και υλικές προϋποθέσεις, προφανώς, αλλά και προϋποθέσεις που αφορούν την οικονομία της επιθυμίας και την αναπαραγωγή και σύγκρουση εσωτερικά τρόπων ζωής και προτύπων πολιτισμικής συγκρότησης. Οι ιστορικές αυτές προϋποθέσεις δεν μπορεί να απαντηθούν παντού, καθώς κάθε διακριτός κοινωνικός σχηματισμός εντάσσεται στο διεθνές/δια-κοινωνικό δίκτυο σχέσεων που δομεί το καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα. Με απλά λόγια, όσο προφανές ήταν ότι η δημιουργία ενός καπιταλιστικού κράτους στα γερμανικά εδάφη είχε όλες τις προϋποθέσεις για να οδηγήσει σε μία ιμπεριαλιστική Μεγάλη Δύναμη, άλλο τόσο προφανές είναι ότι η δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους στα περισσότερα εδάφη της Αφρικάνικης ηπείρου δεν θα μπορούσε να αναπτύξει μία τέτοια ιμπεριαλιστική δυναμική.
Ήταν η Ελλάδα ποτέ ιμπεριαλιστική; Σε αντίθεση με τους μύθους που καλλιέργησε η ελληνική Αριστερά υπήρξαν σαφώς κάποιες ιμπεριαλιστικές τάσεις. Η υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, έστω και στον βαθμό που έφτασε μετά τη συνθήκη των Σεβρών, θα οδηγούσε σε μία πολυεθνική Αυτοκρατορία. Εκτός και αν οι λαοί εξελληνίζονταν βίαια και ο επεκτατισμός οδηγούσε απλά σε ένα μεγάλο ελληνικό έθνος-κράτος. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν φυσικά εύκολο, άρα κατά πάσα πιθανότητα ο ελληνικός εθνικισμός θα μεταλλασσόταν από αλυτρωτισμό σε ιμπεριαλιστικό εκπολιτισμό (κάτι άλλωστε που το ιστορικό βάθος του ελληνικού πολιτισμικού κώδικα θα επέτρεπε). Φυσικά, στην πραγματικότητα, η δόμηση μίας τέτοιας ελληνικής Αυτοκρατορίας θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι απίθανο, να υλοποιηθεί. Ο ελληνικός ιμπεριαλισμός ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό φαντασίωση, χωρίς αυτό να στερεί τίποτα από τη βία του. Το ελληνικό κράτος απλά δεν είχε τις προϋποθέσεις για να ενταχθεί στο ιμπεριαλιστικό κλαμπ των Μεγάλων Δυνάμεων. Για αυτό και με το που σταματά να έχει στρατιωτική στήριξη από τις πραγματικές Αυτοκρατορίες της εποχής, τους νικητές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η φαντασίωση της Μεγάλης Ιδέας καταρρέει μέσα από ένα τραύμα, τη Μικρασιατική καταστροφή.
Το τέλος του κλασικού νεωτερικού ιμπεριαλισμού συντελείται κάτω από την πίεση των αγώνων για ανεξαρτησία. Είναι μία μακρά διαδικασία αλλά η αρχή του τέλους έχει σημάνει ήδη από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Πολύ σημαντικό στοιχείο είναι η ήττα του ρατσισμού ως επίσημη κρατική ιδεολογία και η σταδιακή επικράτηση της ιδεολογίας των οικουμενικών δικαιωμάτων. Ο κλασικός ιμπεριαλισμός ήταν μια μορφή κυριαρχίας που παρήγαγε και στηριζόταν στον ρατσισμό επί του Άλλου, έναν ρατσισμό που νομιμοποιούσε κατόπιν την εξόντωση λαών στο όνομα του εκπολιτισμού. Σε αυτό το πλαίσιο δεν ετίθετο καν ζήτημα στέρησης εθνικής κυριαρχίας διότι θεωρείτο αξιωματική η ανωτερότητα του μητροπολιτικού κράτους επί λαών που δεν ήταν αλλά ούτε μπορούσαν να είναι Έθνη. Ο κλασικός νεωτερικός ιμπεριαλισμός στερούσε το δικαίωμα σε ανθρώπους να αυτοπροσδιοριστούν όχι απλά πολιτικά αλλά υπαρκτικά, αποικίζοντας την επιθυμία και το φαντασιακό τους με όρους ενός συμπλέγματος κατωτερότητας. Στον βαθμό που απελευθέρωση σήμαινε τη δυνατότητα να ονομαστείς ως λαός σε μία εποχή δημιουργίας εθνικών λαών, ήταν αναμενόμενο ότι οι αντιιμπεριαλιστικοί αγώνες της εποχής θα είχαν ένα έντονο εθνικοαπελευθερωτικό πρόσημο. Η εποχή αυτή των εθνικών Αυτοκρατοριών που ενσωματώνουν τον Άλλο μέσα σέ έναν κώδικα εθνοτικής και πολιτισμικής κατωτερότητας παρέρχεται μέχρι τη δεκαετία του 1960. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι ο ρατσισμός σταματάει να υφίσταται, το κάθε άλλο. Απλά δεν μπορεί να κωδικοποιηθεί ρητά ως κρατική ιδεολογία. Σήμερα, η άνοδος ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων ανοίγει το φάσμα ώστε η δαιμονοποίηση της ετερότητας να προσλάβει πάλι επίσημο δικαιικό-θεσμικό χαρακτήρα.
