ΣΙΣΣΥ ΔΟΥΤΣΙΟΥ Ένδοξες μέρες
εκδόσεις Κενότητα, Αθήνα 2018, σ. 80.
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ από τον ποιητή, θεατρολόγο και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα
Αφιερωμένο στη γιαγιά και στη μητέρα της συγγραφέως που δημοσιοποιεί την τέταρτη λογοτεχνική της έκθεση με αυτό το βιβλίο. Σεμνή και ταπεινή δεν θα την έλεγες, είναι όμως κυριολεκτική, ειλικρινής, αυθόρμητη κι αυθύπαρκτη ενίοτε, δεν επαφίεται στην επιδοκιμασία μας, δεν αποζητά εναγωνίως τη γνώμη μας, αλλά υπάρχει γράφοντας, ακριβώς όπως θα έπρεπε να κάνουμε όλοι μας.
Αναζητώντας την ενσυναίσθηση, όχι ως αυτοσκοπό, αλλά ως εργαλείο για να αφομοιωθούν τα μαθήματα ζωής και να μεταβολιστούν σε πολύτιμη, μεταδόσιμη εμπειρία. Αυτός ο αποσκωρακισμός είναι κι η αιτία που οι περισσότεροι γράφουν, αυτοβιογραφικώς ή μη, καταφεύγοντας στην ποίηση που προσφέρεται για κατά πρόσωπον εξομολογήσεις, έτσι όπως απαλλάχτηκε πια από τα στολίδια και τα μαγνάδια της και κανένα μορφικό έρμα δεν την εμποδίζει να απογειωθεί στον ουρανό της προσωπικής λύτρωσης τού καθενός μας. Αυτός ο ατομικός παράδεισος είναι πολύτιμος και δεν μπορεί να μετρηθεί ως εκ του αποτελέσματος.
Είκοσι ποιήματα στεγάζει αυτό το τομίδιο. Ας τα δούμε ένα προς ένα χωρίς να τα διατρέξουμε προχείρως αλλά εμβαθύνοντας ενδελεχώς:
Η ΕΠΙΚΗΡΥΓΜΕΝΗ
Ο Νίκος Καββαδίας σε κινηματογραφική βερσιόν με ολίγη από Φασμπίντερ και Ζενέ. Όχι, το «Εξπρές του μεσονυκτίου» δεν ταιριάζει. Οι αντιήρωες κι οι αντιηρωίδες είναι εγκλωβισμένοι οικειοθελώς στην ηδονική υλιστική φυλακή τους. Διήγημα με εισαγωγή, κύριο θέμα κι επίλογο είναι αυτό το αριστουργηματικό μεγαλόφωνο ποίημα. Σε τόνο δοξαστικό θεοποιεί τερατώδες κι ηρωοποιεί το κτηνώδες. Είναι επικός ο πόνος που υφίσταται η πρωταγωνίστρια αλλά κι η αντοχή της στον πόνο παροιμιώδης. Το αντίθετο του ιδεαλισμού και του ρομαντισμού αυτό το αφηγηματικό επίτευγμα μένει ανεξίτηλο στη μνήμη χάρη στα αδρά, βασικά του «χρώματα» και την απροκάλυπτη, ανένοχη σαρκικότητά του.
[..] Αυτή είναι
αυτή
η γυναίκα που
δεν διάβασε ποτέ της κανένα αλφάβητο
μόνο πρόφερε τις συλλαβές και τους φθόγγους
με ένα ψεύδισμα που ξεσήκωνε τους πάντες ακόμα και
τα ερμάρια στο δωμάτιο της
– τρίβονταν επάνω τους όταν δεν την έπαιρνε ο ύπνος
μέσα στο απόλυτο σκοτάδι –
γνώριζε όμως όλους τους δικαστές, τους εμπόρους, τους τοξικομανείς,
τους καταδιωγμένους συγγραφείς.
Ένα καινούργιο ποίημα οι συναντήσεις μαζί τους.
Όλες και όλοι την θαύμαζαν,
άφησε το σαρκίο της κρεμασμένο από ένα βαρύ μεθύσι
στο κατάρτι ενός ξένου πλοίου
της έφτιαξαν μια σχεδία από φτηνό ξύλο
έδεσαν μαζί πολλούς κορμούς
με χοντρά σχοινιά
την έβαλαν επάνω – την έδεσαν
αυτή
αυτή που τώρα είναι με κλειστά τα μάτια της
με ξεραμένα δάκρυα
αυτή
τα στήθια της ήταν γεμάτα αγάπη για το ανεπάντεχο
αυτή
τα χέρια της είναι γεμάτα σημάδια από ελβετικούς σουγιάδες,
τα εσώρουχα της δεν έχουνε καμιά σημασία,
δεν έχει καμία σημασία τι χρώμα είναι
είναι φτηνιάρικα και πια πεθαμένα
κάψανε μαζί της όλα τα βρακιά της
δεν θέλανε να έχουνε τίποτε από δαύτη στο καράβι τους.
Αντίο επικηρυγμένη
διαβόητη
Πηνελόπη Ρις.
Θα γραφτούνε πολλά ποιήματα για εσένα.
Και περνάμε στο δεύτερο ποίημα. Το πρώτο ήταν μακροσκελέστατο.
ΎΒΡΙΣ
Πικρός, πολύ πικρός ο τόνος κι η διαπίστωση που ακολουθεί:
Το κέντρο των απολαύσεων
αφήνει την έκσταση του να χυθεί
με ζέση. Η βιαιότητα
της οδύνης ήταν η μόνη λαχτάρα.
Η μόνη ένδειξη ότι υπήρξα.
Και το θεματολογικό επίκεντρο, που επανέρχεται μαζί με τον παν-ερωτισμό ως leit-motiv:
Ένα σαγηνευτικό ερμαφρόδιτο
προικισμένο από τα δώδεκα του χρόνια
με εκθαμβωτικό δέρμα
λησμονεί κάθε νόμο
και αδιαφορεί για κάθε αρχή.
Ο άκρατος έρωτας, ο αχαλίνωτος, είναι εξ ορισμού αναρχικός κι ενάντια σε κάθε εξουσία που πρεσβεύει την τάξη, εκείνη που εξασφαλίζεται μόνο με την αισχύλεια Βία και το απαραίτητο Κράτος που αλυσοδένουν στον Καύκασο τον «Προμηθέα Δεσμώτη».
Ένα βρωμοθήλυκο αντλεί πάντα ηδονή
από την πληγείσα περηφάνια.
Πληθαίνει κανείς τις απολαύσεις του
όταν επιδεικνύει σεβασμό
στις διαστροφές.
Ο Ζενέ κι ο Ταχτσής θα προσυπέγραφαν άνευ επιφυλάξεως αυτούς τους στίχους. Χωρίς να μιλάμε για «καταραμένους ποιητές» η Αφροδίτη η Πάνδημος πρωταγωνιστεί σε αυτό το ποίημα. Και προχωράμε:
ΑΝΕΜΟΣ ΝΙΟΤΗΣ
Μπορούσαμε να κάνουμε τα πάντα
μια παρέα από 2 κορίτσια και 4 αγόρια
μόνο τεκίλα και κοντά φουστάνια
ποίηση και υγρά μάτια από το ξενύχτι
ξεχασμένα πόδια σε στενά παπούτσια
και μια φίλη να ξερνάει από το πολύ αλκοόλ.
Η πρώτη φορά που τρόμαξα
από το χρώμα του εμετού
μέσα σε 2 λεπτά είχα ξεχάσει
και τρέχαμε προς τα κάτω
προς το δικό μας μέρος
ένα σκοτεινό στενό
πίσω από τον πιο πολυσύχναστο δρόμο της πόλης.
Η συνειδητή ασυδοσία μιας εφηβείας που πολλαπλασιάζεται στον καθρέφτη του Ναρκίσσου κι επιδεικνύει την φθαρτή αθανασία του στην αιωνιότητα μιας στιγμής που έγινε σκουπίδι κι αποτσίγαρο για ανακύκλωση. Αυστηρώς ακατάλληλον για ανηλίκους κάτω των 33 ετών!!! Για τις καθυστερημένες εφηβείες κάποιων φοβισμένων ομιλώ.