Οι διαφορές της μεταπολεμικής τάξης με τον προπολεμικό ιμπεριαλισμό δεν αφορούν μόνο το ιδεολογικό επίπεδο. Το καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα μετά τον Β Παγκόσμιο δεν αναπαράγεται μέσα από μία διεθνής τάξη Μεγάλων αυτοκρατορικών Δυνάμεων αλλά κάτω από την Αμερικάνικη ηγεμονία, η οποία δεν λειτουργεί με τους όρους του κλασικού ιμπεριαλισμού. Έχουμε να κάνουμε με μία άλλου τύπου κωδικοποίηση των οικονομικών, στρατιωτικών, και επιθυμητικών ροών. Το αμερικάνικο Imperium δεν είναι μία de jure δομή εδαφικής κυριαρχίας η οποία εντάσσει διάφορους λαούς ως υποτελή υποκείμενα αλλά μία οικονομική- στρατιωτική-πολιτισμική μηχανή η οποία ενόσω αναλαμβάνει την οικοδόμηση και διατήρηση μίας παγκόσμιας αγοράς μπορεί να κατέχει κυρίαρχη θέση εντός της. Από αυτήν την σκοπιά ο Ψυχρός Πόλεμος μπορεί να ιδωθεί ως λειτουργική προϋπόθεση του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και όχι μόνο ως ιστορικό του πλαίσιο και όριο. Για αυτόν τον λόγο, ίσως, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου επιτρέπει στον μεταπολεμικό ιμπεριαλισμό να αναπτύξει την πλήρη του δυναμική αλλά και σύντομα να περιέλθει σε κρίση.
Μέχρι τώρα έχουμε μιλήσει για μία υπό σύσταση Παγκόσμια Αυτοκρατορική Δομή. Αυτό ξεκάθαρα υπονοεί ότι θεωρούμε πως η τρέχουσα διεθνοποίηση του κεφαλαίου και ευρύτερα η επέκταση του δυτικού πολιτισμικού κώδικα είναι ιμπεριαλιστική. Λέγοντας κάτι τέτοιο δεν υποστηρίζουμε ότι η παγκοσμιοποίηση αποτελεί μετωνυμία για την επέκταση των καπιταλιστικών δυνάμεων ή συγκεκριμένα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Αντιθέτως, πρόκειται για μια πολύπλοκη διαδικασία διεθνοποίησης ροών κεφαλαίου, εργατικής δύναμης, τεχνολογίας, πολιτισμικών κωδικών αλλά και αγώνων, αντιστάσεων κ.λπ. Αν μιλάμε για ιμπεριαλισμό είναι για να υποδειχθεί ότι η διαδικασία δομεί και διαμεσολαβείται από σχέσεις εξουσίας και κυριαρχίας. Προς στοιχειοθέτηση αυτής της θέσης θα χρειαζόταν να καταδειχθούν οι πολιτικές σχέσεις υποτέλειας και οι μορφές κυριαρχίας, άρα και δικαίου, που θεμελιώνουν και αναπαράγουν τη εν λόγω αυτοκρατορική δομή. Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι τέτοιο εδώ, για αυτό άλλωστε και ο τίτλος υποδηλώνει τον προγραμματικό χαρακτήρα της ανάλυσης. Ενδεικτικά, αναφερόμαστε στον αποικισμό κοινωνικών χώρων, σχέσεων, σωμάτων, επιθυμιών, αναγκών κ.λπ. από το κεφάλαιο και τη συναφή παραγωγή ενός παγκόσμιου δικτύου σχέσεων υποτέλειας, κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Στο θεσμικό επίπεδο, η διαδικασία αποκρυσταλλώνεται στην παραγωγή υπερεθνικών δομών εξουσίας, οικονομίας και εμπορίου που δεν χωρούν στο σχήμα ενός επεκτατικού κράτους. Στον βαθμό που οι αξιωματικές, οι κανόνες και οι θεαματικές απεικονίσεις του κεφαλαίου έχουν επεκταθεί στο σύνολο του πλανήτη και την μεγάλη πλειοψηφία των καθημερινών σχέσεων, συναλλαγών και δραστηριοτήτων μπορούμε να μιλάμε για έναν παγκόσμιο καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό, μία Αυτοκρατορία του Κεφαλαίου.