Ποτέ δεν θα ξέρεις ότι
ντρέπομαι να σε συναντήσω
ότι δεν έχω να πω τίποτα μαζί σου πια.
Δεν είσαι πια το ίδιο τέρας
μικρή ταπεινωμένη σκλάβα.
Κι εδώ ο ανύπαρκτος φόβος απέναντι στην Ελευθερία αντιστρέφεται σε αηδία προς κάθε είδους σκλαβιά.
Oι πουτάνες ερωτεύονται τους πελάτες τους και
οι αφέντες ερωτεύονται τις σκλάβες τους.
Κι η απομυθοποίηση του παραδείσου, σαν φωτογραφία στο αρνητικό της:
Η τελευταία φορά που περίμενα να καταστρέψεις τα δικά σου πνευμόνια
για να μυρίσω λίγο θάνατο μπροστά στο παιδί σου.
Ένα αγρόκτημα γεμάτο σκατά
και αρρωστημένα ζώα
θα μπορούσε να είναι ένας παράδεισος.
Πράγματι για πάντα
και εις τους αιώνες των αιώνων
η ευτυχία θα τρομάζει.
Έχουμε μάθει
να δουλεύουμε – να τρώμε – να χέζουμε
να κλέβουμε – να αντιγράφουμε – να κρυφοκοιτάζουμε
να δαγκώνουμε τις σάρκες άλλων και να φτύνουμε κομμάτια από αυτούς
στο νιπτήρα ή στο νεροχύτη – πρωί ή βράδυ –
έχουμε μάθει να θέλουμε
να είμαστε ευτυχισμένοι
να θέλουμε
να είμαστε
ευτυχισμένοι.
Αγάπη μου
όλοι θέλουνε
απλά
να μπορούν,
να μπορούν να δουλεύουν, να κατουράνε, να φτύνουν –
να κλαίνε, να σιχαίνονται
όλοι έχουνε μάθει την υστερία
και η απάτη της
σου πλέκει ένα μεταξωτό σάβανο
να το φοράς κάθε μέρα.
Η τελευταία φορά που αναρωτήθηκα γιατί.
Κάποιοι επιλέγουν να γίνουν ήρωες και κάποιοι άλλοι απαγωγείς
αισχροί
δηλητηριώδεις
κακοήθεις.
Η τελευταία φορά που σε αγάπησα.
Ένας υπέροχος στίχος:
Η οξύτητα του φωτός δεν καίει πια τα λουλούδια.
Περνάμε στο επόμενο αντί-ποίημα:
ΦΤΗΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ
Χολερική ανάμνηση χλωμού οργασμού σαν κοκκινάδι σε μισοκαπνισμένη γόπα στο λασπωμένο ρείθρο τού δρόμου.
Μπορεί στο επόμενο να είμαστε πιο τυχεροί:
ΥΓΙΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ
Τα χρυσάνθεμα πέθαναν
μπροστά στα στόματα τηλεθεατών
ακούστηκε ο τελευταίος στεναγμός τους
ένα λευκό παράπονο.
Αυτό ήταν όλο; Σαν πίνακας ανυπόγραφος επώνυμου ζωγράφου που επαφίεται στην διακριτική φαντασία τού αναγνώστη.
Διαβάζω αυτά τα ερωτοσκαλίσματα ακούγοντας παλιά λαϊκά τραγούδια.
ΛΕΥΚΟ ΡΥΖΙ
[…] Μια φροντίδα
που υποκύπτει στο παρόν.
Ένα μικρό πιάτο
γεμισμένο με ψωμί.
Ο άντρας
που προσπαθεί
να περιποιηθεί τη γυναίκα.
Το σπίτι τους γεμάτο αγάπη
και ασήμαντα ψέμματα.
Τι περίεργο
Κάθε σώμα μαρτυρεί
τη βιαιότητα,
μαρτυρεί την ωμοφαγία.
Ο άνθρωπος κρεατοφάγος.
Η γυναίκα
που προσπαθεί να τον δαγκώσει
σε ασυνήθιστα σημεία
του λαιμού
και των χεριών του.
Όταν κάτι είναι τόσο όμορφο
Σκέφτομαι τον θάνατο
Λυπάμαι
Γιατί ξέρω πως κάποτε αυτό θα πεθάνει
Δεν θα υπάρχει
Ας μην υπήρχε
Ποτέ αυτή η αγάπη
Ας μην είχα γευτεί
Ποτέ αυτό το ρύζι
Κάθε κόκκος ρυζιού μαγειρεμένος
Με τόση αγάπη που δεν
Ξέρεις πότε θα
Σου προσφερθεί ξανά
Τόσο μόνη όσο ένας ορυζώνας
ασήμαντη, μικρή, μικροσκοπική,
όλοι οι άνθρωποι που αγαπάμε
σαν μικρές διάφανες στιγμές ρυζιού, κατάλευκου
σε έναν απέραντο ορυζώνα.
Όσο και αν φοβάμαι, όσο και αν σε αγαπώ
δεν αλλάζει τίποτα
τίποτα δεν θα αλλάξει.
Όσο και αν σε αγαπάω
θα πεθάνει
εμείς θα κλαίμε
εγώ θα λιώσω
εσύ θα έχεις ήδη πεθάνει
κλαίω
μένω αδύναμη, μόνη, εθισμένη.[…]
Σοκαριστικό; Δεν θα το έλεγα. Ο Συμβολισμός εδώ πάει να γίνει ερεβώδης σαν στέρνα ξεραμένη από καιρό
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ –
ΠΡΩΤΟΠΑΛΙΚΑΡΟ ΤΟΥ ΑΡΗ
Ο συμβολισμός δίνει τη θέση του στην περιγραφικότητα και στην αισθηματολογία. Απογοήτευση. Μπορεί και όχι όμως. Φτάνει να το δεις εξ αντιθέτου, ανάποδα, σαν κέντημα, από το μέρος που ξεκρίνονται οι κόμποι από τις πολύχρωμες κλωστές. Το ποτήρι είναι πάντα μισογεμάτο…
Η ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΣΤΗΝ ΠΑΝΟΡΜΟΥ
Ξεκινάει μελοδραματικά, αποδρά στον κυνισμό για να καταλήξει στη ρετρό νοσταλγία και μετά πάλι στον λεκτικό εξανδραποδισμό των γλυκανάλατων αισθημάτων Αυτό το βιβλίο είναι σαν σκάλα που ανεβαίνει και κατεβαίνει ταυτόχρονα, γυριστή. Εξ-έλιξη.
ΙΣΟΒΙΑ
[…] Γωνίες σκεπασμένες με αποφάγια
Τεράστια θηλαστικά βαδίζουν αργά και τρώνε τα σκουπίδια
Δεν ξέρω πως βρίσκονται μέσα στο προαύλιο θαλάσσια κήτη
Θάλασσα
Ξηρά
Θάλασσα
Μου λείπει ο ζωτικός χώρος – αυτή η ζώσα περιουσία του απερίσκεπτου.
Αυθορμητισμός Θάρρος
Θαρραλέα κορίτσια Θαρραλέα αγόρια
Η μυρωδιά της φυλακής είναι απαίσια
ποτέ πένθιμη ποτέ μουχλιασμένη.
Ο ήλιος δεν δύει ποτέ σε αυτό το μέρος,
οι κινήσεις των φρουρών τραβάνε το στόμα μου
σε τέσσερις κατευθύνσεις
και κάνω μορφασμούς αηδίας. […]
Το πρώτο αμιγώς πολιτικό, αναρχικό αντιεξουσιαστικό ποίημα.