Η ιστορική αυτή διαδικασία αφήνει το στίγμα της και στους αγώνες των υποτελών. Όχι λιγότερο από την κυριαρχία, η αντίσταση έχει ιστορικότητα, την οποία μάλιστα πρέπει να συλλάβουμε διαλεκτικά με την ιστορικότητα της κυριαρχίας. Μια απλή επισκόπηση δείχνει ότι στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων τα διάφορα κινήματα των τελευταίων δεκαετιών, ακόμα και σε υποδεέστερα κράτη, δεν παίρνουν τη μορφή εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων. Φυσικά, εφόσον μιλάμε για κράτη τα οποία έχουν δομικά υποδεέστερο ρόλο στο παγκόσμιο σύστημα, όπως οι χώρες της Λατινικής Αμερικής, δεν μπορεί παρά να υπάρχει μια αντιιμπεριαλιστική διάσταση στους διάφορους αγώνες και κινήματα. Στη βάση την ανάλυσης μας άλλωστε, οφείλουμε να κατανοήσουμε τον ιμπεριαλισμός ως μία διάσταση της πάλης των τάξεων, όχι ως ένα φαινόμενο που λειτουργεί αντιπαραθετικά αυτής. Ακόμα και έτσι όμως, το επίδικο των σημερινών αγώνων (με λιγοστές εξαιρέσεις όπως αυτές των Παλαιστίνιων και των Κούρδων) δεν είναι πλέον η ανεξαρτησία, δηλαδή η συγκρότηση ενός λαού που θα αποτελέσει τον κορμό ενός σύγχρονου (δημοκρατικού ή ακόμα και σοσιαλιστικού) κράτους, αλλά η αντίσταση στην εμπέδωση της κυριαρχίας του κεφαλαίου, είτε μέσω υπεράσπισης τοπικών δομών είτε μέσω γραμμών φυγής (δυο μορφές αγώνα που μπορεί και να αλληλεπικαλύπτονται όπως στην περίπτωση των Zapatistas). Μάλιστα, σε όσα υποδεέστερα κράτη ο αντιιμπεριαλισμός αποκτά σημαίνον ρόλο ως ηγεμονεύον λόγος, με χαρακτηριστικό παράδειγμα κράτη σαν τη Βενεζουέλα ή την Κούβα, αυτός λειτουργεί τόσο ως λόγος διαχείρισης των εσωτερικών αντιφάσεων και εντάσεων που υπάρχουν όσο και ως γραμμή φυγής και αντίστασης σε μια υφιστάμενη δομή κυριαρχίας
Έχοντας σκιαγραφήσει τη θέση περί μετάβασης σε μία νέα διεθνή δομή κυριαρχίας, είναι απαραίτητο να επαναλάβουμε ότι ο νέος ιμπεριαλισμός του κεφαλαίου αποτελεί τάση και όχι ολοκληρωμένη κατάσταση. Μάλιστα, είναι εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσο μπορεί ποτέ να ολοκληρωθεί. Αν το κεφάλαιο είναι (πέρα από οτιδήποτε άλλο) μία δομή εξουσίας παραμένει γεγονός ότι η αποσπασματικότητα και η πολλαπλότητα του, δηλαδή το ότι δεν έχει μία ενιαία πηγή αλλά εμφανίζεται σε διαφορετικά μέρη, σημαίνει ότι η πραγματοποίηση του πάντα διαμεσολαβείται από διακριτές μορφές και όχι από μία ενιαία πολιτική Ολότητα. Με απλά λόγια, από κράτη και όχι ένα παγκόσμιο κράτος. Για αυτόν τον λόγο και τα έθνη-κράτη δεν έχουν χάσει τη σημασία τους, για αυτό και η παγκοσμιοποίηση είναι μία αντιφατική διαδικασία που παράγει εθνικισμό αντί να τον εξαφανίζει (όπως οι αισιόδοξοι κήρυκες της κάποτε φώναζαν). Έτσι, μπορεί ο διακρατικός ανταγωνισμός σήμερα (ακόμα περισσότερο από την εποχή του κλασικού ιμπεριαλισμού) να μην αφορά εδαφική κυριαρχία όσο τη θέση στο παγκοσμιοποιημένο σύστημα, παραμένει όμως να είναι ανταγωνισμός κρατών ο οποίος περιέχει ως εγγενή του δυνατότητα έναν (ενδεχομένως παγκόσμιας κλίμακας) πόλεμο. Έπεται ότι παρόλο που ως πραγματοποιημένη καθολικότητα το κεφάλαιο έχει επεκταθεί σε όλο τον πλανήτη, η Αυτοκρατορία του Κεφαλαίου δεν μπορεί να αποκτήσει πολιτική μορφή που να αντιστοιχεί στον ορισμό της. Αυτή η ένταση μεταξύ πραγματοποιημένης ιμπεριαλιστικής καθολικότητας και εσωτερικών διαφοροποιήσεων που την διασπούν χωρίς να την καταλύουν είναι η ιστορική μορφή πραγμάτωσης του Καπιταλιστικού Πολιτισμού.