ΘΑΥΜΑ
Μια υπερσύγχρονη μηχανή
μια επίτευξη τεχνολογική
ίσως και ηλεκτρονική
η κβαντική φυσική βοήθησε τα νέα παιδιά να δούνε καινούργιους κόσμους
να γίνουν ήρωες σε ηλεκτρονικά παιχνίδια
να ξεχάσουν κάθε ιστορικό γεγονός
να γίνουν και αυτοί επιστήμονες σε έναν αιώνα ξερό
στεγνό από κάθε πνευματικότητα
[…]Δεν γνωρίζω από που είμαι
και που βρίσκομαι
δεν έχω καταλάβει ακόμα τη δομή του ατόμου
και το κβαντικό άλμα
Μόνο αυτό το πιεστικό χάος
και από που ξεκινάω δεν έχω ιδέα
Η ομορφιά και η ασυμμετρία τα ίδια τέρατα
στο μυαλό ενός ερασιτέχνη φιλόσοφου
Όλες οι επιστήμες και οι θρησκείες
άφωνες μπροστά στο θαυμαστό κόσμο του αέναου σύμπαντος
Η αταξία – Η παύση ζωής
Η εντροπία της θερμοδυναμικής μου προξενεί ασφυξία
Τα μάτια μου και το βέλος του χρόνου τρυπάει το νου μου
Επινοήσεις που παράγουν θερμότητα
Κανενός είδους πληροφορία που να επιτρέπει τη ζωή
και η προηγούμενη κατάσταση
μια εσωτερική μεταβολή μες τα πνευμόνια μου
Μια κατάσταση διαταραχής
αποδεκτή από τους σύγχρονους φυσικούς
Η συμπεριφορά μου ευαίσθητη
εξαρτημένη από τις αρχικές συνθήκες
Δεν γνωρίζω που βρίσκομαι και ποια είμαι
Το φαινόμενο της πεταλούδας
αυτό το χτύπημα των φτερών
και η τροχιά του χώρου που θα ήτανε διαφορετική
Μια ανάμειξη χρωμάτων, μια κοινή διαίσθηση
διπλασιάζει επανειλημμένα αυτό τον εσωτερικό σπασμό
Κάθε ζεύγος κοινών σημείων
έχει μια εξαιρετική συμπεριφορά
προς το θετικό ή το αρνητικό άπειρο […]
Αν δεν υπήρχε ο πρόλογος θα νομίζαμε πως η γράφουσα μας κάνει επίδειξη γνώσεων, όμως δεν είναι αλήθεια κάτι τέτοιο. Ακριβώς το αντίθετο: δηλώνει τη ναυτία του σύγχρονου ανθρώπου απέναντι στις εναλλακτικές ή παράλληλες πραγματικότητες και την έμμεση, την υπόρρητη νοσταλγία μιας τάξης, έστω και λογικής. Το άτομο παγιδευμένο στην ελευθερία του δεν ξέρει τι να κάνει με τη βούλησή του, ακόμα κι όταν δείχνει πιο σίγουρο, πιο βέβαιο παρά ποτέ. Τότε είναι που χάνεται, που γλιστράει σε κβαντικές πραγματικότητες ανεξιχνίαστες. Και παρ’ όλη την γοητεία που ασκεί ο σύγχρονος τεχνολογικός λαβύρινθος μέσα στη μοναξιά ο άνθρωπος κατατρώγεται μόνος του. Και γι’ αυτό ποιητικολογεί. Ανέξοδα. Όχι όμως πάντα και χωρίς διέξοδο. Σπαρακτικό ποίημα. Το πλέον φιλοσοφημένο και λόγιο.
ΑΡΧΗ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑΣ
Οι μορφές φτιαγμένες από το σύγχρονο άνθρωπο.
Τα πρωινά προσφέρουν αδιανόητες στιγμές
σε κάθε άτομο ξεχωριστά,
αλλού είναι ο πανσεξουαλικός ήλιος,
αλλού κάτι τρεμάμενες χιονοστιβάδες,
το χώμα αλλάζει μοναχό του
από τη Δημοκρατία και από τους αγώνες,
η Αναρχία μονάχα θα απελευθερώσει
τη γη από τα χρόνια της πανούκλας.
Επιθύμησαν οι φυλακές τον άνθρωπο
που θα τις ξεριζώσει.
Αυτό θα μπορούσε να το είχε γράψει ο Κολτές και να το φορέσει στο στόμα του Ρομπέρτο Τσούκο σαν μαντήλι, σαν περγαμηνή. Σαν ιδεολογική μπροσούρα για μια μακρινή ευτοπία προβεβλημένη στο τώρα, αλλά όχι και στο αμφίβολο κι απροσδιόριστο εδώ, με το εγώ να παραδέρνει μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, αφού «τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες» δεν τους «κουβανεί μες την ψυχή του» (για να θυμηθούμε έναν άλλον αιρετικό τού έρωτα, τον Καβάφη).
ΗΡΩΙΝΗ
[…]
Απλή παρατήρηση – η μητέρα περιμένει την κόρη της δίπλα στο τζάκι.
Ο ουρανός στις παλάμες της,
έμεινε μόνη της με το τελευταίο φωτεινό άστρο
να ακουμπάει τις μελανιές της,
ο κόσμος όλος παραδόθηκε στη μοίρα της Γης,
άγνωστος πλανήτης
ο αιώνας μας δεν ήτανε καθόλου γενναιόδωρος,
μόνο ο μαύρος σκύλος το κατάλαβε
και η ηρωίνη,
ο έρωτας έπειτα.
Απλή παρατήρηση – οχτώ κηδειόχαρτα στη γωνία του δρόμου
γέροι στέκονται και κοιτάνε,
κάποιος φίλος πέθανε.
Η ροδιά στριμωγμένη ανάμεσα
στη λήθη και το δειλό πνεύμα του ανθρώπου.
Οδός θλίψης- αριθμός μηδέν
το τίποτα
ονομάζεται τέρας – μια σπάνια ώρα
που ξεκουράζεται ο πόνος
ποιός θα μου φέρει λίγο ακόμα ζάχαρη άχνη;
Δεν θέλω να γεννήσω παιδιά.
Η γέννα και ο θάνατος
δυο φορές θάνατος […]
Σαν μονόλογος «μαύρης» και δυσοίωνης ηρωίδας του Ευριπίδη, της Μήδειας ίσως, της Αγαύης, της Ινώς και της Αυτονόης. Η ωμοφαγία είναι αυταπόδεικτη κι ανυπόστατη. Απεχθάνομαι τους εξωτερικούς τρόπους φυγής από την «πραγματικότητα», όσο κι αν είναι δύσκολο να την ορίσεις. Απαιτεί τον δικό της ηρωισμό η σύγκρουση με την ασχήμια. Κι όσο πας να ξεφύγεις τόσο πιο κοντά βρίσκεσαι στον κάδο της ανακύκλωσης…
Ο κόσμος μέσα στο στόμα ενός σκύλου
εθισμένου στην ηρωίνη
νικάει τη γυναίκα που βρίσκεται σε οίστρο.
Τα μάτια της μωβ – από τα πιο φτηνά καλλυντικά της πόλης.
Τυφλές θεές εξήγησαν το θαύμα της ύπαρξης
στην παγωμένη σάρκα του έρωτα.
απλή παρατήρηση – οι σοκολάτες λιώνουν μέσα στα στόματα εφήβων [..]
Και περνάμε σε ένα περισσότερο ευοίωνο ποίημα με τίτλο:
Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ
Μόνο τα αστέρια μπορούν να συγχωρέσουν
την ντροπή και το μίσος.
Ο άνθρωπος πιστεύει στον Έρωτα και στην Τύχη
Σοφόν το σαφές. Το μέρος αντί του όλου. Τα μακρά αφηγηματικά κομμάτια εναλλάσσονται με αποστάγματα σοφίας δίκην γνωμικών. Υπάρχουν δύο δρόμοι για την αγιότητα: τού ασκητή και τού Μαρκήσιου ντε Σαντ. Ο πόνος ίσως εξανθρωπίζει το θηρίο μέσα μας.
ΕΝΔΟΞΕΣ ΜΕΡΕΣ
Λυπάμαι για τις ένδοξες μέρες
που τα παιδιά δεν θα ζήσουν,
τις νέες κοπέλες που θα αγναντεύουν χωματερές
και τα ερείπια μιας προηγούμενης εποχής.
[..]
Ονειρεύτηκα μια ερημιά
και εμάς να αντέχουμε στους ώμους μας το βάρος του μέλλοντος.