Αν λοιπόν ένα κράτος σήμερα μπορεί να θεωρηθεί ιμπεριαλιστικό στον βαθμό που κατέχει ηγεμονική και σημαίνουσα (οικονομική, πολιτική, στρατιωτική αλλά και πολιτισμική) θέση στην αναπαραγωγή της Αυτοκρατορίας του Κεφαλαίου, φαντάζει λίγο περίεργο να θεωρηθεί η Ελλάδα ιμπεριαλιστική. Για την ακρίβεια, όπως και αν εννοηθεί η έννοια του ιμπεριαλισμού, το να λέγεται ότι η Ελλάδα είναι ιμπεριαλιστικό κράτος σήμερα καταντάει τη λέξη άνευ νοήματος. Το ελληνικό κράτος βρίσκεται πλέον σε θέση υποτέλειας και το να το αρνούμαστε αυτό είναι πολιτική μυωπία. Αυτό δεν αλλάζει από το γεγονός ότι τα Μνημόνια δεν επιβλήθηκαν μόνο από τα έξω αλλά αποκρινόντουσαν σε χρόνια και πάγια αιτήματα του ντόπιας αστικής τάξης ούτε από το ότι η παραμονή στην ΕΕ αποτελεί στρατηγική επιλογή των κυρίαρχων μερίδων του ελληνικού κεφαλαίου. Αλλοίμονο άλλωστε αν ένα κράτος θεωρείται ιμπεριαλιστικό απλά και μόνο επειδή κάποιες εταιρείες του έχουν επεκτείνει τις δραστηριότητες τους στο εξωτερικό· το θέμα αφορά την πολιτική δύναμη και βαρύτητα (τα οποία φυσικά σαφώς και έχουν σχέση και με το οικονομικό μέγεθος). Αυτή τη στιγμή το ελληνικό κράτος δεν μπορεί να ακολουθήσει μία αυτοδύναμη πολιτική, κάτι που φυσικά δεν έχει να κάνει με το νόμισμα αλλά με το χρέος και την ένταξη μέσα στην υπερεθνική δομή της ΕΕ.
Το πραγματικό ζήτημα είναι κατά πόσο η επιδίωξη μία τέτοιας αυτοδύναμης πολιτικής πρέπει να αποτελεί κομμάτι ενός χειραφετικού και επαναστατικού προτάγματος. Για να απαντηθεί η ερώτηση χρειάζεται να αφήσουμε πίσω μας εύκολους αφορισμούς και μία συνθηματική σκέψη. Πάντως θεωρούμε ότι η ιδέα μίας αποδέσμευσης που θα επιτρέψει την αυτοδύναμη εθνική ανάπτυξη δεν απαντάει στα προβλήματα που η ιστορική συγκυρία θέτει. Ή μάλλον απαντά με προβληματικό τρόπο, καθώς σήμερα περισσότερο από ποτέ χρειάζεται να πειραματιστούμε με τρόπους που το εθνικό κέλυφος της πολιτικής θα σπάσει. Σε αυτό το πλαίσιο, ο αντιιμπεριαλισμός με την κλασική του μορφή δεν βοηθά ούτε στο να κατανοήσουμε την υποτελή θέση του ελληνικού κράτους σήμερα ούτε ως πρακτική αντίστασης. Αντίθετα, συνεισφέροντας στην εθνικοποίηση των αγώνων, θα λέγαμε ότι λειτουργεί αποπροσανατολιστικά και επιζήμια. Αν είναι να διατηρηθεί η έννοια του αντιιμπεριαλισμού πρέπει να υποστεί σημαντική θεωρητική ανανέωση και να αποτινάξει, χωρίς να απαξιώνει, την ιστορική της κληρονομιά.
__________________________________________________________________
Ελευθεριακή Συνέλευση Κενός Κύκλος (πολιτική διαδικασία της συλλογικότητας Κενό Δίκτυο)- μέλος της Αναρχικής Ομοσπονδίας https://voidnetwork.gr
περισσότερες πληροφορίες για το 1ο τακτικό συνέδριο της Αναρχικής Ομοσπονδίας (19 & 20 Μάη 2018- Θέατρο Εμπρός) : https://voidnetwork.gr/2018/05/17/anarchist-federation-1st-conference/