Το δέρμα των πουλιών ξεχύθηκε σαν μια ηχώ πάνω στις ράγες υπερσύγχρονων τρένων.[…]
Μακράν τού να ξαναγράφει τις μπεκετικές «Ευτυχισμένες ημέρες» εδώ η λογοτέχνης επιτυγχάνει να μετατρέψει ένα κοινωνιολογικό δοκίμιο σε ποίημα μεγάλου βεληνεκούς.
ΔΑΚΡΥΣΜΕΝΕΣ ΝΥΜΦΕΣ
Δακρυσμένες Νύμφες
και οι αναστενάρηδες να ουρλιάζουν,
ένα θαύμα που δεν έγινε. […]
Κι αν επιμένω σε μια γραμμική, «κατά λογάδην» ανάγνωση είναι γιατί αυτή η ποίηση δεν είναι συμβατική. Σα να ξύπνησε η Κατερίνα Γώγου κι ο Άσιμος, σα να ξανάπιασε τη σκονισμένη πέννα του ο Ρεμπώ… Κι ο Καρυωτάκης θα συμμετείχε σε αυτόν τον σπαραγμό:
Βαθιά Απελπισία
Εγένετο το θέλημα σου –
Και κάτι ελπιδοφόρο. Λέτε; Για να δούμε:
Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ
Ο ουρανός γέμισε την καρδιά μου με ηλεκτρισμό.
Μια λάμψη
ανάμεσα στις παρατημένες πλατείες της πόλης
και τα χείλη μου.
Η καρδιά μου λαχταρά
αυτή την περίφημη ευλογημένη ηρεμία.
Έτσι είναι,
τα πλούτη βουλιάζουν στις παλάμες του φεγγαριού
όταν τη νύχτα τα πρόσωπα φοβούνται την πίστη .
Οι τρομαγμένοι δεν αντέχουν άλλες συμφορές.
Η οικογένεια, οι φίλοι, οι θαυμαστές
δεν υποφέρουν τη ζέστη ή το κρύο,
κάποιος βρέθηκε μπροστά στα μάτια του βρέφους.
Οι περασμένες δόξες ευχαριστήθηκαν
τις οπές στον κατάλευκο λαιμό της.
Τα φύλλα τρέμουν
ο μαύρος θησαυρός υποφέρει
μέσα στην αγκαλιά του μοναχικού άντρα.
Άφησε λοιπόν, την κληρονομιά σου άρχοντα
και δωσ’ μου εμένα την προίκα που μου αξίζει.
Απόψε ήρθες
στην πόλη του φθινοπώρου
ζωντανός.
Ναι, δεν θα το έλεγα από τα δυνατά της κομμάτια, το πιο καθημερινό της όμως; Οπωσδήποτε. Και προχωράμε ακάθεκτοι. Αυτός ο λόγος είναι εθιστικός. Τοξικός μήπως; Τα ρεμπέτικα κατάλληλη μουσική υπόκρουση. Σπανίως προβαίνω σε ανάλογες ποιητικές περιδιαβάσεις: μόνον όταν ενθουσιάζομαι ή η θλίψις μου το απαιτεί.
ΕΝΑΣ
Ένας υγρός ήλιος προσδοκεί ένα ερωτευμένο ζευγάρι
ένα ανδρόγυνο προσδοκεί τον έρωτα
και ένα στόμα προσδοκεί τη μοναξιά του.
Ένα ημιθανές γυμνό κορμί
τονίζει αρχαία ρήματα
ή μάλλον καλύτερα
η οξυδέρκεια του συναισθάνεται την ομορφιά του
και μιμείται ένα ρίγος ηδονής.
Παραθέτω ολόκληρα τα σύντομα ποιήματα. Τα αποσπάσματα όμως των μακροσκελών, που είναι οιωνεί άνισα, με ξετρελαίνουν. Τίμιος αναγνώστης. Τίμιος και στη ζωή μου. Δεν ψευτίζω το αίσθημα εγώ. [Όχι, αυτό δεν είναι ποίημα – κριτικό σχόλιο είναι, γιατί αν η επαφή μας με την ποίηση δεν μας σπρώχνει προς την αυτογνωσία καλόν είναι να την αποφεύγωμε διακριτικώς].
ΣΙΩΠΗ
Ακόμα και αν λησμονώ τη σιωπή της χαράς
κουβαλώ μικρούς ανθούς στους ώμους μου […]
Όχι, δεν θα παραθέσω ατόφιο αυτό το λακωνικό ποίημα. Μήτε για λόγους copyright μήτε για λόγους σεμνοτύφου επιφυλάξεως, απλούστατα γιατί ξεκινάει καλά και μετά χάνεται…
ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΕΧΟΥΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ
αφιερωμένο στη S. Carapetian και στον D. Graeber
που περάσαμε μαζί εκείνο το καλοκαίρι
[…]
Ο χρόνος του κόσμου πέρασε.
Το μέλλον των ανθρώπων υπήρξε.
Ο νόμος σαν γλώσσα που
δεν κοιτάζει ποτέ τ’ αστέρια
«μην εκπλήσσεστε, η ζωή και ο αιώνας
σαν οικογενειακοί φίλοι
(που) εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον».
[…]
Το εφήμερο και οι αιώνες.
Ο ήλιος πλέκει τις πλεξούδες
μιας ξεχασμένης παρθένας
στην κοιλάδα.
Νίκησαν άλλοι.
[…]
Ο πειρασμός της μαγείας
απέναντι στο θρήνο του κόσμου.
Σαν πολλά, πολλαπλά ποιήματα μέσα σε ένα. Οικολογία και ουτοπία.
ΑΣ ΗΤΑΝΕ ΤΩΡΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
[…]
ας ήτανε τώρα το τέλος
στη ζεστή ευτυχία της εκπληρωμένης άνοιξης
εκεί που σταματάνε οι επιθυμίες
υπάρχει μόνο η απόλαυση
η ηδονή του παρόντος
[…]
Με μια αυτοεκπλήρωση ολοκληρώνεται αυτό το κραυγαλέο βιβλίο. Αυτοεπαληθευόμενη προφητεία, θα έλεγες. Όμως όχι. Ξεκινάει από το Έρεβος για να φτάσει στο Φως. Κι αυτή η ανατροπή είναι που το καθιστά διηγηματικό, συρραφή από πονήματα που κατατάσσονται στη «μικρή φόρμα», φύλλα ημερολογίου μιας ζωής ζησμένης κι αβίωτης. Η συμφιλίωση τού τέλους, η παραδοχή κι η αποδοχή των πεπραγμένων δίνει άλλη ανάσα κι απογειώνει τον φρενιτικό ρυθμό αυτού του αισθητικού επιτεύγματος. Μιλάω μετά λόγου γνώσεως γιατί σπανίως αγωνιώ να καταλήξω μαζί με τον ποιητή ή την ποιήτρια που γράφουν σα να ομιλούν κι ομιλούν σα να αφήνουν τη ζωή να δανειστεί τα χείλη τους και το ηχείο του κορμιού τους. Ετούτη η σωματικότητα με καθήλωσε σε φωναχτή ανάγνωση, συνηχώντας πάντα μ’ εσάς συνένοχοι, συνδημιουργοί, συνεργάτες αναγνώστες μου.
[…] ας ήτανε τώρα το τέλος
τώρα που είμαστε όλοι ευτυχισμένοι
που δεν χρειάζεται να κάνουμε κάτι άλλο
δεν θέλουμε κάτι άλλο
μόνο να απολαύσουμε αυτή τη στιγμή
τη ζεστασιά της ευδαιμονίας
τώρα
που είμαστε όλοι ευτυχισμένοι
που δεν σκεφτόμαστε τίποτα
που δεν ανησυχούμε για τίποτα
τώρα
στην πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής μας
αγάπη μου
ας ήτανε τώρα το τέλος. […]
Σας αγαπώ και σας λατρεύω, όλους όσους συνταξιδεύουμε σαράντα χρόνια τώρα, από το πρώτο μου ποίημα:
«Σε κάμαρες δυσήλιες αυτοπυρπολήθηκα
Και πριν να φέξει η Χαραυγή
Στολήν Εωσφόρου εντύθηκα
Κι εχάθηκα μες τη βροχή».
Κωνσταντίνος Μπούρας